(Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς)
Ἐκκλησία ὁ σκοπός τοῦ παντός καί τό νόημα τοῦ παντός"
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὄχι ἀπλῶς σκοπός καί νόημα ὅλων τῶν ὄντων και ὅλων τῶν κτισμάτων, ἀπό τῶν ἀγγέλων ἕως τῶν ἀτόμων, ἀλλά εἶναι τό μοναδικόν παν-νόημα καί ὁ πανσκοπός των. Εἰς αὐτήν ὄντως ὁ Θεός μῆς ηὐλόγησεν «ἐν πάσῃ εὐλογία πνευματική» (Ἐφ. 1, 3), εἰς αὐτήν μᾶς ἔδωκεν ὅλα τά μέσα διά μίαν ἁγίαν καί ἄμωμον ζωήν (Ἐφ. 1,4), εἰς αὐτήν μᾶς υἱοθέτησε διά τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ Του (Ἐφ. 1, 5 - 8)· εἰς αὐτήν μᾶς ἀπεκάλυψε τό αἰώνιον μυστήριον τοῦ θελήματός Του (Ἐφ. 1,9), εἰς αὐτήν ἥνωσε τόν χρόνον μέ τήν αἰωνιότητα (Ἐφ. 1, 10) καί προσέφερε τήν δυνατότητα τῆς ἐν-χριστώσεως καί χριστοποιήσεως ὅλων τῶν ὄντων καί κτισμάτων, τήν δυνατότητα τῆς ἐν-πνευματώσεως καί πνευματοποιήσεως, τῆς ἐν-τριαδώσεως καί τριαδοποιήσεώς των (Ἐφ. 1,13-18). Δι' ὅλα αὐτά ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τό μεγαλύτερον καί ἱερώτερον μυστήριον τοῦ Θεοῦ εἰς ὅλους τούς κόσμους.
Ἐν συγκρίσει πρός τά ἄλλα μυστήρια τοῦ Θεοῦ, αὐτή ἀποτελεῖ τόν Παν-μυστήριον. Ἕκαστον θεῖον μυστήριον ἐντός της εἶναι εὐαγγελισμός καί μακαριότης καί παράδεισος· διότι κάθε ἕνα ἀπ' αὐτά εἶναι πεπληρωμένον μέ τόν Γλυκύτατον Κύριον. Ὁ δέ Γλυκύτατος Κύριος; Μέ αὐτόν ὁ παράδεισος γίνεται παράδεισος καί ἡ μακαριότης μακαριότης· μέ αὐτόν καί διά αὐτοῦ ὁ Θεός εἶναι Θεός καί ὁ ἄνθρωπος ἄνθρωπος, μέ αὐτόν καί δι' αὐτοῦ ἡ Ἀλήθεια εἶναι Ἀλήθεια καί ἡ Δικαιοσύνη Δικαιοσύνη· ἐπίσης καί ἡ Ἀγάπη Ἀγάπη, καί ἡ Ἀγαθότης Ἀγαθότης, καί ἡ Ζωή Ζωή, καί ἡ Αἰωνιότης Αἰωνιότης.
Ἰδού ποῖον εἶναι τό κεντρικόν καί βασικόν εὐαγγέλιον, ἐκ τοῦ ὁποῖου πηγάζει ἀσίγητος παγχαρά δι' ὅλα τά ὄντα καί δι' ὅλους τούς κόσμους: ὁ Θεάνθρωπος καί ἐν Αὐτῷ ἡ Ἐκκλησία Του εἶναι τό πᾶν διά τά σύμπαντα. Καί πῶς νά μήν ὀνομάση κανείς πανευαγγέλιον τήν φανέρωσιν τῆς ἀληθείας τῆς ζωῆς κατά τήν ὁποίαν ὁ Θεάνθρωπος αὐτός εἶναι ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας! Εἰς τήν πραγματικότητα «αὐτός ἐστι πρό πάντων καί τά πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκε» (Κολ. 1, 17). Διότι
Αὐτός εἶναι Θεός, Αὐτός Δημιουργός, Αὐτός Προνοητής, Αὐτός Σωτήρ, Αὐτός ἡ Ζωή τῆς ζωῆς, καί τό ὄν τοῦ ὄντος, καί ἡ ὕπαρξις τῆς ὑπάρξεως: «ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τά πάντα» (Κολ. 1,16).
Αὐτός εἶναι τό τέλος παντός τοῦ ὑπάρχοντος. Ὁλόκληρος ἡ κτίσις ἐδημιουργήθη ὡς Ἐκκλησία, καί ἀποτελεῖ τήν Ἐκκλησίαν, «καί αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλή τοῦ σώματος, τῆς Ἐκκλησίας» (Κολ. 1, 18). Πρόκειται περί ἐλλόγου (logosnoj)* παν-ενότητος τῆς κτίσεως καί περί ἐλλόγου παν-τελεολογίας τῆς κτίσεως.
Ἡ ἀμαρτία ἀπέκοψε ἕν μέρος τῆς κτίσεως ἀπ' αὐτήν τήν ἔλλογον πανενότητα καί παντελεολογίαν, καί ἐβύθισεν αὐτό εἰς ἄλογον ἀστοχίαν, δηλαδή εἰς τόν θάνατον, εἰς τήν κόλασιν, εἰς τά βάσανα. Ἕνεκα τούτου ὁ Θεός Λόγος εἰς τόν ἐπίγειον κόσμον μας ἔγινεν ἄνθρωπος καί ἐπραγματοποίησεν ὡς Θεάνθρωπος τήν σωτηρίαν τοῦ κόσμου ἀπό τήν ἁμαρτίαν.
Ὁ σκοπός τῆς Θεανθρωπίνης Του Οἰκονομίας τῆς σωτηρίας εἶναι νά καθαρίση τό πᾶν ἀπό τήν ἁμαρτίαν καί νά τό ἐπιστρέψῃ εἰς τήν ἔλλογον κατάστασίν του, νά ἀγιάσῃ τό πᾶν, νά τό ἐνσωματώσῃ εἰς τό θεανθρώπινον σῶμα Του, τήν Ἐκκλησίαν καί τοιουτοτρόπως νά ἀποκαταστήσῃ τήν ἔλλογον παν-ενότητα καί τήν ἔλλογον παν-τελεολογίαν.
Ἐκκλησία, παν-μυστήριον τοῦ ἀνθρώπου
Γενόμενος ἄνθρωπος, καί θεμελιώσας τήν Ἐκκλησίαν ἐφ' Ἑαυτοῦ, δι' Αὐτοῦ καί ἐν Αὐτῷ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὡς Θεάνθρωπος ἐμεγάλυνεν εἰς ἄμετρον βαθμόν τόν ἄνθρωπον, ὅπως κανείς ἄλλος πρίν ἤ μετά ἀπό Αὐτόν. Αὐτός ὄχι μόνον ἔσωσε τοόν ἄνθρωπον διά τοῦ θεανθρωπίνου ἔργου του ἀπό τήν ἁμαρτίαν, ἀπό τόν θάνατον καί τόν διάβολον, ἀλλά καί τόν ἀνύψωσε ὑπεράνω ὅλων τῶν ὄντων καί κτισμάτων.
Ὁ Θεός Λόγος δέν ἔγινε οὔτε Θεάγγελος οὔτε Θεοχερουβείμ οὔτε Θεοσεραφείμ, ἀλλα Θεάνθρωπος. Μέ αὐτό ἀνύψωσε τόν ἄνθρωπον ὑπεράνω ὅλων τῶν Ἀγγέλων καί Ἀρχαγγέλων, ὑπεράνω ὅλων τῶν ὑπερανθρωπίνων ὄντων. Πρός τούτοις, ὁ Κύριος, ὑπέταξεν εἰς αὐτόν τά πάντα διά τῆς Ἐκκλησίας: «πάντα ὑπέταξεν ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ» (Ἐφ. 1, 22).
Ὁ ἄνθρωπος, διά τῆς Ἐκκλησίας, καί ἐν τῇ Ἐκκλησία ὡς Θεανθρωπίνῳ σώματι, αὐξάνει εἰς ὑπεραγγελικά, ὑπερχερουβικά ὕψη. Οὕτως, ὁ δρόμος τῆς ἀναβάσεῶς του καί τελειοποιήσεως εἶναι μακρύτερος ἀπό τόν ἀγγελικόν καί χερουβικόν καί σεραφικόν. Ἐνταῦθα ὄντως πρόκειται περί τοῦ μυστηρίου τῶν μυστηρίων.
Ἄς σιωπήσῃ λοιπόν κάθε γλώσσα διότι ὁμιλεῖ ἡ ἄρρητος καί ἀκόρεστος ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀνείπωτος καί ἀκόρεστος Φιλανθρωπία τοῦ ὄντως μόνου Φιλάνθρωπου Κυρίου Ἰησοῦ! Ἐνταῦθα ἀρχίζουν «ὀπτασίαι καί ἀποκαλύψεις Κυρίου» (Β' Κορ. 12,1) αἱ ὁποῖαι δέν δύνανται νά ἐκφρασθοῦν μέ καμμίαν γλῶσσαν, ὄχι μόνον ἀνθρωπίνην, ἀλλ' οὔτε καί ἀγγελικήν.
Ἐνταῦθα τά πάντα εἶναι ὑπέρ ἔννοιαν καί ὑπέρ λόγον, ὑπέρ τήν φύσιν καί ὑπέρ τήν κτίσιν. Ὁ ποθῶν τό μυστήριον, ἐνταῦθα εὐρίσκει, τό παν-μυστήριον τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ παν-μυστηρίῳ τοῦ Θεανθρώπου, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά καί τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ Κεφαλή της.
Μέ ὅλα αὐτά καί διά μέσου ὅλων αὐτῶν ὁ ἄνθρωπος «ἐκκλησιάζεται» καί γίνεται ἐκκλησία, ἀποκτᾶ τήν ἐν-χρίστωσιν καί χριστοποίησιν, τήν ἐν-τριάδωσιν καί τριαδοποίησιν, γίνεται Θεάνθρωπος καί σύσσωμος τοῦ θεανθρωπίνου σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας (Ἐφ. 3, 6), αὐτοῦ τοῦ ἁγιωτάτου καί προσφιλεστάτου μυστηρίου τοῦ Θεοῦ, μυστηρίου τῶν μυστηρίων ἤ μάλλον παμμυστηρίου τῶν παμμυστηρίων.
Για τα προηγούμενα κεφάλαια πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο:
-------------------------------------------------------------------------
Πηγή: Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, "Η Ορθόδοξος Εκκλησίας και ο Οικουμενισμός", μετάφρ. Ιερομ. Αμφιλοχίου Ράντοβιτς και ιερομ. Αθανασίου Γιέβτιτς, Έκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/νίκη 1974.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.