ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

Μέγας Φώτιος: Αμφιλόχια, Ερωταποκρίσεις (Ερώτηση 1η)

Αμφιλόχια του Φωτίου προς τον Αμφιλόχιο, τον μητροπολίτη Κυζίκου. 
Πρόκειται για συλλογή ιερών λόγων, στην οποία δίνεται λύση σε ζητήματα της αγίας Γραφής. Πρώτα γίνεται διευκρίνηση εκείνου του δεσποτικού παραγγέλματος που λέει· «Να μην έχετε ζώνη, ούτε υποδήματα, ούτε σακκίδιο, αλλ' όποιος έχει τώρα χρηματοφυλάκιο, ας πάρει και σακκίδιο» και τα εξής. 

1. Πολλά απορήματα χρειάζονται μιά διατύπωση και χωρίς αυτήν την προαποκατάσταση διαφεύγουν τη λύση που τους δίνεται. Έτσι απαιτεί να διευθετηθεί το πράγμα, όπως πιστεύουν και νομίζουν μερικοί, και το ερώτημα που υποβάλλει η σύνεσή σου. 

Γι' αυτό πρέπει να πούμε πρώτα εκείνο, να βάλομε την τάξη μπροστά από τη μάθηση, γιατί, όσα φαίνονται ν' αλληλομαχούν, δεν αποδεικνύονται ότι μάχονται και στην αλήθεια. Πολλά δηλαδή φαίνονται πολλές φορές ότι είναι μεταξύ τους αντίθετα, ενώ δεν είναι στην πραγματικότητα. 

Η αλληλομαχία αυτή στα λόγια ή στά πράγματα δε στήθηκε απλώς και ως έτυχε, αλλά τη συνθέτει και τη συγκροτεί η σύμπτωση πολλών περιστάσεων. Και δεν εΐναι δύσκολο να το καταλάβομε αυτό. 

Γιατί όσοι έμαθαν να φιλοσοφούν τα παλαιά και να ασκούν τη ρητορική δε βλέπουν να παρουσιάζεται πολλή και άπειρη διαφορά σ' αυτούς μόνο τους τομείς κι έπειτα με ακριβή κρίση ν' απαλλάσσονται από αυτήν, αλλά και σ' αυτή την καθημερινή ομιλία των πολλών στο πρώτο άκουσμά τους πολλά φαίνονται ν' αντιμαχούν, έπειτα όμως από κρίση η μάχη κατάληγα σε συμφωνία. 

Αν λοιπόν κανείς στην ομιλία που κρατά οτα χέρια του με ανεπηρέαστη γνώμη διακρίνει τη φαινόμενη διάσταση από την αληθινή μάχη και χωρίζει και γι' αυτούς που ασκούνται στο βίο της φιλοσοφίας και της ρητορικής τα φαινομενικά από τα πραγματικά αντίθετα, δεν τηρεί όμως τον ίδιο κανόνα και στη δική μας ιερή φιλοσοφία, αλλά εξωθεί βίαια και την επιφανειακή αντιλογία σε ανένδοτη αντίθεση, αυτός και χωρίς να τον κατηγορεί κανένας παρουσιάζει τον εαυτό του συκοφάντη και φαύλο κριτή.


2. Αμέσως λοιπόν, για ν΄ αρχίσω από το συνηθισμένο στους πολλούς φαινόμενο, ο φόνος πιστεύουν ότι είναι φύλακας της πολιτείας αλλά και εγκληματική ενέργεια. Και το εμπόριο βέβαια είναι κόσμημα της πόλης, όχι λιγότερο και πλεονεξία.

Και πώς αυτά δεν είναι αντίθετα; Να φονεύσει κανείς τον ευεργέτη του δεν επιτρέπεται, ούτε έναν πολίτη που αγαπά την πόλη, ούτε κάποιον αθώο. Αντίθετα ο εχθρός και ο κακούργος και ο προδότης πρέπει να φονεύονται έπειτα από δίκη.

Επίσης και εκείνον που πιάνεται επ' αυτοφόρω να υπονομεύει ξένους γάμους, έχει το δικαίωμα ο προσβλημένος να λάβει εκδίκηση, ενώ αν συλληφθεί με άλλο τρόπο, ζητεί για την εις βάρος του μοιχεία άλλον δικαστή.

Και πάλι όσοι είναι ταπεινοί και άσημοι πολίτες, με τις εμπορικές ασχολίες τους προάγουν την πόλη, ενώ αν, όσοι γίνονται στρατηγοί και πολιτικοί και τα όμοια, κατεβούν σ' αυτές τις ασχολίες, ταπεινώνουν την αίγλη της πόλης τους.

Τα παραδείγματα δεν έχουν τέλος αν θέλει κάποιος να τ' αναφέρει όλα. Βλέπεις λοιπόν ότι πολλά φαντάζουν ως αντίθετα, ενώ αν τα εξετάσομε βλέπομε ότι συμφωνούν; Έτσι λοιπόν πρέπει να βλέπομε και την ιερή μας Γραφή, όπου υπάρχει διατυπωμένο και το δικό σου πρόβλημα, σύμφωνα με το οποίο έχει συντεθεί και το προοίμιο του λόγου στο σύνολό του.


3. Ο νομοθέτης Μωυσής, ή καλύτερα ο κοινός και πλάστης και νομοθέτης είπε με το στόμα του Μωυσή· «δε θα φονεύσεις». Και πάλι· «ζωστείτε καθένας το σπαθί του στο μηρό του, και πηγαίνετε και γυρίσετε από τη μιά πύλη ως την άλλη του στρατοπέδου και να σκοτώσει καθένας σας τον ένοχο αδελφό του, και καθένας το γείτονά του, και καθένας τους πιο κοντινούς του».

Πώς λοιπόν δεν νομοθετούν την αλληλοαναίρεσή τους οι δύο αυτές παραγγελίες; εκτός βέβαια αν εννοεί, ότι δε θα φονεύσεις τον αθώο, αλλά θα τιμωρήσεις με θάνατο τον ένοχο για θάνατο κι αυτόν που καταπάτησε τους νόμους των πατέρων του κι απέδωσε στα είδωλα τον οφειλόμενο στον πλάστη σεβασμό.

Δεν χρειάζεται,νομίζω, ν' αναφερθώ στην εντολή, «δε θα μοιχεύσεις», και σ' εκείνο το, «λάβε γυναίκα που πορνεύεται κι απόχτησε μαζί της παιδιά πορνείας». Γιατί αυτά έχουν κι ένα νόημα βαθύτερο από αυτό που ζητούμε.

Αλλά και εδώ πάλι η περίπτωση κάνει τη μάχη που βλέπομε να μην υπάρχει πραγματικά. Δεν επιτρέπεται να βρίζει κανείς τον προφήτη του Θεού ούτε με το χέρι, ούτε με τη γλώσσα, ούτε με κάποιον άλλο τρόπο.

Και απόδειξη, τα παιδιά που περιέπαιζαν και χλεύαζαν τον προφήτη, εισέπραξαν για τα σκώμματά τους τον όλεθρο των σωμάτων τους. Αλλά θα βρεις κάποιον που δεν προσέβαλε το πρόσωπο του προφήτη, και όμως δέχθηκε την έσχατη τιμωρία.

Κι αυτό που ενισχύει ακόμα περισσότερο την απορία, θηρίο σπάραξε και εκείνους που προέβησαν σε ύβρεις, και θηρίο πάλι κομμάτιασε εκείνον που απέφυγε να μιμηθεί τους πρώτους. Τι λοιπόν; δεν είναι αυτά αντίθετα; Πολύ απέχει το πράγμα βέβαια από αυτά.

Γιατί δεν επιτρέπεται να παροξύνεται κανείς με κρίση δική του και ορμή· αν όμως προστάζει ο Θεός και η απόφαση έρχεται από άνω, όχι μόνο δεν έχει θέση το "δεν επιτρέπεται", αλλά και αυτόν που την παραμελεί τον κυνηγά η τιμωρία σκληρά.

Καθένα λοιπόν από τα δύο παραδείγματα των ιερών γραμμάτων διαλύει τη φαινομενική αντίθεση. Το ένα δηλαδή με την ανεύθυνη ή την υπεύθυνη περίσταση, και το άλλο, σύμφωνα με τη θεία απόφαση και την ανθρώπινη παρόρμηση.


4. Και αλλά πολλά που παρουσιάζουν τη διαφορετική αντίθεσή τους, με ορθή διάκριση των περιστάσεων οδηγούνται σε συμφωνία. Το ένα γίνεται ανάλογα με τον τόπο, το άλλο ανάλογα με το χρόνο, και κάποτε και ανάλογα με το πρόσωπο.

Έχει βέβαια και ο χρόνος όχι λίγες διαφορές, πολύ περισσότερες όμως έχει το πρόσωπο· ο άρχοντας και ο αρχόμενος, ο οδηγός και ο οδηγούμενος, ο μυητής και ο μυούμενος, ο μαθητής και ο δάσκαλος, αλλά και το αίτιο και το αναίτιο.

Και είναι πάλι κοινή η διαίρεση του προσώπου, η μεταβολή αυτού και η αλλαγή. Γιατί γίνεται άλλο είδος όταν μεταβάλλεται το ήθος, αλλά μένει το πρόσωπο σταθερό, και άλλο πάλι όταν καταλάβει τη θέση ενός πράγματος ένα άλλο.

Για παράδειγμα· Έκανε ο Θεός τον Σαούλ βασιλέα, και πάλι του αφαίρεσε τη βασιλεία. «Τρεις μέρες ακόμα και η Νινευή θα καταστραφεί», κι όμως η πόλη μένει πολύν καιρό έξω από τα όρια της προθεσμίας χωρίς να πάθει τίποτε.

Και άπειρα άλλα που διαιρούν το πρόσωπο με τη μεταβολή των ηθών, καλούν την πάλη των λογισμών να διαλυθεί. Το ότι πάλι ο Ααρών δεν τιμωρήθηκε για την κατασκευή του μόσχου, όταν το ξίφος τιμωρούσε τους συνενόχους του στην πράξη αυτή, μπορούμε βέβαια να το αποδώσομε και σε διαφορετικούς λόγους, κι αυτά που αντιτίθεται να τα πάρομε από εκεί και να τα κάνομε να συμφωνήσουν· αλλά βέβαια και η διαφορά των προσώπων δε συνετελεί λίγο στη διάλυση της αντίθεσης, αν μάλιστα και τα άλλα σχετικά με αυτό και από αυτό αντλούν την πρόοδό τους.

Και είναι βέβαια μεγάλη η ποικιλία των περιπτώσεων σχετικά με το πρόσωπο που προβάλλονται σε πολλά σημεία της αγίας Γραφής, και πολλά, αν αφαιρέσομε την άγνοια ή την κακότητα του αναγνώστη, δεν περιέχουν αντίθεση, ώστε να μη έχουν τη δυνατότητα να διαφύγουν τη συμφωνία.


5. Από αυτά λοιπόν που αγνοούνται ή διαστρέφονται είναι κι αυτό· «να μην έχετε ζώνη ούτε υποδήματα ούτε σακκίδιο», καθώς και το· «αλλά τώρα όποιος έχει χρηματοφυλάκιο, να έχει όμοια και σακκίδιο», και «όποιος δεν έχει, να πουλήσει τα ρούχα του και ν' αγοράσει μαχαίρι» που προβάλλονται ως αντίθετα κι αντιμαχόμενα.

Εγώ αφήνω τα άλλα και ρωτώ τούτο· πώς η κατά σειρά και συνέχεια παράθεση των χωρίων δεν τους ωθούσε ν' αποφύγουν την ιδέα της μάχης, αλλά τους κάνει μάλλον να στραφούν στην ανάλυση και στην κατά βάθος έρευνα του παραγγέλματος;

Γιατί έτσι ξαφνικά και μέσα σε μιά στιγμή, χωρίς να μεσολαβεί λησμονιά ούτε ν' αλλάζει η γνώμη, ούτε βέβαια ν' αναγκάζει κάποια βία, αλλ' ούτε η ακοή να υποβάλλει κάτι διαφορετικό από ό,τι ακούστηκε, πώς ήταν δυνατό ο ίδιος άνθρωπος επισημαίνοντας τα αντίθετα να έρχεται και να νομοθετεί ν' αποφεύγονται αυτά που παρήγγελλε;

Αλλ' ίσως είναι ικανότητα ανθρώπου συνετού να λάβει από εδώ απόδειξη της θεωρίας· το ότι όμως ρητά αλλάζει το χρόνο, θ' αντισταθεί σ' αυτούς που διαστρέφουν τα πράγματα. Γιατί λέει· «σας απέστειλα» - και «τώρα σας λέγω»· το να εφαρμόζει τη μιά εντολή και την άλλη σε διάφορους χρόνους όχι μόνο δεν είναι καθόλου άτοπο, αλλά συχνά είναι και πιο συνηθισμένο από το να προστάζει κανείς τα ίδια, ενώ η διαφορά του χρόνου ζητά αναγκαστικά διάφορα πράγματα.


6. Αλλά και μ' αυτή την εξομάλυνση όσων είπαμε, μερικοί λύνοντας την προκείμενη απορία, λένε ότι ο κοινός Δεσπότης όλων παιδαγωγώντας τους μαθητές του και οδηγώντας τους στο στάδιο της ακτημοσύνης, δεν επέτρεπε να συμπαρασύρονται από κανένα από το πρόσυλα και ικανά να σύρουν προς το κάτω, ούτε από αυτά με τα οποία είναι δεμένος ο κόσμος αυτός, που ρέει και οδηγεί στη φθορά.

Γιατί είναι πολύ συνηθισμένο, και μάλιστα στους πιο ατελείς, η φροντίδα για τα απαραίτητα να επισύρει σιγά-σιγά το ενδιαφέρον και για τα περιττά και τα μη αναγκαία και να προξενεί στην ψυχή μεγάλη βλάβη.

Γι' αυτό, λέει, παιδαγωγώντας στην αρχή ο Σωτήρας τους μαθητές του, τους απαγόρευσε να συμπαρασύρονται από κάποιο γήινο και σωματικό· έπειτα όμως, όταν τελείωσαν ανεπίληπτα τον αγώνα κι έδωσαν δείγματα όσο έπρεπε καταφρόνησης του σαρκικού φρονήματος, κι ακόμα ενώ ήταν επικείμενο το σωτήριο πάθος, έπειτα από το οποίο επιτράπηκε να περιστοιχίζουν τους αγωνιστές οι νιφάδες πολλών πειρασμών και τους περίμενε ανυπόφορος χειμώνας διωγμών και θλίψεων, εξαιτίας όλων αυτών επιτρέπει μια μέτρια κτήση που συγκροτεί τη ζωή, ώστε να μη διαλυθεί.

Αφού δηλαδή το πάθος της φιλοχρηματίας το ανέτρεψε από τα ίδια τα θεμέλιά του από τα αποστολικά ήθη και τους αποστολικούς τρόπους και ο διωγμός μάνιαζε σφόδρα και ανυπόφορα, έπρεπε να δώσα κάποια παρηγοριά ως εφόδιο της ζωής τους που δεχόταν επιθέσεις από παντού.

Και καθόλου η μία εντολή δεν βλάπτει σε τίποτα την άλλη. Όπως ούτε αν κάποιος, απομακρύνοντας πιά το στρατιώτη έπειτα από νίκες και τρόπαια από τους πολεμικούς αγώνες, του δίνει να πιει ή όσα άλλα χαρίζει η ειρήνη. Ή αν ο δάσκαλος, αυτόν που παρακολουθεί την κατώτερη παιδεία τον ασκεί και σε άλλα σπουδάσματα, ενώ όταν περάσει στους έφηβους τον γυμνάζει με αυστηρότερους κανόνες και πιο υψηλές θεωρίες.

Και το κοπάδι βέβαια με άλλους τρόπους και συνήθειες πηγαίνει καλά, ο ποιμένας όμως δεν ακολουθεί τον ίδιο δρόμο στη ζωή.


7. Έτσι λοιπόν μερικοί φέρουν τα νοήματα των χωρίων σε συμφωνία, άλλοι πάλι δεν ικανοποιούνται λιγότερο με τα όσα παρατέθηκαν. Λένε ότι οι μαθητές, που στην αρχή βρίσκονται στην τάξη εκείνων που εισάγονται στη μάθηση και τελειοποιούνται, είναι ανάγκη να μην αφήνουν να διασπώνται οι λογισμοί τους σε τίποτε άλλο, αλλ' όλη η διανοητική ενέργειά τους να είναι στραμμένη στη μάθηση και τη χρήση όσων οδηγούν στη σωτηρία.

Εξάλλου είναι παρών κι ο δάσκαλος και παρέχει επίκαιρα όχι μόνο αυτά χωρίς τα οποία η ζωή ρέει, αλλά και τα χέρια τους γεμίζει έτσι, ώστε να μπορούν να μεταδώσουν τροφή όχι υλική και γήινη σε πολλά πλήθη.

Όταν όμως αυτοί είχαν υπερβεί την παιδαγωγία που αρμόζει στους ατελείς και ήταν κοντά το τέλειο και ο ίδιος πλησίαζε πιά με τον εκούσιο και σωτήριο θάνατό του να τους στερήσει τη σωματική παρουσία του κι επιπλέον να τους παραδώσει το κήρυγμα και να τους ανεβάσει στο προνόμιο των δασκάλων και των ποιμένων, τους διδάσκει τότε, ότι δεν είναι εμπόδιο να έχουν τα απαραίτητα εφόδια της ζωής.

Αυτό, αφού βλάστησε αρχικά από εκεί, στη συνέχεια καρποφορούσε στους διδασκόμενους την πρόνοια, όπως μπορούμε να το διαπιστώσομε στην ίδια την πράξη. Γιατί στα πόδια των αποστόλων έφερναν και κατέθεταν την αξία των σπιτιών και των χωραφιών τους και έδιναν στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του.


8. Αλλά συμβουλεύουν να δούμε προσεκτικά κι αυτό. Ο ίδιος ο Θεός, που δημιούργησε και συνέχει τα πάντα, όταν απέτρεπε τους μαθητές του από κάθε πρόσυλη επιδίωξη και κτήση, είχε χρηματοκιβώτιο και δεχόταν τα όσα έριχναν κάποιοι.

Ώστε με την εντολή αυτή δεν εμποδίζει γενικά την απόκτηση υλικών, αλλά την προσκόλληση και προσήλωση σ' αυτά. Γιατί κι ο ίδιος, όπως είπαμε, είχε χωρίς να έχει, για χάρη εκείνων που είχαν ανάγκη, και προς ανακούφιση και αποτροπή και λύση της ανάγκης των απόρων.

Όπως λοιπόν δεν είναι αντιφατικό αυτός να έχει χρηματοφυλάκιο, και εκείνους να τους απαγορεύει να μην φέρουν μαζί τους τίποτε απολύτως, έτσι δεν είναι αντιφατικό ούτε το ν' αγωνίζονται στην αρχή τον τραχύ και δυσπρόσιτο αγώνα της ακτημοσύνης, κι αργότερα να βρίσκουν άνεση στους πολλούς κόπους με τη μετρημένη κτήση των απαραίτητων και να έχουν κάποιο στήριγμα σε μια πολύ μεγάλη δυσκολία.

Αλλά και μαζί μ' αυτά, ή καλύτερα πριν από όλα όσα είπαμε, όταν δεις, λένε, τον πλούτο σαν έπαθλο της ακτημοσύνης, προσέχοντας καλύτερα θα μπορέσεις να καταλάβεις, ότι δεν αλληλοαναιρούνται αυτά, ούτε η εντολή που απαγορεύει την κτήση μάχεται την άδεια της κτήσης, αν δηλαδή συνδέεις το ένα με την εμπάθεια, ενώ η κτήση είναι για σένα ελεύθερη.

Γιατί πώς θα μπορούσε να βλαστήσει η αφιλαργυρία και η ανυπέρβλητη ακτημοσύνη στο πολλαπλάσιο και τόσο θαυμαστό και θα καρποφορούσε η αφθονία της κτήσης, αν προχωρούσαν αλληλομαχώντας η δίκαιη κτήση και η εντολή για την ακτημοσύνη; Και ποιος μαρτυρεί γι αυτό το πράγμα, ποιος διακηρύττει αυτό το λόγο; Ο ίδιος ο καινός Σωτήρας και Δεσπότης του ανθρώπινου γένους, αυτός που υποσχέθηκε ότι, όσοι εγκατέλειψαν όλα τα δικά τους για χάρη αυτού, θα λάβουν εκατό φορές περισσότερα.

Και δεν περιόρισε το έπαθλο σ' αυτά μόνο, αλλά το εξαίρει και το ανεβάζει πολύ πιο πάνω, και τόσο πιο πάνω, που δεν είναι δυνατό να λεχθεί. Γιατί τους δίνει ως κληρονομιά τη βασιλεία των ουρανών.


9. Αυτά λένε λοιπόν και όσοι έπειτα από τους πρώτους αποδεικνύουν ότι συμφωνούν μεταξύ τους οι ιεροί λόγοι. Και είναι φανερό ότι κάθε πλευρά ενισχύθηκε να επιδιώξει τη λύση της απορίας με την προσωπική περίπτωση.

Διαφορετικές γνώμες, από εκείνες που εξετάσαμε, είχαν ξεκινώντας από τις ίδιες μ' εκείνες αφορμές. Δεν ουμφωνούν όμως στο σκοπό ούτε με τις προηγούμενες ούτε μεταξύ τους.

Κι αυτές λύνουν την απορία από τη διαφορά των προσώπων. Ισχυρίζονται όμως ότι η πρώτη εντολή, που έφερε το νόμο της ακτημοσύνης, έχει λεχθεί αληθινά στους μαθητές, για να τον εφαρμόζουν μόνο εκείνοι και όσοι διατηρούν αμείωτο το παραπλήσιο πάθος της φιλοσοφημένης αυτής ζωής. Η δεύτερη δεν κλονίζει καθόλου το νόμο της ακτημοσύνης που δόθηκε στους μαθητές, αλλά, ενώ προβάλλει το πρόσωπο των μαθητών, αναφέρεται σε άλλους. αλλά τα κοινά σημεία κάθε μιας γνώμης φτάνουν ως εδώ.

Στα άλλα απομακρύνεται η μία από την άλλη. Και η μία, προβάλλοντας το πρόσωπο, δεν περιέχει κανένα στοιχείο πολιτικό ή λαϊκό, επειδή τείνει σε φιλοσοφία ανώτερη, δυσκολοαπόκτητη και δυσκολοκυβέρνητη. Σ' αυτούς λοιπόν υπαγορεύει να φροντίζουν και για τη μετρημένη κτήση και τους ελευθερώνει από τη νομοθεσία που θέτει τα βραβεία στους μαθητές.

Η άλλη, αντιπαραθέτοντας τους Ιουδαίους μαθητές, αποφαίνεται ότι οι λόγοι της δεύτερης αποτελούν προφητεία που αφορά όλο το γένος, η οποία και πραγματοποιήθηκε όταν ο Βεσπασιανός και ο Τίτος πολιόρκησαν την πόλη των Ιεροσολύμων, οι οποίοι, αφού την κατέλαβαν με το δίκαιο του πολέμου, παρέδωσαν στο μαχαίρι το Ιουδαϊκό έθνος.

Kαι τότε ήταν που, όποιων η περουσία ήταν έπιπλα και όσα άλλα σκεύη ήταν εύκολο να μεταφερθούν, φορτωμένοι μ' αυτά κατέφευγαν από τη μητρόπολή τους σε πόλεις πέρα από την Ιουδαία. Διαφορετικά όμως από αυτούς, όσοι βαρύνονταν από τα πλούτη τους ή εμποδίζονταν με κάποιους άλλους τρόπους, έτρεχαν όλοι τους ν' αγοράσουν σπαθιά και μαχαίρια και άλλα πολεμικά όπλα, καθώς τους ανάγκαζε χωρίς να το θέλουν ο πόλεμος να φερθούν έτσι.

Και αυτό ακριβώς είναι εκείνο που παρήγγειλε από πριν ο δεσποτικός λόγος· «τώρα όμως όποιος έχει χρηματοφυλάκιο ας πάρει επίσης και σακκούλι, κι όποιος δεν έχει, ας πουλήσει τα ρούχα του και ας αγοράσει μαχαίρι».

Αυτό εξάλλου και με χρησμούς δηλώνεται από παλαιά. Παραγγέλλει δηλαδή από παλαιά ο Θεός· «κάνετε τα άροτρά σας σπαθιά και τα δρεπάνια σας λόγχες». Έτσι λοιπόν λένε δεν είναι καθόλου αντίθετο το «να μην έχει κανείς ζώνη ούτε υποδήματα ούτε σακκούλι», με το, «αλλά τώρα όποιος έχει χρηματοφυλάκιο, ας πάρα επίσης και σακκούλι· κι όποιος δεν έχει, ας πουλήσει τα ρούχα του και ας αγοράσει μαχαίρι».


10. Αλλά αυτοί που επιλύουν την απορία μ' αυτόν τον τρόπο θα προσκρούσουν ίσως στους ίδιους τους δεσποτικούς λόγους. Γιατί λέει· «Όταν σας απέστειλε», και «Τώρα όμως σας λέγω»· όχι σε άλλους, αλλά σε σας τους ίδιους, που σας απέστειλα και στο κήρυγμα. Ώστε εδώ η αλλαγή των προσώπων δεν βρίσκει καμμιά θέση.

Αλλ' όμως ποιο λόγο και πιο ειρμό έχει η παραγγελία, «αλλά τώρα όποιος είχε χρηματοφυλάκιο, ας πάρει και σακκούλι» με την εντολή της ακτημοσύνης; Πώς ο ακτήμων μπορεί να έχει χρηματοφυλάκιο; Και ποιά προφητεία της καταστροφής των Ιουδαίων υποδηλώνει το «να πάρουν μαζί με το χρηματοφυλάκιο και σακκούλι»; Αλλά αυτή η έρευνα των λογισμών, αν γίνει με αδέκαστη κρίση, θα σταθεί εμπόδιο στη σκέψη μερικών και για την εξήγηση που δώσαμε πιο πάνω, και δε θα επιτρέψει να προκύψει η λύση της απορίας αναμφισβήτητη.

Το ότι εμπόδισε δηλαδή πρώτα την κτήση στους μαθητές και έπειτα τους την επέτρεψε. Σ' αυτές τις εντολές πως θα μπορέσει να συμφωνήσει η παραγγελία, «αλλ' όποιος τώρα έχει χρηματοφυλάκιο, ας πάρει και σακκούλι», και η άλλη, «κι όποιος δεν έχει, θα πουλήσει τα ρούχα του και θ' αγοράσει μαχαίρι»;

Ούτε δηλαδή αν αυτά γίνουν δεκτά κατανοείται καθόλου η τήρηση της προηγούμενης εντολής από αυτούς που την έλαβαν γιατί δε θα μπορούσε να έχει θέση το χρηματοφυλάκιο. Και η δεύτερη δεν εισάγει άδεια απόκτησης, αλλά μάλλον έλεγχο για μη τήρηση των πρώτων.

Σε κάθε περίπτωση όμως εκείνους τους ιερούς ερμηνευτές είναι χρέος μας να τους εκθειάζομε και για την πρώτη προσπάθεια κατανόησης και τη ευσεβή γνώμη τους, και επειδή οι έπειτα από αυτούς έλαβαν από αυτούς την αρχή της εύκολης εργασίας τους, παίρνοντας σπέρματα και αφορμές για πιο ακριβείς λύσεις, και ότι τους χαρακτηρίζει πατέρες μας μάλλον και μας αποδεικνύει χρεώστες προς αυτούς για τα τροφεία, επειδή με την επιμέλεια και την εξαιρετική φιλοπονία τους, μπορούμε να δούμε ότι έχουν ερμηνεύσει την πλειονότητα των ιερών γραμμάτων και δεν άφησαν σε κάποιους καμμιά πρόφαση άγνοιας και αμφισβήτησης.


11. Θα έλεγε ίσως κανείς, έχοντας οδηγό το Πνεύμα, ώστε να αποφύγει τα λάθη που είπαμε, ότι πολλά από όσα βλέπομε στην αγία Γραφή και αντιμάχονται εξαιτίας της άγνοιας ή κακότητας εκείνων που επιτίθενται στα χωρία, ότι αυτά ειπώθηκαν ορθά και δίκαια (γιατί άλλοι από αυτούς δεν βλέπουν τις ιδιαίτερες περιπτώσεις χάρη στις οποίες λύνονται οι αντιθέσεις, και άλλοι πάλι με την κακία τους ενισχύουν την απορία).

Ωστόσο τώρα η περίπτωση του προσώπου δεν έχει μεγάλη σημασία για την παρούσα θεωρία, αλλά μάλλον η ακριβής παραβολή κι εξέταση των ίδιων των ιερών Γραμμάτων διαλύει με την καθαρότητα του νοήματος την άγνοια που προκαλεί θολούρα.

Εξέταζε σε παρακαλώ μαζί μου τους λογισμούς και ακολούθα το εγχείρημά μου. Πρώτον ο Κύριος δεν προστάζει τους μαθητές του να παίρνουν χρηματοφυλάκιο, αλλά σ' αυτούς που έχουν βαλάντιο επιτρέπει να παίρνουν μαζί και σακκούλι.

Ποιά ασυμφωνία υπάρχει σ' αυτά, και πώς μπορούν να μάχονται το ένα το άλλο, τη στιγμή που θεωρεί και αναδεικνύει μαθητές του όσους τηρούν το νόμο της ακτημοσύνης, ενώ συγχωρεί όσους τον αθετούν και γι' αυτούς και τους όμοιούς τους ακυρώνει το πρόσταγμα;

Γιατί σε περίπτωση ασθένειας της γνώμης ο κανόνας της αυστηρότητας δεν ωφελεί. Και αυτός που όρισε για τους προηγούμενους τον έλεγχο της αδιαφορίας, αυτός αναχαιτίζει την πρόνοια του νομοθέτη για τους μελλοντικούς.

Επιτρέπεται λοιπόν, όπως είπαμε, & αυτούς που απόχτησαν το χρηματοφυλάκιο να πάρουν και σακκούλι. Ή, αν θέλεις, προαναγγέλλεται σε όποιους δεν φύλαξαν τα προηγούμενα ο τρόπος της μελλοντικής πολιτείας. Αυτό όμως δε θα θεωρηθεί καθόλου αντίθετο προς την εντολή βάσει της οποίας πραγματοποίησαν την ακτημοσύνη όσοι έγιναν τέλειοι.

Βλέπεις πώς βγαίνει καθαρά η λύση από την ίδια τη διατύπωση χωρίς να προκαλεί καμμιά δυσκολία ή να περιπλέκει το νόημα; «Αλλά τώρα», λέει, «όποιος έχει χρηματοφυλάκιο, ας πάρει κατά τρόπο όμοιο και σακκούλι».


12. Βλέπομε τώρα δύο τάξεις ανθρώπων, που μπορούμε να επισημάνομε και σε κάθε άλλη εντολή· της μιας τάξης οι άνθρωποι εφαρμόζουν την εντολή, της άλλης την παραβαίνουν. Σ' αυτούς που την εφαρμόζουν εμπιστεύεται κόπος και για τα μεγαλύτερα, ενώ σ' αυτούς που δείχνουν ραθυμία δε φορτώνει κανένα άλλο βάρος, αλλά γίνεται δεκτό όσο μπόρεσαν, για να μη χάσουν το παν από απελπισία.

Παρήγγειλε στους μαθητές να μην αποχτούν τίποτε από τα απαραίτητα και δεν τους έλειψε τίποτε από τα αναγκαία ούτε μικρό ούτε μεγάλο. Δε βρήκαν τρόπο να δημιουργήσουν αφορμή ή αιτία παράβασης, ώστε να καταστούν έτσι οι ίδιοι μάρτυρες, ότι φυλάγοντας το νόμο δεν στερήθηκαν τίποτε· γιατί λέει· «μήπως στερηθήκατε κάτι;». Και αυτοί απαντούν «Τίποτε».

Επειδή η εντολή δόθηκε ισότιμα σε όλους, και τα αναγκαία ήταν ισότιμα άφθονα για όλους. Άλλοι όμως είχαν χρηματοφυλάκιο, ενώ δεν έπρεπε να έχουν, κι άλλοι τηρούσαν την εντολή. Όποιους περιφρόνησαν την εντολή από τη μιά τους επέπληττε και ταυτόχρονα τους άφηνε να ενεργούν σύμφωνα με τη γνώμη τους, και δεν τους υποχρέωνε με τη βία.

Και παράλληλα, αν θέλεις, τους προανήγγελλε τι έπρεπε μελλοντικά να πράξουν «όποιος», λέει, «έχει χρηματοφυλάκιο, ας πάρει επίσης και σακκούλι» (γιατί προανήγγειλε, ο παραβάτης με όσα έπραξε παραβαίνοντας την εντολή, ποιά διάθεση θα δείξει και σε ανάλογα πράγματα στο μέλλον), σε όσους όμως ασπάστηκαν ευχαρίστως την προσταγή, επιδοκιμάζοντας τη σταθερότητα της γνώμης τους, χαρίζει και την ανώτατη τελειότητα που δίνει ο αγώνας και τους ανυψώνει στην κορυφή της φιλοσοφίας (της ενάρετης ζωής) με όσα συμβουλεύει.

13. Γι' αυτό λέει και προς τους δύο σχίζοντας έτσι το λόγο. Και τώρα που πλησιάζει ορμητικό το πάθος μου κι ο πόλεμος εναντίον σας γίνεται σφοδρότερος και πολλών οι λογισμοί θ' αποκαλυφθούν, όποιοι δεν φύλαξαν την εντολή, αν και δεν είναι τόσο αυστηρή, αυτοί στη συνέχεια μαζί με το χρηματοφυλάκιο θα πάρουν και το σακκούλι.

Όσοι όμως μόχθησαν να φυλαχτούν από την αθέτηση (της εντολής), αυτοί θα προσθέσουν και το τέλος σύμφωνο με τον προηγούμενο αγώνα τους. Κι αυτούς βέβαια που εξέπεσαν από την άκρα φιλοσοφία και γι' αυτό κι από την ακτημοσύνη, τους παραλαμβάνει η μέριμνα και η απασχόληση με πολλά πράγματα, και τους οποίους μαζί με το χρηματοφυλάκιο και το σακκούλι, και όσα τα άφθονα αγαθά της ζωής τους απαιτούν, δε θα παύσουν αυτά να τους πνίγουν με το πλήθος τους.

Σ' αυτούς όμως που τήρησαν με πολλή προθυμία και κόπο το αγώνισμα λέει· Επειδή πραγματοποιήσατε τον αγώνα σας αυτόν ορθά και προσεκτικά και σαν αρράγιστο θεμέλιο των μελλοντικών αγώνων σας βάλατε το άθλημα της ακτημοσύνης, σας απομένει να είστε ακόμα καλύτερα προετοιμασμένοι και προθυμότεροι τώρα από ό,τι πρωτύτερα για να δεχθείτε τον για χάρη μου θάνατό σας.

Γιατί κι εγώ τώρα θα υποστώ τον θάνατο για χάρη του κόσμου. Και ενεργώντας πολύ σωστά παραιτηθήκατε από όλα τα πράγματα του βίου, και τίποτε πια δε σας παρασύρει από όσα μπορούν να σας αποσπάσουν από την χαρούμενη προσέλευσή σας στο πιο σπουδαιότερο από όλα, που είναι η θυσία σας για χάρη μου.

Και θα επακολουθήσει οπωσδήποτε για σας, και να είστε πρόθυμοι να προσφέρετε και το τελευταίο ρούχο σας και ν' ανταλλάξετε τη ζωή σας με τον για χάρη μου θάνατο. Από όλα όσα είπαμε αυτό είναι το ευστοχότερο νόημα που δίνει το να μην έχει κανένας χρηματοφυλάκιο, να πουλήσει το ρούχο του και να πάρει μαχαίρι· να μην υπολογίσει δηλαδή όποιος πραγματοποίησε την τέλεια ακτημοσύνη ούτε το τελευταίο του ρούχο, αλλά να το δώσει κι αυτό προχωρώντας χαρούμενος προς το μαχαίρι της σφαγής του.

Γι' αυτό δε λέει, "να πουλήσει", ούτε ν' αγοράσει, αλλά «να πουλήσει και ν' αγοράσει». Με αυτό που λέει δεν νομοθετεί ούτε προστάζει, αλλά προαναγγέλλει το μέλλον. Είναι σα να λέει· δεν επιβάλλω να γίνει αυτό, αλλά, επειδή γνωρίζω αυτό που θα γίνει, προλέγω ότι η τήρηση της εντολής προεξασφαλίζει και το τελευταίο και μεγάλο κατόρθωμά σας.

Γιατί η τήρησή της θα σας πείσει να εκλέξετε με χαρά το θάνατο για χάρη μου, το να ελευθερωθείτε δηλαδή από κάθε βιοτική μέριμνα, ώστε να μην ενδιαφέρεστε για τίποτε το σωματικό, αλλά να προσφέρετε τα πάντα για να με υπηρετείτε.

Αλλ' ότι δεν δηλώνει αινιγματικά κάτι άλλο με τα μαχαίρια ο Λόγος που εξαρχής μιλούσε παραβολικά, αλλά τα χρησιμοποιεί ως σύμβολα του δικού του πάθους και των μαθητών του, εξηγείται αυτό με σαφήνεια με τα παρακάτω.

Όταν δηλαδή οι μαθητές αποκρίθηκαν, ότι υπάρχουν δύο μαχαίρια, δεν τους ζήτησε κανένα από τα δύο, να πουλήσουν δηλαδή το ιμάτιό τους, ή αν αυτοί που είχαν το βαλάντιο πήραν μαζί και το σακκούλι, ούτε τους έκανε να σκεφτούν κάτι άλλο, αλλά τους είπε, «είναι αρκετό»· σα να έλεγε δηλαδή, καθόρισαν τα σύμβολα το μήνυμά μου και είναι αρκετά για να παραστήσουν το σκοπό.

Γιατί τα δύο μαχαίρια περιγράφουν όλο το έργο που χρειαζόταν και διακηρύττουν το τι θέλει να πει το σύμβολο. Το ένα μαχαίρι από αυτά δήλωνε παραβολικά την εικόνα του πάθους του Κυρίου, το άλλο εικονίζει το πάθος των γνήσιων και αληθινών μαθητών του Λόγου, που, ανταλλάσσοντας τα πάντα με την αγάπη του Κυρίου, μαζί με τ' άλλα αποβάλλουν και το τελευταίο φόρεμά τους· και έτσι γυμνοί από όλα τα γήινα, ακόμα κι από την ίδια τη φύση τους, έτρεξαν, όταν η περίσταση καλούσε τους αθλητές, στη σφαγή για χάρη εκείνου που ποθούσαν.


14. Αλλά και η τωρινή εξέταση, παρουσιάζοντας μιά τέτοια συμφωνία αυτών των λόγων, δεν χρησιμοποίησε τη διαφορά των προσώπων, γιατί αυτό δεν το επέτρεπε ούτε η διατύπωση της αγίας Γραφής, αλλά προχώρησε στην ανάπτυξη της συμβολικής σημασίας των λόγων από την ίδια την έκβαση των πραγμάτων και την πρόοδο με λογικό ειρμό του λόγου.

Γιατί βέβαια είναι δυνατό να φανταστούμε την εικόνα της μάχης όχι με τους τρόπους μόνο που είπαμε, αλλά και με πολύ περισσότερους από όσους αναφέραμε, που η πραγμάτευοη και η σύνοψή τους είναι ένα ιδιαίτερο θέμα και όχι της διαπραγμάτευσης αυτής.

Τίποτε όμως δεν εμποδίζει να εξετάσομε κάποιους από αυτούς, που και σε κάποια άλλα απορήματά σου δίνουν απάντηση σ' αυτούς που συζητούν μαζί σου. Πολλά δηλαδή από αυτά που δεν αντιφέρονται, αν το ένα λέγεται σύμφωνα με την οικονομία και το άλλο με τη φυσική ακολουθία και εσύ δεν τα διαστείλεις, προκαλούν την πλάνη της αντίθεσης.

Και οικονομία βέβαια θα λεγόταν κυρίως η πέρα από κάθε σκέψη φρικτή ενανθρώπηση του Λόγου. Και κατά ένα άλλο τρόπο η αναστολή για κάποιο διάστημα των αυστηρότερων νόμων ή η εισαγωγή των επιεικών, προσαρμόζοντας ο νομοθέτης την εντολή ανάλογα με την αδυναμία αυτών στους οποίους εφαρμόζεται.

Από τον πρώτο τρόπο οικονομίας προκύπτουν και άλλοι διαφορετικοί τρόποι, χωρίς και ο δεύτερος να μένει αδιαίρετος. Εξάλλου ο Σωτήρας είχε αγωνία και ήθελε ν' αποφύγει το θάνατο, αλλά είχε και την εξουσία να θυσιάσει την ψυχή του και πάλι να τη λάβει.

Και πρόσεξε ότι, αν κανείς δεν αποδώσει το ένα στην οικονομία και τα άλλα στη θεϊκή εξουσία, θα εμπλέξει τον εαυτό του σε αντιθέσεις. Το όνομα τώρα της οικονομίας λέγεται, όπως είπαμε, για να δηλωθεί μ' αυτό η ενανθρώπηση, η οποία κυρίως και πρώτιστα μπορεί να λεχθεί για την άξια και την αιτία της οικονομίας, αλλ' όμως δεν αποτελεί με εκείνη ένα όλο.

Γιατί κι αυτή διαιρείται σε δύο. Και το ένα μέρος της συμβιβάζεται με το σημαινόμενο περισσότερο, ενώ το άλλο λιγότερο. Αν δηλαδή θελήσει κάποιος να εννοήσει την αγωνία και την αποφυγή του θανάτου, καθότι έγινε άνθρωπος, θα διαπιστώσει ότι αυτή είναι η πιο ταιριαστή με την εντολή που προτάξαμε.

Αν όμως κάποιος θελήσει να εννοήσει την αγωνία και την αποφυγή του θανάτου, όχι γι' αυτό το ίδιο, ότι δηλαδή έγινε άνθρωπος (γιατί σε πολλούς και από τους μάρτυρες κι από τους ασκητές υπάρχει εκούσια ορμή και χαρά προς το θάνατο), αλλά ότι τώρα οικονομείται η αγωνία και η αποφυγή του θανάτου προς βεβαίωση της ενανθρώπησης και έλεγχο εκείνων που θεώρησαν φαντασία το φρικτό και παράδοξο μυστήριο της ενανθρώπησης, αυτός βρήκε βοηθό για τη διάλυση της μάχης το όνομα που λιγότερο ταιριάζει της οικονομίας.

Αλλ' όμως η φαντασία της μάχης απομακρύνεται εξίσου και με το ένα και με τον άλλο τρόπο.


15. Εκτός από αυτά τα είδη υπάρχουν και διάφορα σημαινόμενα της οικονομίας, που γεννήθηκαν με τον ίδιο τρόπο· αλλ' όμως τώρα και αλλά μύρια, που προκαλούν την απορία, με την επίκριση και την παράλειψη του ονόματος, που κυρίως δηλώνει την οικονομία, η λύση τους τα διασαφηνίζει από εκεί.

Το ίδιο καλή επίλυση με αυτήν την οικονομία, παρά με άλλη προσέγγιση, θα επιτύχει και το ρητό· «γιατί επιδιώκετε να με σκοτώσετε, άνθρωπο που σας κήρυξα την αλήθεια;», και το άλλο, «Εγώ και ο Πατέρας μου είμαστε ένα».

Στους ανόητους ή σε όσους εξηγούν επιπόλαια τα ρητά φαίνεται ότι συγκρούονται μεταξύ τους. Αλλ' ο σοφός λόγος της αλήθειας, αποδίδοντας τη μία φράση στην ακήρατη και μακάρια φύση της θεότητας, και την άλλη στη δική μας ουσία που προσέλαβε ο Λόγος, απομακρύνει κάθε αμφισβήτηση.

Και δεν θ' απομακρυνθεί κανείς από την ορθή ερμηνεία αν με τον ίδιο τρόπο εξηγήσει και τη φράση, «ο Πατέρας μου είναι ανώτερός μου». Χρειάζεται όμως να εχει και συνετούς ακροατές και σ' αυτού του ιερού χωρίου την ανάλυση.

Ή καλύτερα θα χρειαστεί και το ρητό που αναφέραμε, και που δηλώνει την ισότητα με τον Πατέρα, να συνεξεταστεί και να συμπαραβληθεί μ' αυτό. Αν δηλαδή και σε άλλες εκφράσεις σχετικές με τον Πατέρα η φαινομενική αντίθεση σ' αυτές οδήγησε σε συμφωνία, όπως ότι το επίθετο «ανώτερος» αναφέρεται στο αίτιο, ενώ το «ένα» δηλώνει την ισότητα στη φύση, επομένως και η αρχή της οικονομίας αν εξηγηθεί μ' αυτήν το «ανώτερος» συναποδεικνύει χωρίς πλάνη με το «ένα» την ισότητα του Πατέρα προς τον Υιό.

Και τίποτε δεν εμποδίζει τους λόγους που προκαλούν την αντίθεση που υπάρχει σ' αυτούς να τη διαλύουν με διάφορους τρόπους. Γιατί κι αυτό που είπαμε τώρα, «ο Πατέρας μου είναι ανώτερός μου», με διάφορους συλλογισμούς, που αντέκρουσαν τη γνώμη των ακροατών, απαλλάχτηκε από κάθε αμφισβήτηση και βρήκε λύση νομίζω που δεν μπορεί να ψεχθεί.


16. Εκτός από αυτά που είπαμε και εκτός από την ανάγκη και την απαλλαγή, οι λόγοι που κατηγορούνται ως αντιφατικοί αποδεικνύουν συκοφάντες εκείνους που τους κατηγορούν. Γι' αυτό και ο κοινός Δεσπότης και πλάστης των ανθρώπων και Σωτήρας τους απαλλάσσει τον Δαβίδ από την παράβαση των νόμων, όταν έφαγε τους άρτους της προσφοράς.

Επειδή δηλαδή ήταν ο νομοθέτης και γνώριζε τη φύση και την ισχύ του νόμου και γνώριζε για ποιους είχε τεθεί ο νόμος, ώστε να ρυθμίζει την πολιτεία τους, κρίνει δίκαιο να θεωρούνται σε πολλές περιπτώσεις ένοχοι τιμωρίας οι υβριστές και όσοι κάνουν την παράβαση από υπεροψία.

Σε όσους όμως ασπάζονται και σέβονται τους νόμους, αλλ' η ανάγκη σε συνδυασμό με την ασθένεια εμποδίζει την αποδοχή των νόμων και το σεβασμό, σ' αυτούς δίνει συγνώμη για την ασθένειά τους και τους κρίνει με φιλευσπλαχνία.

Όπως και τον Δαβίδ τον απαλλάσσει από την παράβαση των νόμων, χωρίς να κατηγορεί αυτούς που πήραν (τα ψωμιά) από ανάγκη για περιφρόνηση των νόμων, γιατί η φυσική αντοχή τους δεν παρακολουθούσε τη θέλησή τους, κι αυτό θεωρώντας το ο φιλάνθρωπος ως δικαιολογία, κηρύσσει την ελευθερία τους.

Κι άλλα πολλά χωρία που προκαλούν αμφιβολία με τον ίδιο τρόπο βρίσκουν τη σωστή λύση τους.


17. Και γιατί χρειάζεται να εξετάζομε τις άλλες περιπτώσεις; Αυτός καθεαυτός ο τρόπος της ανάγνωσης, προσαρμόζοντας τον ήχο της φωνής ανάλογα με τα νοήματα, αποκρούει την εμφάνιση κάθε απορίας.

Αν λείψει από το νόημα η κατάλληλη εκφώνηση, βυθίζει το σαφές στην ακατανοησία. «Εγώ σας διάλεξα», λέει στους μαθητές του ο Σωτήρας, αλλά και, «εγώ δεν σας διάλεξα;». Αν κάποιος λοιπόν κάθε μία από τις φράσεις αυτές τις διατυπώσει με τον ίδιο τόνο της φωνής, ή αντίθετα προφέρει τη μία ερωτηματικά και τη δεύτερη τη διατυπώσει με τον τρόπο της πρώτης, θα κάνει δυσδιάκριτα τα σαφή, και ψεκτά όσα είναι έξω από κάθε κατηγορία.

Γιατί αυτός που έκανε την εκλογή, γνωρίζοντας πώς την έκανε και υπενθυμίζοντας στους μαθητές την εκλογή τους, για να μην παρασύρει το ρεύμα της λήθης το αρχαίο χρέος της προς αυτόν αγάπης, και για να τους έχει πιο υπάκουους στις εντολές του, είναι φανερό ότι δεν αποκήρυττε ούτε αρνιόταν εκείνο που έπραξε, αλλά το επιβεβαίωνε ακόμα περισσότερο με την ίδια την ερώτησή του, λέγοντάς τους· «δεν σας διάλεξα εγώ;».

Στην ομιλία τους δηλαδή οι άνθρωποι συνηθίζουν σε πολλές περιπτώσεις να διατυπώνουν μ' ερώτηση τις ευεργεσίες εκείνες που είναι φανερές κι αναμφισβήτητες, και δεν μπορεί κανένας ευεργετημένος ν' αρνηθεί τη χάρη.

Στον ίδιο κανόνα μπορεί να υπαχθούν κι αυτά· «αν εγώ δίνω μαρτυρία για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου είναι αληθινή»· και, «αν εγώ δίνω μαρτυρία για τον εαυτό μου, η μαρυρία μου δεν είναι αληθινή;».

Αν δηλαδή και με άλλο σκεπτικό βρίσκει λύση αυτό που εδώ φαίνεται ν' αντιφάσκει, κανένας όμως δε θα επιτιμήσει αποβλέποντας στη δίκη, ακόμα κι αν κάποιος δε λέει σαν απόφαση «η μαρτυρία μου δεν είναι αληθινή», αλλά απογυμνώνει με την ερώτηση κι αποκαλύπτει τη θέληση της αποστασίας και της κακουργίας που ξεδιπλωνόταν μέσα στα βάθη της ιουδαϊκής ψυχής.

Αν όμως κάποιος αποδίδει με την ανάγνωση τις αρνήσεις όμοια με τον τρόπο των καταφάσεων, θα γεμίσει τον εαυτό του με μάχη και ταραχή, ακόμα κι αν το θαυμαστό των θείων λόγων είναι ολοφάνερα πάνω από κάθε επιβουλή και εναντίωση.

Με τον ίδιο τρόπο πρέπει να εξεταστεί και η μαρτυρία του Κυρίου»· «δε γεννήθηκε από γυναίκα παιδί ανώτερο από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή», κι έπειτα· «ο πιο μικρός στη βασιλεία των ουρανών είναι μεγαλύτερος από αυτόν».

Όταν διαβαστεί ερωτηματικά η διατύπωση «ο πιο μικρός στη βασιλεία των ουρανών είναι μεγαλύτερος από αυτόν;», δεν υπάρχει καμμιά αναίρεση της προηγούμενης μαρτυρίας, ούτε χώρος για μικρολογία, ούτε θα χρειαστούν κι άλλη βαθιά σκέψη για να διασαφηνιστούν οι λόγοι αυτοί. Αλλ' αυτό έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα και σε άλλη ερώτηση.

Παρόμοιο είναι κι αυτό· «Κοιμάστε λοιπόν και αναπαύεστε;». Δεν εκφράζει απλώς τη διαπίστωσή του, αλλά επιτιμά την ολιγωρία τους με ερώτηση, οπότε επακολουθεί σύμφωνο και ταιριαστό το, «σηκωθείτε, ας φύγομε από εδώ».

Δε θα μπορούσε δηλαδή η ακολουθία των λόγων να δηλώσει ευχερέστερα απαλλακτική απόφαση ότι τίποτε δεν αντιφάσκει, αν με την ανάγνωση δεν προβαλλόταν η επιτίμηση ερωτηματικά· «κοιμάστε λοιπόν και αναπαύεστε;». Και άπειρα άλλα.


18. Κάνει ασφαλώς κακό κάποιος από αυτούς που τολμούν συνήθως τέτοια πράγματα, εμπλέκοντας την κακία του στη σύγχυση της αιτίας και προβάλλοντας στην εντολή, «αν σου δώσει κάποιος ράπισμα στο δεξί μάγουλο, γύρισέ του και το αριστερό», ως αντίθετο το λόγο που απηύθυνε ο Κύριος σε εκείνον που τον χτύπησε, «γιατί με χτυπάς;».

Αλλ' όταν γίνει φανερό, ότι πρόκειται για διαφορετική αιτία, αμέσως η κατηγορία πέφτει. Ο Θεός δηλαδή της ειρήνης προστάζει να παραχωρήσει την εκδίκηση στον κριτή των όλων όποιος παθαίνει ζημία στα χρήματά του ή σε κάτι άλλο που έχει ή στο ίδιο του το σώμα, και να μην παίρνει το ζήτημα στα χέρια του ο ίδιος.

Όταν όμως κάποιος απλώσει τα άδικα χέρια του όχι για να προκαλέσει βλάβη σε κάποιο από όσα είπαμε, αλλά με την προσβολή του προσώπου βλάψει κάτι σεβαστότερο, εννοώ την ευσέβεια, τότε έχομε την εντολή να μη δεχόμαστε αδιάφορα την προσβολή, ούτε να συνεργούμε σιωπηλά με τον εχθρό στον προπηλακισμό αυτού του σεβαστού.

Αυτή την εντολή πραγματοποίησε με σοφία και ο θείος Παύλος, επειδή ήταν γνήσιος μαθητής του Λόγου. Από τη μια τον μάγο Ελύμα με στέρηση της όρασής του σταματώντας την απόπειρά του και απαιτώντας την τιμωρία του· από την άλλη επισείοντας στο χιλίαρχο το φόβο της ρωμαϊκής εξουσίας, ώστε, ενώ ήταν εύκολο να εξασφαλίσει την σωτηρία του, να μη βρεθεί προδότης της σωτηρίας και μαζί υποχωρήσει και στον εχθρό της ευσέβειας.

Και τέλος αποστομώνοντας με μικρούς ελέγχους εκείνους που δολοπλοκούσαν για να συκοφαντήσουν την πίστη. Αλλά και ο θείος χορός των καλλίνικων μαρτύρων για τον ίδιο λόγο στέκονταν αδειλίαστοι με απτόητη γλώσσα και βλέμμα σταθερό μπροστά στους τυράννους, διακηρύττοντας το λόγο της ευσέβειας και ελέγχοντας την κακόφημη ασέβεια.

Όπου δηλαδή ο τύραννος, κρύβοντας ύπουλα την αιτία του μαρτυρίου με άλλες συκοφαντίες σαν προκαταρκτικά αγωνίσματα, δοκιμάζει τον αθλητή, είναι καλύτερα να σιωπά και να υποφέρει ήρεμα την ενόχληση.

Όταν όμως διαλύσει το θέατρο και αρχίσει χωρίς προσωπείο την κωμωδία κατά της ευσέβειας, τότε πια, τότε είναι γενναιότητα και αγαπητό στο Θεό και μίμηση της συμπεριφοράς του Κυρίου να αντιμετωπιστεί με το λόγο και να μην παραδοθεί με τη σιωπή, αυτό που πίστευα ο μάρτυρας, στις κωμωδίες του τυράννου.

Γιατί είναι καλύτερο από κάθε συκοφαντία και μηχανορραφία ν' αντιμετωπίζει κανείς τον εχθρό από τη μιά με λόγους αληθινούς, και από την άλλη με τη γενναιότητα της ψυχής. Επιβουλεύεται κάποιος τα χρήματά μας, τα χωράφια μας, ή σηκώνει το χέρι του να μας χτυπήσει στο σώμα;

Πρέπει να το υπομένομε με ανεξικακία, με τη μακροθυμία να καταπραΰνομε τη φωτιά της οργής και της φιλαργυρίας, και με την αδιαφορία για τη ζημία να υποβαθμίζομε την αχόρταγη πείνα. Αλλά αντίθετα διώχνει και παραδίδει στους κακούς ως μιαρούς και ασεβείς τους εργάτες της αρετής και τους κήρυκες της ευσέβειας ο εχθρός αυτής; Δε θα δεχτούμε τότε την προσβολή σωπαίνοντας, αλλά θα δείξομε παρρησία με τη γνώμη και τη γλώσσα, επειδή πάσχομε άδικα ενώ είμαστε ευσεβείς, και υποφέρει άδικα το σεβάσμιο του κηρύγματος.

Στην πρώτη περίπτωση η σιωπή είναι υποδήλωση θαυμάσιας αρετής, ενώ εδώ η σιωπή προκαλεί μάλλον την ασέβεια ν' αποθρασύνεται εναντίον του λόγου.


19. Μπορούν να υπαχθούν στον ίδιο τύπο διάκρισης και ο Ανανίας και η Σάπφειρα που δέχονται τιμωρία από τον κορυφαίο απόστολο και η εντολή που παρέχει τη συγχώρηση γι' αυτούς που αμαρτάνουν μέχρι εβδομήντα φορές το εφτά.

Γιατί με την εντολή αυτή ο ίδιος ο Πέτρος και εμείς διδασκόμαστε να συγχωρούμε πολλές φορές τα αμαρτήματα που γίνονται σε μας. Την προσβολή όμως προς το Θεό ούτε να παραβλέψομε έχομε εντολή, ούτε εκείνος την παρέβλεψε, αυτός που για εκείνους που έδειξαν ασέβεια και σφετερίστηκαν τ' αφιερώματα και είπαν ψέματα στο άγιο Πνεύμα, ζήτησε γι' αυτούς την έσχατη ποινή.

Το ίδιο βέβαια κάνει και ο σύντροφος του κορυφαίου, που ήταν τιμημένος με όχι λιγότερες τιμές από τους άλλους μαθητές, εννοώ πάλι τον Παύλο, τον δάσκαλο της οικουμένης. Γιατί κι αυτός ο θείος απόστολος, που λέει, «να ευλογείτε τους διώκτες σας, να τους ευλογείτε και να μη τους καταριέστε», κι από την άλλη γράφει, «ο Αλέξανδρος ο σιδηρουργός μου προξένησε πολλά κακά», μπορεί ν' απαλλαγεί από τη φαινομενική αντίθεση.

Το να εύχεται δηλαδή να τιμωρηθεί ο άδικος, το προκαλεί ο προπηλακισμός και ο πόλεμος του κηρύγματος, που αίτιός τους είναι ο Αλέξανδρος. Έχει οριστεί όμως να αμείβονται μ' ευλογίες οι υβριστές για όσα τους κάνουν να μηχανεύονται το διωγμό εναντίον μας.


20. Δεν αγνοώ ότι μερικοί ισχυρίζονται ότι τα λόγια για το σιδηρουργό δεν έχουν θέση κατάρας στο στόμα του θεσπέσιου Παύλου, αλλά μάλλον αποτελούν πρόρρηση των μελλοντικών δεινών, που τελικά θα τον καταλάβουν, εξαιτίας της ασέβειάς του και του πολέμου του εναντίον της ευσέβειας.

Κι αυτά είναι που προαναγγέλλει και δηλώνει με τα λόγια του ο κήρυκας, με τα οποία από τη μιά απαλλάσσει από την τόση λύσσα τον αποστάτη, και ταυτόχρονα προσφέρει και παρηγοριά στους συναθλητές του, ότι οπωσδήποτε θα τιμωρηθεί ο κακούργος και δε θα διαφύγει την αλάθητη Πρόνοια για όσα έπραξε, και με τα οποία ανακτά κι όσους από τους πολλούς λιποψύχησαν, και μπορούμε να δούμε ότι τους ξαναδίνει το θάρρος.

Εγώ όμως, αν πουθενά δεν είχα δει καμμιά αγανάκτηση ή επιτίμηση των αγίων εναντίον εκείνων που επιβουλεύονται την πίστη, κι εγώ ο ίδιος δε θα εξηγούσα αλλιώς τη νομιζόμενη τώρα μάχη, παρά ως πρόρρηση.

Αλλά βέβαια ο Ελύμας ο μάγος ήταν γεμάτος από κάθε δόλο και πλήρης από απέτες· τον καταμαρτυρούσαν ως υιό του διαβόλου και ήταν εχθρός κάθε δίκαιης πράξης, και μάλιστα είχε χάσει κατά τρόπο οδυνηρό την όρασή του, ο ασβεστωμένος εκείνος τοίχος, είτε είχε το γνώρισμα της αρχιερωσύνης, όταν ο αθλητής δεχόταν τα χτυπήματα, είτε όχι.

Και όσα βέβαια πριν από λίγο είπαμε και όσα περισσότερα από αυτά που είπαμε τα βρίσκομε σε όλα τα μέρη της αγίας Γραφής. Αλλά αυτά βέβαια ολοκάθαρα μου δείχνουν, ότι ούτε κοινή είναι ούτε ασφαλής η καταφυγή στην πρόρρηση.


21. Όμως εμείς τώρα δεν απασχολούμαστε με ακριβή ερμηνεία, αλλά με παραδείγματα ζητημάτων μόνο, που η λύση τους δοκιμάζεται και διαπραγματεύεται. Γιατί γνωρίζω και άλλη διασάφηση του εξεταζόμενου ρητού, η οποία, αποφεύγοντας και την κατάρα και την πρόρρηση, δεν επιρρίπτει τίποτε βαρύ και υβριστικό εναντίον του Αλεξάνδρου.

Γιατί λέει, ο Κύριος, που είναι η πηγή φιλανθρωπίας και σωτηρίας, αυτός θα αποδώσει στους κακούργους, όχι τιμωρώντας το δικό του δημιούργημα ούτε βασανίζοντάς το, αλλά μεταθέτοντάς το από τα φαύλα έργα και μεταβάλλοντάς το, ώστε να πράττει τα καλά.

Τι κατάρα θα μπορούσε να είναι αυτό; Και τι πρόρρηση που προαναγγέλλει ποινές; Αλλά βέβαια, όπως και στην κάθε μία από τις δύο εξηγήσεις, έτσι μου φαίνεται ότι και σ' αυτήν διαμάχονται τα επόμενα· γιατί προσθέτει· «Να φυλάγεσαι και συ από αυτόν, γιατί πρόβαλε μεγάλη αντίσταση στα λόγια μου».

Αυτά ίσως στέκονται εμπόδιο στα άλλα, αλλά μάλλον συμφωνεί το χωρίο με όσα αναφέρονται στην κατάρα.


22. Όμως δε θα σταθεί καθόλου αντίθετός μας ούτε ο Στέφανος, ο πρώτος από τους μάρτυρες, που απέκρουσε τους φονείς του με ευλογίες και όχι με κατάρες, ούτε πριν από αυτόν ο κοινός Κύριος, που παρακαλούσε τον Πατέρα του να δείξει ευσπλαχνία προς στους σταυρωτές του.

Αλλ' ο λόγος βέβαια του Σωτήρα έχει και κάτι πιο βαθύ και πιο μυστικό από αυτή την έρευνά μας, ο καλλίνικος όμως μάρτυρας πώς δε θα συνηγορήσει μ' εμάς;

Γιατί έβλεπε τους Ιουδαίους ξαναμμένους από το θυμό και μεθυσμένους από την ανοησία τους και βουτηγμένους ολόκληρους στο αίμα, αυτός ωστόσο στεκόταν ήδη στις πύλες του μαρτυρικού θανάτου, ενώ ο βδελυρός φόνος απομάκρυνε κάθε ευκαιρία για παραινέσεις και δεν άφηνε περιθώρια επιτίμησης, από τη μιά γιατί στεκόταν στην κόψη του ξυραφιού, κι από την άλλη γιατί δεν είχαν να ωφεληθούν καθόλου οι κυριαρχημένοι από τέτοιο πάθος από την επιτίμηση ή την παραίνεση· αυτό λοιπόν που απέμενε, την έσχατη θεραπεία για τους φονείς του αρπάζει ο αθλητής και παρακαλεί τον κοινό Κύριο όλων να μην λογαριάσει εις βάρος τους την αμαρτία τους.

Ποιος είναι αυτός; Αυτός που προηγουμένως τους απηύθυνε μακρά νουθεσία και διδασκαλία. Και καθώς τους έβλεπε να μην υπακούουν στους παραινετικούς λόγους και να ανάβει περισσότερο η φλόγα τους προς την ασέβεια, τότε πιά, τότε, και πολύ δίκαια, τους υποχρεώνει να δεχτούν και τα ελεγκτικά και στηλιτευτικά λόγια του, αποδεικνύοντας κι αποκαλώντας τους απερίτμητους στην καρδιά και σκληροτράχηλους, φονιάδες και προδότες, που τους βαρύνει το προγονικό μίασμα, επειδή ήταν παιδιά εκείνων που σκότωναν τους προφήτες.

Ώστε όχι μόνο δεν είναι καθόλου ανταγωνιστής μας αυτός ο γεμάτος από χάρη και σοφία και άγιο Πνεύμα και δύναμη, αλλά πάνω από όλα αυτά είναι μεγάλος συναγωνιστής και υπέρμαχός μας.

Αν λοιπόν ο γνήσιος μαθητής του Κυρίου μας και πρώτος από τους μάρτυρες έδειξε ότι ακολούθησε με τα έργα του την ίδια τη δική μας πίστη, είναι φανερό ότι το ίδιο έκανε και ο δάσκαλος (να μην αναφέρω τώρα τα, «εσείς κατάγεστε από τον πατέρα σας το διάβολο», και «γενιά πονηρή και μοιχαλίδα», και άπειρα άλλα, για τα οποία ευθύνεται το έθνος του Ιουδαίων), τα ίδια, που έπραξε και δίδαξε ο στεφανοδότης, τόσο με το γνήσιο κήρυγμά του κυρίως, όσο και με τον πόθο της θυσίας, έδειξε και ο στεφανηφόρος λαμπρά και αναμφίβολα, έστω κι αν με ευχές και συγγνώμη, αφού εξάντλησε κάθε άλλη μέθοδο πρόνοιας και φιλανθρωπίας, ο Σωτήρας του ανθρώπινου γένους προέπεμπε εκείνους που του προξένησαν το θάνατο με το σταυρό.


23. Όμως αυτά είναι ίσως αρκετά μακριά από το εξεταζόμενο θέμα μας. Χωρίς όμως όσα έχουν προεκτεθεί κι εξαιτίας της διπλής σημασίας του ονόματος θα προκαλέσει κανείς σύγχυση στο σκοπό της Γραφής όχι σε λίγα σημεία.

Για παράδειγμα· «δεν υπάρχει κακό που δεν το δημιουργεί ο Κύριος», και «κανενός από τα κακά δεν είναι αίτιος ο Θεός». Πώς μπορεί αυτά να συμβιβαστούν, αν δεν διακριθεί το διπλό νόημα της λέξης; Κακά στην κυριολεξία είναι τα αμαρτήματα, για τα οποία και ο Θεός είναι αναίτιος.

Κακά όμως είναι επίσης και όσα μας λυπούν και είναι αθέλητα, όπως νόσος, φτώχεια, τραύματα, η ακρίδα, ο βρούχος, η ερυσίβη, η κάμπια, το χαλάζι και όσα άλλα πολλές φορές η Πρόνοια, αναστέλλοντας τις ορμές εκείνων που παρανομούν και αποκαθαίροντάς τους από τις κηλίδες, λέγεται και πιστεύεται ότι επιτρέπει να συμβούν στους ένοχους.

Δεν εξαχρειώνει τους ανθρώπους ούτε μεταπλάθει το δημιούργημά του προς στο χειρότερο (μη γένοιτο), αλλά μάλλον, απομακρύνοντας από όσα εξαχρειώνουν, με την κατάλληλη θεραπεία αυτού που νοσεί επαναφέρει την άρρωστη γνώμη στο καλύτερο.

Παρόμοιο είναι και το, «τους παρέδωσε να λατρεύουν τη στρατιά του ουρανού», και «τους παρέδωσε σε πάθη ατιμίας», και «επέτρεψε να τους πιάσει μιά νάρκη και μάτια για να μη βλέπουν».

Η ομωνυμία της λέξης κι εδώ, αν δεν διακριθεί, οδηγεί το νόημα σε παράλογες ερμηνείες. Πώς δηλαδή και πότε τυφλώνει ο Θεός τα μάτια της ψυχής; Και πώς αυτός που καταστρέφει τα πάθη παραδίδει σ' αυτά και στην ασέβεια και στην πλάνη; Όταν όμως διακριθούν οι σημασίες της λέξης, ο λόγος απαλλάσσεται από κάθε σόφισμα.

Το "παρέδωσε" δηλαδή σημαίνει και έδωσε στο χέρι και παρέπεμψε ή έσπρωξε και οδήγησε όλους μαζί. Σημαίνει όμως εξίσου και κατά κύριο λόγο σύμφωνα με τη βούληση της Γραφής, συγκατένευσε, παραχώρησε και υποχώρησε, τους άφησε να κινούνται σύμφωνα με τις ορμές τους, άφησε τη θέλησή τους ελεύθερη.

Όταν εκλάβομε το "παρέδωκε" μ' αυτό το νόημα, δεν υπάρχει κανένα απολύτως παράλογο. Απομακρύνει δηλαδή το Θείο με το νόμο της φιλανθρωπίας και της πρόνοιας από τα πάθη και τα αμαρτήματα τους ανθρώπους.

Όταν όμως από υπερβολική κακία δεν ανέχονται την αναστολή που προκαλούν η ευεργεσία και η χάρη και δε θέλουν ν' ακολουθήσουν εκείνον που τους απομακρύνει, τότε ακριβώς υποχωρεί κι αφήνει εκείνον που δεν υπακούει ν' ακολουθεί τη φορά του, τον αφήνει να χρησιμοποιεί τη θέλησή του, ώστε να μη φανεί, αναστέλλοντας κι άλλο ακόμα και αναχαιτίζοντας τη φορά του, ότι καταστρέφει το αυτεξούσιο, και έτσι η ευεργεσία και η πρόνοια μετατραπεί σε έγκλημα για τους αγνώμονες και τους αχάριστους.


24. Μ' αυτή την έννοια συνήθως λαμβάνομε στην αγία Γραφή το "έδωσε", και "παρέδωσε" και ό,τι άλλο παρόμοιο, πράγμα που, όπως είναι φανερό σε όλους, δεν προσάπτει καμμιά κατάκριση και την παραμικρή κατηγορία για τη φιλανθρωπία και τη δικαιοσύνη του Θεού.

Με την ίδια έννοια λέγεται πάλι ότι σκλήρυνε την καρδιά του Φαραώ. Όχι ότι πήρε την καρδιά του υπάκουη και υποχωρητική στα προστάγματά του και την μετέβαλε σε σκληρή και άκαμπτη και ανυποχώρητη, αλλά αποσύροντας και σταματώντας τον από την ανυπακοή και το ανυποχώρητο πνεύμα, επειδή δε βρήκε με κανένα τρόπο να υποχωρεί και να μεταπείθεται ο Αιγύπτιος, αλλά να επιτίθεται και ν' αντιτάσσεται με όλο τον εαυτό του, αυτός που δεν παραβιάζει πουθενά το αυτεξούσιο, άφησε να ενεργεί με τη δική του γνώμη εκείνον που δε θέλησε να πειστεί στην καλύτερη.

Και δεν είναι καθόλου ασύμφωνο, αν κάποιος το «σκλήρυνε» εδώ το πάρει στη θέση του, ενώ ήταν σκληρή κι απότομη η καρδιά του Φαραώ, αυτός φανέρωσε ακόμα καλύτερα πως ήταν τέτοια με τις διάφορες θαυματουργίες του και διαπόμπευσε την ανυπακοή του, στηλιτεύοντας έτσι περίλαμπρα την αθεράπευτη σκληρότητα της γνώμης του, που δεν ήταν ακόμα γνωστή και διαδιδομένη σε όλους.

Γιατί τα υπερβολικά θαύματα, νικώντας τους νόμους κάθε προτροπής και πειθούς, κατώτερα όμως από τη γνώμη του Φαραώ, πως δεν παρουσιάζουν ανυπέρβλητη και αγιάτρευτη τη σκληροκαρδία του; Έτσι λοιπόν το, «έδωσε ο Θεός», και «παρέδωσε σε πάθη ατιμίας», και «σκλήρυνε την καρδιά του Φαραώ», ξεφεύγουν κάθε παγίδα συκοφαντίας και παράλογης ερμηνείας.


25. Και τι χρειάζεται ν' αναφερθώ στα άλλα ομώνυμα, τη στιγμή που και η λεξούλα «τις», που λέγεται πέρα από τους νόμους της διάκρισης, προκαλεί, σε όσους δεν έχουν σχέση μ' αυτά, όχι τυχαία σύγχυση και ταραχή;

Γιατί και αυτή η λέξη δηλώνει ταυτόχρονα την ερώτηοη, αλλά συνάπτεται και με τη λέξη "ουδείς" των αρνήσεων, που αντιμάχεται το προηγούμενο νόημά της. Άλλοτε σημαίνει το αόριστο, αλλά μπορεί να εκφράσει και το θαυμασμό και την κατάπληξη, και ακόμα να δηλώσει και το σπάνιο και κάποιες φορές πάλι και την επιτίμηση και την αμηχανία και την απορία.

Κι επειδή χρησιμοποιείται από τους φιλοσόφους και ως προσδιορισμός, δεν παραλείπει ούτε την ευτέλεια ούτε άλλα παρόμοια. Η αγία Γραφή είναι γεμάτη από παραδείγματα. Αυτά αν δεν τα διαχωρίσει κανείς και δεν αποδώσει στο καθένα το νόημα που πρέπει, ούτε καν χρειάζεται να πούμε με πόση πλάνη θα γεμίσει τους λογισμούς του.

Κι αυτό είναι φανερό από την παράθεση των ίδιων των λόγων. Για παράδειγμα το, «Ποιος είναι αυτός εδώ ο βασιλιάς της δόξας;», και το «Ποιος είσαι εσύ, για να μεταφέρουμε κάποια απάντηση σ' εκείνους που μας έστειλαν,», και όσα παρόμοια δηλώνουν ερώτηση και δε δημιουργούν καμμιά απορία.

Κι αν κάποιος εξαιτίας της ομοιότητας της λέξης και το «Ποιος κατάλαβε τη σκέψη του Κυρίου; Ή ποιος έγινε σύμβουλός του;», και «Ποιος άνθρωπος του έδωσε πρώτος και θα του ανταποδώσει;», και «Ποιος είναι ο άνθρωπος που θα ζήσει και δε θα δει θάνατο;».

Αν λοιπόν κάποιος κι αυτά τα χωρία εξαιτίας του ίδιου τύπου φωνής τα χρησιμοποιήσει εκβιάζοντάς τα με το ίδιο νόημα, θ' αστοχήσει πολύ από την αλήθεια. Γιατί αυτά, έχοντας θέση άρνησης, δεν αποδέχονται τον τύπο της ερώτησης.

Γιατί κανένας ούτε τη σκέψη του Κυρίου κατάλαβε ούτε κι έγινε σύμβουλός του, αλλ' ούτε βέβαια υπάρχει και άνθρωπος που θα ζήσει και δε θα πεθάνει. Ούτε πάλι συμφωνεί με ένα από όσα αναφέραμε αν και δεν παραλλάσσει στην εκφορά της λέξης.

Ούτε το «υπήρχε κάποιος που ζούσε στην Αυσίτιδα χώρα», και «κάποιος άνθρωπος κατέβαινε από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ»· γιατί η λέξη εδώ έχει αοριστολογική σημασία απομακρυνόμενη από τα άλλα.

Όπως κι αυτό, «είναι κάποιοι από αυτούς που βρίσκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα πεθάνουν ώσπου να δουν τη βασιλεία του Θεού», που αναπληρώνει τη θέση του προσδριορισμού. Φτάνει δηλαδή και η μνήμη μόνο ενός παραδείγματος να δείξει τη χρήση της λέξης, ότι δε συμφωνεί με κανένα από όσα έχουν προαναφερθεί.


26. Τι σχέση επίσης μπορεί να έχει με τα προηγούμενα, αν και είναι απαράλλαχτος ο ήχος της φωνής, το χωρίο, «ποιος σου είπε πώς είσαι γυμνός;», και «ποιος σε όρισε άρχοντα και δικαστή μας;», και «ποιος είσαι εσύ που κρίνεις τον υπηρέτη του άλλου;», και «ποιος χτύπησε τον Αβιμέλεχ, τον γιο του Ιεροβοάμ;», και «ποιος είναι αυτός που μου κρύβει τη σκέψη του;».

Αυτά αναφέρονται σε αγανάκτηση και επιτίμηση, και δε σημαίνουν κανένα από όσα προδηλώσαμε. Αν όμως κι αυτά τα υπαγάγει κανείς στον κανόνα της ερώτησης, για να μην πω τα αλλά, θ' αποδώσει άγνοια στο Θεό, και τότε δε μέμφεται τις πράξεις των άλλων με αυτά τα λόγια, αλλά ζητεί να μάθει γιατί τον αγννοεί αυτόν που έδωσε την άδεια να πράξει.

Όμοια βέβαια κι αυτό· «Ποιος είμαι εγώ, Κύριέ μου, Κύριε, και ποιο είναι το σπίτι του πατέρα μου (η καταγωγή μου);» που έχει τόσο φανερή την παραλλαγή, όσο απαράλλαχτα διατυπώνει τα λόγια.

Γιατί δείχνει την ομολογία της ίδιας του της ταπεινότητας και τη διάθεση της ευχαριστίας του προς τον Θεό. Δε μεταφέρει τη σκέψη μας στην ερώτηση, ούτε πολύ περισσότερο στην επιτίμηση ή την αγανάκτηση ή σε κάτι άλλο από όσα είπαμε.


27. Τη σπανιότητα όμως περισσότερο από άλλα δηλώνει το χωρίο· «ποιος είναι σοφός και θα τα φυλάξει αυτά;», και «ποιος πίστεψε στο κήρυγμά μας, και η δύναμη του Κυρίου σε ποιόν αποκαλύφθηκε;».

Γιατί, αν όχι όλοι, μερικοί όμως έχουν πιστέψει και αξιώθηκαν ν' αντιληφθούν τη φρουρητική και κυβερνητική και παντοκρατορική δύναμη του Θεού από την ευεργεσία και την πρόνοια γι' αυτούς και το σύμπαν και να φωτιστεί ο νους τους από τις λαμπηδόνες της εκεί φωταύγειας.

Πώς πάλι είναι άσχετος με το θαυμασμό και την έκπληξη αυτός που λέει, «ποιος είναι αυτός που ήρθε από την Εδώμ;», και «ποιος είναι αυτός που και η θάλασσα και οι άνεμοι υπακούουν σ' αυτόν;»· γιατί αυτό το νόημα δεν είχε τη δύναμη να το δώσει καμμιά από τις προηγούμενες εκφράσεις.

Σε όσα είπαμε μπορεί να προσθέσει κανείς κι αυτό· «ποιος θα βάλει στο κεφάλι μου νερό;», και «και ποιος θα με μεταφέρει στις προηγούμενες μέρες του χρόνου;», και «ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! Ποιος θα με σώσει από το σώμα αυτό το υποταγμένο στο θάνατο;».

Καταφυγή στην ευχή από αμηχανία θα δηλώσουν αυτά που είπαμε και δε θα συμφωνήσουν με κανένα από όσα διακρίναμε προηγουμένως. Και ακόμα αποτελούν αίτηση απαλλαγής από τα δεινά που μας πιέζουν, όχι όμως ερώτηση ούτε προσδιορισμό, ούτε αοριστολογία, ούτε επιτίμηση, αλλ' ούτε και σπανιότητα, ούτε ευχαριστία ή ταπείνωση, ούτε θαυμασμό και έκπληξη.


28. Σύ όμως, σε παρακαλώ, εξέτασε επιπλέον και αυτό· «ποιος θ' απατήσει τον Αχαάβ;», και «ποιόν θ' αποστείλω, και ποιος θα πορευθεί προς το λαό;». Δίνουν βέβαια κάποια υποψία, ότι είναι δυνατό να αναχθούν σε ένα από όσα εξετάσαμε προηγουμένως, αλλά δεν πλησιάζουν και την αλήθεια· έχουν μάλλον προκλητικό νόημα, παρά διασώζουν τον τύπο κάποιου άλλου.

Επίσης και το, «ποιά είναι η δύναμή μου που με κάνει να υπομένω; ή ποιό το χρονικό διάστημα που θα δείχνω ανοχή;», πώς δε θα ζητήσει κάποιο άλλο νόημα, με το οποίο δε θα προσβάλει το θέλημα εκείνου;

Γιατί, θέλοντας να παραστήσει, εκείνος που βασανίστηκε από την ταλαιπωρία, τη συντομία και την αδυναμία και το ολιγοχρόνιο του βίου και της δύναμης, με τις λέξεις αυτές αποκαλύπτει εκείνα και ταυτόχρονα και το νου που γι' αυτά θρηνεί και έχει αποκάμει. Αλλά κι αυτό, «ποιος θα γνωρίσει λοιπόν ότι θα τον βρώ;», και το «ποιος ξέρει αν θα επιστρέψει;», που έχουν λεχθεί με τον τρόπο της απορίας, αν εκληφθούν μ' αυτή τη σημασία, δε θα θολώσουν καθόλου το νόημα και δε θα οδηγήσουν σε καμμιά αμφιβολία τον ακροατή.

Αν όμως δεν τους δοθεί αυτή η σημασία, θα τον γεμίσουν με απορία καθόλου λιγότερη από ό,τι ήθελε να δηλώσει η ορθή απόδοση του νοήματος. Και βέβαια δε θα βρει όποιος θέλει αυτές μόνο τις διαφορές της λέξης που εξετάζομε, αλλά και πολλές άλλες που έχουν παραλειφθεί από μας φυλλομετρώντας την αγία Γραφή, που δεν είναι δύσκολο έργο να τις βρει αυτός και να τις παρουσίασε στους άλλους.


29. Και δεν είναι μιά λέξη μόνο και τότε βραχεία, που πηγαίνει σε πολλά υποκείμενα, αλλά δεν κατανοείται όπως πρέπει, που θολώνει και συγχύζει το νόημα όσων έχουν ορθώς, αλλά και γράμματος παραλλαγή ή πρόσθεση και αφαίρεση, αν και δεν είναι δύσκολο ν' αποκατασταθεί, όμως συνήθως κάνει να προκύψει κάποιο άτοπο.

Και για ν' αφήσω για την ώρα τα άλλα, αυτό το «έκτησε» με τη μακρά συλλαβή, αν το γράψει κανείς με βραχεία συλλαβή (έκτισε) και το εννοήσει έτσι στο χωρίο, «ο Κύριος με έκτησε ως αρχή των οδών του κατά τη δημιουργία», κι έπειτα κλίνει προς τη γνώμη του Αρείου, τότε οξύνει τη γλώσσα του εναντίον της θεότητας του Υιού.

Και η κακογλωσσιά βέβαια του Αρείου είναι πολύ εύκολο με πολλούς τρόπους να χτυπηθεί και να ελεγχθεί, αλλά καθόλου λιγότερο, δείχνοντας κάποιος ότι το «έκτησε» προφέρεται όχι με το γράμμα ιώτα αλλά με το ήτα, θα αναγκάσει τη φλύαρη θρασύτητα σε σιγή ντροπής του αιρετικού φρονήματος.

Γιατί η λέξη που προφέρεται ως μακρά δεν μειώνει τη φύση, ούτε βέβαια και τη συστέλλει στο βραχύτερο, ούτε κατεβάζει στο επίπεδο του κτίσματος την άκτιστη ουσία· μη γένοιτο. Υποδηλώνει μάλλον την οικείωοη και την πρόσληψη και την κοινωνία της κοινής φύσης του Πατέρα και του Υιού.

Ο γεννήτορας δηλαδή που συνυπάρχει με τον Υιό παντού διακεκριμένα και που δεν πράττει τίποτε ξεκομμένο και χωρισμένο από τη βούληση και τη γνώμη εκείνου κατά τη δημιουργία ούτε κατά την πρόνοια, είναι φανερό ότι με οικείωση και πρόσληψη του θελήματος του Υιού θα κάνει τον καθένα να προοδεύσει και θα τον κάνει άξιο για την πρόνοια.

Γιατί, όποιοι έχουν απαράλλαχτο και κοινό το αξίωμα και τη φύση και την εξουσία, αυτοί είναι φανερό ότι έχουν αμέριστο και αχώριστο και το να δημιουργούν και να οδηγούν στην πρόοδο και χωρίς καμμιά παραλλαγή στη γνώμη. Αυτό συνεπιβεβαιώνει και το παρόν ρητό.

Κατά τη δημιουργία δηλαδή του κόσμου όλου και κατά την ανακαίνιση και τη σωτηρία του γένους μας που παρεξέκλινε και κατέπεσε στη συντριβή, διδάσκει πως είναι κοινή και η δημιουργία και η πρόνοια του Πατέρα και του Υιού.

Γιατί και η δημιουργία όλων από το μηδέν και η ανάκτηση και η επιστροφή στο καλό της φύσης μας που είχε παρασυρθεί στο κακό, είναι φανερό πως είναι αποτέλεσμα της δημιουργίας και της Πρόνοιας του Πατέρα, του Υιού και του Πνεύματος.

Αλλά, για να μιλήσομε με παράδειγμα, η γραφή με το βραχύ και με το μακρό λύνει την απορία μ' αυτόν τον τρόπο. Παρόμοια και το «εγέννησε», που έπαθε από επιβουλή ή άγνοια αφαίρεση του ενός ν (εγένησε), επεισάγει την ύπαρξη κτισμάτων.

Όταν όμως λάβει αυτό που του αφαιρέθηκε, οδηγεί στην κοινότητα της φύσης και της ουσίας. Και πολλά άλλα είτε κατά τους ειδωλολατρικούς λόγους είτε μέσα στις Ιερές και δικές μας θείες αποφάσεις θα διαπιστώσει κανείς να ανάγονται στην ίδια σκέψη.


30. Και δεν προκαλεί την καταστροφή και την αλλοίωση πολλών πραγμάτων μόνο η πρόσθεση και η αφαίρεση ενός γράμματος, αλλά και η άκαιρη χρήση του τόνου, και η μιά λέξη στη θέση μιας άλλης, αν και βέβαια η γραφή παραμένει αναλλοίωτη, δήλωσε κάτι διαφορετικό, και εκτοπίζοντας το νου σε τελείως διαφορετικό νόημα, συνάγει σαν αποτέλεσμα μιά δυσσεβή δόξα ή μιά καταγέλαστη φλυαρία.

Και γιατί μιλώ για γράμματα, τη στιγμή που κι αυτό ακόμα το πιο μικρό από όλα, η στιγμή, με την κακοτοποθέτησή της ή την παράβλεψη και τη μετάθεσή της από τη θέση της, γέννησε μεγάλες και κάθε είδους αιρέσεις, και οι γνώμες των ανόητων κατέφαγαν πολύ χρόνο και προκάλεσαν μακρούς αγώνες στους πιστούς, ώστε να θριαμβεύσουν κατά των δυσσεβών δογμάτων, για παράδειγμα, για να παραλείψω τα άλλα, ο άνθρωπος που ανέβηκε στον ουρανό και είναι ο δάσκαλος της οικουμένης, ο μέγας Απόστολος, σε κάποια από τις επιστολές του ( η επιστολή απευθύνεται στους Κορινθίους) λέει τα εξής· «ο σατανάς, ο θεός αυτού του αιώνα, τύφλωσε τη σκέψη αυτών των απίστων, ώστε να μην μπορούν να δουν το φώς του Ευαγγελίου που αποκαλύπτει τη δόξα του Χριστού».

Αλλ' αυτός βέβαια που το είπε αυτό, διδάσκει τους μυημένους στη σοφία εκείνου ένα θαυμάσιο κι αντάξιο για τα ουράνια απηχήματα νόημα. Οι ασεβείς όμως οπαδοί του Μάνεντα και του Μαρκίωνα πήραν το χωρίο, κι αφού το αιχμαλώτισαν στις προθέσεις τους, έπειτα, μη αφήνοντας να τοποθετηθεί η στιγμή ανάμεσα στις λέξεις «Θεός» και «του αιώνα αυτού», έφτασαν σε τόση υπερβολή ασέβειας, ώστε όχι μόνο να διαπράττουν την έσχατη ασέβεια (βλάποντας την πίστη), αλλά και να ανάγουν την αιτία της μάχης τους προς το Θεό στα ιερά λόγια, και να δοξάζουν και να διακηρύττουν ότι άλλος είναι ο Θεός που έχει την αρχή της δημιουργίας των αόρατων και των νοητών, και άλλος ο Δημιουργός του αιώνα αυτού και όσων είναι σύστοιχα και ομοταγή αυτού.

Αλλ' η φρενοβλάβεια της επιβουλής τους, που αφορά αυτό το χωρίο, δείχθηκε σαθρή κι άλλοτε από πολλά σημεία, καθόλου λιγότερο όμως μπορεί να ελεγχθεί και από το ότι δεν άφησε τη στιγμή να παραμείνει στη θέση της.

Γιατί και ο αιώνας αυτός σημαίνει άλλοτε τη χρονική παράταση και μερικές φορές και τις άτοπες πράξεις που αναφύονται συνήθως στην παρούσα ζωή. Ώστε, και αν κάποιος συγχωρήσει σ' αυτούς το κακούργημά τους σχετικά με τη στιγμή, καθόλου λιγότερο ανατρέπει το φρόνημά τους από τη ρίζα.

Επειδή δηλαδή ο αρχέκακος είναι ο σπορέας και υποβολέας των πονηρών έργων και πράξεων, αν ονομαστεί κύριος αυτών και δημιουργός και θεός με τη μεταβολή των λόγων σύμφωνα με τη γνώμη εκείνων που υπηρετούν την κακία του, η επιβουλή του αποστάτη δεν έχει να κερδίσει τίποτε.

Γιατί και τα είδωλα των εθνών δεν ήταν αυτό που λέγονταν ότι είναι, και όμως τα έλεγαν θεούς. Αλλά θεός (ο διάβολος) κάποιας δημιουργίας ή πραγμάτων που έχουν σταθερή και διακριτή υπόσταση ούτε μπορεί ποτέ να ειπωθεί ούτε να νομιστεί. από τα παράνομα όμως πάθη και την αμαρτία, με τα οποία ευχαριστείται και τα οποία απολαμβάνει και με απάτη φιλονεικεί ακατάπαυστα να έλκει σ' αυτά και τους άλλους, όσον καιρό θα ενεργεί αυτά κανένας δεν θα τον απαλλάξει από την ολέθρια και άθλια αυτή κυριότητα και εξουσία.


31. Και γνωρίζω ότι το ιερό ρητό του Παύλου, όχι μόνο διαφεύγει τη γνώμη των αποστατών από αυτή τη θεωρία, αλλά κι αν κάποιος αφήσει το λόγο για τη στιγμή, δεν καταισχύνει καθόλου λιγότερο την αλαζονεία τους.

Όπως δηλαδή ο αληθινός Θεός μας και Δημιουργός του παντός, ο Θεός του ουρανού και της γης, μπορεί να ονομαστεί και Θεός του Αβραάμ και του Ισαάκ και του Ιακώβ, και Θεός της παρηγοριάς και Θεός της ειρήνης, και πουθενά εξαιτίας αυτών δεν είναι Θεός αυτών που είναι ομοταγή και σύστοιχα, αλλά μάλλον από τα λεγόμενα αυτά και άλλα συνεισάγεται Θεός, έτσι, αφού ονομάστηκε και Θεός του αιώνα αυτού, συναγόμενος από το μέρος και το σύνολο, συνεπινοείται και συνανακηρύσσεται από όσα αναφέρονται στη νοητή περιοχή και όσα στην περιοχή της αίσθησης.

Αλλά και όταν εκληφθεί ο λόγος μ' ευρύτερο νόημα, διαφεύγει εύκολα κάθε κατηγορία εκείνων που τον βλάπτουν. Γιατί ο Θεός τυφλώνει τα νοήματα των άπιστων του αιώνα αυτού, δηλαδή τα θεωρεί ανάξια να τα εξετάσουν αυτοί που έχουν καθαρθεί, με την οποία εξέταση (θεωρία) ήταν δυνατό να δεχθούν το φωτισμό του Ευαγγελίου.

Γιατί οι άπιστοι του αιώνα αυτού έχουν την ελευθερία και να στασιάζουν και να φιλονεικούν με τον Κύριο και Δημιουργό τους. Κατά τον μέλλοντα αιώνα όμως, όταν θα γονατίσει μπροστά του κάθε ύπαρξη από τις ουράνιες, τις επίγειες και τις καταχθόνιες και κάθε γλώσσα θα εξομολογηθεί σ' αυτόν, δε θα τις εμποδίσει κανένα σκότος και καμμιά πυκνή ομίχλη ούτε αποστασίας ούτε φιλονεικίας ή άγνοιας να αναγνωρίσουν την εξουσία και τη δύναμή του που υποτάσσει τα πάντα.


32. Αλλ' αυτό που λέγαμε, η παρατήρηση δηλαδή για τη στιγμή, όχι μόνο στα θεόπνευστα λόγια του Παύλου δίνει αφορμή κακουργίας και πλάνης, όταν όμως γίνει με ακριβολογία καταστρέφει τα τεχνάσματα της απάτης, αλλά και στα ίδια τα λόγια του Κυρίου μας δίνει όχι τυχαία ροπή και προς τα δύο.

Οι ίδιοι δηλαδή εραστές της αποστασίας, επειδή δε θέλουν αυτό εδώ το ωραίο και πολυθαύμαστο φιλοτέχνημα της δημιουργίας του Κυρίου μας, εννοώ τον πανέμορφο κόσμο που βλέπομε, να ομολογήσουν πως είναι έργο του Δημιουργού, αλλά διαμάχονται να τον αποδώσουν σε μιαν άλλην ανυπόστατη αρχή, το ρητό, «όλα έγιναν από αυτόν, και χωρίς αυτόν δεν έγινε τίποτε από όσα έχουν γίνει», δε θέλουν να καταλήγει σε στιγμή, αλλά συνδέοντας με τα προηγούμενα και αυτού του ρητού το περιεχόμενο, έτσι αφήνουν το λόγο να καταλήξει στη στιγμή. Για ποιο λόγο;

Για να πουν ότι μόνο όσα περιέχονται σ' αυτό το ρητό έγιναν από αυτόν, όποια από αυτά μπορούν ν' αναπλάσουν και οι μάταιοι λογισμοί τους, και ν' αφαιρέσουν από αυτόν τη γένεση και τη δημιουργία όλων των άλλων γεγονότων.

Βλέπεις κι αυτό, από το οποίο δεν μπορείς να βρεις πιο βραχύ πράγμα (τη στιγμή), αν δεν τεθεί με την πρέπουσα κρίση, ποιών παράλογων και δυσσεβέστατων νοημάτων αφορμή και καταφυγή γίνεται για τους ασεβείς;


33. Δεν αγνοώ ότι και κάποιες άλλες επιθέσεις δέχθηκε γι' αυτή την ίδια αιτία αυτός ο λόγος του Κυρίου που έγινε με τις ίδιες λέξεις. Ο κοινός δηλαδή και ανεπιτήδευτος λόγος της αλήθειας μετά από το, «όλα έγιναν από αυτόν και χωρίς αυτόν δεν έγινε τίποτε το δημιουργημένο», όπως έχει λεχθεί, θέτει τη στιγμή, ενώ εκείνοι θέτουν στιγμή μετά το «τίποτε», και με το «το δημιουργημένο» κάνουν αρχή άλλης φράσης προσθέτοντας και το, «ήταν ζωή μέσα σ' αυτόν», χωρίς να δίνουν κανένα αναγκαίο νόημα, απλώς ανοίγουν πλατύ δρόμο γι' αυτούς που θέλουν να παραβιάσουν τις μυστικές και φρικτές ομορφιές των ιερών Λογίων μας.

Για ποιο λόγο δηλαδή, ενώ είναι δυνατό να αρκούμαστε στα γνωστά και άριστα ερμηνευμένα, περιφρονώντας αυτά, να ζητούμε να κοσμούμαστε με υπερηφάνεια με αυτά που δεν έχουν τίποτε όμοιο με τα παραπάνω, αλλά χαρίζουν μονάχα την πρωτοτυπία τους; Και βέβαια δεν τους καταδικάζω όλους, αλλά εκείνους που με τη γνώμη τους επαληθεύεται ο λόγος μου.

Το δρόμο αυτόν τον άνοιξε, απ' όσο θυμάμαι, ο πολυμαθής βέβαια, αλλά και πολυπλανής εξίσου Ώριγένης. Διάδοχος και μιμητής του είναι ο Πνευματομάχος, αν και όχι της δυσσέβειάς του (γιατί εκείνος δεν μετέθετε ταυτόχρονα τη στιγμή, διδάσκοντας με το ρητό και την ασέβεια)· αλλ' ο πνευματομάχος, αφού έγινε θαυμαστής της καινοτομίας και της ανάγνωσης σχετικά με την στιγμή, έκανε όργανο της δικής του αίρεσης αυτή την ανάγνωση.

Γιατί, συνθέτοντας τη φράση, «αυτό που έγινε από αυτόν», και κόβοντάς την από την συνάφειά της με τα προηγούμενα και αφαιρώντας τη στιγμή από το διάστημα που επακολουθεί, τη στρέφει με μεγάλη θρασύτητα και χωρίς φόβο εναντίον του Πνεύματος, συναριθμώντας το με αυτά που έχουν γίνει, με τη λέξη «δημιουργήθηκαν», και που ανήκουν στην τάξη του δημιουργήματος, την άκτιστη φύση, ενώ ούτε η ακολουθία των λόγων ανέχεται τη βλάβη αυτή, ούτε καμμιά άλλη αιτία τον παρακινεί στη δυσσέβεια αυτή.

Αναλαμβάνοντας διαδοχικά και ο Απολινάριος να γίνει μιμητής του Ωριγένη, δεν ήταν όμοια μιμητής και της σκέψης του. Γιατί η σκέψη του Ωριγένη, αν και είναι επιτηδευμένη, όμως με το να μην σύρει μαζί της καμμιά άλλη ατοπία, δεν στερείται τελείως και κάποια γλαφυρότητα.

Ενώ ο Απολινάριος, εκτός από το ότι δεν είπε τίποτα το καλό, καταστρέφει τη σπουδή του και σε μακρές φλυαρίες και ανακόλουθες γνώμες, και λίγο ακόμα και θα εφάρμοζε μ' αυτά που λέει την παροιμία των κουκιών και του αλατιού.

Αν και αυτή η θέση της στιγμής άρεσε και στο θεόπνευστο Κύριλλο, αλλ' όμως όσο απέχει από τη γνώμη των ασεβών, τόσο και η ανάπτυξη του ρητού δείχνει τη διαφορά της με την προσπάθεια εκείνων.


34. Αλλά βέβαια ότι, αντί να συζητούμε κατά τρόπο που δεν πρέπει και να βάζομε αντιμέτωπες μεταξύ τους τις θείες Γραφές, είναι καλύτερο να ερωτούμε για να μαθαίνομε, κι ακόμα πολύ περισσότερο ν' ασκούμαστε στη συζήτηση και τη θεωρία των λεγόμενων περιστατικών και με όποιον άλλον τρόπο παραπλήσιο μ' αυτά, ο ίδιος βέβαια ξέρω καλά ότι δε θα χρειαστεί να το αποδείξω, όμως δε θα απογοητευθώ, αν κάνω άξιο εσένα να γίνεις δάσκαλος και άλλων.

Και δεν μοιράζεται μόνο σε τόσους τρόπους η φαινομενική εναντίωση που θεωρείται ότι χωρεί ανάμεσα από τα ιερά Λόγια, αλλά και σε άλλους πολλούς που δεν αναφέραμε ακόμα. Η άσκηση λοιπόν σε όσα είπαμε δεν περιορίζει τη χρησιμότητά της σ' αυτά μονάχα, αλλά μας παρέχει και πολλή δύναμη και ισχύ στη μεθοδική εξέταση και διευκρίνηση της αλήθειας και τα όμοια.

Γιατί,όσα από μετάθεση φράσεων ή λέξεων ή ονομάτων ή από έλλειψη αυτών και περικοπή ή μετατροπή και μεταφορά, γίνονται αμφίβολο και αντιμαχόμενο νόημα, όποιος γυμνάστηκε σ' αυτά με προηγούμενες προσπάθειές του, μεταφέροντας κι εδώ την ακριβή βάσανο, δε θα διακρίνει σ' αυτά δύσκολα το συγκεχυμένο κι αυτό που πλανιόταν έδω κι εκεί θα το εδραιώσει στη διάγνωση της αλήθειας.

Επίσης, πως δεν είναι από εκεί εύκολο προς έλεγχο αυτό που παραπλάνησε τους οπαδούς των Ανθρωπομορφιτών; Γιατί, όποιος έλαβε αφορμή να εξετάσει τις διαφορές σ' αυτά, και ότι η σύγχυση προκαλεί πολλή πλάνη, αυτός έμαθε αμέσως και ξεχώρισε ότι άλλη είναι η χρήση της μεταφοράς, και άλλο το κυριολεκτικό νόημα της λέξης.

Κανένα από αυτά, όσα έχουν λεχθεί τροπικά και μεταφορικά για το Θεό, οι αιρετικοί δε σκέφτηκαν, μη θέλοντας να δουν τη διαφορά μεταξύ της μεταφορικής και της ευθείας έκφρασης. Έτσι, επειδή άκουσαν για χέρια και πόδια και μάτια και όσφρηση και στόμα και ομιλία, έπλασαν το Θείο, την απλή και ασύλληπτη και ασχημάτιστη ουσία του Θεού, κακόπιστα κι ανόητα, να έχει την ίδια μ' εμάς μορφή.


35. Έτσι λοιπόν και όποιο άλλο χωρίο από τις θείες Γραφές αρπάξει η σκέψη που ρέπει στην αίρεση και την αμφισβήτηση και φιλονεικήσει να το σύρει στην ασέβεια ή την απορία, αν βέβαια επινοεί δολιότητες εναντίον κάποιου από όσα έχουν διευκρινιστεί, θα έχει αμέσως φερόμενη εναντίον του αναπόφευκτη την ανατροπή, αν όμως τις επινοεί εναντίον κάποιου από όσα έχουν παραλειφθεί, δεν είναι δύσκολο από όσα ειπώθηκαν, μεταφέροντας και σ' αυτά την όμοια κρίση, να υποβάλει τους μιμητές στους όμοιους έλεγχους, με τους οποίους αντιμετωπίστηκαν και οι προηγούμενοι.

Κι αυτό είναι μαζί με τα άλλα που δεν μας ανάγκασε να μην εξετάσομε όλες τις επιμέρους αιτίες. Γιατί ούτε υποσχεθήκαμε να δώσομε μιά συνοπτική καταγραφή τους, ούτε είναι δύσκολο να επιτευχθεί από τα προλεχθέντα η έκθεση και η διάκριση όσων παραλείφθηκαν.

Και εκτός από αυτό, τα άλλα δεν είναι στο προσκήνιο όπως αυτά και δεν απασχολούν τους πολλούς, και όσες απορίες έχεις ως τώρα εκφράσει κατά την παρούσα και την προηγούμενη απαίτησή σου, έχουν λάβει με ικανοποιητική σαφήνεια και τη λύση της απορίας σου.


36. Πλήν όμως, αν κάποιος θέσει και αυτό από όσα είναι στο στόμα των πολλών (γιατί αυτό είναι μεγάλο καταφύγιο και για τους άλλους αιρετικούς και για τους εικονομάχους· γιατί πολλές φορές ο ιερός λόγος, ενώ σχηματίζει ένα γενικό τύπο, δεν απαιτεί να εκλαμβάνεται το νόημα γενικά, αλλά, περιορίζοντας τη διήγηση σε ορισμένες προϋποθέσεις, παρουσιάζει μια βεβαίωση μερική.

Τέτοιο είναι αυτό· «όλοι όσοι ήρθαν πριν από εμένα είναι κλέφτες και ληστές». Μέσα σ' αυτόν το γενικό χαρακτηρισμό του λόγου οι οπαδοί του Μαρκίωνα και της συγγενικής φατρίας περιλαμβάνουν και τον Μωυσή και τους άλλους προφήτες του Θεού, δυσφημώντας την Παλαιά Διαθήκη ότι είναι μηχανορραφία του Πονηρού, αν και δεν έχει λεχθεί γι' αυτούς, αλλά για εκείνους που ο χρόνος λίγο πριν από τη Δεσποτική παρουσία τους απέδειξε απατεώνες και πλάνους.

Γιατί, το να υποτεθεί, ότι ο λόγος αυτός του Κυρίου εκτοξεύθηκε εναντίον των δαιμόνων, κι αν ακόμα δεν φτάνει στην έννοια της ασέβειας, κι αν ακόμα πιστεύει ότι ο γενικός χαρακτηρισμός του λόγου δεν απαιτεί γενικό νόημα, αλλ' όμως η εκζητημένη λεπτολογία και η μη συμμόρφωση με το ευαγγελικό πνεύμα, του δίνει τη δεύτερη θέση έπειτα από αυτήν που είπαμε.

Η ανόητη ωστόσο και ασεβής θρασύτητα των θεομάχων, αποβλέποντας στον χαρακτηρισμό της γενικής έκφρασης, νομίζουν ότι τα λόγια του Κυρίου είναι καταφύγιο της δυσσέβειάς τους.


37. Όμοιο είναι και το, «όλα έγιναν από αυτόν», που όμοια γίνεται αφορμή να πλανηθούν οι Πνευματομάχοι. Γιατί δυσφήμησαν και το πανάγιο Πνεύμα, μη εξαιρώντας το από όλα όσα έχουν δημιουργηθεί.

Και άπειρα άλλα οι ιερές Γραφές τα εκφράζουν με γενικό χαρακτηρισμό, αλλά δηλώνουν κάτι μερικό, όπως για παράδειγμα αυτό· «ματαιότητα ματαιοτήτων όλα είναι ματαιότητα». Γιατί βέβαια ανάμεσα στα μάταια δεν είναι ούτε η αρετή ούτε η σοφία ούτε η ευσέβεια.

Και αυτό· «όλοι εξέκλιναν από τον ίσιο δρόμο, όλοι εξαχρειώθηκαν». Τέτοιοι βέβαια δεν είναι όσοι σε κάθε μία γενιά αναδεικνύονται από το Θεό νικητές εναντίον των παθών και των δαιμόνων και των τυράννων.

Και πολλά τέτοια θα συναντήσει κανείς μελετώντας το θέμα με ησυχία, φτάνουν όμως νομίζω όσα έχουν παρατεθεί. Γιατί την ανοησία της εικονομαχικής λύσσας που εκδηλώθηκε με αυτήν την πανουργία την αντικρούσαμε σε χωριστό έργο μας μαζί με όλη την άλλη δόλια φρενοβλάβειά τους.

Ωστόσο ότι πολλές απορίες χρειάζονται προκαταρκτικό λόγο, και ότι οι δικές σου διευκρινίστηκαν και από τους προηγούμενους από εμάς άγιους άνδρες κι από μένα τον ίδιο με τη χαραγωγία εκείνων, και ότι εκθέσαμε τις περισσότερες αιτίες που συνήθως δημιουργούν την απορία, το απέδειξε ο λόγος μας.

Δε θα μπορούσαμε βέβαια να πούμε ότι τα εξετάσαμε όλα λεπτομερώς· ότι όμως δεν σου πρόσφερα λιγότερα από όσα μου ζήτησες, κανένας, με δικαστή την αλήθεια, δε θα μπορούσε να με κατηγορήσει για λόγια κομπαστικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Στηρίξτε......

  • Ο εύκολος πόλεμος - Κανείς από εμάς δεν ξέρει τι είναι ο πόλεμος. Έχουμε ακούσει ιστορίες, έχουμε δει βίντεο και εικόνες, έχουμε διαβάσει για αυτόν, Οι παππούδες μας, μας με...
    Πριν από 6 χρόνια