(Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος - Από τη Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών)
84. Όπως στα φαινόμενα πράγματα απαρνήθηκες τον εξωτερικό άνθρωπο, δίνοντας ελεημοσύνη και σκορπίζοντας τα υπάρχοντά σου, έτσι πρέπει να απαρνηθείς τις αμαρτωλές συνήθειες. Και αν απέκτησες σοφία σαρκική η γήινες γνώσεις, αρνήσου τες. Αν στηρίζεσαι σε προτερήματα της σάρκας, απομακρύνσου απ' αυτά, ταπείνωσε τον εαυτό σου και μίκρυνέ τον. Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσεις να γίνεις μαθητής της μωρίας του κηρύγματος(Α΄ Κορ. 1, 21). Και σ' αυτή θα βρεις την αληθινή σοφία, όχι σε κομψά λόγια, αλλά στη δύναμη του Σταυρού, έχοντας εσωτερικά τα ίδια ενεργήματα μ' εκείνους που καταξιώθηκαν να την αποκτήσουν. Όπως λέει ο Παύλος, ο Σταυρός του Χριστού είναι για τους Ιουδαίους σκάνδαλο, για τους Έλληνες μωρία, για μας όμως τους σωζόμενους είναι δύναμη Θεού και Θεού σοφία(Α΄ Κορ. 1, 23-24).
85. Κι αν ακόμη έλαβες ουράνια γεύση, και αν έγινες μέτοχος εκείνης της σοφίας και απέκτησες ανάπαυση στην ψυχή σου, μην υπερηφανεύεσαι, μήτε να ξεθαρρεύεις σαν να έφτασες πλέον και να κατάκτησες όλη την αλήθεια, για να μην ακούσεις και συ: «Τώρα πλέον είσαστε χορτάτοι! Τώρα πλέον γίνατε πλούσιοι! Χωρίς εμάς, κατακτήσατε τη βασιλεία των ουρανών! Και μακάρι να βασιλεύατε, για να βασιλεύσομε κι εμείς μαζί σας.»(Α΄ Κορ. 4, 8). Αλλά και αν γεύθηκες τα ουράνια, να πιστεύεις ότι δεν άγγιξες ακόμη το Χριστιανισμό. Αυτό το φρόνημα να μην είναι επιφανειακό, αλλά να το έχεις πάντοτε σαν φυτεμένο και επικυρωμένο οριστικά μέσα στη διάνοιά σου.
86. Όπως ο πλεονέκτης, και αν συνάξει αναρίθμητα χρήματα, δεν χορταίνει, αλλά όσα προσθέτονται κάθε μέρα, τόσο αυξάνουν την επιθυμία του για περισσότερα, ή όπως εκείνος που απομακρύνεται από ένα ποτάμι με γλυκύτατο νερό πριν ξεδιψάσει, νιώθει μεγαλύτερη δίψα, έτσι και στον καθένα η γεύση του Θεού δεν έχει κόρο ή τέλος, αλλά όσο πλουτίζει κανείς με αυτόν τον πλούτο, τόσο νομίζει τον εαυτό του φτωχό.
Οι Χριστιανοί δεν θεωρούν πολύτιμη τη ζωή τους, αλλά αισθάνονται να είναι εντελώς τιποτένιοι μπροστά στο Θεό, και θεωρούν τους εαυτούς των δούλους όλων των ανθρώπων. Πολύ χαίρεται ο Θεός και αναπαύεται με αυτή την ψυχή, για την ταπείνωσή της. Αν λοιπόν έχει κανείς κάποιο καλό ή και είναι πνευματικά πλούσιος, να μη νομίζει γι' αυτό ότι είναι κάτι ή ότι έχει κάτι. Γιατί ο Κύριος σιχαίνεται την οίηση, και αυτή ευθύς απ' την αρχή έχει διώξει από τον Παράδεισο τον άνθρωπο που άκουσε ότι "θα είστε σαν θεοί"(Γεν. 3, 5) και πήρε θάρρος μ' αυτή τη μάταιη ελπίδα.
Σκέψου ότι ο Θεός σου και Βασιλιάς, αλλά και Υιός του Θεού, κένωσε τον εαυτό Του παίρνοντας μορφή δούλου(Φιλιπ. 2, 7), ότι έγινε φτωχός(Β΄ Κορ. 8, 9) και συγκαταριθμήθηκε μεταξύ των ατίμων(Μαρκ. 15, 28) και σταυρώθηκε. Αν έτσι έγινε με το Θεό, εσύ ο άνθρωπος που αποτελείσαι από σάρκα και αίμα, που είσαι χώμα και στάχτη(Γεν. 18, 27) και που —αλοίμονο— δεν έχεις τιποτε το αγαθό, αλλά είσαι τελείως ακάθαρτος, πώς έχεις μεγάλη ιδέα και αλαζονεύεσαι; Εσύ λοιπόν, αν βέβαια είσαι συνετός, ακόμη και για κάτι καλό που έλαβες από το Θεό, να λές: «Αυτό δεν είναι δικό μου, από Άλλον το πήρα· και αν Αυτός το κρίνει σκόπιμο, θα μου το πάρει πίσω». Έτσι κάθε καλό να το αποδίδεις στον Κύριο, κάθε κακό στον εαυτό σου.
87. Ο θησαυρός που λέει ο Απόστολος ότι τον έχομε σε πήλινα σκεύη(Β΄ Κορ. 4, 7), να πιστεύεις ότι είναι η αγιαστική δύναμη του Πνεύματος, την οποία αξιώθηκε να λάβει από αυτήν ακόμη τη ζωή. Γιατί λέει πάλι κάπου ο ίδιος: «Αυτός έγινε για μας σοφία από το Θεό, και δικαίωση και αγιασμός και απολύτρωση»(Α΄ Κορ. 1, 30).
Εκείνος λοιπόν που βρήκε και κρατάει μέσα του τον επουράνιο αυτό θησαυρό του Πνεύματος, μπορεί να εργάζεται κάθε αρετή και κάθε εντολή, όχι μόνον καθαρά και άψογα, αλλά και χωρίς κόπους και χωρίς κούραση, πράγμα που πρωτύτερα κάθε άλλο παρά το έκανε άκοπα. Γιατί αυτό δεν μπορεί να το κάνει κανείς, ακόμη και αν θέλει να καλλιεργήσει αληθινά τον καρπό του Πνεύματος, πριν λάβει το αγαθό πνεύμα.
Πλην όμως ας βιάζει ο καθένας τον εαυτό του κάθε φορά και ας τρέχει με υπομονή(Εβρ. 12, 1) και πίστη, και ας παρακαλεί θερμά το Χριστό, ώστε να επιτύχει αυτόν τον επουράνιο θησαυρό. Και τότε, όπως είπαμε, με τη δύναμη και τη χάρη Του, θα μπορεί να εργάζεται το σύνολο των αρετών καθαρά, τέλεια και χωρίς μόχθο και ταλαιπωρία.
88. Εκείνοι που έχουν τον θεϊκό πλούτο του Πνεύματος μέσα τους, όταν απευθύνουν σε άλλους λόγια πνευματικά, τα μεταδίδουν στους συνομιλητές τους σαν να τα βγάζουν από το θησαυρό που έχουν μέσα τους(Ματθ. 12, 35). Όσοι όμως δεν απέκτησαν αυτόν το θησαυρό στο βάθος της καρδιάς τους, από τον οποίο αναβρύζει αγαθοσύνη θεϊκών ενθυμήσεων και μυστηρίων και βαθύτατων λόγων, αλλά ανθολογούν ορισμένα μόνο από τη μία και την άλλη Γραφή και τα έχουν στην άκρη της γλώσσας τους ή άκουσαν και από πνευματικούς ανθρώπους, κομπάζουν στους λόγους αυτούς, προβάλλοντας τα ξένα σαν δικά τους, και εμφανίζονται σαν γονείς ξένων τέκνων.
Αυτοί, στους άλλους μεν πρόσφεραν άκοπη την απόλαυση των λόγων, οι ίδιοι όμως μετά την ομιλία τους βρέθηκαν να μοιάζουν με φτωχούς, γιατί ο κάθε λόγος τους σαν να γύρισε σ' εκείνον από τον οποίο τον πήραν, κι αυτοί έμειναν χωρίς δικό τους θησαυρό, από τον οποίο να μπορούν και τον εαυτό τους πρώτα να ευφραίνουν, και τους άλλους να ωφελούν.
Γι' αυτό πρέπει πρώτα να ζητούμε από το Θεό να βάλει μέσα μας αυτόν τον αληθινό πλούτο, και τότε θα είναι εύκολο και τους άλλους να ωφελούμε και να τους μεταδίδομε λόγους πνευματικούς και θεία μυστήρια. Γιατί έτσι ευδόκησε η αγαθότητα του Θεού να κατοικήσει σε κάθε έναν που πιστεύει. «Όποιον με αγαπά, λέει, θα τον αγαπήσει ο Πατέρας μου· θα τον αγαπήσω κι εγώ και θα του φανερώσω τον εαυτό μου. Εγώ και ο Πατέρας θα έρθομε και θα κατοικήσομε σ' αυτόν(Ιω. 14, 21 και 2)».
89. Εκείνοι που αξιώθηκαν να γίνουν τέκνα Θεού και έχουν το Χριστό να ακτινοβολεί μέσα τους, διευθύνονται από ποικίλους και διαφόρους τρόπους του Πνεύματος και περιθάλπονται στα βάθη της καρδιάς τους από τη χάρη. Δεν είναι ανάρμοστο να φέρομε παραδείγματα από τις κοσμικές απολαύσεις, για να πάρομε κάποια ιδέα των θείων ενεργημάτων της χάρης μέσα στην ψυχή.
Συμβαίνει δηλαδή καμιά φορά οι άνθρωποι αυτοί σαν να βρίσκονται σε βασιλικό δείπνο να ευφραίνονται και να χαίρονται με κάποια ανέκφραστη και ανείπωτη αγαλλίαση. Και άλλοτε, σαν νεόνυμφοι να νιώθουν πνευματική ηδονή, ενώ άλλοτε σαν ασώματοι άγγελοι να αισθάνονται τόση ελαφρότητα στο σώμα τους, ώστε να νομίζουν ότι δεν έχουν σώμα. Και άλλοτε σαν να ευφραίνονται και να μεθούν με την ανέκφραστη μέθη των μυστηρίων του Πνεύματος, ενώ άλλοτε κλαίνε και οδύρονται προσευχόμενοι για τη σωτηρία των ανθρώπων.
Γιατί πυρπολούνται από τη θεία αγάπη του Πνεύματος προς όλους τους ανθρώπους και παίρνουν επάνω τους το πένθος όλων των απογόνων του Αδάμ. Άλλοτε πάλι, το πνεύμα άναψε μέσα τους τόση αγάπη, ενωμένη με ανείπωτη ηδονή, ώστε αν ήταν δυνατόν κάθε άνθρωπο να τον αγκαλιάσουν, χωρίς να ξεχωρίζουν καλό ή κακό.
Άλλοτε, τόσο πολύ εξουδένωσαν τον εαυτό τους, ώστε να νομίζουν ότι κανένας δεν είναι παρακάτω απ' αυτούς, αλλά ότι είναι τελευταίοι απ' όλους. Κάποτε τους πλημμυρίζει κάποια ανέκφραστη πνευματική χαρά, ενώ κάποτε, παρόμοια με ένα χειροδύναμο που φόρεσε βασιλική πανοπλία και αφού κατέβηκε στον πόλεμο, κατατρόπωσε τους εχθρούς, και αυτοί οπλίσθηκαν με τα όπλα του Πνεύματος και συγκρούσθηκαν με τους αόρατους εχθρούς και τους έριξαν κάτω από τα πόδια τους.
Πότε τους κυκλώνει μεγάλη γαλήνη και ησυχία και τους αγκαλιάζει η ειρήνη και τους κυριεύει μιά θαυμαστή πνευματική ηδονή, και πότε γεμίζουν σύνεση και θεία σοφία και ανεξιχνίαστη πνευματική γνώση. Και γενικά, δέχονται τόση σοφία από τη χάρη του Χριστού, όση δεν μπορεί καμιά γλώσσα να διηγηθεί. Ωστόσο συχνά έχουν εξωτερική όψη όπως όλοι οι άλλοι.
Έτσι η θεία χάρη με πολλούς τρόπους αλλάζει και διαφοροποιείται μέσα σ' αυτούς, σαν να θέλει να παιδαγωγεί και να γυμνάζει την ψυχή, για να την παρουσιάσει τέλεια και άμεμπτη και καθαρότατη στον επουράνιο Πατέρα.
90. Τα παραπάνω ενεργήματα του Πνεύματος ανήκουν στα υψηλά πνευματικά μέτρα που είναι πολύ κοντά στην τελειότητα. Αυτές οι ποικίλες παρηγοριές της χάρης ενεργούνται σ' αυτούς από το πνεύμα με διάφορους τρόπους, αλλά όμως ακατάπαυστα, και η μία πνευματική ενέργεια διαδέχεται την άλλη.
Όταν φτάσει κανείς στην πνευματική τελειότητα, αφού καθαρθεί ολότελα από όλα τα πάθη και ενωθεί και ανακραθεί εντελώς μέσω της ανέκφραστης μεθέξεως με το Παράκλητο πνεύμα, όταν και αυτή η ψυχή καταξιωθεί να γίνει πνεύμα, επειδή ενώθηκε με το πνεύμα, τότε γίνεται όλος φως, όλος πνεύμα, όλος χαρά, όλος ανάπαυση, όλος αγαλλίαση, όλος αγάπη, όλος ευσπλαχνία, όλος αγαθότητα και καλωσύνη.
Και κατά κάποιο τρόπο καταπίνεται μέσα στις αρετές της δυνάμεως του αγαθού Πνεύματος, σαν μιά πέτρα στην άβυσσο της θάλασσας που περιβάλλεται όλη από νερό. Αυτοί λοιπόν που ενώθηκαν εξ ολοκλήρου με το Πνεύμα του Θεού, έχουν εξομοιωθεί με το Χριστό και έχουν τις αρετές του Πνεύματος αμετάβλητες και παρουσιάζουν σε όλους τέτοιους καρπούς. Γιατί αφού έγιναν μέσα τους άμεμπτοι και καθαροί στην καρδιά(Ματθ. 5, 10) από το Πνεύμα, είναι αδύνατο να παρουσιάσουν εξωτερικά καρπούς κακίας, αλλά πάντοτε λάμπουν σ' αυτούς οι καρποί του Πνεύματος.
Αυτή είναι η προκοπή της πνευματικής τελειότητας, της πληρότητας που δίνει ο Χριστός, στην οποία μας συμβουλεύει ο Απόστολος να φτάσομε, λέγοντας: «Για να γεμίσετε με όλη την πληρότητα που δίνει ο Χριστός»(Εφ. 3, 19), και πάλι: «Ώσπου να καταλήξομε όλοι να γίνομε ώριμοι, με όλη την πληρότητα που δίνει ο Χριστός»(Εφ. 4, 13).
91. Συμβαίνει, μόλις κανείς γονατίσει στην προσευχή, να γεμίζει η καρδιά του από θεία ενέργεια και η ψυχή χαίρεται μαζί με τον Κύριο σαν νύμφη με τον νυμφίο, όπως προαναφέρθηκε. Αυτό το λέει,και ο μέγας Ησαΐας: «Όπως χαίρεται ο νυμφίος με τη νύμφη, έτσι θα χαρεί ο Κύριος μαζί σου»(Ησ. 62, 5).
Συμβαίνει πάλι, ένας τέτοιος άνθρωπος να είναι απασχολημένος όλη την ημέρα, και όταν κάποια ώρα ευκαιρήσει να προσευχηθεί, να αρπάζεται ο εσωτερικός άνθρωπος στο άπειρο βάθος του πνευματικού κόσμου.
Τον πλημμυρίζει τότε κάποια ανέκφραστη και άμετρη ηδονή, ώστε ο νους να κυριεύεται από έκπληξη καθώς έχει όλος αρπαγεί στα ύψη, και να του προκαλείται στο διάστημα αυτό λήθη όλου του επιγείου φρονήματος, γιατί μέστωσαν, όπως είπαμε, οι λογισμοί του και οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι σε απέραντα και ακατάληπτα πράγματα.
Και από την προσευχή συμβαίνει εκείνη την ώρα στον άνθρωπο να φεύγει και η ψυχή μαζί με την προσευχή.
92. Σ' εκείνον που ερωτά αν είναι δυνατόν ο άνθρωπος πάντοτε να βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση, πρέπει να πούμε τα εξής. Δεν υπάρχει χρόνος που να μη συνυπάρχει η χάρη με τον άνθρωπο, να μην είναι ριζωμένη και να μη γίνεται σαν κάτι φυσικά ενωμένο στον άνθρωπο με τον οποίο συνυπάρχει. Και ενώ αυτή είναι μία, οικονομεί τα πράγματα όπως θέλει, κατά πολλούς τρόπους, για το συμφέρον του ανθρώπου.
Η φωτιά δηλαδή μέσα σ' αυτόν, άλλοτε καίει περισσότερο, άλλοτε λιγότερο. Και το φως άλλοτε λάμπει περισσότερο, άλλοτε μαζεύεται και σκυθρωπάζει, κατά θεία πάντως οικονομία, παρ' όλο που η λαμπάδα καίει χωρίς να σβήνει. Όταν όμως το φως γίνεται λαμπρότερο, τότε και ο άνθρωπος παρουσιάζεται σαν να μεθά περισσότερο με την αγάπη του Θεού.
Ενίοτε το ίδιο αυτό φως που φέγγει ακατάπαυστα στην καρδιά, ανοίγει δίοδο στο εσωτερικότερο και βαθύτερο φως, ώστε ολόκληρος ο άνθρωπος, βυθισμένος στη γλυκύτητα και στη θεωρία εκείνη, να μη βρίσκεται πλέον στον εαυτό του, αλλά να ζει στον κόσμο σαν μωρός και άξεστος εξαιτίας της υπερβολικής αγάπης που απλώθηκε στην ψυχή, και της ηδονής και του βάθους των μυστηρίων που αξιώθηκε.
Και συμβαίνει πολλές φορές σ' αυτόν τον καιρό να φτάσει τα μέτρα της τελειότητας και να ελευθερωθεί από κάθε αμαρτία και ψεγάδι, έπειτα όμως από αυτά να συσταλεί κατά κάποιο τρόπο η χάρη και να πέσει στην ψυχή το κάλυμμα της εχθρικής δυνάμεως.
93. Να ξέρεις ότι τα σχετικά με τη χάρη έχουν ως εξής. Ας υποθέσομε ότι η τελειότητα έχει δώδεκα σκαλοπάτια. Συμβαίνει λοιπόν να φτάνει κανείς και σ' αυτό το μέτρο. Αλλά πάλι υποχωρεί η χάρη και κατεβαίνοντας ένα σκαλοπάτι σταματά, ας πούμε, στο ενδέκατο. Φανερώσαμε παραπάνω εκείνα τα θαυμάσια, τα οποία δοκίμασε ο άνθρωπος εκείνος. Αν λοιπόν είχε αυτά τα θαυμάσια συνεχώς στον ίδιο βαθμό, τότε ούτε θα του ήταν δυνατό να οικονομεί τους αδελφούς και να τους διδάσκει.
Επειδή ούτε να ακούει θα μπορούσε, ούτε να μιλάει, ή και να φροντίζει για κάτι, έστω και το παραμικρό, παρά θα βρισκόταν σε μιά γωνιά εκστατικός και σαν μεθυσμένος. Γι' αυτό και δεν του δόθηκε το τέλειο μέτρο, για να έχει καιρό και τους αδελφούς να φροντίζει και να ασχολείται με την διακονία του λόγου.
94. Όταν ακούμε τα λόγια της βασιλείας και μας έρχονται δάκρυα, να μην περιοριστούμε στα δικά μας δάκρυα, ούτε στην ακοή μας ότι καλά ακούσαμε, ούτε στα μάτια μας ότι καλά είδαμε, και νομίσομε ότι αυτά μας είναι αρκετά.
Γιατί υπάρχουν και αλλά αυτιά και αλλά μάτια και αλλά δάκρυα, όπως επίσης και άλλη διάνοια και ψυχή, που είναι αυτό τούτο το θεϊκό και επουράνιο πνεύμα, το οποίο ακούει και κλαίει και προσεύχεται και γνωρίζει και πράττει αληθινά το θέλημα του Θεού. Αφού και ο Κύριος, όταν υποσχόταν στους Αποστόλους τη μέγιστη δωρεά του Πνεύματος, είπε: «Εγώ φεύγω, αλλά ο Παράκλητος, το Άγιο πνεύμα, που θα στείλει ο Πατέρας στο όνομά μου, εκείνος θα σας διδάξει τα πάντα»(Ιω. 14, 26), και πάλι: «Έχω πολλά να σας πω ακόμα, αλλά δεν μπορείτε τώρα να σηκώσετε μεγαλύτερο βάρος. Όταν όμως θα έρθει εκείνος, το πνεύμα της αλήθειας, θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια»(Ιω. 16, 12-13).
Εκείνος λοιπόν θα προσευχηθεί και εκείνος θα κλάψει· γιατί, όπως λέει ο Απόστολος, εμείς δεν ξέρομε πώς να προσευχηθούμε όπως πρέπει, αλλά το πνεύμα το ίδιο μεσιτεύει για μας με στεναγμούς που δεν εκφράζονται με λέξεις(Ρωμ. 8, 26). Γιατί μόνο στο πνεύμα είναι φανερό το θέλημα του Θεού: «Κανείς δε γνωρίζει όσα αναφέρονται στο Θεό, παρά μόνο το πνεύμα του Θεού»(Α΄ Κορ. 2, 11).
Και όταν σύμφωνα με την υπόσχεση, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, επιφοίτησε ο Παράκλητος και η δύναμη του αγαθού Πνεύματος σκήνωσε στις ψυχές των Αποστόλων(Πράξ. 2, 1-4), αφαιρέθηκε από αυτούς ολότελα το κάλυμμα της κακίας, καταργήθηκαν τα πάθη και ξεσκεπάστηκαν τα μάτια της καρδιάς τους.
Και αφού γέμισαν από σοφία και έγιναν τέλειοι από το πνεύμα, διά μέσου του Πνεύματος έμαθαν πώς να πράττουν το θέλημα του Θεού, και από Εκείνο χειραγωγήθηκαν σ' ολόκληρη την αλήθεια, καθώς Εκείνο έγινε ο ηγεμόνας και ο βασιλιάς των ψυχών τους. Κι εμείς λοιπόν, όταν μας έρχεται να κλάψομε, ενώ ακούμε το λόγο του Θεού, ας παρακαλέσομε το Χριστό με αδίστακτη πίστη να έρθει σ' εμάς το πνεύμα, όπως ελπίσαμε, το οποίο αληθινά ακούει και προσεύχεται σύμφωνα με το θέλημα και τη βούληση του Θεού.
95. Να θεωρείς ότι το πράγμα έχει ως εξής: Υπάρχει κάποια σκοτεινή δύναμη που σκεπάζει ελαφρά το νου σαν λεπτή ομίχλη. Και μ' όλο που η λαμπάδα καίει παντοτινά και φωτίζει, όπως είπαμε, ωστόσο υπάρχει κάτι που καλύπτει εκείνο το φως. Γι' αυτό και δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι ένας τέτοιος άνθρωπος δεν είναι τέλειος ή ολότελα ελεύθερος από την αμαρτία, αλλά είναι, σαν να πούμε, και ελεύθερος και όχι ελεύθερος.
Όλο αυτό οπωσδήποτε δεν γίνεται ερήμην του Θεού, αλλά κατά θεία οικονομία. Και άλλοτε γκρεμίζεται και συντρίβεται το μεσότοιχο εκείνο του φραγμού(Εφ. 2, 14), ενώ άλλοτε δεν γκρεμίζεται ολότελα. Ούτε πάντοτε η προσευχή είναι η ίδια, αλλά άλλοτε η χάρη ανάβει και παρηγορεί και αναπαύει περισσότερο, άλλοτε είναι πιο σκυθρωπή και μειωμένη, όπως η ίδια η χάρη οικονομεί προς το συμφέρον του ανθρώπου.
Έχω φτάσει όμως σε μερικές περιπτώσεις στο τέλειο μέτρο και γεύθηκα και έλαβα πείρα εκείνου του κόσμου. Δεν είδα όμως ακόμη κανένα Χριστιανό τέλειο ή ολότελα ελεύθερο. Αλλά από τη μιά αναπαύεται κανείς από τη χάρη και αξιώνεται να δει μυστήρια και αποκαλύψεις και γίνεται κοινωνός της χάρης και γεύεται την πολλή γλυκύτητά της, και από την άλλη, συνυπάρχει η αμαρτία μέσα του.
Οι άνθρωποι αυτοί, για την υπερβολική χάρη και το φως που τους φωτίζει, θεωρήθηκαν από απειρία τέλειοι και ελεύθεροι. Εγώ δεν γνώρισα ακόμη κανένα τελείως ελεύθερο. Γιατί και σε μένα συνέβη μερικές φορές να φτάσω σ' εκείνο το μέτρο που έχω πει, και έμαθα καλά και γνωρίζω ποιος είναι ο τέλειος άνθρωπος.
96. Όταν ακούσεις περί ενώσεως νυμφίου και νύμφης και περί χορών και οργάνων και εορτών, μη βάλεις στο νου σου τίποτε υλικό ή επίγειο. Αυτά λέγονται από συγκατάβαση μόνο για παράδειγμα. Η ουσία τους είναι ανέκφραστη και πνευματική και απρόσιτη σε σαρκικά μάτια, και μόνο ψυχές άγιες και πιστές μπορούν να τα εννοήσουν.
Γιατί η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, οι επουράνιοι θησαυροί, οι χοροί και εορτές των αγίων Αγγέλων, φανερώνονται μόνον σ' εκείνον που τα δοκίμασε. Ενώ στον αμύητο, ούτε καν να τα εννοήσει δεν είναι δυνατόν. Άκουε λοιπόν γι' αυτά με ευλάβεια, μέχρις ότου σου συμβεί, για την πίστη σου, να καταξιωθείς να τα επιτύχεις.
Και τότε θα εννοήσεις με την πείρα των ψυχικών οφθαλμών, σε ποιά αγαθά και μυστήρια μπορούν να μετέχουν οι ψυχές των Χριστιανών από αυτή τη ζωή. Γιατί στην ανάσταση, και το σώμα το ίδιο των ανθρώπων αυτών θα αξιωθεί να τα βλέπει αυτά και κατά κάποιο τρόπο να τα κρατά, όταν και αυτό γίνει πνεύμα.
97. Τα κάλλη και οι αγαθοί καρποί της ψυχής μας, δηλαδή η προσευχή, η αγάπη, η πίστη, η αγρυπνία, η νηστεία και οι λοιπές αρετές, όταν αναμιχθούν και ενωθούν με το Άγιο Πνεύμα, τότε και αυτά σαν θυμίαμα ριγμένο στη φωτιά, βγάζουν πλούσια ευωδία· αλλά κι εμείς τότε πολιτευόμαστε εύκολα κατά το θέλημα του Θεού.
Γιατί χωρίς το Άγιο πνεύμα, όπως προείπαμε, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει το θέλημα του Θεού. Όπως η γυναίκα πριν από το γάμο της ακολουθεί τη γνώμη της και κάνει τα θελήματά της, όταν όμως συνάψει γάμο, ζει κάτω από την οδηγία του συζύγου της και δεν κάνει το δικό της, έτσι και η ψυχή έχει δικό της θέλημα και δικούς της νόμους και δικά της έργα. Όταν όμως γίνει άξια να ενωθεί με τον επουράνιο άνδρα Χριστό, υποτάσσεται πλέον στο νόμο του άνδρα της, και δεν ακολουθεί πιά το δικό της θέλημα, αλλά το θέλημα του Νυμφίου της Χριστού.
98. Το ένδυμα του γάμου για το οποίο κάνει λόγο ο Χριστός(Ματθ. 22, 11), να φρονείς ότι είναι η χάρη του Αγίου Πνεύματος, και εκείνος που δεν έγινε άξιος να την περιβληθεί, δε θα μετάσχει στον επουράνιο γάμο και στο πνευματικό εκείνο δείπνο.
99. Ας προσπαθήσομε με πόθο να πιούμε το πνευματικό και θεϊκό κρασί και να μεθύσομε με νηφάλια μέθη, ώστε, όπως εκείνοι που πίνουν πολύ κρασί και λένε ύστερα πολλά, έτσι κι εμείς αφού πιούμε χορταστικά από το πνευματικό αυτό κρασί, να μιλάμε διηγούμενοι τα θεία μυστήρια, όπως λέει ο θείος Δαβίδ: «Το ποτήρι σου με μεθά σαν το δυνατότερο κρασί»(Ψαλμ. 22, 5).
100. «Πτωχή τω πνεύματι»(Ματθ. 5, 2) είναι εκείνη η ψυχή, η οποία γνωρίζει καλά τα τραύματά της, όπως επίσης και το σκοτάδι των παθών, που την περικυκλώνει, και ζητά συνεχώς τη λύτρωση από τον Κύριο. Η ψυχή αυτή υπομένει τους κόπους και δεν χαίρεται με κανένα γήινο αγαθό, αλλά αναζητά μόνο τον καλό Γιατρό και έχει πεποίθηση στη θεραπεία Του. Με ποιο τρόπο λοιπόν η τραυματισμένη αυτή ψυχή θα γίνει ωραία και ευπαρουσίαστη και κατάλληλη να ζήσει μαζί με το Χριστό; Πώς αλλιώς, παρά όπως ήταν έτσι που πλάσθηκε εξαρχής και με την σαφή επίγνωση των τραυμάτων της και της φτώχειας της;
Γιατί αν δεν ευχαριστείται στα τραύματα και τους μώλωπες των παθών της, ούτε δικαιολογεί τα σφάλματά της, ο Κύριος δεν της καταλογίζει την αιτία της αρρώστιας της, αλλά έρχεται και την γιατρεύει και την περιποιείται και της αποκαθιστά ένα απαθές και άφθαρτο κάλλος. Με μόνο όρο, να μη μετέχει με την προαίρεσή της στα όσα πράττει, όπως είπαμε, ούτε να συγκατατίθεται στα πάθη που είναι ενεργά, αλλά με όλη τη δύναμη της να βοά προς τον Κύριο για να την αξιώσει με το αγαθό Πνεύμα Του να ελευθερωθεί από όλα τα πάθη.
Αυτή λοιπόν η ψυχή είναι μακάρια. Αλοίμονο όμως σ' εκείνη που δεν έχει συναίσθηση των τραυμάτων της, και νομίζει ότι δεν έχει καθόλου κακία, από την μεγάλη κακία και πώρωσή της. Αυτή την ψυχή, ο αγαθός Γιατρός δεν την επισκέπτεται, ούτε την θεραπεύει, αφού ούτε αυτή τον ζητά, ούτε τη μέλλει για τα τραύματά της, καθώς νομίζει ότι είναι καλά και υγιής. Γιατί λέει ο Κύριος: «Δεν έχουν ανάγκη από γιατρό οι υγιείς, αλλά οι άρρωστοι»(Ματθ. 9, 12).
101. Είναι πράγματι μακάριοι και αξιοζήλευτοι για το βίο τους και την υπερφυσική απόλαυση, όσοι με θερμή πίστη και φιλάρετη διαγωγή γνώρισαν με πείρα και αίσθηση τα επουράνια μυστήρια του Πνεύματος και έχουν πατρίδα τους ουρανούς(Φιλιπ. 3, 20). Αυτοί είναι καλύτεροι από όλους μαζί τους ανθρώπους. Η απόδειξη είναι προφανής.
Σε ποιόν από εκείνους που έχουν δύναμη ή σοφία ή φρόνηση συνέβη, όσο ζούσε ακόμη στη γη, ν' ανεβεί στον ουρανό και εκεί να εργαστεί πνευματικά έργα και να κατοπτεύσει τα κάλλη του Πνεύματος;
Και τώρα ένας φτωχός εξωτερικά, ολότελα φτωχός και μηδαμινός, που σχεδόν ούτε οι γείτονες του δεν τον γνωρίζουν, πέφτοντας με το πρόσωπο εμπρός στον Κύριο, ανεβαίνει στον ουρανό οδηγούμενος από το πνεύμα και, με πλήρη αίσθηση της ψυχής του, απολαμβάνει με το λογισμό του τα εκεί θαυμάσια, και εκεί εργάζεται, εκεί τρέφεται, εκεί έχει πατρίδα, σύμφωνα με τον θείο Απόστολο που λέει: «Η δική μας πατρίδα βρίσκεται στους ουρανούς»(Φιλιπ. 3, 20). και αλλού λέει: «Μάτια δεν είδαν και αυτιά δεν άκουσαν και άνθρωπος δε διανοήθηκε τα αγαθά που ετοίμασε ο Θεός γι' αυτούς που Τον αγαπούν», και προσθέτει: «Σε μας όμως τα αποκάλυψε μέσω του Πνεύματός Του»(Α΄ Κορ. 2, 9-10). Αυτοί είναι οι αληθινά σοφοί, οι δυνατοί, αυτοί είναι οι ευγενείς και φρόνιμοι.
102. Αλλά και χωρίς να λογαριάσομε τα ουράνια εκείνα χαρίσματα, από τα παρόντα αν κρίνεις τους Αγίους, δε θα διστάσεις να τους ανακηρύξεις ανώτερους απ' όλους. Για παράδειγμα: ο Ναβουχοδονόσορ, ο βασιλιάς της Βαβυλώνας, κατασκεύασε ανδριάντα του και κάλεσε όλα τα έθνη να τον προσκυνήσουν. Αυτό βέβαια το οικονόμησε πάνσοφα ο Θεός, για να φανερωθεί σε όλους η αρετή των τριών Παίδων και να μάθουν όλοι ότι ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Οποίος κατοικεί στους ουρανούς.
Οι τρεις Παίδες, αιχμάλωτοι και στερημένοι την ελευθερία τους, παρουσιάστηκαν με θάρρος μπροστά στον Ναβουχοδονόσορα· και ενώ όλοι με πολύ φόβο τον προσκυνούσαν και άλλο από το να τον υπακούν δεν τολμούσαν, αλλά σχεδόν ήταν άφωνοι, σαν ζώα που σέρνονται από τη μύτη, αυτοί στάθηκαν τόσο διαφορετικά, ώστε ούτε ήθελαν να μη γίνει γνωστό ότι σέβονται τον αληθινό Θεό, ούτε ανέχονταν να κρυφτούν, αλλά μπροστά σε όλους είπαν: «Τους θεούς σου, βασιλιά, δεν τους λατρεύομε και δεν προσκυνούμε το χρυσό άγαλμα που έστησες».
Τους έριξαν τότε για τιμωρία στο φοβερό εκείνο καμίνι, μα αυτό έπαψε να είναι καμίνι και δεν έδειξε την ενέργειά του»· αλλά, σαν να τους ευλαβήθηκε κι αυτό, τους φύλαξε αβλαβείς από κάθε κακό. Και τότε όλοι, και ο ίδιος ο βασιλιάς, εξαιτίας των τριών Παίδων παραδέχθηκαν τον αληθινό Θεό(Δαν. 3).
Από τη στάση εκείνων έμειναν έκθαμβοι όχι μόνον οι άνθρωποι στη γη, αλλά και οι ουράνιες χορείες. Γιατί στις ανδραγαθίες των Αγίων δεν απουσιάζουν ούτε οι ουράνιοι Άγγελοι, αλλά βρίσκονται μαζί τους, όπως και ο θείος Απόστολος αφήνει να φανεί λέγοντας: «Γίναμε θέαμα γι' αγγέλους και για ανθρώπους»(Α΄ Κορ. 4, 9).
Μπορείς να πληροφορηθείς τα όμοια και από τον προφήτη Ηλία. Αυτός, ενώ ήταν ένας άνθρωπος, αποδείχθηκε ισχυρότερος από πλήθη, κατεβάζοντας τη φωτιά από τον ουρανό(Γ΄ Βασ. 18, 38). Αλλά και ο Μωυσής νίκησε όλη την Αίγυπτο και τον τύραννο Φαραώ. Αυτό θα το δείς και με τον Λώτ(Γεν. 19, 29), και τον Νώε(Γεν. 7, 1), και με πολλούς άλλους, οι οποίοι ενώ εξωτερικά είχαν πολύ ευτελή εμφάνιση, υπερίσχυαν πάνω σε πολλούς επισήμους και δυνατούς.
103. Καθένα από τα ορατά, αν δεν έρθει σ' αυτό και κάποια άλλη φύση εξωτερική να το βοηθήσει, μένει ακατέργαστο και αδιαμόρφωτο. Και τούτο γιατί η ανείπωτη σοφία του Θεού μας δείχνει διά μέσου των ορατών μυστήρια και τύπους, ότι η ανθρώπινη φύση από μόνη της, χωρίς τη θεία βοήθεια, δεν μπορεί να παρουσιάσει τον πλήρη στολισμό των αρετών και την πνευματική ευπρέπεια της αγιοσύνης.
Όπως και η γη, αν μείνει όπως είναι και δεν καλλιεργηθεί από τους γεωργούς και δεν έρθουν να βοηθήσουν οι βροχές και ο ήλιος, είναι ακατάλληλη και καθόλου ικανή για καρποφορία. Και το κάθε σπίτι, για να μην είναι σκοτεινό, έχει ανάγκη από αυτό το ηλιακό φως, το οποίο δεν έχει την ίδια φύση με το σπίτι.
Είναι και άλλα παρόμοια μ' αυτά. Έτσι και η ανθρώπινη φύση, επειδή της είναι αδύνατο να αποδώσει από μόνη της τέλειους τους καρπούς των αρετών, έχει ανάγκη από τον πνευματικό γεωργό των ψυχών μας, δηλαδή το Πνεύμα του Χριστού, το οποίο είναι ολωσδιόλου ξένο προς την ανθρώπινη φύση.
Γιατί εμείς είμαστε κτίσματα, ενώ Εκείνο άκτιστο. Αυτό είναι που θα καλλιεργήσει με τη δική Του τέχνη τις καρδιές των πιστών, εκείνες δηλαδή που παραδόθηκαν με όλη τους τη θέληση στον πνευματικό γεωργό, και θα τις προετοιμάσει να αποδώσουν τέλειους τους καρπούς του Πνεύματος, και θα λάμψει το φως Του στο σπίτι της ψυχής μας που είναι σκοτισμένο από τα πάθη.
104. Διπλός είναι ο πόλεμος των Χριστιανών, και διπλή η πάλη. Από τη μιά, με όσα βλέπει η σωματική όραση· γιατί αυτά ερεθίζουν και γαργαλίζουν την ψυχή και την προκαλούν να δένεται εμπαθώς μαζί τους και να ευχαριστείται μ' αυτά. Από την άλλη, με τις αρχές και τις εξουσίες του φοβερού κοσμοκράτορα .
105. Η λαμπρότητα που υπήρχε στο πρόσωπο του Μωυσή(Εξ. 34, 29-30) ήταν τύπος της αληθινής λαμπρότητας του Παναγίου Πνεύματος. Όπως τότε δηλαδή δεν μπορούσε να κοιτάξει κανείς στο πρόσωπο τον Μωυσή, έτσι και τώρα, τη λαμπρότητα αυτή που λάμπει στις ψυχές των Χριστιανών, δεν μπορεί να την υπομείνει το σκοτάδι των παθών, αλλά διώχνεται από την ανταύγειά της και φεύγει.
106. Στο Χριστιανό που αγαπά την αλήθεια και το Θεό, που γεύθηκε την επουράνια γλυκύτητα και έχει ριζωμένη και ενωμένη με την ψυχή του τη χάρη και που παρέδωσε όλο τον εαυτό του στα θελήματα της χάρης, είναι μισητά όλα τα πράγματα αυτού του κόσμου. Γιατί αυτός έγινε ανώτερος από όλα τα πράγματα του κόσμου. Και είτε χρυσάφι πεις, είτε ασήμι, είτε τιμές και δόξες, είτε καλοτυχίσματα και επαίνους, κανένα από αυτά δεν μπορεί να τον κυριέψει. Γιατί αυτός έλαβε πείρα άλλου πλούτου και άλλης τιμής και άλλης δόξας, και τρέφεται ψυχικά με άφθαρτη ηδονή, και έχει κάθε αίσθηση και πληρότητα μέσω της κοινωνίας του Αγίου Πνεύματος.
107. Ο άνθρωπος αυτός έχει τόση διαφορά από τους άλλους ανθρώπους στη σύνεση, τη γνώση και τη διάκριση, όση έχει ο λογικός ποιμένας από τα άλογα ζώα που βόσκει. Γιατί μετέχει σε άλλο πνεύμα και άλλο νου, σε άλλη σύνεση και σοφία, διαφορετική από τη σοφία αυτού του κόσμου. «Μιλάμε, λέει ο Απόστολος, για σοφία στους τέλειους.
Όχι βέβαια για τη σοφία του κόσμου τούτου ή αυτών που εξουσιάζουν αυτόν τον κόσμο και που θα καταργηθούν· αλλά μιλάμε για τη σοφία του Θεού που καλύπτεται με μυστήριο»(Α΄ Κορ. 2, 6-7). Γι' αυτό και ο άνθρωπος αυτός διαφέρει από όλους τους ανθρώπους που έχουν το πνεύμα του κόσμου, όπως είπαμε, είτε φρόνιμοι είναι αυτοί, είτε σοφοί, και καταλαβαίνει όλους τους ανθρώπους, όπως είναι γραμμένο(Α΄ Κορ. 2, 15), και γνωρίζει καθένα από που μιλάει και που στηρίζεται και ανάμεσα σε ποιους βρίσκεται.
Αυτόν όμως δεν μπορεί να τον εξετάζει και να τον καταλαβαίνει κανείς από όσους έχουν το πνεύμα του κόσμου, παρά μόνο όποιος έχει το όμοιο πνεύμα, το πνεύμα της θεότητας, όπως λέει ο Απόστολος: «Στους πνευματικούς εξηγούμε τα πνευματικά. Ο ψυχικός όμως άνθρωπος, αυτός δηλαδή που δεν έχει το πνεύμα, δε δέχεται εκείνα που διδάσκει το πνεύμα του Θεού, γιατί του φαίνονται μωρία. Ενώ ο πνευματικός όλα τα καταλαβαίνει, αυτόν όμως κανείς δεν είναι σε θέση να τον καταλάβει.»(Α΄ Κορ. 2, 13-15).
108. Είναι αδύνατο να λάβει κανείς το Πανάγιο πνεύμα με άλλο τρόπο, αν δεν αποξενωθεί ολότελα από τα πράγματα του κόσμου τούτου και δεν αφιερωθεί στην επιδίωξη της αγάπης του Χριστού, για να ελευθερωθεί ο νους από όλες τις μέριμνες της ύλης και έτσι να αξιωθεί να γίνει ένα πνεύμα με τον Κύριο, όπως λέει ο Απόστολος: «Όποιος ενώνεται με τον Κύριο, θα γίνει ένα πνεύμα μαζί Του»(Α΄ Κορ. 6, 17). Η ψυχή τώρα που είναι δεμένη έστω και με κάτι του κόσμου τούτου και κλίνει προς αυτό, είτε πρόκειται για πλούτο, είτε για δόξα, είτε κοσμική φιλία, δεν είναι δυνατό να διαφύγει και να περάσει από το σκότος των πονηρών δυνάμεων.
109. Οι ψυχές που αγαπούν το Θεό και την αλήθεια, δεν υποφέρουν ούτε την παραμικρή ελάττωση του έρωτά τους προς τον Κύριο. Αλλά καρφωμένες ολοκληρωτικά στο σταυρό Του, έχουν σαφή αίσθηση της πνευματικής προκοπής που γίνεται μέσα τους.
Πληγωμένες λοιπόν από τον πόθο Του και, για να πούμε έτσι, καταπεινασμένες για τη δικαιοσύνη(Ματθ. 5, 6) των αρετών και την έλλαμψη του αγαθού Πνεύματος, και αν ακόμη αξιωθούν θεία μυστήρια και μετάσχουν στην επουράνια ευφροσύνη και χάρη, δεν έχουν πεποίθηση στον εαυτό τους, ούτε νομίζουν ότι είναι τίποτε.
Αλλά όσο αξιώνονται να λάβουν πνευματικά χαρίσματα, τόσο απληστούν και με περισσότερο αγώνα ζητούν τα ουράνια. Και όσο περισσότερη προκοπή αισθάνονται, τόσο πιό λαίμαργες γίνονται για τα θεία. Και ενώ είναι πνευματικά πλούσιες, κάνουν σαν να είναι φτωχές, σύμφωνα με τη θεία Γραφή που λέει: «Όσοι με τρώνε, θα πεινάσουν κι άλλο· κι όσοι με πίνουν, θα διψάσουν κι άλλο»(Σ. Σειρ. 24, 21).
110. Αυτού του είδους οι ψυχές αξιώνονται και να λάβουν την τέλεια ελευθερία από τα πάθη, και ν' αποκομίσουν την έλλαμψη και την κοινωνία του θείου Πνεύματος με την πληρότητα της χάρης. Όσες όμως είναι οκνηρές και αποφεύγουν τους κόπους και δε ζητούν τον αγιασμό της καρδίας από αυτήν εδώ τη ζωή, όχι εν μέρει, αλλά να τη δεχθούν ολοκληρωτικά με υπομονή και μακροθυμία, αυτές ούτε ελπίζουν να κοινωνήσουν το Παράκλητο πνεύμα με κάθε αίσθηση και βεβαιότητα και μέσω Αυτού να απαλλαγούν από τα πάθη της κακίας.
Αυτές και αν αξιωθούν τη θεία χάρη, ωστόσο επειδή ξεγελιούνται από την κακία, αφήνουν κάθε πνευματική φροντίδα με την ιδέα ότι έλαβαν πια τη χάρη και στηρίζονται από αυτήν και απολαμβάνουν πνευματική γλυκύτητα. Έτσι οι ψυχές αυτές είναι εύκολο να πέσουν σε έπαρση, καθώς δε συντρίβουν την καρδιά τους και δεν ταπεινώνουν το φρόνημά τους, ούτε είναι καταδιψασμένες πνευματικά, ούτε αγωνίζονται να φτάσουν την τέλεια απάθεια.
Και καθώς αρκούνται στη λίγη αυτή ενίσχυση της χάρης και προκόβουν όχι στην ταπείνωση, αλλά στην έπαρση, απογυμνώνονται κάποτε και από το χάρισμα το οποίο αξιώθηκαν να λάβουν. Γιατί η ψυχή που αγαπά αληθινά το Θεό, όπως έχομε πει, και αν ακόμη μυριάδες αρετές κατορθώσει, και αν αφανίσει το σώμα με υπερβολικές νηστείες και αγρυπνίες, και αν αξιωθεί να λάβει διάφορα χαρίσματα του Πνεύματος και αποκαλύψεις και θεία μυστήρια, έχει τέτοια μετριοφροσύνη, σαν να μην έχει αρχίσει ακόμη να ζει κατά το θέλημα του Θεού ή να έχει αποκτήσει κανένα καλό, και νιώθει απληστία και έρωτα για τη θεία αγάπη που εμπνέει ο Χριστός.
111. Στα πνευματικά αυτά μέτρα, ούτε μονομιάς, ούτε εύκολα μπορεί να φτάσει κανείς, αλλά αφού προηγηθούν πολλοί κόποι και αγώνες, και περάσουν χρόνια με σπουδή και δοκιμασίες και ποικίλους πειρασμούς, μέχρι το τέλειο μέτρο της απάθειας. Έτσι, αφού δοκιμαστεί με κάθε πόνο και κόπο και αφού υποφέρει με γενναιοψυχία όλους τους πειρασμούς που προξενεί η κακία, αξιώνεται να λάβει τις μεγάλες τιμές και τα χαρίσματα του Πνεύματος και το θεϊκό πλούτο. Έπειτα γίνεται και κληρονόμος της ουράνιας βασιλείας.
112. Η ψυχή που δεν έχει την ακρίβεια του τρόπου ζωής που είπαμε και που δε δέχθηκε ακόμη την αίσθηση του αγιασμού της καρδιάς, ας πενθεί και ας ζητεί θερμά από τον Κύριο να της δοθεί αυτό το αγαθό και η ενέργεια του Πνεύματος που εκδηλώνεται στο νου με ανέκφραστες θεωρίες.
Κατά τον εκκλησιαστικό νόμο, εκείνοι που έπεσαν σε σωματικά αμαρτήματα, πρώτα τιμωρούνται από τον ιερέα με στέρηση της θείας κοινωνίας, και κατόπιν, αφού δείξουν ανάλογη μετάνοια, αξιώνονται να κοινωνήσουν. Όσοι όμως δεν είχαν στη ζωή τους τέτοιες πτώσεις και είναι καθαροί, προβιβάζονται στην Ιερωσύνη και από τον έξω τόπο μετατάσσονται και τοποθετούνται μέσα στο θυσιαστήριο, για να είναι παρακαθήμενοι και λειτουργοί του Κυρίου.
Έτσι ας σκεφτόμαστε λοιπόν και για τη μυστική κοινωνία του Πνεύματος, για την οποία είπε ο Απόστολος: «Η χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατέρα και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος»(Β΄ Κορ. 13, 13). Τα πράγματα ακολουθούν την εξής σειρά.
Η Αγία Τριάδα κατοικεί μέσα στην καθαρή ψυχή με συνεργεία και της θείας αγαθότητας. Κατοικεί βέβαια όχι όπως υπάρχει, γιατί είναι αχώρητη και σε όλη την κτίση ακόμη, αλλά όσο είναι κατάλληλος και δεκτικός ο άνθρωπος.
Όταν όμως αλλάξει κάπως πορεία ο άνθρωπος από την αυτοπροαίρετη κατά Θεόν διαγωγή και λυπήσει το θείο πνεύμα, απομακρύνεται ο νους και στερείται την πνευματική ευφροσύνη, καθώς συστέλλονται η θεία χάρη και η αγάπη και κάθε αγαθή ενέργεια του Πνεύματος και ο νους παραδίνεται σε θλίψεις και πειρασμούς και σε πονηρά πνεύματα, μέχρις ότου όορθοποδίσει και πάλι η ψυχή για την ευαρέστηση του Πνεύματος.
Κατόπιν, αφού δείξει τη μετάνοιά της με κάθε εξομολόγηση και ταπείνωση, πάλι αξιώνεται να την επισκεφθεί η χάρη και απολαμβάνει την ουράνια ευφροσύνη περισσότερο από πρώτα. Αν αντίθετα δεν λυπήσει διόλου το πνεύμα, αλλά συνεχίσει να ζει θεάρεστα και να αντιτάσσεται σε όλους τους πονηρούς λογισμούς και να μένει διαρκώς προσκολλημένη στον Κύριο, τότε δικαίως και με συνέπεια, σύμφωνα με τη στάση της, προκόβει αυτή η ψυχή και αξιώνεται να λάβει ανέκφραστες δωρεές, και προχωρεί από δόξα σε δόξα(Β΄ Κορ. 3, 18) και από ανάπαυση σε τελειότερη ανάπαυση.
Κατόπιν, αφού φτάσει στο τέλειο μέτρο του Χριστιανισμού, θα συγκαταριθμηθεί στους τέλειους εργάτες και στους άμεμπτους λειτουργούς του Χριστού στην αιώνια βασιλεία Του.
113. Τα φαινόμενα να τα θεωρείς τύπους και σκιές των αφανών. Ο ναός που βλέπομε είναι τύπος του ναού της καρδιάς, ο ιερέας είναι τύπος του αληθινού ιερέα, της χάρης δηλαδή του Χριστού, κλπ. Σ' αυτή λοιπόν την ορατή εκκλησία, αν δε γίνουν πρώτα οι αναγνώσεις, οι ψαλμωδίες και δεν προχωρήσει όλη η ακολουθία κατά την εκκλησιαστική τάξη, δεν μπορεί ο ιερέας να επιτελέσει το θείο Μυστήριο του σώματος και του αίματος του Χριστού.
Αν πάλι τηρηθεί όλος ο εκκλησιαστικός κανόνας, δε γίνει όμως από τον ιερέα η μυστική ευχαριστία της προσφοράς και η κοινωνία του σώματος του Χριστού, τότε ούτε ο εκκλησιαστικός θεσμός ολοκληρώθηκε, και η λατρεία του Μυστηρίου είναι ελλιπής. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Χριστιανό.
Αν δηλαδή έχει κατορθώσει τη νηστεία, την αγρυπνία, την ψαλμωδία και όλη την άσκηση και την αρετή, αλλά η μυστική ενέργεια του Πνεύματος δεν επιτελείται από τη χάρη στο θυσιαστήριο της καρδιάς του με κάθε αίσθηση και πνευματική ανάπαυση, τότε είναι ατελής όλη αυτή η ακολουθία της ασκήσεως και σχεδόν άπρακτη, γιατί δεν έχει την αγαλλίαση του Πνεύματος να γεμίζει με μυστικό τρόπο την καρδιά του.
114. Καλή είναι η νηστεία και η αγρυπνία, καλή είναι επίσης και η άσκηση και η ξενιτεία. Αλλά αυτά οπωσδήποτε είναι κάποια αρχή και τα πρόθυρα της θεάρεστης ζωής, ώστε είναι παράλογο να θαρρεύεται κανείς ολωσδιόλου σ' αυτά. Γιατί καμιά φορά, όπως προηγουμένως είπαμε, και τη χάρη έχομε σε κάποιο βαθμό, μα και η κακία παραφυλάει μέσα μας και πονηρεύεται και υποχωρεί θεληματικά και δεν ενεργεί τα δικά της, αλλά κάνει τον άνθρωπο να νομίσει ότι έχει καθαρθεί ο νους του, και τον οδηγεί σε έπαρση για την τελειότητά του.
Κατόπιν επιτίθεται σαν ληστής και τον ρίχνει σε βαθύτατα βάραθρα. Γιατί συχνά άνθρωποι, είκοσι χρόνια ληστές ή επαγγελματίες στρατιώτες, γνωρίζουν άριστα να βάζουν παγίδες στους αντιπάλους και παραφυλάγουν και επινοούν ενέδρες και προσβάλλουν τα νώτα των εχθρών και τους εξοντώνουν με αιφνιδιαστική επίθεση.
Πόσο λοιπόν περισσότερο η κακία, που έχει ηλικία τόσων χιλιάδων ετών και αυτό είναι το προθυμότατο έργο της, να οδηγεί τις ψυχές στην απώλεια, δε γνωρίζει να επινοεί τέτοιες ενέδρες στα απόκρυφα της καρδιάς και, όταν θέλει, να μένει ακίνητη επίτηδες και να μην ενεργεί, ώστε να παρασύρει την ψυχή στην έπαρση ότι έχει φτάσει στην τελειότητα;
Το θεμέλιο λοιπόν του Χριστιανισμού είναι, και αν έχει κανείς όλες τις αρετές, να μην εφησυχάζει, ούτε να παίρνει θάρρος, ούτε να νομίζει ότι κατόρθωσε κάτι σπουδαίο. Και αν ακόμη γίνει μέτοχος της χάρης, να μη νομίσει ότι πέτυχε κάτι, ούτε να αισθάνεται κορεσμό, αλλά μάλλον τότε να πεινά και να διψά περισσότερο, να πενθεί και να κλαίει και να έχει την καρδιά του ολότελα συντετριμμένη.
115. Έχε στο νου σου ότι η πνευματική κατάσταση είναι κάπως έτσι: Υπόθεσε ένα βασιλικό παλάτι. Σ' αυτό υπάγονται αυλές και πρόθυρα και διαμερίσματα, άλλα εξωτερικά και άλλα στη συνέχεια εσωτερικά, όπου είναι αποθηκευμένα η πορφύρα και οι θησαυροί.
Κατόπιν πάλι και το άλλο διαμέρισμα, το πιο εσωτερικό, κατάλληλο για τη διαμονή του βασιλιά. Ώστε αν κανείς μπει στις εξωτερικές αυλές και νομίσει ότι έφτασε στα ενδότερα διαμερίσματα, βρίσκεται σε πλάνη. Έτσι και στα πνευματικά, εκείνοι που πολεμούν εναντίον της κοιλιάς και του ύπνου και ασχολούνται διαρκώς με ψαλμούς και προσευχές, ας μη νομίζουν ότι έφτασαν πια στο τέλος και στην ανάπαυση.
Βρίσκονται ακόμη στα πρόθυρα και στις αυλές, και όχι εκεί όπου φυλάγονται η πορφύρα και οι βασιλικοί θησαυροί. Και αν αξιώθηκαν να λάβουν κάποια πνευματική χάρη, ούτε αυτό να τους απατά ότι πέτυχαν το τέλος. Ταιριάζει λοιπόν να ερευνά κανείς αν απέκτησε το θησαυρό στο πήλινο δοχείο του(Β΄ Κορ. 4, 7), αν ντύθηκε την πορφύρα του Πνεύματος, αν είδε τον βασιλιά και αναπαύθηκε. Υπόθεσε πάλι, ότι η ψυχή έχει κάποιο βάθος και μέλη πολλά, και η αμαρτία, αφού εισχώρησε, κατέλαβε όλα τα μέλη και τα νοήματα της καρδιάς.
Κατόπιν ο άνθρωπος ζήτησε τη χάρη του Πνεύματος, κι αυτή ήρθε και κατέλαβε δύο, ας πούμε, μέρη της ψυχής. Εκείνος λοιπόν που δεν έχει πείρα, όταν έτσι ενθαρρυνθεί από τη χάρη, νομίζει ότι όλα τα μέλη της ψυχής του έχουν καταληφθεί από αυτήν και ότι ξεριζώθηκε η αμαρτία ολωσδιόλου, και δεν γνωρίζει ότι το μεγαλύτερο μέρος της ψυχής κατέχεται ακόμη από την αμαρτία.
Γιατί είναι δυνατόν, όπως πολλές φορές το είπαμε, και η χάρη ακατάπαυστα να ενεργεί, όπως το μάτι στο σώμα, και να συνυπάρχει επίσης και η κακία και να κλέβει με τρόπο τη διάνοια. Εκείνος λοιπόν που δεν μπορεί να διακρίνει, νομίζει ότι κάτι μεγάλο κατόρθωσε και αλαζονεύεται ότι έλαβε την τελειότατη κάθαρση.
Δεν έχει όμως την αλήθεια με το μέρος του —κάθε άλλο μάλιστα. Όπως το είπαμε και προηγουμένως, τέχνη του σατανά είναι και αυτή, να υποχωρεί θεληματικά αρκετά χρόνια και να μην ενεργεί όσα συνηθίζει, οπωσδήποτε με το σκοπό να βάλει στο νου όσων ασκούνται την ψεύτικη ιδέα ότι έφτασαν στην τελειότητα. Μήπως όμως εκείνος που φυτεύει αμπέλι, παίρνει αμέσως και τον καρπό; Ή εκείνος που σπέρνει, θερίζει αμέσως; Ή μήπως το νεογέννητο βρέφος γίνεται αμέσως τέλειος άνδρας;
Κοίταξε τον Ιησού· από ποιά δόξα, Υιός του Θεού και Θεός ο Χριστός, σε ποιά πάθη και ατιμία και σταυρό και θάνατο κατέβηκε. Και πάλι, πώς για την ταπείνωσή Του αυτή υπερυψώθηκε και κάθισε στα δεξιά του Πατέρα(Εφ. 1, 20). Ο πονηρός όμως όφις, με το να σπείρει εξαρχής μέσα στον Αδάμ την επιθυμία να γίνει θεός(Γεν. 3, 5), σε ποιά ατιμία τον κατέβασε, με αυτή ακριβώς την υπερήφανη ιδέα. Αυτά λοιπόν και συ έχοντας στο νου σου, φύλαγε τον εαυτό σου όσο μπορείς, και φρόντιζε με μεγάλη επιμέλεια να έχεις πάντοτε την καρδιά σου ταπεινή και συντετριμμένη.
--------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 284-298).
Σκέψου ότι ο Θεός σου και Βασιλιάς, αλλά και Υιός του Θεού, κένωσε τον εαυτό Του παίρνοντας μορφή δούλου(Φιλιπ. 2, 7), ότι έγινε φτωχός(Β΄ Κορ. 8, 9) και συγκαταριθμήθηκε μεταξύ των ατίμων(Μαρκ. 15, 28) και σταυρώθηκε. Αν έτσι έγινε με το Θεό, εσύ ο άνθρωπος που αποτελείσαι από σάρκα και αίμα, που είσαι χώμα και στάχτη(Γεν. 18, 27) και που —αλοίμονο— δεν έχεις τιποτε το αγαθό, αλλά είσαι τελείως ακάθαρτος, πώς έχεις μεγάλη ιδέα και αλαζονεύεσαι; Εσύ λοιπόν, αν βέβαια είσαι συνετός, ακόμη και για κάτι καλό που έλαβες από το Θεό, να λές: «Αυτό δεν είναι δικό μου, από Άλλον το πήρα· και αν Αυτός το κρίνει σκόπιμο, θα μου το πάρει πίσω». Έτσι κάθε καλό να το αποδίδεις στον Κύριο, κάθε κακό στον εαυτό σου.
87. Ο θησαυρός που λέει ο Απόστολος ότι τον έχομε σε πήλινα σκεύη(Β΄ Κορ. 4, 7), να πιστεύεις ότι είναι η αγιαστική δύναμη του Πνεύματος, την οποία αξιώθηκε να λάβει από αυτήν ακόμη τη ζωή. Γιατί λέει πάλι κάπου ο ίδιος: «Αυτός έγινε για μας σοφία από το Θεό, και δικαίωση και αγιασμός και απολύτρωση»(Α΄ Κορ. 1, 30).
Εκείνος λοιπόν που βρήκε και κρατάει μέσα του τον επουράνιο αυτό θησαυρό του Πνεύματος, μπορεί να εργάζεται κάθε αρετή και κάθε εντολή, όχι μόνον καθαρά και άψογα, αλλά και χωρίς κόπους και χωρίς κούραση, πράγμα που πρωτύτερα κάθε άλλο παρά το έκανε άκοπα. Γιατί αυτό δεν μπορεί να το κάνει κανείς, ακόμη και αν θέλει να καλλιεργήσει αληθινά τον καρπό του Πνεύματος, πριν λάβει το αγαθό πνεύμα.
Πλην όμως ας βιάζει ο καθένας τον εαυτό του κάθε φορά και ας τρέχει με υπομονή(Εβρ. 12, 1) και πίστη, και ας παρακαλεί θερμά το Χριστό, ώστε να επιτύχει αυτόν τον επουράνιο θησαυρό. Και τότε, όπως είπαμε, με τη δύναμη και τη χάρη Του, θα μπορεί να εργάζεται το σύνολο των αρετών καθαρά, τέλεια και χωρίς μόχθο και ταλαιπωρία.
88. Εκείνοι που έχουν τον θεϊκό πλούτο του Πνεύματος μέσα τους, όταν απευθύνουν σε άλλους λόγια πνευματικά, τα μεταδίδουν στους συνομιλητές τους σαν να τα βγάζουν από το θησαυρό που έχουν μέσα τους(Ματθ. 12, 35). Όσοι όμως δεν απέκτησαν αυτόν το θησαυρό στο βάθος της καρδιάς τους, από τον οποίο αναβρύζει αγαθοσύνη θεϊκών ενθυμήσεων και μυστηρίων και βαθύτατων λόγων, αλλά ανθολογούν ορισμένα μόνο από τη μία και την άλλη Γραφή και τα έχουν στην άκρη της γλώσσας τους ή άκουσαν και από πνευματικούς ανθρώπους, κομπάζουν στους λόγους αυτούς, προβάλλοντας τα ξένα σαν δικά τους, και εμφανίζονται σαν γονείς ξένων τέκνων.
Αυτοί, στους άλλους μεν πρόσφεραν άκοπη την απόλαυση των λόγων, οι ίδιοι όμως μετά την ομιλία τους βρέθηκαν να μοιάζουν με φτωχούς, γιατί ο κάθε λόγος τους σαν να γύρισε σ' εκείνον από τον οποίο τον πήραν, κι αυτοί έμειναν χωρίς δικό τους θησαυρό, από τον οποίο να μπορούν και τον εαυτό τους πρώτα να ευφραίνουν, και τους άλλους να ωφελούν.
Γι' αυτό πρέπει πρώτα να ζητούμε από το Θεό να βάλει μέσα μας αυτόν τον αληθινό πλούτο, και τότε θα είναι εύκολο και τους άλλους να ωφελούμε και να τους μεταδίδομε λόγους πνευματικούς και θεία μυστήρια. Γιατί έτσι ευδόκησε η αγαθότητα του Θεού να κατοικήσει σε κάθε έναν που πιστεύει. «Όποιον με αγαπά, λέει, θα τον αγαπήσει ο Πατέρας μου· θα τον αγαπήσω κι εγώ και θα του φανερώσω τον εαυτό μου. Εγώ και ο Πατέρας θα έρθομε και θα κατοικήσομε σ' αυτόν(Ιω. 14, 21 και 2)».
89. Εκείνοι που αξιώθηκαν να γίνουν τέκνα Θεού και έχουν το Χριστό να ακτινοβολεί μέσα τους, διευθύνονται από ποικίλους και διαφόρους τρόπους του Πνεύματος και περιθάλπονται στα βάθη της καρδιάς τους από τη χάρη. Δεν είναι ανάρμοστο να φέρομε παραδείγματα από τις κοσμικές απολαύσεις, για να πάρομε κάποια ιδέα των θείων ενεργημάτων της χάρης μέσα στην ψυχή.
Συμβαίνει δηλαδή καμιά φορά οι άνθρωποι αυτοί σαν να βρίσκονται σε βασιλικό δείπνο να ευφραίνονται και να χαίρονται με κάποια ανέκφραστη και ανείπωτη αγαλλίαση. Και άλλοτε, σαν νεόνυμφοι να νιώθουν πνευματική ηδονή, ενώ άλλοτε σαν ασώματοι άγγελοι να αισθάνονται τόση ελαφρότητα στο σώμα τους, ώστε να νομίζουν ότι δεν έχουν σώμα. Και άλλοτε σαν να ευφραίνονται και να μεθούν με την ανέκφραστη μέθη των μυστηρίων του Πνεύματος, ενώ άλλοτε κλαίνε και οδύρονται προσευχόμενοι για τη σωτηρία των ανθρώπων.
Γιατί πυρπολούνται από τη θεία αγάπη του Πνεύματος προς όλους τους ανθρώπους και παίρνουν επάνω τους το πένθος όλων των απογόνων του Αδάμ. Άλλοτε πάλι, το πνεύμα άναψε μέσα τους τόση αγάπη, ενωμένη με ανείπωτη ηδονή, ώστε αν ήταν δυνατόν κάθε άνθρωπο να τον αγκαλιάσουν, χωρίς να ξεχωρίζουν καλό ή κακό.
Άλλοτε, τόσο πολύ εξουδένωσαν τον εαυτό τους, ώστε να νομίζουν ότι κανένας δεν είναι παρακάτω απ' αυτούς, αλλά ότι είναι τελευταίοι απ' όλους. Κάποτε τους πλημμυρίζει κάποια ανέκφραστη πνευματική χαρά, ενώ κάποτε, παρόμοια με ένα χειροδύναμο που φόρεσε βασιλική πανοπλία και αφού κατέβηκε στον πόλεμο, κατατρόπωσε τους εχθρούς, και αυτοί οπλίσθηκαν με τα όπλα του Πνεύματος και συγκρούσθηκαν με τους αόρατους εχθρούς και τους έριξαν κάτω από τα πόδια τους.
Πότε τους κυκλώνει μεγάλη γαλήνη και ησυχία και τους αγκαλιάζει η ειρήνη και τους κυριεύει μιά θαυμαστή πνευματική ηδονή, και πότε γεμίζουν σύνεση και θεία σοφία και ανεξιχνίαστη πνευματική γνώση. Και γενικά, δέχονται τόση σοφία από τη χάρη του Χριστού, όση δεν μπορεί καμιά γλώσσα να διηγηθεί. Ωστόσο συχνά έχουν εξωτερική όψη όπως όλοι οι άλλοι.
Έτσι η θεία χάρη με πολλούς τρόπους αλλάζει και διαφοροποιείται μέσα σ' αυτούς, σαν να θέλει να παιδαγωγεί και να γυμνάζει την ψυχή, για να την παρουσιάσει τέλεια και άμεμπτη και καθαρότατη στον επουράνιο Πατέρα.
90. Τα παραπάνω ενεργήματα του Πνεύματος ανήκουν στα υψηλά πνευματικά μέτρα που είναι πολύ κοντά στην τελειότητα. Αυτές οι ποικίλες παρηγοριές της χάρης ενεργούνται σ' αυτούς από το πνεύμα με διάφορους τρόπους, αλλά όμως ακατάπαυστα, και η μία πνευματική ενέργεια διαδέχεται την άλλη.
Όταν φτάσει κανείς στην πνευματική τελειότητα, αφού καθαρθεί ολότελα από όλα τα πάθη και ενωθεί και ανακραθεί εντελώς μέσω της ανέκφραστης μεθέξεως με το Παράκλητο πνεύμα, όταν και αυτή η ψυχή καταξιωθεί να γίνει πνεύμα, επειδή ενώθηκε με το πνεύμα, τότε γίνεται όλος φως, όλος πνεύμα, όλος χαρά, όλος ανάπαυση, όλος αγαλλίαση, όλος αγάπη, όλος ευσπλαχνία, όλος αγαθότητα και καλωσύνη.
Και κατά κάποιο τρόπο καταπίνεται μέσα στις αρετές της δυνάμεως του αγαθού Πνεύματος, σαν μιά πέτρα στην άβυσσο της θάλασσας που περιβάλλεται όλη από νερό. Αυτοί λοιπόν που ενώθηκαν εξ ολοκλήρου με το Πνεύμα του Θεού, έχουν εξομοιωθεί με το Χριστό και έχουν τις αρετές του Πνεύματος αμετάβλητες και παρουσιάζουν σε όλους τέτοιους καρπούς. Γιατί αφού έγιναν μέσα τους άμεμπτοι και καθαροί στην καρδιά(Ματθ. 5, 10) από το Πνεύμα, είναι αδύνατο να παρουσιάσουν εξωτερικά καρπούς κακίας, αλλά πάντοτε λάμπουν σ' αυτούς οι καρποί του Πνεύματος.
Αυτή είναι η προκοπή της πνευματικής τελειότητας, της πληρότητας που δίνει ο Χριστός, στην οποία μας συμβουλεύει ο Απόστολος να φτάσομε, λέγοντας: «Για να γεμίσετε με όλη την πληρότητα που δίνει ο Χριστός»(Εφ. 3, 19), και πάλι: «Ώσπου να καταλήξομε όλοι να γίνομε ώριμοι, με όλη την πληρότητα που δίνει ο Χριστός»(Εφ. 4, 13).
91. Συμβαίνει, μόλις κανείς γονατίσει στην προσευχή, να γεμίζει η καρδιά του από θεία ενέργεια και η ψυχή χαίρεται μαζί με τον Κύριο σαν νύμφη με τον νυμφίο, όπως προαναφέρθηκε. Αυτό το λέει,και ο μέγας Ησαΐας: «Όπως χαίρεται ο νυμφίος με τη νύμφη, έτσι θα χαρεί ο Κύριος μαζί σου»(Ησ. 62, 5).
Συμβαίνει πάλι, ένας τέτοιος άνθρωπος να είναι απασχολημένος όλη την ημέρα, και όταν κάποια ώρα ευκαιρήσει να προσευχηθεί, να αρπάζεται ο εσωτερικός άνθρωπος στο άπειρο βάθος του πνευματικού κόσμου.
Τον πλημμυρίζει τότε κάποια ανέκφραστη και άμετρη ηδονή, ώστε ο νους να κυριεύεται από έκπληξη καθώς έχει όλος αρπαγεί στα ύψη, και να του προκαλείται στο διάστημα αυτό λήθη όλου του επιγείου φρονήματος, γιατί μέστωσαν, όπως είπαμε, οι λογισμοί του και οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι σε απέραντα και ακατάληπτα πράγματα.
Και από την προσευχή συμβαίνει εκείνη την ώρα στον άνθρωπο να φεύγει και η ψυχή μαζί με την προσευχή.
92. Σ' εκείνον που ερωτά αν είναι δυνατόν ο άνθρωπος πάντοτε να βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση, πρέπει να πούμε τα εξής. Δεν υπάρχει χρόνος που να μη συνυπάρχει η χάρη με τον άνθρωπο, να μην είναι ριζωμένη και να μη γίνεται σαν κάτι φυσικά ενωμένο στον άνθρωπο με τον οποίο συνυπάρχει. Και ενώ αυτή είναι μία, οικονομεί τα πράγματα όπως θέλει, κατά πολλούς τρόπους, για το συμφέρον του ανθρώπου.
Η φωτιά δηλαδή μέσα σ' αυτόν, άλλοτε καίει περισσότερο, άλλοτε λιγότερο. Και το φως άλλοτε λάμπει περισσότερο, άλλοτε μαζεύεται και σκυθρωπάζει, κατά θεία πάντως οικονομία, παρ' όλο που η λαμπάδα καίει χωρίς να σβήνει. Όταν όμως το φως γίνεται λαμπρότερο, τότε και ο άνθρωπος παρουσιάζεται σαν να μεθά περισσότερο με την αγάπη του Θεού.
Ενίοτε το ίδιο αυτό φως που φέγγει ακατάπαυστα στην καρδιά, ανοίγει δίοδο στο εσωτερικότερο και βαθύτερο φως, ώστε ολόκληρος ο άνθρωπος, βυθισμένος στη γλυκύτητα και στη θεωρία εκείνη, να μη βρίσκεται πλέον στον εαυτό του, αλλά να ζει στον κόσμο σαν μωρός και άξεστος εξαιτίας της υπερβολικής αγάπης που απλώθηκε στην ψυχή, και της ηδονής και του βάθους των μυστηρίων που αξιώθηκε.
Και συμβαίνει πολλές φορές σ' αυτόν τον καιρό να φτάσει τα μέτρα της τελειότητας και να ελευθερωθεί από κάθε αμαρτία και ψεγάδι, έπειτα όμως από αυτά να συσταλεί κατά κάποιο τρόπο η χάρη και να πέσει στην ψυχή το κάλυμμα της εχθρικής δυνάμεως.
93. Να ξέρεις ότι τα σχετικά με τη χάρη έχουν ως εξής. Ας υποθέσομε ότι η τελειότητα έχει δώδεκα σκαλοπάτια. Συμβαίνει λοιπόν να φτάνει κανείς και σ' αυτό το μέτρο. Αλλά πάλι υποχωρεί η χάρη και κατεβαίνοντας ένα σκαλοπάτι σταματά, ας πούμε, στο ενδέκατο. Φανερώσαμε παραπάνω εκείνα τα θαυμάσια, τα οποία δοκίμασε ο άνθρωπος εκείνος. Αν λοιπόν είχε αυτά τα θαυμάσια συνεχώς στον ίδιο βαθμό, τότε ούτε θα του ήταν δυνατό να οικονομεί τους αδελφούς και να τους διδάσκει.
Επειδή ούτε να ακούει θα μπορούσε, ούτε να μιλάει, ή και να φροντίζει για κάτι, έστω και το παραμικρό, παρά θα βρισκόταν σε μιά γωνιά εκστατικός και σαν μεθυσμένος. Γι' αυτό και δεν του δόθηκε το τέλειο μέτρο, για να έχει καιρό και τους αδελφούς να φροντίζει και να ασχολείται με την διακονία του λόγου.
94. Όταν ακούμε τα λόγια της βασιλείας και μας έρχονται δάκρυα, να μην περιοριστούμε στα δικά μας δάκρυα, ούτε στην ακοή μας ότι καλά ακούσαμε, ούτε στα μάτια μας ότι καλά είδαμε, και νομίσομε ότι αυτά μας είναι αρκετά.
Γιατί υπάρχουν και αλλά αυτιά και αλλά μάτια και αλλά δάκρυα, όπως επίσης και άλλη διάνοια και ψυχή, που είναι αυτό τούτο το θεϊκό και επουράνιο πνεύμα, το οποίο ακούει και κλαίει και προσεύχεται και γνωρίζει και πράττει αληθινά το θέλημα του Θεού. Αφού και ο Κύριος, όταν υποσχόταν στους Αποστόλους τη μέγιστη δωρεά του Πνεύματος, είπε: «Εγώ φεύγω, αλλά ο Παράκλητος, το Άγιο πνεύμα, που θα στείλει ο Πατέρας στο όνομά μου, εκείνος θα σας διδάξει τα πάντα»(Ιω. 14, 26), και πάλι: «Έχω πολλά να σας πω ακόμα, αλλά δεν μπορείτε τώρα να σηκώσετε μεγαλύτερο βάρος. Όταν όμως θα έρθει εκείνος, το πνεύμα της αλήθειας, θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια»(Ιω. 16, 12-13).
Εκείνος λοιπόν θα προσευχηθεί και εκείνος θα κλάψει· γιατί, όπως λέει ο Απόστολος, εμείς δεν ξέρομε πώς να προσευχηθούμε όπως πρέπει, αλλά το πνεύμα το ίδιο μεσιτεύει για μας με στεναγμούς που δεν εκφράζονται με λέξεις(Ρωμ. 8, 26). Γιατί μόνο στο πνεύμα είναι φανερό το θέλημα του Θεού: «Κανείς δε γνωρίζει όσα αναφέρονται στο Θεό, παρά μόνο το πνεύμα του Θεού»(Α΄ Κορ. 2, 11).
Και όταν σύμφωνα με την υπόσχεση, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, επιφοίτησε ο Παράκλητος και η δύναμη του αγαθού Πνεύματος σκήνωσε στις ψυχές των Αποστόλων(Πράξ. 2, 1-4), αφαιρέθηκε από αυτούς ολότελα το κάλυμμα της κακίας, καταργήθηκαν τα πάθη και ξεσκεπάστηκαν τα μάτια της καρδιάς τους.
Και αφού γέμισαν από σοφία και έγιναν τέλειοι από το πνεύμα, διά μέσου του Πνεύματος έμαθαν πώς να πράττουν το θέλημα του Θεού, και από Εκείνο χειραγωγήθηκαν σ' ολόκληρη την αλήθεια, καθώς Εκείνο έγινε ο ηγεμόνας και ο βασιλιάς των ψυχών τους. Κι εμείς λοιπόν, όταν μας έρχεται να κλάψομε, ενώ ακούμε το λόγο του Θεού, ας παρακαλέσομε το Χριστό με αδίστακτη πίστη να έρθει σ' εμάς το πνεύμα, όπως ελπίσαμε, το οποίο αληθινά ακούει και προσεύχεται σύμφωνα με το θέλημα και τη βούληση του Θεού.
95. Να θεωρείς ότι το πράγμα έχει ως εξής: Υπάρχει κάποια σκοτεινή δύναμη που σκεπάζει ελαφρά το νου σαν λεπτή ομίχλη. Και μ' όλο που η λαμπάδα καίει παντοτινά και φωτίζει, όπως είπαμε, ωστόσο υπάρχει κάτι που καλύπτει εκείνο το φως. Γι' αυτό και δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι ένας τέτοιος άνθρωπος δεν είναι τέλειος ή ολότελα ελεύθερος από την αμαρτία, αλλά είναι, σαν να πούμε, και ελεύθερος και όχι ελεύθερος.
Όλο αυτό οπωσδήποτε δεν γίνεται ερήμην του Θεού, αλλά κατά θεία οικονομία. Και άλλοτε γκρεμίζεται και συντρίβεται το μεσότοιχο εκείνο του φραγμού(Εφ. 2, 14), ενώ άλλοτε δεν γκρεμίζεται ολότελα. Ούτε πάντοτε η προσευχή είναι η ίδια, αλλά άλλοτε η χάρη ανάβει και παρηγορεί και αναπαύει περισσότερο, άλλοτε είναι πιο σκυθρωπή και μειωμένη, όπως η ίδια η χάρη οικονομεί προς το συμφέρον του ανθρώπου.
Έχω φτάσει όμως σε μερικές περιπτώσεις στο τέλειο μέτρο και γεύθηκα και έλαβα πείρα εκείνου του κόσμου. Δεν είδα όμως ακόμη κανένα Χριστιανό τέλειο ή ολότελα ελεύθερο. Αλλά από τη μιά αναπαύεται κανείς από τη χάρη και αξιώνεται να δει μυστήρια και αποκαλύψεις και γίνεται κοινωνός της χάρης και γεύεται την πολλή γλυκύτητά της, και από την άλλη, συνυπάρχει η αμαρτία μέσα του.
Οι άνθρωποι αυτοί, για την υπερβολική χάρη και το φως που τους φωτίζει, θεωρήθηκαν από απειρία τέλειοι και ελεύθεροι. Εγώ δεν γνώρισα ακόμη κανένα τελείως ελεύθερο. Γιατί και σε μένα συνέβη μερικές φορές να φτάσω σ' εκείνο το μέτρο που έχω πει, και έμαθα καλά και γνωρίζω ποιος είναι ο τέλειος άνθρωπος.
96. Όταν ακούσεις περί ενώσεως νυμφίου και νύμφης και περί χορών και οργάνων και εορτών, μη βάλεις στο νου σου τίποτε υλικό ή επίγειο. Αυτά λέγονται από συγκατάβαση μόνο για παράδειγμα. Η ουσία τους είναι ανέκφραστη και πνευματική και απρόσιτη σε σαρκικά μάτια, και μόνο ψυχές άγιες και πιστές μπορούν να τα εννοήσουν.
Γιατί η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, οι επουράνιοι θησαυροί, οι χοροί και εορτές των αγίων Αγγέλων, φανερώνονται μόνον σ' εκείνον που τα δοκίμασε. Ενώ στον αμύητο, ούτε καν να τα εννοήσει δεν είναι δυνατόν. Άκουε λοιπόν γι' αυτά με ευλάβεια, μέχρις ότου σου συμβεί, για την πίστη σου, να καταξιωθείς να τα επιτύχεις.
Και τότε θα εννοήσεις με την πείρα των ψυχικών οφθαλμών, σε ποιά αγαθά και μυστήρια μπορούν να μετέχουν οι ψυχές των Χριστιανών από αυτή τη ζωή. Γιατί στην ανάσταση, και το σώμα το ίδιο των ανθρώπων αυτών θα αξιωθεί να τα βλέπει αυτά και κατά κάποιο τρόπο να τα κρατά, όταν και αυτό γίνει πνεύμα.
97. Τα κάλλη και οι αγαθοί καρποί της ψυχής μας, δηλαδή η προσευχή, η αγάπη, η πίστη, η αγρυπνία, η νηστεία και οι λοιπές αρετές, όταν αναμιχθούν και ενωθούν με το Άγιο Πνεύμα, τότε και αυτά σαν θυμίαμα ριγμένο στη φωτιά, βγάζουν πλούσια ευωδία· αλλά κι εμείς τότε πολιτευόμαστε εύκολα κατά το θέλημα του Θεού.
Γιατί χωρίς το Άγιο πνεύμα, όπως προείπαμε, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει το θέλημα του Θεού. Όπως η γυναίκα πριν από το γάμο της ακολουθεί τη γνώμη της και κάνει τα θελήματά της, όταν όμως συνάψει γάμο, ζει κάτω από την οδηγία του συζύγου της και δεν κάνει το δικό της, έτσι και η ψυχή έχει δικό της θέλημα και δικούς της νόμους και δικά της έργα. Όταν όμως γίνει άξια να ενωθεί με τον επουράνιο άνδρα Χριστό, υποτάσσεται πλέον στο νόμο του άνδρα της, και δεν ακολουθεί πιά το δικό της θέλημα, αλλά το θέλημα του Νυμφίου της Χριστού.
98. Το ένδυμα του γάμου για το οποίο κάνει λόγο ο Χριστός(Ματθ. 22, 11), να φρονείς ότι είναι η χάρη του Αγίου Πνεύματος, και εκείνος που δεν έγινε άξιος να την περιβληθεί, δε θα μετάσχει στον επουράνιο γάμο και στο πνευματικό εκείνο δείπνο.
99. Ας προσπαθήσομε με πόθο να πιούμε το πνευματικό και θεϊκό κρασί και να μεθύσομε με νηφάλια μέθη, ώστε, όπως εκείνοι που πίνουν πολύ κρασί και λένε ύστερα πολλά, έτσι κι εμείς αφού πιούμε χορταστικά από το πνευματικό αυτό κρασί, να μιλάμε διηγούμενοι τα θεία μυστήρια, όπως λέει ο θείος Δαβίδ: «Το ποτήρι σου με μεθά σαν το δυνατότερο κρασί»(Ψαλμ. 22, 5).
100. «Πτωχή τω πνεύματι»(Ματθ. 5, 2) είναι εκείνη η ψυχή, η οποία γνωρίζει καλά τα τραύματά της, όπως επίσης και το σκοτάδι των παθών, που την περικυκλώνει, και ζητά συνεχώς τη λύτρωση από τον Κύριο. Η ψυχή αυτή υπομένει τους κόπους και δεν χαίρεται με κανένα γήινο αγαθό, αλλά αναζητά μόνο τον καλό Γιατρό και έχει πεποίθηση στη θεραπεία Του. Με ποιο τρόπο λοιπόν η τραυματισμένη αυτή ψυχή θα γίνει ωραία και ευπαρουσίαστη και κατάλληλη να ζήσει μαζί με το Χριστό; Πώς αλλιώς, παρά όπως ήταν έτσι που πλάσθηκε εξαρχής και με την σαφή επίγνωση των τραυμάτων της και της φτώχειας της;
Γιατί αν δεν ευχαριστείται στα τραύματα και τους μώλωπες των παθών της, ούτε δικαιολογεί τα σφάλματά της, ο Κύριος δεν της καταλογίζει την αιτία της αρρώστιας της, αλλά έρχεται και την γιατρεύει και την περιποιείται και της αποκαθιστά ένα απαθές και άφθαρτο κάλλος. Με μόνο όρο, να μη μετέχει με την προαίρεσή της στα όσα πράττει, όπως είπαμε, ούτε να συγκατατίθεται στα πάθη που είναι ενεργά, αλλά με όλη τη δύναμη της να βοά προς τον Κύριο για να την αξιώσει με το αγαθό Πνεύμα Του να ελευθερωθεί από όλα τα πάθη.
Αυτή λοιπόν η ψυχή είναι μακάρια. Αλοίμονο όμως σ' εκείνη που δεν έχει συναίσθηση των τραυμάτων της, και νομίζει ότι δεν έχει καθόλου κακία, από την μεγάλη κακία και πώρωσή της. Αυτή την ψυχή, ο αγαθός Γιατρός δεν την επισκέπτεται, ούτε την θεραπεύει, αφού ούτε αυτή τον ζητά, ούτε τη μέλλει για τα τραύματά της, καθώς νομίζει ότι είναι καλά και υγιής. Γιατί λέει ο Κύριος: «Δεν έχουν ανάγκη από γιατρό οι υγιείς, αλλά οι άρρωστοι»(Ματθ. 9, 12).
101. Είναι πράγματι μακάριοι και αξιοζήλευτοι για το βίο τους και την υπερφυσική απόλαυση, όσοι με θερμή πίστη και φιλάρετη διαγωγή γνώρισαν με πείρα και αίσθηση τα επουράνια μυστήρια του Πνεύματος και έχουν πατρίδα τους ουρανούς(Φιλιπ. 3, 20). Αυτοί είναι καλύτεροι από όλους μαζί τους ανθρώπους. Η απόδειξη είναι προφανής.
Σε ποιόν από εκείνους που έχουν δύναμη ή σοφία ή φρόνηση συνέβη, όσο ζούσε ακόμη στη γη, ν' ανεβεί στον ουρανό και εκεί να εργαστεί πνευματικά έργα και να κατοπτεύσει τα κάλλη του Πνεύματος;
Και τώρα ένας φτωχός εξωτερικά, ολότελα φτωχός και μηδαμινός, που σχεδόν ούτε οι γείτονες του δεν τον γνωρίζουν, πέφτοντας με το πρόσωπο εμπρός στον Κύριο, ανεβαίνει στον ουρανό οδηγούμενος από το πνεύμα και, με πλήρη αίσθηση της ψυχής του, απολαμβάνει με το λογισμό του τα εκεί θαυμάσια, και εκεί εργάζεται, εκεί τρέφεται, εκεί έχει πατρίδα, σύμφωνα με τον θείο Απόστολο που λέει: «Η δική μας πατρίδα βρίσκεται στους ουρανούς»(Φιλιπ. 3, 20). και αλλού λέει: «Μάτια δεν είδαν και αυτιά δεν άκουσαν και άνθρωπος δε διανοήθηκε τα αγαθά που ετοίμασε ο Θεός γι' αυτούς που Τον αγαπούν», και προσθέτει: «Σε μας όμως τα αποκάλυψε μέσω του Πνεύματός Του»(Α΄ Κορ. 2, 9-10). Αυτοί είναι οι αληθινά σοφοί, οι δυνατοί, αυτοί είναι οι ευγενείς και φρόνιμοι.
102. Αλλά και χωρίς να λογαριάσομε τα ουράνια εκείνα χαρίσματα, από τα παρόντα αν κρίνεις τους Αγίους, δε θα διστάσεις να τους ανακηρύξεις ανώτερους απ' όλους. Για παράδειγμα: ο Ναβουχοδονόσορ, ο βασιλιάς της Βαβυλώνας, κατασκεύασε ανδριάντα του και κάλεσε όλα τα έθνη να τον προσκυνήσουν. Αυτό βέβαια το οικονόμησε πάνσοφα ο Θεός, για να φανερωθεί σε όλους η αρετή των τριών Παίδων και να μάθουν όλοι ότι ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Οποίος κατοικεί στους ουρανούς.
Οι τρεις Παίδες, αιχμάλωτοι και στερημένοι την ελευθερία τους, παρουσιάστηκαν με θάρρος μπροστά στον Ναβουχοδονόσορα· και ενώ όλοι με πολύ φόβο τον προσκυνούσαν και άλλο από το να τον υπακούν δεν τολμούσαν, αλλά σχεδόν ήταν άφωνοι, σαν ζώα που σέρνονται από τη μύτη, αυτοί στάθηκαν τόσο διαφορετικά, ώστε ούτε ήθελαν να μη γίνει γνωστό ότι σέβονται τον αληθινό Θεό, ούτε ανέχονταν να κρυφτούν, αλλά μπροστά σε όλους είπαν: «Τους θεούς σου, βασιλιά, δεν τους λατρεύομε και δεν προσκυνούμε το χρυσό άγαλμα που έστησες».
Τους έριξαν τότε για τιμωρία στο φοβερό εκείνο καμίνι, μα αυτό έπαψε να είναι καμίνι και δεν έδειξε την ενέργειά του»· αλλά, σαν να τους ευλαβήθηκε κι αυτό, τους φύλαξε αβλαβείς από κάθε κακό. Και τότε όλοι, και ο ίδιος ο βασιλιάς, εξαιτίας των τριών Παίδων παραδέχθηκαν τον αληθινό Θεό(Δαν. 3).
Από τη στάση εκείνων έμειναν έκθαμβοι όχι μόνον οι άνθρωποι στη γη, αλλά και οι ουράνιες χορείες. Γιατί στις ανδραγαθίες των Αγίων δεν απουσιάζουν ούτε οι ουράνιοι Άγγελοι, αλλά βρίσκονται μαζί τους, όπως και ο θείος Απόστολος αφήνει να φανεί λέγοντας: «Γίναμε θέαμα γι' αγγέλους και για ανθρώπους»(Α΄ Κορ. 4, 9).
Μπορείς να πληροφορηθείς τα όμοια και από τον προφήτη Ηλία. Αυτός, ενώ ήταν ένας άνθρωπος, αποδείχθηκε ισχυρότερος από πλήθη, κατεβάζοντας τη φωτιά από τον ουρανό(Γ΄ Βασ. 18, 38). Αλλά και ο Μωυσής νίκησε όλη την Αίγυπτο και τον τύραννο Φαραώ. Αυτό θα το δείς και με τον Λώτ(Γεν. 19, 29), και τον Νώε(Γεν. 7, 1), και με πολλούς άλλους, οι οποίοι ενώ εξωτερικά είχαν πολύ ευτελή εμφάνιση, υπερίσχυαν πάνω σε πολλούς επισήμους και δυνατούς.
103. Καθένα από τα ορατά, αν δεν έρθει σ' αυτό και κάποια άλλη φύση εξωτερική να το βοηθήσει, μένει ακατέργαστο και αδιαμόρφωτο. Και τούτο γιατί η ανείπωτη σοφία του Θεού μας δείχνει διά μέσου των ορατών μυστήρια και τύπους, ότι η ανθρώπινη φύση από μόνη της, χωρίς τη θεία βοήθεια, δεν μπορεί να παρουσιάσει τον πλήρη στολισμό των αρετών και την πνευματική ευπρέπεια της αγιοσύνης.
Όπως και η γη, αν μείνει όπως είναι και δεν καλλιεργηθεί από τους γεωργούς και δεν έρθουν να βοηθήσουν οι βροχές και ο ήλιος, είναι ακατάλληλη και καθόλου ικανή για καρποφορία. Και το κάθε σπίτι, για να μην είναι σκοτεινό, έχει ανάγκη από αυτό το ηλιακό φως, το οποίο δεν έχει την ίδια φύση με το σπίτι.
Είναι και άλλα παρόμοια μ' αυτά. Έτσι και η ανθρώπινη φύση, επειδή της είναι αδύνατο να αποδώσει από μόνη της τέλειους τους καρπούς των αρετών, έχει ανάγκη από τον πνευματικό γεωργό των ψυχών μας, δηλαδή το Πνεύμα του Χριστού, το οποίο είναι ολωσδιόλου ξένο προς την ανθρώπινη φύση.
Γιατί εμείς είμαστε κτίσματα, ενώ Εκείνο άκτιστο. Αυτό είναι που θα καλλιεργήσει με τη δική Του τέχνη τις καρδιές των πιστών, εκείνες δηλαδή που παραδόθηκαν με όλη τους τη θέληση στον πνευματικό γεωργό, και θα τις προετοιμάσει να αποδώσουν τέλειους τους καρπούς του Πνεύματος, και θα λάμψει το φως Του στο σπίτι της ψυχής μας που είναι σκοτισμένο από τα πάθη.
104. Διπλός είναι ο πόλεμος των Χριστιανών, και διπλή η πάλη. Από τη μιά, με όσα βλέπει η σωματική όραση· γιατί αυτά ερεθίζουν και γαργαλίζουν την ψυχή και την προκαλούν να δένεται εμπαθώς μαζί τους και να ευχαριστείται μ' αυτά. Από την άλλη, με τις αρχές και τις εξουσίες του φοβερού κοσμοκράτορα .
105. Η λαμπρότητα που υπήρχε στο πρόσωπο του Μωυσή(Εξ. 34, 29-30) ήταν τύπος της αληθινής λαμπρότητας του Παναγίου Πνεύματος. Όπως τότε δηλαδή δεν μπορούσε να κοιτάξει κανείς στο πρόσωπο τον Μωυσή, έτσι και τώρα, τη λαμπρότητα αυτή που λάμπει στις ψυχές των Χριστιανών, δεν μπορεί να την υπομείνει το σκοτάδι των παθών, αλλά διώχνεται από την ανταύγειά της και φεύγει.
106. Στο Χριστιανό που αγαπά την αλήθεια και το Θεό, που γεύθηκε την επουράνια γλυκύτητα και έχει ριζωμένη και ενωμένη με την ψυχή του τη χάρη και που παρέδωσε όλο τον εαυτό του στα θελήματα της χάρης, είναι μισητά όλα τα πράγματα αυτού του κόσμου. Γιατί αυτός έγινε ανώτερος από όλα τα πράγματα του κόσμου. Και είτε χρυσάφι πεις, είτε ασήμι, είτε τιμές και δόξες, είτε καλοτυχίσματα και επαίνους, κανένα από αυτά δεν μπορεί να τον κυριέψει. Γιατί αυτός έλαβε πείρα άλλου πλούτου και άλλης τιμής και άλλης δόξας, και τρέφεται ψυχικά με άφθαρτη ηδονή, και έχει κάθε αίσθηση και πληρότητα μέσω της κοινωνίας του Αγίου Πνεύματος.
107. Ο άνθρωπος αυτός έχει τόση διαφορά από τους άλλους ανθρώπους στη σύνεση, τη γνώση και τη διάκριση, όση έχει ο λογικός ποιμένας από τα άλογα ζώα που βόσκει. Γιατί μετέχει σε άλλο πνεύμα και άλλο νου, σε άλλη σύνεση και σοφία, διαφορετική από τη σοφία αυτού του κόσμου. «Μιλάμε, λέει ο Απόστολος, για σοφία στους τέλειους.
Όχι βέβαια για τη σοφία του κόσμου τούτου ή αυτών που εξουσιάζουν αυτόν τον κόσμο και που θα καταργηθούν· αλλά μιλάμε για τη σοφία του Θεού που καλύπτεται με μυστήριο»(Α΄ Κορ. 2, 6-7). Γι' αυτό και ο άνθρωπος αυτός διαφέρει από όλους τους ανθρώπους που έχουν το πνεύμα του κόσμου, όπως είπαμε, είτε φρόνιμοι είναι αυτοί, είτε σοφοί, και καταλαβαίνει όλους τους ανθρώπους, όπως είναι γραμμένο(Α΄ Κορ. 2, 15), και γνωρίζει καθένα από που μιλάει και που στηρίζεται και ανάμεσα σε ποιους βρίσκεται.
Αυτόν όμως δεν μπορεί να τον εξετάζει και να τον καταλαβαίνει κανείς από όσους έχουν το πνεύμα του κόσμου, παρά μόνο όποιος έχει το όμοιο πνεύμα, το πνεύμα της θεότητας, όπως λέει ο Απόστολος: «Στους πνευματικούς εξηγούμε τα πνευματικά. Ο ψυχικός όμως άνθρωπος, αυτός δηλαδή που δεν έχει το πνεύμα, δε δέχεται εκείνα που διδάσκει το πνεύμα του Θεού, γιατί του φαίνονται μωρία. Ενώ ο πνευματικός όλα τα καταλαβαίνει, αυτόν όμως κανείς δεν είναι σε θέση να τον καταλάβει.»(Α΄ Κορ. 2, 13-15).
108. Είναι αδύνατο να λάβει κανείς το Πανάγιο πνεύμα με άλλο τρόπο, αν δεν αποξενωθεί ολότελα από τα πράγματα του κόσμου τούτου και δεν αφιερωθεί στην επιδίωξη της αγάπης του Χριστού, για να ελευθερωθεί ο νους από όλες τις μέριμνες της ύλης και έτσι να αξιωθεί να γίνει ένα πνεύμα με τον Κύριο, όπως λέει ο Απόστολος: «Όποιος ενώνεται με τον Κύριο, θα γίνει ένα πνεύμα μαζί Του»(Α΄ Κορ. 6, 17). Η ψυχή τώρα που είναι δεμένη έστω και με κάτι του κόσμου τούτου και κλίνει προς αυτό, είτε πρόκειται για πλούτο, είτε για δόξα, είτε κοσμική φιλία, δεν είναι δυνατό να διαφύγει και να περάσει από το σκότος των πονηρών δυνάμεων.
109. Οι ψυχές που αγαπούν το Θεό και την αλήθεια, δεν υποφέρουν ούτε την παραμικρή ελάττωση του έρωτά τους προς τον Κύριο. Αλλά καρφωμένες ολοκληρωτικά στο σταυρό Του, έχουν σαφή αίσθηση της πνευματικής προκοπής που γίνεται μέσα τους.
Πληγωμένες λοιπόν από τον πόθο Του και, για να πούμε έτσι, καταπεινασμένες για τη δικαιοσύνη(Ματθ. 5, 6) των αρετών και την έλλαμψη του αγαθού Πνεύματος, και αν ακόμη αξιωθούν θεία μυστήρια και μετάσχουν στην επουράνια ευφροσύνη και χάρη, δεν έχουν πεποίθηση στον εαυτό τους, ούτε νομίζουν ότι είναι τίποτε.
Αλλά όσο αξιώνονται να λάβουν πνευματικά χαρίσματα, τόσο απληστούν και με περισσότερο αγώνα ζητούν τα ουράνια. Και όσο περισσότερη προκοπή αισθάνονται, τόσο πιό λαίμαργες γίνονται για τα θεία. Και ενώ είναι πνευματικά πλούσιες, κάνουν σαν να είναι φτωχές, σύμφωνα με τη θεία Γραφή που λέει: «Όσοι με τρώνε, θα πεινάσουν κι άλλο· κι όσοι με πίνουν, θα διψάσουν κι άλλο»(Σ. Σειρ. 24, 21).
110. Αυτού του είδους οι ψυχές αξιώνονται και να λάβουν την τέλεια ελευθερία από τα πάθη, και ν' αποκομίσουν την έλλαμψη και την κοινωνία του θείου Πνεύματος με την πληρότητα της χάρης. Όσες όμως είναι οκνηρές και αποφεύγουν τους κόπους και δε ζητούν τον αγιασμό της καρδίας από αυτήν εδώ τη ζωή, όχι εν μέρει, αλλά να τη δεχθούν ολοκληρωτικά με υπομονή και μακροθυμία, αυτές ούτε ελπίζουν να κοινωνήσουν το Παράκλητο πνεύμα με κάθε αίσθηση και βεβαιότητα και μέσω Αυτού να απαλλαγούν από τα πάθη της κακίας.
Αυτές και αν αξιωθούν τη θεία χάρη, ωστόσο επειδή ξεγελιούνται από την κακία, αφήνουν κάθε πνευματική φροντίδα με την ιδέα ότι έλαβαν πια τη χάρη και στηρίζονται από αυτήν και απολαμβάνουν πνευματική γλυκύτητα. Έτσι οι ψυχές αυτές είναι εύκολο να πέσουν σε έπαρση, καθώς δε συντρίβουν την καρδιά τους και δεν ταπεινώνουν το φρόνημά τους, ούτε είναι καταδιψασμένες πνευματικά, ούτε αγωνίζονται να φτάσουν την τέλεια απάθεια.
Και καθώς αρκούνται στη λίγη αυτή ενίσχυση της χάρης και προκόβουν όχι στην ταπείνωση, αλλά στην έπαρση, απογυμνώνονται κάποτε και από το χάρισμα το οποίο αξιώθηκαν να λάβουν. Γιατί η ψυχή που αγαπά αληθινά το Θεό, όπως έχομε πει, και αν ακόμη μυριάδες αρετές κατορθώσει, και αν αφανίσει το σώμα με υπερβολικές νηστείες και αγρυπνίες, και αν αξιωθεί να λάβει διάφορα χαρίσματα του Πνεύματος και αποκαλύψεις και θεία μυστήρια, έχει τέτοια μετριοφροσύνη, σαν να μην έχει αρχίσει ακόμη να ζει κατά το θέλημα του Θεού ή να έχει αποκτήσει κανένα καλό, και νιώθει απληστία και έρωτα για τη θεία αγάπη που εμπνέει ο Χριστός.
111. Στα πνευματικά αυτά μέτρα, ούτε μονομιάς, ούτε εύκολα μπορεί να φτάσει κανείς, αλλά αφού προηγηθούν πολλοί κόποι και αγώνες, και περάσουν χρόνια με σπουδή και δοκιμασίες και ποικίλους πειρασμούς, μέχρι το τέλειο μέτρο της απάθειας. Έτσι, αφού δοκιμαστεί με κάθε πόνο και κόπο και αφού υποφέρει με γενναιοψυχία όλους τους πειρασμούς που προξενεί η κακία, αξιώνεται να λάβει τις μεγάλες τιμές και τα χαρίσματα του Πνεύματος και το θεϊκό πλούτο. Έπειτα γίνεται και κληρονόμος της ουράνιας βασιλείας.
112. Η ψυχή που δεν έχει την ακρίβεια του τρόπου ζωής που είπαμε και που δε δέχθηκε ακόμη την αίσθηση του αγιασμού της καρδιάς, ας πενθεί και ας ζητεί θερμά από τον Κύριο να της δοθεί αυτό το αγαθό και η ενέργεια του Πνεύματος που εκδηλώνεται στο νου με ανέκφραστες θεωρίες.
Κατά τον εκκλησιαστικό νόμο, εκείνοι που έπεσαν σε σωματικά αμαρτήματα, πρώτα τιμωρούνται από τον ιερέα με στέρηση της θείας κοινωνίας, και κατόπιν, αφού δείξουν ανάλογη μετάνοια, αξιώνονται να κοινωνήσουν. Όσοι όμως δεν είχαν στη ζωή τους τέτοιες πτώσεις και είναι καθαροί, προβιβάζονται στην Ιερωσύνη και από τον έξω τόπο μετατάσσονται και τοποθετούνται μέσα στο θυσιαστήριο, για να είναι παρακαθήμενοι και λειτουργοί του Κυρίου.
Έτσι ας σκεφτόμαστε λοιπόν και για τη μυστική κοινωνία του Πνεύματος, για την οποία είπε ο Απόστολος: «Η χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατέρα και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος»(Β΄ Κορ. 13, 13). Τα πράγματα ακολουθούν την εξής σειρά.
Η Αγία Τριάδα κατοικεί μέσα στην καθαρή ψυχή με συνεργεία και της θείας αγαθότητας. Κατοικεί βέβαια όχι όπως υπάρχει, γιατί είναι αχώρητη και σε όλη την κτίση ακόμη, αλλά όσο είναι κατάλληλος και δεκτικός ο άνθρωπος.
Όταν όμως αλλάξει κάπως πορεία ο άνθρωπος από την αυτοπροαίρετη κατά Θεόν διαγωγή και λυπήσει το θείο πνεύμα, απομακρύνεται ο νους και στερείται την πνευματική ευφροσύνη, καθώς συστέλλονται η θεία χάρη και η αγάπη και κάθε αγαθή ενέργεια του Πνεύματος και ο νους παραδίνεται σε θλίψεις και πειρασμούς και σε πονηρά πνεύματα, μέχρις ότου όορθοποδίσει και πάλι η ψυχή για την ευαρέστηση του Πνεύματος.
Κατόπιν, αφού δείξει τη μετάνοιά της με κάθε εξομολόγηση και ταπείνωση, πάλι αξιώνεται να την επισκεφθεί η χάρη και απολαμβάνει την ουράνια ευφροσύνη περισσότερο από πρώτα. Αν αντίθετα δεν λυπήσει διόλου το πνεύμα, αλλά συνεχίσει να ζει θεάρεστα και να αντιτάσσεται σε όλους τους πονηρούς λογισμούς και να μένει διαρκώς προσκολλημένη στον Κύριο, τότε δικαίως και με συνέπεια, σύμφωνα με τη στάση της, προκόβει αυτή η ψυχή και αξιώνεται να λάβει ανέκφραστες δωρεές, και προχωρεί από δόξα σε δόξα(Β΄ Κορ. 3, 18) και από ανάπαυση σε τελειότερη ανάπαυση.
Κατόπιν, αφού φτάσει στο τέλειο μέτρο του Χριστιανισμού, θα συγκαταριθμηθεί στους τέλειους εργάτες και στους άμεμπτους λειτουργούς του Χριστού στην αιώνια βασιλεία Του.
113. Τα φαινόμενα να τα θεωρείς τύπους και σκιές των αφανών. Ο ναός που βλέπομε είναι τύπος του ναού της καρδιάς, ο ιερέας είναι τύπος του αληθινού ιερέα, της χάρης δηλαδή του Χριστού, κλπ. Σ' αυτή λοιπόν την ορατή εκκλησία, αν δε γίνουν πρώτα οι αναγνώσεις, οι ψαλμωδίες και δεν προχωρήσει όλη η ακολουθία κατά την εκκλησιαστική τάξη, δεν μπορεί ο ιερέας να επιτελέσει το θείο Μυστήριο του σώματος και του αίματος του Χριστού.
Αν πάλι τηρηθεί όλος ο εκκλησιαστικός κανόνας, δε γίνει όμως από τον ιερέα η μυστική ευχαριστία της προσφοράς και η κοινωνία του σώματος του Χριστού, τότε ούτε ο εκκλησιαστικός θεσμός ολοκληρώθηκε, και η λατρεία του Μυστηρίου είναι ελλιπής. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Χριστιανό.
Αν δηλαδή έχει κατορθώσει τη νηστεία, την αγρυπνία, την ψαλμωδία και όλη την άσκηση και την αρετή, αλλά η μυστική ενέργεια του Πνεύματος δεν επιτελείται από τη χάρη στο θυσιαστήριο της καρδιάς του με κάθε αίσθηση και πνευματική ανάπαυση, τότε είναι ατελής όλη αυτή η ακολουθία της ασκήσεως και σχεδόν άπρακτη, γιατί δεν έχει την αγαλλίαση του Πνεύματος να γεμίζει με μυστικό τρόπο την καρδιά του.
114. Καλή είναι η νηστεία και η αγρυπνία, καλή είναι επίσης και η άσκηση και η ξενιτεία. Αλλά αυτά οπωσδήποτε είναι κάποια αρχή και τα πρόθυρα της θεάρεστης ζωής, ώστε είναι παράλογο να θαρρεύεται κανείς ολωσδιόλου σ' αυτά. Γιατί καμιά φορά, όπως προηγουμένως είπαμε, και τη χάρη έχομε σε κάποιο βαθμό, μα και η κακία παραφυλάει μέσα μας και πονηρεύεται και υποχωρεί θεληματικά και δεν ενεργεί τα δικά της, αλλά κάνει τον άνθρωπο να νομίσει ότι έχει καθαρθεί ο νους του, και τον οδηγεί σε έπαρση για την τελειότητά του.
Κατόπιν επιτίθεται σαν ληστής και τον ρίχνει σε βαθύτατα βάραθρα. Γιατί συχνά άνθρωποι, είκοσι χρόνια ληστές ή επαγγελματίες στρατιώτες, γνωρίζουν άριστα να βάζουν παγίδες στους αντιπάλους και παραφυλάγουν και επινοούν ενέδρες και προσβάλλουν τα νώτα των εχθρών και τους εξοντώνουν με αιφνιδιαστική επίθεση.
Πόσο λοιπόν περισσότερο η κακία, που έχει ηλικία τόσων χιλιάδων ετών και αυτό είναι το προθυμότατο έργο της, να οδηγεί τις ψυχές στην απώλεια, δε γνωρίζει να επινοεί τέτοιες ενέδρες στα απόκρυφα της καρδιάς και, όταν θέλει, να μένει ακίνητη επίτηδες και να μην ενεργεί, ώστε να παρασύρει την ψυχή στην έπαρση ότι έχει φτάσει στην τελειότητα;
Το θεμέλιο λοιπόν του Χριστιανισμού είναι, και αν έχει κανείς όλες τις αρετές, να μην εφησυχάζει, ούτε να παίρνει θάρρος, ούτε να νομίζει ότι κατόρθωσε κάτι σπουδαίο. Και αν ακόμη γίνει μέτοχος της χάρης, να μη νομίσει ότι πέτυχε κάτι, ούτε να αισθάνεται κορεσμό, αλλά μάλλον τότε να πεινά και να διψά περισσότερο, να πενθεί και να κλαίει και να έχει την καρδιά του ολότελα συντετριμμένη.
115. Έχε στο νου σου ότι η πνευματική κατάσταση είναι κάπως έτσι: Υπόθεσε ένα βασιλικό παλάτι. Σ' αυτό υπάγονται αυλές και πρόθυρα και διαμερίσματα, άλλα εξωτερικά και άλλα στη συνέχεια εσωτερικά, όπου είναι αποθηκευμένα η πορφύρα και οι θησαυροί.
Κατόπιν πάλι και το άλλο διαμέρισμα, το πιο εσωτερικό, κατάλληλο για τη διαμονή του βασιλιά. Ώστε αν κανείς μπει στις εξωτερικές αυλές και νομίσει ότι έφτασε στα ενδότερα διαμερίσματα, βρίσκεται σε πλάνη. Έτσι και στα πνευματικά, εκείνοι που πολεμούν εναντίον της κοιλιάς και του ύπνου και ασχολούνται διαρκώς με ψαλμούς και προσευχές, ας μη νομίζουν ότι έφτασαν πια στο τέλος και στην ανάπαυση.
Βρίσκονται ακόμη στα πρόθυρα και στις αυλές, και όχι εκεί όπου φυλάγονται η πορφύρα και οι βασιλικοί θησαυροί. Και αν αξιώθηκαν να λάβουν κάποια πνευματική χάρη, ούτε αυτό να τους απατά ότι πέτυχαν το τέλος. Ταιριάζει λοιπόν να ερευνά κανείς αν απέκτησε το θησαυρό στο πήλινο δοχείο του(Β΄ Κορ. 4, 7), αν ντύθηκε την πορφύρα του Πνεύματος, αν είδε τον βασιλιά και αναπαύθηκε. Υπόθεσε πάλι, ότι η ψυχή έχει κάποιο βάθος και μέλη πολλά, και η αμαρτία, αφού εισχώρησε, κατέλαβε όλα τα μέλη και τα νοήματα της καρδιάς.
Κατόπιν ο άνθρωπος ζήτησε τη χάρη του Πνεύματος, κι αυτή ήρθε και κατέλαβε δύο, ας πούμε, μέρη της ψυχής. Εκείνος λοιπόν που δεν έχει πείρα, όταν έτσι ενθαρρυνθεί από τη χάρη, νομίζει ότι όλα τα μέλη της ψυχής του έχουν καταληφθεί από αυτήν και ότι ξεριζώθηκε η αμαρτία ολωσδιόλου, και δεν γνωρίζει ότι το μεγαλύτερο μέρος της ψυχής κατέχεται ακόμη από την αμαρτία.
Γιατί είναι δυνατόν, όπως πολλές φορές το είπαμε, και η χάρη ακατάπαυστα να ενεργεί, όπως το μάτι στο σώμα, και να συνυπάρχει επίσης και η κακία και να κλέβει με τρόπο τη διάνοια. Εκείνος λοιπόν που δεν μπορεί να διακρίνει, νομίζει ότι κάτι μεγάλο κατόρθωσε και αλαζονεύεται ότι έλαβε την τελειότατη κάθαρση.
Δεν έχει όμως την αλήθεια με το μέρος του —κάθε άλλο μάλιστα. Όπως το είπαμε και προηγουμένως, τέχνη του σατανά είναι και αυτή, να υποχωρεί θεληματικά αρκετά χρόνια και να μην ενεργεί όσα συνηθίζει, οπωσδήποτε με το σκοπό να βάλει στο νου όσων ασκούνται την ψεύτικη ιδέα ότι έφτασαν στην τελειότητα. Μήπως όμως εκείνος που φυτεύει αμπέλι, παίρνει αμέσως και τον καρπό; Ή εκείνος που σπέρνει, θερίζει αμέσως; Ή μήπως το νεογέννητο βρέφος γίνεται αμέσως τέλειος άνδρας;
Κοίταξε τον Ιησού· από ποιά δόξα, Υιός του Θεού και Θεός ο Χριστός, σε ποιά πάθη και ατιμία και σταυρό και θάνατο κατέβηκε. Και πάλι, πώς για την ταπείνωσή Του αυτή υπερυψώθηκε και κάθισε στα δεξιά του Πατέρα(Εφ. 1, 20). Ο πονηρός όμως όφις, με το να σπείρει εξαρχής μέσα στον Αδάμ την επιθυμία να γίνει θεός(Γεν. 3, 5), σε ποιά ατιμία τον κατέβασε, με αυτή ακριβώς την υπερήφανη ιδέα. Αυτά λοιπόν και συ έχοντας στο νου σου, φύλαγε τον εαυτό σου όσο μπορείς, και φρόντιζε με μεγάλη επιμέλεια να έχεις πάντοτε την καρδιά σου ταπεινή και συντετριμμένη.
--------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 284-298).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.