90. Αλλά επειδή όλων των αγαθών αρχή και μεσότητα και τέλος, και αν θέλεις και χορηγός και αρχηγός, είναι η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη, το τρίπλοκο αυτό και θεοΰφαντο σχοινί, και προπάντων η αγάπη —γιατί ο Θεός είναι και λέγεται αγάπη(Α΄ Ιω. 4, 8)—, δεν είναι δίκαιο να μη συμπληρώσομε και με αυτές το σύγγραμμά μας. Ή μάλλον, επειδή κατά τον άγιο Ισαάκ, τότε δέχεται κανείς την τελειότητα των πολλών καρπών του Πνεύματος, όταν αξιωθεί την τέλεια αγάπη, ας αναφέρομε κάτι και γι' αυτή.
Γράφει λοιπόν ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Τώρα λοιπόν, ύστερα από τα προλεχθέντα, μένουν τα τρία αυτά που σφίγγουν και συγκρατούν το σύνδεσμο όλων, η πίστη, η ελπίδα, η αγάπη, μεγαλύτερο δε απ΄ όλα η αγάπη(Α΄ Κορ. 13, 13). Γιατί είναι το όνομα του Θεού. Εγώ όμως την πίστη τη βλέπω σαν ακτίνα, την ελπίδα σαν φως, την αγάπη σαν ηλιακό κύκλο, και όλα σαν μία αντανάκλαση και μία λαμπρότητα. Γιατί η πρώτη όλα μπορεί να τα κάνει και να τα δημιουργεί· τη δεύτερη την περικυκλώνει το έλεος του Θεού και δεν την αφήνει ν' απογοητευθεί(Ρωμ. 5, 5)· η τρίτη δεν πέφτει ούτε παύει να τρέχει ούτε αφήνει ποτέ εκείνον που πληγώθηκε από αυτή να ηρεμήσει από τη μακάρια μανία».
Ακόμη λέει: «Ο λόγος για την αγάπη είναι γνώριμος στους Αγγέλους· και σ' εκείνους, ανάλογα με την ενέργεια της ελλάμψεως. Αγάπη είναι ο Θεός, κι εκείνος που θέλει να δώσει τον ορισμό Του μοιάζει με τυφλό που μετράει την άμμο της αβύσσου. Η αγάπη ως προς την ποιότητά της είναι ομοίωση με το Θεό, όσο είναι δυνατό στους θνητούς· ως προς την ενέργεια είναι μέθη της ψυχής· κατά το ιδιαίτερο γνώρισμά της είναι πηγή πίστεως, άβυσσος μακροθυμίας, πέλαγος ταπεινώσεως. Αγάπη κυρίως είναι η απόρριψη κάθε εναντίας σκέψεως, αφού η αγάπη δε λογίζεται το κακό(Α΄ Κορ. 13, 5). Αγάπη και απάθεια και υιοθεσία μόνο κατά το όνομα διαφέρουν· όπως το φως, η φωτιά και η φλόγα συμπίπτουν σε μία ενέργεια, έτσι εννόησε και γι' αυτά».
Και ο άγιος Διάδοχος: «Σε κάθε πνευματική θεωρία, αδελφοί, να προηγείται η πίστη, η ελπίδα, η αγάπη· περισσότερο η αγάπη. Η πίστη και η ελπίδα διδάσκουν την καταφρόνηση των ορωμένων καλών, ενώ η αγάπη ενώνει την ίδια την ψυχή με τις αρετές του Θεού ανιχνεύοντας με νοερή αίσθηση τον αόρατο Θεό».
Ακόμη: «Άλλη είναι η αγάπη της ψυχής η φυσική, κι άλλη εκείνη που προξενεί σ' αυτή το Άγιο πνεύμα. Η πρώτη κινείται όταν θέλομε, σύμφωνα με τη δική μας θέληση, γι' αυτό και εύκολα λεηλατείται από τα πονηρά πνεύματα όταν δεν κρατάμε με βία την αγαπητική μας προαίρεση. Η άλλη εξάπτει σε τόσο βαθμό την ψυχή προς την αγάπη του Θεού, ώστε όλα τα μέρη της ψυχής να προσκολλώνται στην ανέκφραστη αγαθότητα του θείου πόθου με μια απέραντη απλότητα διαθέσεως. Γιατί τότε ο νους, γεμάτος από την πνευματική ενέργεια, σαν να κυοφορεί, αναβλύζει κάποια πηγή αγάπης και χαράς».
Και ο άγιος Ισαάκ: «Η αγάπη που προέρχεται από κάποια πράγματα, μοιάζει σαν μικρό λυχνάρι που τρέφεται με το λάδι του και έτσι διατηρεί το φως του. Ή και σαν ένας χείμαρρος που σχηματίζεται από τη βροχή, και όταν λείψει το νερό που τον δημιούργησε σταματά και η ροή του. Η αγάπη όμως που έχει αιτία το Θεό είναι σαν πηγή που αναβρύζει και που τα ρεύματά της δε σταματούν ποτέ, γιατί μόνος ο Θεός είναι πηγή της αγάπης και το νερό της είναι ανεξάντλητο». Κι όταν πάλι ερωτήθηκε ποιά είναι η τελειότητα των πολλών καρπών του Πνεύματος, αποκρίθηκε: «Ν' αξιωθεί κανείς την τέλεια αγάπη του Θεού». Κι όταν τον ξαναρώτησαν, από που γνωρίζει κανείς ότι έφτασε στην τέλεια αγάπη, αποκρίθηκε: «Όταν κινηθεί μέσα στη διάνοιά του η μνήμη του Θεού, ευθύς η καρδιά του κινείται στην αγάπη Του και τα μάτια του τρέχουν άφθονα δάκρυα. Γιατί η αγάπη, στη θύμηση των αγαπητών της συνηθίζει να προκαλεί τα δάκρυα. Κι ένας τέτοιος άνθρωπος ποτέ δεν έχει έλλειψη από δάκρυα, γιατί δεν του λείπει ποτέ η αιτία που τον φέρνει στη θύμηση του Θεού, ώστε και στον ύπνο του συνομιλεί με το Θεό. Είναι συνήθεια της αγάπης να τα κάνει αυτά. Και αυτή είναι η τελειότητα των ανθρώπων σ' αυτή τη ζωή τους».
Είπε πάλι: «Η αγάπη του Θεού είναι θερμή στη φύση της, κι όταν πέσει δίχως μέτρο πάνω σε κάποιον, κάνει την ψυχή του εκστατική. Γι' αυτό και η καρδιά εκείνου που την αισθάνθηκε δεν μπορεί να τη χωρέσει και να κάνει υπομονή, αλλά κατά το μέτρο της ποιότητας και του βαθμού της αγάπης που του ήρθε, παρατηρείται σ' αυτόν μια ασυνήθιστη αλλοίωση. Τα αισθητά σημάδια είναι τα εξής. Το πρόσωπο του ανθρώπου γίνεται πυρρόχρωμο, ολόχαρο· το σώμα του θερμαίνεται· απομακρύνεται από αυτόν ο φόβος και η συστολή και γίνεται σαν εκστατικός· φεύγει από αυτόν η δύναμη που συγκεντρώνει το νου και γίνεται σαν τρελλός· το φοβερό θάνατο τον θεωρεί χαρά· η θεωρία του νου του ουδέποτε διακόπτεται από τη μελέτη των ουρανίων· ενώ είναι απών μιλάει σαν να είναι παρών, χωρίς να τον βλέπει κανένας. Η φυσική γνώση και όρασή του φεύγουν από αυτόν και δε νιώθει με τις αισθήσεις την κίνησή του με την οποία κινείται στα πράγματα. Γιατί κι αν πράττει κάτι, δεν το αισθάνεται τελείως, επειδή ο νους του είναι υψωμένος στη θεωρία και η διάνοιά του είναι σαν να συνομιλεί πάντοτε με κάποιον άλλο. Με αυτή την πνευματική μέθη μέθυσαν κάποτε οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες· και οι μεν γύρισαν όλο τον κόσμο υπομένοντας κόπους και ονειδισμούς, οι δε κατακομματιάζονταν και έχυναν το αίμα τους ποτάμι. Και ενώ βασανίζονταν φοβερά, δεν έχαναν το ζήλο τους αλλά υπέφεραν με γενναιότητα· και ενώ ήταν σοφοί, θεωρήθηκαν ανόητοι. Άλλοι περιπλανήθηκαν σε έρημους, σε βουνά, σε σπήλαια και σε τρύπες της γης(Εβρ. 11, 38), ζώντας σε φαινομενική αταξία, ενώ ήταν πνευματικά εύτακτοι. Αυτή την "ανοησία" είθε να μας αξιώσει ο Θεός να φτάσομε κι εμείς».
------------------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 112-114).
Ακόμη: «Άλλη είναι η αγάπη της ψυχής η φυσική, κι άλλη εκείνη που προξενεί σ' αυτή το Άγιο πνεύμα. Η πρώτη κινείται όταν θέλομε, σύμφωνα με τη δική μας θέληση, γι' αυτό και εύκολα λεηλατείται από τα πονηρά πνεύματα όταν δεν κρατάμε με βία την αγαπητική μας προαίρεση. Η άλλη εξάπτει σε τόσο βαθμό την ψυχή προς την αγάπη του Θεού, ώστε όλα τα μέρη της ψυχής να προσκολλώνται στην ανέκφραστη αγαθότητα του θείου πόθου με μια απέραντη απλότητα διαθέσεως. Γιατί τότε ο νους, γεμάτος από την πνευματική ενέργεια, σαν να κυοφορεί, αναβλύζει κάποια πηγή αγάπης και χαράς».
Και ο άγιος Ισαάκ: «Η αγάπη που προέρχεται από κάποια πράγματα, μοιάζει σαν μικρό λυχνάρι που τρέφεται με το λάδι του και έτσι διατηρεί το φως του. Ή και σαν ένας χείμαρρος που σχηματίζεται από τη βροχή, και όταν λείψει το νερό που τον δημιούργησε σταματά και η ροή του. Η αγάπη όμως που έχει αιτία το Θεό είναι σαν πηγή που αναβρύζει και που τα ρεύματά της δε σταματούν ποτέ, γιατί μόνος ο Θεός είναι πηγή της αγάπης και το νερό της είναι ανεξάντλητο». Κι όταν πάλι ερωτήθηκε ποιά είναι η τελειότητα των πολλών καρπών του Πνεύματος, αποκρίθηκε: «Ν' αξιωθεί κανείς την τέλεια αγάπη του Θεού». Κι όταν τον ξαναρώτησαν, από που γνωρίζει κανείς ότι έφτασε στην τέλεια αγάπη, αποκρίθηκε: «Όταν κινηθεί μέσα στη διάνοιά του η μνήμη του Θεού, ευθύς η καρδιά του κινείται στην αγάπη Του και τα μάτια του τρέχουν άφθονα δάκρυα. Γιατί η αγάπη, στη θύμηση των αγαπητών της συνηθίζει να προκαλεί τα δάκρυα. Κι ένας τέτοιος άνθρωπος ποτέ δεν έχει έλλειψη από δάκρυα, γιατί δεν του λείπει ποτέ η αιτία που τον φέρνει στη θύμηση του Θεού, ώστε και στον ύπνο του συνομιλεί με το Θεό. Είναι συνήθεια της αγάπης να τα κάνει αυτά. Και αυτή είναι η τελειότητα των ανθρώπων σ' αυτή τη ζωή τους».
Είπε πάλι: «Η αγάπη του Θεού είναι θερμή στη φύση της, κι όταν πέσει δίχως μέτρο πάνω σε κάποιον, κάνει την ψυχή του εκστατική. Γι' αυτό και η καρδιά εκείνου που την αισθάνθηκε δεν μπορεί να τη χωρέσει και να κάνει υπομονή, αλλά κατά το μέτρο της ποιότητας και του βαθμού της αγάπης που του ήρθε, παρατηρείται σ' αυτόν μια ασυνήθιστη αλλοίωση. Τα αισθητά σημάδια είναι τα εξής. Το πρόσωπο του ανθρώπου γίνεται πυρρόχρωμο, ολόχαρο· το σώμα του θερμαίνεται· απομακρύνεται από αυτόν ο φόβος και η συστολή και γίνεται σαν εκστατικός· φεύγει από αυτόν η δύναμη που συγκεντρώνει το νου και γίνεται σαν τρελλός· το φοβερό θάνατο τον θεωρεί χαρά· η θεωρία του νου του ουδέποτε διακόπτεται από τη μελέτη των ουρανίων· ενώ είναι απών μιλάει σαν να είναι παρών, χωρίς να τον βλέπει κανένας. Η φυσική γνώση και όρασή του φεύγουν από αυτόν και δε νιώθει με τις αισθήσεις την κίνησή του με την οποία κινείται στα πράγματα. Γιατί κι αν πράττει κάτι, δεν το αισθάνεται τελείως, επειδή ο νους του είναι υψωμένος στη θεωρία και η διάνοιά του είναι σαν να συνομιλεί πάντοτε με κάποιον άλλο. Με αυτή την πνευματική μέθη μέθυσαν κάποτε οι Απόστολοι και οι Μάρτυρες· και οι μεν γύρισαν όλο τον κόσμο υπομένοντας κόπους και ονειδισμούς, οι δε κατακομματιάζονταν και έχυναν το αίμα τους ποτάμι. Και ενώ βασανίζονταν φοβερά, δεν έχαναν το ζήλο τους αλλά υπέφεραν με γενναιότητα· και ενώ ήταν σοφοί, θεωρήθηκαν ανόητοι. Άλλοι περιπλανήθηκαν σε έρημους, σε βουνά, σε σπήλαια και σε τρύπες της γης(Εβρ. 11, 38), ζώντας σε φαινομενική αταξία, ενώ ήταν πνευματικά εύτακτοι. Αυτή την "ανοησία" είθε να μας αξιώσει ο Θεός να φτάσομε κι εμείς».
------------------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 112-114).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.