λόγος ο παρών, που αίσθηση φέρνει
στην καρδιά, για να γνωρίζει κανείς το συμφέρον.
Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.
Πόσα δάκρυα μου χρειάζονται, όταν λίγο κοιτάξω τον εαυτό μου!
Γιατί αν δεν αμαρτήσω, υπερηφανεύομαι από αλαζονεία· αν αμαρτήσω και μπορέσω να δω την αμαρτία μου, μικροψυχώ από αμηχανία και απελπίζομαι. Αν καταφύγω στην ελπίδα, πάλι έρχεται η αλαζονεία. Αν κλάψω, αυτό μου φέρνει οίηση· αν δεν κλάψω, ξαναέρχονται τα πάθη. Η ζωή μου είναι θάνατος, και ο θάνατος χειρότερος, για το φόβο της κολάσεως.
Η προσευχή μου μου γίνεται πειρασμός και η απροσεξία, καταστροφή. «Όποιος προσθέτει γνώση, προσθέτει πόνο»(Εκκλ. 1, 18), λέει ο Σολομών. Απορώ και εξίσταμαι και δεν ξέρω τι να κάνω. Αν ίσως γνωρίζω και δεν κάνω, η γνώση συντελεί στην καταδίκη μου. Αλοίμονο, τι να διαλέξω; Από την άγνοιά μου, τα βλέπω όλα αντίθετα και δεν μπορώ να τα ταιριάσω.
Δε βρίσκω την αρετή και τη σοφία που κρύβονται στους πειρασμούς, γιατί δεν έχω υπομονή. Φεύγοντας από την ησυχία για τους λογισμούς, βρίσκω έξω τα πάθη στον πειρασμό μέσω των αισθήσεων. Αν θελήσω να ασκήσω νηστεία και αγρυπνία, βρίσκω εμπόδιο την οίηση και την ατονία.
Όταν τρώω και κοιμάμαι αφειδώς, έρχομαι στην αμαρτία χωρίς να θέλω. Απ' όλα αποσύρομαι και φεύγω για το φόβο της αμαρτίας, και η ακηδία πάλι με καταπονεί, αν και βλέπω πολλούς να στεφανώνονται από τέτοιους πολέμους και πειρασμούς, γιατί έχουν βέβαιη πίστη, με την οποία απέκτησαν το θείο φόβο, και με το φόβο έφτασαν στην εργασία των λοιπών αρετών.
Αν είχα και εγώ την πίστη όπως εκείνοι, θα αποκτούσα το φόβο, μέσω του οποίου έλαβαν την ευσέβεια και τη γνώση, κατά τον Προφήτη, από την οποία προέρχονται η ισχύς, η βουλή, η σύνεση και η σοφία του Πνεύματος(Ησ. 11, 2) για εκείνους που μένουν κοντά στο Θεό με αμεριμνία και μελέτη των θείων Γραφών με υπομονή, με την οποία εξισώνονται τα άνω και τα κάτω.
Όταν δηλαδή κάποιο πάθος παίρνει σχήμα αρετής, ο χρόνος και η πείρα το ξεσκεπάζουν. Όταν πάλι η αρετή παρεκκλίνει σε πάθος, ο χρόνος και η πείρα συνήθως την ξεχωρίζουν από αυτό με την υπομονή.
Γιατί αν η υπομονή δε γεννηθεί στην ψυχή από την πίστη, αυτή διόλου δεν μπορεί να έχει αρετή. «Με την υπομονή σας σώστε τις ψυχές σας»(Λουκ. 21, 19), λέει ο Κύριος, ο Οποίος μόνος Του έκτισε τις καρδιές των ανθρώπων(Ψαλμ. 32, 15), όπως λέει ο Ψαλμωδός.
Και από αυτό γίνεται φανερό ότι μόνη της κτίζεται η καρδιά, δηλαδή ο νους, με την υπομονή στις θλίψεις. Γιατί όποιος πιστεύει ότι έχει κάποιον άλλο που κυβερνά αόρατα τη ζωή του, πότε πείθεται στο λογισμό του που του λέει, «θέλω τούτο και δεν θέλω εκείνο· αυτό είναι καλό, εκείνο είναι κακό»; Αν έχει άνθρωπο για κυβερνήτη, οφείλει να τον ερωτά σε κάθε ζήτημα και να δέχεται με τ' αυτιά του την απόκριση και να εκπληρώνει με έργο τα λεγόμενα.
Αν όμως δεν έχει κανένα, τότε, κατά τον Ευχαΐτη, έχει το Χριστό, να τον ερωτά με προσευχή από την καρδιά του, και με την πίστη να ελπίζει την απόκριση με έργο και με λόγο, μην τυχόν ο σατανάς, ο οποίος δεν μπορεί να κάνει με έργο, αποκρίνεται με λόγο, προσποιούμενος ότι είναι κυβερνήτης, και σύρει στην απώλεια εκείνους που δεν έχουν υπομονή.
Γιατί οι τέτοιοι άνθρωποι σπεύδουν από άγνοια να λάβουν εκείνα που ποτέ δεν τους δίνονται· επειδή μία ημέρα στα μάτια του Κυρίου είναι σαν χίλια χρόνια και χίλια χρόνια σαν μία ήμερα(Ψαλμ. 89, 4). Εκείνος όμως που από την υπομονή απέκτησε πείρα των τεχνασμάτων του εχθρού, κάνει ό,τι ο Απόστολος, δηλαδή πυγμαχεί και τρέχει με υπομονή, για να φτάσει το στόχο του(Α΄ Κορ. 9, 24 και 26) και να μπορέσει να πει: «Δεν αγνοούμε τις επιδιώξεις του εχθρού»(Β΄ Κορ. 2, 11), δηλαδή τα αφανή τεχνάσματά του, που οι πολλοί τα αγνοούν.
Γιατί ο εχθρός, όπως λέει ο Απόστολος, παίρνει τη μορφή φωτεινού αγγέλου(Β΄ Κορ. 11, 14), και τούτο δεν είναι παράδοξο· γιατί και οι λογισμοί που αυτός παρουσιάζει στην καρδιά, φαίνονται σαν λογισμοί δικαιοσύνης στους απείρους. Γι' αυτό είναι καλό το "δεν γνωρίζω".
Και έτσι κανείς ούτε στα λεγόμενα του Αγγέλου θα απιστεί, ούτε στις πανουργίες του εχθρού θα πιστεύει, αλλά θ' αποφεύγει με την υπομονή και τους δύο γκρεμούς και θα περιμένει να του δοθεί στην πράξη η απόκριση μετά πολλά χρόνια, χωρίς να το επιδιώκει ο ίδιος ή να το γνωρίζει (αντίστοιχα συμβαίνει, όπως είπε κάποιος, και με τη θεωρία των όντων, δηλαδή των κτισμάτων του Θεού) μέχρις ότου φτάσει σε κάποιο λιμάνι, δηλαδή στην έμπρακτη γνώση. Και όταν τη δει ότι παραμένει πολλά χρόνια, τότε θα μάθει ότι όντως εισακούστηκε η προσευχή του και έλαβε απόκριση αοράτως.
Για παράδειγμα, προσεύχεται κανείς να νικήσει τα πάθη που τον πολεμούν. Και δεν ακούει κανένα λόγο, ούτε βλέπει σχήμα παραπλανητικό. Αλλά και αν ίσως γίνει κάτι τέτοιο στον ύπνο ή και αισθητώς, δεν πιστεύει διόλου. Ύστερα λοιπόν από χρόνια βλέπει τον πόλεμο εκείνο να τερματίζεται από τη χάρη και έρχονται νοήματα που σύρουν το νου του στην ταπείνωση και στη γνώση της αδυναμίας του.
Μα ούτε έτσι δεν πιστεύει, αλλά περιμένει πολλά χρόνια, από φόβο μήπως και αυτό είναι απάτη των δαιμόνων. Όπως λέει ο Χρυσόστομος για τους Αποστόλους, γι' αυτό ο Κύριος, αφού τους είπε εκείνα τα θλιβερά, στο τέλος πρόσθεσε: «Όποιος υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί»(Ματθ. 10, 22), για να μην ξενοιάσουν δηλαδή, αλλά να αγωνίζονται από φόβο μην πέσουν. Γιατί δεν ωφελείται κανείς από τις άλλες αρετές, ακόμη κι αν ζει με ουράνιο τρόπο, αν έχει την αλαζονεία, με την οποία ο διάβολος και ο Αδάμ και τόσοι άλλοι έχουν πέσει.
Γι' αυτό δεν πρέπει ποτέ κανείς να αποβάλει το φόβο, μέχρις ότου φτάσει στο λιμάνι της τέλειας αγάπης(Α΄ Ιω. 4, 18) και γίνει ξένος προς τον κόσμο και το σώμα. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν αφήνει θεληματικά το φόβο, αλλά από τη μεγάλη πίστη που κάνει το νου να μη φροντίζει για ζωή ή θάνατο του σώματος, φτάνει στον αγνό φόβο(Ψαλμ. 18, 10) της αγάπης. Σχετικά μ' αυτόν λέει ο Μέγας Αθανάσιος προς τους τελείους: «Μη φοβάσαι το Θεό σαν τύραννο, αλλά να τον φοβάσαι για την αγάπη Του, για να μη φοβάσαι μόνον επειδή αμαρτάνεις, αλλά και γιατί ο Θεός σε αγαπά και δεν τον αγαπάς, και γιατί ευεργετείσαι αναξίως».
Έτσι με τον φόβο των αγαθών αυτών ωθεί κανείς την ψυχή του να αγαπά και γίνεται άξιος των ευεργεσιών που του γίνονται και μέλλει να του γίνουν, με την ευγνωμοσύνη προς τον Ευεργέτη· και από τον αγνό φόβο της αγάπης φτάνει στην υπερφυσική ταπείνωση. Γιατί όσο καλό και αν δέχεται και όσα δεινά αν υπομένει, διόλου δεν νομίζει ότι από δική του δύναμη ή φρόνηση έχει την υπομονή ή την καλή ψυχική και σωματική κατάσταση.
Από την ταπεινοφροσύνη δηλαδή, έλαβε τη διάκριση, με την οποία γνωρίζει ότι είναι κτίσμα του Θεού και ότι κανένα αγαθό δεν μπορεί να κάνει από τον εαυτό του, ούτε να το φυλάξει αν του δοθεί από τη χάρη, και ούτε πειρασμό να ανατρέπει, ούτε να υπομένει από τη δική του ανδρεία και φρόνηση.
Και από τη διάκριση έρχεται σε μερική γνώση των πραγμάτων και αρχίζει να βλέπει με το νου του όλα τα όντα, και μη γνωρίζοντας τους λόγους τους ποθεί τον Διδάσκαλο. Κι επειδή δεν τον ανακαλύπτει, γιατί είναι αθέατος, αλλά κι επειδή άλλον που εμφανίζεται ως διδάσκαλος, δεν τον ανέχεται, όπως έμαθε από τη διάκριση, ούτε δέχεται νόημα χωρίς μαρτυρία από τις Γραφές, μένει απορημένος.
Και γι' αυτό όλα όσα κάνει και διδάσκει, τα θεωρεί για τίποτε, βλέποντας πριν από αυτόν τόσο πλήθος ανθρώπων που έπεσαν, με πολλούς κόπους και γνώσεις, από τον Αδάμ κι εδώθε. Και όπως ακούει και δεν εννοεί κάτι από τις θείες Γραφές, αρχίζει να δακρύζει από τη γνώση αυτή, δηλαδή από το ότι γνωρίζει ότι πράγματι δεν γνωρίζει όπως πρέπει.
Και το θαυμαστό είναι ότι εκείνος που νομίζει ότι κάτι γνωρίζει, δεν έχει ακόμη γνωρίσει τίποτε, όπως πρέπει να το γνωρίζει(Α΄ Κορ. 8, 2), και εκείνο που νομίζει ότι έχει, θα του αφαιρεθεί(Ματθ. 13, 12), όπως λέει ο Κύριος, επειδή δηλαδή νομίζει αλλά δεν έχει.
Και αντίθετα, εκείνος που νομίζει ότι είναι ανόητος και ασύνετος, ασθενής και χωρίς γνώση, θρηνεί γι' αυτό και οδύρεται, νομίζοντας ότι λαμβάνει και εκείνα που δεν έχει, με την ευγνωμοσύνη. Γιατί η ταπείνωση γεννιέται από πολλές αρετές, αλλά γεννά κι αυτή τα τελειότερα. Επίσης και η γνώση και η ευχαριστία και η προσευχή και η αγάπη, επειδή πάντοτε δέχονται αύξηση αυτές οι αρετές.
Λόγου χάρη, ταπεινώνεται κανείς και θρηνεί ως αμαρτωλός, και απ' αυτό εγκρατεύεται και υπομένει τις θλίψεις που προκαλούνται εκούσια και ακούσια, από τους δαίμονες και από την άσκηση και από τους ανθρώπους, για να δοκιμαστεί η πίστη του και να φανεί αν έχει την ελπίδα του στο Θεό, ή σε άνθρωπο, ή στη δική του δύναμη και φρόνηση.
Και αφού υποστεί με επιτυχία τις δοκιμασίες με την υπομονή(Ιακ. 1, 12) και με το να αφήσει τα πάντα στο Θεό, λαμβάνει τη μεγάλη πίστη, εκείνην που λέει ο Κύριος: «Αν έρθει ο Υιός του ανθρώπου, άραγε θα βρεί την πίστη;»(Λουκ. 18, 8). Με την πίστη λοιπόν αυτή θα επιτύχει τη νίκη κατά των εχθρών.
Και όταν την επιτύχει, συνειδητοποιεί την αδυναμία του και την άγνοια, επειδή έρχεται σ' αυτόν δύναμη και σοφία από το Θεό. Και τότε αρχίζει με ταπείνωση ψυχής να ευχαριστεί και να τρέμει, από φόβο μήπως πάλι όπως πριν πέσει σε παρακοή του Θεού.
Και από τον αγνό αυτό φόβο, που δεν οφείλεται στην αμαρτία, και από την ευχαριστία, την υπομονή και την ταπείνωση που αξιώθηκε από τη γνώση, αρχίζει να ελπίζει ότι κατά χάρη θα βρει έλεος. Από την πείρα πάλι των ευεργεσιών που του γίνονται, περιμένει και φοβάται μήπως βρεθεί ανάξιος για τις τόσο μεγάλες ευεργεσίες του Θεού.
Και απ' αυτό αυξάνονται μέσα του η ταπείνωση και η εγκάρδια προσευχή. Και όσο αυτές αυξάνονται μαζί με την ευχαριστία, δέχεται μεγαλύτερη γνώση. Και έτσι από τη γνώση έρχεται στο φόβο και από το φόβο στην ευχαριστία και στη γνώση που είναι πάνω απ' αυτά. Και απ' αυτό αγαπά τον Ευεργέτη φυσικά και με χαρά ποθεί να τον υπηρετήσει ως χρεώστης λόγω της γνώσεως.
Και αμέσως δέχεται αύξηση στη γνώση και, μαζί με τις ειδικές ευεργεσίες, θεωρεί και τις γενικές. Μην μπορώντας να ευχαριστεί γι' αυτές, πενθεί και, θαυμάζοντας πάλι τη χάρη του Θεού, παρηγορείται. Και άλλοτε έχει επίπονα δάκρυα, ενώ άλλοτε πάλι από την αγάπη χύνει δάκρυα γλυκύτερα και από το μέλι λόγω της πνευματικής χαράς, η οποία προέρχεται από την ανείπωτη ταπείνωση.
Όλα αυτά βέβαια, όταν αληθινά ποθεί κάθε θέλημα του Θεού και μισεί κάθε τιμή και ανάπαυση και έχει τον εαυτό του κάτω απ' όλους, ώστε διόλου να μη σκέφτεται ότι είναι κάποιος, και όταν πιστεύει ότι χρεωστεί τον εαυτό του στο Θεό και σε όλους τους ανθρώπους, και γι' αυτό θεωρεί τους πειρασμούς και τις θλίψεις μεγάλη ευεργεσία, και τη χαρά και ανάπαυση μεγάλη ζημία. Και ποθεί τα πρώτα με όλη του την ψυχή, απ' όπου και αν έρχονται, ενώ φοβάται τα άλλα, ακόμη και αν από το Θεό γίνονται προς δοκιμήν. Και όσο βρίσκεται σ' αυτά τα δάκρυα, αρχίζει ο νους να αποκτά καθαρότητα και έρχεται στην αρχική του κατάσταση, δηλαδή στη φυσική γνώση, την οποία έχασε εξαιτίας των παθών.
Αυτή από μερικούς λέγεται φρόνηση, γιατί βλέπει ο νους τα πράγματα όπως είναι φυσικά, και πάλι από άλλους λέγεται διόραση, γιατί αυτός που την έχει γνωρίζει ένα μέρος από τα κρυμμένα μυστήρια, δηλαδή το σκοπό του Θεού που βρίσκεται στις θείες Γραφές και σε κάθε κτίσμα. Αυτή γεννιέται από τη διάκριση και μπορεί να κατανοεί τους λόγους των αισθητών και νοητών. Γι' αυτό λέγεται θεωρία των όντων, δηλαδή των κτισμάτων, αλλά αυτή είναι φυσική και προέρχεται από την καθαρότητα του νου.
Αν τώρα κανείς καταξιωθεί να φτάσει στην προόραση για την κοινή ωφέλεια, αυτό είναι υπέρ τη φύση. Γιατί μόνο ο Θεός προγνωρίζει τα πάντα σε κάθε περίπτωση, και το σκοπό κάθε πράγματος που έκανε και κάθε λόγου της θείας Γραφής, και παρέχει κατά χάρη στους άξιους το να γνωρίζουν. Ώστε η μεν θεωρία των αισθητών και νοητών κτισμάτων, που λέγεται φρόνηση, είναι διόραση και φυσική γνώση, γιατί προϋπήρχε στην ανθρώπινη φύση, αλλά τα πάθη σκότισαν το νου· και αν ο Θεός δεν πάρει τα πάθη με την πρακτική αρετή, ο νους δεν μπορεί να βλέπει.
Η δε προόραση δεν είναι έτσι, αλλά είναι χάρη και υπέρ τη φύση. Αλλά και η διόραση χωρίς το Θεό δεν γίνεται, αν και είναι φυσική. Γιατί και οι Έλληνες επινόησαν πολλά, δεν βρήκαν όμως το σκοπό του Θεού στα κτίσματα, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, αλλ' ούτε και το Θεό, επειδή δεν είχαν την ταπείνωση και την πίστη του Αβραάμ.
Τότε λέγεται κανείς πιστός, όταν από τα ορατά πιστεύει τα αόρατα. Όταν πιστεύει κανείς σ' αυτά που του φαίνονται, δεν πιστεύει σ' εκείνον που διδάσκει ή κηρύττει. Γι' αυτό, για να δοκιμαστεί η πίστη, οι πειρασμοί είναι φανεροί, ενώ οι ενέργειες της θείας βοήθειας αφανείς, για να βρίσκει ο πιστός μετά το τέλος του πειρασμού τη γνώση, και έτσι να μαθαίνει ότι είχε άγνοια και ότι ευεργετείται, και να κερδίζει την ταπείνωση και την αγάπη προς το Θεό ως Ευεργέτη, και προς τον πλησίον για την υπηρεσία του Θεού.
Και αυτό το κάνει με φυσικότητα και το θεωρεί χρέος, για το οποίο και ποθεί να τηρεί τις εντολές. Μισεί τα πάθη ως εχθρούς, και καταφρονεί το σώμα, γιατί το θεωρεί εμπόδιο για την απάθεια και τη γνώση του Θεού, δηλαδή για την κρυμμένη σοφία(Α΄ Κορ. 2, 7). και είναι εύλογα κρυμμένη.
Γιατί εκείνος που έχει επιτυχίες και απολαύσεις και την ανάπαυση και τη δόξα αυτού του κόσμου, είναι φανερά φίλος της σοφίας του κόσμου. Μα αγωνίζεται να κάνει τα αντίθετα απ' αυτά εκείνος που είναι φίλος της σοφίας του Θεού, δηλαδή εκείνος που καταπονείται και εγκρατεύεται κι έχει κάθε θλίψη και ατιμία για τη βασιλεία των ουρανών.
Ο πρώτος ποθεί να προσεγγίσει τα φαινόμενα αγαθά και τις γήινες γνώσεις και τους επίγειους βασιλιάδες, και γι' αυτό πολλές φορές υποφέρει, ενώ ο δεύτερος συμμετέχει στα παθήματα του Χριστού. Ο ένας επιδιώκει να έχει εδώ τις ελπίδες του, αν βέβαια μπορέσει να τις έχει, γιατί τα επίγεια είναι πρόσκαιρα και δυσεπίτευκτα· ενώ ο άλλος, σ' αυτή τη ζωή κρύβεται από τα μάτια των ανοήτων(Σ. Σολομ. 3, 2), όπως λέει η Γραφή, φανερώνεται όμως στη μέλλουσα, όταν τα κρυφά θα γίνουν φανερά.
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και για παρηγοριά αυτών που πενθούν(Ματθ. 5, 4) εδώ δίνεται η γνώση των κρυπτών, κατά τον Χρυσόστομο, δηλαδή η θεωρία των θείων Γραφών και των κτισμάτων. Από την πίστη δηλαδή γεννιέται ο φόβος, από αυτόν το πένθος, μέσω αυτού έρχεται η ταπείνωση, από την οποία έρχεται η διάκριση, και από αυτήν, η διόραση και κατά χάρη η προόραση.
Ο γνωστικός τώρα, δεν πρέπει να στηρίξει ποτέ δικό του νόημα, αλλά να θέλει να έχει πάντοτε μάρτυρα τη θεία Γραφή ή τη φύση του πράγματος. Όταν δεν υπάρχουν αυτά, δεν είναι αληθινή η γνώση, αλλά πονηρία και πλάνη, όπως λέει κάπου ο Μέγας Βασίλειος μιλώντας για τα άστρα. Ότι η θεία Γραφή κάποια λίγα αναφέρει, ενώ οι Έλληνες πλανώμενοι απαριθμούν πολλά. Γιατί ο σκοπός της θείας Γραφής είναι αυτός, να πει όσα συντελούν στο να σώσουν την ψυχή και να αποκαλύψουν σε μερικούς τα μυστήρια των θείων Γραφών και τους λόγους των όντων, δηλαδή το σκοπό, για τον οποίο έγινε κάθε πράγμα, για να φωτίζεται ο νους σχετικά με την αγάπη του Θεού και από την επιμέλειά Του για τα κτίσματα να γνωρίζει τη μεγαλοσύνη Του και την ανείπωτη σοφία και πρόνοιά Του.
Έτσι κανείς από τη γνώση αυτή φοβάται την παράβαση των εντολών του Θεού και κατηγορεί τη δική του αδυναμία και άγνοια, και από αυτό ταπεινοφρονεί και αγαπά το Θεό και δεν καταφρονεί τις εντολές Του, όπως εκείνοι που στερούνται την ενεργό γνώση Του. Πάλι όμως ο Θεός κρατάει απ' αυτόν μερικά μυστήρια, για να ποθεί και να μη νιώσει γρήγορα κόρο, όπως ο Αδάμ, και τον βρει έξω ο εχθρός και τον σύρει προς τη μοχθηρία του. Έτσι βέβαια γίνεται προς τους ενάρετους. Τους αγνώμονες τώρα, τους φοβερίζει με τους πειρασμούς για να απέχουν από την αμαρτία, και τους τονώνει με τις σωματικές ευεργεσίες, για να μην απελπίζονται.
Αυτά λοιπόν με την άπειρη αγαθότητά Του ενεργεί πάντοτε ο Θεός, για να σώσει και να λυτρώσει όλους από τις παγίδες του διαβόλου, είτε δίνοντας, είτε στερώντας μας τις ευεργεσίες και τις γνώσεις, και ανάλογα με την ευγνωμοσύνη του καθενός δίνει τα χαρίσματα και τα νοήματα. Επίσης και τη θεία Γραφή την έκανε σε άλλους να κρύβεται και σε άλλους να γνωρίζεται προς ωφέλειά τους, ανάλογα με την προαίρεση του κάθε αναγνώστη.
Ο σκοπός όμως των σοφιστών του κόσμου δεν ήταν τέτοιος, αλλά ο καθένας φρόντιζε να νικήσει τον άλλον και να φανεί σοφότερος, και γι' αυτό δε βρήκαν τον Κύριο εκείνοι, αλλ' ούτε κι αυτοί που τους μιμούνται, ακόμη και αν κοπιάζουν πολύ. Όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, ο Θεός δε φανερώνεται στους κόπους, αλλά στην ταπείνωση και στην απλότητα μέσω της πίστεως, δηλαδή της θεωρίας των Γραφών και των κτισμάτων. Σχετικά μ' αυτήν, λέει ο Κύριος: «Πώς μπορείτε να πιστέψετε, αφού ζητάτε δόξα ο ένας από τον άλλο; κλπ.»(Ιω. 5, 44).
Η μεγάλη πίστη είναι εκείνη που μπορεί όλη τη φροντίδα να την αναθέσει στο Θεό. Αυτήν ο Απόστολος την ονομάζει θεμέλιο(Κολ. 1, 23), ο Ιωάννης της Κλίμακος, μητέρα της ησυχίας, και ο άγιος Ισαάκ, πίστη της θεωρίας και θύρα των μυστηρίων. Γιατί εκείνος που έχει αυτή την πίστη είναι αμέριμνος σε όλα, όπως όλοι οι Άγιοι, οι οποίοι και αυτά τα ονόματά τους τα έχουν κατάλληλα, όπως συνέβαινε και με τους Δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης.
Ο Πέτρος έχει το όνομα της στερεότητας, ο Παύλος της αναπαύσεως, ο Ιάκωβος σημαίνει "πτερνιστής" επειδή με τη φτέρνα ποδοπάτησε τον Βελίαρ-σατανά. Ο Στέφανος πάλι έχει το όνομα του αμάραντου στεφάνου, ο Αθανάσιος της αθανασίας, ο Βασίλειος της βασιλείας, ο Γρηγόριος της εγρηγόρσεως της σοφίας, δηλαδή της θεολογίας, ο Χρυσόστομος του πολύτιμου χαρίσματος της ρητορείας και της πολυπόθητης χάρης, ο Ισαάκ της αφέσεως.
Και γενικά, όπως στην Παλαιά Διαθήκη, έτσι και στην Καινή τα ονόματα είναι κατάλληλα για τον καθένα. Έτσι και ο Αδάμ έχει το όνομα των τεσσάρων άκρων της γής. Το α σημαίνει την ανατολή, το δ τη δύση, το άλλο α την άρκτο (το βορρά) και το μ τη μεσημβρία (το νότο). Και πάλι ο άνθρωπος κατά την τότε γλώσσα, δηλαδή τη Συριακή, ονομάζεται φωτιά, γιατί έχει φύση όμοια με αυτή. Από έναν άνθρωπο δηλαδή έγινε όλος ο κόσμος, όπως από μιά λαμπάδα όσες θέλει κανένας ανάβει, χωρίς η πρώτη να εξαντλείται.
Ύστερα όμως από τη σύγχυση των γλωσσών(Γεν. 11, 9), άλλη γλώσσα ετυμολογεί τη λέξη άνθρωπος από τη λήθη που αυτός έχει, και άλλη από άλλες του ιδιότητες. Η Ελληνική γλώσσα πάλι την ετυμολογεί από το "άνω αθρέω" (άνω βλέπω). Αλλά κυρίως η φύση του ανθρώπου είναι ο λόγος, γι' αυτό και λέγεται λογικός, επειδή μόνος αυτός έχει αυτό το ιδίωμα. Γιατί κατά τα αλλά γνωρίσματά του υπάρχουν και άλλα κτίσματα που είναι συνώνυμά του.
Γι' αυτό έχομε χρέος να τα αφήσομε όλα, και ως λογικοί να προτιμήσομε το λόγο, και με το λόγο να προσφέρομε λόγους στο Λόγο του Θεού, ώστε να καταξιωθούμε για τους λόγους μας να λάβομε λόγους Πνεύματος Αγίου σ' αυτή τη ζωή, σύμφωνα με το λεγόμενο: «Αυτός δίνει προσευχή στον προσευχόμενο»(Α΄ Βασ. 2, 9), δηλαδή σ' εκείνον που προσεύχεται καλά με σωματική προσευχή, δίνει ο Θεός την προσευχή του νου.
Και σ' εκείνον που ασκεί αυτήν με επιμέλεια, δίνει την προσευχή που είναι ελεύθερη από μορφές και σχήματα και προέρχεται από τον αγνό φόβο του Θεού. Και πάλι σ' εκείνον που τελεί καλά αυτή την τελευταία προσευχή, του δίνει τη θεωρία των κτισμάτων. Και από αυτή, θα χαρίσει την αρπαγή του νου με συνέπεια την θεολογία και την ευεργεσία στη μέλλουσα ζωή σ' εκείνον που σχολάζει από όλα και έχει το Θεό μελέτη του με έργο και λόγο και όχι μόνο με την ακοή.
Η γνώση λοιπόν, όταν έρχεται αθέλητα και οδηγεί τον κάτοχό της στην ταπείνωση από ντροπή, γιατί πιστεύει ότι δεν την αξίζει, και, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, την αποστρέφεται σαν βλάβη, με το χέρι της ταπεινώσεως, ακόμη και αν ίσως είναι θεόσδοτη, τότε είναι καλή. Ένα αντίθετο παράδειγμα είναι με κάποιον, του οποίου την ψυχή απέσπασαν με τρίδοντο καμάκι οι μελανοί δαίμονες.
Τι συμφορά! Αυτός είχε μεγάλη φήμη και τόσο τον αγαπούσαν οι άνθρωποι, ώστε θρήνησαν όλοι τον θάνατό του και θεώρησαν μεγάλη ζημία τη στέρησή του. Αλλά για την υπερηφάνεια που είχε κρυμμένη μέσα του, άκουσε κάποιος γι' αυτόν μια φωνή από τον ουρανό: «Μην τον αναπαύσετε, γιατί ούτε μία ώρα δεν με ανέπαυσε».
Αλοίμονο· εκείνος που τον έλεγαν άγιο και πολλοί ήλπιζαν να σωθούν με τις προσευχές του από κάθε λογής πειρασμό, είχε τέτοιο τέλος για την υψηλοφροσύνη του. Το ότι αυτή ήταν η αίτια, είναι ολοφάνερο. Γιατί αν ήταν άλλη αμαρτία, δε θα διέφευγε την προσοχή όλων, ούτε πάλι θα μπορούσε να τη διαπράττει κάθε ώρα.
Αν πούμε ότι ήταν αίρεση, ο αιρετικός παροργίζει βέβαια το Θεό κάθε ώρα με τη βλασφημία της γνώμης του, πλήν όμως ούτε αυτή μένει για πάντα αφανής, αλλά κατ' οικονομίαν Θεού φανερώνεται για τη διόρθωση του αιρετικού, αν θελήσει να μεταστραφεί, ή για την ασφάλεια των άλλων. Επομένως μόνο η υψηλοφροσύνη με την αυταρέσκεια μπορεί να διαφύγει την προσοχή όλων, σχεδόν και εκείνου που την έχει, ακόμη και αν δεν παραχωρείται να πέσει σε πειρασμούς, από τους οποίους έρχεται η ψυχή σε έλεγχο και γνωρίζει την αδυναμία και την άγνοιά της.
Γι' αυτό και το Άγιο Πνεύμα δεν είχε βρεί ούτε μία ώρα ανάπαυση στην άθλια εκείνη ψυχή, γιατί είχε πάντοτε τον ίδιο λογισμό και ένιωθε αγαλλίαση γι' αυτόν, σαν να ήταν κάποιο κατόρθωμα· γι' αυτό και σκοτίσθηκε όπως οι δαίμονες. Δεν φαινόταν βέβαια ποτέ να αμαρτάνει, επειδή ίσως έτρεφε το ένα αυτό πάθος, την υψηλοφροσύνη, αντί για όλα τ' άλλα, και ήταν αρκετό αυτό στους δαίμονες, αφού μπορεί να αναπληρώσει τον τόπο των άλλων κακών, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος.
Δεν βρήκα ο ίδιος τη διάκριση και τη θεωρία για το θέμα αυτό, αλλά την άκουσα από τον άγιο Γέροντα και την έγραψα. Αυτός είπε και για τον άγιο Παύλο τον Απλό, ότι ο λόγος που δεν τον άκουσε αμέσως ο δαίμονας να βγει από τον άνθρωπο, ήταν επειδή δεν υπάκουσε αμέσως να βάλει μετάνοια, όταν ο Μέγας Αντώνιος του είπε: «Αββά Παύλε, βγάλε τον δαίμονα από αυτόν τον άνθρωπο», αλλά κατά κάποιο τρόπο έφερνε αντίρρηση λέγοντας: «Γιατί δεν τον βγάζεις εσύ;». Και όταν άκουσε από τον Αντώνιο ότι «εγώ δεν αδειάζω», τότε υπάκουσε. Και γι' αυτό είπε ο μακάριος Γέροντας ότι δε βγήκε αμέσως ο δαίμονας, αλλά αφού κοπίασε πολύ ο αββάς Παύλος. Η εξήγηση αυτή είναι εύλογη, όχι μόνο γιατί ο Γέροντας ως θεοφόρος είναι αξιόπιστος, αλλά γιατί μαρτυρείται και από το περιστατικό του νιπτήρα,(Ιω. 13, 7-8) και από την αντιλογία του Μωυσή(Εξ. 4, 10), και από την ιστορία του Προφήτη εκείνου που ζητούσε να τον χτυπήσει κάποιος. Αλλά επειδή η ιστορία αυτή(Γ΄ Βασ. 21, 35-42) έχει σημασία και δεν την είπαμε, θα την πούμε τώρα.
Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται κάποιος βασιλιάς ότι διοικούσε με τυραννικό τρόπο, ώστε ο φιλάνθρωπος Θεός μη υποφέροντας την τυραννία διέταξε τον Προφήτη να πάει και να ελέγξει τον βασιλιά εκείνο. Ο Προφήτης επειδή γνώριζε ότι ο βασιλιάς ήταν απάνθρωπος, δεν ήθελε να πάει όπως ήταν, μην τυχόν τον δει από μακριά και εννοήσει την αιτία και τον διώξει, και έτσι δεν μπορέσει να τον ελέγξει, ή πάλι αν του έλεγε ότι «για την απανθρωπιά σου με έστειλε ο Θεός», μήπως δεν προσέξει στα λεγόμενα.
Σκέφτηκε λοιπόν να χτυπηθεί από κάποιον και να πάει στο βασιλιά καταματωμένος σαν μυνητής, ώστε έτσι να τον παραπλανήσει και να τον κάνει ν' ακούσει. Και αφού βρήκε στο δρόμο κάποιον που κρατούσε αξίνα, του είπε: «Ο Κύριος διατάζει: σήκωσε την αξίνα σου και χτύπησέ με στο κεφάλι». Αυτός, επειδή ήταν θεοσεβής, είπε: «Ποτέ, κύριέ μου· εγώ είμαι άνθρωπος του Θεού, δε θα σηκώσω το χέρι μου σε προφήτη που έχρισε ο Κύριος». Και είπε ο Προφήτης: «Ο Κύριος λέει: επειδή δεν υπάκουσες στη φωνή του Κυρίου, να έρθει λιοντάρι από την έρημο και να σε σπαράξει».
Αυτό δεν ήταν οργή, μη γένοιτο· αλλά έγινε προς ωφέλεια πολλών. Και ήταν άξιος ο αγαθός εκείνος άνθρωπος να μην πεθάνει όπως οι λοιποί άνθρωποι, αλλά, κατά τον λόγο του Κυρίου, να σπαραχθεί από το θηρίο και να στεφανωθεί εξαιτίας του σκληρού αυτού θανάτου.
Κάτι ανάλογο λέγεται στο Γεροντικό για τέσσερις ιερείς που είχαν συμφωνήσει να μείνουν μαζί. Οι δύο πέθαναν και απήλθαν στον Κύριο· ο τέταρτος, που ήταν και διακονητής τους, έπεσε στην πορνεία. Οι δύο λοιπόν ζητούσαν από τον Κύριο να σπαραχθεί ο τέταρτος από θηρίο για να εξιλεωθεί για την αμαρτία του, μα ο Κύριος δεν τους άκουσε· έκρινε πως έπρεπε να ακούσει τον τρίτο ησυχαστή που προσευχόταν για τον διακονητή, να σωθεί από το λιοντάρι.
Στη συνέχεια της ιστορίας, ο Προφήτης βρήκε έναν άλλον υπάκουο και του είπε: «Ο Κύριος διατάζει: σήκωσε την αξίνα σου και χτύπησέ με στο κεφάλι». Αυτός, ακούγοντάς το «ο Κύριος διατάζει», χωρίς να εξετάσει, χτύπησε με την αξίνα του τον Προφήτη στο κεφάλι. Τότε ο Προφήτης του είπε, όπως κάποτε ο Μωυσής: «Να έχεις την ευλογία του Κυρίου, γιατί άκουσες το λόγο του Κυρίου»(Εξ. 32, 29).
Ώστε ο πρώτος από πολλή καλωσύνη σεβάστηκε τον Προφήτη και δεν υπάκουσε, όπως ο Πέτρος δεν άφηνε τον Κύριο να του νίψει τα πόδια(Ιω. 13, 8), ενώ ο άλλος χωρίς να εξετάσει έκανε υπακοή, όπως ο λαός του Μωυσή εκπλήρωσε την υπακοή με το να σφάξει ο ένας τον άλλο(Εξ. 32, 27-28).
Και στα φανερά, εκείνος που ακούει το θείο θέλημα, κάνει καλύτερα, γιατί θεωρεί σοφότερη από τη φυσική γνώση την υπερφυσική διαταγή του Κυρίου της φύσεως· ενώ εκείνος που παρακούει, κάνει κάτι κατώτερο, γιατί θεωρεί τα φαινομενικά καλά δικαιότερα απ' όσα ζητεί ο Θεός. Βαθύτερα όμως δεν είναι έτσι, αλλά σημασία έχει ο σκοπός της υπακοής ή της παρακοής.
Εκείνος δηλαδή που έχει σκοπό να αρέσει στο Θεό, αυτός είναι που κάνει το καλύτερο. Και στα φανερά, ο Θεός φαίνεται να οργίζεται εναντίον εκείνου που παράκουσε και να ευλογεί εκείνον που υπάκουσε· στο βάθος όμως δεν είναι έτσι, αλλά όπως είπαμε σύμφωνα με τη φυσική θεωρία, και οι δύο ήταν εξίσου αγαθοί, γιατί ο σκοπός και των δύο ήταν σύμφωνος με το θέλημα του Θεού. Και αυτά μεν έτσι είναι.
Ο δε Προφήτης, αφού πήγε στον βασιλιά και στάθηκε εμπρός του, του είπε: «Βασιλιά, κάνε εκδίκηση, γιατί εκεί που ερχόμουν στο δρόμο, με συνάντησε κάποιος και με χτύπησε στο κεφάλι». Αυτός βλέποντας τα αίματα και την πληγή, θύμωσε κατά τη συνήθειά του, όχι όμως εναντίον του Προφήτη, αλλά νομίζοντας ότι έχει να κρίνει κάποιον άλλο και όχι τον εαυτό του, αποφάσισε βαριά ποινή εναντίον του δράστη.
Και ο Προφήτης, αφού πέτυχε εκείνο που ήθελε, του λέει: «Καλά είπες, βασιλιά. Για τούτο, να τι λέει ο Κύριος: Θα συντρίψω τη βασιλεία σου και θα την αφαιρέσω από σένα και από τους απογόνους σου, επειδή εσύ είσαι εκείνος που έκανε αυτά.» Και έτσι ο Προφήτης ολοκλήρωσε την αποστολή του όπως ήθελε, και με τέχνη έκανε τον βασιλιά να προσέξει στα λεγόμενά του, και έφυγε δοξάζοντας το Θεό.
Τέτοιες λοιπόν ήταν οι ψυχές των Προφητών. Αγαπούσαν το Θεό και ήταν πρόθυμες να υποφέρουν για την εκπλήρωση του θελήματός Του, γιατί είχαν γνώση Θεού. Και είναι εύλογο. Εκείνος που γνωρίζει ακριβώς μία οδό ή μιά τέχνη, την ακολουθεί με κάθε ευκολία και προθυμία και δείχνει και σε άλλους τη διαδρομή ή τα μυστικά και τους τρόπους της τέχνης, ακόμη και αν είναι νέος και απλοϊκός, ενώ οι άλλοι είναι γέροντες και σοφοί σε άλλα θέματα.
Και οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες δεν έμαθαν τη θεογνωσία και τη σοφία εξ ακοής όπως εμείς, αλλά έδωσαν το αίμα τους και έλαβαν πνεύμα, όπως λένε οι Γέροντες: «Δώσε αίμα για να λάβεις πνεύμα».
Γι' αυτό και οι Πατέρες αντί σωματικό μαρτύριο υπέστησαν το μαρτύριο της συνειδήσεως, έχοντας αντί σωματικό θάνατο το θάνατο της προαιρέσεως, για να νικήσει ο νους τα σαρκικά θελήματα και να γίνει βασιλιάς, με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα και η εξουσία, η τιμή και η προσκύνηση, και τώρα και πάντοτε και στους αιώνες. Αμήν.
----------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 233-243)
Η προσευχή μου μου γίνεται πειρασμός και η απροσεξία, καταστροφή. «Όποιος προσθέτει γνώση, προσθέτει πόνο»(Εκκλ. 1, 18), λέει ο Σολομών. Απορώ και εξίσταμαι και δεν ξέρω τι να κάνω. Αν ίσως γνωρίζω και δεν κάνω, η γνώση συντελεί στην καταδίκη μου. Αλοίμονο, τι να διαλέξω; Από την άγνοιά μου, τα βλέπω όλα αντίθετα και δεν μπορώ να τα ταιριάσω.
Δε βρίσκω την αρετή και τη σοφία που κρύβονται στους πειρασμούς, γιατί δεν έχω υπομονή. Φεύγοντας από την ησυχία για τους λογισμούς, βρίσκω έξω τα πάθη στον πειρασμό μέσω των αισθήσεων. Αν θελήσω να ασκήσω νηστεία και αγρυπνία, βρίσκω εμπόδιο την οίηση και την ατονία.
Όταν τρώω και κοιμάμαι αφειδώς, έρχομαι στην αμαρτία χωρίς να θέλω. Απ' όλα αποσύρομαι και φεύγω για το φόβο της αμαρτίας, και η ακηδία πάλι με καταπονεί, αν και βλέπω πολλούς να στεφανώνονται από τέτοιους πολέμους και πειρασμούς, γιατί έχουν βέβαιη πίστη, με την οποία απέκτησαν το θείο φόβο, και με το φόβο έφτασαν στην εργασία των λοιπών αρετών.
Αν είχα και εγώ την πίστη όπως εκείνοι, θα αποκτούσα το φόβο, μέσω του οποίου έλαβαν την ευσέβεια και τη γνώση, κατά τον Προφήτη, από την οποία προέρχονται η ισχύς, η βουλή, η σύνεση και η σοφία του Πνεύματος(Ησ. 11, 2) για εκείνους που μένουν κοντά στο Θεό με αμεριμνία και μελέτη των θείων Γραφών με υπομονή, με την οποία εξισώνονται τα άνω και τα κάτω.
Όταν δηλαδή κάποιο πάθος παίρνει σχήμα αρετής, ο χρόνος και η πείρα το ξεσκεπάζουν. Όταν πάλι η αρετή παρεκκλίνει σε πάθος, ο χρόνος και η πείρα συνήθως την ξεχωρίζουν από αυτό με την υπομονή.
Γιατί αν η υπομονή δε γεννηθεί στην ψυχή από την πίστη, αυτή διόλου δεν μπορεί να έχει αρετή. «Με την υπομονή σας σώστε τις ψυχές σας»(Λουκ. 21, 19), λέει ο Κύριος, ο Οποίος μόνος Του έκτισε τις καρδιές των ανθρώπων(Ψαλμ. 32, 15), όπως λέει ο Ψαλμωδός.
Και από αυτό γίνεται φανερό ότι μόνη της κτίζεται η καρδιά, δηλαδή ο νους, με την υπομονή στις θλίψεις. Γιατί όποιος πιστεύει ότι έχει κάποιον άλλο που κυβερνά αόρατα τη ζωή του, πότε πείθεται στο λογισμό του που του λέει, «θέλω τούτο και δεν θέλω εκείνο· αυτό είναι καλό, εκείνο είναι κακό»; Αν έχει άνθρωπο για κυβερνήτη, οφείλει να τον ερωτά σε κάθε ζήτημα και να δέχεται με τ' αυτιά του την απόκριση και να εκπληρώνει με έργο τα λεγόμενα.
Αν όμως δεν έχει κανένα, τότε, κατά τον Ευχαΐτη, έχει το Χριστό, να τον ερωτά με προσευχή από την καρδιά του, και με την πίστη να ελπίζει την απόκριση με έργο και με λόγο, μην τυχόν ο σατανάς, ο οποίος δεν μπορεί να κάνει με έργο, αποκρίνεται με λόγο, προσποιούμενος ότι είναι κυβερνήτης, και σύρει στην απώλεια εκείνους που δεν έχουν υπομονή.
Γιατί οι τέτοιοι άνθρωποι σπεύδουν από άγνοια να λάβουν εκείνα που ποτέ δεν τους δίνονται· επειδή μία ημέρα στα μάτια του Κυρίου είναι σαν χίλια χρόνια και χίλια χρόνια σαν μία ήμερα(Ψαλμ. 89, 4). Εκείνος όμως που από την υπομονή απέκτησε πείρα των τεχνασμάτων του εχθρού, κάνει ό,τι ο Απόστολος, δηλαδή πυγμαχεί και τρέχει με υπομονή, για να φτάσει το στόχο του(Α΄ Κορ. 9, 24 και 26) και να μπορέσει να πει: «Δεν αγνοούμε τις επιδιώξεις του εχθρού»(Β΄ Κορ. 2, 11), δηλαδή τα αφανή τεχνάσματά του, που οι πολλοί τα αγνοούν.
Γιατί ο εχθρός, όπως λέει ο Απόστολος, παίρνει τη μορφή φωτεινού αγγέλου(Β΄ Κορ. 11, 14), και τούτο δεν είναι παράδοξο· γιατί και οι λογισμοί που αυτός παρουσιάζει στην καρδιά, φαίνονται σαν λογισμοί δικαιοσύνης στους απείρους. Γι' αυτό είναι καλό το "δεν γνωρίζω".
Και έτσι κανείς ούτε στα λεγόμενα του Αγγέλου θα απιστεί, ούτε στις πανουργίες του εχθρού θα πιστεύει, αλλά θ' αποφεύγει με την υπομονή και τους δύο γκρεμούς και θα περιμένει να του δοθεί στην πράξη η απόκριση μετά πολλά χρόνια, χωρίς να το επιδιώκει ο ίδιος ή να το γνωρίζει (αντίστοιχα συμβαίνει, όπως είπε κάποιος, και με τη θεωρία των όντων, δηλαδή των κτισμάτων του Θεού) μέχρις ότου φτάσει σε κάποιο λιμάνι, δηλαδή στην έμπρακτη γνώση. Και όταν τη δει ότι παραμένει πολλά χρόνια, τότε θα μάθει ότι όντως εισακούστηκε η προσευχή του και έλαβε απόκριση αοράτως.
Για παράδειγμα, προσεύχεται κανείς να νικήσει τα πάθη που τον πολεμούν. Και δεν ακούει κανένα λόγο, ούτε βλέπει σχήμα παραπλανητικό. Αλλά και αν ίσως γίνει κάτι τέτοιο στον ύπνο ή και αισθητώς, δεν πιστεύει διόλου. Ύστερα λοιπόν από χρόνια βλέπει τον πόλεμο εκείνο να τερματίζεται από τη χάρη και έρχονται νοήματα που σύρουν το νου του στην ταπείνωση και στη γνώση της αδυναμίας του.
Μα ούτε έτσι δεν πιστεύει, αλλά περιμένει πολλά χρόνια, από φόβο μήπως και αυτό είναι απάτη των δαιμόνων. Όπως λέει ο Χρυσόστομος για τους Αποστόλους, γι' αυτό ο Κύριος, αφού τους είπε εκείνα τα θλιβερά, στο τέλος πρόσθεσε: «Όποιος υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί»(Ματθ. 10, 22), για να μην ξενοιάσουν δηλαδή, αλλά να αγωνίζονται από φόβο μην πέσουν. Γιατί δεν ωφελείται κανείς από τις άλλες αρετές, ακόμη κι αν ζει με ουράνιο τρόπο, αν έχει την αλαζονεία, με την οποία ο διάβολος και ο Αδάμ και τόσοι άλλοι έχουν πέσει.
Γι' αυτό δεν πρέπει ποτέ κανείς να αποβάλει το φόβο, μέχρις ότου φτάσει στο λιμάνι της τέλειας αγάπης(Α΄ Ιω. 4, 18) και γίνει ξένος προς τον κόσμο και το σώμα. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν αφήνει θεληματικά το φόβο, αλλά από τη μεγάλη πίστη που κάνει το νου να μη φροντίζει για ζωή ή θάνατο του σώματος, φτάνει στον αγνό φόβο(Ψαλμ. 18, 10) της αγάπης. Σχετικά μ' αυτόν λέει ο Μέγας Αθανάσιος προς τους τελείους: «Μη φοβάσαι το Θεό σαν τύραννο, αλλά να τον φοβάσαι για την αγάπη Του, για να μη φοβάσαι μόνον επειδή αμαρτάνεις, αλλά και γιατί ο Θεός σε αγαπά και δεν τον αγαπάς, και γιατί ευεργετείσαι αναξίως».
Έτσι με τον φόβο των αγαθών αυτών ωθεί κανείς την ψυχή του να αγαπά και γίνεται άξιος των ευεργεσιών που του γίνονται και μέλλει να του γίνουν, με την ευγνωμοσύνη προς τον Ευεργέτη· και από τον αγνό φόβο της αγάπης φτάνει στην υπερφυσική ταπείνωση. Γιατί όσο καλό και αν δέχεται και όσα δεινά αν υπομένει, διόλου δεν νομίζει ότι από δική του δύναμη ή φρόνηση έχει την υπομονή ή την καλή ψυχική και σωματική κατάσταση.
Από την ταπεινοφροσύνη δηλαδή, έλαβε τη διάκριση, με την οποία γνωρίζει ότι είναι κτίσμα του Θεού και ότι κανένα αγαθό δεν μπορεί να κάνει από τον εαυτό του, ούτε να το φυλάξει αν του δοθεί από τη χάρη, και ούτε πειρασμό να ανατρέπει, ούτε να υπομένει από τη δική του ανδρεία και φρόνηση.
Και από τη διάκριση έρχεται σε μερική γνώση των πραγμάτων και αρχίζει να βλέπει με το νου του όλα τα όντα, και μη γνωρίζοντας τους λόγους τους ποθεί τον Διδάσκαλο. Κι επειδή δεν τον ανακαλύπτει, γιατί είναι αθέατος, αλλά κι επειδή άλλον που εμφανίζεται ως διδάσκαλος, δεν τον ανέχεται, όπως έμαθε από τη διάκριση, ούτε δέχεται νόημα χωρίς μαρτυρία από τις Γραφές, μένει απορημένος.
Και γι' αυτό όλα όσα κάνει και διδάσκει, τα θεωρεί για τίποτε, βλέποντας πριν από αυτόν τόσο πλήθος ανθρώπων που έπεσαν, με πολλούς κόπους και γνώσεις, από τον Αδάμ κι εδώθε. Και όπως ακούει και δεν εννοεί κάτι από τις θείες Γραφές, αρχίζει να δακρύζει από τη γνώση αυτή, δηλαδή από το ότι γνωρίζει ότι πράγματι δεν γνωρίζει όπως πρέπει.
Και το θαυμαστό είναι ότι εκείνος που νομίζει ότι κάτι γνωρίζει, δεν έχει ακόμη γνωρίσει τίποτε, όπως πρέπει να το γνωρίζει(Α΄ Κορ. 8, 2), και εκείνο που νομίζει ότι έχει, θα του αφαιρεθεί(Ματθ. 13, 12), όπως λέει ο Κύριος, επειδή δηλαδή νομίζει αλλά δεν έχει.
Και αντίθετα, εκείνος που νομίζει ότι είναι ανόητος και ασύνετος, ασθενής και χωρίς γνώση, θρηνεί γι' αυτό και οδύρεται, νομίζοντας ότι λαμβάνει και εκείνα που δεν έχει, με την ευγνωμοσύνη. Γιατί η ταπείνωση γεννιέται από πολλές αρετές, αλλά γεννά κι αυτή τα τελειότερα. Επίσης και η γνώση και η ευχαριστία και η προσευχή και η αγάπη, επειδή πάντοτε δέχονται αύξηση αυτές οι αρετές.
Λόγου χάρη, ταπεινώνεται κανείς και θρηνεί ως αμαρτωλός, και απ' αυτό εγκρατεύεται και υπομένει τις θλίψεις που προκαλούνται εκούσια και ακούσια, από τους δαίμονες και από την άσκηση και από τους ανθρώπους, για να δοκιμαστεί η πίστη του και να φανεί αν έχει την ελπίδα του στο Θεό, ή σε άνθρωπο, ή στη δική του δύναμη και φρόνηση.
Και αφού υποστεί με επιτυχία τις δοκιμασίες με την υπομονή(Ιακ. 1, 12) και με το να αφήσει τα πάντα στο Θεό, λαμβάνει τη μεγάλη πίστη, εκείνην που λέει ο Κύριος: «Αν έρθει ο Υιός του ανθρώπου, άραγε θα βρεί την πίστη;»(Λουκ. 18, 8). Με την πίστη λοιπόν αυτή θα επιτύχει τη νίκη κατά των εχθρών.
Και όταν την επιτύχει, συνειδητοποιεί την αδυναμία του και την άγνοια, επειδή έρχεται σ' αυτόν δύναμη και σοφία από το Θεό. Και τότε αρχίζει με ταπείνωση ψυχής να ευχαριστεί και να τρέμει, από φόβο μήπως πάλι όπως πριν πέσει σε παρακοή του Θεού.
Και από τον αγνό αυτό φόβο, που δεν οφείλεται στην αμαρτία, και από την ευχαριστία, την υπομονή και την ταπείνωση που αξιώθηκε από τη γνώση, αρχίζει να ελπίζει ότι κατά χάρη θα βρει έλεος. Από την πείρα πάλι των ευεργεσιών που του γίνονται, περιμένει και φοβάται μήπως βρεθεί ανάξιος για τις τόσο μεγάλες ευεργεσίες του Θεού.
Και απ' αυτό αυξάνονται μέσα του η ταπείνωση και η εγκάρδια προσευχή. Και όσο αυτές αυξάνονται μαζί με την ευχαριστία, δέχεται μεγαλύτερη γνώση. Και έτσι από τη γνώση έρχεται στο φόβο και από το φόβο στην ευχαριστία και στη γνώση που είναι πάνω απ' αυτά. Και απ' αυτό αγαπά τον Ευεργέτη φυσικά και με χαρά ποθεί να τον υπηρετήσει ως χρεώστης λόγω της γνώσεως.
Και αμέσως δέχεται αύξηση στη γνώση και, μαζί με τις ειδικές ευεργεσίες, θεωρεί και τις γενικές. Μην μπορώντας να ευχαριστεί γι' αυτές, πενθεί και, θαυμάζοντας πάλι τη χάρη του Θεού, παρηγορείται. Και άλλοτε έχει επίπονα δάκρυα, ενώ άλλοτε πάλι από την αγάπη χύνει δάκρυα γλυκύτερα και από το μέλι λόγω της πνευματικής χαράς, η οποία προέρχεται από την ανείπωτη ταπείνωση.
Όλα αυτά βέβαια, όταν αληθινά ποθεί κάθε θέλημα του Θεού και μισεί κάθε τιμή και ανάπαυση και έχει τον εαυτό του κάτω απ' όλους, ώστε διόλου να μη σκέφτεται ότι είναι κάποιος, και όταν πιστεύει ότι χρεωστεί τον εαυτό του στο Θεό και σε όλους τους ανθρώπους, και γι' αυτό θεωρεί τους πειρασμούς και τις θλίψεις μεγάλη ευεργεσία, και τη χαρά και ανάπαυση μεγάλη ζημία. Και ποθεί τα πρώτα με όλη του την ψυχή, απ' όπου και αν έρχονται, ενώ φοβάται τα άλλα, ακόμη και αν από το Θεό γίνονται προς δοκιμήν. Και όσο βρίσκεται σ' αυτά τα δάκρυα, αρχίζει ο νους να αποκτά καθαρότητα και έρχεται στην αρχική του κατάσταση, δηλαδή στη φυσική γνώση, την οποία έχασε εξαιτίας των παθών.
Αυτή από μερικούς λέγεται φρόνηση, γιατί βλέπει ο νους τα πράγματα όπως είναι φυσικά, και πάλι από άλλους λέγεται διόραση, γιατί αυτός που την έχει γνωρίζει ένα μέρος από τα κρυμμένα μυστήρια, δηλαδή το σκοπό του Θεού που βρίσκεται στις θείες Γραφές και σε κάθε κτίσμα. Αυτή γεννιέται από τη διάκριση και μπορεί να κατανοεί τους λόγους των αισθητών και νοητών. Γι' αυτό λέγεται θεωρία των όντων, δηλαδή των κτισμάτων, αλλά αυτή είναι φυσική και προέρχεται από την καθαρότητα του νου.
Αν τώρα κανείς καταξιωθεί να φτάσει στην προόραση για την κοινή ωφέλεια, αυτό είναι υπέρ τη φύση. Γιατί μόνο ο Θεός προγνωρίζει τα πάντα σε κάθε περίπτωση, και το σκοπό κάθε πράγματος που έκανε και κάθε λόγου της θείας Γραφής, και παρέχει κατά χάρη στους άξιους το να γνωρίζουν. Ώστε η μεν θεωρία των αισθητών και νοητών κτισμάτων, που λέγεται φρόνηση, είναι διόραση και φυσική γνώση, γιατί προϋπήρχε στην ανθρώπινη φύση, αλλά τα πάθη σκότισαν το νου· και αν ο Θεός δεν πάρει τα πάθη με την πρακτική αρετή, ο νους δεν μπορεί να βλέπει.
Η δε προόραση δεν είναι έτσι, αλλά είναι χάρη και υπέρ τη φύση. Αλλά και η διόραση χωρίς το Θεό δεν γίνεται, αν και είναι φυσική. Γιατί και οι Έλληνες επινόησαν πολλά, δεν βρήκαν όμως το σκοπό του Θεού στα κτίσματα, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, αλλ' ούτε και το Θεό, επειδή δεν είχαν την ταπείνωση και την πίστη του Αβραάμ.
Τότε λέγεται κανείς πιστός, όταν από τα ορατά πιστεύει τα αόρατα. Όταν πιστεύει κανείς σ' αυτά που του φαίνονται, δεν πιστεύει σ' εκείνον που διδάσκει ή κηρύττει. Γι' αυτό, για να δοκιμαστεί η πίστη, οι πειρασμοί είναι φανεροί, ενώ οι ενέργειες της θείας βοήθειας αφανείς, για να βρίσκει ο πιστός μετά το τέλος του πειρασμού τη γνώση, και έτσι να μαθαίνει ότι είχε άγνοια και ότι ευεργετείται, και να κερδίζει την ταπείνωση και την αγάπη προς το Θεό ως Ευεργέτη, και προς τον πλησίον για την υπηρεσία του Θεού.
Και αυτό το κάνει με φυσικότητα και το θεωρεί χρέος, για το οποίο και ποθεί να τηρεί τις εντολές. Μισεί τα πάθη ως εχθρούς, και καταφρονεί το σώμα, γιατί το θεωρεί εμπόδιο για την απάθεια και τη γνώση του Θεού, δηλαδή για την κρυμμένη σοφία(Α΄ Κορ. 2, 7). και είναι εύλογα κρυμμένη.
Γιατί εκείνος που έχει επιτυχίες και απολαύσεις και την ανάπαυση και τη δόξα αυτού του κόσμου, είναι φανερά φίλος της σοφίας του κόσμου. Μα αγωνίζεται να κάνει τα αντίθετα απ' αυτά εκείνος που είναι φίλος της σοφίας του Θεού, δηλαδή εκείνος που καταπονείται και εγκρατεύεται κι έχει κάθε θλίψη και ατιμία για τη βασιλεία των ουρανών.
Ο πρώτος ποθεί να προσεγγίσει τα φαινόμενα αγαθά και τις γήινες γνώσεις και τους επίγειους βασιλιάδες, και γι' αυτό πολλές φορές υποφέρει, ενώ ο δεύτερος συμμετέχει στα παθήματα του Χριστού. Ο ένας επιδιώκει να έχει εδώ τις ελπίδες του, αν βέβαια μπορέσει να τις έχει, γιατί τα επίγεια είναι πρόσκαιρα και δυσεπίτευκτα· ενώ ο άλλος, σ' αυτή τη ζωή κρύβεται από τα μάτια των ανοήτων(Σ. Σολομ. 3, 2), όπως λέει η Γραφή, φανερώνεται όμως στη μέλλουσα, όταν τα κρυφά θα γίνουν φανερά.
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και για παρηγοριά αυτών που πενθούν(Ματθ. 5, 4) εδώ δίνεται η γνώση των κρυπτών, κατά τον Χρυσόστομο, δηλαδή η θεωρία των θείων Γραφών και των κτισμάτων. Από την πίστη δηλαδή γεννιέται ο φόβος, από αυτόν το πένθος, μέσω αυτού έρχεται η ταπείνωση, από την οποία έρχεται η διάκριση, και από αυτήν, η διόραση και κατά χάρη η προόραση.
Ο γνωστικός τώρα, δεν πρέπει να στηρίξει ποτέ δικό του νόημα, αλλά να θέλει να έχει πάντοτε μάρτυρα τη θεία Γραφή ή τη φύση του πράγματος. Όταν δεν υπάρχουν αυτά, δεν είναι αληθινή η γνώση, αλλά πονηρία και πλάνη, όπως λέει κάπου ο Μέγας Βασίλειος μιλώντας για τα άστρα. Ότι η θεία Γραφή κάποια λίγα αναφέρει, ενώ οι Έλληνες πλανώμενοι απαριθμούν πολλά. Γιατί ο σκοπός της θείας Γραφής είναι αυτός, να πει όσα συντελούν στο να σώσουν την ψυχή και να αποκαλύψουν σε μερικούς τα μυστήρια των θείων Γραφών και τους λόγους των όντων, δηλαδή το σκοπό, για τον οποίο έγινε κάθε πράγμα, για να φωτίζεται ο νους σχετικά με την αγάπη του Θεού και από την επιμέλειά Του για τα κτίσματα να γνωρίζει τη μεγαλοσύνη Του και την ανείπωτη σοφία και πρόνοιά Του.
Έτσι κανείς από τη γνώση αυτή φοβάται την παράβαση των εντολών του Θεού και κατηγορεί τη δική του αδυναμία και άγνοια, και από αυτό ταπεινοφρονεί και αγαπά το Θεό και δεν καταφρονεί τις εντολές Του, όπως εκείνοι που στερούνται την ενεργό γνώση Του. Πάλι όμως ο Θεός κρατάει απ' αυτόν μερικά μυστήρια, για να ποθεί και να μη νιώσει γρήγορα κόρο, όπως ο Αδάμ, και τον βρει έξω ο εχθρός και τον σύρει προς τη μοχθηρία του. Έτσι βέβαια γίνεται προς τους ενάρετους. Τους αγνώμονες τώρα, τους φοβερίζει με τους πειρασμούς για να απέχουν από την αμαρτία, και τους τονώνει με τις σωματικές ευεργεσίες, για να μην απελπίζονται.
Αυτά λοιπόν με την άπειρη αγαθότητά Του ενεργεί πάντοτε ο Θεός, για να σώσει και να λυτρώσει όλους από τις παγίδες του διαβόλου, είτε δίνοντας, είτε στερώντας μας τις ευεργεσίες και τις γνώσεις, και ανάλογα με την ευγνωμοσύνη του καθενός δίνει τα χαρίσματα και τα νοήματα. Επίσης και τη θεία Γραφή την έκανε σε άλλους να κρύβεται και σε άλλους να γνωρίζεται προς ωφέλειά τους, ανάλογα με την προαίρεση του κάθε αναγνώστη.
Ο σκοπός όμως των σοφιστών του κόσμου δεν ήταν τέτοιος, αλλά ο καθένας φρόντιζε να νικήσει τον άλλον και να φανεί σοφότερος, και γι' αυτό δε βρήκαν τον Κύριο εκείνοι, αλλ' ούτε κι αυτοί που τους μιμούνται, ακόμη και αν κοπιάζουν πολύ. Όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, ο Θεός δε φανερώνεται στους κόπους, αλλά στην ταπείνωση και στην απλότητα μέσω της πίστεως, δηλαδή της θεωρίας των Γραφών και των κτισμάτων. Σχετικά μ' αυτήν, λέει ο Κύριος: «Πώς μπορείτε να πιστέψετε, αφού ζητάτε δόξα ο ένας από τον άλλο; κλπ.»(Ιω. 5, 44).
Η μεγάλη πίστη είναι εκείνη που μπορεί όλη τη φροντίδα να την αναθέσει στο Θεό. Αυτήν ο Απόστολος την ονομάζει θεμέλιο(Κολ. 1, 23), ο Ιωάννης της Κλίμακος, μητέρα της ησυχίας, και ο άγιος Ισαάκ, πίστη της θεωρίας και θύρα των μυστηρίων. Γιατί εκείνος που έχει αυτή την πίστη είναι αμέριμνος σε όλα, όπως όλοι οι Άγιοι, οι οποίοι και αυτά τα ονόματά τους τα έχουν κατάλληλα, όπως συνέβαινε και με τους Δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης.
Ο Πέτρος έχει το όνομα της στερεότητας, ο Παύλος της αναπαύσεως, ο Ιάκωβος σημαίνει "πτερνιστής" επειδή με τη φτέρνα ποδοπάτησε τον Βελίαρ-σατανά. Ο Στέφανος πάλι έχει το όνομα του αμάραντου στεφάνου, ο Αθανάσιος της αθανασίας, ο Βασίλειος της βασιλείας, ο Γρηγόριος της εγρηγόρσεως της σοφίας, δηλαδή της θεολογίας, ο Χρυσόστομος του πολύτιμου χαρίσματος της ρητορείας και της πολυπόθητης χάρης, ο Ισαάκ της αφέσεως.
Και γενικά, όπως στην Παλαιά Διαθήκη, έτσι και στην Καινή τα ονόματα είναι κατάλληλα για τον καθένα. Έτσι και ο Αδάμ έχει το όνομα των τεσσάρων άκρων της γής. Το α σημαίνει την ανατολή, το δ τη δύση, το άλλο α την άρκτο (το βορρά) και το μ τη μεσημβρία (το νότο). Και πάλι ο άνθρωπος κατά την τότε γλώσσα, δηλαδή τη Συριακή, ονομάζεται φωτιά, γιατί έχει φύση όμοια με αυτή. Από έναν άνθρωπο δηλαδή έγινε όλος ο κόσμος, όπως από μιά λαμπάδα όσες θέλει κανένας ανάβει, χωρίς η πρώτη να εξαντλείται.
Ύστερα όμως από τη σύγχυση των γλωσσών(Γεν. 11, 9), άλλη γλώσσα ετυμολογεί τη λέξη άνθρωπος από τη λήθη που αυτός έχει, και άλλη από άλλες του ιδιότητες. Η Ελληνική γλώσσα πάλι την ετυμολογεί από το "άνω αθρέω" (άνω βλέπω). Αλλά κυρίως η φύση του ανθρώπου είναι ο λόγος, γι' αυτό και λέγεται λογικός, επειδή μόνος αυτός έχει αυτό το ιδίωμα. Γιατί κατά τα αλλά γνωρίσματά του υπάρχουν και άλλα κτίσματα που είναι συνώνυμά του.
Γι' αυτό έχομε χρέος να τα αφήσομε όλα, και ως λογικοί να προτιμήσομε το λόγο, και με το λόγο να προσφέρομε λόγους στο Λόγο του Θεού, ώστε να καταξιωθούμε για τους λόγους μας να λάβομε λόγους Πνεύματος Αγίου σ' αυτή τη ζωή, σύμφωνα με το λεγόμενο: «Αυτός δίνει προσευχή στον προσευχόμενο»(Α΄ Βασ. 2, 9), δηλαδή σ' εκείνον που προσεύχεται καλά με σωματική προσευχή, δίνει ο Θεός την προσευχή του νου.
Και σ' εκείνον που ασκεί αυτήν με επιμέλεια, δίνει την προσευχή που είναι ελεύθερη από μορφές και σχήματα και προέρχεται από τον αγνό φόβο του Θεού. Και πάλι σ' εκείνον που τελεί καλά αυτή την τελευταία προσευχή, του δίνει τη θεωρία των κτισμάτων. Και από αυτή, θα χαρίσει την αρπαγή του νου με συνέπεια την θεολογία και την ευεργεσία στη μέλλουσα ζωή σ' εκείνον που σχολάζει από όλα και έχει το Θεό μελέτη του με έργο και λόγο και όχι μόνο με την ακοή.
Η γνώση λοιπόν, όταν έρχεται αθέλητα και οδηγεί τον κάτοχό της στην ταπείνωση από ντροπή, γιατί πιστεύει ότι δεν την αξίζει, και, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, την αποστρέφεται σαν βλάβη, με το χέρι της ταπεινώσεως, ακόμη και αν ίσως είναι θεόσδοτη, τότε είναι καλή. Ένα αντίθετο παράδειγμα είναι με κάποιον, του οποίου την ψυχή απέσπασαν με τρίδοντο καμάκι οι μελανοί δαίμονες.
Τι συμφορά! Αυτός είχε μεγάλη φήμη και τόσο τον αγαπούσαν οι άνθρωποι, ώστε θρήνησαν όλοι τον θάνατό του και θεώρησαν μεγάλη ζημία τη στέρησή του. Αλλά για την υπερηφάνεια που είχε κρυμμένη μέσα του, άκουσε κάποιος γι' αυτόν μια φωνή από τον ουρανό: «Μην τον αναπαύσετε, γιατί ούτε μία ώρα δεν με ανέπαυσε».
Αλοίμονο· εκείνος που τον έλεγαν άγιο και πολλοί ήλπιζαν να σωθούν με τις προσευχές του από κάθε λογής πειρασμό, είχε τέτοιο τέλος για την υψηλοφροσύνη του. Το ότι αυτή ήταν η αίτια, είναι ολοφάνερο. Γιατί αν ήταν άλλη αμαρτία, δε θα διέφευγε την προσοχή όλων, ούτε πάλι θα μπορούσε να τη διαπράττει κάθε ώρα.
Αν πούμε ότι ήταν αίρεση, ο αιρετικός παροργίζει βέβαια το Θεό κάθε ώρα με τη βλασφημία της γνώμης του, πλήν όμως ούτε αυτή μένει για πάντα αφανής, αλλά κατ' οικονομίαν Θεού φανερώνεται για τη διόρθωση του αιρετικού, αν θελήσει να μεταστραφεί, ή για την ασφάλεια των άλλων. Επομένως μόνο η υψηλοφροσύνη με την αυταρέσκεια μπορεί να διαφύγει την προσοχή όλων, σχεδόν και εκείνου που την έχει, ακόμη και αν δεν παραχωρείται να πέσει σε πειρασμούς, από τους οποίους έρχεται η ψυχή σε έλεγχο και γνωρίζει την αδυναμία και την άγνοιά της.
Γι' αυτό και το Άγιο Πνεύμα δεν είχε βρεί ούτε μία ώρα ανάπαυση στην άθλια εκείνη ψυχή, γιατί είχε πάντοτε τον ίδιο λογισμό και ένιωθε αγαλλίαση γι' αυτόν, σαν να ήταν κάποιο κατόρθωμα· γι' αυτό και σκοτίσθηκε όπως οι δαίμονες. Δεν φαινόταν βέβαια ποτέ να αμαρτάνει, επειδή ίσως έτρεφε το ένα αυτό πάθος, την υψηλοφροσύνη, αντί για όλα τ' άλλα, και ήταν αρκετό αυτό στους δαίμονες, αφού μπορεί να αναπληρώσει τον τόπο των άλλων κακών, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος.
Δεν βρήκα ο ίδιος τη διάκριση και τη θεωρία για το θέμα αυτό, αλλά την άκουσα από τον άγιο Γέροντα και την έγραψα. Αυτός είπε και για τον άγιο Παύλο τον Απλό, ότι ο λόγος που δεν τον άκουσε αμέσως ο δαίμονας να βγει από τον άνθρωπο, ήταν επειδή δεν υπάκουσε αμέσως να βάλει μετάνοια, όταν ο Μέγας Αντώνιος του είπε: «Αββά Παύλε, βγάλε τον δαίμονα από αυτόν τον άνθρωπο», αλλά κατά κάποιο τρόπο έφερνε αντίρρηση λέγοντας: «Γιατί δεν τον βγάζεις εσύ;». Και όταν άκουσε από τον Αντώνιο ότι «εγώ δεν αδειάζω», τότε υπάκουσε. Και γι' αυτό είπε ο μακάριος Γέροντας ότι δε βγήκε αμέσως ο δαίμονας, αλλά αφού κοπίασε πολύ ο αββάς Παύλος. Η εξήγηση αυτή είναι εύλογη, όχι μόνο γιατί ο Γέροντας ως θεοφόρος είναι αξιόπιστος, αλλά γιατί μαρτυρείται και από το περιστατικό του νιπτήρα,(Ιω. 13, 7-8) και από την αντιλογία του Μωυσή(Εξ. 4, 10), και από την ιστορία του Προφήτη εκείνου που ζητούσε να τον χτυπήσει κάποιος. Αλλά επειδή η ιστορία αυτή(Γ΄ Βασ. 21, 35-42) έχει σημασία και δεν την είπαμε, θα την πούμε τώρα.
Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται κάποιος βασιλιάς ότι διοικούσε με τυραννικό τρόπο, ώστε ο φιλάνθρωπος Θεός μη υποφέροντας την τυραννία διέταξε τον Προφήτη να πάει και να ελέγξει τον βασιλιά εκείνο. Ο Προφήτης επειδή γνώριζε ότι ο βασιλιάς ήταν απάνθρωπος, δεν ήθελε να πάει όπως ήταν, μην τυχόν τον δει από μακριά και εννοήσει την αιτία και τον διώξει, και έτσι δεν μπορέσει να τον ελέγξει, ή πάλι αν του έλεγε ότι «για την απανθρωπιά σου με έστειλε ο Θεός», μήπως δεν προσέξει στα λεγόμενα.
Σκέφτηκε λοιπόν να χτυπηθεί από κάποιον και να πάει στο βασιλιά καταματωμένος σαν μυνητής, ώστε έτσι να τον παραπλανήσει και να τον κάνει ν' ακούσει. Και αφού βρήκε στο δρόμο κάποιον που κρατούσε αξίνα, του είπε: «Ο Κύριος διατάζει: σήκωσε την αξίνα σου και χτύπησέ με στο κεφάλι». Αυτός, επειδή ήταν θεοσεβής, είπε: «Ποτέ, κύριέ μου· εγώ είμαι άνθρωπος του Θεού, δε θα σηκώσω το χέρι μου σε προφήτη που έχρισε ο Κύριος». Και είπε ο Προφήτης: «Ο Κύριος λέει: επειδή δεν υπάκουσες στη φωνή του Κυρίου, να έρθει λιοντάρι από την έρημο και να σε σπαράξει».
Αυτό δεν ήταν οργή, μη γένοιτο· αλλά έγινε προς ωφέλεια πολλών. Και ήταν άξιος ο αγαθός εκείνος άνθρωπος να μην πεθάνει όπως οι λοιποί άνθρωποι, αλλά, κατά τον λόγο του Κυρίου, να σπαραχθεί από το θηρίο και να στεφανωθεί εξαιτίας του σκληρού αυτού θανάτου.
Κάτι ανάλογο λέγεται στο Γεροντικό για τέσσερις ιερείς που είχαν συμφωνήσει να μείνουν μαζί. Οι δύο πέθαναν και απήλθαν στον Κύριο· ο τέταρτος, που ήταν και διακονητής τους, έπεσε στην πορνεία. Οι δύο λοιπόν ζητούσαν από τον Κύριο να σπαραχθεί ο τέταρτος από θηρίο για να εξιλεωθεί για την αμαρτία του, μα ο Κύριος δεν τους άκουσε· έκρινε πως έπρεπε να ακούσει τον τρίτο ησυχαστή που προσευχόταν για τον διακονητή, να σωθεί από το λιοντάρι.
Στη συνέχεια της ιστορίας, ο Προφήτης βρήκε έναν άλλον υπάκουο και του είπε: «Ο Κύριος διατάζει: σήκωσε την αξίνα σου και χτύπησέ με στο κεφάλι». Αυτός, ακούγοντάς το «ο Κύριος διατάζει», χωρίς να εξετάσει, χτύπησε με την αξίνα του τον Προφήτη στο κεφάλι. Τότε ο Προφήτης του είπε, όπως κάποτε ο Μωυσής: «Να έχεις την ευλογία του Κυρίου, γιατί άκουσες το λόγο του Κυρίου»(Εξ. 32, 29).
Ώστε ο πρώτος από πολλή καλωσύνη σεβάστηκε τον Προφήτη και δεν υπάκουσε, όπως ο Πέτρος δεν άφηνε τον Κύριο να του νίψει τα πόδια(Ιω. 13, 8), ενώ ο άλλος χωρίς να εξετάσει έκανε υπακοή, όπως ο λαός του Μωυσή εκπλήρωσε την υπακοή με το να σφάξει ο ένας τον άλλο(Εξ. 32, 27-28).
Και στα φανερά, εκείνος που ακούει το θείο θέλημα, κάνει καλύτερα, γιατί θεωρεί σοφότερη από τη φυσική γνώση την υπερφυσική διαταγή του Κυρίου της φύσεως· ενώ εκείνος που παρακούει, κάνει κάτι κατώτερο, γιατί θεωρεί τα φαινομενικά καλά δικαιότερα απ' όσα ζητεί ο Θεός. Βαθύτερα όμως δεν είναι έτσι, αλλά σημασία έχει ο σκοπός της υπακοής ή της παρακοής.
Εκείνος δηλαδή που έχει σκοπό να αρέσει στο Θεό, αυτός είναι που κάνει το καλύτερο. Και στα φανερά, ο Θεός φαίνεται να οργίζεται εναντίον εκείνου που παράκουσε και να ευλογεί εκείνον που υπάκουσε· στο βάθος όμως δεν είναι έτσι, αλλά όπως είπαμε σύμφωνα με τη φυσική θεωρία, και οι δύο ήταν εξίσου αγαθοί, γιατί ο σκοπός και των δύο ήταν σύμφωνος με το θέλημα του Θεού. Και αυτά μεν έτσι είναι.
Ο δε Προφήτης, αφού πήγε στον βασιλιά και στάθηκε εμπρός του, του είπε: «Βασιλιά, κάνε εκδίκηση, γιατί εκεί που ερχόμουν στο δρόμο, με συνάντησε κάποιος και με χτύπησε στο κεφάλι». Αυτός βλέποντας τα αίματα και την πληγή, θύμωσε κατά τη συνήθειά του, όχι όμως εναντίον του Προφήτη, αλλά νομίζοντας ότι έχει να κρίνει κάποιον άλλο και όχι τον εαυτό του, αποφάσισε βαριά ποινή εναντίον του δράστη.
Και ο Προφήτης, αφού πέτυχε εκείνο που ήθελε, του λέει: «Καλά είπες, βασιλιά. Για τούτο, να τι λέει ο Κύριος: Θα συντρίψω τη βασιλεία σου και θα την αφαιρέσω από σένα και από τους απογόνους σου, επειδή εσύ είσαι εκείνος που έκανε αυτά.» Και έτσι ο Προφήτης ολοκλήρωσε την αποστολή του όπως ήθελε, και με τέχνη έκανε τον βασιλιά να προσέξει στα λεγόμενά του, και έφυγε δοξάζοντας το Θεό.
Τέτοιες λοιπόν ήταν οι ψυχές των Προφητών. Αγαπούσαν το Θεό και ήταν πρόθυμες να υποφέρουν για την εκπλήρωση του θελήματός Του, γιατί είχαν γνώση Θεού. Και είναι εύλογο. Εκείνος που γνωρίζει ακριβώς μία οδό ή μιά τέχνη, την ακολουθεί με κάθε ευκολία και προθυμία και δείχνει και σε άλλους τη διαδρομή ή τα μυστικά και τους τρόπους της τέχνης, ακόμη και αν είναι νέος και απλοϊκός, ενώ οι άλλοι είναι γέροντες και σοφοί σε άλλα θέματα.
Και οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες δεν έμαθαν τη θεογνωσία και τη σοφία εξ ακοής όπως εμείς, αλλά έδωσαν το αίμα τους και έλαβαν πνεύμα, όπως λένε οι Γέροντες: «Δώσε αίμα για να λάβεις πνεύμα».
Γι' αυτό και οι Πατέρες αντί σωματικό μαρτύριο υπέστησαν το μαρτύριο της συνειδήσεως, έχοντας αντί σωματικό θάνατο το θάνατο της προαιρέσεως, για να νικήσει ο νους τα σαρκικά θελήματα και να γίνει βασιλιάς, με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα και η εξουσία, η τιμή και η προσκύνηση, και τώρα και πάντοτε και στους αιώνες. Αμήν.
----------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 233-243)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.