Είναι απολύτως φυσικόν δια παν φιλοσοφικό σύστημα, το οποίο επιδιώκει να εξηγήσει εξ επόψεως των δεδομένων της φύσεως τα φαινόμενα και την εν αυτοίς ύπαρξιν του κακού να κάμνει σύγχυση μεταξύ των ιδεών της γενέσεως της ύλης και της πτώσεως αυτής(1). Αρχόμενος από παρατηρήσεων φιλοσοφικών και επιστημονικών επί του υλικού κόσμου είναι αδύνατον να φθάσει τις λογικώς εις τον χωρισμόν μεταξύ της δημιουργίας του κόσμου και της πτώσεως αυτού, απλούστατα διότι η νυν πραγματικότης παρουσιάζει προ οφθαλμών την φύσιν ως έχει μετά την πτώσιν(2).
Η έλλειψις ενδοκοσμικών αποδείξεων, ότι ο κόσμος είναι κατ' αρχήν τι θετικόν και αγαθόν, αν και τώρα μετά την πτώσιν υπάρχει εν αυτώ η φθορά και το κακόν, οδηγεί εις το συμπέρασμα, ότι η ύλη καθ' εαυτήν είναι κάτι αρνητικόν ή κακόν ή και ανύπαρκτον. Κατ' ουσίαν δεν δύναται να είναι ειμή το μέσον εκδηλώσεως ή εξωτερικεύσεως μιας έξω ή εντός αυτής κεκρυμμένης έννοιας.
Πάσα ορθολογική προσπάθεια προς λύσιν του προβλήματος περί προελεύσεως του κακού και προς εξεύρεσιν μιας πέραν του τάφου σημασίας της υπάρξεως του ανθρώπου, δημιουργεί την αντίληψιν, ότι η πραγματικότης ευρίσκεται εντός ή εκτός των υλικών φαινομένων(3). αυτά ταύτα τα φαινόμενα όμως είναι στέρησις της πραγματικότητος. Πάντα τα υλικά φαινόμενα είναι γένεσις και φθορά. η αρχή δε της μεταβολής κυριαρχεί των πάντων. Το αμετάβλητον, εάν υπάρχει, πρέπει να είναι εκτός ή εντός της ύλης(4).
Η ύλη της φιλοσοφίας είναι, λοιπόν, μια άρνησις άνευ αιωνίου νοήματος(5). Διαφέρει της πραγματικότητος καθ' ότι το μεταβλητόν και φθαρτόν είναι στέρησις του αμεταβλήτου. μόνον δε το αναλλοίωτον και άφθαρτον είναι πραγματικόν. Η φιλοσοφία αδυνατεί να γεφυρώσει την διαρχίαν μεταξύ ύλης και πραγματικότητος, διότι είναι αδύνατον εις τον φυσικόν άνθρωπον να διακρίνει μεταξύ της όλως θετικής δημιουργίας του κόσμου και της πτώσεως αυτού(6). Ο άνθρωπος δύναται να γνωρίσει τον χωρισμόν αυτόν μόνον εξ αποκαλύψεως.
Επειδή η φιλοσοφία κάμνει ριζικήν διάκριση μεταξύ ύλης και πραγματικότητος, έπεται ότι εξαλείφεται πάσα πραγματική διάκρισις μεταξύ Θεού και πραγματικότητος. Βασική προϋπόθεσις της φιλοσοφίας είναι ότι μόνο το αγέννητον και αναλλοίωτον είναι αθάνατον και πραγματικόν. Παν ότι έχει αρχήν εν χρόνω έχει και τέλος. Η φθορά πάντοτε επακολουθεί την γένεσιν. Εάν υπάρχει πραγματικότης εκτός ή εντός της ύλης, πρέπει κατ' ανάγκην να είναι αγέννητος, οπότε κατ' ουσίαν είναι συνάναρχος και συναΐδιος με την πρώτην αρχήν. Η διατήρησις επομένως της διαφοράς μεταξύ Θεού και αγεννήτων είναι πρόβλημα αδιάλυτον, όπερ αυτομάτως οδηγεί εις την ειμαρμένην ως την αρχήν πάσης διακρίσεως(7).
Ο κόσμος δεν είναι, κατά τους φιλοσόφους, αποτέλεσμα της εκ του μηδενός κατά βούλησιν δημιουργικής ενεργείας του Θεού. Βασική προϋπόθεσις των φιλοσόφων ήτο ότι εκ του μηδενός μηδέν προέρχεται(8). Κατ' αυτούς η δημιουργία είναι ή μία φυσική απόρροια της ουσίας του ενός (πανθεϊσμός), ή μία φαινομενική ή και πεπτωκυία αντανάκλασις ενός αγεννήτου πραγματικού κόσμου υποστατικών ιδεών (ιδεαλισμός), ή μία αδιάσπαστος ένωσις μορφής και ύλης, κατά την οποία η ύλη είναι η αρχή πολλαπλασιασμού της μορφής, αλλά χωρίς ανεξάρτητον ύπαρξιν και χωρίς απαρχήν (Αριστοτέλης). Ούτως ο θεός της φιλοσοφίας είναι ή αυτός ούτος ο κόσμος ή εν τέλειον, ανυπόσπαστον, και ανενέργητο ον, έχων σύντροφον αγέννητον συγκρότημα υποστατικων ιδεών και αξιών, ή το πολύ εν αεί ακίνητον κινούν το αεί κινούμενον άνευ επαφής μετά του κόσμου(9). Το κοινόν γνώρισμα της φιλοσοφίας, το οποίο αντίκειται οξέως εις το αποκαλυφθέν γεγονός της εκ του μηδενός δημιουργίας, είναι η εσφαλμένη προϋπόθεσις, ότι η πραγματικότης δύναται να είναι μόνον το φύσει άναρχον και ατελεύτητον δεδομένον. Το αίτιον και η αρχή της συνεχούς και ατελευτήτου υπάρξεως της πραγματικότητος δεν είναι, λοιπόν, η βούλησις του Θεού, αλλ' απλώς αυτή αύτη η φύσις της πραγματικότητος. Η αθανασία δεν οφείλεται εις την ενέργειαν του Θεού, αλλ' εις την ιδίαν φύσιν των αγεννήτων και αθανάτων πραγμάτων(10).
Εις τας στηριζομένας επί των δεδομένων της φύσεως του κόσμου και του ανθρώπου φιλοσοφίας επικρατεί φυσικώ τω λόγω η αντίληψις, ότι ο προορισμός του ανθρώπου είναι η ηδονή ή η ιδιοτελής ευδαιμονία. Και αι δύο εκδοχαί, η μία όλως υλιστική και η άλλη κατ' επίφασιν διάφορος της πρώτης, δέχονται την επιθυμίαν του ανθρώπου ως εν βασικόν και φυσικόν γεγονός. διαφέρουν δε εις τας αντιλήψεις των ως προς το είδος του σκοπού και τον τρόπον της επιτυχίας αυτού. Ο Ηδονισμός βασίζεται εις την αντίληψιν ότι αι φυσικαί ορμαί του ανθρώπου είναι αναπόφευκτοι, καθωρισμέναι ούσαι υπό της ειμαρμένης, και έχουν τον σκοπόν των εν εαυταίς, ή έχουν τον χαρακτήρα του λυτρωμού από των κατωτέρων πιεστικών αναγκών. Ο Ευδαιμονισμός στηρίζεται εις την γνώμην, ότι η ηδονή είναι απατηλή, μόνον δε φαινομενικώς ικανοποιεί τον άνθρωπον, καθ' ότι τα υλικά είναι μεταβλητά και άνευ διαρκούς σημασίας. Δια τούτο η επιτυχία της αμεταβλήτου ικανοποιήσεως της ανθρωπίνης δίψης ευρίσκεται μόνον εις τα αγέννητα και αμετάβλητα, εν οις παύει πλέον η ρευστή ψυχική κατάστασις ανεκπληρώτου αναζητήσεως.
Η ευδαιμονία της φιλοσοφίας επιτυγχάνεται κατά τον βαθμόν της προσεγγίσεως του καλύτερου και αποκτήσεως αυτού. Η πλήρης ευτυχία κατορθούται δια της τελικής ενοράσεως ή και ενώσεως μετά του υψίστου αγαθού. Καθ' όλον τον κόσμο της πραγματικότητος υπάρχει μια κλίμαξ αξιών, δια των οποίων τα πάντα έλκονται υπό του υψίστου όντος, όπερ υπ' ουδενός έλκεται, διότι είναι τέλειον. Το πολύ ίσως να υπάρχει εντός αυτού μία κίνησις μόνον προς εαυτό, διότι εκτός εαυτού τελειότερόν τι δεν υπάρχει(11). Το κακόν, το οποίον είναι έλλειψις του αμεταβλήτου, στέρησις σταθερότητος, γένεσις και φθορά, απέχει απείρως της αναλλοιώτου απλότητος του Ενός. Το Εν έλκει τα αγέννητα προς εαυτό χωρίς να κινείται, χωρίς να ενεργεί προς τι εκτός εαυτού. Το κακόν είναι η ανεξήγητος ροπή προς την αντίθετον του Ενός κατεύθυνσιν, προς τα μεταβλητά, προς την ύλην. Η σωτηρία, λοιπόν, είναι φυγή εκ του χρόνου, εκ της φθαρτής ύλης, και προσκόλλησις εις τα αγέννητα ή εις το Εν, άτινα ευρίσκονται εκτός του υλικού κόσμου ή υπάρχουν κεκρυμμένα εν αυτώ. Ο προορισμός του ανθρώπου είναι η απάθεια και ακινησία δια της αποκτήσεως του αμεταβλήτου. Δηλαδή, ο άνθρωπος σώζεται, όταν παύει πλέον να αναζητεί. Η επιθυμία είναι πτώσις εκ της πραγματικότητος εις τα μεταβαλλόμενα φαινόμενα. Είναι η αποτυχία του ανθρωπίνου νοός να ταυτισθεί με τα αμετάβλητα. Τα ορατά είναι απάτη δι' όσους δεν συλλαμβάνουν νοητικώς την κεκρυμμένην εντός ή εκτός αυτών πραγματικότητα. Η ύλη του Αριστοτέλους ή η χώρα του Πλάτωνος είναι η αρνητική αρχή πολλαπλασιασμού και ενσωματώσεως της πρώτης αμεταβλήτου ιδέας. Ο άνθρωπος εκπληρεί τον σκοπόν της ζωής του, όταν η διάνοιά του υπερβαίνει το μεσότειχον της "ύλης" ή της "χώρας" και κατανοεί την αγέννητον και ενυπόστατον ιδέαν, την αναλλοίωτον αρχήν, το γενικόν.
Η περί αθανασίας της ψυχής διδασκαλία της ελληνικής φιλοσοφίας βασίζεται εις την ιδέαν ότι ο πραγματικός άνθρωπος, δηλαδή η ιδέα αυτού, είναι της αμεταβλήτου και ανάρχου πραγματικότητος και ουχί των φθαρτών φαινομένων. Αι πολλαί ενσωματώσεις της ψυχής είναι η αρνητική όψις της υπάρξεως αυτής. Η εν σώματι κατάστασις της ψυχής είτε θεωρείται ως φυσική, διότι η ψυχή είναι σπινθήρ της παγκοσμίου ψυχής και επομένως αθάνατος και αμετάβλητος και αγέννητος, παρ' ότι φαινομενικώς αι ενσωματώσεις αυτής είναι αναρίθμητοι (Στωικοί), και διότι η ψυχή είναι το αγέννητον είδος του γένους και αχώριστον της ύλης, ήτις είναι η αρνητική αλλά όλως φυσική αρχή πολλαπλασιασμού και διαδοχής του γένους (Αριστοτέλης), ή θεωρείται (η εν σώματι κατάστασις) ως παρά φύσιν, καθόσον το σώμα είναι η φυλακή της ψυχής (Πλάτων).
Κατά τας απόψεις της ελληνικής φιλοσοφίας, η σωτηρία ή η εκπλήρωσις του προορισμού του ανθρώπου οφείλεται εις το ύψιστον Ον ουχί θετικώς δια μιας κατά βούλησιν ενεργείας αυτού, αφού το Ον δεν κινείται προς τα έξω αυτού, αλλά τουναντίον συντελείται όλως αρνητικώς, ήτοι δια της προς αυτό έλξεως των όντων. Κατά το μέγιστον μέρος ή εκπλήρωσις του τελικού σκοπού του ανθρώπου οφείλεται εις την ειμαρμένην και εις εν όλως φυσικόν συστατικόν του ανθρώπου, την φύσει αθάνατον ψυχήν(12). Η επιτυχία του τέλους, λοιπόν, είναι ή εν ήδη τετελεσμένον γεγονός , καθ' ότι η ψυχή (των "σοφών" τουλάχιστον) είναι ταυτόσημος προς την παγκόσμιον ψυχήν, ή προς την γενικήν μορφήν του γένους, οπότε η ευδαιμονία συνίσταται εις μίαν διανοητικήν εκδήλωσιν ζωής κατά την ήδη υπάρχουσα πραγματικότητα (η έκκλισις απ' αυτής συνεπάγεται την δυστυχίαν, καθόσον αποτελεί ύβριν κατά της ειμαρμένης, κατά του αμεταβλήτου), ή είναι εν μελλοντικόν γεγονός καθωρισμένον υπό της ειμαρμένης, ήτις πραγματοποιείται, όμως, εν μέρει νυν εν τη υπερβάσει των υλικών φαινομένων δια μιας ενθυμήσεως των εμφύτων εν τη ψυχή ιδεών, αι οποίαι εις μίαν προτέραν ύπαρξιν ήσαν αμέσως γνωσταί, αλλ' ένεκα της νυν ενσωματώσεως υπάρχουν τώρα εσκοτισμέναι.
Εντός των πλαισίων της ελληνικής σκέψεως η αποκάλυψις της αληθείας υπό του ενός, μόνου, και προσωπικού Θεού προς τον άνθρωπον είναι μωρία, πρώτον διότι το εν είναι ακίνητον ως προς τα εκτός εαυτού, και δεύτερον διότι ο άνθρωπος έχει την διανοητικήν δύναμιν να διεισδύσει εις το βαθύτερον νόημα των φαινομένων και να ταυτίσει το νουν του απ' ευθείας με την αγέννητον πραγματικότητα, και ούτω δια του είδους τούτου της γνώσεως να σώσει μόνος εαυτόν. Δια τους Έλληνας φιλοσόφους η σωτηρία ή η εκπλήρωσις του τέλους είναι αποτέλεσμα μιας διανοητικής προσπαθείας(13). Δια τούτο ακριβώς οι "Έλληνες σοφίαν ζητούσιν"(14).
Επειδή μόνον το αγέννητον, αμετάβλητον, και γενικόν είναι πραγματικόν, εκ φύσεως δε και δια της ασκήσεως του νοός αντιληπτόν εις το διανοητικόν μέρος του ανθρώπου, η ιστορία, ο χρόνος, ο τόπος και τα ατομικά γεγονότα δεν έχουν καμμίαν θετικήν σημασίαν καθ' εαυτά. Η βαθμιαία αυτοαποκάλυψις του Θεού προς τον εκλεκτόν και περιούσιον Αυτού λαόν Ισραήλ, η βαθμιαία προετοιμασία των Εβραίων υπό την ενεργόν και δυναμικήν καθοδήγησιν του Θεού προς δεξίωσιν της εν χρόνω και εν ορισμένω τόπω αληθώς σεσαρκωμένης ενυποστάτου Αληθείας, και η ανακαίνισις, διαιώνισις και αφθαρτοποίησης της ύλης, του χρόνου και της ιστορίας εν τη γεννήσει, σταυρώσει,και τη σαρκικωτάτη αναστάσει του Κυρίου, αποτελούν δια την ελληνικήν φιλοσοφίαν το ύψιστον της μωρίας. Δια τους Έλληνας φιλοσόφους η αλήθεια και η μετάληψις της σωστικής θείας ενεργείας δεν δίδεται προς τον κόσμον πρώτον βαθμιαίως εν συγκεκριμένοις προσώποις, χρόνοις και τόποις και μετά ταύτα κατ' αποφασιστικόν τρόπον δι' Ιησού Χριστού, αλλά τουναντίον είναι πάντοτε εις τον νουν παρούσα και γίνεται πάντοτε και οπουδήποτε αντιληπτή - αρκεί να υπάρχει ο φιλοσοφών άνθρωπος(15).
Παρ' όλην την διανοητικήν υπεροχήν του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, έλειπεν ολοτελώς εξ αυτού η έννοια της ανιδιοτελούς αγάπης, ήτις "ου ζητεί τα εαυτής"(16). Δεν ηδυνήθη η φιλοσοφία να συλλάβει μίαν αγάπη προς τι, όλως ελευθέραν πάσης ιδιοτελείας και απηλλαγμένην πάσης ανάγκης. Ο πόθος της ευδαιμονίας δια τον Έλληνα φιλόσοφον ήτο βεβαίως εν είδος πτώσεως. όχι όμως διότι εζήτει τα εαυτού, αλλ' απλώς διότι παρέμενεν ανεκπλήρωτος. Η απαλλαγή εκ της επιθυμίας δεν ήτο δια τον Έλληνα φιλόσοφον, όπως δια τον χριστιανόν, το απαραίτητο μέσον, δια του οποίου κατορθούται η ανιδιοτελής και δημιουργική αγάπη, ήτις εκδηλούται ελευθέρως και αδιακόπως προς τον έτερον. τουναντίον, εσήμαινε μόνον το τέλος πάσης κινήσεως και ενεργείας και την τελικήν επίτευξιν μιας μαθηματικής σταθερότητος, απηλλαγμένης πλέον πάσης διαιρέσεως και παντός πολλαπλασιασμού. Ούτως η ιδέα της ακάμπτου σταθερότητος και μαθηματικής ακριβείας εθεοποιήθη εν τη φανταστική και ανυπάρκτω ειμαρμένη(17).
Το αναλλοίωτον και ανενέργητο Εν της ελληνικής φιλοσοφίας είναι μάλλον μία προβολή της ανθρωπίνης δίψης δια την κατασφάλισην του νοήματος της ιδίας υπάρξεως και δια την ιδιοτελή ευδαιμονίαν. Είναι το αντικείμενον διανοητικής επιθυμίας του ανθρώπου προς μίαν όλως φυσικήν εξασφάλισην σωτηρίας άνευ όμως πραγματικής αποκαλύψεως και βαθμιαίας εν τω κόσμω σωστικής ενεργείας του Θεού, ως και μία ιδιοτελής αρχή φανταστικώς εκτισμένη κατά τας επιθυμίας του ανθρώπου. το Εν διαφέρει του ανθρώπου ως έχον εν εαυτώ την ιδιοτέλειάν του όλως πεπληρωμένην. Δεν κινείται προς τι εκτός εαυτού, απλούστατα διότι είναι εις τέλειον βαθμόν ακριβώς αυτό το οποίον επιδιώκει ο άνθρωπος. Διαφέρει δε του ανθρώπου μόνον καθ' ότι ο άνθρωπος αναζητεί την ακινησίαν, ενώ το ύψιστον ον είναι εκ φύσεως τελείως ακίνητον και εύδαιμον ως κατ' επιθυμίαν τέλειον.
Και δια τους Έλληνας Πατέρας ο Θεός είναι, βεβαίως, το ύψιστον αγαθόν και των εφετών η ακρότης, όχι όμως καθ' ομοίωσιν του ιδιοτελώς αγαπώντος ανθρώπου. Η αγάπη του Θεού δεν είναι μία ανάγκη της θείας φύσεως. Ούτω ο Θεός δεν έχει κατ' ουσίαν σχέσεις προς τον κόσμον αλλά μόνο κατ' ενέργειαν και βούλησιν χωρίς καμμίαν αλλοίωσιν της ουσίας Αυτού. Επίσης η προς το ύψιστον αγαθόν έφεσις της ψυχής είναι αφαλώς θέλημα Θεού και το απαραίτητον μέσον έλξεως του ανθρώπου, όχι όμως υπό την φιλοσοφικήν έννοιαν, καθ' ην η απόκτησις του όντως αγαθού σημαίνει την πλήρωσιν των ιδιοτελών επιθυμιών του ανθρώπου. Τουναντίον η έφεσις μιας ορθοδόξου ψυχής προς το άκρον αγαθόν συνοδεύεται υπό της ασκήσεως, ίνα απαλλαγεί η ψυχή της κυριαρχούσης αυτήν αγάπης της ανάγκης. Λοιπόν η πραγματική ευδαιμονία του ανθρώπου συνίσταται όχι εις την πεπληρωμένην ιδιοτέλειαν, αλλ' εις την καθ' ομοίωσιν του Θεού ελευθερίαν. "Αδέσποτον γαρ αρετή και εκούσιον, παντός φόβου και ανάγκης ελεύθερον"(18).
Η ύπαρξις του ακινήτου ενός της φιλοσοφίας εξαρτάται κατά πολύ από το κύρος και από την φυσικότητα της επιθυμίας του ανθρώπου δια την πλήρωσιν της ιδιοτελούς του αγάπης. Εάν όμως η επιθυμία αύτη είναι αποτέλεσμα πτώσεως, όχι εκ του Ενός, αλλά υπό την βιβλικήν έννοιαν, και εάν ο ένεκα πτώσεως νυν υπό τον θάνατονκαι την φθορά ευρισκόμενος κόσμος είναι κατά θετικήν βούλησιν και δημιουργικήν ενέργειαν του Θεού πραγματικός, τότε το ύψιστον ακίνητον εν της φιλοσοφίας ως και η διάκρισης μεταξύ κτίσματος και πραγματικότητος είναι εν κενόν και ανύπαρκτον φάντασμα.
Η διαρχία μεταξύ ύλης και πραγματικότητος βασίζεται κατά πολύ εις την ιδέαν ότι ο θάνατος είναι φυσικόν άμα, και φαινομενικόν γεγονός., αφού η ύλη ή ο υλικός κόσμος εν γένει στερείται διαρκούς πραγματικότητος, ήτις είναι ιδία άλλης διαστάσεως. Εν αντιθέσει προς την φιλοσοφικήν μέθοδον , ο περιούσιος λαός έμαθε δια της εις τους Προφήτας Θείας Αποκαλύψεως να διακρίνει σαφώς μεταξύ δημιουργίας του κόσμου και πτώσεως αυτού, ως και μεταξύ του νυν υπό τον θάνατον και τον διάβολον ευρισκομένου αιώνος και της του μέλλοντος αιώνος αναστάσεως και αφθαρτοποιήσεως της ύλης. Εις τους Εβραίους η ελληνιστική διαρχία ήτο εντελώς ξένη(19), διότι ο κόσμος, ορατός και αόρατος, είναι δια τον άνθρωπον ο μόνος πραγματικός υπό του Θεού δημιουργηθείς. Ο θάνατος δια τον Εβραίον δεν είναι φαινομενικός αλλά πραγματικός και τραγικός. Δι' αυτόν ο μόνος τρόπος σωτηρίας είναι η ανάστασις των νεκρών. Ο παρών κόσμος και ο κόσμος του μελλοντος αιώνος δεν είναι δύο διάφοροι κόσμοι. Η σωτηρία λοιπόν δεν είναι εκ του κόσμου, αλλ' εκ του ενεστώτος κακού(20). Τουναντίον, δια τους Ελληνας ο φυσικός τρόπος σωτηρίας είναι η φυγή της ψυχής εκ του σώματος και της ύλης εις την υπερβατικήν πραγματικότηταν. Αυτός ούτος ο θάνατος δηλαδή είναι η σωτηρία. Δια τον πλατωνίζοντα Έλληνα φιλόσοφον η ανάστασις του σώματος ισοδυναμεί προς την κόλασην της ψυχής ως συνιστώσα νέαν φυλάκισην αυτής. Δια πάντας τους φιλοσόφους η ανάστασις αποτελεί ανατροπήν της ειμαρμένης. δηλαδή, το τέλος της σοφίας του κόσμου τούτου. Ευνόητον, λοιπόν, διατί, "ακούσαντες ανάστασιν νεκρών, οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον. ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου"(21). Εκτός των υπό των αιρετικών, των Γνωστικών και του Κέλσου γενομένων κατά των Ορθοδόξων κατηγοριών, η απέχθεια, ην προεκάλει εις τους εθνικούς η διδασκαλία περί αναστάσεως της σαρκός, διακρίνεται σαφώς και εις τα λεγόμενα περί του Πλωτίνου βίου υπό Πορφυρίου: "Πλωτίνος ο καθ' ημάς γεγονώς φιλόσοφος εώκει μεν αισχυνομένω ότι εν σώματι είη. Από δε της τοιαύτης διαθέσεως ούτε περί του γένους αυτού διηγείσθαι ηνείχετο ούτε περί των γονέων ούτε περί της πατρίδος"(22).
---------------------------------
---------------------------------
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Οι παραπομπές και τα σχόλια θα αναρτηθούν μόλις ολοκληρωθεί η ανάρτηση του κυρίως κειμένου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.