Η ομιλία έγινε σε απογευματινή σύναξη το Σάββατο της Τυρινής (19/02/1972)
Με την ευκαιρία που μπαίνουμε από αύριο βράδυ στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, καλό είναι να κάνουμε κάποιες σκέψεις.
Είναι αδύναμο το Πνεύμα του Θεού στις ημέρες μας;
Εγώ διερωτώμαι πάντοτε, πρώτα βέβαια για τον εαυτό μου, αλλά και για τους άλλους ανθρώπους. Θέλω δεν θέλω, διερωτώμαι και για τους άλλους, διότι έρχονται και με απασχολούν με τις δυσκολίες που έχουν και που συναντούν για την πνευματική πρόοδό τους. Θέλω δεν θέλω λοιπόν, πρέπει να λαμβάνω υπ' όψιν και τους άλλους και να διερωτώμαι και για τους άλλους αλλά πρωτίστως για τον εαυτό μου.
Διερωτώμαι: Τόσο το Πνεύμα του Θεού, τόσο η θυσία του Χριστού, τόσο το αίμα του Χριστού που χύθηκε επάνω στον Σταυρό, τόσο είναι αδύναμα σήμερα, για να βοηθήσουν κι εμάς τους χριστιανούς που ζούμε σήμερα να γίνουμε χριστιανοί; Τόσο είναι αδύναμα σήμερα να μας βοηθήσουν να δούμε, να πιστεύσουμε από τα πράγματα και να λάβουμε πείρα, ότι όλα αυτά τα οποία διαβάζουμε στο Ευαγγέλιο, όλα αυτά που διαβάζουμε στους Πατέρες, όλα αυτά που διηγούνται οι άγιες ψυχές, είναι αλήθεια, είναι μια πραγματικότητα και μπορούμε και πρέπει να τα ζήσουμε κι εμείς;
Τόσο λοιπόν είναι αδύναμο το Πνεύμα του Θεού στις ημέρες μας; Δεν ισχύει πλέον αυτό το οποίο λέει ο απόστολος Παύλος: «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός, και εις τους αιώνας»; Χθες, στο παρελθόν, ήταν ο Χριστός. Σήμερον ο αυτός· ο αυτός και εις τους αιώνας. Δεν ισχύει τώρα αυτός ο λόγος του αποστόλου Παύλου, ώστε και οι σημερινοί χριστιανοί να ζουν αληθινά τον Χριστό και οι σημερινοί χριστιανοί να έχουν όντως μέσα τους τον Χριστό και οι σημερινοί χριστιανοί να μη χρειάζονται ν' ακούν, να διαβάσουν, να συζητήσουν, για να μάθουν, για να πληροφορηθούν γι' αυτά τα πράγματα, αλλά να ζουν αυτή την πραγματικότητα μέσα στην καρδιά τους, και να μπορούν να λένε -όπως μπορούσε να πει κάθε άγιος, όπως μπορούσε να πει κάθε μάρτυς, όπως μπορούσε να πει κάθε ασκητής, όπως μπορούσε να πει κάθε πιστός- ότι όχι απλώς πιστεύω, όχι απλώς μαθαίνω, όχι απλώς ακούω, ότι ήλθε ο Χριστός στη γη, αλλά αυτό το ζω;
Όταν ο μέγας Αθανάσιος αγωνίζεται ν' αποδείξει ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού, δεν στηρίζεται τόσο σε συλλογισμούς που κάνει. Στηρίζεται στο γεγονός ότι ο Χριστός πρέπει να είναι Θεός, Αλλιώς δεν θα ήμουν εγώ αυτό που είμαι, τρόπον τινά. Δεν το λέει έτσι ακριβώς, αλλά αυτό εννοεί. Αν δεν ήταν ο Χριστός Θεός, εγώ δεν μπορούσα να είμαι αυτό που είμαι. Δεν ήταν δυνατό να υποστώ εγώ αυτή την αλλοίωση την εσωτερική, να υποστώ αυτή την αλλαγή, να είναι το πνεύμα μου έτσι όπως είναι, να γίνει η σκέψη μου έτσι όπως έγινε, και να είναι η ζωή μου έτσι όπως είναι. Όταν ύστερα ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αγωνίζεται κι αυτός ν' αποδείξει τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, δεν επιστρατεύει απλώς επιχειρήματα σκέψεως και δεν μιλάει απλώς κάνοντας συλλογισμούς, αλλά και αυτός στηρίζεται σ' αυτή την πραγματικότητα: δεν είναι δυνατό το Πνεύμα το Άγιο να μην είναι Θεός. Μόνο εφόσον το Πνεύμα το Άγιο είναι Θεός, μέσα στην Εκκλησία είμαστε εμείς αυτό που είμαστε, μας κάνει αυτό που μας κάνει· το σύνολο της Εκκλησίας και τον καθένα χωριστά. Έπαυσε λοιπόν να ισχύει αυτή η αλήθεια στις ημέρες μας; Δεν είναι πλέον αληθινό το ρητό του αποστόλου Παύλου; Δεν έχει την ίδια δύναμη και σήμερα η θυσία του Χριστού, το αίμα του Χριστού που χύθηκε στον Σταυρό; Τι συμβαίνει;
Το περίεργο και παράδοξο είναι ότι φαίνεται πως μερικές φορές κάποιοι από μας και τι δεν κάνουμε, για να αποδειχθεί μέσα στην ψυχή μας ότι το Πνεύμα του Θεού είναι Θεός, είναι ζών μέσα μας, για να αποδειχθεί μέσα στην ψυχή μας ότι ο Χριστός είναι παρών και ζών, και τελικά δεν γίνεται τίποτε!
Και φαίνεται - τουλάχιστον αυτό μπορεί κανείς ν' αντιληφθεί, καθώς διαβάζει το Ευαγγέλιο, την Καινή Διαθήκη και έπειτα τα πατερικά συγγράμματα- ότι οι πρώτοι χριστιανοί, που αναφέρονται στις Πράξεις των Αποστόλων και γενικότερα στην Καινή Διαθήκη, και έπειτα οι Πατέρες, δεν έκαναν ό,τι κάνουμε εμείς σήμερα, τόσα που κάνουμε εμείς σήμερα, για να φθάσουμε σ' αυτό το αποτέλεσμα. Δεν έκαναν ό,τι κάνουμε εμείς, για να φθάσουν σ' αυτό το αποτέλεσμα, αλλά έκαναν ό,τι λέει το Ευαγγέλιο και η Εκκλησία, αφού είχαν φθάσει σ' αυτό το αποτέλεσμα. Και όλη η δραστηριότητα, όλος ο αγώνας, όλη η προσπάθεια, όλος ο πόλεμος εναντίον του εχθρού, όλα εκείνα τα κατορθώματα, γίνονταν μετά το θαύμα που γινόταν στην ψυχή τους.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Τι συμβαίνει και, ενώ εμείς συνεχώς κάνουμε το παν -και τι δεν κάνουμε, επαναλαμβάνω, μερικοί- για να φθάσουμε σ' αυττή την πραγματικότητα -να ζήσουμε αληθινά τον Χριστό μέσα μας, να ζήσουμε ζωντανά το Πνεύμα του Θεού μέσα μας- τελικά δεν φθάνουμε; Και πώς εκείνοι ενώ, όπως δείχνουν τα πράγματα, δεν έκαναν σχεδόν τίποτε, ήδη είχαν μέσα τους ζώντα τον Χριστό και το Πνεύμα το Άγιο, και το ζωντανό Άγιο Πνεύμα ήταν εκείνο που τους ενδυνάμωνε, τους εμψύχωνε, τους ενεθάρρυνε και τους ωθούσε να κάνουν ό,τι έκαναν;
Φαίνεται λοιπόν πως κάτι δεν πάει καλά. Κάτι πολύ βασικό, κάτι θεμελιώδες, όπως είπα, πρέπει να φταίει στη δική μας περίπτωση. Αλλιώς δεν εξηγείται. Και μήπως για μας τους χριστιανούς που ζούμε σήμερα, που βρισκόμαστε ακόμη μια φορά στην πόρτα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, δεν είναι ακόμη αργά; Και δεν είναι αργά· δεν πρέπει να είναι. Εφόσον έχουμε ανοικτά τα μάτια μας και εφόσον, αν θέλετε να πω, αυτή την ώρα βρισκόμαστε εδώ και αύριο θα είμαστε στους ναούς, δεν είναι ακόμη αργά. Μήπως λοιπόν δεν είναι ακόμη αργά - και μάλλον δεν είναι ακόμη αργά - και μήπως πρέπει καλά καλά ο καθένας μας να σκεφθεί επάνω σ' αυτή την αλήθεια και να βρει τι φταίει στον εαυτό του;
Φαίνεται πως είναι κάτι γενικό. Ό,τι φταίει σ' εμένα, μάλλον φταίει και σ' εσάς. Και ό,τι φταίει σ' εσάς, φταίει και σ' εμένα. Κάτι που είναι κοινή αμαρτία, κοινή ασθένεια, κοινή αδυναμία, κοινό εμπόδιο, αλλά ωστόσο όμως είναι κάτι που πρέπει ο καθένας να το συνειδητοποιήσει χωριστά και ο καθένας να το ξεπεράσει χωριστά. Μήπως λοιπόν δεν είναι αργά, μήπως είναι καιρός, αυτό που δεν έγινε μέχρι σήμερα, να γίνει τώρα, φέτος; Αύριο είναι η Κυριακή της Τυρινής και από αύριο το απόγευμα θ' αρχίσουν να ψάλλονται οι κατανυκτικοί Εσπερινοί και από την άλλη μέρα το πρωί, Καθαρά Δευτέρα, εισερχόμαστε στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Κάτι λοιπόν που δεν κάναμε μέχρι σήμερα, μήπως ο Θεός περιμένει να το κάνουμε φέτος, αυτή τη χρονιά;
Να πω ότι εκείνο που φταίει είναι το ότι δεν έχουμε διάθεση -μετά τη αληθινή έλευση του Χριστού μέσα μας, τη ζωντανή έλευση του Αγίου Πνεύματος μέσα μας - να γίνουμε όργανα του Αγίου Πνεύματος, να γίνουμε όργανα του Χριστού, και γι' αυτό, παρά το ότι προσπαθούμε, αγωνιζόμαστε, πάμε, ερχόμαστε, φτιάχνουμε, ξαναφτιάχνουμε, τελικά μένουμε σκέτοι άνθρωποι χωρίς Πνεύμα Θεού; Μήπως λοιπόν αυτό βλέπει ο Θεός και μήπως αυτό είναι το βασικότερο και το σπουδαιότερο εμπόδιο; Μήπως βλέπει καλύτερα από μας βαθιά μέσα μας, ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να γίνουμε όργανά Του;
Στα χρόνια, ας πούμε, των μαρτύρων μόλις πίστευε κανείς, μετανοούσε, εξομολογείτο τις αμαρτίες του και βαπτιζόταν, ήδη είχε μέσα του το Πνεύμα το Άγιο. Από κει και πέρα ήταν στρατιώτης του Χριστού και ήξερε ότι μπορεί αμέσως, υστέρα από λίγες ώρες -όχι από μέρες- να κληθεί να βασανισθεί, να μαρτυρήσει, να χύσει το αίμα του, να παλέψει με τα θηρία και να τεντώσει και τον τράχηλό του να πέσει το σπαθί. Το ήξερε αυτό· όμως δεν τον έμελε. Εκείνο που τον έμελε, εκείνο που τον ένοιαζε, ήταν ότι βρήκε τον Χριστό και να μη χάσει τον Χριστό. Τίποτε άλλο.
Εμείς, επαναλαμβάνω, και τι δεν κάνουμε, για να δούμε λίγο τη Χάρη του Θεού μέσα μας, για να δούμε λίγο το Πνεύμα του Θεού μέσα μας, για να δούμε λίγο ζωντανό τον Χριστό μέσα μας. Όμως πόσοι από μας θα ήμασταν διατεθειμένοι να κάνουμε ό,τι θα μας ζητήσει ο Χριστός χωρίς καμιά επιφύλαξη, χωρίς όρους, χωρίς εκ των προτέρων συζητήσεις και συμφωνίες; Ίσως κανένας. Με συγχωρείτε που είμαι έτσι απόλυτος. Ίσως είμαι μόνο εγώ αυτός, αλλά μπορεί να έχω λόγο να συμπεριλάβω μαζί μ' εμένα και μερικούς άλλους. Ίσως κανένας. Και ξέρετε γιατί; Η απόδειξη ότι κανένας μας δεν θα είχαμε τη διάθεση να δοθούμε στον Χριστό και να προσφέρουμε στον Χριστό ό,τι κι αν μας ζητήσει, είναι ότι δεν μας εμπιστεύεται ο Χριστός τη Χάρι του και τον εαυτό του· αλλιώς θα το είχε κάνει. Μάλλον αυτό είναι το βασικότερο που λείπει. Είχαμε πει κάποτε τι λέει ένας άγιος. Λέει ότι, πιστός λέγεται όχι απλώς αυτός που πιστεύει, αλλά αυτός που πιστεύει και στον όποιο έχει εμπιστοσύνη και ο Θεός. Και αυτός πιστεύει στον Θεό, αλλά και ο Θεός του έχει εμπιστοσύνη. Σε πόσους από μας θα είχε ο Θεός εμπιστοσύνη; Ίσως τρομάζουμε μερικοί, καθώς σκεπτόμαστε: «πω πω! να δώσουμε στον Θεό ό,τι κι αν μας ζητήσει;» Όσοι τρομάζουμε, να μείνουμε εκεί που είμαστε· τι να κάνουμε; αλλά όσοι όμως θέλουμε ειλικρινά και αληθινά να γίνουμε στρατιώτες του Χριστού, να γίνουμε τέκνα του Χριστού, να γίνουμε πραγματικά πνευματοφόροι, να έχουμε, να πάρουμε Πνεύμα Άγιο, ιδού: «το στάδιον των αρετών, όπως λέει το τροπάριο, ηνέωκται· οι βουλόμενοι αθλήσαι, εισέλθετε».
Δεν ξέρω πόσοι από μας απόψε και αύριο βράδυ, καθώς θα μπαίνουμε στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, θα είχαν το κουράγιο να πουν: «Θεέ μου, Θεέ μου! Εγώ δεν έζησα άλλες Τεσσαρακοστές. Τώρα ήλθα για πρώτη φορά στη ζωή αυτή». Και με όλη την καρδιά, με όλο τον ζήλο, με όλη τη χαρά, ν' αρχίσει κανείς την Τεσσαρακοστή και να μπει στην Τεσσαρακοστή. Και να μην αρχίσει κανείς να λέει: «Ήλθε η Τεσσαρακοστή. Τι θα γίνει με τη νηστεία, τι δεν θα γίνει; Έχω το στομάχι μου, έχω την καρδιά μου, έχω τούτο, εκείνο». Αλλά να μπει στην Τεσσαρακοστή σαν να είναι η πρώτη και τελευταία στη ζωή του, σαν να είναι η πρώτη και τελευταία που έχει στη διάθεσή του.
Τα τροπάρια κάθε μέρα το λένε. Η Τετάρτη και η Παρασκευή, οι δύο αυτές μέρες που πέρασαν, ήταν μέρες της Τεσσαρακοστής, άσχετα αν τρώγαμε ακόμη γαλακτερά και ψάρια. Στον Όρθρο τις δύο αυτές ημέρες ψάλαμε το Αλληλούια όπως τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Το πρώτο τροπάριο που ψάλαμε στον Εσπερινό την Τρίτη το βράδυ και που είναι, ας πούμε έτσι, προοίμιο στην Τεσσαρακοστή, αρχίζει: «Περιχαρώς εναρξώμεθα τον της νηστείας αγώνα». Περιχαρώς. Όχι σαν να θέλουμε από την Καθαρά Δευτέρα να βρεθούμε στο Μέγα Σάββατο, και ει δυνατόν να λείπει το άλλο διάστημα, αλλά να μπούμε μέσα σ' αυτή την περίοδο περιχαρώς.
Για να μη φανεί ότι λέγοντας αυτά είμαστε εκτός πραγματικότητος, να πούμε το εξής: Βέβαια ο Θεός θέλει από τον καθένα μας να κάνουμε αυτό που μπορούμε. Ποτέ δεν θα ήθελε ο Θεός να κάνουμε αυτό που δεν μπορούμε. και εάν θέλετε να ξέρετε έναν νόμο με δυό λόγια, πως θα τακτοποιείτε τα θέματα, ο νόμος αυτός είναι ο έξης: Ποτέ ο Θεός δεν θέλει να κάνουμε αυτό που δεν μπορούμε. Θέλει να κάνουμε αυτό που μπορούμε. Γι' αυτό υπάρχουν οι κανόνες που λένε: αν δεν μπορεί κανείς να κάνει, να μην κάνει. Όμως κάνουμε αυτό που μπορούμε ή όλα αυτά που λέμε είναι προφάσεις έν αμαρτίαις, για να ξεφεύγουμε από δω κι από κει;
Δεν θα σας κουράσω απόψε. Κάπως έτσι σκέπτομαι. Και επειδή τώρα εδώ είμαστε όλοι σαν μια οικογένεια και επιτρέπεται τρόπον τινά να ανταλλάσσουμε τις σκέψεις μας, νομίζω ότι αυτά τα δυο λόγια που είπαμε είναι καλά για όλους μας. Και με τη Χάρη και τη βοήθεια του Θεού ας αποφασίσουμε μια φορά στη ζωή μας κι εμείς πιο τίμια, πιο ειλικρινά, πιο γνήσια, πιο αποφασιστικά, να κάνουμε ο καθένας μας αυτό που θέλει από μας ο Θεός και αυτό που μπορούμε με τις δυνάμεις που μας έχει δώσει ο Θεός. Θεό ζωντανό έχουμε. Όχι Θεό νεκρό, που λέγαμε την άλλη φορά. Και δεν χρειάζεται να πούμε ότι η αμοιβή από μέρους του Θεού θα έλθει, ότι η ανταπόκριση από μέρους του Θεού θα έλθει, ότι δεν θα διαψευσθούμε. Κανείς, κανείς μέχρι σήμερα -στα σωστά του βέβαια- δεν είπε: «Εγώ έκανα το μερτικό μου -οι σύγχρονοι χριστιανοί το λένε λίγο- εγώ έκανα ό,τι έπρεπε να κάνω, αλλά ο Θεός δεν με πρόσεξε». Κανείς.
Όσοι κατέφυγαν στον Θεό με ελπίδα και με πίστη, όλοι αυτοί όχι απλώς βρήκαν εκείνο που ποθούσαν αλλά πολύ παραπάνω. Τι να ποθήσουμε εμείς; Που ξέρουμε εμείς τι να ποθήσουμε; Κάνουμε πως ποθούμε, κάνουμε πως επιθυμούμε, κάνουμε πως θέλουμε. Δεν ξέρουμε τι δίνει ο Θεός στον άνθρωπο. Δεν το ξέρουμε. Που έχουμε πείρα; Ο Θεός όμως ως Θεός δίνει αφειδώς, και πάντοτε εκείνος που παίρνει λέει: «Θεέ μου, εγώ λίγα, πολύ λίγα είχα ζητήσει, κι εσύ μου έδωσες τόσα πολλά». Όλες οι ψυχές το λένε αυτό. Και χωρίς καμιά αμφιβολία κι εμείς θα το πούμε. Θα το πούμε, εάν θελήσουμε, έστω φέτος, κάπως έτσι να μπούμε στην Τεσσαρακοστή και κάπως έτσι να πλησιάσουμε τον Θεό. Αυτά λοιπόν και με συγχωρείτε.
Τόσο λοιπόν είναι αδύναμο το Πνεύμα του Θεού στις ημέρες μας; Δεν ισχύει πλέον αυτό το οποίο λέει ο απόστολος Παύλος: «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός, και εις τους αιώνας»; Χθες, στο παρελθόν, ήταν ο Χριστός. Σήμερον ο αυτός· ο αυτός και εις τους αιώνας. Δεν ισχύει τώρα αυτός ο λόγος του αποστόλου Παύλου, ώστε και οι σημερινοί χριστιανοί να ζουν αληθινά τον Χριστό και οι σημερινοί χριστιανοί να έχουν όντως μέσα τους τον Χριστό και οι σημερινοί χριστιανοί να μη χρειάζονται ν' ακούν, να διαβάσουν, να συζητήσουν, για να μάθουν, για να πληροφορηθούν γι' αυτά τα πράγματα, αλλά να ζουν αυτή την πραγματικότητα μέσα στην καρδιά τους, και να μπορούν να λένε -όπως μπορούσε να πει κάθε άγιος, όπως μπορούσε να πει κάθε μάρτυς, όπως μπορούσε να πει κάθε ασκητής, όπως μπορούσε να πει κάθε πιστός- ότι όχι απλώς πιστεύω, όχι απλώς μαθαίνω, όχι απλώς ακούω, ότι ήλθε ο Χριστός στη γη, αλλά αυτό το ζω;
Τι συμβαίνει μ' εμάς και δεν έχουμε μέσα μας τον Χριστό;
Όταν ο μέγας Αθανάσιος αγωνίζεται ν' αποδείξει ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού, δεν στηρίζεται τόσο σε συλλογισμούς που κάνει. Στηρίζεται στο γεγονός ότι ο Χριστός πρέπει να είναι Θεός, Αλλιώς δεν θα ήμουν εγώ αυτό που είμαι, τρόπον τινά. Δεν το λέει έτσι ακριβώς, αλλά αυτό εννοεί. Αν δεν ήταν ο Χριστός Θεός, εγώ δεν μπορούσα να είμαι αυτό που είμαι. Δεν ήταν δυνατό να υποστώ εγώ αυτή την αλλοίωση την εσωτερική, να υποστώ αυτή την αλλαγή, να είναι το πνεύμα μου έτσι όπως είναι, να γίνει η σκέψη μου έτσι όπως έγινε, και να είναι η ζωή μου έτσι όπως είναι. Όταν ύστερα ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αγωνίζεται κι αυτός ν' αποδείξει τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, δεν επιστρατεύει απλώς επιχειρήματα σκέψεως και δεν μιλάει απλώς κάνοντας συλλογισμούς, αλλά και αυτός στηρίζεται σ' αυτή την πραγματικότητα: δεν είναι δυνατό το Πνεύμα το Άγιο να μην είναι Θεός. Μόνο εφόσον το Πνεύμα το Άγιο είναι Θεός, μέσα στην Εκκλησία είμαστε εμείς αυτό που είμαστε, μας κάνει αυτό που μας κάνει· το σύνολο της Εκκλησίας και τον καθένα χωριστά. Έπαυσε λοιπόν να ισχύει αυτή η αλήθεια στις ημέρες μας; Δεν είναι πλέον αληθινό το ρητό του αποστόλου Παύλου; Δεν έχει την ίδια δύναμη και σήμερα η θυσία του Χριστού, το αίμα του Χριστού που χύθηκε στον Σταυρό; Τι συμβαίνει;
Το περίεργο και παράδοξο είναι ότι φαίνεται πως μερικές φορές κάποιοι από μας και τι δεν κάνουμε, για να αποδειχθεί μέσα στην ψυχή μας ότι το Πνεύμα του Θεού είναι Θεός, είναι ζών μέσα μας, για να αποδειχθεί μέσα στην ψυχή μας ότι ο Χριστός είναι παρών και ζών, και τελικά δεν γίνεται τίποτε!
Και φαίνεται - τουλάχιστον αυτό μπορεί κανείς ν' αντιληφθεί, καθώς διαβάζει το Ευαγγέλιο, την Καινή Διαθήκη και έπειτα τα πατερικά συγγράμματα- ότι οι πρώτοι χριστιανοί, που αναφέρονται στις Πράξεις των Αποστόλων και γενικότερα στην Καινή Διαθήκη, και έπειτα οι Πατέρες, δεν έκαναν ό,τι κάνουμε εμείς σήμερα, τόσα που κάνουμε εμείς σήμερα, για να φθάσουμε σ' αυτό το αποτέλεσμα. Δεν έκαναν ό,τι κάνουμε εμείς, για να φθάσουν σ' αυτό το αποτέλεσμα, αλλά έκαναν ό,τι λέει το Ευαγγέλιο και η Εκκλησία, αφού είχαν φθάσει σ' αυτό το αποτέλεσμα. Και όλη η δραστηριότητα, όλος ο αγώνας, όλη η προσπάθεια, όλος ο πόλεμος εναντίον του εχθρού, όλα εκείνα τα κατορθώματα, γίνονταν μετά το θαύμα που γινόταν στην ψυχή τους.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Τι συμβαίνει και, ενώ εμείς συνεχώς κάνουμε το παν -και τι δεν κάνουμε, επαναλαμβάνω, μερικοί- για να φθάσουμε σ' αυττή την πραγματικότητα -να ζήσουμε αληθινά τον Χριστό μέσα μας, να ζήσουμε ζωντανά το Πνεύμα του Θεού μέσα μας- τελικά δεν φθάνουμε; Και πώς εκείνοι ενώ, όπως δείχνουν τα πράγματα, δεν έκαναν σχεδόν τίποτε, ήδη είχαν μέσα τους ζώντα τον Χριστό και το Πνεύμα το Άγιο, και το ζωντανό Άγιο Πνεύμα ήταν εκείνο που τους ενδυνάμωνε, τους εμψύχωνε, τους ενεθάρρυνε και τους ωθούσε να κάνουν ό,τι έκαναν;
Έχουμε διάθεση να γίνουμε όργανα του Άγιου Πνεύματος;
Φαίνεται λοιπόν πως κάτι δεν πάει καλά. Κάτι πολύ βασικό, κάτι θεμελιώδες, όπως είπα, πρέπει να φταίει στη δική μας περίπτωση. Αλλιώς δεν εξηγείται. Και μήπως για μας τους χριστιανούς που ζούμε σήμερα, που βρισκόμαστε ακόμη μια φορά στην πόρτα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, δεν είναι ακόμη αργά; Και δεν είναι αργά· δεν πρέπει να είναι. Εφόσον έχουμε ανοικτά τα μάτια μας και εφόσον, αν θέλετε να πω, αυτή την ώρα βρισκόμαστε εδώ και αύριο θα είμαστε στους ναούς, δεν είναι ακόμη αργά. Μήπως λοιπόν δεν είναι ακόμη αργά - και μάλλον δεν είναι ακόμη αργά - και μήπως πρέπει καλά καλά ο καθένας μας να σκεφθεί επάνω σ' αυτή την αλήθεια και να βρει τι φταίει στον εαυτό του;
Φαίνεται πως είναι κάτι γενικό. Ό,τι φταίει σ' εμένα, μάλλον φταίει και σ' εσάς. Και ό,τι φταίει σ' εσάς, φταίει και σ' εμένα. Κάτι που είναι κοινή αμαρτία, κοινή ασθένεια, κοινή αδυναμία, κοινό εμπόδιο, αλλά ωστόσο όμως είναι κάτι που πρέπει ο καθένας να το συνειδητοποιήσει χωριστά και ο καθένας να το ξεπεράσει χωριστά. Μήπως λοιπόν δεν είναι αργά, μήπως είναι καιρός, αυτό που δεν έγινε μέχρι σήμερα, να γίνει τώρα, φέτος; Αύριο είναι η Κυριακή της Τυρινής και από αύριο το απόγευμα θ' αρχίσουν να ψάλλονται οι κατανυκτικοί Εσπερινοί και από την άλλη μέρα το πρωί, Καθαρά Δευτέρα, εισερχόμαστε στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Κάτι λοιπόν που δεν κάναμε μέχρι σήμερα, μήπως ο Θεός περιμένει να το κάνουμε φέτος, αυτή τη χρονιά;
Να πω ότι εκείνο που φταίει είναι το ότι δεν έχουμε διάθεση -μετά τη αληθινή έλευση του Χριστού μέσα μας, τη ζωντανή έλευση του Αγίου Πνεύματος μέσα μας - να γίνουμε όργανα του Αγίου Πνεύματος, να γίνουμε όργανα του Χριστού, και γι' αυτό, παρά το ότι προσπαθούμε, αγωνιζόμαστε, πάμε, ερχόμαστε, φτιάχνουμε, ξαναφτιάχνουμε, τελικά μένουμε σκέτοι άνθρωποι χωρίς Πνεύμα Θεού; Μήπως λοιπόν αυτό βλέπει ο Θεός και μήπως αυτό είναι το βασικότερο και το σπουδαιότερο εμπόδιο; Μήπως βλέπει καλύτερα από μας βαθιά μέσα μας, ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να γίνουμε όργανά Του;
Είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε ό,τι ζητήσει ο Χριστός;
Στα χρόνια, ας πούμε, των μαρτύρων μόλις πίστευε κανείς, μετανοούσε, εξομολογείτο τις αμαρτίες του και βαπτιζόταν, ήδη είχε μέσα του το Πνεύμα το Άγιο. Από κει και πέρα ήταν στρατιώτης του Χριστού και ήξερε ότι μπορεί αμέσως, υστέρα από λίγες ώρες -όχι από μέρες- να κληθεί να βασανισθεί, να μαρτυρήσει, να χύσει το αίμα του, να παλέψει με τα θηρία και να τεντώσει και τον τράχηλό του να πέσει το σπαθί. Το ήξερε αυτό· όμως δεν τον έμελε. Εκείνο που τον έμελε, εκείνο που τον ένοιαζε, ήταν ότι βρήκε τον Χριστό και να μη χάσει τον Χριστό. Τίποτε άλλο.
Εμείς, επαναλαμβάνω, και τι δεν κάνουμε, για να δούμε λίγο τη Χάρη του Θεού μέσα μας, για να δούμε λίγο το Πνεύμα του Θεού μέσα μας, για να δούμε λίγο ζωντανό τον Χριστό μέσα μας. Όμως πόσοι από μας θα ήμασταν διατεθειμένοι να κάνουμε ό,τι θα μας ζητήσει ο Χριστός χωρίς καμιά επιφύλαξη, χωρίς όρους, χωρίς εκ των προτέρων συζητήσεις και συμφωνίες; Ίσως κανένας. Με συγχωρείτε που είμαι έτσι απόλυτος. Ίσως είμαι μόνο εγώ αυτός, αλλά μπορεί να έχω λόγο να συμπεριλάβω μαζί μ' εμένα και μερικούς άλλους. Ίσως κανένας. Και ξέρετε γιατί; Η απόδειξη ότι κανένας μας δεν θα είχαμε τη διάθεση να δοθούμε στον Χριστό και να προσφέρουμε στον Χριστό ό,τι κι αν μας ζητήσει, είναι ότι δεν μας εμπιστεύεται ο Χριστός τη Χάρι του και τον εαυτό του· αλλιώς θα το είχε κάνει. Μάλλον αυτό είναι το βασικότερο που λείπει. Είχαμε πει κάποτε τι λέει ένας άγιος. Λέει ότι, πιστός λέγεται όχι απλώς αυτός που πιστεύει, αλλά αυτός που πιστεύει και στον όποιο έχει εμπιστοσύνη και ο Θεός. Και αυτός πιστεύει στον Θεό, αλλά και ο Θεός του έχει εμπιστοσύνη. Σε πόσους από μας θα είχε ο Θεός εμπιστοσύνη; Ίσως τρομάζουμε μερικοί, καθώς σκεπτόμαστε: «πω πω! να δώσουμε στον Θεό ό,τι κι αν μας ζητήσει;» Όσοι τρομάζουμε, να μείνουμε εκεί που είμαστε· τι να κάνουμε; αλλά όσοι όμως θέλουμε ειλικρινά και αληθινά να γίνουμε στρατιώτες του Χριστού, να γίνουμε τέκνα του Χριστού, να γίνουμε πραγματικά πνευματοφόροι, να έχουμε, να πάρουμε Πνεύμα Άγιο, ιδού: «το στάδιον των αρετών, όπως λέει το τροπάριο, ηνέωκται· οι βουλόμενοι αθλήσαι, εισέλθετε».
Ο Θεός δεν θέλει να κάνουμε αυτό που δεν μπορούμε
Δεν ξέρω πόσοι από μας απόψε και αύριο βράδυ, καθώς θα μπαίνουμε στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, θα είχαν το κουράγιο να πουν: «Θεέ μου, Θεέ μου! Εγώ δεν έζησα άλλες Τεσσαρακοστές. Τώρα ήλθα για πρώτη φορά στη ζωή αυτή». Και με όλη την καρδιά, με όλο τον ζήλο, με όλη τη χαρά, ν' αρχίσει κανείς την Τεσσαρακοστή και να μπει στην Τεσσαρακοστή. Και να μην αρχίσει κανείς να λέει: «Ήλθε η Τεσσαρακοστή. Τι θα γίνει με τη νηστεία, τι δεν θα γίνει; Έχω το στομάχι μου, έχω την καρδιά μου, έχω τούτο, εκείνο». Αλλά να μπει στην Τεσσαρακοστή σαν να είναι η πρώτη και τελευταία στη ζωή του, σαν να είναι η πρώτη και τελευταία που έχει στη διάθεσή του.
Τα τροπάρια κάθε μέρα το λένε. Η Τετάρτη και η Παρασκευή, οι δύο αυτές μέρες που πέρασαν, ήταν μέρες της Τεσσαρακοστής, άσχετα αν τρώγαμε ακόμη γαλακτερά και ψάρια. Στον Όρθρο τις δύο αυτές ημέρες ψάλαμε το Αλληλούια όπως τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Το πρώτο τροπάριο που ψάλαμε στον Εσπερινό την Τρίτη το βράδυ και που είναι, ας πούμε έτσι, προοίμιο στην Τεσσαρακοστή, αρχίζει: «Περιχαρώς εναρξώμεθα τον της νηστείας αγώνα». Περιχαρώς. Όχι σαν να θέλουμε από την Καθαρά Δευτέρα να βρεθούμε στο Μέγα Σάββατο, και ει δυνατόν να λείπει το άλλο διάστημα, αλλά να μπούμε μέσα σ' αυτή την περίοδο περιχαρώς.
Για να μη φανεί ότι λέγοντας αυτά είμαστε εκτός πραγματικότητος, να πούμε το εξής: Βέβαια ο Θεός θέλει από τον καθένα μας να κάνουμε αυτό που μπορούμε. Ποτέ δεν θα ήθελε ο Θεός να κάνουμε αυτό που δεν μπορούμε. και εάν θέλετε να ξέρετε έναν νόμο με δυό λόγια, πως θα τακτοποιείτε τα θέματα, ο νόμος αυτός είναι ο έξης: Ποτέ ο Θεός δεν θέλει να κάνουμε αυτό που δεν μπορούμε. Θέλει να κάνουμε αυτό που μπορούμε. Γι' αυτό υπάρχουν οι κανόνες που λένε: αν δεν μπορεί κανείς να κάνει, να μην κάνει. Όμως κάνουμε αυτό που μπορούμε ή όλα αυτά που λέμε είναι προφάσεις έν αμαρτίαις, για να ξεφεύγουμε από δω κι από κει;
Έχουμε πείρα τι δίνει ο Θεός στον άνθρωπο;
Δεν θα σας κουράσω απόψε. Κάπως έτσι σκέπτομαι. Και επειδή τώρα εδώ είμαστε όλοι σαν μια οικογένεια και επιτρέπεται τρόπον τινά να ανταλλάσσουμε τις σκέψεις μας, νομίζω ότι αυτά τα δυο λόγια που είπαμε είναι καλά για όλους μας. Και με τη Χάρη και τη βοήθεια του Θεού ας αποφασίσουμε μια φορά στη ζωή μας κι εμείς πιο τίμια, πιο ειλικρινά, πιο γνήσια, πιο αποφασιστικά, να κάνουμε ο καθένας μας αυτό που θέλει από μας ο Θεός και αυτό που μπορούμε με τις δυνάμεις που μας έχει δώσει ο Θεός. Θεό ζωντανό έχουμε. Όχι Θεό νεκρό, που λέγαμε την άλλη φορά. Και δεν χρειάζεται να πούμε ότι η αμοιβή από μέρους του Θεού θα έλθει, ότι η ανταπόκριση από μέρους του Θεού θα έλθει, ότι δεν θα διαψευσθούμε. Κανείς, κανείς μέχρι σήμερα -στα σωστά του βέβαια- δεν είπε: «Εγώ έκανα το μερτικό μου -οι σύγχρονοι χριστιανοί το λένε λίγο- εγώ έκανα ό,τι έπρεπε να κάνω, αλλά ο Θεός δεν με πρόσεξε». Κανείς.
Όσοι κατέφυγαν στον Θεό με ελπίδα και με πίστη, όλοι αυτοί όχι απλώς βρήκαν εκείνο που ποθούσαν αλλά πολύ παραπάνω. Τι να ποθήσουμε εμείς; Που ξέρουμε εμείς τι να ποθήσουμε; Κάνουμε πως ποθούμε, κάνουμε πως επιθυμούμε, κάνουμε πως θέλουμε. Δεν ξέρουμε τι δίνει ο Θεός στον άνθρωπο. Δεν το ξέρουμε. Που έχουμε πείρα; Ο Θεός όμως ως Θεός δίνει αφειδώς, και πάντοτε εκείνος που παίρνει λέει: «Θεέ μου, εγώ λίγα, πολύ λίγα είχα ζητήσει, κι εσύ μου έδωσες τόσα πολλά». Όλες οι ψυχές το λένε αυτό. Και χωρίς καμιά αμφιβολία κι εμείς θα το πούμε. Θα το πούμε, εάν θελήσουμε, έστω φέτος, κάπως έτσι να μπούμε στην Τεσσαρακοστή και κάπως έτσι να πλησιάσουμε τον Θεό. Αυτά λοιπόν και με συγχωρείτε.
19-2-1972
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.