Ταπεινής καταγωγής και χωρίς υψηλή κατάρτιση, αλλά διαλάμποντας με τις αρετές και τα αποστολικά χαρίσματά του, ο άγιος Αλέξανδρος κρίθηκε άξιος να χρηματίσει βοηθός του αγίου Μητροφάνη [4 Ιουν], αρχιεπισκόπου Βυζαντίου, με την ιδιότητα του πρωτοπρεσβύτερου. Μετά την νίκη του αγίου Κωνσταντίνου επί του Λικίνιου, ο αυτοκράτορας διοργάνωσε ρητορικό αγώνα μεταξύ του Αλεξάνδρου και των εθνικών ρητόρων του Βυζαντίου.
Όταν ένας από τους φιλοσόφους κατηγόρησε τον Κωνσταντίνο ότι νεωτέριζε σε θέματα θρησκείας, ο Αλέξανδρος στάθηκε μπροστά του και είπε: «Σε διατάζω, εν ονόματι του Χριστού, του μόνου αληθινού Θεού, να σωπάσεις!» Και ευθύς ο ρήτορας βουβάθηκε, ενώ όλοι αναγνώρισαν την δύναμη της αληθινής Πίστης(1).
Καθώς ο άγιος Μητροφάνης ήταν άρρωστος και πολύ γέρος για να μεταβεί στην Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας (325), στην θέση του και εξ ονόματός του πήγε ο Αλέξανδρος(2). Ιστορείται ότι μετά το πέρας της Συνόδου, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ζήτησε από όλους τους θεοφόρους Πατέρες που είχαν διαλάμψει εκεί να έλθουν στην Κωνσταντινούπολη, που μόλις είχε ιδρύσει, για να την ευλογήσουν.
Ένας άγγελος τότε παρουσιάσθηκε στον άγιο Μητροφάνη και του αποκάλυψε ότι πριν παραδώσει την ψυχή του στον Θεό μετά από δέκα ημέρες, έπρεπε να αφήσει διάδοχό του τον Αλέξανδρο(3). Οι Πατέρες χάρηκαν με το νέο αυτό και μετά την κηδεία του αγίου Μητροφάνη ενθρόνισαν τον άγιο Αλέξανδρο ως πρώτο επίσκοπο της νέας πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας (327).
Μετά την Σύνοδο, ο άγιος Αλέξανδρος, ηλικίας τότε περίπου ογδόντα έξι ετών, διακρίθηκε στην υπεράσπιση της ορθοδόξου Πίστεως κατά των μηχανορραφιών του Αρείου και των ομοφρόνων του, ενώ μερικοί αναφέρουν ότι έκανε αποστολικά ταξίδια στην Θράκη, την Μακεδονία και την Θεσσαλία, καθώς και στά νησιά, για να κηρύξει την πίστη της Συνόδου της Νικαίας.
Όταν ο Άρειος κλήθηκε στην Νικομήδεια για να δώσει λόγο για την πίστη του, κατάφερε να εξαπατήσει τον αυτοκράτορα υπογράφοντας μα ομολογία πίστεως, όπου αρκέστηκε να χαρακτηρίσει τον Υιό του Θεού γεννηθέντα προ αιώνων. Ζήτησε τότε την επανένταξή του στην Εκκλησία και, υπό την πίεση του Ευσέβιου Νικομήδειας, ο αυτοκράτορας είδε με ευνοϊκό μάτι το αίτημά του και ζήτησε από τους επισκόπους πού είχαν συνέλθει σε σύνοδο στην Τύρο να το εξετάσουν (335).
Η σύνοδος αυτή, που αποτελούνταν κατ' ουσίαν από οπαδούς του Αρείου, στράφηκε σε άδικη κρίση κατά του αγίου Αθανασίου, αντιμετωπίζοντάς τον ως μάγο θηριώδη και πρόξενο διχόνοιας. Ενώ ο άγιος Αθανάσιος κατάφερε να αναχωρήσει κρυφά για την Κωνσταντινούπολη, όπου ματαίως προσπάθησε να εισακουστεί από τον αυτοκράτορα, η σύνοδος προχώρησε στην καθαίρεσή του, που είχε ως κατάληξη την εξορία του στους Τρεβήρους.
Ο Άρειος προσπάθησε να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια, αλλά επειδή ξέσπασε στάση εναντίον του, ο αυτοκράτορας τον κάλεσε πίσω στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να αποκαταστήσει την κοινωνία του με τον άγιο Αλέξανδρο. Ο Ευσέβιος Νικομηδείας και οι υποστηρικτές του άσκησαν κάθε είδους πιέσεις στον άγιο ιεράρχη και άρχισαν προετοιμασίες για την τέλεση Λειτουργίας στην οποία επρόκειτο να κοινωνήσει με τον αιρετικό.
Ο άγιος Αλέξανδρος κατέφυγε στον ναό της Αγίας Ειρήνης και, γονατισμένος μπροστά στο θυσιαστήριο, προσευχόταν μέρα-νύχτα με δάκρυα λέγοντας στον Κύριο: «Αν ο Άρειος πρέπει να συμφιλιωθεί με την Εκκλησία, άφησε τον δούλο Σου να απέλθει. Αν όμως ευσπλαγχνίζεσαι την Εκκλησία Σου και δεν επιθυμείς να παραδώσεις την κληρονομία Σου στην ντροπή, απόσυρε τον Άρειο για να μην εκληφθεί η αίρεση ως η αληθινή Πίστη».
Το Σάββατο, παραμονή της προετοιμαζόμενης τελετής, ενώ βρισκόταν στην αγορά, κοντά στην στήλη από πορφυρίτη που είχε ανεγείρει ο Κωνσταντίνος, ο Άρειος ένιωσε αίφνης επείγουσα φυσική ανάγκη που κατέληξε σε ρήξη των σπλάγχνων του με αποτέλεσμα να βρει οικτρό θάνατο στον απόπατο και να στερηθεί ετσι την κοινωνία και την ζωή.
Όταν έμαθε το νέο, ο άγιος Αλέξανδρος ευχαρίστησε τον Θεό, όχι για τον θάνατο ενός ανθρώπου, αλλά επειδή είχε δείξει για μιά φορά ακόμη ότι παρ' όλη την υποστήριξη της εξουσίας και των ισχυρών του κόσμου τούτου, η αίρεση δεν μπορούσε να υπερισχύσει της αλήθειας της Εκκλησίας(4). Οι ταραχές ωστόσο δεν έπαψαν και ο άγιος Αλέξανδρος χρειάστηκε να συνεχίσει τον αγώνα για την Ορθοδοξία.
Εκοιμήθη εν ειρήνη λίγους μήνες μετά τον θάνατο του αγίου Κωνσταντίνου (337) σε ηλικία ενενήντα οκτώ ετών, για να λάβει στους Ουρανούς την ανταμοιβή του για τους αποστολικούς του μόχθους. Εμπιστεύθηκε στον άγιο Παύλο [6 Νοεμ.] την διαδοχή στον επισκοπικό θρόνο και στον αγώνα για την Ορθοδοξία.
Αν και δεν γνωρίζουμε επακριβώς ποιος από τους πατριάρχες με το όνομα Ιωάννης μνημονεύεται σήμερα, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι πρόκειται για τον Ιωάννη Η' Ξιφιλίνο, που παρέμεινε στον θρόνο από το 1064 έως το 1075, έτος κατά το οποίο εκοιμήθη σε ηλικία εξήντα πέντε ετών(5).
Καταγόταν από την Τραπεζούντα και μορφώθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε φίλος του Μιχαήλ Ψελλού, χωρίς όμως να συμμερίζεται την έφεση του τελευταίου προς την νεοπλατωνική φιλοσοφία, η οποία έμελλε να τον οδηγήσει στην αίρεση. Καθώς ήταν εγκρατής της νομικής επιστήμης, του εμπιστεύθηκαν την διδασκαλία του Δικαίου στο αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο, το οποίο ο Μιχαήλ Ψελλός προσπαθούσε να επανιδρύσει.
Μετά από άδικες κατηγορίες εναντίον του προερχόμενες από κύκλους της αυλής, ο Ιωάννης υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Βασιλεύουσα και αφού έλαβε το μοναχικό Σχήμα έζησε δώδεκα περίπου χρόνια σε ένα μοναστήρι στό όρος Όλυμπος της Βιθυνίας.
Μετά τον θάνατο του πατριάρχη Κωνσταντίνου Γ' Λιχούδη (1063), κλήθηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δούκα και, παρά τις αντιρρήσεις του, χειροτονήθηκε οικουμενικός πατριάρχης. Σε καιρούς ταραγμένους από την αύξουσα απειλή των Σελτζούκων Τούρκων, υπήρξε άνθρωπος της ειρήνης και της καταλλαγής και κατέβαλε προσπάθειες για μία προσέγγιση της Αρμενικής Εκκλησίας.
Ο πατριάρχης Ιωάννης έζησε όλη την ζωή του σε μεγάλη πτώχεια και με αγνότητα ήθους. Μοίραζε ό,τι είχε σε ελεημοσύνες, οργάνωνε δημόσιες διανομές τροφίμων και συνέβαλε στην κατασκευή ή ανακαίνιση πολλών εκκλησιών. Τελούσε καθημερινά την θεία Λειτουργία, αδιαφορώντας για τις κριτικές που του απηύθυναν στο ζήτημα αυτό οι κοσμικόφρονες ιεράρχες, και διέπρεψε στην ερμηνεία των δογμάτων και των ιερών Κανόνων της Εκκλησίας.
Ο άγιος Παύλος Δ', ο λεγόμενος Νέος, καταγόταν από την Κύπρο(6). Ήταν αναγνώστης και διέλαμπε τόσο για τους λόγους όσο και για τις ενάρετες πράξεις, όταν εξελέγη παρά την θέλησή του πατριάρχης την δεύτερη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής του 780, αφού ο πατριαρχικός θρόνος χήρευε επί μακρόν εξ αιτίας της αιρέσεως της εικονομαχίας.
Υπό την πίεση του φοβερού αυτοκράτορα Λέοντος Δ' του Χαζάρου, υποχρεώθηκε τότε να προσυπογράψει ένα κείμενο στο οποίο δήλωνε να μην αποδίδει τιμή στις εικόνες. Όταν όμως ο αυτοκράτορας πέθανε λίγο μετά την χειροτονία του, υπαναχώρησε. Η αίρεση ωστόσο συνέχιζε να χύνει το δηλητήριό της και καθώς ο άρρωστος πατριάρχης ήταν ανίκανος να αντισταθεί σ' αυτό, προτίμησε να παραιτηθεί από το αξίωμά του για να αποσυρθεί στην Μονή του Φλώρου, χωρίς να προειδοποιήσει την τότε αντιβασίλισσα αγία Ειρήνη [7 Αυγ.].
Μόλις πληροφορήθηκε αυτή και ο γιος της Κωνσταντίνος ΣΤ' το γεγονός, μετέβησαν κοντά στον άγιο ιεράρχη και ζήτησαν να μάθουν τον λόγο της παραίτησής του. Ο μακάριος Παύλος τούς δήλωσε με δάκρυα: «Δεν έπρεπε να δεχθώ να προΐσταμαι μιας Εκκλησίας που διέκοψε την κοινωνία με τους άλλους θρόνους».
Οι ηγεμόνες έφυγαν θλιμμένοι και πικραμένοι και έστειλαν κατόπιν σ' αυτόν μία αντιπροσωπεία από πατρικίους και συγκλητικούς για να προσπαθήσουν να κάμψουν την αντίστασή του. Εκείνος τους είπε με σταθερότητα: «Αν δεν συγκληθεί μία Οικουμενική Σύνοδος για να διορθώσει το σφάλμα που βρίσκεται ανάμεσά μας, δεν υπάρχει σωτηρία για σας». Καθώς τον ρωτούσαν για ποιο λόγο είχε δεχθεί να υπογράψει τον λίβελλο του αιρετικού αυτοκράτορα, εκείνος αποκρίθηκε: «Γι' αυτό θρηνώ και αποφάσισα να διάγω εν μετανοία, παρακαλώντας τον Θεό να μην με τιμωρήσει που παρέλειψα να κηρύξω την αλήθεια από τον φόβο της δικής σας μωρίας».
Εκοιμήθη εν ειρήνη δύο ή τρεις ημέρες αργότερα (784), προκαλώντας μεγάλο πένθος στο παλάτι και μεταξύ των Ορθοδόξων, διότι όλοι τον θαύμαζαν για την αρετή του και την ευλάβειά του. Χάρις στην παραίνεσή του και στην σταθερή αποφασιστικότητα της αυτοκράτειρας και του διαδόχου του αγίου Ταρασίου [25 Φεβρ.], άρχισαν τότε οι προετοιμασίες για την Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο, που έμελλε να αποκαταστήσει την τιμή των αγίων εικόνων (787).
----------------------------------------------
Παραπομπές
1. Το θαύμα τούτο αναφέρει ο Θεοφάνης στην Χρονογραφία, εκδ. Boor, σελ. 23.
2. Το όνομά του δεν βρίσκεται στον κατάλογο εκείνων που υπέγραψαν τις αποφάσεις της Συνόδου, αλλά διασώζεται το αντίγραφο της επιστολής που στάλθηκε στον Αλέξανδρο από την Σύνοδο της Αντιόχειας, επιβεβαιώνοντας τις κανονικές κυρώσεις κατά του Αρείου και των οπαδών του.
3. Είναι η εκδοχή που παραδίδει η αγιολογική παράδοση (Bίοι των αγίων Μητροφάνους και Αλεξάνδρου, όπως συνοψίζονται στην Βιβλιοθήκη του αγίου Φωτίου, κωδ.256, PG 104, 113). Σύμφωνα μέ τους εκκλησιαστικούς ιστορικούς, ο άγιος Αλέξανδρος είχε χειροτονηθεί επίσκοπος από το 314, αλλά είναι δυνατό να παρέμεινε μαθητής και κατά κάποιον τρόπο βοηθός του αγίου Μητροφάνη, μέχρι τον θάνατο του τελευταίου.
4. Ο θάνατος του Αρείου αναφέρεται από τον άγιο Αθανάσιο σε μία επιστολή προς τον άγιο Σεραπίωνα το 338 (PG 25, 685) και αναπαράγεται από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς.
5. Κατ' άλλους πρόκειται για τον άγιο Ιωάννη Γ' τον Σχολαστικό, αλλά αυτός μνημονεύεται στις 21 Φεβρ.
6. Σύμφωνα με ορισμένους, αυτός ο Παύλος ο Νέος φέρεται να είναι ο Παύλος Γ', που παρέμεινε στον θρόνο από το 688 έως το 693 και προήδρευσε στην εν Τρούλλω Σύνοδο (Πενθέκτη) το 692. Στο Λεκτιοννάριο των Παρισίων, ΒΝ 9282 (9ος αι.), μνημονεύεται στις 2 Σεπτ. μαζί με τον άγιο Ιωάννη τον Νηστευτή.
Όταν ένας από τους φιλοσόφους κατηγόρησε τον Κωνσταντίνο ότι νεωτέριζε σε θέματα θρησκείας, ο Αλέξανδρος στάθηκε μπροστά του και είπε: «Σε διατάζω, εν ονόματι του Χριστού, του μόνου αληθινού Θεού, να σωπάσεις!» Και ευθύς ο ρήτορας βουβάθηκε, ενώ όλοι αναγνώρισαν την δύναμη της αληθινής Πίστης(1).
Καθώς ο άγιος Μητροφάνης ήταν άρρωστος και πολύ γέρος για να μεταβεί στην Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας (325), στην θέση του και εξ ονόματός του πήγε ο Αλέξανδρος(2). Ιστορείται ότι μετά το πέρας της Συνόδου, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ζήτησε από όλους τους θεοφόρους Πατέρες που είχαν διαλάμψει εκεί να έλθουν στην Κωνσταντινούπολη, που μόλις είχε ιδρύσει, για να την ευλογήσουν.
Ένας άγγελος τότε παρουσιάσθηκε στον άγιο Μητροφάνη και του αποκάλυψε ότι πριν παραδώσει την ψυχή του στον Θεό μετά από δέκα ημέρες, έπρεπε να αφήσει διάδοχό του τον Αλέξανδρο(3). Οι Πατέρες χάρηκαν με το νέο αυτό και μετά την κηδεία του αγίου Μητροφάνη ενθρόνισαν τον άγιο Αλέξανδρο ως πρώτο επίσκοπο της νέας πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας (327).
Μετά την Σύνοδο, ο άγιος Αλέξανδρος, ηλικίας τότε περίπου ογδόντα έξι ετών, διακρίθηκε στην υπεράσπιση της ορθοδόξου Πίστεως κατά των μηχανορραφιών του Αρείου και των ομοφρόνων του, ενώ μερικοί αναφέρουν ότι έκανε αποστολικά ταξίδια στην Θράκη, την Μακεδονία και την Θεσσαλία, καθώς και στά νησιά, για να κηρύξει την πίστη της Συνόδου της Νικαίας.
Όταν ο Άρειος κλήθηκε στην Νικομήδεια για να δώσει λόγο για την πίστη του, κατάφερε να εξαπατήσει τον αυτοκράτορα υπογράφοντας μα ομολογία πίστεως, όπου αρκέστηκε να χαρακτηρίσει τον Υιό του Θεού γεννηθέντα προ αιώνων. Ζήτησε τότε την επανένταξή του στην Εκκλησία και, υπό την πίεση του Ευσέβιου Νικομήδειας, ο αυτοκράτορας είδε με ευνοϊκό μάτι το αίτημά του και ζήτησε από τους επισκόπους πού είχαν συνέλθει σε σύνοδο στην Τύρο να το εξετάσουν (335).
Η σύνοδος αυτή, που αποτελούνταν κατ' ουσίαν από οπαδούς του Αρείου, στράφηκε σε άδικη κρίση κατά του αγίου Αθανασίου, αντιμετωπίζοντάς τον ως μάγο θηριώδη και πρόξενο διχόνοιας. Ενώ ο άγιος Αθανάσιος κατάφερε να αναχωρήσει κρυφά για την Κωνσταντινούπολη, όπου ματαίως προσπάθησε να εισακουστεί από τον αυτοκράτορα, η σύνοδος προχώρησε στην καθαίρεσή του, που είχε ως κατάληξη την εξορία του στους Τρεβήρους.
Ο Άρειος προσπάθησε να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια, αλλά επειδή ξέσπασε στάση εναντίον του, ο αυτοκράτορας τον κάλεσε πίσω στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να αποκαταστήσει την κοινωνία του με τον άγιο Αλέξανδρο. Ο Ευσέβιος Νικομηδείας και οι υποστηρικτές του άσκησαν κάθε είδους πιέσεις στον άγιο ιεράρχη και άρχισαν προετοιμασίες για την τέλεση Λειτουργίας στην οποία επρόκειτο να κοινωνήσει με τον αιρετικό.
Ο άγιος Αλέξανδρος κατέφυγε στον ναό της Αγίας Ειρήνης και, γονατισμένος μπροστά στο θυσιαστήριο, προσευχόταν μέρα-νύχτα με δάκρυα λέγοντας στον Κύριο: «Αν ο Άρειος πρέπει να συμφιλιωθεί με την Εκκλησία, άφησε τον δούλο Σου να απέλθει. Αν όμως ευσπλαγχνίζεσαι την Εκκλησία Σου και δεν επιθυμείς να παραδώσεις την κληρονομία Σου στην ντροπή, απόσυρε τον Άρειο για να μην εκληφθεί η αίρεση ως η αληθινή Πίστη».
Το Σάββατο, παραμονή της προετοιμαζόμενης τελετής, ενώ βρισκόταν στην αγορά, κοντά στην στήλη από πορφυρίτη που είχε ανεγείρει ο Κωνσταντίνος, ο Άρειος ένιωσε αίφνης επείγουσα φυσική ανάγκη που κατέληξε σε ρήξη των σπλάγχνων του με αποτέλεσμα να βρει οικτρό θάνατο στον απόπατο και να στερηθεί ετσι την κοινωνία και την ζωή.
Όταν έμαθε το νέο, ο άγιος Αλέξανδρος ευχαρίστησε τον Θεό, όχι για τον θάνατο ενός ανθρώπου, αλλά επειδή είχε δείξει για μιά φορά ακόμη ότι παρ' όλη την υποστήριξη της εξουσίας και των ισχυρών του κόσμου τούτου, η αίρεση δεν μπορούσε να υπερισχύσει της αλήθειας της Εκκλησίας(4). Οι ταραχές ωστόσο δεν έπαψαν και ο άγιος Αλέξανδρος χρειάστηκε να συνεχίσει τον αγώνα για την Ορθοδοξία.
Εκοιμήθη εν ειρήνη λίγους μήνες μετά τον θάνατο του αγίου Κωνσταντίνου (337) σε ηλικία ενενήντα οκτώ ετών, για να λάβει στους Ουρανούς την ανταμοιβή του για τους αποστολικούς του μόχθους. Εμπιστεύθηκε στον άγιο Παύλο [6 Νοεμ.] την διαδοχή στον επισκοπικό θρόνο και στον αγώνα για την Ορθοδοξία.
Αν και δεν γνωρίζουμε επακριβώς ποιος από τους πατριάρχες με το όνομα Ιωάννης μνημονεύεται σήμερα, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι πρόκειται για τον Ιωάννη Η' Ξιφιλίνο, που παρέμεινε στον θρόνο από το 1064 έως το 1075, έτος κατά το οποίο εκοιμήθη σε ηλικία εξήντα πέντε ετών(5).
Καταγόταν από την Τραπεζούντα και μορφώθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε φίλος του Μιχαήλ Ψελλού, χωρίς όμως να συμμερίζεται την έφεση του τελευταίου προς την νεοπλατωνική φιλοσοφία, η οποία έμελλε να τον οδηγήσει στην αίρεση. Καθώς ήταν εγκρατής της νομικής επιστήμης, του εμπιστεύθηκαν την διδασκαλία του Δικαίου στο αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο, το οποίο ο Μιχαήλ Ψελλός προσπαθούσε να επανιδρύσει.
Μετά από άδικες κατηγορίες εναντίον του προερχόμενες από κύκλους της αυλής, ο Ιωάννης υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Βασιλεύουσα και αφού έλαβε το μοναχικό Σχήμα έζησε δώδεκα περίπου χρόνια σε ένα μοναστήρι στό όρος Όλυμπος της Βιθυνίας.
Μετά τον θάνατο του πατριάρχη Κωνσταντίνου Γ' Λιχούδη (1063), κλήθηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δούκα και, παρά τις αντιρρήσεις του, χειροτονήθηκε οικουμενικός πατριάρχης. Σε καιρούς ταραγμένους από την αύξουσα απειλή των Σελτζούκων Τούρκων, υπήρξε άνθρωπος της ειρήνης και της καταλλαγής και κατέβαλε προσπάθειες για μία προσέγγιση της Αρμενικής Εκκλησίας.
Ο πατριάρχης Ιωάννης έζησε όλη την ζωή του σε μεγάλη πτώχεια και με αγνότητα ήθους. Μοίραζε ό,τι είχε σε ελεημοσύνες, οργάνωνε δημόσιες διανομές τροφίμων και συνέβαλε στην κατασκευή ή ανακαίνιση πολλών εκκλησιών. Τελούσε καθημερινά την θεία Λειτουργία, αδιαφορώντας για τις κριτικές που του απηύθυναν στο ζήτημα αυτό οι κοσμικόφρονες ιεράρχες, και διέπρεψε στην ερμηνεία των δογμάτων και των ιερών Κανόνων της Εκκλησίας.
Ο άγιος Παύλος Δ', ο λεγόμενος Νέος, καταγόταν από την Κύπρο(6). Ήταν αναγνώστης και διέλαμπε τόσο για τους λόγους όσο και για τις ενάρετες πράξεις, όταν εξελέγη παρά την θέλησή του πατριάρχης την δεύτερη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής του 780, αφού ο πατριαρχικός θρόνος χήρευε επί μακρόν εξ αιτίας της αιρέσεως της εικονομαχίας.
Υπό την πίεση του φοβερού αυτοκράτορα Λέοντος Δ' του Χαζάρου, υποχρεώθηκε τότε να προσυπογράψει ένα κείμενο στο οποίο δήλωνε να μην αποδίδει τιμή στις εικόνες. Όταν όμως ο αυτοκράτορας πέθανε λίγο μετά την χειροτονία του, υπαναχώρησε. Η αίρεση ωστόσο συνέχιζε να χύνει το δηλητήριό της και καθώς ο άρρωστος πατριάρχης ήταν ανίκανος να αντισταθεί σ' αυτό, προτίμησε να παραιτηθεί από το αξίωμά του για να αποσυρθεί στην Μονή του Φλώρου, χωρίς να προειδοποιήσει την τότε αντιβασίλισσα αγία Ειρήνη [7 Αυγ.].
Μόλις πληροφορήθηκε αυτή και ο γιος της Κωνσταντίνος ΣΤ' το γεγονός, μετέβησαν κοντά στον άγιο ιεράρχη και ζήτησαν να μάθουν τον λόγο της παραίτησής του. Ο μακάριος Παύλος τούς δήλωσε με δάκρυα: «Δεν έπρεπε να δεχθώ να προΐσταμαι μιας Εκκλησίας που διέκοψε την κοινωνία με τους άλλους θρόνους».
Οι ηγεμόνες έφυγαν θλιμμένοι και πικραμένοι και έστειλαν κατόπιν σ' αυτόν μία αντιπροσωπεία από πατρικίους και συγκλητικούς για να προσπαθήσουν να κάμψουν την αντίστασή του. Εκείνος τους είπε με σταθερότητα: «Αν δεν συγκληθεί μία Οικουμενική Σύνοδος για να διορθώσει το σφάλμα που βρίσκεται ανάμεσά μας, δεν υπάρχει σωτηρία για σας». Καθώς τον ρωτούσαν για ποιο λόγο είχε δεχθεί να υπογράψει τον λίβελλο του αιρετικού αυτοκράτορα, εκείνος αποκρίθηκε: «Γι' αυτό θρηνώ και αποφάσισα να διάγω εν μετανοία, παρακαλώντας τον Θεό να μην με τιμωρήσει που παρέλειψα να κηρύξω την αλήθεια από τον φόβο της δικής σας μωρίας».
Εκοιμήθη εν ειρήνη δύο ή τρεις ημέρες αργότερα (784), προκαλώντας μεγάλο πένθος στο παλάτι και μεταξύ των Ορθοδόξων, διότι όλοι τον θαύμαζαν για την αρετή του και την ευλάβειά του. Χάρις στην παραίνεσή του και στην σταθερή αποφασιστικότητα της αυτοκράτειρας και του διαδόχου του αγίου Ταρασίου [25 Φεβρ.], άρχισαν τότε οι προετοιμασίες για την Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο, που έμελλε να αποκαταστήσει την τιμή των αγίων εικόνων (787).
----------------------------------------------
Παραπομπές
1. Το θαύμα τούτο αναφέρει ο Θεοφάνης στην Χρονογραφία, εκδ. Boor, σελ. 23.
2. Το όνομά του δεν βρίσκεται στον κατάλογο εκείνων που υπέγραψαν τις αποφάσεις της Συνόδου, αλλά διασώζεται το αντίγραφο της επιστολής που στάλθηκε στον Αλέξανδρο από την Σύνοδο της Αντιόχειας, επιβεβαιώνοντας τις κανονικές κυρώσεις κατά του Αρείου και των οπαδών του.
3. Είναι η εκδοχή που παραδίδει η αγιολογική παράδοση (Bίοι των αγίων Μητροφάνους και Αλεξάνδρου, όπως συνοψίζονται στην Βιβλιοθήκη του αγίου Φωτίου, κωδ.256, PG 104, 113). Σύμφωνα μέ τους εκκλησιαστικούς ιστορικούς, ο άγιος Αλέξανδρος είχε χειροτονηθεί επίσκοπος από το 314, αλλά είναι δυνατό να παρέμεινε μαθητής και κατά κάποιον τρόπο βοηθός του αγίου Μητροφάνη, μέχρι τον θάνατο του τελευταίου.
4. Ο θάνατος του Αρείου αναφέρεται από τον άγιο Αθανάσιο σε μία επιστολή προς τον άγιο Σεραπίωνα το 338 (PG 25, 685) και αναπαράγεται από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς.
5. Κατ' άλλους πρόκειται για τον άγιο Ιωάννη Γ' τον Σχολαστικό, αλλά αυτός μνημονεύεται στις 21 Φεβρ.
6. Σύμφωνα με ορισμένους, αυτός ο Παύλος ο Νέος φέρεται να είναι ο Παύλος Γ', που παρέμεινε στον θρόνο από το 688 έως το 693 και προήδρευσε στην εν Τρούλλω Σύνοδο (Πενθέκτη) το 692. Στο Λεκτιοννάριο των Παρισίων, ΒΝ 9282 (9ος αι.), μνημονεύεται στις 2 Σεπτ. μαζί με τον άγιο Ιωάννη τον Νηστευτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.