(Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου)
Όταν ακούγεται ένα θεολογικό κήρυγμα αμέσως γίνεται σχετική κριτική με την αιτιολογία ότι ο Χριστός μιλούσε πολύ απλά, δεν ανέπτυσσε τέτοια δύσκολα κηρύγματα. Κατηγορείται η Εκκλησία, καθώς επίσης και οι άγιοι Πατέρες, γιατί μίλησαν με φιλοσοφική ορολογία για να απαντήσουν στα προβλήματα της εποχής εκείνης. Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι: Μιλούσε πράγματι ο Χριστός απλά; Μήπως με την κατηγορία αυτή εναντίον του συγχρόνου θεολογικού κηρύγματος ουσιαστικά εκφράζουμε την δική μας άγνοια να εισχωρήσουμε στα πραγματικά προβλήματα του ανθρώπου ή ακόμη εκφράζουμε την αδυναμία κατανοήσεως αυτών των προβλημάτων; Πιστεύω, όπως θα αναπτύξω πιο κάτω, ότι ο Χριστός δεν μιλούσε απλά και ότι η αδυναμία κατανοήσεως του θεολογικού κηρύγματος είναι ουσιαστικά αδυναμία του ίδιου του κήρυκος, αδυναμία κατανοήσεως των αληθινών προβλημάτων που απασχολούν τους σύγχρονους ανθρώπους. Σήμερα, παρά τον πληθωρικό λόγο, ουσιαστικά υπάρχει πείνα θεολογικού ζωντανού λόγου, που μπορεί να δώση λύσεις στα καυτά μας προβλήματα. Η απουσία του θεολογικού λόγου είναι συνάρτηση της παρουσίας του ηθικολογικού, συναισθηματικού και λογικού λόγου. Κάπου εκεί εντοπίζω το αληθινό πρόβλημα.
Ας δούμε όμως αναλυτικότερα το ερώτημα, αν μιλούσε απλά ο Χριστός.
Ο Χριστός δεν ήταν ένας ηθικολόγος, φιλόσοφος, κοινωνικός επαναστάτης, αλλά ο Λόγος του Θεού. Αυτός φανέρωσε την μοναδική αλήθεια που σώζει τον άνθρωπο. Όχι μόνον φανέρωσε την αλήθεια, αλλά Αυτός είναι η Αλήθεια. Ο Χριστός ως Λόγος του Θεού, μας φανέρωσε το θέλημα του ουρανίου Νου, του Πατέρα Του, γι’ αυτό και είναι ο πραγματικός θεολόγος. Αυτό τονίζει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Ο Χριστός «θεός ὤν προαιώνιος δι’ ἡμᾶς καί θεολόγος ἐγεγόνει». Ο μεγαλύτερος θεολόγος είναι ο Ίδιος ο Χριστός, και εκείνος που ενώνεται με τον Χριστό και αποκτά τον νουν του Χριστού, λαμβάνει το χάρισμα της θεολογίας και επομένως καθίσταται θεολόγος, μυσταγωγεί τον λόγο του Θεού στους ανθρώπους. Βέβαια, ο Χριστός δεν ήλθε απλώς για να διδάξη και να μεταδώση αλήθειες, αλλά να προσφέρη τον εαυτό Του, να προσλάβη την ανθρώπινη φύση, ώστε να δώση στους ανθρώπους την δυνατότητα να φθάσουν και αυτοί στην κατά Χάριν θέωση. Όμως με όλη Του την ένσαρκη οικονομία ο Χριστός ανεδείχθη πραγματικός θεολόγος.
Η διδασκαλία του Χριστού είναι προβολή του Παραδείσου πάνω στην γη. Είναι έκφραση της τριαδικής ζωής, της κοινωνίας των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Π.χ. η διδασκαλία περί της αγάπης δεν είναι ηθικολογική και κοινωνική διδασκαλία, αλλά κατ’ εξοχήν θεολογική, αφού η αγάπη είναι ο Θεός ως κοινωνία προσώπων. Επομένως, όταν ο Χριστός μιλούσε για την αγάπη, θεολογούσε. Παρουσίαζε τον τρόπο ζωής των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Το ίδιο συμβαίνει και με όλες τις διδασκαλίες. Ο Κύριος είπε: «Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατήρ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειος ἐστίν» (Ματθ. ε΄, 48). Αυτή λοιπόν η διδασκαλία του Χριστού, ως έκφραση της τριαδικής ζωής, είναι καθαρά θεολογική και εν πολλοίς ακατανόητη για τους ανθρώπους της εποχής εκείνης. Οι Μαθηταί Του δεν μπορούσαν να την αντιληφθούν. Μόνον όταν έλαβαν το Άγιο Πνεύμα και αλλοιώθηκαν, αντελήφθησαν το κήρυγμα και την διδασκαλία του Χριστού. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης παρατηρεί: «Ταῦτα δέ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταί αὐτοῦ τό πρῶτον, ἀλλ’ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ' αὐτῷ γεγραμμένα» (Ιω. ιβ', 16). Δεν συναντούμε στα Ευαγγέλια πολλές περιπτώσεις όπου φαίνεται πως οι Μαθηταί δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν και να καταλάβουν τον λόγο του Χριστού; Αυτό γινόταν γιατί ο λόγος του Χριστού δεν είναι ανακάλυψη, αλλά αποκάλυψη του Ίδιου του Θεού στην καθαρή καρδιά του ανθρώπου. Οι Ιουδαίοι της εποχής του Χριστού, ενώ Τον έβλεπαν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι Αυτός είναι ο Μεσσίας και ενώ Τον άκουγαν δεν μπορούσαν να καταλάβουν τον λόγο Του. Μάλιστα επεδίωξαν και να Τον φονεύσουν. Γι’ αυτό ο Κύριος τους είπε: «ζητεῖτέ με ἀποκτεῖναι, ὅτι ὁ λόγος ὁ ἐμός οὐ χωρεῖ ἐν ὑμῖν» (Ιω. η', 37). Πράγματι ο λόγος του Χριστού δεν μπορούσε να χωρέση στην ακάθαρτη καρδιά και στον αμεταμόρφωτο νου των συγχρόνων Του, όπως και των ανθρώπων όλων των εποχών. Για έναν άλλο λόγο ο Ίδιος ο Χριστός είπε: «οὐ πάντες χωροῦσι τόν λόγον τοῦτον, ἀλλ’ οἷς δέδοται» (Ματθ. ιθ', 11). Χρειάζεται πράγματι αποκάλυψη και κάθαρση της καρδιάς για να μπορέσουν οι άνθρωποι να καταλάβουν τον λόγο του Θεού. Και αυτό δεν μπορούν να το επιτύχουν στην πληρότητά του, γιατί περιορισμένα είναι τα όρια της ανθρωπίνης φύσεως. Με την Χάρη του Θεού κατανοούμε, κατά το δυνατόν στην ανθρώπινη φύση, τις άπειρες διαστάσεις του λόγου του Θεού. Η συνομιλία του Χριστού με τους δυό Μαθητάς που πορεύονταν προς Εμμαούς δείχνει αυτήν την αλήθεια.
Έπειτα υπάρχει διαφορά μεταξύ των Ευαγγελιστών στην έκφραση. Τα τρία πρώτα Ευαγγέλια, τα λεγόμενα συνοπτικά, είναι πιο εύκολα στην κατανόηση, αλλά το Ευαγγέλιο του Ευαγγελιστού Ιωάννου είναι δυσκολώτερο. Έχει υψηλότερες διδασκαλίες και λίγα θαύματα, γιατί προοριζόταν για Χριστιανούς που είχαν περισσότερη πρόοδο και επομένως ήσαν ικανοί να «μυηθούν» στις βαθύτερες θεολογικές έννοιες του λόγου του Θεού. Πάντως και τα τρία πρώτα Ευαγγέλια θέλουν ιδιαίτερη Χάρη για να κατανοηθούν. Όταν ο άνθρωπος προχωρή με τις δυνάμεις της πεπτωκυίας λογικής, όταν δεν έχη μεταμορφωμένες πνευματικές αισθήσεις, δεν μπορεί να καταλάβη απολύτως τίποτε. Η Αγία Γραφή, ιδιαίτερα η Καινή Διαθήκη, δεν είναι ένα μυθιστόρημα και μια βιογραφία του Χριστού, αλλά αποκάλυψη της νέας ζωής που έφερε ο Χριστός στον κόσμο, γι’ αυτό μόνον όσοι ζουν εκκλησιαστικά μπορούν να εισδύσουν στο βαθύτερο νόημα, όσο είναι δυνατόν, του λόγου του Θεού. Επίσης διαβάζοντας τους λόγους τού Ευαγγελιστού Ιωάννου και του Αποστόλου Παύλου, βλέπουμε καθαρά ότι ο λόγος τους είναι βαθύτερος. Μήπως αυτό σημαίνει ότι αυτοί οι Απόστολοι αλλοίωσαν τον λόγο του Χριστού, εξεδίωξαν την απλότητα του λόγου Του;
Υπάρχει το θέμα των παραβολών. Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο Χριστός στο κήρυγμά Του χρησιμοποιούσε παραβολές, ώστε να απλοποιήση τον λόγο Του και να τον καταστήση κατανοητό στους ακροατές. Και όμως υπάρχει μια τρομερή παρεξήγηση πάνω σ’ αυτό το θέμα. Γιατί ο Χριστός χρησιμοποιούσε παραβολές όχι για να απλοποιήση τον λόγο, αλλά για να τον κρύψη, ώστε να μη τον κατανοήσουν οι εχθροί Του. Θα ήθελα να αναφέρω δυό χαρακτηριστικές περιπτώσεις για το σημείο αυτό. Παρουσιάζοντας την παραβολή του σπορέως οι Μαθηταί Τον ρώτησαν: «διατί ἐν παραβολαῖς λαλεῖς αὐτοῖς;». Και Εκείνος απάντησε: «ὑμῖν δέδοται γνῶναι τά μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐκείνοις δέ οὐ δέδοται... διά τοῦτο ἐν παραβολαῖς αὐτοῖς λαλῶ, ἵνα βλέποντες μή βλέπωσι καί ἀκούοντες μή ἀκούωσι μηδέ συνῶσι, μήποτε ἐπιστρέψωσι» (Ματθ. ιγ', 10-14). Φαίνεται εδώ καθαρά ότι οι Μαθηταί ήταν ικανοί να μάθουν τα μυστήρια της Βασιλείας των Ουρανών. Από τους άλλους έπρεπε να κρυφτούν γιατί δεν μπορούσαν να τα αντιληφθούν και έτσι θα τους έφεραν σε αντίθεση με το Πρόσωπο της Αλήθειας. Ο Ευαγγελιστής Μάρκος, εκθέτοντας την παραβολή του σπορέως χρησιμοποιεί την ίδια διδασκαλία. Οι Μαθηταί τον ρωτούν «κατά μόνας» για την επεξήγηση της παραβολής. Και ο Κύριος επεξηγεί: «ὑμῖν δέδοται γνῶναι τά μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ· ἐκείνοις δέ τοῖς ἔξω ἐν παραβολαῖς τά πάντα γίνεται, ἵνα βλέποντες βλέπωσι καί μή ἴδωσι...» (Μαρκ. δ', 9-12). Έτσι ο Κύριος ανέφερε τις παραβολές στον λαό, αλλά την επεξήγηση την πραγματοποιούσε στους Μαθητάς Του. Γι’ αυτό ισχυριζόμαστε ότι οι παραβολές δεν κάνουν απλό τον λόγο του Χριστού. Ο Κύριος χρησιμοποιούσε τις παραβολές όχι για να κάνη κατανοητή και απλή την διδασκαλία Του, αλλά για να την αποκρύψη από αυτούς που δεν ήταν άξιοι να την δεχθούν.
Επομένως ο λόγος του Χριστού δεν είναι απλός. Ο Χριστός δεν μιλούσε απλά. Στον λόγο Του υπάρχει μεγάλο βάθος που δεν μπορεί ο καθένας, αν δεν έχη προσωπική αποκάλυψη, να το διαπιστώση. Δεν μπορούμε με την εξωτερική απλότητα να δικαιολογούμε την δική μας αδυναμία να συλλάβουμε και να εκφράσουμε τον θεολογικό λόγο που είναι λόγος της Εκκλησίας, αφού η Εκκλησία πάντοτε θεολογεί. Δεν είναι άλλο ο Χριστός και άλλο η Εκκλησία. Δυστυχώς είμαστε Ορθόδοξοι Χριστιανοί και όμως χρησιμοποιούμε τέτοιες πλανεμένες διδασκαλίες, ότι δηλαδή ενώ ο Χριστός μιλούσε απλά, η Εκκλησία δυσκολεύει τα πράγματα. Αυτός ο χωρισμός Χριστού και Εκκλησίας είναι στην βάση του προτεσταντικός. Εμείς πιστεύουμε ότι η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού και ο Χριστός είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας. Η ζωή της Κεφαλής είναι και ζωή του Σώματος και των μελών της Εκκλησίας. Γι’ αυτό υπάρχει μια φράση που λέγει: «οἱ τά πάντα καλῶς διαταξάμενοι ἅγιοι Πατέρες». Η Εκκλησία δεν αλλοίωσε τον λόγο του Χριστού, αλλά τον προσαρμόζει στις συνθήκες ζωής. Οι Έλληνες προ Χριστού είχαν θέσει διάφορα οντολογικά προβλήματα στα οποία οι ίδιοι δεν είχαν δώσει απαντήσεις, αλλά ούτε και η Εβραϊκή σκέψη μπορούσε να απαντήση. Ο Χριστιανισμός με την αποκάλυψη απάντησε σ’ αυτά τα οντολογικά προβλήματα. Έτσι κάπως νοιώθουμε την συνάντηση του Χριστιανισμού με τον Ελληνισμό. Αυτό όμως δεν είναι αλλοίωση της διδασκαλίας του Χριστού, αλλά έκφρασή της σε διαφόρους τόπους και χρόνους.
Πάντως εκείνο που θέλω να γίνη συνείδηση είναι ότι η διδαχή του Χριστού δεν διακρίνεται για την απλότητα, όπως εμείς την εννοούμε. Δεν μπορεί να κρύψη την πνευματική μας ένδεια και την απουσία του θεολογικού λόγου, δηλαδή του λόγου εκείνου που μπορεί να σώση και να θεώση τον άνθρωπο. Γι’ αυτούς που έχουν πνευματική ενότητα με τον Χριστό και τους αγίους, ο λόγος του Χριστού, παρά τα εξωτερικά δύσκολα νοήματα, είναι απλός, ενώ γι’ αυτούς που δεν έχουν κοινωνία με τον Χριστό και τους αγίους ο λόγος του Χριστού, παρά την φαινομενική απλότητα, είναι δυσνόητος. Είναι σφραγισμένος με επτά σφραγίδες.