ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Κυριακή 20 Μαρτίου 2011

Ανδρέας Θεοδώρου: Εξήγηση της δ΄ ωδής του κανόνος του Ακαθίστου ύμνου


(αναρτάται πρώτη φορά στο διαδίκτυο) 

Ωδή Δ'. Ο Ειρμός

«Ὁ καθήμενος ἐν δόξη, ἐπί θρόνου θεότητος, ἐν νεφέλη κούφῃ, ἦλθεν Ἰησοῦς ὁ ὑπέρθεος, τῇ ἀκηράτω παλάμη καί διέσωσε, τούς κραυγάζοντας· Δόξα, Χριστέ, τῇ δυνάμει σου».

Αυτός που κάθεται στην Τριαδική δόξα της θεότητος, ήλθε μέσα σε κούφη (ελαφριά) νεφέλη, ο Ιησούς ο υπέρθεος, ο οποίος με τη δύναμη της ακήρωτης παλάμης του έσωσε (από την αμαρτία) αυτούς που κραυγάζουν δόξα, Χριστέ, στην θεία σου δύναμη. 


Η δόξα που απορρέει από τη θεία ουσία είναι κοινή και εις τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Κάθε θεία υπόσταση είναι σε ίσο μέτρο φορέας ολόκληρης της θείας δόξας, όπως και οι άλλες δύο υποστάσεις του τριαδικού Θεού. Ο Πατήρ δοξάζεται απαράλλακτα όπως ο Υιός και το Πνεύμα το άγιον. Η οποία μείωση της θείας δόξας συνεπιφέρει μείωση και του τριαδικού των προσώπων αξιώματος, υποβάθμιση και κατάργηση της τάξεως και της ισοτιμίας στην Τριάδα.

Ο Χριστός ήλθε στη γη χωρίς να χάσει τίποτε από το τριαδικό του αξίωμα. Ήλθε ντυμένος ολόκληρη τη δόξα του, αν και αυτή κρυβόταν πίσω από το παραπέτασμα της σάρκας, την οποίαν αυτοβούλως προσέλαβε. Αυτή την έννοια είχε η κένωση του Λόγου στο πεδίο της θείας ενανθρωπήσεως: απόκρυψη της τριαδικής δόξας και παράλληλα αμφίεση της ταπεινώσεως της φτωχής και επίκηρης ζωής. Σ' αυτό το θεοδύναμο πλέγμα ανυψώνεται η ταπείνωση της γης, εγκεντρίζεται στην άφθινη δόξα του Θεού, ο φτωχός άνθρωπος γίνεται ομόθεος, εξυψώνεται και λαμπρύνεται η κτίση, ανακεφαλαιώνεται η πλάση ολόκληρη. 

Ο Χριστός, ο ένδοξος Λόγος του Πατρός, ήλθε στη γη επιβαίνων στην κούφη (ελαφριά) νεφέλη της Παρθένου. Το όχημά του ήταν η ταπεινή Κόρη της Ναζαρέτ, την οποία δεν βάρυνε κανένα στοιχείο της φθοράς. Με αυτήν έκαμε την είσοδό του στον κόσμο ο άϋλος και αναφής Θεός, ο πληρών και συνεχών "παλάμη" τα σύμπαντα. Και ήλθε μεν κατά τα φαινόμενα ως ένας ταπεινός και άσημος άνθρωπος, ντυμένος τη στέρηση και την κακοπάθεια του ανθρωπίνου πλάσματος· όμως παράλληλα ήταν και ο κραταιός δυνάστης και Κύριος, ο οποίος με τη ζωαρχική παλάμη του συνέτριψε τα κλείθρα της φθοράς, χαρίζοντας στον άνθρωπο, που αναγνωρίζει και ανυμνεί την άπειρη δόξα του, λύτρωση αψευδή, σώζοντάς τον από το θανατερό της αμαρτίας αγκάλιασμα.


Τροπάρια

«Ἐν φωναῖς ἀσμάτων πίστει, σοί βοῶμεν Πανύμνητε· Χαῖρε πῖον ὄρος, καί τετυρωμένον ἐν Πνεύματι· χαῖρε λυχνία και στάμνε, Μάννα φέρουσα, το γλυκαῖνον τά τῶν εὐσεβῶν αἰσθητήρια».

Με άσματα δυνατά που βγαίνουν από την πιστεύουσα καρδία μας, σου φωνάζουμε Πανύμνητε· χαίρε σύ που είσαι όρος εύφορο, το οποίον τυρώθηκε στη χάρη του αγίου Πνεύματος· χαίρε συ, που είσαι η επτάφωτη λυχνία και η στάμνα που φέρει μέσα της το Μάννα της ζωής, η γεύση του οποίου γλυκαίνει τα πνευματικά αισθητήρια των ευσεβών, που πιστεύουν στη δόξα σου.

Με άσματα πολλά που διαδονούν τους θαλάμους της ψυχής τους, όσοι αποδέχονται το θεομητορικό θαύμα, όσοι πιστεύουν στο απερινόητο θεανδρικό μυστήριο, εκσπούν σε ανύμνηση της Θεοτόκου. Την προσφωνούν σαν «όρος πίον και τετυρωμένον εν Πνεύματι». Σαν βουνό, το οποίον έπιανε η χάρη του αγίου Πνεύματος. Και όπως το φυσικό γάλα μετά από κατάλληλη διεργασία πήζει και γίνεται τυρί, έτσι και στο θαύμα της Παρθένου, η υπόσταση της περίσεμνης Κόρης, αφού δέχτηκε το γάλα της Θεότητος μέσα της με την επίσκεψη του Παναγίου Πνεύματος, μετατράπηκε σε τυρί χάριτος και χαράς, που τρέφει και πιαίνει όσους με πίστη και ευλάβεια το γεύονται.

Την προσφωνούν επίσης σαν λυχνία, σαν την επτάφωτη χρυσή εκείνη που βρισκόταν στη Σκηνή του Μαρτυρίου, και σαν στάμνα που φέρει μέσα της το Μάννα της ζωής. Όπως δηλαδή στην παλαιά εποχή οι Ισραηλίτες κατ' εντολή του Θεού διατηρούσαν σε ειδική στάμνα που λεγόταν «μανναδόχος», μέρος από το Μάννα με το οποίον έτρεφε ο Θεός το λαό κατά την περιπλάνησή του στην έρημο, ετσι και η Θεοτόκος παρομοιάζεται με στάμνα που φέρει μέσα της το Μάννα του Θεού, τον προαιώνιον του Πατρός Λόγο, ο οποίος ήλθε και κρατήθηκε στο απαστράπτον δοχείο της Παρθένου. Και όπως oι Ισραηλίτες δέχονταν από τον ουρανό το παλαιό Μάννα που ήταν τροφή πολύ ευχάριστη και γευστική, ώστε να απορούν και να δοξάζουν το Θεό, έτσι και ο νέος της χάριτος Λαός, οι Ισραηλίτες της Νέας Διαθήκης γευόμενοι το νέο Μάννα της ζωής, τον άρτο που κατέβηκε από τον ουρανό και γεωργήθηκε στη μήτρα της Απειρογάμου, αισθάνονται γλυκύτητα στα πνευματικά τους αισθητήρια, δοξάζουν το άπειρο θαύμα της ζωής, εκπλησσόμενοι διά την υψίστη και μεγάλη δωρεά!


«Ἱλαστήριον τοῦ κόσμου, χαῖρε, ἄχραντε Δέσποινα· χαῖρε κλίμαξ γῆθεν, πάντας ἀνύψώσασα χάριτι· χαῖρε ἡ γέφυρα ὄντως ἡ μετάγουσα, ἐκ θανάτου πάντας πρός ζωήν τούς ὑμνοῦντάς σε».

Χαίρε, άχραντε Δέσποινα, που είσαι το ιλαστήριο του κόσμου· χαίρε κλίμακα που με τη χάρη σου ανύψωσες όλους από τη γη στον ουρανό· χαίρε η γέφυρα που πραγματικά μετάγεις από το θάνατο στη ζωή όλους που με κατάνυξη και ευλάβεια σε ανυμνούν.

Και πάλιν εδώ η ιδέα του δια της Θεοτόκου εξιλασμού των ανθρώπων. Οι ιδέες αυτές είναι φυσικό να συνωθούνται στον κάλαμο του ποιητή και να επιζητούν την έκφρασή τους. Η Θεοτόκος είναι πραγματικά, ως Μητέρα του Θεού, εξιλαστήριον του κόσμου. Ο Υιός της εξιλέωσε τον άγιο Θεό διά τα πολλά του κόσμου παραπτώματα, διά τα αμαρτήματα και τις ενοχές των ανθρώπων. Αυτό πέτυχε με το λυτρωτικό έργο του, το σεπτό πάθος και το θάνατό του, ανοίξας το δρόμο που οδηγεί πίσω στον Θεό.

Στη συνέχεια ο ποιητής παρομοιάζει την Παρθένο με κλίμακα και γέφυρα. Όπως η κλίμακα εκείνη που είδε στον ύπνο του ο Ιακώβ, το ένα της σκέλος είχε στη γη και το άλλο στον ουρανό, ενώνοντας με τον τρόπο αυτό τα δύο μέρη, και από την οποίαν ανέβαιναν και κατέβαιναν άγγελοι, υμνολογώντας τον Θεό, έτσι και η Παρθένος Μαρία, σαν άλλη νοητή κλίμακα, ανυψώνει με τη χάρη της από τη γή και μεταφέρει στον ουρανό όλο το γένος των ανθρώπων. Όμοια η περίσεμνη Κόρη είναι η νοητή γέφυρα που απλώθηκε στην άβυσσο που άνοιξε η αποξένωση της αμαρτίας και έστρωσε το χάσμα, από την οποία μπορούν οι αμαρτωλοί άνθρωποι να μεταφερθούν από τη σκοτεινή χώρα του θανάτου, που δημιούργησε το αλόγιστο πταίσμα του Αδάμ, στη φωτεινή χώρα της ζωής. Στην ολόφωτη χώρα του Θεού θα περαιωθούν φυσικά όλοι εκείνοι που υμνολογούν τη Μητέρα της ζωης. Τη γεφύρωση, βέβαια, αυτή πέτυχε ο Χριστός στο θεανδρικό του πρόσωπο, ο οποίος άπλωσε τις παλάμες στο σταυρό και «ήνωσε τα το πρίν διεστώτα», δηλαδή Θεό και άνθρωπο, τους οποίους αποξένωσε η αποστασία του Γενάρχη. Στο πρόσωπο του Χριστού συνήλθαν η θεότητα με την ανθρωπότητα σε μια ασύγχυτη και αδιάσπαστη ένωση, καταργήθηκε το φράγμα της εχθρότητας και ο άνθρωπος, παιδί πάλι του Θεού αγαπητό, γύρισε πίσω στον Πατέρα, που τον δέχτηκε με στοργή και αγάπη στο πατρικό σπίτι του.

«Οὐρανών ὑψηλότερα, χαῖρε γῆς τό θεμέλιον, ἐν τῇ σῇ νηδύϊ, Ἄχραντε, ἀκόπως βαστάσασα· χαῖρε κογχύλη, πορφύραν θείαν βάψασα, ἐξ αἱμάτων σου τῷ βασιλεῖ τῶν δυνάμεων».

Συ που είσαι υψηλότερη από τους ουρανούς, χαίρε Άχραντε, που στη γαστέρα σου βάσταξες χωρίς κόπον αυτόν που είναι το θεμέλιο του κόσμου. Χαίρε, κογχύλη που με το αίμα σου έβαψες τη θεία πορφύρα, που φόρεσε ο βασιλεύς των δυνάμεων.

Το μεγαλείο της Παρθένου είναι ασύγκριτο. Η δόξα της υπερβάλλουσα. Είναι η άνασσα των ουρανών, η βασίλισσα ολόκληρης της κτίσεως. Ο λόγος του άφθιτου αυτού μεγαλείου, της μεγάλης αυτής και αξεπέραστης δόξας, είναι το θεομητορικό θαύμα της. Ο υμνωδός τη χαιρετίζει ως οικοδομή, στην οποία χωρίς κόπο κατατέθηκε και χώρεσε το θεμέλιο του κόσμου, ο ποιητής του παντός. Ο Λόγος «δι' ου τα πάντα εγένετο», στον οποίον υπάρχουν οι "λόγοι" όλοι του κτιστού σύμπαντος, ήλθε και χώρεσε μέσα σε μιά μικρή μήτρα, σ' ενα χωρίο ταπεινό και ολοκάθαρο. Και ήταν φυσικό η δόξα του Θεού, η τριαδική αίγλη και λαμπρότητα που ήταν αΐδιο και αναφαίρετο κτήμα του Υιού του Πατρός, να μεταφερθεί και να χωρέσει στην ευλογημένη Μητέρα, την οποίαν αυτόματα ανέδειξε κέντρο φωτοβόλο της μακάριας και άφθιτης τριαδικής δόξας. Το θαύμα δεν είναι μικρό, αλλά παμμέγιστο, παρ' όλον ότι με τα φτωχικά μέτρα της επίκηρής μας φύσεως αδυνατούμε να το συλλάβουμε και να το κατανοήσουμε. Το δεχόμαστε απλά με πίστη και το προσκυνάμε με ιερή φρικίαση και ευλάβεια.

Την χαιρετίζει επίσης σαν κογχύλη που με το χρώμα της - τα αγνά της παρθενικά αίματα - έβαψε την πορφύρα, το βασιλικό φόρεμα του Υιού του Θεού, που φόρεσε φανείς άνθρωπος επί της γης. Η βασιλική αυτή αμφίεση ήταν η θεοϋπόστατη ανθρώπινη φύση που κυοφορήθηκε μέσα της με τη δύναμη του παναγίου Πνεύματος, η φύση η οποία, με τη σειρά της, έμελλε να βάψει με τα αίματά της το ζωοποιό ξύλο του σταυρού, για να το καταστήσει φοβερό στους δαίμονες, συντριπτικό των αντίθεων δυνάμεων της αποστασίας της φθοράς και του θανάτου. Στο αίμα του Υιού και του ανθρώπου υφαίνεται η σωτηρία και η δόξα του ανθρώπου. Το αγνό αίμα της Παρθένου, ως δυνατότητα καταβολής της φύσεως, και το άσπιλο αίμα του Υιού του Θεού στον άνθρωπο που ανέλαβε, ως δυνατότητα του μυστηρίου της λυτρώσεως, αποτελούν τα δύο ναί της άπειρης ευδοκίας του Θεού για τη σωτηρία του πεσμένου του πλάσματος. Ω θεοχώρητο και άχραντο μυστήριο! Ποια γλώσσα ανθρώπινη μπορεί, Παρθένε, να ανυμνήσει τα μεγαλεία σου, να πλέξει το εγκώμιο σου που αγγίζει και υπερβαίνει τους ουρανούς και αναλύεται στον άϋλο αιώνα του Υιού και Θεού σου;


«Νομοθέτην ἡ τεκοῦσα, ἀληθῶς, χαῖρε Δέσποινα, τόν τάς ἀνομίας, πάντων δωρεάν ἐξαλείφοντα· ἀκατανόητον βάθος, ὕψος ἄρρητον, άπειρόγαμε, δι' ἦς ἡμεῖς ἐθεώθημεν».

Χαίρε Δέσποινα, συ που εγέννησες αληθώς τον Νομοθέτην Κύριον, ο οποίος εξαλείφει χωρίς κανένα αντάλλαγμα τις ανομίες όλων των ανθρώπων· υμνούμεν σε, απειρόγαμε, που είσαι βάθος ακατανόητο και ύψος ανέκφραστο και που έγινες η αιτία της δίκης μας θεώσεως.

Η παράβαση της εντολής του Θεού μας κατέστησε όλους ενόχους ενώπιον της αγιότητος και της δικαιοσύνης του. Μας κατέστησε παραβάτες του νόμου του, υπεύθυνους τιμωρίας και κυρώσεων. Διότι ο Θεός είναι αληθινός και ακριβοδίκαιος νομοθέτης. Ο νόμος του εκφράζει το άγιο θέλημά του, τη θεία του ενέργεια, που ρυθμίζει, διέπει, κυβερνά και συνέχει τα όντα πάντα και ιδιαίτερα τις λογικές φύσεις. Σ' αυτές καταλέγεται και ο άνθρωπος, ο οποίος πλάστηκε νοερός και ελεύθερος και στη λογική του συνείδηση ακούγεται η φωνή του Θεού. Σκοπός δε της ζωής του είναι να θέλει και να τελεί αβίαστα το θέλημα του Πλάστη του, που παίρνει τη μορφή νόμων που πρέπει αυτός με αγάπη και με ευλάβεια ν' ακολουθεί. Αν δεν κάνει αυτό ο άνθρωπος, αν αντίθετα καταπατεί αναιδώς τη θεία νομοθεσία, παραβαίνοντας τις εντολές και τα προστάγματα του πλαστουργού του, καθίσταται ένοχος απέναντι στο θείο Νομοθέτη και φυσικά υπόλογος και τιμωρίας άξιος. Δεν υπάρχει άλλη διαφυγή. Όσοι ανόμως ήμαρτον και ανόμως απολούνται. Η αλήθεια αυτή είναι το αλφαβητάρι της ηθικής των ανθρώπων ζωής. Ο Θεός όμως δεν αντιμέτρησε το μέγεθος της αγάπης του με τη φύση και την έκταση των αμαρτημάτων των ανθρώπων. Γνωρίζοντας την ασθένεια του πλάσματος και ότι οι πολλές παραβάσεις του, αν μετριούνταν κατά λόγο δικαιοσύνης, θα το αφάνιζαν, ήλθε ο ίδιος και σήκωσε το προσωπικό βάρος της ενοχής όλων των ανθρώπων, έσχισε το χρεοφειλέσιο που υπέγραψε η Εύα στην Εδέμ, και έδωσε δωρεάν άφεση σε όλα τα πλάσματά του, που τα βάρυνε τόση κακοπραγία και αθλιότητα. Τιμωρήθηκε αυτός για κείνα, για να ζήσουν ελεύθερα πια στο φωτεινό χώρο της μεγάλης του θυσίας.

Αυτό φυσικά συνιστά ενέργεια του Θεού που δεν μπορεί να μετρηθεί και να εκτιμηθεί με τα κοινά μέτρα της ανθρώπινης διάνοιας. Συνιστά μυστήριο βαθύ και υψηλό που δεν μπορεί να εκφρασθεί με λόγια ανθρώπινα, μυστήριο ανεξιχνίαστο και ανερμήνευτο. Πίσω δε στο μυστήριο αυτό βρίσκεται η περίσεμνη Κόρη, προσφέροντας στην ανθρωπότητα τον άφθαρτο Τόκο της, ως δωρεάν του απύθμενου κλέους και της άφθαρτης δόξας της. Έτσι η Μάννα που αγάπησε τον Υιόν της, αγαπά εξ ίσου και τα παιδιά Εκείνου που γέννησε στη μήτρα της χάριτός του, προστατεύοντάς τα με τη δαψιλεία των ευλογιών του θεομητορικού της θαύματος. Η απειρόγαμος, τέλος, Μητέρα του Θεού δεν συνήργησε απλά στη συγχώρηση των αμαρτημάτων των ανθρώπων, αλλ' έγινε συνάμα αιτία θεώσεως των ανθρώπων. Στο θαύμα της Παρθένου οι πιστοί, συνενούμενοι στενά και ζυμωνόμενοι με την άφθαρτη χάρη, γίνονται και αυτοί ζύμη θεότητος, ενέργεια Θεία και φώς και αϊδιότητα ζωής στον άφθαρτον αιώνα του Θεού!


«Σέ τήν πλέξασαν τῷ κόσμῳ, ἀχειρόπλοκον στέφανον, ἀνυμνολογοῦμεν χαῖρε σοι Παρθένε κραυγάζοντες, τό φυλακτήριον πάντων, καί χαράκωμα, καί κραταίωμα καί ἱερόν καταφύγιον».

Ανυμνολογούμεν σε που έπλεξες για τον κόσμο στεφάνι που δεν το έφτιαξαν χέρια ανθρώπινα. Σου απευθύνουμε το χαίρε, Παρθένε, που είσαι το φυλακτήριο όλων, το χαράκωμα και το κραταίωμα και το ιερό (των ανθρώπων) καταφύγιο.

Ο ποιητής επανέρχεται και πάλιν στην ιδέα του παρθενικού Τόκου της Μαρίας. Τον παρομοιάζει με στεφάνι που δεν έπλεξαν χέρια ανθρώπινα, αλλ' η δημιουργική ενέργεια του Πνεύματος του Θεού. Με το στεφάνι αυτό η Παναγία εστεφάνωσε τον κόσμο, για να τον στολίζει, να τον ομορφαίνει και να μυρίζει τη ζωή του με τα λουλούδια της χάριτος και της χρηστότητος του Θεού. Γιατί ο Χριστός είναι η ομορφιά και η δόξα του κόσμου. Από αυτόν προήλθε και σ' αυτόν καταλήγει η πλάση ολόκληρη. Είναι το άλφα και το ωμέγα της κτίσεως. Έξω από αυτόν ο κόσμος δεν έχει νόημα και σκοπό. Είναι μια μάζα σκοτεινή, άμορφη και αδιάγνωστη. Από τότε που άλλαξε στην Εδέμ η αρχέγονη θεομορφία του, κατέστη σκοτεινός και αγνώριστος. Άλλαξε το στεφάνι του Θεού με το πυκνό στεφάνι του θανάτου, τα λουλούδια της αρχέγονης χάριτος με τα πικρά αγκάθια της φθοράς, την πρώτη του ομορφιά με την ασχήμια του διαβόλου. Η Μαρία όμως κατέβασε από την κεφαλή του κόσμου το παλαιό στεφάνι της παρακοής, που έπλεξε για τον κόσμο η προμήτωρ Εύα στην Εδέμ, και το αντικατέστησε με το νέο στεφάνι της χάριτος και της χαράς, το οποίον έπλεξε με τη δική της χάρη και υπακοή στη φωταύγεια του Πνεύματος του Θεού, με τον αΐδιο βλαστό του Θεού Πατρός, συνταιριασμένο με τα άνθη του νέου κήπου της Εδέμ, που τόσο όμορφα βλάστησαν στη θεοχώρητη και θεοϋπόστατη μήτρα της.

Με αυτά τα αισθήματα οι πιστοί, θαρρούντες στις μεγάλες χάρες της Υπερευλογημένης, εξωτερικεύουν τα αισθήματα χαράς που πλημμυρίζουν την καρδιά τους, κραυγάζοντες προς την Θεοτόκο. Χαίρε Παναγία μας, που είσαι το φυλακτήριο των ανθρώπων, δηλαδή φυλάσσεις τους πιστούς από κάθε κίνδυνο και κακό, κυρίως από τις ασταμάτητες επιβουλές του νοητού δράκοντα· είσαι το χαράκωμα, μπροστά στο οποίο ξεσπά και διαλύεται η κακουργία των πνευμάτων της ακαθαρσίας, που με λύσσα πολεμούν τη χαρά και την ευτυχία των τέκνων σου· είσαι το κραταίωμα, η ενίσχυση όσων παλαίουν κατά της αμαρτίας και των δυνάμεων του σκότους και της ανομίας· είσαι τέλος το καταφύγιο, το υπήνεμο λιμάνι όπου καταφεύγουν οι πιστοί, που ανελέητα δέρνονται από τα μανιασμένα κύματα, τις θύελλες και τους άγριους ανέμους της ταραγμένης επίγειας ζωής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Στηρίξτε......

  • Ο εύκολος πόλεμος - Κανείς από εμάς δεν ξέρει τι είναι ο πόλεμος. Έχουμε ακούσει ιστορίες, έχουμε δει βίντεο και εικόνες, έχουμε διαβάσει για αυτόν, Οι παππούδες μας, μας με...
    Πριν από 6 χρόνια