...Δεν είμαι εις θέσιν να καθορίσω πόση ώρα επέρασεν, αφ' ότου ο Ήσυχαστής, μετάρσιος τω πνεύματι και θείως ηλλοιωμένος, διέκοψε την μυσταγώγησιν, η οποία έφερε τους μυσταγωγουμένους εις μίαν εντελώς άγνωστον μυστικήν εμπειρίαν...
Ο φίλος μου, ωσάν να... εφοβείτο μήπως μείνωμεν μετέωροι, από την εγκατάλειψιν της κτίσεως, εις την οποίαν μας οδήγησαν αι αναβάσεις του ερημίτου, υπέβαλλεν ανησύχως την ερώτησιν:
— Εις ποία πνευματικά και θεολογικά ύψη μας μετεωρίσατε, πάτερ! Αλλά θα ήθελα να πληροφορηθώ, πώς με τας αναβάσεις αυτάς δεν καταργούνται τα «καλά λίαν» κτίσματα του Θεού;
Ο Ησυχαστής, με ύφος δικαιολογημένης συγκαταβάσεως, είπε:
— Δεν καταργούνται, μην ανησυχείτε, τα κτίσματα του Θεού. Απλώς, υπερβαίνονται, ενώ παραμένουν ως ποικίλα, αλλά πολύ περιωρισμένης σημασίας, σύμβολα τού δημιουργού.
Όλα τα κτίσματα, αδελφοί μου, ενώπιον των αχανών ωκεανών των θείων τελειοτήτων, δεν είναι παρά μόνον μία σταγών!.. Εάν ο Θεος εδημιούργει περισσοτέρους κόσμους και τους διεκόσμει με τας καλλονάς των τελειοτήτων Του και των θείων ιδιωμάτων Του, oι άνθρωποι θα απέθνησκον από τον θαυμασμόν!
To πιστεύετε αυτό, αδελφοί μου; Ξεύρετε, πού δύναται να οδηγήσει η αφόρητος ηδονή της ψυχής;
Ο Ησυχαστής εσιώπησε δι' ολίγας στιγμάς και συνέχισεν:
— Εις την θεωρίαν του Θεού, ο νους ερωτοληπτείται. Πάσχει από θάμβος. Η καρδία σκιρτά και το πνεύμα αγάλλεται. Ο άνθρωπος γίνεται μετάρσιος, ελευθερώνεται η ψυχή από το βάρος του σώματος. Εντεύθεν ο νους γίνεται ό,τι βλέπει. Από την θείαν σοφίαν γίνεται σοφός. Από την αγιότητα γίνεται άγιος. Από την αγαθότητα, αγαθός. Από την απλότητα, απλούς. Από το θείον φως, όλος φως.... Αυτά τουλάχιστον πιστοποιούν όσοι μακάριοι τα έζησαν δια προσωπικής πείρας, την οποίαν εγώ δεν έχω...
Αλλά, αδελφοί μου, πρέπει να γνωρίζετε, δια να μη γίνεσθε εν αγνοία ειδωλολάτραι, ότι ο νους μας είναι φιλόκαλλος, φύσει. Έχει την θείαν έφεσιν να εννοεί τα άριστα και τελειότατα. Έλκεται από τα θεία κάλλη και εντρυφά εις αυτά. Επειδή όμως γνωρίζει, ότι δεν συλλαμβάνει παρά μίαν μόνον σταγόνα του θείου κάλλους, θαυμάζει και εξίσταται και πληρούται θείων ερώτων.
Εντεύθεν αδιάλειπτοι πόθοι καιόμενοι αναρριπίζονται εις την ψυχήν. Και εκείνα όπου εννοεί από τα θεία, μεταβάλλονται εις ύλην καιομένης αγάπης, δι' όσα δεν εννοεί. Και από αυτόν τον θείον έρωτα, καθαίρεται ο νους και η καρδία και καθίστανται θεοειδείς. Και ο νους από θεόμορφος θεούται, γίνεται θεός, κατά χάριν...
Πάλιν ο βαθύς και άγιος μοναχός εσιώπησε. Και μετ' ολίγον:
— Οι θεολόγοι Πατέρες λέγουν, ότι ο νους και ο Θεός είναι ο εις παράδειγμα του άλλου. Και όσον ο εραστής νους αναβαίνει δια της θεωρίας των θείων τελειοτήτων, τόσον ο ερωμένος Θεός συγκαταβαίνει από του ύψους του προς τον ερώντα τον Θεόν νουν. Και ούτω, θεός και άνθρωπος ενούνται μυστικώς. Και ο Θεός θεώνει τον νουν και τον πληροί με θείαν Χάριν...
Αυτή είναι η μακαρία συνάφεια του νου με τον Θεόν, του εραστού μετά του ερωμένου, του αρχετύπου μετά της εικόνος, του απείρου Θεού με το πεπερασμένον κτίσμα... Ο Ησυχαστής έδειξεν ότι ετελείωσε την διδασκαλίαν. Είχεν ήδη νυκτώσει και μόλις ηδυνάμην να διακρίνω τας εκφράσεις των προσώπων, του φίλου μου και του ασκητού. Διέκρινα όμως καθαρώς τας σκιας των, με την κεφαλήν ακουμβισμένην εις τα γόνατα και τας χείρας των εις το πρόσωπον.
Εις την αυλήν της Καλύβης, όπου καθήμεθα, δεν ηκούετο παρά μόνον η σιγή των πνευμάτων μας και η σιωπή της κύκλω φύσεως... Η ψυχή μου είχε δεχθεί θείον φωτισμόν. Η καρδία μου εσκίρτα από χαράν. Τα μάτια μου ήσαν υγρά. Η φαντασία μου ήτο πεπληρωμένη από ιεράς και υπερκοσμίους... εικόνας. Πώς να το προσδιορίσω; Εικόνας ανεικονίστους.
Πρώτην φοράν εις την ζωήν μου ησθάνθην να σχίζωνται οι ουρανοί εμπρός εις την έκπληκτον όρασιν της αστραπτομένης από θείον φως ψυχής μου. Το φως του θείου κόσμου εφεγγοβόλει ακόμη εντόνως εις το πνεύμα μου. Ιριδισμοί λεπτοί, αχνοί και χρώμα ουράνιον επεκάθησαν εις την ψυχήν μου. Ησθανόμην ανάλαφρον της σαρκός την βαρύτητα. Ωσάν να ήκουον πτερυγίσματα αγγέλων γύρω μου και επάνω μου. Ενόμιζα, ότι οι κόσμοι των μακαρίων πνευμάτων ηνώθησαν με τους ιδικούς μας και «πάντα επληρώθησαν φωτός, ουρανός τε και γη ...».
Το πνεύμα μου - είτε μετά σώματος, ουκ οίδα, είτε χωρίς σώματος, Θεός οίδεν - είχεν εισδύσει εις την άϋλον χώραν της βασιλείας των ουρανών. Δύο σχεδόν ώρας ο άγιος εκείνος Ησυχαστής μάς εμυσταγώγει εις την υψίστην έν Θεώ θεωρίαν. Τρεις δεκάδες ετών πνευματικών εμπειριών εκενώθησαν κατ' εκείνην την γλυκυτάτην και θείαν εσπέραν. Η Έρημος του Άθω εφρικίασεν ιερώς. Η νύξ μας προσέφερε το μυστήριον και την σιωπήν της. Και αι ψυχαί μας απερρόφησαν όλον το αμάλγαμα θείας και ανθρωπίνης βιώσεως. Και συνεκλονίσθημεν ιερώς. Και εκστασιάσθημεν θείως...
Έπλεον εις πελάγη αρρήτου αγαλλιάσεως. Η ψυχή μου είχε δεχθεί λουτρόν χάριτος. Έπαυσα να βλέπω και να ακούω κατ' αίσθησιν. Δεν ευρισκόμην επάνω εις την γην. Είχον υπερβεί τους όρους της φύσεως. Ησθανόμην να αναβαίνω, ως δια κλίμακος, τα άπειρα διαστήματα μεταξύ γης και ουρανού. Απώλεσα την αίσθησιν ότι εζων εις την υλώδη φύσιν. Όλη η πείρα μου με εγκατέλειψεν. Η γνώσις μου εξηφανίσθη. Η σκέψις ή λειτουργούσε παραδόξως ή κατέπαυεν. Η καρδία εφλέγετο αφλέκτως ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.