Περί του ότι πρέπει να βρούμε κάποιον αληθινό εργάτη της νοεράς προσευχής, από τον οποίον να μάθουμε τους τρόπους και τα σημεία της, και ότι όποιος την έχει μέσα του πάντοτε και την μελετά από τό βάθος της καρδιάς με πολλή ευλάβεια και προσοχή, αντιλαμβάνεται από κάποια πνευματικά σημεία ότι ενώνεται αοράτως η ψυχή του με τον μελετώμενο Ιησού. Επίσης και ποιος είναι ο καρπός αυτής της νοεράς προσευχής.
Ευλόγησον πάτερ.
Για να ελευθερωθεί ο άνθρωπος από τα πάθη και να τα ξεριζώσει από την καρδιά του, είναι αναγκαίο να αποκτήσει μέσα στην καρδιά του την νοερά προσευχή. Διότι αν δεν εγκατασταθεί η νοερά προσευχή στον τόπο, απ' όπου αναβλύζουν τα πάθη, αυτά δεν ξεριζώνονται.
Λοιπόν, αν δεν αποκοπούν τα πάθη από τον άνθρωπο, αναχωρούν από αυτόν ούτε οι δαίμονες. Διότι οι δαίμονες έχουν συνήθεια να συγκεντρώνονται εκεί που είναι τα πάθη, καθώς συγκεντρώνονται και οι μύγες εκεί που είναι κάποια βρώμικη πληγή και κάποια δυσοσμία. Και καθώς οι κόρακες και τα σαρκοφάγα πτηνά μαζεύονται εκεί πού βλέπουν πτώμα ή οσφραίνονται δυσοσμία νεκρού ζώου και το καταβροχθίζουν, έτσι και οι δαίμονες όταν δουν κάποιον σαρκικό και εμπαθή άνθρωπο, κάνουν εκεί την φωλιά τους και καταβροχθίζουν νοερώς με τις αισχρές επιθυμίες εκείνο το σαρκικό σώμα.
Γι' αυτό έλεγε ο προφήτης· «Έν τω εγγίζειν επ' εμέ κακούντας του φαγείν τάς σάρκας μου» (Ψλμ. κστ΄ 2). Αλλά δια να ελευθερωθεί κάποιος από τα πάθη όπως έχει ήδη ειπωθεί, είναι αναγκαίο να αποκτήσει την νοερά προσευχή στήν καρδιά του.
Και πάλι, για να την αποκτήσει κανείς στην καρδιά του, χρειάζεται να παρακαλεί τον Θεό γι' αυτό πολλές φορές με ταπείνωση, ταλαιπωρώντας το σώμα με νηστείες, με γονυκλισίες και με άλλους σωματικούς και φανερούς κόπους, για να τον ευσπλαγχνισθεί ο Θεός και να του δείξει κάποιον απλανή οδηγό, ο οποίος εργάζεται την νοερά προσευχή μυστικώς, από τον οποίο να την διδαχτεί ακριβώς.
Ή πάλι, αν δεν βρίσκεται κανείς τέτοιος οδηγός σ' εκείνον τον τόπο, να παρακαλεί τον Θεό να κάνει σ' αυτόν κάποια άλλη οικονομία γι' αυτό, δηλαδή να τον πληροφορήσει ο ίδιος ο Θεός. Ή, αν και βρίσκεται κάποιος εργάτης αυτής και την διδάσκει, όμως αυτός δεν μπορεί να την καταλάβει ακριβώς, τότε, ας παρακαλεί τον Θεό να τον οδηγήσει με κάποιο άλλο σημείο, πως να την μεταχειριστεί και πως να την αποκτήσει.
Κάποτε ένας αδελφός ακούγοντας κάποιον να ομιλεί για την νοερά προσευχή, επιθύμησε να την αποκτήσει και αυτός. Όμως, επειδή δεν μπορούσε να την αποκτήσει ούτε να την καταλάβει, διότι αυτή η νοερά προσευχή είναι δυσκολοκατανόητη και δυσκολοκατόρθωτη, γι' αυτό και ο αδελφός δόθηκε στην προσευχή παρακαλώντας τον Θεό να τον πληροφορήσει πως να την μεταχειριστεί και πώς να την λέγει, χωρίς να πλανηθεί. Διότι εκείνοι που ακολουθούν τον λογισμό τους σ' αυτήν την ευχή, χωρίς καμμία θεϊκή πληροφορία, είναι αδύνατο να μην τους κυριεύσει κάποια πλάνη από τον διάβολο, εκτός μόνον αν είναι κάνεις τελείως ταπεινόφρων και αποφεύγει τα τεχνάσματα του σατανά με θεϊκή φώτιση.
Γι' αυτό -λέγω-και ο αδελφός αυτός, παρακαλούσε τον Θεό με πολλή ταπείνωση. Διότι από την ώρα που άκουσε γι' αυτήν, προσπάθησε πολύ να την αποκτήσει. Όμως, πάλι δεν είχε καμμία αληθινή πληροφορία· «Χωρίς ἐμοῦ», λέγει ὁ Σωτήρ, «οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ιω. ιε' 5).
Βλέποντας λοιπόν ο Θεός τον πόθο του αδελφού, έστειλε στον ύπνο του τον άγγελό του με τη μορφή κάποιου γνωστού του Μοναχού, τον οποίο γνώριζε ο αδελφός ότι είναι τέλειος σ' αυτήν την ευχή.
Και λοιπόν ερμήνευε ο άγγελος αυτήν την νοερά και καρδιακή ευχή με τον εξής τρόπο· έχοντας το στήθος του γυμνό και λέγοντας από το βάθος της καρδιάς το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», έδειχνε στον αδελφό με ακρίβεια όλα τα σημεία της νοεράς και καρδιακής ευχής.
Όταν δηλαδή έλεγε ο άγγελος την ευχή, έβλεπε ο αδελφός την βία του αγγέλου, πώς δηλαδή από την πολλή εσωτερική βία, ίδρωνε και έφτυνε αίμα και στενοχωρούσε την καρδιά του με υπερβολή και είχε πολλή προσοχή στην ευχή. Και άλλοτε φαινόταν το πρόσωπό του δοξασμένο, λαμπρό και γεμάτο από Χάρη Θεού, από την χαρά που λάμβανε μέσα η καρδιά του από την ευχή, καθώς λέγει· «Καρδίας εὐφραινομένης θάλλει πρόσωπον» (Παρ. ιε' 13), άλλοτε πάλι φαινόταν η όψη του πικραμένη και λυπημένη από τους αένναους αναστεναγμούς, όπως λέγει ότι «Περίλυπός εστιν ἡ ψυχή μου»(Ματθ. κστ' 18).
Άλλοτε πάλι φαινόταν ο άγγελος ότι με την δύναμη και με την ενέργεια της προσευχής ημέρευε το θυμωμένο και άγριο πρόσωπό του. Άλλοτε φαινόταν ότι θα έπεφτε στη γη από την άκρα βία που ασκούσε στην ευχή, από ατονία και αδυναμία μεγάλη, και άλλοτε φαινόταν σαν σε καθρέπτη ότι η καρδιά του κινδύνευε να σπάσει και να φύγει από την θέση της, από την βία που της έκανε. Άλλοτε πάλι φαινόταν το σώμα του σαν νεκρό.
Και έλεγε στον αδελφό ο άγγελος· «Έτσι όπως με είδες να λέγω την ευχή, έτσι λέγε την και εσύ και θα βρει η ψυχή σου ανάπαυση». Αυτό το είδε ο αδελφός δύο και τρεις και πολλές φορές και κάνοντας έτσι αναπαύθηκε ο λογισμός του.
Ομοίως και ένας άλλος αδελφός, προσευχόμενος κάποτε νοερώς ήλθε σε οπτασία. Είδε μπροστά του δύο αγγέλους, οι οποίοι βαστούσαν ανοικτό ένα βιβλίο που ονομάζεται «Φιλοκαλία». Έδειχναν οι άγγελοι στον αδελφό με το δάκτυλό τους εκείνο το μέρος της Φιλοκαλίας που αναφέρεται στην νοερά προσευχή και λέγει ότι «οφείλει ο Μοναχός εις πάσαν αναπνοήν να λέγει μίαν ευχήν αργώς και καθαρώς». Και μόλις διάβασε αυτό το ρητό, αμέσως ήλθε πάλι στον εαυτό του.
Αλλά αυτός ο τρόπος της νοεράς προσευχής, όσο είναι υψηλός και σωστός, τόσο χρειάζεται και πολλή προετοιμασία σ' εκείνον που τον μεταχειρίζεται, καθώς λέγει ο αββάς Ισαάκ σε ένα μέρος των λόγων του· «Ἐν ἱδρῶτι εὐδόκησε ὁ σοφός Κύριος τοῦτον τόν ἄρτον τοῖς ζητοῦσιν εὑρίσκεσθαι. Καί τοῦτο συμφερόντως, ἵνα μή, πρό καιροῦ μεταλαβοῦσιν ἡμῖν ἐξ αὐτοῦ, γένηται ἀπεψία καί ἀποθανοῦμεν». Δηλαδή θέλησε ο πανάγαθος Θεός να λάβουν αυτό τα χάρισμα της νοεράς προσευχής και της νοεράς θεωρίας εκείνοι οι οποίοι ιδρώνουν και αγωνίζονται υπερβολικώς για την αγάπη αυτής της νοεράς προσευχής· καθώς και ένας από τους Πατέρες ειπε ότι πολύ αίμα έφτυσε από τήν βία πού εφάρμοσε, μέχρι να την αποκτήσει μέσα του.
Αυτό, το να αγωνιζόμαστε δηλαδή γι' αυτήν, έγινε από τον Θεό προνοητικώς, για το συμφέρον μας, για να προσέχουμε να μην ασχοληθούμε μ' αυτήν απλώς και ως έτυχε. Διότι αν την γευόμαστε χωρίς την πρέπουσα προετοιμασία, θα πεθάνουμε με θάνατο ψυχικό ή και σωματικό, καθώς το έπαθαν πολλοί και το παθαίνουν μέχρι σήμερα, επειδή μας έρχεται δυσπεψία, διότι η βρώση της στερεής τροφής είναι των τελείων, σύμφωνα με τον θείο Απόστολο, και όχι των νηπίων που θηλάζουν.
Αυτό το παθαίνουμε, διότι εκείνος που εργάζεται αυτήν την νοερά προσευχή με την πρέπουσα προετοιμασία, αυτός -λέγω- μεταλαμβάνει αοράτως τον Ιησού Χριστό, κάθε φορά που την λέγει από το βάθος του εαυτού του με άκρα ευλάβεια και με άκρα προσοχή προς αυτήν. Και αυτό το γνωρίζει από την κατάνυξη που του έρχεται εκείνην την ώρα, διότι λέγοντας το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με» από το βάθος της καρδιάς πολλές φορές, με θερμότατη πίστη, με άκρα ταπείνωση, με πολλή ευλάβεια, με καθαρή καρδιά, με ζωντανή ελπίδα και τα παρόμοια, αρχίζει αμέσως να αναβλύζει μέσα στην καρδιά η κατάνυξη, σαν από κάποια γλυκεία πηγή, από αυτό το μελετώμενο όνομα του Κυρίου Ιησού.
Όσο μάλιστα κατανύσσεται από αυτό το θείο όνομα του Χριστού και όσο πίνει και ποτίζεται η ψυχή από αυτό το θεϊκό νάμα του Χριστού, τόσο αγαπά και ο προσευχόμενος και κατανυσσόμενος να το μελετάει στην καρδιά του, περισσότερο και θερμότερα. Διότι όταν φθάσει σ' αυτήν την κατάσταση της νοεράς προσευχής, τότε ειρηνεύει όχι μόνον το σώμα από τα πάθη, αλλά και η καρδιά του από τους αισχρούς λογισμούς και διάγει ζωή αναπαυμένη, σαν να είναι άσαρκος, καθώς και εκείνος που μεταλαμβάνει αξίως τα Άχραντα Μυστήρια διάγει εκείνην την ημέρα ζωή ειρηνική και ολοένα τον Χριστό φαντάζεται και τον Χριστό στοχάζεται και δεν θέλει να μαθαίνει για τον κόσμο και για τα πράγματα του κόσμου, διότι τον κυριεύει ο έρωτας και η αγάπη του αμόλυντου Αρνίου, που είναι ο Χριστός.
Εκείνοι όμως που με αυθάδεια μεταχειρίζονται αυτόν τον τρόπο της νοεράς προσευχής, χωρίς να κάνουν καμμία προετοιμασία και χωρίς να συμβουλευτούν κανένα πνευματικό πατέρα πως να την μεταχειρίζονται, ομοιάζουν με εκείνους που τολμούν και κοινωνούν χωρίς εξομολόγηση και με αναξιότητα τα Άχραντα Μυστήρια του Κυρίου. Γι' αυτό και ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, επειδή δυσαρεστείται για την ανετοιμασία, την υπερηφάνεια και την υπεροψία τους, τους γίνεται βάρος ψυχικό και τιμωρούνται. Διότι, καθώς η Αγία Κοινωνία αγιάζει, φωτίζει και δροσίζει αυτούς που κοινωνούν αξίως, ενώ κολάζει, φλέγει, συσκοτίζει και θανατώνει αυτούς που κοινωνούν αναξίως, έτσι και η νοερά προσευχή τους νηστευτές, τους εγκρατείς και ταπεινόφρονες ειρηνεύει ψυχικώς και σωματικώς και τους ενδυναμώνει στην έργασία του Κυρίου, ενώ τους γαστρίμαργους, τους πολύφαγους και τους υπερήφανους, τους ζαλίζει τον νου, τους συσκοτίζει την ψυχή, τους τυφλώνει την καρδιά και τους παραδίνει σε νου ασύνετο. Και λοιπόν, αφού γίνουν έτσι ανόητοι, με έπαρση στον νου, τυφλοί στην καρδιά και σκοτεινοί στην ψυχή, τους φαίνεται το κακό για καλό και το πικρό για γλυκύ. Συνεπώς δεν καταδέχονται πια να ακούσουν και να συμβουλευτούν κανένα, διότι ο σατανάς, που κατοίκησε σ' αυτους εξαιτίας της έπαρσής τους, τους διδάσκει τα δικά του και τους πληροφορεί την πλανεμένη τους διάνοια ότι μόνον αυτοί βρήκαν την αλήθεια και την αληθινή και σωτηριώδη οδό, ενώ οι υπόλοιποι τους φαίνονται πλανεμένοι. Και αυτό δικαίως συμβαίνει λόγω της υπερηφάνειάς τους, και αντί να τρυγήσουν ώριμο καρπό και γλυκά σταφύλια από την προσευχή τους, τρυγούν μάταιο καρπό λόγω της άγνοιά τους και ξυνή αγουρίδα από την έπαρσή τους.
Εκείνοι όμως που μεταχειρίζονται αυτήν την νοερά προσευχή με υπακοή και με άσκηση, με ταπείνωση, νηστεία, με συμβουλή αγίων Πατέρων και θεοφόρων πνευματικών, αυτοί καρποφορούν από την νοερά προσευχή καρπό νόμιμο, καρπό ώριμο, καρπό αγαθό, καρπό πνευματικό, καρπό γλυκύ και χαριτωμένο!
Αυτός ο καρπός, που γεννιέται από την νοερά προσευχή, είναι τέτοιος και αναγνωρίζεται με καθαρότητα ως τέτοιος από την συνέχεια του λόγου.
Ο άνθρωπος είναι σύνθετος από σώμα και από ψυχή· και το σώμα είναι αισθητό και υλικό, καθώς λέγει· «Καί ἔπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, χοῦν λαβών ἀπό τῆς γῆς» (Γεν. β' 7), ενώ η ψυχή είναι άϋλη, καθώς λέγει· «Καί ἐνεφύσησεν ὁ Θεός εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς, καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν» (Γεν. β' 7). Γι' αυτό λοιπόν, το σώμα, επειδή προέρχεται από την γη, αγαπά τα γήινα, ενώ η ψυχή, επειδή προέρχεται από τον ουράνιο Θεό, αγαπά τα ουράνια και άϋλα. Όμως, επειδή αυτή η ψυχή κατοικεί μέσα στο υλικό και αισθητό σώμα, εμποδίζεται από την ενέργεια των σαρκικών ορέξεων και δεν μπορεί να ασχοληθεί με τα ουράνια σύμφωνα με τον πόθο της και την αξία της. Αν κάνει ο άνθρωπος μπροστά στον Θεό κάτι πονηρό, διώχνει και εξορίζει από τόν εαυτό του τον έρωτα του Θεού, την αγάπη των ουρανίων και την ελπίδα της μελλοντικής θεϊκής απόλαυσης.
Έτσι, αφού φύγει ο έρωτας του Θεού, η αγάπη των ουρανίων και η ελπίδα του Παραδείσου, τότε βασιλεύει η επιθυμία του κόσμου, η σαρκική ηδονή και η πλάνη του διαβόλου· δηλαδή, ζει στο εξής ο άνθρωπος με ασωτεία και αμεριμνησία πνευματική, έχοντας καταπατημένη την συνείδησή του και σκοτεινά τα μάτια της καρδιάς του.
Ζώντας λοιπόν σε τέτοια κατάσταση, απομακρυσμένος πνευματικώς από τα ουράνια, για να μπορέσει έπειτα να απομακρυνθεί από τα κακά από τα οποία νικήθηκε και για να μπορέσει η ψυχή να θυμηθεί τα ουράνια με τα οποία ομοιάζει, και για να μεταβεί η διάνοια του ανθρώπου από τα αισθητά στα νοητά, από τα υλικά στα άϋλα, από τα ορατά στα αόρατα, από τα φθαρτά στα άφθαρτα, από τα γήινα στα ουράνια, είναι αναγκαίο να συντριβεί η καρδιά του, με το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Κατά κάποιον τρόπο, να ζυμωθεί και να ενωθεί η καρδιά με αυτό το όνομα του Κυρίου, όπως ενώνεται το αλεύρι με το νερό και γίνεται ο άρτος με την ενέργεια της φωτιάς (δηλαδή, με την Θεία Χάρη). Διότι όταν λέγει κανείς το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με» από το βάθος της καρδιάς του, γεμίζει η καρδιά από ουράνια νοήματα και από πνευματικά φρονήματα. Και όταν γεμίσει η καρδιά από τέτοια νοήματα με τον ερχομό του Αγίου Πνεύματος, τότε από την καρδιά μεταδίδεται αυτή η θεία ενέργεια σε όλα τα μέλη και σε όλες τις αισθήσεις. Γι' αυτό τότε, επειδή ο άνθρωπος είναι ολοκληρωτικώς ενωμένος με την χάρη της ευχής, οτιδήποτε αισθητό δει με τις σωματικές αισθήσεις, αμέσως αναβιβάζεται η διάνοιά του από μόνη της στα νοητά και άϋλα χωρίς να νοιώσει ηδονή και χωρίς να νικηθεί η καρδιά του από την ομορφιά και απόλαυση των όρωμένων. Παραδείγματος χάριν ο εργάτης της νοεράς προσευχής, αν δει κάποιον όμορφο και ωραίο άνθρωπο ή ένα άλλο ωραίο και θαυμαστό δημιούργημα, παίρνει αφορμή να φανταστεί και να στοχαστεί η ψυχή του την ωραιότητα των ουρανίων και αΰλων δημιουργημάτων του Θεού.
Διότι λέγει αυτός ο άνθρωπος στον έαυτό του, ή καλύτερα και σωστότερα να πω, λέγει η ψυχή στον άνθρωπο ως εξής· «Εάν, ω άνθρωπε, αυτά τα αισθητά δημιουργήματα τα οποία σήμερα υπάρχουν και αύριο χάνονται, τα έκανε ο Θεός τόσο ωραία και θαυμαστά και χαροποιούν τόσο αυτούς που τα βλέπουν και τα απολαμβάνουν, άραγε πόσο ομορφότερα και ωραιότερα να είναι εκείνα τα ουράνια και αιώνια αγαθά του Παραδείσου, "ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε. καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη" (Α' Κορ. β' 9), τα οποία τα έχει ο Θεός ετοιμασμένα για τους δούλους του «από καταβολής κόσμου;» (Ματθ. κε' 34).
Και πάλι, από εκεί τον ανεβάζει σε υψηλότερη θεωρία, δηλαδή του φέρνει την μνήμη αυτού του ίδιου του Θεού, που είναι το μακάριο και άκρως επιθυμητό, διότι του λέγει με τον εξής τρόπο· «Ἐάν καί ἐκεῖνα πού εἶναι κτίσματα Θεοῦ εἶναι τόσο τίμια καί τόσο θαυμαστά καί ἄρρητα, ἄραγε ὁ Θεός, ὁ κτίστης καί ποιητής αὐτῶν, πόσο νά εἶναι λαμπρότερος καί θαυμαστότερος ἀπό ἐκεῖνα;». Παρομοίως και όποτε ο εργάτης της νοεράς προσευχής βλέπει με τα μάτια του τα άστρα του ουρανού και την σελήνη, την αστραπή και τον ήλιο να λάμπει και να ακτινοβολεί, υψώνεται αμέσως η διάνοιά του στην ωραιότητα του Παραδείσου και στην άρρητη λαμπρότητα του Θεού, του δημιουργού και πλάστου. Διότι λέγει πάλι η ψυχή στον άνθρωπο· «Ἄραγε, ταπεινέ καί ἐλάχιστε ἄνθρωπε, ἐάν τά φαινόμενα αὐτά ἔχουν τέτοια ὡραιότητα καί τέτοια λαμπρότητα, τάχα ὁ Θεός, ὁ ποιητής τοῦ ἥλιου, ὁ πλάστης τοῦ οὐρανοῦ, ὁ δημιουργός τῶν ἄστρων, πόσο νά λάμπει καί νά ἀκτινοβολεῖ περισσότερο;». Μίλησε επίσης γι' αυτήν την θεϊκή λαμπρότητα και κάποιος από τους Πατέρες, ως εξης·
ΟΠΤΑΣΙΑ
Κάποιος μοναχός παρακαλούσε τον Θεό να του δείξει την δόξα και την λαμπρότητα των Αγίων. Αξιώθηκε λοιπόν να δει το ποθούμενο κατ' αυτόν τον τρόπο. Ήλθε άγγελος και του είπε: Όποιος αιτεί, λαμβάνει, και όποιος ζητάει, βρίσκει, και σ' όποιον χρυπάει την πόρτα του ανοίγουν (πρβλ. Ματθ. ζ΄ 8), και αμέσως άνοιξε το δεξιό νοερό μάτι της ψυχής του αδελφού και είδε αυτήν την δόξα την θεϊκή και την άρρητη χαρά όλων των Αγίων, που απολαμβάνουν στον ουρανό. Έλεγε λοιπόν αυτός ο Μοναχός ότι είδε όλους τους Αγίους σ' εκείνην την δόξα και μακαριότητα, στην οποία ο καθένας Άγιος έλαμπε ομοίως με τον αισθητό ήλιο, μ' όσες ακτίνες έχει ο αισθητός ήλιος. όλοι δε οι άγιοι έψαλλαν με γλυκύτατη φωνή το "Αλληλούια".
Λοιπόν, εάν εδώ ο ήλιος ακτινοβολεί και φωτίζει όλη την οικουμένη, που είναι ένα μόνον φωτεινό σώμα, άραγε εκεί στον ουρανό, που είναι χίλιες χιλιάδες και μύριες μυριάδες Άγιοι, λάμποντας και ακτινοβολώντας ο καθένας σαν τον ήλιο, πόση τάχα είναι εκείνη η λαμπρότητα; πόσες οι ακτίνες; πόση η φωτοχυσία; πόση η δόξα;
Και πάλι έλεγε ο Μοναχός εκείνος ότι όλοι οι Άγιοι, δέχονταν την λάμψη τους από την λαμπρότητα του Θεού, διότι μία ακτίνα της λαμπρότητος του Θεού ήταν και έμοιαζε με όλο τον ήλιο. Τώρα λοιπόν συλλογίσου και μόνος σου, αναγνώστα, όσο φθάνει και όσο απλώνεται η μικρή και περιορισμένη σου διάνοια πόσο τάχα και τι να είναι εκείνο το φως της Θεότητος και εκείνη η άρρητη και ανεξήγητη δόξα του αόρατου Θεού και ακατανόητου δημιουργού και πλάστου μας Κυρίου;
Παρομοίως και όταν μυρίσει ο εργάτης της νοεράς προσευχής κανένα τριαντάφυλλο ή κάποιο άλλο μυρωδικό, ή όταν παρατηρήσει κανένα άνθος από τα άνθη αγρού, πηγαίνει αμέσως η διάνοιά του σαν αστραπή στην άρρητη ευωδία που βγάζουν τα μοσχοβολούντα άνθη του Παραδείσου, τα οποία όταν θυμάται και μελετάει βρέχει το πρόσωπό του με δάκρυα. Και όσο αναστενάζει από το βάθος της καρδιάς, τόσο υψώνεται και απομακρύνεται από τα γήινα. Αναστενάζει επίσης, διότι, όχι μόνον επιθυμεί να απολαύσει τα ουράνια αγαθά του Παραδείσου, αλλά ακόμη θυμάται και τι είδους κόλαση έχουν εκείνοι που τα υστερούνται, επειδή είναι σίγουρο ότι κανείς βρίσκεται ή με τον Θεό στον ουρανό ή με τον διάβολο στα καταχθόνια.
Έλεγε ακόμη ο ίδιος εκείνος Μοναχός ότι, αφου είδε εκείνη την θαυμαστά δόξα των Αγίων, είδε μετά και τον φρικτό βασανισμό των κολασμένων. Έλεγε λοιπόν, όταν έπαυσε η ουράνια οπτασία της θεϊκής δόξας, καθώς έκλεισε το δεξιό μάτι της ψυχής, άνοιξε αμέσως το αριστερό μάτι, με το οποίο είδε την κόλαση σαν μια θάλασσα, η οποία ήταν τόσο βαθύτατη, όση είναι η απόσταση από την γη στον ουρανό.
Ήταν ακόμη, έλεγε, εκείνη η θάλασσα της κόλασης σκοτεινότατη και πυκνότατη μέσα στην οποία ανακατεύονταν οι κολασμένοι, όπως ανακατεύονται τα όσπρια στο σκεύος όταν βράζουν. Βράζοντας εκείνη η κόλαση όπως βράζει το νερό, άλλοτε ύψωνε τον ένα πάνω, άλλοτε ρουφούσε τον άλλο κάτω, και από έναν φαινόταν μόνον το χέρι, από άλλον μόνον η κεφαλή, και από άλλον το πόδι, και ο ένας φώναζε το "αλλοίμονο! αλλοίμονο!", με ελεεινή φωνή, ο άλλος πάλι καταριόταν και βλασφημούσε εκείνον που του έγινε η αιτία και κολάστηκε.
Με τόση αγανάκτηση και με τέτοιο θυμό αγανακτούσε και θύμωνε ο ένας εναντίον του άλλου, ώστε αν ήταν δυνατό να πιαστούν μεταξύ τους, θα ξεσκίζονταν ο ένας με τον άλλον, με τα δόντια τους, όπως οι σκύλοι όταν μαλώνουν. Εκεί ο πόρνος θύμωνε κατά της πόρνης, διότι αυτή του έγινε αιτία και κολάστηκε. Και πάλι, η πόρνη θύμωνε και βλασφημούσε τον πόρνο, διότι αυτός έγινε αιτία και κολάστηκε.
Και πάλι οι γονείς κινούνταν με αμέτρητη μανία κατά των παιδιών τους, διότι θέλοντας να τους πλουτίσουν και να τους αναπαύσουν στην ζωή τους, κολάστηκαν εκείνοι. Εκει θύμωναν τα παιδιά κατά των γονέων, επειδή τους άφηναν να κάνουν, ό,τι θέλουν και δεν τους οδηγούσαν στον φόβο του Κυρίου. Και, με συντομία να πούμε, εκεί υπήρχε μεγάλη ανωμαλία και ακαταστασία και ανυπόφορη δυσωδία.
Τα οποία όλα αυτά και τα όμοιά τους στοχαζόμενος ο κάθε καλός αγωνιστής αναστενάζει από το βάθος του εαυτού του, και όσο αναστενάζει, τόσο υψώνεται από τα γήινα προς τα ουράνια. Γι' αυτό λοιπόν, όχι μόνον δεν πιάνεται από τις παγίδες που έχει στημένες ο διάβολος, αλλά γίνεται ακόμη θερμότερος στα νοητά και τα ουράνια, και τότε λέγεται κανείς απαθής και είναι αληθώς, διότι κανένα διαβολικό πάθος δεν έχει τόπο σ' αυτόν.
Αλλά εκείνος που δεν εργάζεται την εργασία της νοεράς προσευχής με συντετριμμένη την καρδιά, δεν είναι έτσι. Αυτός αμέσως μόλις δει κάποιο όμορφο πρόσωπο ή κάποιο άλλο ακριβό και όμορφο πράγμα της γης, νοιώθει αμέσως ηδονή η καρδιά του, σκλαβώνεται αμέσως σ' αυτό ο λογισμός του, όπως σκαλώνεται το ψάρι στο αγκίστρι, και τρέχει στην απόλαυσή του όπως ο σκύλος στο κρεοπωλείο βιαζόμενος και αγωνιζόμενος, πώς να το απολαύσει, καθώς λέγει: "Και επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων, ων ήσθιον οι χοίροι" (Λουκ. ιε΄16), από τους οποίους ας λυτρωθούμε με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η εξουσία εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
****************************************
πηγή: Ανωνύμου μοναχού, Νηπτική Θεωρία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.