(του Αλεξάντερ Σμέμαν)
Τρίτη, 12 Ὀκτωβρίου, 1976
Συναντήσεις, συζητήσεις, τηλεφωνήματα. Ἔχω κουραστεῖ ἀπὸ τὰ παράπονα, ἀλλὰ τὸ γεγονὸς παραμένει: κάτω ἀπ' αὐτὴ τὴ συνεχῆ πίεση καὶ σπουδή, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐργαστεῖς. «Πάτερ, ποτὲ μπορῶ νὰ σᾶς δῶ;» Καμιὰ διέξοδος, ὅπως ἔχουν τὰ πράγματα. Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο: «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τάς ψυχᾶς ὑμῶν» (Λουκ. 21,19).
Πηγὴ τῆς ψευδοῦς θρησκείας εἶναι ἡ ἀνικανότητα νὰ χαρεῖς, ἤ μᾶλλον ἡ ἄρνηση τῆς χαρᾶς, ἐνῶ ἡ χαρὰ εἶναι ἀπόλυτα οὐσιώδης ἐπειδή, δίχως ἀμφιβολία, ἀποτελεῖ καρπὸ τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ γνωρίζει ὅτι ὑπάρχει Θεὸς καὶ νὰ μὴ χαίρεται. Μόνο σὲ σχέση μὲ τὴ χαρά, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ταπείνωση εἶναι σωστός, γνήσιος καὶ καρποφόρος. Ἔξω ἀπὸ τὴ χαρά, ὅλα γίνονται δαιμονικά, μιά βαθύτερη διαστροφὴ κάθε θρησκευτικῆς ἐμπειρίας. Μιά θρησκεία φόβου. Θρησκεία τῆς ψευτοταπείνωσης. Θρησκεία τῆς ἐνοχῆς: τὰ πάντα εἶναι πειρασμοὶ καὶ παγίδες - ὄντως πολὺ δυνατοί, ὄχι μόνο στὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Οἱ «θρησκευόμενοι» ἄνθρωποι, κατὰ κάποιο τρόπο, βλέπουν τὴ χαρὰ μὲ ὑποψία.