Ομλία η οποία εξεφωνήθη στις 03/08/01, 3η κατά σειρά παράκληση την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου.
Είναι πολύ ευλογημένες αυτές οι μέρες, πάρα πολύ ευλογημένες.
Είναι πολύ ευλογημένες αυτές οι μέρες, πάρα πολύ ευλογημένες.
Aρκεί να αφήσει κανείς λίγο το κατεστημένο του, το είδωλό του, όλο αυτό που οικοδόμησε και οικοδομεί ο ίδιος, που μοιάζει τάχα ότι είναι και πνευματικό οικοδόμημα, κάτι να σπάσει μέσα στην ψυχή απ' αυτό το άχαρο που δημιουργεί η αυτοδικαίωσή μας· να πέσει το είδωλο, που δημιουργεί αυτή η καλή ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας, να σπάσει αυτό το οποίο φτιάξαμε και φτιάχνουμε εμείς, και όταν ακόμη κάνουμε τον καλό χριστιανό, και που δεν είναι άλλο παρά ένα έργο ματαιοδοξίας, κενοδοξίας, φιλαυτίας, ένα άχαρο έργο.
Και να αρχίσει να παίρνει κανείς αληθινή στάση ενώπιον του Θεού, ταπεινή στάση, κουρασμένος πια από την ματαιοδοξία του και από την υπερηφάνειά του, και απογοητευμένος από όλο εκείνο που μια ζωή κανείς προσπαθεί να στήσει όρθιο -και αυτό όσο στήνεται όρθιο, τόσο πιο άχαρη γίνεται η ζωή- απογοητευμένος λοιπόν, απελπισμένος να αποφασίσει να πάει στον Θεό.
Παρατήρησα ότι έρχεται αμέσως η Χάρις του Θεού, η άκτιστη Χάρις, αυτό που είναι ακριβώς θεϊκή ενέργεια, που είναι θεϊκό δώρο, έρχεται και χαριτώνει τον άνθρωπο· παίρνει μια όψη αγγέλου ο άνθρωπος.
Όσο κι αν φανεί παράδοξο, αυτό θυμίζει εκείνο που αναφέρεται στον βίο του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ, όταν τον επισκέφθηκε κάποιος γνωστός που είχε τις αμφιβολίες του. Είναι παράξενος ο άνθρωπος.
Εμείς τώρα όλοι δεν έχουμε καμιά πρόσβαση σ' αυτό που διηγείται εκεί ο γράφων τον βίο του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ. Ο επισκέπτης είχε τις αμφιβολίες του, τις επιφυλάξεις του, δεν καταλάβαινε, καθώς άκουγε, τι είναι το Πνεύμα του Θεού, το Άγιο Πνεύμα, η Χάρις του Αγίου Πνεύματος, αυτό το φως.
Αλλά ο άγιος τον αγαπούσε φαίνεται πολύ, και καθώς ο άλλος ήταν βέβαια με τις αμφιβολίες του, με τις επιφυλάξεις του, ένας συνηθισμένος άνθρωπος, αλλά είχε εμπιστοσύνη στον άγιο, ο άγιος με τη δύναμη που του έδινε ό Θεός, η Χάρις του Αγίου Πνεύματος, βρήκε, αν επιτρέπεται να πούμε, έναν τρόπο.
Καθώς καθόταν λοιπόν μαζί με τον επισκέπτη, υποθέτω σε κάποιο κορμό δένδρου που είχε πέσει, και έξω έπεφτε το χιόνι πυκνό -χειμώνας μεσ' στό κρύο- ο άγιος με την παρουσία του, επειδή ακριβώς είχε συμπάθεια και αγάπη στον επισκέπτη, αλλά υποθέτω όμως πιο πολύ ενήργησε η Χάρις του θεού, και έγινε το θαύμα:
Ξέρετε, εμείς χάνουμε πολλά πράγματα, επειδή ακριβώς δεν αφήνουμε να ενεργεί ο Θεός. Υποθέτω λοιπόν ότι δεν τον δέχθηκε ο άγιος Σεραφείμ τον επισκέπτη αυτόν σαν να ήταν ένας απλός επισκέπτης, ένας γνωστός, ένας φίλος, όπως κάνουμε συνήθως, και έχει εντελώς ανθρώπινο χαρακτήρα, καλό βέβαια, αλλά ανθρώπινο.
Ο άγιος, σ' όλες του τις επισκέψεις κατά πάσαν πιθανότητα, και ιδιαίτερα σ' αυτήν εδώ -να το προσέξουμε, σας παρακαλώ- δεν τον δέχθηκε ως επισκέπτη· τον δέχθηκε ότι τον έφερε ο Θεός ως εκεί. Και φυσικά αφού τον έφερε ο Θεός, δεν τον έφερε απλώς να κάνει μιά επίσκεψη ή απλώς να ξαποστάσει, αλλά τον έφερε για να γίνει μετάγγιση θείας Χάριτος.
Ο άγιος δεν καθόταν απλώς εκεί στην έρημο, τη ρωσική έρημο δηλαδή, που είναι διαφορετική απ' ό,τι εδώ σ' εμάς. Ο άγιος είχε βαθιά συναίσθηση και καθημερινή πείρα ότι ο Θεός τον ήθελε εκεί και ο Θεός ήταν μαζί του και ο Θεός έφερνε τους επισκέπτες.
Και εκεί στη συνάντηση πάλι ο Θεός ήταν παρών, ο ίδιος, αφού και ο ένας ήταν του Θεού και ο άλλος ήταν του Θεού και η συνάντηση ήταν του Θεού. Επομένως δεν έχουμε εδώ μια επίσκεψη, μιά συνάντηση, όπως είπα, ανθρώπινη απλώς, να την πάρουμε από την καλύτερη πλευρά, στην καλύτερη δηλαδή περίπτωση. Δεν είναι απλώς κάτι ανθρώπινο. Είναι ο Θεός, ο οποίος κοινωνεί με τα πλάσματά του διά της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος.
Είναι λοιπόν εκεί ο άγιος, έρχεται ο επισκέπτης, που τον φέρνει ο Θεός, και ο άγιος έχει μιά σιγουριά, μια βεβαιότητα ότι θα κάνει ο Θεός αυτό που μπορεί και θέλει να κάνει ως Θεός, ακριβώς σε μια συνάντηση δύο πλασμάτων του, που αυτός τα έφερε στην ύπαρξη και αυτός τα ορίζει· τον άγιο τον έχει εκεί, να τος και ο επισκέπτης, τον φέρνει ο Θεός.
Είναι υπόθεση σπουδαία, είναι μιά τελετουργία. Και χωρίς καλά - καλά να το καταλάβουν, κυρίως ο επισκέπτης δηλαδή -ο άγιος το ένιωθε συνεχώς φαίνεται- έτσι καθώς συνομιλούν, καθώς είναι εκεί παρόντες και οι δύο, αλλά εν Θεώ, οδηγημένοι από τον Θεό, ο Θεός δεν έχει δυσκολία, το θέλει πάρα πολύ και το κάνει αυτό ο Θεός: ενώ πέφτουν οι νιφάδες του χιονιού εκεί στό βαρύ κλίμα, στο τόσο -ψχρό κλίμα, τους περιλούει η Χάρις του Αγίου Πνεύματος, τους περιλούει αυτό το φως, το άκτιστο φώς, και λάμπουν. Και λέει ο άγιος: "Να, βλέπεις τώρα; Είμαστε μέσα στο φως του Θεού, μέσα στην Χάρι του Θεού".
Δεν χρειάστηκε να κάνει ο άγιος κάτι ιδιαίτερο, ούτε ο επισκέπτης. Να, όπως δηλαδή αυτή την ώρα εμείς εδώ είμαστε έτσι απλά μέσα στην ατμόσφαιρα αυτού του τοπικού περιβάλλοντος, και χωρίς να κάνουμε τίποτε, καθώς φυσάει το δροσερό αεράκι, εισέρχεται στους πνεύμονές μας, μας δροσίζει, μας καθαρίζει.
Η όλη ατμόσφαιρα, που ο ήλιος δύει και αρχίζει σιγά-σιγά να έρχεται το σούρουπο, η νύχτα, και είμαστε όλοι μέσα σ' αυτή την πραγματικότητα, να, τόσο απλά, αυτό όλο που είναι φυσικό, χωρίς να το καταλάβουμε, αν επιτρέπεται να πω, χωρίς να κάνουμε κάτι ιδιαίτερο, όλο αυτό απαλά-απαλά θα γίνει, μπορεί να γίνει θεϊκή παρουσία, ανάλογα τώρα πώς θα το νιώσει ο καθένας μας.
Λοιπόν, για να επανέλθω, παρατήρησα ότι, καθώς κάποιες ψυχές -και εύχομαι σιγά-σιγά όλες οι ψυχές να είναι έτσι, και δεν θα δυσκολευόμουν να πω ότι σχεδόν σε όλες κάτι γίνεται- καθώς λοιπόν κάποιες ψυχές παίρνουν μιά στάση που ακριβώς δεν είναι η συνηθισμένη στάση του ανθρώπου, που με τη λογική του ή με το συναίσθημά του ή απλώς με τον καημό του ζητάει κάτι.
Όπως εδώ ο επισκέπτης δεν ήρθε σαν ένας απλός επισκέπτης, αλλά τον έφερε ο Θεός· δεν το συνειδητοποιεί πλήρως αυτός, αλλά τον έφερε ο Θεός· και τον έφερε ο Θεός όχι για να περάσει μιά όμορφη ώρα, όχι απλώς για να βρεθεί στη φύση και να χαρεί τα χιόνια, αλλά τον έφερε ο Θεός εκεί που θα αισθανθεί όσο γίνεται ζωηρότερα την παρουσία του Θεού, την παρουσία αυτού του θείου φωτός, της θείας Χάριτος. Ναι, μην το θεωρήσετε ότι είναι υπερβολή, ότι είναι τραβηγμένο, εάν πούμε ότι με κάποιες ψυχές γίνεται ένα κάτι.
Τώρα να πούμε και το εξής. Εμείς δεν ξέρουμε απ' αυτά τα πράγματα· είμαστε άνθρωποι κοινοί, συνηθισμένοι, με καημούς, με βάσανα, με προβλήματα, και χάνεται κανείς μέσα σ' αυτά, βουλιάζει. Και αν αναζητά κανείς και αν βρίσκει κάτι, είναι απλώς μια ανθρώπινη βοήθεια. Δεν είναι τίποτε αυτό.
Δεν είναι κακό βέβαια να ζητήσεις ανθρώπινη βοήθεια και να σου δοθεί, αλλά δεν είναι τίποτε αυτό. Είναι το άλλο, το θεϊκό, που έρχεται έτσι απαλά· δεν χρειάζεται να γίνει κανένας θόρυβος ούτε να πετάξει κανείς ψηλά ή να κατέβει χαμηλά. Τίποτε. Ως αύρα λεπτή έρχεται το Πνεύμα του Θεού, η Χάρις του Θεού. Και, ώ του θαύματος, όλα τα άλλα μετά είναι σαν να μην υπάρχουν.
Λέγαμε σήμερα σε κάποια περίπτωση κάτι που όλοι το ξέρουμε. Μόλις βγει ό ήλιος, δεν βλέπουμε τα αστέρια και το φεγγάρι. Έτσι πολύ φυσιολογικά εξαφανίζονται, δεν χρειάζεται να γίνει τίποτε άλλο, να απλωθούν ας πούμε σύννεφα, για να σκεπάσουν τα αστέρια. Όλα εξαφανίζονται· το άπλετο φως του ηλίου τα εξαφανίζει όλα. Έτσι κι εδώ, μιά ακτίνα Χάριτος να έρθει, εξαφανίζονται όλα τα άλλα.
Θυμάμαι, όταν ήμασταν νέοι ακόμη, υπήρχε ένα βιβλίο που είχε τίτλο «Σταγόνες Χάριτος». Μικρούλικο ήταν, λίγες σελίδες, αλλά το διαβάζαμε. «Σταγόνες Χάριτος». Θα λέγαμε τώρα, να, μια ακτίνα, μια λεπτούτσικη ακτίνα από τον ήλιο που είναι ο Χριστός, από τον ήλιο που είναι το Άγιο Πνεύμα, να απλωθεί μέσα στην ψυχή, και έρχεται το φως, αφού είμαστε πλάσματα του Θεού και κατ' εικόνα Θεού, και αφού ο Θεός δεν τη φοβάται την αμαρτία, να το προσέξουμε αυτό, την ξεμπερδεύει, δεν τη φοβάται.
Όλο το θέμα είναι ο άνθρωπος να αφήσει τις εξυπνάδες του, το εγώ του, να αφήσει όλα εκείνα που τόσο πασχίζει ο καθένας να τα στηρίξει, και έρχεται η Χάρις του Θεού. Δεν φοβάται ο Θεός ούτε δυσκολεύεται να τρυπώσει μέσα στην ψυχή μας, και να έρθει η Χάρις του Θεού. Όπως λέμε και όπως είναι στη Θεία Κοινωνία, ένα ψιχουλάκι -μαργαρίτη το λέμε- ανεπαίσθητο να πάρουμε και λίγο αίμα, παίρνουμε όλο τον Χριστό, όλο -δεν παίρνουμε ένα κομματάκι- τόσο που δεν μπορούμε να τον χωρέσουμε.
Έτσι μια ακτίνα της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, μιά σταγόνα Χάριτος όταν έρθει στην ψυχή, είναι ένας ήλιος, που μαραίνει όλα τα άλλα, τα σβήνει, τα εξαφανίζει· και εκείνα που μοιάζουν να είναι φοβερά πράγματα και μας απασχολούν και βουλιάζουμε σ' αυτά, και τα άλλα τα οποία αμαυρώνουν την ψυχή, σαν να είναι ανύπαρκτα.
Να το προσέξουμε παρακαλώ αυτό. Πώς λέγαμε ότι, άμα προσέξει κανείς καλύτερα, θα δει: "Θεέ μου, τι αθλιότητα έχω μέσα μου!" Όμως ό ήλιος αυτός της Χάριτος όλα τα εξαφανίζει, και μένει μόνο ο ήλιος, ανάλογα βέβαια με τη δεκτικότητα του καθενός, με την όλη στάση της ψυχής.
Δεν θα δίσταζα να πω ότι πολλές ευλογίες μας δίνει ο Θεός, πολλές ευλογίες. Τι κάνουμε ας πούμε αυτή την περίοδο; Να, καθόμαστε κάπου εκεί, δώσαμε αριθμούς, έρχεται ο καθένας, κάνουμε εξομολόγηση, και τελειώνει η περίοδος. Τι κάνουμε αυτή την περίοδο; Να, κάνουμε τον Εσπερινό μας, την Παράκλησή μας, την ομιλία μας, και τελειώνει.
Ναι, αλλά εάν ο καθένας μας ζούμε αυτή την πραγματικότητα, και τώρα και στην άλλη περίοδο και στην άλλη, όχι ως κάτι απλώς ανθρώπινο αλλά ως κάτι που το κάνει ο Θεός, θα είναι εντελώς διαφορετικά.
Σας έχω πει κι άλλη φορά, και γενικότερα και μέσα στο εξομολογητήριο αναγκάζομαι να πω αρκετές φορές -για να βοηθήσω το λέω- ότι εγώ προσωπικώς δεν θα μπορούσα να καθήσω εκεί μέσα· είναι αβάσταχτο, πώς να το σηκώσεις, που να βρεις άκρη.
Το θέμα δεν είναι απλώς η κούραση ούτε πώς θα σηκώσουμε αυτά τα οποία θα πουν οι άνθρωποι ή τι θα πούμε σ' αυτά που ζητούν να απαντήσουμε. Δεν είναι αυτό, όχι. Ό,τι γίνει πρέπει να είναι ενα έργο που το κάνει η Χάρις του Θεού.
Πώς μπορείς να σταθείς εκεί ας πούμε και να αντέξεις, αν δεν πιστέψεις έτσι και αν δεν αφεθείς έτσι. Και με την έννοια ότι ο Θεός θέλει να καθήσουμε στό εξομολογητήριο και σαν να μην υπάρχει χρόνος, σαν να μην υπάρχει κόπος, σαν να μην υπάρχει τίποτε, και με την έννοια ότι ο Θεός πάλι θα φέρει τον ένα, θα φέρει τον άλλο κλπ. Ο Θεός όμως, προσέξτε, ο Θεός.
Όπως κι αυτή την ώρα που καθόμαστε τώρα εδώ, άσχετα πώς ξεκίνησε ο καθένας, ταπεινά φρονώ ότι ο Θεός μας έφερε. Κι αν εγώ τώρα λέω κάποιες κουβέντες, άμα δεν ήθελε ο Θεός, τίποτε δεν μπορούσα να πω.
Καθόμαστε λοιπόν και ακούμε. Οπότε όλα είναι του Θεού. Ε, δεν είναι δυνατόν ο Θεός να μη βρίσκει τρόπο, κι εγώ από τη δική μου πλευρά και καθεμιά ψυχή από τη δική της πλευρά, λιγάκι να ταπεινωθούμε ενώπιον του Θεού, λιγάκι να το πιστέψουμε αυτό, λιγάκι να αφεθούμε στην Χάρι του. Και έρχεται αυτή η Χάρις και... Δεν μπορούμε να πούμε τίποτε από κει και κάτω..., ανάλογα πόσο το αισθάνεται και πώς το ζει ο καθένας, ανάλογα με την ανταπόκρισή μας.
Εκείνο που θα ήθελα να πω απόψε, για να μη σας κουράζω, είναι ότι να, έτσι απλά είναι τα πράγματα, απλά, πολύ απλά και αληθινά, σας παρακαλώ· δεν είναι φτιαχτά ούτε φανταστικά και ονειρώδη. Είναι αληθινά και απλά. Σκέπτομαι καμιά φορά: από που με έφερε τώρα έμενα ο Θεός, ποιος ξέρει που θα ήμουνα.
Χωρίς να αισθανθεί κανείς καθόλου ότι τον αρπάζει ο Θεός και τον τραβάει, ενώ έτσι γίνεται, ξαφνικά λοιπόν μας μαζεύει όλους εδώ, είτε αυτή την ώρα είτε μέσα στην εκκλησία είτε εκεί στο εξομολογητήριο. Όλο το μυστικό είναι, παρακαλώ, αυτό: να έχουμε την αίσθηση, τη συναίσθηση και την πίστη ότι, αν θα γίνει κάτι, θα το κάνει ο Θεός, δεν θα το κάνει άνθρωπος. Αν θα γίνει κάτι, θα το κάνει ο Θεός. Και αν ερχόμαστε από κει που ερχόμαστε και μαζευόμαστε όπως μαζευόμαστε, πάλι ο Θεός το κάνει. Αυτό θέλει ο Θεός να το πιστεύουμε, να το δεχόμαστε και να παραδινόμαστε στην Χάρι του.
Θα αρχίσουμε να κλαίμε για όλη την ματαιότητά μας και για όλο εκείνο τον άχαρο κόπο που κάναμε στη ζωή μας, για να στήσουμε -τι άλλο;- το είδωλό μας. Και λέει κανείς: "Θεέ μου, από που με έβγαλες! Θεέ μου, πώς με φώτισες και με φέρνεις στη θέση που με φέρνεις και με απαλλάσσεις απ' αυτό το άχαρο πράγμα!" Θα κλαίει κανείς για όλη την ματαιότητά του, αλλά και θα χαίρει «χαράν ανεκλάλητον».
Δεν ξέρω αν ενθυμείσθε που αναφέρει στις Πράξεις για τον απ. Πέτρο, όταν ήταν στη φυλακή, ότι πήγε ο άγγελος και τον ελευθέρωσε, και ο απόστολος, ο οποίος εδέχθη αυτό που εδέχθη την ημέρα της Πεντηκοστής μαζί με τους άλλους Αποστόλους, κι όμως -τι είναι ο άνθρωπος!- ενώ πήγε ο άγγελος εκεί και τον λύνει και του λέει "σήκω επάνω και φόρεσε τα σανδάλια και το επανωφόρι", και ο απόστολος νομίζει ότι βλέπει όνειρο.
Τι είναι ο άνθρωπος! Παρακαλώ να το προσέξουμε αυτό. Τόσο ξένος είναι κανείς προς τα θεία πράγματα, όταν είναι απλώς ένας άνθρωπος. Και αυτό να το έχουμε υπόψιν μας. Όπως εδώ στην περίπτωση του απ. Πέτρου, έτσι και στις περιπτώσεις εκείνες που ο άνθρωπος ανεβαίνει μέχρι τρίτου ουρανού, όπως λέει για τον εαυτό του ο απ. Παύλος, «και ήκουσε άρρητα ρήματα» κλπ., μετά όμως λέει ότι του δόθηκε «σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατάν». Από το ένα μέρος ο άνθρωπος που παιδεύεται με τον σκόλοπα, από το άλλο μέρος ο άνθρωπος που ανέβηκε στον τρίτο ουρανό. Έτσι είναι.
Αλλά εδώ είναι το θέμα το μεγάλο. Όλη αυτή την πραγματικότητα που ζει ο απ. Παύλος, ότι του έδωσε σκόλοπα ο Θεός, να, πώς την ερμηνεύει: Δεν κάθεται να πει, "τι θα γίνω εγώ, πόσο στενοχωριέμαι, πόσο παιδεύομαι". Τίποτε. Μου το έδωσε ο Θεός, λέει, αλίμονο αν δεν μου το είχε δώσει, για να μην υπεραίρομαι, για να με φυλάγει αυτό το πράγμα, και μου είπε «η γαρ δύναμή μου εν ασθενεία τελειούται». Και εγώ από κει και πέρα «ήδιστα καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου», «όταν γαρ ασθενώ, τότε δυνατός ειμι». Και το πανηγυρίζει. Από την καθαρώς ανθρώπινη πλευρά, καθώς ο ίδιος ο άνθρωπος μετέχει των θείων χαρισμάτων.
Ο απ. Πέτρος από το ένα μέρος δέχεται την επίσκεψη του αγγέλου, ο οποίος του λέει "κάνε τούτο, κάνε εκείνο", και από το άλλο μέρος ένας άνθρωπος είναι, που λέει "γίνονται αυτά τα πράγματα;" Νόμιζε ότι βλέπει όνειρο. Και μόνο όταν ο άγγελος τον έβγαλε τελικά έξω στον δρόμο και του είπε "πήγαινε τώρα", τότε συνειδητοποίησε τι έγινε και έτρεξε να βρει τους αδελφούς. Και ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος, δεν άλλαξε, δεν είχε τίποτε ας πούμε παράξενα πράγματα· πήγε και χτυπούσε την πόρτα, και δεν άνοιγε μόνη της, και περίμενε εκεί να του ανοίξουν κλπ.
Να, αυτό είναι. Μόλις κανείς νιώσει λίγο την Χάρι του Θεού, και τη νιώθει μόλις λίγο ξεφύγει από το κατεστημένο το δικό του, λάμπει ο ήλιος, λυτρώνεται κανείς, και όλα ύστερα είναι διαφορετικά. Δεν γίνεται ένας νεφελώδης άνθρωπος κανείς, ας πούμε σαν φάντασμα· συνηθισμένος άνθρωπος είναι, ο οποίος θα συνεχίσει την ίδια ζωή: η μητέρα θα πάει με τα παιδιά της, με το μαγείρεμά της, με το σπίτι της, ο άλλος θα πάει στη δουλειά του κλπ. Δεν θα γίνει κανένα φάντασμα κανείς, αλλά όλα έχουν άλλο χαρακτήρα μετά. Όχι απλώς, όπως έχουμε πει πολλές φορές, σαν να παύουν να είναι άχαρα έπειτα, αλλά σαν να είναι όλα ευλογίες του Θεού, όλα. Κι αυτό δεν είναι φανταστικό. Όχι. Το νιώθει κανείς, το ζεί. Την ίδια αρρώστια που είχε την έχει πάλι αλλά είναι μια ευλογία Θεού· το ίδιο κουσούρι που είχε το έχει πάλι, αλλά είναι μια ευλογία Θεού.
Παρακαλώ όλοι να δοξάσουμε τον Θεό, να τον ευχαριστήσουμε και να δεχθούμε να μπούμε σ' αυτόν τον δρόμο, καθώς λίγο-λίγο μας βάζει στό χέρι του και λίγο-λίγο μας αναλαμβάνει και μας ποτίζει, αν επιτρέπεται να πούμε έτσι, με την Χάρι του. Γεύση φοβερή. Παρακαλώ λοιπόν να τον ευχαριστήσουμε, να τον ευχαριστούμε και να τον δοξάζουμε, αλλά και να σκουντήξουμε λίγο τον εαυτό μας. Είναι ό,τι χειρότερο να ξαναγυρίζει κανείς πάλι στα δικά του από αντίδραση, από δεν ξέρω τι, και να μην αφήνεται στον Θεό, καθώς τον κρατάει ο Θεός από το χέρι και τον οδηγεί.
------------------------------------------
πηγή: Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες π. ΣΥΜΕΩΝ ΚΡΑΓΙΟΠΟΥΛΟΥ, Συνάξεις Δεκαπενταύγουστου Γ΄, "Υπεραγία Θεοτόκε Σώσον ημάς", Πανόραμα Θεσ/νίκης.
Μετάγγιση θείας Χάριτος
Όσο κι αν φανεί παράδοξο, αυτό θυμίζει εκείνο που αναφέρεται στον βίο του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ, όταν τον επισκέφθηκε κάποιος γνωστός που είχε τις αμφιβολίες του. Είναι παράξενος ο άνθρωπος.
Εμείς τώρα όλοι δεν έχουμε καμιά πρόσβαση σ' αυτό που διηγείται εκεί ο γράφων τον βίο του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ. Ο επισκέπτης είχε τις αμφιβολίες του, τις επιφυλάξεις του, δεν καταλάβαινε, καθώς άκουγε, τι είναι το Πνεύμα του Θεού, το Άγιο Πνεύμα, η Χάρις του Αγίου Πνεύματος, αυτό το φως.
Αλλά ο άγιος τον αγαπούσε φαίνεται πολύ, και καθώς ο άλλος ήταν βέβαια με τις αμφιβολίες του, με τις επιφυλάξεις του, ένας συνηθισμένος άνθρωπος, αλλά είχε εμπιστοσύνη στον άγιο, ο άγιος με τη δύναμη που του έδινε ό Θεός, η Χάρις του Αγίου Πνεύματος, βρήκε, αν επιτρέπεται να πούμε, έναν τρόπο.
Καθώς καθόταν λοιπόν μαζί με τον επισκέπτη, υποθέτω σε κάποιο κορμό δένδρου που είχε πέσει, και έξω έπεφτε το χιόνι πυκνό -χειμώνας μεσ' στό κρύο- ο άγιος με την παρουσία του, επειδή ακριβώς είχε συμπάθεια και αγάπη στον επισκέπτη, αλλά υποθέτω όμως πιο πολύ ενήργησε η Χάρις του θεού, και έγινε το θαύμα:
Είναι μιά τελετουργία
Ο άγιος, σ' όλες του τις επισκέψεις κατά πάσαν πιθανότητα, και ιδιαίτερα σ' αυτήν εδώ -να το προσέξουμε, σας παρακαλώ- δεν τον δέχθηκε ως επισκέπτη· τον δέχθηκε ότι τον έφερε ο Θεός ως εκεί. Και φυσικά αφού τον έφερε ο Θεός, δεν τον έφερε απλώς να κάνει μιά επίσκεψη ή απλώς να ξαποστάσει, αλλά τον έφερε για να γίνει μετάγγιση θείας Χάριτος.
Ο άγιος δεν καθόταν απλώς εκεί στην έρημο, τη ρωσική έρημο δηλαδή, που είναι διαφορετική απ' ό,τι εδώ σ' εμάς. Ο άγιος είχε βαθιά συναίσθηση και καθημερινή πείρα ότι ο Θεός τον ήθελε εκεί και ο Θεός ήταν μαζί του και ο Θεός έφερνε τους επισκέπτες.
Και εκεί στη συνάντηση πάλι ο Θεός ήταν παρών, ο ίδιος, αφού και ο ένας ήταν του Θεού και ο άλλος ήταν του Θεού και η συνάντηση ήταν του Θεού. Επομένως δεν έχουμε εδώ μια επίσκεψη, μιά συνάντηση, όπως είπα, ανθρώπινη απλώς, να την πάρουμε από την καλύτερη πλευρά, στην καλύτερη δηλαδή περίπτωση. Δεν είναι απλώς κάτι ανθρώπινο. Είναι ο Θεός, ο οποίος κοινωνεί με τα πλάσματά του διά της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος.
Είναι λοιπόν εκεί ο άγιος, έρχεται ο επισκέπτης, που τον φέρνει ο Θεός, και ο άγιος έχει μιά σιγουριά, μια βεβαιότητα ότι θα κάνει ο Θεός αυτό που μπορεί και θέλει να κάνει ως Θεός, ακριβώς σε μια συνάντηση δύο πλασμάτων του, που αυτός τα έφερε στην ύπαρξη και αυτός τα ορίζει· τον άγιο τον έχει εκεί, να τος και ο επισκέπτης, τον φέρνει ο Θεός.
Είναι υπόθεση σπουδαία, είναι μιά τελετουργία. Και χωρίς καλά - καλά να το καταλάβουν, κυρίως ο επισκέπτης δηλαδή -ο άγιος το ένιωθε συνεχώς φαίνεται- έτσι καθώς συνομιλούν, καθώς είναι εκεί παρόντες και οι δύο, αλλά εν Θεώ, οδηγημένοι από τον Θεό, ο Θεός δεν έχει δυσκολία, το θέλει πάρα πολύ και το κάνει αυτό ο Θεός: ενώ πέφτουν οι νιφάδες του χιονιού εκεί στό βαρύ κλίμα, στο τόσο -ψχρό κλίμα, τους περιλούει η Χάρις του Αγίου Πνεύματος, τους περιλούει αυτό το φως, το άκτιστο φώς, και λάμπουν. Και λέει ο άγιος: "Να, βλέπεις τώρα; Είμαστε μέσα στο φως του Θεού, μέσα στην Χάρι του Θεού".
Θεϊκή παρουσία
Η όλη ατμόσφαιρα, που ο ήλιος δύει και αρχίζει σιγά-σιγά να έρχεται το σούρουπο, η νύχτα, και είμαστε όλοι μέσα σ' αυτή την πραγματικότητα, να, τόσο απλά, αυτό όλο που είναι φυσικό, χωρίς να το καταλάβουμε, αν επιτρέπεται να πω, χωρίς να κάνουμε κάτι ιδιαίτερο, όλο αυτό απαλά-απαλά θα γίνει, μπορεί να γίνει θεϊκή παρουσία, ανάλογα τώρα πώς θα το νιώσει ο καθένας μας.
Λοιπόν, για να επανέλθω, παρατήρησα ότι, καθώς κάποιες ψυχές -και εύχομαι σιγά-σιγά όλες οι ψυχές να είναι έτσι, και δεν θα δυσκολευόμουν να πω ότι σχεδόν σε όλες κάτι γίνεται- καθώς λοιπόν κάποιες ψυχές παίρνουν μιά στάση που ακριβώς δεν είναι η συνηθισμένη στάση του ανθρώπου, που με τη λογική του ή με το συναίσθημά του ή απλώς με τον καημό του ζητάει κάτι.
Όπως εδώ ο επισκέπτης δεν ήρθε σαν ένας απλός επισκέπτης, αλλά τον έφερε ο Θεός· δεν το συνειδητοποιεί πλήρως αυτός, αλλά τον έφερε ο Θεός· και τον έφερε ο Θεός όχι για να περάσει μιά όμορφη ώρα, όχι απλώς για να βρεθεί στη φύση και να χαρεί τα χιόνια, αλλά τον έφερε ο Θεός εκεί που θα αισθανθεί όσο γίνεται ζωηρότερα την παρουσία του Θεού, την παρουσία αυτού του θείου φωτός, της θείας Χάριτος. Ναι, μην το θεωρήσετε ότι είναι υπερβολή, ότι είναι τραβηγμένο, εάν πούμε ότι με κάποιες ψυχές γίνεται ένα κάτι.
Ως αύρα λεπτή έρχεται η Χάρις
Δεν είναι κακό βέβαια να ζητήσεις ανθρώπινη βοήθεια και να σου δοθεί, αλλά δεν είναι τίποτε αυτό. Είναι το άλλο, το θεϊκό, που έρχεται έτσι απαλά· δεν χρειάζεται να γίνει κανένας θόρυβος ούτε να πετάξει κανείς ψηλά ή να κατέβει χαμηλά. Τίποτε. Ως αύρα λεπτή έρχεται το Πνεύμα του Θεού, η Χάρις του Θεού. Και, ώ του θαύματος, όλα τα άλλα μετά είναι σαν να μην υπάρχουν.
Λέγαμε σήμερα σε κάποια περίπτωση κάτι που όλοι το ξέρουμε. Μόλις βγει ό ήλιος, δεν βλέπουμε τα αστέρια και το φεγγάρι. Έτσι πολύ φυσιολογικά εξαφανίζονται, δεν χρειάζεται να γίνει τίποτε άλλο, να απλωθούν ας πούμε σύννεφα, για να σκεπάσουν τα αστέρια. Όλα εξαφανίζονται· το άπλετο φως του ηλίου τα εξαφανίζει όλα. Έτσι κι εδώ, μιά ακτίνα Χάριτος να έρθει, εξαφανίζονται όλα τα άλλα.
Θυμάμαι, όταν ήμασταν νέοι ακόμη, υπήρχε ένα βιβλίο που είχε τίτλο «Σταγόνες Χάριτος». Μικρούλικο ήταν, λίγες σελίδες, αλλά το διαβάζαμε. «Σταγόνες Χάριτος». Θα λέγαμε τώρα, να, μια ακτίνα, μια λεπτούτσικη ακτίνα από τον ήλιο που είναι ο Χριστός, από τον ήλιο που είναι το Άγιο Πνεύμα, να απλωθεί μέσα στην ψυχή, και έρχεται το φως, αφού είμαστε πλάσματα του Θεού και κατ' εικόνα Θεού, και αφού ο Θεός δεν τη φοβάται την αμαρτία, να το προσέξουμε αυτό, την ξεμπερδεύει, δεν τη φοβάται.
Όλο το θέμα είναι ο άνθρωπος να αφήσει τις εξυπνάδες του, το εγώ του, να αφήσει όλα εκείνα που τόσο πασχίζει ο καθένας να τα στηρίξει, και έρχεται η Χάρις του Θεού. Δεν φοβάται ο Θεός ούτε δυσκολεύεται να τρυπώσει μέσα στην ψυχή μας, και να έρθει η Χάρις του Θεού. Όπως λέμε και όπως είναι στη Θεία Κοινωνία, ένα ψιχουλάκι -μαργαρίτη το λέμε- ανεπαίσθητο να πάρουμε και λίγο αίμα, παίρνουμε όλο τον Χριστό, όλο -δεν παίρνουμε ένα κομματάκι- τόσο που δεν μπορούμε να τον χωρέσουμε.
Έτσι μια ακτίνα της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, μιά σταγόνα Χάριτος όταν έρθει στην ψυχή, είναι ένας ήλιος, που μαραίνει όλα τα άλλα, τα σβήνει, τα εξαφανίζει· και εκείνα που μοιάζουν να είναι φοβερά πράγματα και μας απασχολούν και βουλιάζουμε σ' αυτά, και τα άλλα τα οποία αμαυρώνουν την ψυχή, σαν να είναι ανύπαρκτα.
Να το προσέξουμε παρακαλώ αυτό. Πώς λέγαμε ότι, άμα προσέξει κανείς καλύτερα, θα δει: "Θεέ μου, τι αθλιότητα έχω μέσα μου!" Όμως ό ήλιος αυτός της Χάριτος όλα τα εξαφανίζει, και μένει μόνο ο ήλιος, ανάλογα βέβαια με τη δεκτικότητα του καθενός, με την όλη στάση της ψυχής.
Αν θα γίνει κάτι, θα το κάνει ο Θεός
Δεν θα δίσταζα να πω ότι πολλές ευλογίες μας δίνει ο Θεός, πολλές ευλογίες. Τι κάνουμε ας πούμε αυτή την περίοδο; Να, καθόμαστε κάπου εκεί, δώσαμε αριθμούς, έρχεται ο καθένας, κάνουμε εξομολόγηση, και τελειώνει η περίοδος. Τι κάνουμε αυτή την περίοδο; Να, κάνουμε τον Εσπερινό μας, την Παράκλησή μας, την ομιλία μας, και τελειώνει.
Ναι, αλλά εάν ο καθένας μας ζούμε αυτή την πραγματικότητα, και τώρα και στην άλλη περίοδο και στην άλλη, όχι ως κάτι απλώς ανθρώπινο αλλά ως κάτι που το κάνει ο Θεός, θα είναι εντελώς διαφορετικά.
Σας έχω πει κι άλλη φορά, και γενικότερα και μέσα στο εξομολογητήριο αναγκάζομαι να πω αρκετές φορές -για να βοηθήσω το λέω- ότι εγώ προσωπικώς δεν θα μπορούσα να καθήσω εκεί μέσα· είναι αβάσταχτο, πώς να το σηκώσεις, που να βρεις άκρη.
Το θέμα δεν είναι απλώς η κούραση ούτε πώς θα σηκώσουμε αυτά τα οποία θα πουν οι άνθρωποι ή τι θα πούμε σ' αυτά που ζητούν να απαντήσουμε. Δεν είναι αυτό, όχι. Ό,τι γίνει πρέπει να είναι ενα έργο που το κάνει η Χάρις του Θεού.
Πώς μπορείς να σταθείς εκεί ας πούμε και να αντέξεις, αν δεν πιστέψεις έτσι και αν δεν αφεθείς έτσι. Και με την έννοια ότι ο Θεός θέλει να καθήσουμε στό εξομολογητήριο και σαν να μην υπάρχει χρόνος, σαν να μην υπάρχει κόπος, σαν να μην υπάρχει τίποτε, και με την έννοια ότι ο Θεός πάλι θα φέρει τον ένα, θα φέρει τον άλλο κλπ. Ο Θεός όμως, προσέξτε, ο Θεός.
Όπως κι αυτή την ώρα που καθόμαστε τώρα εδώ, άσχετα πώς ξεκίνησε ο καθένας, ταπεινά φρονώ ότι ο Θεός μας έφερε. Κι αν εγώ τώρα λέω κάποιες κουβέντες, άμα δεν ήθελε ο Θεός, τίποτε δεν μπορούσα να πω.
Καθόμαστε λοιπόν και ακούμε. Οπότε όλα είναι του Θεού. Ε, δεν είναι δυνατόν ο Θεός να μη βρίσκει τρόπο, κι εγώ από τη δική μου πλευρά και καθεμιά ψυχή από τη δική της πλευρά, λιγάκι να ταπεινωθούμε ενώπιον του Θεού, λιγάκι να το πιστέψουμε αυτό, λιγάκι να αφεθούμε στην Χάρι του. Και έρχεται αυτή η Χάρις και... Δεν μπορούμε να πούμε τίποτε από κει και κάτω..., ανάλογα πόσο το αισθάνεται και πώς το ζει ο καθένας, ανάλογα με την ανταπόκρισή μας.
Εκείνο που θα ήθελα να πω απόψε, για να μη σας κουράζω, είναι ότι να, έτσι απλά είναι τα πράγματα, απλά, πολύ απλά και αληθινά, σας παρακαλώ· δεν είναι φτιαχτά ούτε φανταστικά και ονειρώδη. Είναι αληθινά και απλά. Σκέπτομαι καμιά φορά: από που με έφερε τώρα έμενα ο Θεός, ποιος ξέρει που θα ήμουνα.
Χωρίς να αισθανθεί κανείς καθόλου ότι τον αρπάζει ο Θεός και τον τραβάει, ενώ έτσι γίνεται, ξαφνικά λοιπόν μας μαζεύει όλους εδώ, είτε αυτή την ώρα είτε μέσα στην εκκλησία είτε εκεί στο εξομολογητήριο. Όλο το μυστικό είναι, παρακαλώ, αυτό: να έχουμε την αίσθηση, τη συναίσθηση και την πίστη ότι, αν θα γίνει κάτι, θα το κάνει ο Θεός, δεν θα το κάνει άνθρωπος. Αν θα γίνει κάτι, θα το κάνει ο Θεός. Και αν ερχόμαστε από κει που ερχόμαστε και μαζευόμαστε όπως μαζευόμαστε, πάλι ο Θεός το κάνει. Αυτό θέλει ο Θεός να το πιστεύουμε, να το δεχόμαστε και να παραδινόμαστε στην Χάρι του.
Θα αρχίσουμε να κλαίμε για όλη την ματαιότητά μας και για όλο εκείνο τον άχαρο κόπο που κάναμε στη ζωή μας, για να στήσουμε -τι άλλο;- το είδωλό μας. Και λέει κανείς: "Θεέ μου, από που με έβγαλες! Θεέ μου, πώς με φώτισες και με φέρνεις στη θέση που με φέρνεις και με απαλλάσσεις απ' αυτό το άχαρο πράγμα!" Θα κλαίει κανείς για όλη την ματαιότητά του, αλλά και θα χαίρει «χαράν ανεκλάλητον».
Όλα ύστερα είναι διαφορετικά
Τι είναι ο άνθρωπος! Παρακαλώ να το προσέξουμε αυτό. Τόσο ξένος είναι κανείς προς τα θεία πράγματα, όταν είναι απλώς ένας άνθρωπος. Και αυτό να το έχουμε υπόψιν μας. Όπως εδώ στην περίπτωση του απ. Πέτρου, έτσι και στις περιπτώσεις εκείνες που ο άνθρωπος ανεβαίνει μέχρι τρίτου ουρανού, όπως λέει για τον εαυτό του ο απ. Παύλος, «και ήκουσε άρρητα ρήματα» κλπ., μετά όμως λέει ότι του δόθηκε «σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατάν». Από το ένα μέρος ο άνθρωπος που παιδεύεται με τον σκόλοπα, από το άλλο μέρος ο άνθρωπος που ανέβηκε στον τρίτο ουρανό. Έτσι είναι.
Αλλά εδώ είναι το θέμα το μεγάλο. Όλη αυτή την πραγματικότητα που ζει ο απ. Παύλος, ότι του έδωσε σκόλοπα ο Θεός, να, πώς την ερμηνεύει: Δεν κάθεται να πει, "τι θα γίνω εγώ, πόσο στενοχωριέμαι, πόσο παιδεύομαι". Τίποτε. Μου το έδωσε ο Θεός, λέει, αλίμονο αν δεν μου το είχε δώσει, για να μην υπεραίρομαι, για να με φυλάγει αυτό το πράγμα, και μου είπε «η γαρ δύναμή μου εν ασθενεία τελειούται». Και εγώ από κει και πέρα «ήδιστα καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου», «όταν γαρ ασθενώ, τότε δυνατός ειμι». Και το πανηγυρίζει. Από την καθαρώς ανθρώπινη πλευρά, καθώς ο ίδιος ο άνθρωπος μετέχει των θείων χαρισμάτων.
Ο απ. Πέτρος από το ένα μέρος δέχεται την επίσκεψη του αγγέλου, ο οποίος του λέει "κάνε τούτο, κάνε εκείνο", και από το άλλο μέρος ένας άνθρωπος είναι, που λέει "γίνονται αυτά τα πράγματα;" Νόμιζε ότι βλέπει όνειρο. Και μόνο όταν ο άγγελος τον έβγαλε τελικά έξω στον δρόμο και του είπε "πήγαινε τώρα", τότε συνειδητοποίησε τι έγινε και έτρεξε να βρει τους αδελφούς. Και ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος, δεν άλλαξε, δεν είχε τίποτε ας πούμε παράξενα πράγματα· πήγε και χτυπούσε την πόρτα, και δεν άνοιγε μόνη της, και περίμενε εκεί να του ανοίξουν κλπ.
Να, αυτό είναι. Μόλις κανείς νιώσει λίγο την Χάρι του Θεού, και τη νιώθει μόλις λίγο ξεφύγει από το κατεστημένο το δικό του, λάμπει ο ήλιος, λυτρώνεται κανείς, και όλα ύστερα είναι διαφορετικά. Δεν γίνεται ένας νεφελώδης άνθρωπος κανείς, ας πούμε σαν φάντασμα· συνηθισμένος άνθρωπος είναι, ο οποίος θα συνεχίσει την ίδια ζωή: η μητέρα θα πάει με τα παιδιά της, με το μαγείρεμά της, με το σπίτι της, ο άλλος θα πάει στη δουλειά του κλπ. Δεν θα γίνει κανένα φάντασμα κανείς, αλλά όλα έχουν άλλο χαρακτήρα μετά. Όχι απλώς, όπως έχουμε πει πολλές φορές, σαν να παύουν να είναι άχαρα έπειτα, αλλά σαν να είναι όλα ευλογίες του Θεού, όλα. Κι αυτό δεν είναι φανταστικό. Όχι. Το νιώθει κανείς, το ζεί. Την ίδια αρρώστια που είχε την έχει πάλι αλλά είναι μια ευλογία Θεού· το ίδιο κουσούρι που είχε το έχει πάλι, αλλά είναι μια ευλογία Θεού.
Παρακαλώ όλοι να δοξάσουμε τον Θεό, να τον ευχαριστήσουμε και να δεχθούμε να μπούμε σ' αυτόν τον δρόμο, καθώς λίγο-λίγο μας βάζει στό χέρι του και λίγο-λίγο μας αναλαμβάνει και μας ποτίζει, αν επιτρέπεται να πούμε έτσι, με την Χάρι του. Γεύση φοβερή. Παρακαλώ λοιπόν να τον ευχαριστήσουμε, να τον ευχαριστούμε και να τον δοξάζουμε, αλλά και να σκουντήξουμε λίγο τον εαυτό μας. Είναι ό,τι χειρότερο να ξαναγυρίζει κανείς πάλι στα δικά του από αντίδραση, από δεν ξέρω τι, και να μην αφήνεται στον Θεό, καθώς τον κρατάει ο Θεός από το χέρι και τον οδηγεί.
------------------------------------------
πηγή: Απομαγνητοφωνημένες ομιλίες π. ΣΥΜΕΩΝ ΚΡΑΓΙΟΠΟΥΛΟΥ, Συνάξεις Δεκαπενταύγουστου Γ΄, "Υπεραγία Θεοτόκε Σώσον ημάς", Πανόραμα Θεσ/νίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.