Μέγα κακόν η υπερηφάνεια, μεγίστη αρετή η ταπεινοφροσύνη. Η πρώτη, ρίζα και τροφός πάσης κακίας. Η δευτέρα, αρχή και βάσις και φρουρός πάσης αρετής. Χριστιανός υπερήφανος αδύνατον να σταθή· θα πέση, θα συντριβή. Αμαρτωλός ταπεινός που συντρίβεται και ταπεινώνεται, αυτός δικαιώνεται. Αυτός μετονοεί και ευρίσκει έλεος και συγγνώμην και καταλλαγήν.
Αυτός υψώνεται υπό του Θεού και ενώπιον του Θεού και ενώπιον των ανθρώπων εις μεγάλην δόξαν και τιμήν. Ευρισκόμεθα εις την αρχήν του κατανυκτικού Τριωδίου. Καλούμεθα τώρα από την αγίαν μας εκκλησίαν να δείξωμεν βαθυτέραν μετάνοιαν, ακριβεστέραν αρετήν, τελειοτέραν πνευματικήν ζωήν. Πώς θα επιτύχωμεν τούτο, αν δεν αποβάλωμεν τους υψηλόφρονας λογισμούς και δεν καλλιεργήσωμεν βαθυτέραν ταπείνωσιν; Από την σημερινήν παραβολήν του τελώνου και του φαρισαίου εμπνεόμεθα και της αλαζονείας την εκρίζωσιν και αποστροφήν και της ταπεινοφροσύνης την καλλιέργειαν και ανάπτυξιν και περισσυλογήν. Ας την μελετήσωμεν την παραβολήν.
1.—Η παραβολή μας παρουσιάζει δύο τύπους ανθρώπων, τον υπερήφανον και τον ταπεινόν. Μας τους παρουσιάζει εις ώραν προσευχής, οπότε φαίνεται καλύτερα ο χαρακτήρ του καθενός και αποκαλύπτονται τα βάθη της ψυχής του προσευχομένου, και μας λέγει. «Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι, ο εις Φαρισαίος και ο έτερος τελώνης».
Εις το ιερόν, δηλαδή, εις τον ναόν του Θεού μετέβησαν και οι δύο δια να προσευχηθούν. Ο ένας ήταν Φαρισαίος, ο άλλος τελώνης. Πλήρης δηλαδή αντίθεσις μεταξύ των δύο. Αν όχι εις ζητήματα πίστεως, ωρισμένως όμως εις ζητήματα πρακτικής ζωής και συμπεριφοράς προς τους άλλους. Ο Φαρισαίος εμφανίζεται ως «θρήσκος», ευλαβής, άνθρωπος των παραδόσεων και της αυστηράς ηθικής, ακριβής τηρητής του θείου νόμου, μέχρι και των ασήμαντων λεπτομερειών, ώστε να νηστεύη δις του σαββάτου και να αποδεκατοί και το ηδύοσμον και το άνηθον και το κύμινον, άνθρωπος θρήσκος και δίκαιος. Έτσι τουλάχιστον επίστευεν αυτός δια τον εαυτόν του. Έτσι προσπαθούσε να φαίνεται εις τα μάτια του κόσμου.
Τώρα οι φαρισαίοι άφιναν βέβαια «τα βαρύτερα του νόμου, την κρίσιν και τον έλεον και την πίστιν», και αυτοί ήσαν οι άνθρωποι οι άρπαγες και οι άδικοι και οι σκληροί, κυρίως αυτοί. Αλλά δι' αυτό σημασίαν δεν έδιδαν. Ήσαν κατά φαντασίαν άγιοι. Τέτοιος λοιπόν ήταν ο ένας, ο Φαρισαίος. ο άλλος ήταν τελώνης- άνθρωπος αμαρτωλός, άνθρωπος της αδικίας και βιαιοπραγίας και αρπαγής. Τέτοιο όνομα είχαν οι τελώναι, κακήν φήμην. Δι' αυτό και ο κόσμος τους απεστρέφετο. Δεν ήθελε καν να τους βλέπη. Τους εμισούσεν ο κόσμος τους τελώνας. Ενόμιζεν όμως ότι ήσαν και μισητοί από τον Θεόν, πέρα ως πέρα θεομίσητοι. Έτσι τους έπαιρνε τους τελώνας ο λαός.
Ο Φαρισαίος ακόμη ήτο ο άνθρωπος της πολλής προσευχής. Ο τελώνης την απέφευγε μάλλον την προσευχήν. Και ενώ του πρώτου τα χέρια υψώνοντο κάθε ημέραν εις προσευχήν και λατρείαν του Θεού, του τελώνου απλώνοντο διά να αρπάξουν και αδικήσουν, δια να απογυμνώσουν και τον πτωχόν ακόμη, να βιαιοπραγήσουν.
Αυτοί, λοιπόν, οι δύο αρχίζουν τώρα την προσευχήν των. Προσεύχεται ο Φαρισαίος. Προσεύχεται και ο τελώνης. Επικαλείται τον Θεόν ο «δίκαιος». Τον επικαλείται και ο αμαρτωλός. Τίνος όμως η προσευχή γίνεται δεκτή; Προς ποίον ο Θεός επιβλέπει και παρέχει έλεος και συγγνώμην; Προς τον φαρισαίον; Τούτο θα επερίμενε κανείς. Αλλά τούτο δεν γίνεται. Ο Κύριος εις το τέλος της παραβολής το αντίθετον βεβαιώνει. «Κατέβη, λέγει, ούτος (δηλαδή ο τελώνης) δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού ή εκείνος (ο φαρισαίος). Δεν εδικαιώθη ο Φαρισαίος. Ο Φαρισαίος κατεκρίθη, απεδοκιμάσθη, απεπέμφθη. Και ποίος εδικαιώθη; Ποίος εύρεν έλεος, συγγνώμην, άφεσιν, σωτηρίαν; Ο αμαρτωλός τελώνης. Και διατί κατεκρίθη ο φαρισαίος; Διότι ήτο υπερήφανος, υπερήφανος αυτός, υπερήφανη, γεμάτη αυτοπεποίθησιν, καύχησιν και κομπορρημοσύνην και η προσευχή του. Δι' αυτό και προσευχήν δεν έκαμεν.
Ήρχισε βέβαια με το «ο Θεός, ευχαριστώ σοι», όπως πρέπει να αρχίζη κάθε ευλαβής και θεάρεστος προσευχή, επροχώρησεν όμως κακώς και ετελείωσε κάκιστα. Διότι εις την προσευχήν του ο ευλαβής άνθρωπος ούτε αυτοδιαφήμισιν κάμνει ούτε τους συνανθρώπους του κακολογεί και κατακρίνει. Ο Φαρισαίος όμως τα κάμνει και τα δύο. Προσεύχεται και κατακρίνει. Προσεύχεται και αυτολιβανίζεται, και αυτοεπαινείται. Τι φοβερά που είναι τα λόγια του! Πόσην αλαζονείαν, πόσην καύχησιν, πόσην σκληρότητα κρύπτουν! «Ο Θεός, ευχαριστώ σοι, λέγει, ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και ως ούτος ο τελώνης. Νηστεύω δις του σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι»!
Όλοι οι άλλοι άρπαγες, όλοι άδικοι, όλοι οι άλλοι αμαρτωλοί και ανήθικοι και φαύλοι. Και ο μόνος αναμάρτητος, ο μόνος άγιος, ο μόνος καθαρός και δίκαιος αυτός! Αυτός γεμάτος αρετήν και αγιότητα. Μόνος αυτός και κανείς άλλος, Θεέ μου, τι υπερήφανα λόγια, τι φρόνημα αλαζονικόν!
Υπερηφάνεια, αλαζονεία. Πάθη ελεεινά, κακά, τυφλά, ολοσκότεινα. Διαστρέφουν τα πράγματα και τυφλώνουν τον άνθρωπον, διά να μη βλέπη όπως είναι τα πράγματα, αλλά να τα φαντάζεται όπως δεν είναι. Διότι τι λέγουν τα πράγματα, τι δείχνει δια τον καθένα μας η καθημερινή πείρα και ζωή; Όχι, ότι είμεθα αναμάρτητοι, αλλ' ότι είμεθα αμαρτωλοί. Όχι, ότι έχομεν αρετάς, αλλ' ότι έχομεν κακίας πολλάς, αδυναμίας και πάθη και πτώσεις και αμαρτίας, δια τας οποίας ημέραν και νύκτα πρέπει να ζητώμεν του Θεού το έλεος, δια να σωθώμεν. Αυτό μας λέγουν δια τον εαυτόν μας τα πράγματα και η πείρα. Λέγουν ακόμη και τούτο δια τους άλλους.
Ότι οι άλλοι δεν έχουν μόνον κακίας, αλλ' έχουν και αρετάς, έχουν και τάλαντα και προσόντα που πολλές φορές είναι ανώτερα των ιδικών μας. Ότι έχουν καλωσύνας και ανωτερότητας που ημείς δεν ημπορούμεν και να τας προσεγγίσωμεν. Λέγουν και αυτό τα πράγματα και με πολλάς αποδείξεις το βεβαιώνουν. Αλλ' όταν κυριευθή από το πάθος της υπερηφάνειας ο άνθρωπος παύει να βλέπη. Ή μάλλον βλέπει, αλλά βλέπει ανάποδα τα πράγματα. Βλέπει εις τον εαυτόν του όλην την αρετήν και αγιότητα, όλην την σοφίαν και γνώσιν, όλας τας ικανότητας και τα προσόντα όλα, βλέπει το «αλάθητον», βλέπει την εξουσίαν να κρίνη τους πάντας και τα πάντα.
Και εις τους άλλους βλέπει τα αντίθετα. Όλας τας ανοησίας, όλας τας κακίας, όλας τας ανομίας. Τον εγωϊστήν, τον αλαζόνα και υπερήφανον ποτέ δεν τον ακούτε να πη καλόν λόγον δια τους άλλους, μόνον κατηγορίας και κακολογίας. Δεν τον ακούτε, αντιθέτως, να πη κατηγορίαν δια τον εαυτόν του, να ομολογήση μίαν παρεκτροπήν, ένα σφάλμα, ένα λάθος του επί τέλους, να πη ένα «ήμαρτον». Δια τον εαυτόν του μόνον αυτοθαυμασμούς και μόνον εγκώμια έχει. Δια τους άλλους μόνον κατηγορίας και εξευτελισμούς.
Αυτή είναι η νοοτροπία και η ζωή και η συμπεριφορά του, υπερήφανη και αλαζονική. Αυτή είναι και η προσευχή του, υπερήφανη και αυτή. Αλλά τέτοια υπερήφανη προσευχή δεν είναι αρετή, είναι κακία. Δεν είναι ευχαριστία, είναι ύβρις προς τον Θεόν και βλασφημία. Πώς να την δεχθή ο Θεός; Την αηδιάζει και την απορρίπτει. Τούτο το κακόν προξενεί εις τον άνθρωπον η υπερηφάνεια και αυτοπεποίθησις και αλαζονεία.
2.—Και η ταπείνωσις. Τί κάμνει η ταπείνωσις; Τί κάμνει η αγία αυτή αρετή; Αυτή δικαιώνει τον αμαρτωλόν, αυτή ανυψώνει τον ένοχον από τα βάθη των κακών και της ενοχής του εις τα ύψη της δόξης του Θεού. Το βλέπομεν εις την περίπτωσιν του τελώνου. Είναι πράγματι αμαρτωλός ο τελώνης. Είναι, και δεν το κρύπτει.
Είναι, και το συναισθάνεται βαθύτατα, το αναγνωρίζει πληρέστατα, το ομολογεί δημοσία, εις αυτόν τον ναόν του Θεού. Άλλωστε δι' αυτό αναβαίνει εις το ιερόν και στέκεται εις προσευχήν, δια να ομολογήση τας αμαρτίας και αδικίας του, να ζητήση και να λάβη του ευσπλάγχνου Θεού το πλούσιον έλεος. Έρχεται εις τον ναόν γεμάτος συντριβήν και ταπείνωσιν. Τον βλέπετε; Εισέρχεται εις τον ναόν και δεν προχωρεί. Τον κρατεί η συναίσθησις της ενοχής του. Εις μίαν άκρην, κάτω, προς την θύραν στέκει, δια να εκφράση τον πόνον της ψυχής του. Δεν υψώνει τα μάτια εις τον ουρανόν, όπως ο Φαρισαίος. Αισθάνεται την αναξιότητά του. Πώς να ατενίση ο ακάθαρτος αμαρτωλός τον καθαρώτατον Ουρανόν; Νοιώθει ότι του πρέπουν ποιναί και τιμωρίαι. Και αν άλλοι δεν τον τιμωρούν, τιμωρεί αυτός τον εαυτόν του. Κτυπά με τα χέρια του το στήθος του, δια να δείξη τον πόνον και τον οδυρμόν του. Και από τα βάθη της πονεμένης δια τας παραβάσεις και αμαρτίας ψυχής του βγαίνει ολόθερμος η προσευχή της μετανοίας του. «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Τρεις λέξεις. Ο Θεός, ο εαυτός του, η αμαρτωλότης του. Ο Θεός γεμάτος ευσπλαγχνίαν και συγκατάβασιν. Αυτό πιστεύει δια τον Θεόν ο τελώνης. Ο εαυτός του γεμάτος κακίαν και ηθικήν αθλιότητα. Έτσι τον βλέπει τον εαυτόν του ο τελώνης. Και αυτό είναι η ομολογία του, η εξομολόγησίς του. Και η προσευχή του, το ιλάσθητί μοι. Καμμία λέξις περιττή. Καμμία καύχησις αλαζονική. Καμμία δικαιολογία και προσπάθεια συγκαλύψεως της ενοχής του και μεταβιβάσεως της ιδικής του ευθύνης εις τους άλλους. Παραδέχεται πώς ο ίδιος είναι ο αμαρτωλός. Πώς αυτός μόνος πταίει, διότι είναι αμαρτωλός. Πώς φέρει ακεραίαν την ευθύνην των αμαρτωλών του σκέψεων και λόγων, των ένοχων πράξεων και έργων του. Δια τούτο και μη ευρίσκων που αλλού να στηριχθή, στηρίζεται μόνον εις το έλεος του Κυρίου και ζητεί με αυτό και μόνον να σωθή. Λέγει λοιπόν εις τον Θεόν. «Θεέ μου, εγώ είμαι αμαρτωλός. Συ όμως είσαι ο αγαθός και φιλάνθρωπος και ελεήμων Θεός. Συντετριμμένος ζητώ το έλεός σου. Ίδε την ταπείνωσιν μου, Κύριε. Δέξου την μετάνοιάν μου. Άκουσε την προσευχήν μου και δος μου την άφεσιν των αμαρτιών μου». Αυτή είναι η προσευχή του. Αυτό σημαίνει το «ιλάσθητί μοι». Δηλαδή, ταπείνωσιν, μόνον ταπείνωσιν. Ταπείνωσις και πάλιν ταπείνωσις και όλο ταπείνωσις. Και αυτή τον σώζει. Αυτή σβήνει τας αμαρτίας του. Αυτή τον δικαιώνει. Αυτή ως τα ύψη του ουρανού τον ανεβάζει. «Κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού», είπεν ο Χριστός. Και επρόσθεσε τον λόγον· «ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθ ήσεται».
Η ταπείνωσις, λοιπόν, ιδού η σωτηρία, η δικαίωσις, η ανύψωσις, η δόξα. Και είναι η ταπείνωσις σωτηρία, διότι είναι αυτογνωσία, αυτογνωσία και ομολογία, αναγνώρισις και ειλικρινής εξομολόγησις. Φυσικά, ποίος μετανοεί και σπεύδει εις εξομολόγησιν και λέγει το «ήμαρτον» και ζητεί συγγνώμην από τους ανθρώπους και από τον Θεόν το πλούσιον έλεός του; Ο ταπεινόφρων. Και ποίος αναλαμβάνει προσπάθειαν και αγώνα δια την διόρθωσιν και τον καταρτισμόν του και εκθέτει τον εαυτόν του και ακούει συμβουλάς και δέχεται παρατηρήσεις και εφαρμόζει τας υποδείξεις; Πάλιν ο ταπεινόφρων. Η ταπείνωσις, λοιπόν, είναι η αλήθεια, αυτή η πραγματικότης. Τα γεγονότα της ζωής μας αυτά μας φωνάζουν: Είσθε φταίχται, είσθε αμαρτωλοί, είσθε ένοχοι. Λοιπόν, ταπεινωθήτε· ταπεινωθήτε, δια να ελεηθήτε· ταπεινωθήτε, δια να συνδεθήτε με τον Θεόν τον άγιον και να εύρετε την ειρήνην της ζωής σας και την ανάπαυσιν των ψυχών σας. Γεγονός, δίδαγμα και σύνθημα δι' όλους ημάς τους αμαρτωλούς και δι' όλην την ζωήν μας. Η ταπείνωσις είναι ανάγκη της ψυχής μας. Διότι αυτή είναι μετάνοια, αυτή επιστροφή προς τον Θεόν, αυτή άφεσις και σωτηρία. Διά τούτο και η Εκκλησία μας προς την ταπείνωσιν μας κατευθύνει σήμερον, όταν μας λέγη· «Υψηγορίαν φύγωμεν Φαρισαίου κακίστην, ταπείνωσιν δε μάθωμεν του τελώνου αρίστην» και «Φαρισαίου φύγωμεν υψηγορίαν και τελώνου μάθωμεν το ταπεινόν εν στεναγμοίς, προς τον Σωτήρα κραυγάζοντες· ίλαθι, μόνε ημίν ευδιάλλακτε». Ας ταπεινωθώμεν λοιπόν, τώρα ιδίως, εις την αρχήν του Τριωδίου, λαμβάνοντες νέας αποφάσεις δια να φανή εις όλους μας αγαθός και φιλάνθρωπος και ελεήμων ο πανοικτίρμων Κύριος και Θεός.
--------------------------------------
πηγή: "Κυριακοδρόμιο - Αποστολικαί και Ευαγγελικαί Περικοπαί τριωδίου και Πεντηκοσταρίου" τόμος Α΄, εκδ. "Ο Σωτήρ", 1971.
Αυτός υψώνεται υπό του Θεού και ενώπιον του Θεού και ενώπιον των ανθρώπων εις μεγάλην δόξαν και τιμήν. Ευρισκόμεθα εις την αρχήν του κατανυκτικού Τριωδίου. Καλούμεθα τώρα από την αγίαν μας εκκλησίαν να δείξωμεν βαθυτέραν μετάνοιαν, ακριβεστέραν αρετήν, τελειοτέραν πνευματικήν ζωήν. Πώς θα επιτύχωμεν τούτο, αν δεν αποβάλωμεν τους υψηλόφρονας λογισμούς και δεν καλλιεργήσωμεν βαθυτέραν ταπείνωσιν; Από την σημερινήν παραβολήν του τελώνου και του φαρισαίου εμπνεόμεθα και της αλαζονείας την εκρίζωσιν και αποστροφήν και της ταπεινοφροσύνης την καλλιέργειαν και ανάπτυξιν και περισσυλογήν. Ας την μελετήσωμεν την παραβολήν.
1.—Η παραβολή μας παρουσιάζει δύο τύπους ανθρώπων, τον υπερήφανον και τον ταπεινόν. Μας τους παρουσιάζει εις ώραν προσευχής, οπότε φαίνεται καλύτερα ο χαρακτήρ του καθενός και αποκαλύπτονται τα βάθη της ψυχής του προσευχομένου, και μας λέγει. «Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι, ο εις Φαρισαίος και ο έτερος τελώνης».
Εις το ιερόν, δηλαδή, εις τον ναόν του Θεού μετέβησαν και οι δύο δια να προσευχηθούν. Ο ένας ήταν Φαρισαίος, ο άλλος τελώνης. Πλήρης δηλαδή αντίθεσις μεταξύ των δύο. Αν όχι εις ζητήματα πίστεως, ωρισμένως όμως εις ζητήματα πρακτικής ζωής και συμπεριφοράς προς τους άλλους. Ο Φαρισαίος εμφανίζεται ως «θρήσκος», ευλαβής, άνθρωπος των παραδόσεων και της αυστηράς ηθικής, ακριβής τηρητής του θείου νόμου, μέχρι και των ασήμαντων λεπτομερειών, ώστε να νηστεύη δις του σαββάτου και να αποδεκατοί και το ηδύοσμον και το άνηθον και το κύμινον, άνθρωπος θρήσκος και δίκαιος. Έτσι τουλάχιστον επίστευεν αυτός δια τον εαυτόν του. Έτσι προσπαθούσε να φαίνεται εις τα μάτια του κόσμου.
Τώρα οι φαρισαίοι άφιναν βέβαια «τα βαρύτερα του νόμου, την κρίσιν και τον έλεον και την πίστιν», και αυτοί ήσαν οι άνθρωποι οι άρπαγες και οι άδικοι και οι σκληροί, κυρίως αυτοί. Αλλά δι' αυτό σημασίαν δεν έδιδαν. Ήσαν κατά φαντασίαν άγιοι. Τέτοιος λοιπόν ήταν ο ένας, ο Φαρισαίος. ο άλλος ήταν τελώνης- άνθρωπος αμαρτωλός, άνθρωπος της αδικίας και βιαιοπραγίας και αρπαγής. Τέτοιο όνομα είχαν οι τελώναι, κακήν φήμην. Δι' αυτό και ο κόσμος τους απεστρέφετο. Δεν ήθελε καν να τους βλέπη. Τους εμισούσεν ο κόσμος τους τελώνας. Ενόμιζεν όμως ότι ήσαν και μισητοί από τον Θεόν, πέρα ως πέρα θεομίσητοι. Έτσι τους έπαιρνε τους τελώνας ο λαός.
Ο Φαρισαίος ακόμη ήτο ο άνθρωπος της πολλής προσευχής. Ο τελώνης την απέφευγε μάλλον την προσευχήν. Και ενώ του πρώτου τα χέρια υψώνοντο κάθε ημέραν εις προσευχήν και λατρείαν του Θεού, του τελώνου απλώνοντο διά να αρπάξουν και αδικήσουν, δια να απογυμνώσουν και τον πτωχόν ακόμη, να βιαιοπραγήσουν.
Αυτοί, λοιπόν, οι δύο αρχίζουν τώρα την προσευχήν των. Προσεύχεται ο Φαρισαίος. Προσεύχεται και ο τελώνης. Επικαλείται τον Θεόν ο «δίκαιος». Τον επικαλείται και ο αμαρτωλός. Τίνος όμως η προσευχή γίνεται δεκτή; Προς ποίον ο Θεός επιβλέπει και παρέχει έλεος και συγγνώμην; Προς τον φαρισαίον; Τούτο θα επερίμενε κανείς. Αλλά τούτο δεν γίνεται. Ο Κύριος εις το τέλος της παραβολής το αντίθετον βεβαιώνει. «Κατέβη, λέγει, ούτος (δηλαδή ο τελώνης) δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού ή εκείνος (ο φαρισαίος). Δεν εδικαιώθη ο Φαρισαίος. Ο Φαρισαίος κατεκρίθη, απεδοκιμάσθη, απεπέμφθη. Και ποίος εδικαιώθη; Ποίος εύρεν έλεος, συγγνώμην, άφεσιν, σωτηρίαν; Ο αμαρτωλός τελώνης. Και διατί κατεκρίθη ο φαρισαίος; Διότι ήτο υπερήφανος, υπερήφανος αυτός, υπερήφανη, γεμάτη αυτοπεποίθησιν, καύχησιν και κομπορρημοσύνην και η προσευχή του. Δι' αυτό και προσευχήν δεν έκαμεν.
Ήρχισε βέβαια με το «ο Θεός, ευχαριστώ σοι», όπως πρέπει να αρχίζη κάθε ευλαβής και θεάρεστος προσευχή, επροχώρησεν όμως κακώς και ετελείωσε κάκιστα. Διότι εις την προσευχήν του ο ευλαβής άνθρωπος ούτε αυτοδιαφήμισιν κάμνει ούτε τους συνανθρώπους του κακολογεί και κατακρίνει. Ο Φαρισαίος όμως τα κάμνει και τα δύο. Προσεύχεται και κατακρίνει. Προσεύχεται και αυτολιβανίζεται, και αυτοεπαινείται. Τι φοβερά που είναι τα λόγια του! Πόσην αλαζονείαν, πόσην καύχησιν, πόσην σκληρότητα κρύπτουν! «Ο Θεός, ευχαριστώ σοι, λέγει, ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και ως ούτος ο τελώνης. Νηστεύω δις του σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι»!
Όλοι οι άλλοι άρπαγες, όλοι άδικοι, όλοι οι άλλοι αμαρτωλοί και ανήθικοι και φαύλοι. Και ο μόνος αναμάρτητος, ο μόνος άγιος, ο μόνος καθαρός και δίκαιος αυτός! Αυτός γεμάτος αρετήν και αγιότητα. Μόνος αυτός και κανείς άλλος, Θεέ μου, τι υπερήφανα λόγια, τι φρόνημα αλαζονικόν!
Υπερηφάνεια, αλαζονεία. Πάθη ελεεινά, κακά, τυφλά, ολοσκότεινα. Διαστρέφουν τα πράγματα και τυφλώνουν τον άνθρωπον, διά να μη βλέπη όπως είναι τα πράγματα, αλλά να τα φαντάζεται όπως δεν είναι. Διότι τι λέγουν τα πράγματα, τι δείχνει δια τον καθένα μας η καθημερινή πείρα και ζωή; Όχι, ότι είμεθα αναμάρτητοι, αλλ' ότι είμεθα αμαρτωλοί. Όχι, ότι έχομεν αρετάς, αλλ' ότι έχομεν κακίας πολλάς, αδυναμίας και πάθη και πτώσεις και αμαρτίας, δια τας οποίας ημέραν και νύκτα πρέπει να ζητώμεν του Θεού το έλεος, δια να σωθώμεν. Αυτό μας λέγουν δια τον εαυτόν μας τα πράγματα και η πείρα. Λέγουν ακόμη και τούτο δια τους άλλους.
Ότι οι άλλοι δεν έχουν μόνον κακίας, αλλ' έχουν και αρετάς, έχουν και τάλαντα και προσόντα που πολλές φορές είναι ανώτερα των ιδικών μας. Ότι έχουν καλωσύνας και ανωτερότητας που ημείς δεν ημπορούμεν και να τας προσεγγίσωμεν. Λέγουν και αυτό τα πράγματα και με πολλάς αποδείξεις το βεβαιώνουν. Αλλ' όταν κυριευθή από το πάθος της υπερηφάνειας ο άνθρωπος παύει να βλέπη. Ή μάλλον βλέπει, αλλά βλέπει ανάποδα τα πράγματα. Βλέπει εις τον εαυτόν του όλην την αρετήν και αγιότητα, όλην την σοφίαν και γνώσιν, όλας τας ικανότητας και τα προσόντα όλα, βλέπει το «αλάθητον», βλέπει την εξουσίαν να κρίνη τους πάντας και τα πάντα.
Και εις τους άλλους βλέπει τα αντίθετα. Όλας τας ανοησίας, όλας τας κακίας, όλας τας ανομίας. Τον εγωϊστήν, τον αλαζόνα και υπερήφανον ποτέ δεν τον ακούτε να πη καλόν λόγον δια τους άλλους, μόνον κατηγορίας και κακολογίας. Δεν τον ακούτε, αντιθέτως, να πη κατηγορίαν δια τον εαυτόν του, να ομολογήση μίαν παρεκτροπήν, ένα σφάλμα, ένα λάθος του επί τέλους, να πη ένα «ήμαρτον». Δια τον εαυτόν του μόνον αυτοθαυμασμούς και μόνον εγκώμια έχει. Δια τους άλλους μόνον κατηγορίας και εξευτελισμούς.
Αυτή είναι η νοοτροπία και η ζωή και η συμπεριφορά του, υπερήφανη και αλαζονική. Αυτή είναι και η προσευχή του, υπερήφανη και αυτή. Αλλά τέτοια υπερήφανη προσευχή δεν είναι αρετή, είναι κακία. Δεν είναι ευχαριστία, είναι ύβρις προς τον Θεόν και βλασφημία. Πώς να την δεχθή ο Θεός; Την αηδιάζει και την απορρίπτει. Τούτο το κακόν προξενεί εις τον άνθρωπον η υπερηφάνεια και αυτοπεποίθησις και αλαζονεία.
2.—Και η ταπείνωσις. Τί κάμνει η ταπείνωσις; Τί κάμνει η αγία αυτή αρετή; Αυτή δικαιώνει τον αμαρτωλόν, αυτή ανυψώνει τον ένοχον από τα βάθη των κακών και της ενοχής του εις τα ύψη της δόξης του Θεού. Το βλέπομεν εις την περίπτωσιν του τελώνου. Είναι πράγματι αμαρτωλός ο τελώνης. Είναι, και δεν το κρύπτει.
Είναι, και το συναισθάνεται βαθύτατα, το αναγνωρίζει πληρέστατα, το ομολογεί δημοσία, εις αυτόν τον ναόν του Θεού. Άλλωστε δι' αυτό αναβαίνει εις το ιερόν και στέκεται εις προσευχήν, δια να ομολογήση τας αμαρτίας και αδικίας του, να ζητήση και να λάβη του ευσπλάγχνου Θεού το πλούσιον έλεος. Έρχεται εις τον ναόν γεμάτος συντριβήν και ταπείνωσιν. Τον βλέπετε; Εισέρχεται εις τον ναόν και δεν προχωρεί. Τον κρατεί η συναίσθησις της ενοχής του. Εις μίαν άκρην, κάτω, προς την θύραν στέκει, δια να εκφράση τον πόνον της ψυχής του. Δεν υψώνει τα μάτια εις τον ουρανόν, όπως ο Φαρισαίος. Αισθάνεται την αναξιότητά του. Πώς να ατενίση ο ακάθαρτος αμαρτωλός τον καθαρώτατον Ουρανόν; Νοιώθει ότι του πρέπουν ποιναί και τιμωρίαι. Και αν άλλοι δεν τον τιμωρούν, τιμωρεί αυτός τον εαυτόν του. Κτυπά με τα χέρια του το στήθος του, δια να δείξη τον πόνον και τον οδυρμόν του. Και από τα βάθη της πονεμένης δια τας παραβάσεις και αμαρτίας ψυχής του βγαίνει ολόθερμος η προσευχή της μετανοίας του. «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Τρεις λέξεις. Ο Θεός, ο εαυτός του, η αμαρτωλότης του. Ο Θεός γεμάτος ευσπλαγχνίαν και συγκατάβασιν. Αυτό πιστεύει δια τον Θεόν ο τελώνης. Ο εαυτός του γεμάτος κακίαν και ηθικήν αθλιότητα. Έτσι τον βλέπει τον εαυτόν του ο τελώνης. Και αυτό είναι η ομολογία του, η εξομολόγησίς του. Και η προσευχή του, το ιλάσθητί μοι. Καμμία λέξις περιττή. Καμμία καύχησις αλαζονική. Καμμία δικαιολογία και προσπάθεια συγκαλύψεως της ενοχής του και μεταβιβάσεως της ιδικής του ευθύνης εις τους άλλους. Παραδέχεται πώς ο ίδιος είναι ο αμαρτωλός. Πώς αυτός μόνος πταίει, διότι είναι αμαρτωλός. Πώς φέρει ακεραίαν την ευθύνην των αμαρτωλών του σκέψεων και λόγων, των ένοχων πράξεων και έργων του. Δια τούτο και μη ευρίσκων που αλλού να στηριχθή, στηρίζεται μόνον εις το έλεος του Κυρίου και ζητεί με αυτό και μόνον να σωθή. Λέγει λοιπόν εις τον Θεόν. «Θεέ μου, εγώ είμαι αμαρτωλός. Συ όμως είσαι ο αγαθός και φιλάνθρωπος και ελεήμων Θεός. Συντετριμμένος ζητώ το έλεός σου. Ίδε την ταπείνωσιν μου, Κύριε. Δέξου την μετάνοιάν μου. Άκουσε την προσευχήν μου και δος μου την άφεσιν των αμαρτιών μου». Αυτή είναι η προσευχή του. Αυτό σημαίνει το «ιλάσθητί μοι». Δηλαδή, ταπείνωσιν, μόνον ταπείνωσιν. Ταπείνωσις και πάλιν ταπείνωσις και όλο ταπείνωσις. Και αυτή τον σώζει. Αυτή σβήνει τας αμαρτίας του. Αυτή τον δικαιώνει. Αυτή ως τα ύψη του ουρανού τον ανεβάζει. «Κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού», είπεν ο Χριστός. Και επρόσθεσε τον λόγον· «ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθ ήσεται».
Η ταπείνωσις, λοιπόν, ιδού η σωτηρία, η δικαίωσις, η ανύψωσις, η δόξα. Και είναι η ταπείνωσις σωτηρία, διότι είναι αυτογνωσία, αυτογνωσία και ομολογία, αναγνώρισις και ειλικρινής εξομολόγησις. Φυσικά, ποίος μετανοεί και σπεύδει εις εξομολόγησιν και λέγει το «ήμαρτον» και ζητεί συγγνώμην από τους ανθρώπους και από τον Θεόν το πλούσιον έλεός του; Ο ταπεινόφρων. Και ποίος αναλαμβάνει προσπάθειαν και αγώνα δια την διόρθωσιν και τον καταρτισμόν του και εκθέτει τον εαυτόν του και ακούει συμβουλάς και δέχεται παρατηρήσεις και εφαρμόζει τας υποδείξεις; Πάλιν ο ταπεινόφρων. Η ταπείνωσις, λοιπόν, είναι η αλήθεια, αυτή η πραγματικότης. Τα γεγονότα της ζωής μας αυτά μας φωνάζουν: Είσθε φταίχται, είσθε αμαρτωλοί, είσθε ένοχοι. Λοιπόν, ταπεινωθήτε· ταπεινωθήτε, δια να ελεηθήτε· ταπεινωθήτε, δια να συνδεθήτε με τον Θεόν τον άγιον και να εύρετε την ειρήνην της ζωής σας και την ανάπαυσιν των ψυχών σας. Γεγονός, δίδαγμα και σύνθημα δι' όλους ημάς τους αμαρτωλούς και δι' όλην την ζωήν μας. Η ταπείνωσις είναι ανάγκη της ψυχής μας. Διότι αυτή είναι μετάνοια, αυτή επιστροφή προς τον Θεόν, αυτή άφεσις και σωτηρία. Διά τούτο και η Εκκλησία μας προς την ταπείνωσιν μας κατευθύνει σήμερον, όταν μας λέγη· «Υψηγορίαν φύγωμεν Φαρισαίου κακίστην, ταπείνωσιν δε μάθωμεν του τελώνου αρίστην» και «Φαρισαίου φύγωμεν υψηγορίαν και τελώνου μάθωμεν το ταπεινόν εν στεναγμοίς, προς τον Σωτήρα κραυγάζοντες· ίλαθι, μόνε ημίν ευδιάλλακτε». Ας ταπεινωθώμεν λοιπόν, τώρα ιδίως, εις την αρχήν του Τριωδίου, λαμβάνοντες νέας αποφάσεις δια να φανή εις όλους μας αγαθός και φιλάνθρωπος και ελεήμων ο πανοικτίρμων Κύριος και Θεός.
--------------------------------------
πηγή: "Κυριακοδρόμιο - Αποστολικαί και Ευαγγελικαί Περικοπαί τριωδίου και Πεντηκοσταρίου" τόμος Α΄, εκδ. "Ο Σωτήρ", 1971.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.