(Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου)
Η περίοδος της Τεσσαρακοστής που περνάμε μας δείχνει την κατάσταση της πτώσεως του ανθρώπου από τον Παράδεισο και την πορεία για την επιστροφή του σε αυτόν. Την Κυριακή της Τυρινής ενθυμούμαστε την έξοδο του ανθρώπου από τον Παράδεισο, την Καθαρά Δευτέρα ενθυμούμαστε τον αδαμιαίο θρήνο, δηλαδή τον θρήνο του Αδάμ που έχασε αυτήν την επικοινωνία του με τον Θεό στον Παράδεισο, και στην συνέχεια η Εκκλησία με την όλη ασκητική και μυστηριακή ζωή μας οδηγεί στην Μ. Εβδομάδα για να προσκυνήσουμε τα Πάθη και τον Σταυρό του Χριστού και την αγία Του Ανάσταση. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε αυτό το πνευματικό νόημα της αγίας και Μεγάλης Σαρακοστής, αλλά και των εορτών της Μεγάλης Εβδομάδος, όπου μετέχουμε του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού.
Σε αυτό το μεταίχμιο μεταξύ της Σαρακοστής -τελευταία Κυριακή σήμερα αυτής της περιόδου- και της Μ. Εβδομάδας προσκλήθηκα από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη σας (Λαρίσης) κ. Ιγνάτιο να έλθω στην Λάρισα και να ομιλήσω στην σύναξη αυτή. Και χαίρομαι που ήλθα και έχω αύτην την πνευματική επικοινωνία μαζί σας, το ποίμνιο της Ιεράς Μητροπόλεως, τους Κληρικούς και τους λαϊκούς της.
Το θέμα που επέλεξα να σας αναπτύξω είναι: «Η άκτιστη θεία Λειτουργία στον άκτιστο ναό», γιατί έχει κάποια σύνδεση με τα γεγονότα που περιμένουμε. Πρόκειται για την θεία Λειτουργία που γίνεται στον ουρανό και για την οποία ενανθρώπησε ο Χριστός, σταυρώθηκε και αναστήθηκε, πρκειμένου να εισαχθούμε σε αυτήν την δόξα του ουρανού.
Ο Αδάμ στον Παράδεισο ζούσε αυτήν την Λειτουργία, την προσωπική κοινωνία του με τον Θεό, αφού ο νους του έβλεπε την δόξα του Θεού, ομιλούσε μαζί Του, υπήρχε κοινωνία μεταξύ του Αδάμ και της κτίσεως. Αλλά μετά την παράβαση του θελήματος του Θεού περιέπεσε σε μια παραλειτουργία, δηλαδή εξωεκκλησιάσθηκε, έχασε την δόξα του Θεού και την κοινωνία μαζί Του, έπαυσε να βλέπη το άκτιστο Φως. Έτσι, στην συνέχεια ο άνθρωπος, αντί να λατρεύη τον αληθινό Θεό, λάτρευε τα είδωλα, αντί να έχη ενότητα με τους ανθρώπους διασπάσθηκε και έβλεπε την εχθρότητα παντού. Αντί ο Χριστός να βασιλεύη στην ύπαρξή του, βασίλευε ο αντίχριστος, με την αμαρτία και τον θάνατο.
Ο Χριστός με την κατάβασή Του στον Άδη ανέστησε τον Αδάμ και την Εύα, αλλά και τους δικαίους της Πα- λαιάς Διαθήκης, και τους εισήγαγε πάλι στον Παράδεισο, στην ουράνια αυτή θεία Λειτουργία. Αυτό σημαίνει ότι όλοι μας έχουμε την δυνατότητα να βιώσουμε αυτήν την πραγματικότητα και να εισέλθουμε στην ουράνια αυτή θεία Λειτουργία. Σε αυτό αποβλέπει όλη η περίοδος της Σαρακοστής και η λαμπρή εορτή του Πάσχα.
Τις εορτές αυτές τις γιορτάζουμε κάθε χρόνο, για να ενεργήσουν ως αντιβιοτικό και να αποκτήσουμε την αληθινή ζωή. Όπως το αντιβιοτικό λαμβάνεται κατά δόσεις και φέρει την θεραπεία στον άνθρωπο, έτσι και το πνευματικό αντιβιοτικό, που είναι η εκκλησιαστική ζωή, προσφέρεται κατά δόσεις, με τις ετήσιες εορτές, ώστε να απαλλαγούμε από την πραγματική ασθένεια, που είναι ο πνευματικός θάνατος, και να οδηγηθούμε στην ουράνια δόξα.
Ο Απόστολος Παύλος έζησε αυτήν την άκτιστη θεία Λειτουργία, όπως γράφει: «οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρό ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἲτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεός οἶδεν· ἁρπαγέντα τόν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. καί οἶδα τόν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεός οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς τόν παράδεισον καί ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β' Κορ. ιβ', 2-4).
Ο τρίτος ουρανός, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, είναι η θεοπτία - θεολογία. Προηγούνται οι δύο άλλοι ουρανοί, που είναι η κάθαρση και ο φωτισμός του νου, και ακολουθεί η θεοπτία, κατά την οποία ο θεούμενος βλέπει την άκτιστη δόξα του Θεού. Από εκεί εισέρχεται στον Παράδεισο και ακούει άρρητα-άκτιστα ρήματα που δεν μπορεί να λαλήση ο άνθρωπος. Αυτή η ανάβαση του Αποστόλου Παύλου στον Παράδεισο είναι είσοδος στον άκτιστο ναό και μετοχή στην άκτιστη Λειτουργία, όπου ακούγονται άκτιστα-άρρητα ρήματα, που δεν υπάρχει αντιστοιχία με την κτιστή πραγματικότητα.
Στην συνέχεια, όμως, θα αναλύσω αυτήν την άκτιστη θεία Λειτουργία στον άκτιστο ναό, κατά την Αποκάλυψη του Ευαγγελιστού Ιωάννου, που είναι το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, αλλά και ολοκλήρου της Αγίας Γραφής. Είναι πράγματι ένα καθοριστικό βιβλίο και ως προς το θέμα μας.
1. Το βιβλίο της Αποκαλύψεως του Ευαγγελιστού Ιωάννου
Κατ’ αρχήν πρέπει να τονισθούν μερικά στοιχεία για το βιβλίο της Αποκαλύψεως του Ιωάννου.
Το βιβλίο αυτό εγράφη από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη όταν βρισκόταν εξόριστος στην νήσο Πάτμο, και περιλαμβάνει την αποκάλυψη που δέχθηκε και την περιέγραψε με θαυμαστό τρόπο, κατά το τέλος του 1ου μ.Χ. αιώνος. Πρόκειται για ένα δύσκολο βιβλίο, που είναι κατ’ εξοχήν προφητικό, και η Εκκλησία δεν το ενέταξε στην ανάγνωση κατά τις λειτουργικές συνάξεις της, γιατί είναι δυσκολοερμήνευτο. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο μόνον μερικοί Πατέρες ασχολήθηκαν με την ανάλυση του περιεχομένου του. Να αναφέρω τον άγιο Ανδρέα Καισαρείας, τον Αρέθα Καισαρείας, τον Άνθιμο Ιεροσολύμων.
Βέβαια, τον τελευταίο καιρό επιχείρησαν πολλοί να ερμηνεύσουν το βιβλίο της Αποκαλύψεως μέσα από σύγχρονη προοπτική, αλλά αποτυγχάνουν, γιατί μελετούν μόνον τα γεγονότα που έχουν σχέση με τον αντίχριστο και όχι τα γεγονότα που έχουν σχέση με τον Χριστό ως Αρχιερέα που τελεί την άκτιστη θεία Λειουργία. Δεν μπορεί το βιβλίο αυτό να αναλυθή αποσπασματικά, ιστορικά και κοινωνικά. Πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί να αναλυθή ηθικιστικά. Το Αρνίο της Αποκαλύψεως, που είναι ο Αμνός του Θεού που θυσιάσθηκε για το ανθρώπινο γένος και ταυτόχρονα είναι και ο Μέγας Αρχιερεύς, νικά το θηρίο της Αποκαλύψεως.
Το περιεχόμενο του βιβλίου, όπως λένε πολλοί ερμηνευτές, αναφέρεται στον αγώνα της Εκκλησίας, στην ορατή της όψη,με τον διάβολο, τον αντίχριστο και τις δυνάμεις του πονηρού. Στο τέλος, βέβαια, δείχνεται η νίκη και ο θρίαμβος της Εκκλησίας εναντίον των δυνάμεων του σκότους και η κυριαρχία του Χριστού. Στο βιβλίο αυτό συμπλέκεται η ιστορία με την εσχατολογία.
Στο βιβλίο της Αποκαλύψεως του Ιωάννου προτιμώ να βλέπω την εμπειρία της άκτιστης θείας Λειτουργίας στον άκτιστο ναό, την οποία είχε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Θεωρώ ότι αυτό είναι το βασικότερο μήνυμα του βιβλίου αυτού.
Διαβάζοντας την Αποκάλυψη του Ιωάννου βλέπουμε ότι ο κεντρικός πυρήνας είναι η τέλεση της θείας Λειτουργίας στον ουρανό και η συμμετοχή σε αυτήν των Πατριαρχών, των Αποστόλων, των Μαρτύρων, των ανθρώπων εκείνων που έζησαν με το Αρνίο και συμμετείχαν στην δόξα Του και την νίκη Του εναντίον του διαβόλου, του θανάτου και της αμαρτίας, αλλά και την συμμετοχή των αγγέλων. Συγχρόνως, έξω από αυτήν την Λειτουργία εκτυλίσσεται και μια παραλειτουργία με πολέμους, με καταστροφές, με θανάτους κλπ. Αυτό θέλει να δείξη ότι έξω από την Εκκλησία και την θεία Ευχαριστία υπάρχει ο θάνατος, ο πνευματικός και ο σωματικός.
Θα προσπαθήσω να σας μυήσω λίγο σε αυτό το μεγάλο μυστήριο της θείας Λειτουργίας που είναι η καρδιά της εκκλησιαστικής ζωής.
2. Η άκτιστη θεία Λειτουργία
Κάθε θεία Λειτουργία που γίνεται εδώ στην γη μέσα στην Εκκλησία είναι κοινωνία με τον Χριστό, συμμετοχή στην δόξα Του, ανάλογα, βέβαια, με τις σχετικές προϋποθέσεις και την δική μας κατάσταση. Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, και εφ' όσον ένα είναι το Σώμα σημαίνει ότι μία είναι και η Εκκλησία, εννοείται η Ορθόδοξη Εκκλησία που διαφυλάσσει την αλήθεια, την παράδοση την διδασκαλία του Χριστού και των αγίων. Η Εκκλησία αυτή έχει δύο όψεις: την ορατή και την αόρατη. Οι Δυτικοί έκαναν λόγο για θριαμβεύουσα και στρατευομένη Εκκλησία. Όμως, αυτήν την ορολογία δεν την συναντάμε στην βιβλικοπατερική μας παράδοση, αφού και όσοι ζουν ακόμη στην γη και μετέχουν στον θρίαμβο του Χριστού, αλλά και φθάνουν στον φωτισμό και την θέωση, ανήκουν στην θριαμβεύουσα Εκκλησία.
Η προτιμότερη έκφραση είναι ότι οι δύο όψεις της Εκκλησίας είναι η ορατή και η αόρατη. Αλλά και μεταξύ αυτών υπάρχει μεγάλη σχέση. Όταν οι άνθρωποι, που ζουν βιολογικά, αξιώνωνται να δουν αγγέλους και αγίους, όταν φθάνουν στην θεωρία του ακτίστου Φωτός, τότε στην ζωή τους συμπλέκεται η αόρατη με την ορατή όψη της Εκκλησίας. Αυτό το βλέπουμε στο όραμα αυτό του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Ζούσε ακόμη βιολογικά και αξιώθηκε να απολαύση αυτήν την ουράνια θεία Λειτουργία.
Επίσης, μπορούμε να κάνουμε λόγο για κτιστή και άκτιστη Λειτουργία και για κτιστή και άκτιστη Εκκλησία. Αυτό πρέπει να το δούμε με την έννοια ότι, όσο ακόμη ζούμε και έχουμε το φθαρτό και θνητό σώμα, χρησιμοποιούμε κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα για να εκφράσουμε αυτήν την εμπειρία που μπορεί να βιώσουμε. Ο άγιος, όταν αξιωθή να δη την δόξα του Θεού, βλέπει την άκτιστη θεοποιό ενέργειά Του, όταν, όμως, στην συνέχεια προσπαθή να μεταφέρη αυτήν την εμπειρία, τότε χρησιμοποιεί κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα. Αυτό το βλέπουμε σε όλους τους Προφήτες. Ο άσαρκος και σεσαρκωμένος Λόγος δεν εμφανίζεται με κτιστά εικονίσματα, αλλά αυτά τα χρησιμοποιούν οι θεόπτες για να μεταδώσουν στους ανθρώπους αυτήν την άκτιστη εμπειρία που είχαν. Έτσι, οι θρόνοι, τα θυσιαστήρια, οι φοίνικες κλπ. που είδε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είναι εικόνες που χρησιμοποίησε ο ίδιος για να δείξη την άκτιστη πραγματικότητα της οποίας μετείχε στον ουρανό, μέσα στο Φως του Θεού.
α) Οι προϋποθέσεις της θείας Λειτουργίας
Η Κυριακή είναι η ημέρα κατά την οποία ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μυήθηκε σε αυτήν την άκτιστη Λειτουργία που τελείται στον ουρανό. Γράφει: «ἐγενόμην ἐν πνεύματι ἐν τῇ κυριακῇ ἡμέρᾳ, καί ἤκουσα φωνήν ὀπίσω μου μεγάλην ως σάλπιγγος» (Απ. α', 10).
Πρόκειται για εμπειρία με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Αυτό δηλώνει το «εν πνεύματι». Εννοείται ότι η Κυριακή είναι η ημέρα που είναι αφιερωμένη στον Χριστό, είναι η ημέρα που έγινε η Ανάσταση του Χριστού και μέσα από την βίωση του μυστηρίου της Αναστάσεως τού Χριστού μπορεί κανείς να μυηθή στα μυστήρια της ουράνιας άκτιστης θείας Λειτουργίας.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης προκειμένου να μυηθή στην άκτιστη αυτήν θεία Λειτουργία έπρεπε να ενδυναμωθή πνευματικά με την θέα του Χριστού, όπως έγινε και με τον Μωϋσή για να ανεβή στο όρος Σινά, μέσα στον γνόφο και να έλθη σε κοινωνία με τον Θεό. Έτσι, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, όπως διαβάζουμε στο πρώτο κεφάλαιο της Αποκαλύψεως, την ημέρα της Κυριακής είδε τον αναστάντα Χριστό μέσα στο Φως, μέσα στην άκτιστη δόξα Του, και εν μέσω των επτά λυχνιών, που είναι οι επτά Εκκλησίες της Αποκαλύψεως, δηλαδή της Εφέσου, της Σμύρνης, της Περγάμου, των Θυατείρων, των Σάρδεων, της Φιλαδελφείας και της Λαοδικείας.
Η εμφάνιση του Χριστού είναι μεγαλοπρεπής. Ο Χριστός ομοιάζει με υιό ανθρώπου, αφού είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Είναι ενδεδυμένος με μακρύ χιτώνα και χρυσή ζώνη. Οι τρίχες της κεφαλής Του είναι λευκές σαν το χρυσό μαλλί και σαν το χιόνι, και τα μάτια Του είναι σαν την φλόγα της φωτιάς. Τα πόδια Του ομοιάζουν με χαλκολίβανο που καθαρίσθηκε σε καμίνι και η φωνή Του ομοίαζε με την βοή που κάνουν τα πολλά νερά. Στα χέρια Του κρατούσε επτά αστέρια και από το στόμα Του έβγαινε ένα μυτερό δίκοπο σπαθί. Το πρόσωπό Του έλαμπε, όπως λάμπει ο ήλιος σε όλη την λαμπρότητά του.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης βλέποντας αυτήν την υπέρλαμπρη όραση έπεσε στα πόδια Του σαν νεκρός. Ο Χριστός έβαλε επάνω του το δεξί Του χέρι και είπε: «μή φοβοῦ· ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος καί ὁ ζῶν, καί ἐγενόμην νεκρός, καί ἰδού ζῶν εἰμι εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων, καί ἔχω τάς κλεῖς τοῦ θανάτου καί τοῦ ἄδου» (Απ. α', 12-18).
Παρατηρούμε στην εικόνα αυτή ότι ο Χριστός είναι ενδεδυμένος ως Αρχιερεύς, αλλά έχει μεγαλύτερη δόξα από τους αρχιερείς της Παλαιάς Διαθήκης. Το άσπρο μαλλί, που είναι σαν χιόνι, φανερώνει το μυστήριο του Χριστού που είναι αποκεκρυμμένο από τους αιώνες και το οποίο φανερώθηκε στους αγίους. Αυτός είναι ζωντανός, ο πρώτος ως προς την θεία φύση, έσχατος για την σωτηριώδη παρουσία Του, με την ενανθρώπησή Του. Πέθανε στον Σταυρό, αλλά αναστήθηκε και ζη στους αιώνες. Ο Χριστός παρουσιάζεται ως Αρχιερεύς, γιατί θα φανερώση στον Ευαγγελιστή Ιωάννη αυτήν την άκτιστη Λειτουργία που τελείται στον ουρανό.
Η όλη αποκάλυψη του Χριστού στον Ευαγγελιστή Ιωάννη, που γίνεται κατά την ημέρα της Κυριακής, είναι φανέρωση του Χριστού μέσα στο Φως της θεότητός Του. Η εικόνα αυτή μας υπενθυμίζει την εικόνα της Μεταμορφώσεως του Χριστού επάνω στο όρος Θαβώρ, όπου παρευρέθηκε και ο ίδιος ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Και εκεί υπάρχει το Φως, το πρόσωπο του Χριστού λάμπει όπως ο ήλιος και τα ιμάτιά Του είναι λευκά όπως το φως. Και εκεί πέφτουν οι Μαθητές στην γη, και εκεί ακούν την φωνή του Θεού.
Το σημαντικό είναι ότι αυτή η εμφάνιση του Χριστού στον Ευαγγελιστή Ιωάννη γίνεται προ της ακτίστου Λειτουργίας, στην οποία θα μυηθή έπειτα από λίγο, και είναι τρόπον τινά μια προετοιμασία σε όσα θα συμμετάσχη. Και αυτό δείχνει ότι για να συμμετάσχη κανείς, πραγματικά, στην θεία Λειτουργία πρέπει να είναι θεούμενος, να έχη δη προηγουμένως τον Χριστό μέσα στην δόξα Του ή, τουλάχιστον, να βρίσκεται στην προοπτική της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως.
β) Η θεωρία της άκτιστης θείας Λειτουργίας
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μετά την όραση του Χριστού και την κοινωνία που είχε μαζί Του, εισήλθε μέσα στον άκτιστο ναό για να συμμετάσχη στην άκτιστη θεία Λειτουργία.
Θα σας αναλύσω αυτήν την εμπειρία του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Εσείς θα έχετε υπ’ όψη σας τον Ναό, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, που, όταν εισερχόμαστε σε αυτόν, αμέσως βλέπουμε προς ανατολάς, όπου υπάρχει η αγία Τράπεζα, το ιερό Σύνθρονο, που κάθεται ο Επίσκοπος με τους Πρεσβυτέρους, διαβάζονται τα αναγνώσματα και τελείται η θεία Λειτουργία και ακολουθεί η θεία Κοινωνία. Πάνω στην αγία Τράπεζα είναι το Ιερό Ευαγγέλιο.
Η Εκκλησία με αυτό το όραμα και την εμπειρία του Ευαγγελιστού Ιωάννου θα κτίση τους Ιερούς Ναούς και θα καταρτίση το τυπικό της θείας Λειτουργίας, που αρχίζει με την Μικρά Είσοδο, την ανάγνωση των Αποστολικών και Ευαγγελικών κειμένων και ακολουθεί το Δείπνο, η μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.
Βεβαίως, πριν γραφή το βιβλίο της Αποκαλύψεως, υπήρχε ο χώρος λατρείας και το τυπικό, αλλά ήταν σε εμβρυώδη μορφή. Τελικά, ο Ναός και το τυπικό, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα, έχουν επηρεασθή από το όραμα του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Πάντως, τον ορθόδοξο Ναό και το τυπικό της θείας Λειτουργίας, που τελείται μέσα σε αυτόν, θα έχετε υπ’ όψη σας στην περιγραφή του Ευαγγελιστού Ιωάννου, όπως θα σας την παρουσιάσω στην συνέχεια.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, μετά την όραση του Χριστού, την οποία αναλύσαμε, είδε στον ουρανό μια θύρα νοητή και έλαβε την προτροπή να ανέλθη και να εισέλθη δι’ αυτής για να δη όλα όσα γίνονται εκεί. Αυτό μας δείχνει μια ανάβαση στον Ναό, την είσοδο για να συμμετάσχη κανείς στην θεία Λειτουργία. Η θύρα είναι η δήλωση των κρυφών μυστηρίων του πνεύματος και είναι κλειστή γι’ αυτούς που δεν έχουν δη προηγουμένως τον Χριστό και δεν είναι άξιοι αυτής της ανόδου. Για να εισέλθη κανείς δια της θύρας αυτής πρέπει να είναι «ἐν πνεύματι», δηλαδή να μετέχη του Αγίου Πνεύματος.
Εισερχόμενος ο Ευαγγελιστής από την θύρα, είδε αμέσως ένα μεγαλοπρεπέστατο θέαμα. Είδε το ιερό σύνθρονο, δηλαδή, έναν θρόνο στον οποίο καθόταν κάποιος που έλαμπε σαν πετράδια, και τον θρόνο αυτό περικύκλωνε ένα ουράνιο τόξο που έλαμπε σαν σμαράγδι. Γύρω από τον θρόνο υπήρχαν άλλοι εικοσιτέσσερεις θρόνοι, πάνω στους οποίους κάθονταν εικοσιτέσσερεις Πρεσβύτεροι ντυμένοι με λευκά ρούχα και είχαν πάνω στα κεφάλια τους χρυσά στεφάνια. Πρόκειται για τους Δώδεκα Πατριάρχες της Παλαιάς Διαθήκης και τους Δώδεκα Αποστόλους της Καινής Διαθήκης και αυτό δείχνει την ενότητα των δικαίων στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη, και την μέθεξη αμφοτέρων της θεοποιού Χάριτος του Θεού. Από τον θρόνο έβγαιναν αστραπές, φωνές και βροντές, και μπροστά του έκαιγαν επτά πύρινες λαμπάδες, που είναι τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Οι εικοσιτέσσερεις Πρεσβύτεροι κάθονταν στους θρόνους τους, πράγμα που δείχνει την ανάπαυση των αγίων στον Θεό, την μετοχή τους στην δόξα Του. Μπροστά στον θρόνο απλωνόταν μια θάλασσα σαν γιαλί που έμοιαζε με κρύσταλλο και στο κέντρο γύρω από τον θρόνο υπήρχαν τέσσερα ζωντανά όντα, γεμάτα μάτια από μπροστά και πίσω, που είναι οι τέσσερεις Ευαγγελιστές και έλεγαν ακατάπαυστα το: «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος ὁ Θεός ὁ παντοκράτωρ, ὁ ἦν καί ὁ ὤν καί ὁ ἐρχόμενος». Και οι Πρεσβύτεροι έπεσαν μπροστά στον θρόνο και προσκύνησαν τον καθήμενο σε αυτόν, εναπέθεσαν τα στεφάνια τους μπροστά στον θρόνο και έλεγαν: «ἄξιος εἶ, ὁ Κύριος καί Θεός ἡμῶν, λαβεῖν τήν δόξαν καί τήν τιμήν καί τήν δύναμιν, ὅτι σύ ἔκτισας τά πάντα, καί διά τό θέλημά σου ἦσαν καί ἐκτίσθησαν» (Απ. δ΄ 1-11). Ο καθήμενος επί του θρόνου είχε στο δεξί Του χέρι ένα βιβλίο που ήταν γραμμένο εξωτερικά και εσωτερικά και σφραγισμένο με επτά σφραγίδες (Απ. ε, 1-5).
Η εικόνα που συναντά κανείς, όταν με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος διέρχεται την θύρα, είναι μεγαλοπρεπής και βλέπει την έναρξη της θείας Λειτουργίας.
Στο μέσον του ιερού συνθρόνου ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είδε ένα «ἀρνίον ἑστηκός ὡς ἐσφαγμένον». Το αρνίο αυτό φαίνεται σαν να είναι εσφαγμένο, έχει τα σημεία του πάθους, αλλά αναστήθηκε από τους νεκρούς, και γι’ αυτό έχει μεγάλη δύναμη και δόξα, πράγμα που δείχνουν τα επτά κέρατά του. Το «ὡς ἐσφαγμένον ἀρνίον», είναι μια πασχάλια εικόνα και θυσιαστική, εὐχαριστιακή, που δείχνει το αρνίο που πορεύεται προς την θυσία. Το Αρνίο πήρε το βιβλίο από τον καθήμενο επί του θρόνου, γιατί μόνον αυτό αποκαλύπτει στους αγίους τα μυστήρια που είναι κεκρυμμένα από αιώνων στους ανθρώπους.
Τότε όλοι οι ευρισκόμενοι στο ιερό εκείνο σύνθρονο, οι Πρεσβύτεροι (δηλαδή, Πατριάρχες της Παλαιάς Διαθήκης - Απόστολοι της Καινής Διαθήκης), τα τέσσερα ιερά ζώα (οι Ευαγγελιστές), οι άγγελοι και όλα τα δημιουργήματα του Θεού άρχισαν να υμνούν ο καθένας από αυτούς με έναν ιδιαίτερο τρόπο την δόξα του «ὡς ἐσφαγμένου ἀρνιού» με «ᾠδήν καινήν», με καινούριο άσμα, που δεν είχε ακούσει μέχρι τότε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Υμνούσαν το Αρνίο που θυσιάσθηκε και απέκτησε μεγάλη δύναμη και δόξα, που με την θυσία Του ελευθέρωσε τους ανθρώπους και τους κατέστησε «βασιλείς και ιερείς» και βασιλεύουν στην
γη. Το καινούριο άσμα ψαλλόταν με κιθάρες που κρατούσε ο καθένας από αυτούς, καθώς επίσης κρατούσαν και χρυσές φιάλες γεμάτες από θυμιάματα που είναι οι προσευχές των αγίων (Απ. ε', 6-14).
Πρόκειται καθαρά για μια λειτουργική εικόνα, αφού οι φιάλες είναι οι διάνοιες και οι καρδιές από τις οποίες εξέρχονται τα καλά έργα και η καθαρή προσευχή. Τα θυμιάματα είναι η καθαρότητα του βίου.
Στο μέσον του συνθρόνου υπήρχε ιερό θυσιαστήριο, δηλαδή αγία Τράπεζα, και κάτω από αυτό ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είδε τις ψυχές των Μαρτύρων που σφαγιάσθηκαν για τον λόγο του Θεού και για την μαρτυρία που έδωκαν για το Αρνίο. Οι ψυχές αυτές δεν παρέμεναν σε μια στασιμότητα, αλλά κραύγαζαν με δυνατή φωνή και έλεγαν: «Ἕως πότε, ὁ δεσπότης ὁ ἅγιος καί ὁ ἀληθινός, οὐ κρίνεις καί ἐκδικεῖς τό αἷμα ἡμῶν ἐκ τῶν κατοικούντων ἐπί τῆς γῆς;». Τότε δόθηκε στον καθένα από μια λευκή στολή και τους είπαν να αναπαυθούν έως ότου συμπληρωθή ο αριθμός των συνδούλων και των αδελφών τους που ζουν ακόμη στην γη και πρόκειται να θανατωθούν, όπως και εκείνοι (Απ. στ', 9-11). Η λευκή στολή φανερώνει την λαμπρότητα του βίου, την κάθαρση και τον φωτισμό τους.
Η ουράνια διάταξη της θείας Λειτουργίας ήταν σε μια διαρκή εξέλιξη και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εμυείτο σε όλες τις φάσεις της. Σε κάποια στιγμή είδε «πολύν ὄχλον», ένα αμέτρητο πλήθος, που προερχόταν από κάθε έθνος, φυλή και γλώσσα, να στέκεται μπροστά στον θρόνο και μπροστά στο Αρνίο, τρόπον τινά παραμένοντας αυτοί στον κυρίως Ναό, το κεντρικό μέρος του Ναού. Είναι ο λαός που συμμετέχει σε αυτήν την θεία Λειτουργία. Όλοι αυτοί ήταν ντυμένοι με λευκές στολές και κρατούσαν στα χέρια τους κλαδιά από φοίνικες και έκραζαν: «Ἡ σωτηρία τῷ Θεῷ ἡμῶν τῷ καθημένω ἐπί τοῦ θρόνου καί τῷ ἀρνίῳ». Η λευκότητα της στολής δείχνει την καθαρότητα και οι φοίνικες είναι τα σύμβολα της νίκης. Τότε οι άγγελοι, οι Πρεσβύτεροι και τα ιερά ζώα προσκύνησαν μπροστά στον θρόνο και επιβεβαίωσαν αυτήν την μαρτυρία.
Ένας από τους Πρεσβυτέρους απάντησε στον Ευαγγελιστή Ιωάννη, σε σχετική ερώτηση που του υποβλήθηκε, ότι αυτοί που φορούν λευκά και έχουν φοίνικες στα χέρια τους είναι οι Μάρτυρες, που έρχονται από τον μεγάλο διωγμό και έπλυναν τις στολές τους και τις λεύκαναν με το αίμα του Αρνίου. Αυτό τους κάνει να στέκωνται μπροστά στον θρόνο του Θεού και να τον λατρεύουν μέρα και νύκτα, δηλαδή ακατάπαυστα, στον ναό Του. Ο καθήμενος επί του θρόνου θα σκηνώση μέσα τους και δεν θα πεινάσουν ούτε θα διψάσουν και δεν θα τους κάψη ο ήλιος και ο καύσωνας, γιατί θα τους ποιμαίνη το Αρνίο, θα τους οδηγή στις πηγές της ζωής και ο Θεός θα εξαφανίση κάθε δάκρυ από τα μάτια τους. Η συμμετοχή τους σε αυτήν την άκτιστη θεία Λειτουργία είναι μια διαρκής θεία κοινωνία και θα βιώσουν την αναστολή των σωματικών ενεργειών, αφού θα συμμετέχουν στην δόξα του Αρνίου. Όλα θα είναι διαφορετικά (Απ. ζ', 9-17).
Σε κάποια φάση αυτής της θείας Λειτουργίας ο πολύς όχλος υμνούσε και δόξαζε τον Θεό με δυνατή φωνή που άκουσε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Αλληλούϊα· ἡ σωτηρία καί ἡ δόξα καί ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ὅτι ἀληθιναί καί δίκαιαι αἱ κρίσεις αὐτοῦ» (Απ. ιθ', 1-3).
Στην ουράνια αυτή θεία Λειτουργία δεν θα μπορούσε να λείψη και ο λιβανωτός με τα θυμιάματα από τους αγγέλους, που είναι υπηρετικά πνεύματα και δοξολογούν τον Θεό. Μπροστά στον Θεό υπάρχει και χρυσούν θυσιαστήριο. Ένας άγγελος στάθηκε μπροστά από αυτό κρατώντας ένα χρυσό θυμιατό και του δόθηκε πολύ θυμίαμα για να προσφέρη τις προσευχές όλων των αγίων πάνω στο θυσιαστήριο. Με αυτό φαίνεται η κοινωνία των Χριστιανών που ζουν στην γη με την επουράνια αυτήν Λειτουργία. Από τα χέρια του αγγέλου ανέβαινε ο καπνός του θυμιάματος, με τις προσευχές των αγίων. Πρόκειται για την ουράνια θεία Λειτουργία που συνδέεται με την Λειτουργία που γίνεται στην γη και ανεβαίνουν στον ουρανό οι προσευχές των αγίων.
Ο άγγελος δεν ανέβαζε μόνον τις προσευχές των αγίων από το θυσιαστήριο της γης, αλλά, συγχρόνως, γέμισε το θυμιατήριο από τα κάρβουνα που υπήρχαν στο χρυσούν θυσιαστήριο και το έριξε στην γη. Τότε έγιναν βροντές, αστραπές και σεισμός (Απ. η', 3-5).
Στην θεία Λειτουργία υπάρχει και «βιβλίον ἀνεωγμένον», το οποίο κρατούσε ένας άγγελος που τον περιέβαλλε ένα σύννεφο και κατέβαινε από τον ουρανό. Γύρω από το κεφάλι του αγγέλου υπήρχε ένα ουράνιο τόξο και το πρόσωπό του ήταν σαν τον ήλιο και τα πόδια του ήταν σαν πύρινες κολώνες. Τότε, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης άκουσε μια φωνή που του είπε να πάρη αυτό το «βιβλίον». Όταν το ζήτησε από τον άγγελο, εκείνος του είπε: «λάβε καί κατάφαγε αυτό, και πικρανεῖ σου την κοιλίαν, ἀλλ' ἐν τῷ στόματί σου ἔσται γλυκύ ὡς μέλι». Πρόκειται για μια προσωπική εμπειρία. Και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης βεβαιώνει ότι πήρε το βιβλίο, το κατέφαγε και στο στόμα του ήταν γλυκό σαν μέλι και η κοιλία του πικράθηκε (Απ. ι', 9-11).
Το βιβλίο αυτό είναι η γνώση των μελλόντων που τρώγεται από το στόμα και κατεβαίνει στην καρδιά. Το στόμα είναι η πύλη από την οποία εισέρχεται η τροφή που έχει την γεύση του μελιού, αλλά η καρδία, που είναι η χωρητική των τροφών, αισθάνεται την πικρία, λόγω της συμπαθείας και της λύπης για εκείνους που θα τιμωρηθούν από τον Θεό και δεν θα απολαύσουν την δόξα Του. Πάντως, η γεύση του βιβλίου με το στόμα και την καρδιά είναι η ανάγνωση των Γραφών, το κήρυγμα που γίνεται μέσα στην ουράνια εκείνη θεία Λειτουργία, μετά την Μικρά Είσοδο, και δια των οποίων κατανοούνται τα αποκεκρυμμένα μυστήρια.
Ακόμη, δείχνει και την νοερά καρδιακή προσευχή. Η ουράνια άκτιστη Λειτουργία συνδέεται στενά με την προσευχή και την γνώση του Θεού και είναι πρόγευση του μεγάλου Δείπνου που θα ακολουθήση. Κέντρο της πνευματικής ζωής είναι η νοερά προσευχή, η γνώση της Αγίας Γραφής και η συμμετοχή στο Δείπνο.
Οι Πρεσβύτεροι δεν παρακολουθούν ακίνητοι και αμήχανοι τα γεγονότα αυτά, αλλά συμμετέχουν και κατά καιρούς προσκυνούν τον καθήμενο επί του θρόνου, δοξάζοντες Αυτόν. Κάποια φορά είπαν: «εὐχαριστοῦμεν σοι, Κύριε ὁ Θεός ὁ παντοκράτωρ, ὁ ὤν καί ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενος, ὅτι εἴληφας την δύναμίν σου τήν μεγάλην καί ἐβασίλευσας» (Απ. ια', 15-17). Και άλλη φορά είπαν: «ἀμήν, ἀλληλούϊα» (Απ. ιθ', 4).
Το Αρνίο της Αποκαλύψεως στέκεται πάνω στο όρος Σιών μαζί με τους εσφραγισμένους με το όνομά Του και του Πατρός Του. Ποιοί είναι αυτοί οι εσφραγισμένοι; Πρόκειται για τους παρθένους που στέκονται μαζί με το Αρνίο στο όρος Σιών που είναι η Εκκλησία του Θεού. Ο αριθμός αυτών είναι εκατόν σαράντα τέσσερεις χιλιάδες και όλοι αυτοί είχαν στα μέτωπά τους γραμμένο το όνομα του Αρνίου και του Πατρός Του. Όλοι αυτοί τραγουδούσαν μια κανούρια ωδή ενώπιον των τεσσάρων ζώων και των Πρεσβυτέρων. Η φωνή τους ομοίαζε με μουσική που κάνουν οι κιθαριστές με τις κιθάρες τους. Αυτοί ήταν αγορασμένοι από την γη, είναι παρθένοι και ακολουθούν το Αρνίο όπου κι αν πηγαίνη, είναι αμωμοι, γιατί δεν βρέθηκε κανένα ψεύδος (Απ. ιδ', 1-5).
Ο αριθμός των εκατόν σαράντα τεσσάρων χιλιάδων είναι συμβολικός και δείχνει όλους εκείνους που ακολουθούν το Αρνίο στην θυσία, που θυσιάζονται για την αγάπη του Αρνίου. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν όσοι έχουν την πνευματική-ψυχική παρθενία, που είναι παρθένοι «κατά τε τόν ἔσω, κατά τε τόν ἔξω ἄνθρωπον». Η αναγραφή του ονόματος του Αρνίου και του Πατρός Του δείχνει ότι τα μέτωπα των αγίων «τῷ φωτί τοῦ θείου προσώπου σφραγίζονται» και γίνονται φοβεροί στους δαίμονες. Η ωδή τους παραμένει άγνωστη για τους πολλούς.
Στην άκτιστη εν ουρανοίς θεία Λειτουργία δεν γίνεται μόνον δοξολογία, αλλά ακολουθεί και το δείπνο του Αρνίου και με αυτό το δείπνο ολοκληρώνεται η θεία Λειτουργία. Ο πολύς όχλος, οι εικοσιτέσσερεις Πρεσβύτεροι και τα τέσσερα ζώα υμνούσαν και προσκυνούσαν τον Θεό, τον καθήμενο στον θρόνο. Ακούσθηκε φωνή δυνατή από μεγάλο πλήθος, ως φωνή καταρρακτών και ισχυρών βροντών που φώναζαν το «αλληλούϊα» και προανήγγειλαν τον γάμο του Αρνίου. «Χαίρωμεν καί ἀγαλλιώμεθα καί δῶμεν τήν δόξαν αὐτῷ, ὅτι ἦλθεν ὁ γάμος τοῦ ἀρνίου καί ἡ γυνή αὐτοῦ ἡτοίμασεν ἑαυτήν». Η γυναίκα, που είναι η Εκκλησία, ντύθηκε με λαμπρό, λινό και καθαρό ένδυμα, που είναι οι δίκαιες πράξεις των αγίων. Ο άγγελος είπε: «μακάριοι οἱ εἰς τό δεῖπνον τοῦ γάμου τοῦ ἀρνίου κεκλημένοι». Γάμος και δείπνον είναι η κοινωνία της Εκκλησίας και των αγίων με το Αρνίο (Απ. ιθ', 1-10).
Και μετά ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είδε την έλευση του Λόγου του Θεού να έρχεται ως αναβάτης επάνω σε λευκό άλογο, που σημαίνει την ταχύτητα και το φαιδρό. Οι οφθαλμοί του ήταν σαν φλόγα πυρός, γιατί αυτό το πυρ για τους δικαίους και τους αγγέλους είναι φωτιστικό και όχι καυστικό, και για τους αμαρτωλούς είναι καυστικό και όχι φωτιστικό. Στο κεφάλι Του υπάρχουν πολλά στέμματα με πολλά ονόματα και αυτό δηλώνει την εξουσία Του πάνω σε όλα τα όντα. Ένα διάδημα είναι άγνωστο, και αυτό είναι η ακατάληπτη ουσία Του. Ο Λόγος του Θεού είναι ενδεδυμένος με ιμάτιο βαμμένο στο αίμα, που δηλώνει την άχραντη και παναγία σάρκα Του. Επάνω του είχε γραμμένο το όνομα «Βασιλεύς βασιλέων και Κύριος κυρίων» που είναι η θεία φύση Του η οποία ενώθηκε υποστατικά με την ανθρώπινη φύση. Από το στόμα Του έβγαινε ένα δίκοπο, κοφτερό σπαθί που είναι κατάλληλο για μάχες, να ποιμάνη, δηλαδή, θηρία (Λουκ. ιθ', 11-16). Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι μετά την θεία Κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού είναι δυνατοί και ισχυροί για να νικήσουν κάθε αντικείμενη δύναμη, ήτοι την αμαρτία, τον διάβολο και τον θάνατο.
Στο τέλος μακαρίζονται οι νεκροί που κοιμήθηκαν εν Κυρίω και αξιώθηκαν αυτής της άκτιστης θείας Λειτουργίας. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης άκουσε από τον ουρανό μεγάλη φωνή: «μακάριοι οἱ νεκροί οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες ἀπ’ ἄρτι. ναί, λέγει τό Πνεῦμα, ἵνα ἀναπαύσωνται ἐκ τῶν κόπων αὐτῶν· τά δέ ἔργα αὐτῶν ἀκολουθεῖ μετ’ αὐτῶν» (Απ. ιδ', 13). Δεν μακαρίζονται απλώς οι νεκροί, αλλά εκείνοι που πέθαναν εν Κυρίω, που νεκρώθηκαν κατά κόσμον και μεταφέρουν την νέκρωση του Κυρίου Ιησού στο σώμα τους (Β' Κορ. δ', 10), αλλά και εκείνοι που πέθαναν για τον Χριστό, δηλαδή οι Μάρτυρες. Αυτοί μπορούν να συμμετάσχουν στην ουράνια αυτή άκτιστη θεία Λειτουργία και στο μεγάλο αυτό δείπνο της Βασιλείας.
Σαφέστατα σε όλα αυτά φαίνεται η άκτιστη θεία Λειτουργία στον ουρανό. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης πρώτα είδε την δόξα του Χριστού μέσα στο Φως, στην συνέχεια ανοίχθηκε η θύρα του Ναού, είδε το ιερό Σύνθρονο, που στο κέντρο είχε τον Θεό, είδε το Αρνίο, το ουράνιο θυσιαστήριο, άκουσε τον ύμνο και την λατρεία όλου του λαμπρού εκκλησιάσματος, που αποτελείτο από τους Αγγέλους, τους Προφήτες, τους Αποστόλους, τους Μάρτυρες, τους Παρθένους και αυτούς που ενώθηκαν με το Αρνίο, οι οποίοι κατά διαφόρους καιρούς υμνούσαν τον Θεό· είδε το βιβλίο της Αγίας Γραφής, είδε την νοερά προσευχή αυτών που συμμετείχαν στην θεία αυτή Λειτουργία, που είναι η καινή ωδή, και το λαμπρό εκείνο Δείπνο.
Αυτή η άκτιστη θεία Λειτουργία που τελείται στον ουρανό είναι η κεντρική διήκουσα έννοια του βιβλίου της Αποκαλύψεως του Ιωάννου. Όμως, μεταξύ των τμημάτων της θείας Λειτουργίας παρεμβάλλονται και άλλα τμήματα. Διακρίνονται, κυρίως, τρεις παρεμβάσεις.
Η πρώτη είναι η προτροπή στους «αγγέλους», δηλαδή στους επισκόπους των επτά Εκκλησιών να αγωνίζωνται για να συμμετάσχουν σε αυτήν την άκτιστη Λειτουργία, και οι υποσχέσεις που δίνονται στους νικητές. Ας εντοπισθούν αυτές οι φράσεις: «Τῷ νικῶντι δώσω αὐτῷ φαγεῖν ἐκ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ὅ ἐστιν ἐν τῷ παραδείσῳ τοῦ Θεοῦ» (Απ. β', 7)· «Ὁ νικῶν οὐ μή ἀδικηθῇ ἐκ τοῦ θανάτου τοῦ δευτέρου» (Απ. β', 11)· «Τῷ νικῶντι δώσω αὐτῷ τοῦ μάννα τοῦ κεκρυμμένου, καί δώσω αὐτῷ ψῆφον λευκήν, καί ἐπί τήν ψήφον ὄνομα καινόν γεγραμμένον, ὅ οὐδείς οἶδεν εἰ μή ὁ λαμβάνων» (Απ. β', 17)· «Ὁ νικῶν καί ὁ τηρῶν ἄχρι τέλους τά ἔργα μου... δώσω αὐτῷ τόν ἀστέρα τόν πρωϊνόν» (Απ. β', 26-28)· «Ὁ νικῶν οὗτος περιβαλεῖται ἐν ἱματίοις λευκοῖς, καί οὐ μή ἐξαλείψω τό ὄνομα αὐτοῦ ἐκ τῆς βίβλου τῆς ζωῆς, καί ὁμολογήσω τό ὄνομα αὐτοῦ ἐνώπιον τοῦ πατρός μου, καί ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ» (Απ. γ', 5)· «Ὁ νικῶν, ποιήσω αὐτόν στύλον ἐν τῷ ναῷ τοῦ Θεοῦ μου, καί ἔξω οὐ μή ἐξέλθῃ ἔτι, καί γράψω ἐπ’ αὐτόν τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ μου καί τό ὄνομα τῆς πόλεως τοῦ Θεοῦ μου, τῆς καινῆς Ἱερουσαλήμ, ἥ καταβαίνει ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπό τοῦ Θεοῦ μου, καί τό ὄνομά μου τό καινόν» (Απ. γ', 12)· «Ὁ νικῶν, δώσω αὐτῷ καθίσαι μετ’ ἐμοῦ ἐν τῷ θρόνῳ μου, ὡς κἀγώ ἐνίκησα καί ἐκάθισα μετά τοῦ πατρός μου ἐν τῷ θρόνῳ αὐτοῦ» (Απ. γ', 21).
Η δεύτερη παρέμβαση είναι η βοήθεια στους αγαπητούς του Θεού -τον λαό Του- που βρίσκονται ακόμη στην γη και αγωνίζονται εναντίον των δυνάμεων του σκότους, αναφέρονται οι προσευχές τους, που ανεβαίνουν στον θρόνο του Θεού και η φυγή της γυναίκας (Παναγία-Εκκλησία) στην έρημο, που γεννούσε αρσενικό, για να μή φαγωθή από τον δράκοντα κλπ.
Η τρίτη παρέμβαση που παρουσιάζεται στην Αποκάλυψη του Ιωάννου είναι οι πληγές που δημιουργούνται στους ανθρώπους με την έκχυση των φιαλών και η ποικιλότροπη καταστροφή των ανθρώπων που ακολουθούν το θηρίο και όχι το Αρνίο της Αποκαλύψεως, και βέβαια η πτώση της Βαβυλώνος που ήταν το κατοικητήριο των δαιμόνων. Όλοι αυτοί στην πραγματικότητα ζουν σε παραλειτουργία.
Έτσι, ολόκληρη η Αποκάλυψη του Ευαγγελιστού Ιωάννου περιγράφει την άκτιστη θεία Λειτουργία στον ουρανό, αυτούς που ζουν σε αυτήν και είναι οι άγγελοι, οι Πατριάρχες και δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης, οι Απόστολοι της Καινής Διαθήκης, οι Ευαγγελιστές, ο όχλος πολύς στους οποίους συγκαταλέγονται οι Μάρτυρες και οι Παρθένοι. Επίσης, περιγράφει την πορεία των ανθρώπων που ζουν ακόμη στην γη προς την ουράνια αυτή Λειτουργία, αλλά περιγράφει και την παραλειτουργία της οποίας άρχοντας είναι το θηρίο, ο αντίχριστος, που και αυτός σφραγίζει τους δικούς του, όσους δεν σφραγίζονται από τον Χριστό.
3. Ο άκτιστος ναός
Προηγουμένως είδαμε ότι η Λειτουργία που είδε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στον ουρανό είναι άκτιστη, δηλαδή είναι συμμετοχή στην άκτιστη δόξα του Τριαδικού Θεού στο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αυτό συμβαίνει και με τον Ναό. Ο χώρος στον οποίο γινόταν η θεία Λειτουργία είναι άκτιστος. Έτσι, το θυσιαστήριο, οι θρόνοι κλπ., τα οποία είδε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, είναι άκτιστες πραγματικότητες, είναι εμπειρία του ακτίστου Φωτός, της δόξης του Θεού, και απλώς από τον Ευαγγελιστή μεταφέρονται όλα αυτά με κτιστά εικονίσματα, όπως γίνεται με όλους τους θεουμένους που φθάνουν σε αυτήν την εμπειρία. Ας δούμε τα σχετικά με τον Ναό, όπου γινόταν αυτή η άκτιστη θεία Λειτουργία.
α) Ο ναός και το άνοιγμά του
Στην αρχή δόθηκε εντολή στον Ευαγγελιστή Ιωάννη να μετρήση τον ναό του Θεού, το θυσιαστήριο και τους προσκυνητές του, όχι όμως και την εξωτερική αυλή του που δόθηκε στους εθνικούς (Απ. ια', 1-2). Ναός του Θεού είναι η Εκκλησία στην οποία προσφέρουμε την λογική λατρεία. Ο κάλαμος που μετρά τον ναό του ζώντος Θεού είναι το μέτρο της γνώσεως που αναλογεί σε εκείνον που την έλαβε.
Σε κάποια στιγμή ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είδε ότι άνοιξε ο Ναός της σκηνής του μαρτυρίου που είναι στον ουρανό. Οι επτά άγγελοι, που βγήκαν από τον ναό, έλαβαν επτά χρυσές φιάλες από τα τέσσερα ζωντανά όντα που είχαν μέσα τους τον θυμό του Θεού και γέμισε ο Ναός με καπνό από την δόξα και την δύναμη του Θεού. Και κανένας δεν μπορούσε να μπη στον Ναό μέχρις ότου συντελεσθούν οι επτά πληγές των επτά αγγέλων (Απ. ιε', 5-8).
β) Ο καινός ουρανός και η καινή γη
Στην συνέχεια ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είδε «καινόν ουρανόν και γην καινήν». Συγχρόνως, είδε την καινούρια πόλη, την νέα Ιερουσαλήμ να κατεβαίνη από τον ουρανό, από τον Θεό, έτοιμη σαν νύμφη στολισμένη για τον άνδρα της. Αυτή η Ιερουσαλήμ είναι η σκηνή του Θεού με τους ανθρώπους. Εκείνοι που θα κατοικήσουν εκεί θα είναι ο λαός του Θεού και αυτοί θα έχουν μαζί τους τον Θεό, θα απαλλαγούν από τα δάκρυα, το κλάμα, τον πόνο και τον θάνατο. Όλα θα είναι εκεί καινούρια. Αυτή η νύμφη είναι η γυναίκα του Αρνίου, που έχει την δόξα του Θεού και ο φωστήρας της λάμπει σαν κρύσταλλος. Επίσης, περιγράφεται η κατάσταση της πόλεως αυτής. Όμως, μέσα στην ουράνια αυτήν πόλη δεν υπάρχει ναός, αφού Ναός είναι ο Ιδιος ο Κύριος ο Θεός, ο Παντοκράτωρ και το Αρνίο. Η ουράνια αυτή πόλη δεν έχει ανάγκη από ήλιο και σελήνη, γιατί την φωτίζει η δόξα του Θεού και το λυχνάρι της είναι το Αρνίο. Εκεί δεν θα υπάρχη νύκτα και δεν χρειάζεται να κλείνουν οι πύλες της, προφανώς γιατί θα υπάρχη απόλυτη ασφάλεια (Απ. κα΄, 1-27).
Από τον θρόνο του Θεού και του Αρνίου αναβλύζει «ποταμός ὕδατος ζωῆς λαμπρός ὡς κρύσταλλος» που είναι το Άγιον Πνεύμα. Το μέσον της πλατείας δηλώνει το πλήθος των αγίων και εκατέρωθεν του ποταμού είναι το ξύλον της ζωής, δηλαδή ο Χριστός, ο εν Αγίω Πνεύματι και πνευματικά
κατανοούμενος. Μέσα στην πόλη θα βρίσκεται ο θρόνος του Θεού και του Αρνίου και οι δούλοι Του θα τον λατρεύουν. Θα βλέπουν το πρόσωπό Του και το όνομά Του στα μέτωπά τους, δηλαδή μέσα στις καρδιές τους. Εκεί δεν θα υπάρχη νύκτα, οπότε δεν θα χρειάζεται το φως του λυχναριού και του ηλίου, γιατί θα τους φωτίζη ο Θεός και αυτοί θα βασιλεύσουν στους αιώνες των αιώνων (Απ. κβ', 1-5).
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης βλέποντας τον άκτιστο ναό και την άκτιστη Λειτουργία έπεσε και προσκύνησε τον άγγελο που του τα έδειξε, αλλά ο άγγελος του υπέδειξε να προσκυνήση τον Θεό που θα έλθη γρήγορα για να ανταποδώση στον καθένα κατά τα έργα του. Θα πρέπει ο άγιος να αγιάζεται ακόμη περισσότερο και θα είναι μακάριοι όσοι τηρούν τις εντολές του Θεού, ώστε να έχουν δικαίωμα να φάνε από τους καρπούς του δένδρου της ζωής και να περάσουν τις πύλες και να μπουν στην ουράνια πόλη. Όλοι οι αντιτιθέμενοι θα μείνουν έξω από την πόλη αυτή (Απ. κβ', 6-14).
Επομένως, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης αξιώθηκε να δη την ουράνια θεία Λειτουργία, την καινή και αγία πόλη, η οποία είναι ολόκληρη ένας ναός, που στο μέσον υπάρχει το ξύλο της ζωής το οποίο τρέφει τους πιστούς. Η Λειτουργία αυτή είναι η βίωση του πρώτου Παραδείσου, στον οποίο έζησε ο Αδάμ και η Εύα, αλλά έχει μεγαλύτερη δόξα. Πρόκειται για την άκτιστη θεία Λειτουργία, μέσα στον άκτιστο μεγαλοπρεπή ναό που βρίσκεται μέσα στην δόξα του Θεού, όπου γίνεται μια αέναη δοξολογία του Θεού και του Αρνίου και αυτή η Εκκλησία είναι η δοξασμένη νύμφη του ένδοξου Αρνίου.
4. Η αντανάκλαση της ουράνιας ζωής στην θεία Λειτουργία της Εκκλησίας
Η σκηνή του μαρτυρίου στην Παλαιά Διαθήκη και αργότερα ο Ναός του Σολομώντος ήταν υπόδειξη του Μωυσή που είχε την εμπειρία του ασάρκου Λόγου στο όρος Σινά. Έτσι, ο ναός στην Παλαιά Διαθήκη και όσα τελούνταν εκεί ήταν εικόνισμα της εμπειρίας που είχε ο Προφήτης Μωυσής. Αυτό συνεχίζεται και στην Καινή Διαθήκη και συμπληρώνεται από τον Εύαγγελιστή Ιωάννη.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας προσάρμοσαν την θεία Λειτουργία που τελούμε στους Ιερούς Ναούς προς την άκτιστη αυτή θεία Λειτουργία, όπως την περιγράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης και όπως την έζησαν πολλές φορές οι ίδιοι οι άγιοι, κατά την θεοπτία τους. Γιατί, όταν κάποιος φθάση στην θεωρία του ακτίστου Φωτός, μετέχει αυτής της λαμπρής και ενδόξου θείας Λειτουργίας. Η θεωρία του ακτίστου Φωτός είναι συμμετοχή σε αυτήν την θεία Λειτουργία που γίνεται αενάως στο επουράνιο θυσιαστήριο. Με βάση, λοιπόν, την άκτιστη Λειτουργία της Αποκαλύψεως δημιουργήθηκαν τα όσα συμβαίνουν στους Ναούς στην Καινή Διαθήκη.
Έτσι, κατασκευάσθηκε το ιερό σύνθρονο που βρίσκεται στο ανατολικό μέρος του Ιερού Ναού, στο βάθος του Ιερού Βήματος. Εκεί ανέρχεται ο Αρχιερεύς, εις τύπον και τόπον του Χριστού ενδεδυμένος την αρχιερατική του στολή, που είναι σύμβολο της αρχιερατικής χάριτος που έλαβε από τον Θεό διά της Εκκλησίας. Εκατέρωθεν του Χριστού είναι οι θρόνοι των Πρεσβυτέρων. Αυτός είναι ο πραγματικός θρόνος του Αρχιερέως και η θέση των συλλειτουργών Πρεσβυτέρων, που επιτελούν την θεία Λειτουργία.
Με αυτήν την εμπειρία κτίσθηκε το ιερό θυσιαστήριο στο κέντρο του οποίου κατατίθενται τα ιερά λείψανα των αγίων Μαρτύρων, που θυσίασαν την ζωή τους για την δόξα του Αρνίου και λευκάνθηκαν με το αίμα Του.
Με αυτήν την εμπειρία καταρτίσθηκε το τυπικό της θείας Λειτουργίας που τελείται στην γη, με την Είσοδο, την ανάγνωση των Αποστολικών και Ευαγγελικών αναγνωσμάτων, με την όλη εξέλιξη της θείας Λειτουργίας. Με αυτήν την εμπειρία καταρτίσθηκε η λατρεία της Εκκλησίας με τους νέους ύμνους, γεμάτους χάρη και σοφία του Αγίου Πνεύματος, γίνεται η λογική και νοερά προσευχή, το συνεχές αλληλούϊα, και η δοξολογία των ανθρώπων που αγαπούν τον Χριστό, με τις δοξολογικές ευχές που απευθύνουν στον Χριστό για την θυσιαστική Του αγάπη, με την καθαρότητα του βίου αυτών που συμμετέχουν στην λατρεία που φανερώνουν τα λευκά ιμάτια. Από αυτήν την θεωρία του Ευαγγελιστού Ιωάννου προέρχεται η κοινή προσευχή που γίνεται στην θεία Λειτουργία, των αγγέλων και των ανθρώπων, των κεκοιμημένων και των ζώντων, των Πρεσβυτέρων και των Διακόνων, των ψαλτών και του λαού, γενικά όλου του εκκλησιάσματος.
5. Επίλογος
Η οσία Μαρία η Αιγυπτία, που εορτάζουμε σήμερα, έζησε στην έρημο αυτήν την θεία Λειτουργία και αυτή η δόξα της θεωρίας που είχε την ενίσχυε σε όλες τις δοκιμασίες της, τον εσωτερικό της πόλεμο, αλλά και τις συνθήκες της ερήμου. Και όταν στο τέλος της ζωής της αξιώθηκε να κοινωνήση του Σώματος και του Αίματος του Χριστού από τον αββά Ζωσιμά, ήταν υπερυψωμένη πάνω από το έδαφος της γης.
Ο π. Πορφύριος στην διαθήκη του ευχήθηκε στα πνευματικά του παιδιά να εισέλθουν στην άκτιστη θεία Λειτουργία: Έγραψε: «και πάντα εύχομαι τα πνευματικά μου παιδιά να αγαπήσουν τον Θεό, που είναι το παν, για να μας αξιώσει να μπούμε στην επίγειο άκτιστο εκκλησία Του. Γιατί από εδώ πρέπει να αρχίσουμε». Πρόκειται για την μέθεξη του ακτίστου Φωτός.
Σε αυτό θέλει να μας μυήση η Εκκλησία μας αυτήν την περίοδο. Αυτό είναι το Πάσχα των Χριστιανών, το «Πάσχα μυστικόν». Έτσι, ικετεύουμε τον Χριστό: «δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἠμέρᾳ τῆς βασιλείας σου».
Ποιός δεν θα επιθυμούσε να εισέλθη στον άκτιστο ναό και να απολαύση την άκτιστη αυτή θεία Λειτουργία; Ποιός δεν θα επιθυμούσε να γίνη λειτουργός σε αυτό το ουράνιο συλλείτουργο; Ποιός δεν θα ήθελε να συμμετάσχη στον χορό των αγίων αγγέλων, των Μαρτύρων και των Οσίων; Ποιός δεν θα έδινε τα πάντα για να απολαύση αυτό το μεγάλο πανηγύρι; Με ποια επίγεια εορτή και με ποιο επίγειο πανηγύρι θα μπορούσε να συγκριθή αυτή η χαρά; Όμως, γιατί μας αρέσει ο κόσμος αυτός, ωσάν θα ζούμε αιώνια σε αυτόν και περιοριζόμαστε σε μικροχαρές, περιφρονώντας την ουράνια μεγάλη χαρά;
Στο τέλος του βιβλίου της Αποκαλύψεως γράφεται ότι το πνεύμα και η νύμφη λένε στον Ευαγγελιστή Ιωάννη «Έρχου». Και όποιος ακούει πρέπει να πη: «Έρχου». «Καί ὁ διψῶν ἐρχέσθω, καί ὁ θέλων λαβέτω ὕδωρ ζωῆς δωρεάν». Και εκείνος που επιβεβαιώνει την μαρτυρία αυτή, δηλαδή ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, γράφει: «ναί ἔρχομαι ταχύ. ἀμήν, ναί ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ» (Απ. κβ', 16-21).
Ενα πνευματικό μου παιδί, στο τελευταίο στάδιο της ασθενείας του, είχε μια τέτοια νοσταλγία. Όταν προσπάθησα να την παρηγορήσω για την αρρώστια της που την οδήγησε στον θάνατο, μου είπε: «εγώ χαίρομαι που θα φύγω, γιατί μια μέρα εισήλθα στον Ναό και είδα ένα φως, το φως της ουράνιας θείας Λειτουργίας, και θέλω να την απολαύσω, όσο είναι δυνατον πιο γρήγορα». Μου ζήτησε να της διαβάσω μια ευχή σε ψυχορραγούντα για να συναντήση πιο γρήγορα τον Χριστό στο ουράνιο αυτό θυσιαστήριο. Την θαύμασα και νοστάλγησα την επιθυμία της. Την ίδια επιθυμία είχαν και οι άγιοι προ του μαρτυρίου τους.
Εσείς δεν θα νοσταλγούσατε μια τέτοια είσοδο; Δεν θα θέλατε μια τέτοια ζωή; Δεν θα επιθυμούσατε να συμμετασχετε σε μια τέτοια ουράνια Λειτουργία μέσα στο Φως;
Αν αυτό επιθυμήτε, τότε έτσι πρέπει να μετάσχετε εφέτος στον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού. Να δήτε τον Χριστό ως έρωτα, ως Νυμφίο, και την Εκκλησία ως νυμφώνα πνευματικό, και την ζωή σας ως το αιώνιο Πάσχα. Το εύχομαι σε σας, αλλά ευχηθήτε το ίδιο και εσείς σε μένα.
----------------------------------------------------------------------
πηγή: Μεταπατερική θεολογία και εκκλησιαστική πατερική εμπειρία, Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου, εκδ. Ι. Μ. Γενέσιον της Θεοτόκου (Πελαγίας)