(Αρχιμ. Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης)
Μπορούμε ακόμη «μετά πάσης νηστείας» (σ.σ. "να ζητήσουμε την χάρη και την δύναμη του Θεού"). Θυμάστε που λέγει ότι «τό γένος τοῦτο οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ».
Υπάρχει μία ερμηνεία του χωρίου αυτού εξ αφορμής του γεγονότος το οποίο επροκάλεσε αυτήν την φράσι και το παράπονο του Κυρίου και την επίκλησι. Μία ερμηνεία που λέγει ότι σημαίνει το εξής: αυτό το γένος των δαιμόνων δεν βγαίνει από την ψυχή του ανθρώπου και δεν απομακρύνεται από αυτόν και δεν παύει ενεργούν παρά μόνον όταν αυτός ο άνθρωπος είναι ο αεί προσευχόμενος και νηστεύων.
Υπάρχει όμως και μία άλλη ερμηνεία, που είναι ουσιαστικώτερη και βαθύτερη. «Τό γένος τοῦτο οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ». Τίι σημαίνει εκπορεύομαι; Φθάνω στο τέρμα μου, φθάνω στον σκοπό μου. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να φθάση εις τον Θεόν, ο άνθρωπος, αφού εβγήκε από τον Θεόν, δεν μπορεί να φθάση εκεί που πρέπει, εκεί απ’ όπου εξεπορεύθη, εκεί απ’ όπου εξεκίνησε, δεν μπορεί δηλαδή ο άνθρωπος να φθάση εις την αφετηρία του. «Τό γένος τοῦτο οὐκ ἐκπορεύεται», δεν βγαίνει για να φθάση εις την αφετηρία του παρά μόνον δια προσευχής και νηστείας. Δηλαδή, ο Θεός ανακαλύπτεται τοις προσευχομένοις, τοις δεομένοις και τοις νηστεύουσιν.
Η νηστεία είναι ένα ορατό σημάδι που μας ξεχωρίζει απ' όλα τα ερίφια. Η παραμικρή άμβλυνσις της συνειδήσεως εις το θέμα της νηστείας δημιουργεί μίαν τρομερή χαλαρότητα εις τον οργανισμό, ψυχικό και σωματικό, που δεν αφήνει ποτέ τον Θεόν να μιλήση μέσα σ’ αυτήν την καρδιά που δεν νηστεύει.
Η νηστεία εξαϋλώνει. Η νηστεία αποδιώκει τον δαίμονα. Η νηστεία ελκύει τους αγγέλους. Η νηστεία είναι ο ωραϊσμός, είναι ο καλλωπισμός του ανθρώπου εις το πρόσωπο, εις την ψυχή του και εις τον όλον του οργανισμό, για να μπορή ο Θεός να ευαρεστήται εις αυτόν και να κατοική εν αυτώ.
Όμως η νηστεία απαιτεί μίαν ολοσχερή προσοχή. Και έτσι, από την νηστεία φθάνομε σε κάτι άλλο· φθάνομε εις την προσκαρτερία, φθάνομε εις την εγκαρτερία, φθάνομε εις το να στέκωμαι δηλαδή διαρκώς καρτερών· φθάνομε εις το να μην κάνω τίποτε άλλο παρά με υπομονή, με θλίψι τοιαύτην εκούσια, με άδειο το στομάχι, με άδειο τον νου, με άδεια την καρδιά —για να γεμίσουν από τον Θεόν—, να περιμένω τον Θεόν, να αποκαραδοκώ τον Θεόν.
«Προσκαρτεροῦντες τῇ κοινωνίᾳ καί τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου» ήσαν οι πρώτοι πιστοί. Και εις το ένα και εις το άλλο δεν ζητούσαν παρά μόνον τον Χριστόν. Επομένως, κάτι τέτοιο γίνεται και εις τον άνθρωπο, και μόνον τότε μπορεί να νηστεύη και να προσεύχεται. Το βλέμμα μου πλέον συνηθίζει να ψάχνη μόνον αυτόν· ζω γι' αυτόν.
Και τότε αποδεικνύω ότι έχει ο Θεός την πρόσκλησί μου να μπη μέσα στήν καρδιά μου και να μου δώση αυτό που θέλω.
Τότε, όταν χρησιμοποιήσω πάσαν προσευχή, πάσαν δέησι, πάσαν τελεία νηστεία, πάσαν προσκαρτερία, τότε — επαναλαμβάνω— μπορώ να ζητήσω την χάρι. Αλλά αυτή η χάρις με τα βήματα δια των οποίων μας οδηγεί εις τον Θεόν, επιτυγχάνει την είσοδό μας εις τα άγια των αγίων δια της πίστεως, η οποία είναι τόσο αναγκαία.
-----------------------------------------------------------------
πηγή: ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ Β΄- ΖΩΗ ΕΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙ, εκδ. ΟΡΜΥΛΙΑ 2003, σελ. 246-247.