Πρώτα να ευχαριστήσουμε τη χορωδία, τον άρχοντα πρωτοψάλτη και τους μαθητάς του. Να τους ευχαριστήσουμε που κουράζονται να μαθαίνουν τη βυζαντινή μουσική, για να ψάλλουν στην Εκκλησία του Χριστού και έτσι να δοξάζεται ο Θεός, αλλά και να βοηθούνται οι πιστοί να γίνονται πιο καλοί χριστιανοί. Τους ευχαριστούμε επίσης, και για τον κόπο που έκαναν να έλθουν να μας ψάλουν. Και για σήμερα τους ευχαριστούμε, αλλά και εκ των προτέρων τους ευχαριστούμε για όσες άλλες φορές θα έρθουν.
Και ευχόμεθα ο Θεός να τους φωτίζει να ψάλλουν καλά, ώστε και οι ίδιοι να προσεύχονται, καθώς ψάλλουν στον Θεό, και να βοηθούν τους πιστούς να προσεύχονται.
Και ευχόμεθα ο Θεός να τους φωτίζει να ψάλλουν καλά, ώστε και οι ίδιοι να προσεύχονται, καθώς ψάλλουν στον Θεό, και να βοηθούν τους πιστούς να προσεύχονται.
Η υμνολογία της Εκκλησίας ερμηνεία της αποκαλύψεως
Θα έλεγε κανείς ότι μέσα στους ύμνους της Εκκλησίας, μέσα σε όλα αυτά τα οποία ψάλλονται καθ' όλο το έτος, στις μεγάλες γιορτές και στις μικρότερες γιορτές -μη σας φαίνεται παράξενο- είναι όλη η αποκάλυψη. Η αποκάλυψη είναι και γραπτή και προφορική. Καταρχήν, όλη η αποκάλυψη του Χριστού δόθηκε προφορικά· είναι η Ιερά Παράδοση. Ένα μέρος της Ιεράς Παραδόσεως καταγράφηκε ως Ευαγγέλιο.
Όλα αυτά που έχουμε μέσα στην Εκκλησία ως ακολουθίες, ως τελετές, επομένως ως τροπάρια, ως ψαλμωδίες, ως ευχές, ως αιτήσεις κλπ., όλα αυτά τι είναι; Είναι υπόμνημα στο Ευαγγέλιο, είναι ερμηνεία του Ευαγγελίου, είναι ερμηνεία της αποκαλύψεως. Και είναι ερμηνεία όχι έτσι όπως κάνει ένας θεολόγος, που βάζει κάτω το βιβλίο, την Καινή Διαθήκη, και διαβάζει και ερμηνεύει, αλλά είναι η αποκάλυψη ως ζωή πλέον μέσα στην Εκκλησία. Η ζωή αυτή της Εκκλησίας φανερώνεται διά μέσου των τροπαρίων, διά μέσου των ψαλμωδιών, διά μέσου όλων αυτών που γίνονται μέσα στην Εκκλησία.
Ό,τι κάνει η Εκκλησία είναι η ίδια η ζωή της, και η ζωή αυτή είναι η ζωή που έφερε ο Θεός. Είναι η ζωή του Χριστού, η ζωή που μεταδίδει ο Χριστός. Και απ' αυτής της απόψεως να προσέξουμε, παρακαλώ, ιδιαίτερα όλα αυτά τα οποία τελούνται στους ναούς πάντοτε και ιδίως τις μεγάλες εορτές και μάλιστα τις μεγάλες αυτές ημέρες που έρχονται.
Τίποτε άλλο δεν θέλει ο χριστιανός παρά...
Κι έτσι σήμερα σκέφθηκα, μια και είναι η τελευταία μας σύναξη προ των εορτών, αντί να συνεχίσουμε το θέμα που έχουμε κάθε Κυριακή, που είναι από τις Πράξεις των Αποστόλων, να πούμε μερικά, όπως κάθε χρόνο κάνουμε αυτή την τελευταία Κυριακή, που αναφέρονται ακριβώς στις γιορτές, στις μεγάλες αυτές γιορτές που θα γιορτάσουμε και που σύμφωνα μ' αυτά που είπαμε και πιο μπροστά, καθώς πήραμε αφορμή από τους αδελφούς μας που ήρθαν εδώ και μας έψαλαν και τους ευχαριστήσαμε, πρέπει να προσέχουμε αυτά τα οποία περιέχονται στα βιβλία της Εκκλησίας και τα οποία είτε αναγινώσκονται είτε ψάλλονται στους ναούς και ιδιαίτερα τώρα τις μεγάλες γιορτές.
Τίποτε άλλο δεν θέλει ένας χριστιανός, τίποτε άλλο, παρά να πάει στην εκκλησία τα Χριστούγεννα, και απ' όσα θα γίνουν εκείνη την ημέρα στο ναό -σ' όποιο ναό κι αν πάει- απ' όσα θα ακούσει, πολύ λίγα να πιάσει, πολύ λίγα να κρατήσει, πολύ λίγα να φθάσουν στην ψυχή του. Αυτά του φθάνουν να ζήσει μια ολόκληρη χρονιά, του φθάνουν για όλη του τη ζωή, του φθάνουν, αν θέλετε, για την αιωνιότητα. Μόνο το απολυτίκιο, ας πούμε, των Χριστουγέννων να προσέξει κανείς λέξη προς λέξη και με τον φωτισμό του Θεού να εμβαθύνει στο νόημά του, του φθάνει. Μόνο το κοντάκιο να προσέξει ή μόνο το εξαποστειλάριο «Επεσκέψατο ημάς...» ή ένα τροπάριο από τους αίνους ή από τις καταβασίες ή από τα καθίσματα «Δεύτε ίόωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός...» του φθάνει.
Συνήθως οι προσκυνηταί των Αγίων Τόπων όταν ξεκινούν από τα Ιεροσόλυμα για τη Βηθλεέμ να επισκεφθούν εκεί το Σπήλαιο, όποια εποχή κι αν είναι, ψάλλουν αυτό το κάθισμα: «Δεύτε ίόωμεν πιστοί...». Σαν άλλοι ποιμένες δηλαδή προχωρούν κι αυτοί να δουν πού γεννήθηκε ο Χριστός. Και εξαρτάται· ίσως ψάλλοντας αυτό το κάθισμα, καθώς πηγαίνουν προς τη Βηθλεέμ, οι ανθρωποι αυτοί να νιώθουν κάτι που δεν ένιωσαν σ' όλη τους τη ζωή, ενώ πήγαν και ξαναπήγαν στην εκκλησία κι άκουσαν αυτό το κάθισμα.
Θέλω να πω δηλαδή ότι φθάνει ένα τροπάριο να προσέξει κανείς. Αλλά να το προσέξει, να το εννοήσει, να τον φωτίσει ο Θεός να εμβαθύνει στο νόημα, να ανοίξει ο Θεός την καρδιά του, να μαλακώσει ο Θεός την καρδιά του, για να αγγίξουν τα νοήματα που περιέχονται στο καθένα απ' αυτά την καρδιά του. Και φθάνει αυτό, για να πάθει ο άνθρωπος αλλοίωση εσωτερική, αλλαγή εσωτερική, να γιορτάσει πραγματικά Χριστούγεννα, ν' αρχίσει γι' αυτόν πράγματι μια καινούργια ζωή, να καταλάβει για πρώτη φορά γιατί ήρθε ο Χριστός στη γη, που ακούει και ξανακούει μια ζωή ολόκληρη ότι ήρθε ο Χριστός στη γη.
Είχα πει, νομίζω, κι άλλη μια φορά ότι ένα παιδί σε κάποιο χωριό στη Ρωσία τα παλιά χρόνια πήγαινε τακτικά μέσα στο ιερό μαζί με άλλα παιδιά, όπου υπηρετούσε, και άκουε τον ιερέα που έλεγε σε κάθε Θεία Λειτουργία, στον εσπερινό, στον όρθρο: «Υπέρ της άνωθεν ειρήνης και της σωτηρίας των ψυχών ημών του Κυρίου δεηθώμεν». «Υπέρ της άνωθεν ειρήνης». Και διερωτάτο το παιδί: «Τι θα πει άνωθεν ειρήνη; Τι είναι άνωθεν ειρήνη;»
Το παιδί, με όσα είχε ακούσει από δω κι από κει, ήξερε ότι ειρήνη είναι να έχουν ειρήνη στο σπίτι, να έχουν ειρήνη στο χωριό οι άνθρωποι, να μη μαλώνουν, να έχει ειρήνη ο κόσμος, ας πούμε, η οικουμένη, να μη γίνεται πόλεμος κλπ. Τι είναι αυτή η άνωθεν ειρήνη; Αργότερα, όταν μεγάλωσε, ήρθε εδώ στην Ελλάδα, πήγε να μονάσει στο Άγιον Όρος, όπου έμαθε αυτά που μαθαίνει καθένας που πηγαίνει εκεί, όποιος βέβαια θέλει να μάθει. Δεν έμαθε με το μυαλό του, δεν διάβασε και έμαθε, αλλά μαθαίνει πλέον η καρδιά. Ο άνθρωπος αρχίζει και ζει ορισμένα πράγματα. Έμαθε λοιπόν, προχώρησε και τότε κατάλαβε τι είναι άνωθεν ειρήνη. Τότε θυμήθηκε και πήρε απάντηση στο ερώτημα που είχε πάντοτε τι σημαίνει άνωθεν ειρήνη.
Ένιωθε μια ειρήνη την οποία ποτέ δεν είχε νιώσει ή ποτέ δεν είχε ακούσει γι' αυτή την ειρήνη. Ήταν κάτι άλλο αυτή η ειρήνη κι όχι η ειρήνη για την οποία ομιλούν οι άνθρωποι. Κατάλαβε ότι είναι αυτή η ειρήνη για την οποία ομιλεί ο ίδιος ο Κύριος που δίδει την ειρήνη. «Είρήνην την εμήν δίδωμι υμίν, λέει, ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν». Ναι· ο Χριστός δίνει μια δική του ειρήνη. Είναι η ουράνια ειρήνη, που είναι κάτι θεϊκό, είναι μια θεϊκή δύναμη, είναι μια θεϊκή παρουσία μέσα στον άνθρωπο, είναι μια θεϊκή ενέργεια. Για να πάρετε απλώς μια ιδέα -μερικοί δεν καταλαβαίνουν, όταν λέμε αυτά - θα φέρω ένα παράδειγμα, όμως δεν μπορεί να εκφράσει, δεν μπορεί να πει τίποτε το παράδειγμα που θα πω, αλλά εν πάση περιπτώσει.
Είναι ένας μελαγχολικός, ας πούμε, άνθρωπος. Πάντοτε μελαγχολικός, πάντοτε έχει ένα κενό μέσα του, πάντοτε μέσα του έχει μια λύπη, μια κατάθλιψη... Κάποτε κάτι γίνεται, και αλλάζουν τα πράγματα μέσα του, και αισθάνεται μια χαρά. Δεν ακούει για χαρά, δεν πιστεύει απλώς σε χαρά, αλλά την αισθάνεται, τη ζει, την έχει μέσα του τη χαρά. Η χαρά αυτή έχει διώξει την κάθε λύπη, την κάθε μελαγχολία, την κάθε κατάθλιψη, όλη αυτή τη σκοτεινή κατάσταση που είχε μέσα του. Δεν ακούει, επαναλαμβάνω, για τη χαρά ή πιστεύει ή έχει διαβάσει σε βιβλία ή άκουσε συζητήσεις να γίνονται για τη χαρά, αλλά είναι κάτι που το νιώθει ο ίδιος. Είναι κάτι άλλο, είναι κάτι που το ζει. Και ο ίδιος δεν μπορεί να μας πει. Απλώς ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται, ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται, ο τρόπος με τον οποίο είναι εν μέσω των άλλων, δείχνει ότι, ναι, δεν είναι αυτός που ήταν, ο άνθρωπος με την κατάθλιψη και με τη μελαγχολία, αλλά είναι ο άνθρωπος που είναι πλημμυρισμένος από χαρά.
Αυτό είναι ένα απλό παραδειγματάκι, για να καταλάβουμε ότι, όταν έρθει η ειρήνη -αλλά όχι η ειρήνη σαν μια ανακούφιση, μια πληρότητα εσωτερική, ένα γέμισμα εσωτερικό, για την οποία λένε καμιά φορά οι άνθρωποι και που είναι ανθρώπινα αυτά, είναι ψυχολογικά- όταν λοιπόν έρθει η ειρήνη που δίνει ο Χριστός, ο άνθρωπος δεν μπορεί να πει τίποτε. Τι να πει; Είναι κάτι θεϊκό αυτό. Δεν είναι απλώς ότι σκέπτεται κανείς πως έχει μέσα του τον Θεό, ότι θυμάται ή πιστεύει πώς έχει μέσα του τον Θεό, αλλά είναι όντως μέσα του ο Θεός διά της Χάριτός του, και τότε ο άνθρωπος έχει αυτή την ειρήνη. Δεν μπορεί, επαναλαμβάνω, να την εκφράσει, αλλά όμως την έχει και καταλαβαίνει μετά γιατί ο ιερέας λέει «Υπέρ της άνωθεν ειρήνης».
Έτσι λοιπόν, επανέρχομαι, να πάμε στην εκκλησία και να προσέξουμε όλα αυτά τα οποία γίνονται εκεί, όλα αυτά τα οποία λέγονται εκεί, όλα αυτά τα οποία ψάλλονται. Βέβαια, εφόσον πάμε στην εκκλησία, όλοι κάτι έχουμε και πάμε. Έχουμε μια κάποια πίστη, έχουμε μια κάποια σχέση με όλ' αυτά και ίσως όλοι σιγομουρμουρίζουμε μαζί με τους ψάλτες τα καθίσματα, τα απολυτίκια, τα κοντάκια, τα εξαποστειλάρια, τις καταβασίες και άλλα. Και οπωσδήποτε είναι μια κάποια χαρά, και όλοι παίρνουν μια κάποια χαρά εκείνη την ημέρα, είτε είναι Χριστούγεννα είτε είναι Ανάσταση είτε είναι Θεοφάνεια. Ο Θεός είναι αγαθός και δίνει προς όλες τις κατευθύνσεις. Όμως άλλο είναι αυτό, και άλλο είναι να βρει ο Θεός μια ψυχή και να αναπαυθεί εκεί μέσα, όπως τρόπον τινά βρήκε κατάλληλη τη μήτρα της Παναγίας και πήγε και ανεπαύθη εκεί και εσαρκώθη και έγινε άνθρωπος για όλους μας. Αλλά έγινε άνθρωπος, πήρε την ανθρωπίνη φύση από την Παναγία, ακριβώς για να επικοινωνήσει με όλους μας, για να έρθει στις καρδιές όλων μας, και για να μπορεί ο κάθε άνθρωπος να αισθάνεται μέσα του τον Χριστό. Να το προσέξουμε, σας παρακαλώ, αυτό.
Όλα γίνονται γι' αυτό το πράγμα· εάν δεν συντελεσθεί κάποτε αυτό μέσα μας, δεν αξίζει που ζούμε εδώ, δεν αξίζει ούτε καν να υπάρχει ο άνθρωπος. Δηλαδή να νιώσει ο άνθρωπος ότι ήρθε μέσα του ο Χριστός και ήρθε κατά τρόπο που πέθανε ο δικός του εαυτός. Αυτός ο εαυτός του με τα ελαττώματά του, με τις αδυναμίες του, με τις αμαρτίες του, με τις πτώσεις του, με τις δειλίες του, με τους φόβους του, με τις ανασφάλειές του, με την κατάθλιψή του, με όλα αυτά τα ανθρώπινα.
«Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Όταν λέει ο απόστολος Παύλος ότι ζει μέσα του ο Χριστός και δεν ζει πλέον αυτός, δεν το εννοεί μόνο από την πλευρά ότι «να, δεν αμαρτάνω πια. Πέθανε ο Παύλος που έκαμνε αμαρτίες, και τώρα ζει μέσα μου ο Χριστός. Δεν ζω εγώ». Δεν το λέει μόνο μ' αυτή την έννοια, να, έχασε τον εαυτό του, αλλά το λέει με την έννοια ότι ο άνθρωπος και άγιος να είναι, δηλαδή και αναμάρτητος να είναι -αν μπορούμε να υποθέσουμε ότι μπορεί να είναι ο άνθρωπος αναμάρτητος- άμα μείνει σκέτος άνθρωπος και δεν έχει μέσα του τον Θεό, δεν έχει μέσα του την Χάρη του Θεού, είναι φτωχός, πολύ φτωχός.
Είχε δίκαιο ο πατήρ Αθανάσιος Γιέφτιτς γι' αυτό που τόνισε την ημέρα της εορτής του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, τότε που έγινε και το συνέδριο στην εκκλησία του αγίου Γρηγορίου και που έκανε ένα μικρό κήρυγμα και αναφέρθηκε σ' εκείνο που είπε ο Κύριος: «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν». Εγώ ήρθα, για να 'χουν οι άνθρωποι ζωή «και περισσόν έχωσι». «Και περισσόν», είπε ο πατήρ Αθανάσιος, δεν είναι απλώς περισσότερη ζωή, απλώς κάτι παραπάνω.
Το θέμα δεν είναι μόνο να ζει ο άνθρωπος, να υπάρχει ο άνθρωπος. Έτσι κι αλλιώς θα υπάρχει ο άνθρωπος αιώνια. Όποιος έρχεται σ' αυτόν τον κόσμο, θα υπάρχει αιώνια. Ό,τι και να γίνει, κανείς δεν πρόκειται να χαθεί. Ας λένε οι Χιλιαστές, ό,τι λένε. Ο κάθε άνθρωπος θα υπάρχει αιώνια. Αυτό είναι εξασφαλισμένο· έτσι το κανόνισε ο Θεός. Όμως δεν φθάνει αυτό· απλώς να υπάρχει ο άνθρωπος, απλώς να ζει είτε σ' αυτόν τον κόσμο είτε στον άλλο κόσμο.
Εκείνο το οποίο χρειάζεται είναι αυτό το «περισσόν». Και το «περισσόν» είναι ότι ο Χριστός δίνει τον εαυτό του. Ο Χριστός ενώνει τον εαυτό του με τον άνθρωπο. Ο Κύριος δίνει την Χάρι, αυτό το θεϊκό, κι έτσι ο άνθρωπος αισθάνεται ότι έχει σώμα, ψυχή, αλλά έχει και την Χάρι του Θεού, έχει μέσα του και τον Θεό. Δεν είναι σκέτος άνθρωπος, έστω καθαρός, ας πούμε, από αμαρτία ως προς το σώμα και ως προς την ψυχή. Αυτό δεν φθάνει μόνο του, αλλά χρειάζεται να είναι μέσα του ο Θεός.
Τι σημαίνει Χριστούγεννα; Λέει ο άγιος Αθανάσιος: «Ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνει ο άνθρωπος θεός». Δεν μπορούμε να σταθούμε μόνο στο ένα, ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος. για όσους το πιστεύουν αυτό -είναι κάποιοι που δεν το πιστεύουν ας τους αφήσουμε εκείνους- δεν φθάνει αυτό μόνο, ότι έγινε ο Θεός άνθρωπος, αλλά ο σκοπός που έγινε άνθρωπος ο Θεός είναι να κάνει τον άνθρωπο θεό. Και τον κάνει τον άνθρωπο θεό. Δηλαδή ενώνεται με τον άνθρωπο, κοινωνεί με τον ανθρωπο και δίνει στον άνθρωπο αυτή την άλλη, την άνωθεν ειρήνη, ας πούμε, αυτή τη θεϊκή κατάσταση. Αυτό αρχίζει ο άνθρωπος να το αισθάνεται απ' αυτόν τον κόσμο. Στην αρχή λίγο, έπειτα περισσότερο, έπειτα ακόμη περισσότερο, ωσότου ετοιμασθεί και φύγει από εδώ. Φεύγοντας από τον κόσμο αυτό και ιδίως κατά τη Δευτέρα Παρουσία θα του το δώσει όλο ο Θεός. Θα ενωθεί δηλαδή ολοκληρωτικά ο Θεός με τον άνθρωπο.
Αυτά είναι τα Χριστούγεννα κι έτσι πρέπει κανείς να τα σκέπτεται τα Χριστούγεννα κι έτσι να ετοιμάζεται να γιορτάσει τα Χριστούγεννα. Γι' αυτό και είναι αδιανόητο να κάνεις Χριστούγεννα, χωρίς να κοινωνήσεις. Αλλά γιατί να κοινωνήσεις; Απλώς να κοινωνήσεις; Φθάνει απλώς να σκεφθείς «α, έχω καιρό να κοινωνήσω, ας πάω να κοινωνήσω»; Ή, «όλοι κοινωνούν, ας κοινωνήσω»; Ή, «καλό θα μου κάνει η Θεία Κοινωνία, ας κοινωνήσω, ας πάρω τον Χριστό μέσα μου»;
Κοινωνούμε, ακριβώς για να ενωθούμε. Επειδή, όσο κι αν προσευχηθεί ο άνθρωπος, όσο κι αν πιστεύσει, όσο κι αν μετανοήσει, ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος, το χάσμα που τον χωρίζει από τον Θεό μετά την πτώση είναι αγεφύρωτο και δεν το γεφυρώνει τίποτε. Το γεφυρώνει μόνο ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Χριστός. Και κοινωνούμε πραγματικά με τον Χριστό. Όπως δηλαδή πράγματι στο πρόσωπο του Χριστού ενώθηκε η ανθρωπότητα με τη Θεότητα, η ανθρώπινη φύση με τη θεία φύση, έτσι λοιπόν πράγματι κοινωνούμε με τον Χριστό. Όχι απλώς το πιστεύουμε, όχι απλώς το υποθέτουμε, όχι απλώς το περιμένουμε, αλλά γίνεται πράγματι αυτή η κοινωνία με τον Χριστό μέσα στο μυστήριο, μέσα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, καθώς επάνω στην αγία Τράπεζα έχουμε το σώμα και το αίμα του Χριστού και κοινωνούμε του σώματός του και του αίματός του.
Αλίμονο όμως εάν αυτό το κάνει κανείς παγανιστικώ τω τρόπω, μαγικώ τω τρόπω, απλώς από συνήθεια· δεν φθάνει. Χρειάζεται οπωσδήποτε να έχει κανείς αυτή τη λαχτάρα μέσα του, αυτόν τον πόθο μέσα του, να έχει αυτή τη μετάνοια. Να ποθεί τον Θεό έτσι που σαν να μην υπάρχει τίποτε άλλο. Έτσι μπορείς να συναντηθείς με τον Θεό και να βρεις τον Θεό. Αν έχεις κι άλλες ελπίδες κι άλλες αγάπες και πιάνεσαι από δω κι από κει, δεν μπορείς. Είναι σαν να σου λέει τότε ο Θεός: «Ε, καλά. Αφού ικανοποιείσαι μ' εκείνα εκεί τα άλλα, αφού τα έχεις ανάγκη κι εκείνα, αφού στηρίζεσαι και σ' αυτά, αφού ακουμπάς εκεί, εμένα δεν με πολυχρειάζεσαι· λίγο με χρειάζεσαι. Εντάξει· λίγο πάρε». Και ο αγαθός Θεός δίνει ένα κάτι.
Όμως ο Θεός θέλει όλον τον άνθρωπο. Όπως δεν έγινε ο μισός Χριστός άνθρωπος, δεν ήρθε ο μισός Χριστός να γίνει άνθρωπος, αλλά όλος ο Χριστός, όλος ο Υιός του Θεού. Ούτε απλώς έστειλε κάτι κλπ. Ήρθε ο ίδιος. Το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος ήρθε -ο Θεός ξέρει πώς- εν μυστηρίω, και έγινε άνθρωπος. Κυοφορήθηκε στην κοιλία της Παναγίας επί εννέα μήνες, γεννήθηκε και έζησε ως άνθρωπος. Και είναι και θα είναι στους αιώνες, για πάντα, Θεός και άνθρωπος. Έτσι όλο το είναι του κάθε ανθρώπου θα ενωθεί με τον Θεό. Όχι λιγάκι. Ο άνθρωπος δεν ξέρω σε τι ελπίζει και τι αγαπά και που ακουμπά και τι επιθυμεί και απλώς δίνει ένα κάτι από την ύπαρξή του: «Ας πάμε και στην Εκκλησία. Ας ετοιμαστούμε και για τα Χριστούγεννα. Ας κοινωνήσουμε κιόλας. Ας έχουμε και μια σχέση με τον Θεό· κάτι μπορούμε να περιμένουμε κι από εκεί». Δεν γίνεται έτσι.
Είναι μεγάλο λάθος αυτό το οποίο κάνουμε οι χριστιανοί -Δεν μας το λένε κιόλας; Δεν ξέρω- και δεν το καταλαβαίνουμε. Δηλαδή ξεγελούμε τον εαυτό μας ότι να, λιγάκι μπορούμε να 'μαστε Χριστιανοί. Όχι. Η όλη ύπαρξή μας πρέπει να ενωθεί με τον Χριστό, όλη η ύπαρξή μας να βρει τον Χριστό, όλη η ύπαρξή μας να δοθεί στον Χριστό, όλο το είναι μας, και η καρδιά μας και η ψυχή μας και το σώμα μας. Ο όλος άνθρωπος. Και το σώμα. Γι' αυτό η Εκκλησία του Χριστού, η Ορθόδοξη Εκκλησία, το Ευαγγέλιο, όλη η Παράδοση, η αποκάλυψη, για την οποία μιλήσαμε στην αρχή, αναφέρεται και στο σώμα και απαιτεί ο άνθρωπος να έχει και το σώμα του καθαρό από την αμαρτία. Όχι όπως έκαναν οι Επικούρειοι και άλλοι αρχαίοι φιλόσοφοι που έλεγαν, το σώμα άφησέ το να κάνει ανηθικότητες κλπ., να σαπίσει, ας πούμε, σε τέτοια πράγματα. Είναι άχρηστο το σώμα και την ψυχή τάχα να φροντίζουμε.
Το σώμα είναι ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος. Όλος ο άνθρωπος ανήκει στον Θεό. «Οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν· ἡγοράσθητε γάρ τιμῆς». Το λέει και το τονίζει ο απόστολος Παύλος ότι δεν ανήκετε στον εαυτό σας, ανήκετε στον Χριστό, διότι μας αγόρασε όλους ο Χριστός και ανήκουμε σ' αυτόν. Και η ψυχή μας και το σώμα μας, όλα να ζουν κατά Θεόν, όπως θέλει ο Θεός. Όχι με την έννοια ότι ο Θεός έχει την ανάγκη μας και μας βάζει σε δουλειές και μας βάζει σε κόπους και μας καταπιέζει, «κάντε αυτό και κάντε εκείνο», έτσι που το παίρνουμε εμείς. Δεν είναι έτσι. Όλα αυτά τα οποία μας λέει ο Θεός να κάνουμε είναι, για να γλιτώσουμε από την αμαρτία στην οποία βρισκόμαστε. Η αμαρτία είναι φθορά, είναι θάνατος στον άνθρωπο. Και θα γλιτώσουμε από την αμαρτία, όταν στραφούμε στον Χριστό, όταν με όλες μας τις δυνάμεις ζητήσουμε τον Χριστό. Θα μας σπλαγχνισθεί εκείνος, θα μας δεχθεί και θα μας σώσει.
Κάπως έτσι, αδελφοί μου, να σκεφθούμε και να προχωρήσουμε προς τις γιορτές. Κι άμα σκεφθεί κανείς έτσι, μετά θα βρει στην πράξη περίπου τι πρέπει να κάνει. Διότι οπωσδήποτε αυτά δεν είναι θεωρία. Αν μείνουν θεωρία, δεν είναι ζωή. Αυτά είναι ζωή -πρέπει να 'ναι ζωή- και λέγονται ως θεωρία. Αφού κανείς έτσι σκεφθεί και έτσι τα δεχθεί, τα πιστεύσει, τα επιθυμήσει και έτσι αφήσει την ψυχή του να επηρεασθεί, μετά βρίσκει, επαναλαμβάνω, τι θα κάνει πρακτικά, για να ετοιμασθεί να γιορτάσει τις μεγάλες γιορτές, όσο το δυνατόν καλύτερα, για να φθάσει κάπως και στη δική του ψυχή κάτι από το θαύμα αυτό του Θεού. Να γίνει δηλαδή ένα κάποιο θαύμα και στη δική του ψυχή, να γίνει μια επίσκεψη του Θεού και στη δική του ψυχή.
Αυτά τα κάνει ο Θεός· εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Τίποτε δεν μπορεί να κάνει ο άνθρωπος. Λάθος μεγάλο, όταν κανείς νομίζει ότι θα κάνω έτσι, θα κάνω αλλιώς κλπ. Ό,τι κάνουμε εμείς είναι, για να δείξουμε στον Θεό ότι θέλουμε Εκείνον. Ό,τι κάνουμε εμείς είναι, για να κάνουμε ακριβώς το ανθρώπινο. Όπως ο άλλος έχει το φαγητό, το καλό φαγητό. Αυτός το 'χει, δεν το 'χεις εσύ. Αλλά περιμένει να πας ν' απλώσεις το χέρι να πάρεις. Περιμένει να πας ν' απλώσεις το πιάτο, για να σου βάλει φαγητό μπόλικο, όσο θέλεις, αλλά πρέπει να πας εκεί, να πας μ' ένα καθαρό πιάτο, μ' ένα πλυμένο πιάτο. Θα πας, θα μείνεις στην ουρά να περιμένεις, όσο χρειάζεται· όχι για τίποτε άλλο, αλλά για να φανεί. Αχ! Πώς δεν τα καταλαβαίνουμε αυτά τα πράγματα, και μερικοί αμέσως αρπάζονται, αμέσως παρεξηγούνται! Πολύ στραβά ο σημερινός άνθρωπος σκέπτεται, πάρα πολύ στραβά. Αυτό το πνεύμα που έχει μπει μέσα στα κεφάλια των ανθρώπων σήμερα - που 'ναι δηλαδή απαιτητικός ο άνθρωπος και δεν ξεχνάει λίγο τον εαυτό του- μεγάλο κακό κάνει. Να τον ξεχάσει τον εαυτό του και να πει: «Για, να περιμένω τι θα πει ο Θεός».
Εμείς που κάνουμε τον έξυπνο και δεν ξέρουμε τι μας γίνεται, κάνουμε τέτοια λάθη και χάνουμε. Δεν θέλουμε τάχα να περιμένουμε, δεν θέλουμε τάχα να ελπίζουμε, δεν θέλουμε να αφήσουμε στον Θεό να μας πει ό,τι έχει να μας πει, να μας φερθεί, όπως θα μας φερθεί, να μας κτυπήσει, αν χρειάζεται κλπ., για να έρθει το καλό μέσα μας. Ναι· δεν θέλουμε να κάνουμε έτσι εμείς οι έξυπνοι. Εμείς θέλουμε να κουμαντάρουμε τον Θεό, να τον συμβουλεύσουμε, του βρίσκουμε και λάθη, τον διορθώνουμε κιόλας. Δεν γίνεται έτσι.
Η Χαναναία ήξερε με ποιόν έχει να κάνει και καθόλου δεν λογάριαζε τον εαυτό της και δεν σκεπτόταν τάχα να περισώσει την προσωπικότητά της και την αξιοπρέπειά της και κέρδισε αυτό που δεν κέρδισε, θα έλεγε κανείς, κανένας άλλος. Ίσως είναι η μοναδική φορά που ο Κύριος είπε «ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις» και πρόσθεσε «γενηθήτω σοι ὡς θέλεις». Μεγάλο πράγμα τελικά να σου πει ο Θεός «να γίνει όπως θέλεις». Τι θέλει όμως κανείς σ' αυτή την περίπτωση; Θέλει αυτό που τελικά θέλει ο Θεός· δεν έχει δικό του θέλημα. Γι' αυτό και «θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει».
Πρακτικά λοιπόν θα βρούμε τι πρέπει να κάνουμε. Οι ψάλτες που έψαλαν προηγουμένως, και τους χαρήκαμε που τους ακούγαμε, είπαν και το «τι σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ, ότι ώφθης επί γης ως άνθρωπος δι' ημάς...». Είναι ένα από τα εσπέρια, από τα τροπάρια δηλαδή του εσπερινού των Χριστουγέννων. Όλοι δηλαδή οι χριστιανοί έκθαμβοι μπροστά σ' αυτό που έκανε ο ίδιος ο Θεός, που ήρθε και έγινε άνθρωπος για μας, αναφωνούμε: «Τί σοί προσενέγκωμεν, Χριστέ;» Τι να σου προσφέρουμε, που φανερώθηκες στη γη ως άνθρωπος; Και λέει ο υμνογράφος ότι οι άγγελοι σου προσέφεραν τον ύμνο, οι ποιμένες διαλάλησαν το θαύμα, οι μάγοι έφεραν τα δώρα, η γη έδωκε το σπήλαιο, η έρημος έδωκε τη φάτνη, «...ἡμεῖς δέ μητέρα Παρθένον». Οι άνθρωποι προσέφεραν πολύ περισσότερα απ' όλα τ' άλλα, ας πούμε, κτίσματα. Εμείς προσφέραμε τη μητέρα από την οποία πήρε την ανθρώπινη φύση και έγινε άνθρωπος ο Χριστός.
Έλεγα μια μέρα, νομίζω, σε κάποιους μαθητάς ότι ίσως δεν είναι τυχαίο, από κάπου κρατάει φαίνεται που αυτές τις ημέρες κάνουν δώρα οι άνθρωποι. Ίσως ξεκινάει απ' αυτό, ότι ο Θεός μας έκανε ένα δώρο. Είναι δώρο αυτό το ότι ο Θεός αποφάσισε να έλθει στη γη και έγινε άνθρωπος. Ο Θεός Πατήρ μας δίνει δώρο τον Υιό του. «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν». Μας έδωκε δώρο και αμέσως, ας πούμε, από την πλευρά των ανθρώπων έρχεται η διάθεση να ανταποδώσουν το δώρο, να προσφέρουν και οι άνθρωποι το δώρο. Τι δώρο θα δώσουν οι άνθρωποι; Υπάρχει λοιπόν το τροπάριο «Τί σοί προσενέγκωμεν Χριστέ ὅτι ὦφθης ἐπί γῆς ὡς ἄνθρωπος...». Βέβαια δεν έχει ακριβώς αυτή την έννοια ότι μας κάνει δώρο ο Θεός, και του κάνουμε κι εμείς δώρο. Έχει και λίγο διαφορετικότερη έννοια το τροπάριο. Εμείς του προσφέραμε, προκειμένου να γίνει το θαύμα του Θεού, τη μητέρα. Αλλά έγινε το θαύμα και έγινε ο Θεός άνθρωπος. Τι μπορούμε τώρα να προσφέρουμε;
Είπαμε σε κάποια σύναξη ότι δύο είναι εκείνα τα οποία μπορεί να προσφέρει ο άνθρωπος και πρέπει να προσφέρει, κι αυτά είναι που θέλει ο Θεός να του προσφέρουμε. Τίποτε άλλο. Μπορείτε να δίνετε δώρα στα παιδιά σας, και μεταξύ τους οι χριστιανοί μπορούν να ανταλλάσσουν δώρα αυτές τις ημέρες. Αλλά τι θα γίνει με το δώρο που χρωστούμε στον Θεό; Εκείνος μας έδωσε το δώρο και μας το δίνει συνεχώς. Τι θα προσφέρουμε εμείς στον Θεό; Τι μπορεί να προσφέρει ο άνθρωπος; Τι έχει άξιο να προσφέρει ο άνθρωπος; Δεν έχει. Εμείς νομίζουμε ότι κάτι κάνουμε· τίποτε. Το μόνο που κάνει ο άνθρωπος είναι η αμαρτία. Τίποτε άλλο δεν μπορεί να κάνει. Δηλαδή είναι κάτι που το κάνει αφ' εαυτού του. Τα άλλα... Την ώρα, ας πούμε, που σκέπτεσαι κάτι καλό, ποιος σου έδωσε το μυαλό και το σκέπτεσαι αυτό το καλό; Ο Θεός. Συ το κάνεις;
Όλα είναι του Θεού, όμως την αμαρτία δεν σου την έδωσε ο Θεός· την αμαρτία εσύ μόνος σου ο άνθρωπος την κάνεις. Το μόνο λοιπόν που έχουμε είναι οι αμαρτίες. Τι νομίζετε; Κι όμως αυτό ζητάει ο Θεός. Ο Θεός ζητάει να του δώσουμε τις αμαρτίες, για να τις συγχωρήσει. Ας μας φαίνεται παράξενο. Να μετανοήσεις αυτές τις ημέρες και να πεις: «Θεέ μου, πάρ' τα όλα τα βάρη από μέσα μου, από πάνω μου. Πάρε όλα αυτά· και τα διανοήματά μου και τα συναισθήματά μου και τα βιώματά μου και τις πράξεις μου και τα πάντα πάρ' τα, Θεέ μου, όλα αυτά που είναι αμαρτία, να μου τα συγχωρήσεις». Βέβαια, ο Θεός τα θέλει, για να μας τα συγχωρήσει. Πάλι δηλαδή για μας ο Θεός το κάνει.
Και να μου επιτρέψετε, μολονότι το είπα και παλαιότερα, να αναφέρω κάποιο περιστατικό. Δεν ξέρω, αν το έχετε ακούσει, αλλά κι αν το έχετε ακούσει, δεν πειράζει ακόμη μία φορά να το πούμε. Κάποια Χριστούγεννα ο άγιος Ιερώνυμος, ένας άγιος από τη Δύση, βρέθηκε εκεί στη Βηθλεέμ, στο σπήλαιο τη νύχτα των Χριστουγέννων και προσευχόταν.
Εμφανίστηκε μπροστά του ο Χριστός ως βρέφος -οι άγιοι βλέπουν θαύματα-και είπε συνεπαρμένος ο άγιος, αλλά και εν εκπλήξει και συντετριμμένος ενώπιον του βρέφους: «Κύριέ μου, τι δώρο να σου κάνω σήμερα που είναι η γιορτή σου, που γιορτάζουμε τη Γέννησή σου;» Και ο Χριστός του είπε: «Δεν θέλω τίποτε άλλο, παρά αυτό που έχεις πάνω στην ράχη σου». Άγιος ήταν, όμως κι ο άγιος έχει τα ψεγάδια του κι αυτός. Το πιο λευκό ύφασμα αν το συγκρίνεις με το χιόνι, δεν είναι λευκό. Ο Θεός που είναι πέρα κι από χιόνι... Μπροστά στον Θεό λοιπόν ο καθένας έχει ψεγάδια. Και ο Χριστός ως βρέφος του λέει «Ιερώνυμε, αν θέλεις να μ' ευχαριστήσεις, να μου κάνεις ένα καλό δώρο, δώσ' μου τις αμαρτίες σου να τις συγχωρήσω». Κάποια ψεγάδια που ίσως δεν τα είχε δει ακόμη ο άγιος ότι τα έχει. Αυτό είναι το δώρο που θέλει ο Θεός.
Μπορείς να μετανοήσεις αυτές τις ημέρες, να κλάψεις για τις αμαρτίες σου αυτές τις ημέρες, να πας να εξομολογηθείς, να καθαρίσεις για τα καλά την ψυχή σου; Όχι να πας να πεις «έχω έναν άνδρα που δεν με καταλαβαίνει καθόλου· έχω ένα παιδί που με τυραννάει». Τι θα βγει με το να πεις τα βάσανά σου; Πες τα και τα βάσανά σου, αλλά δεν είναι αυτό εξομολόγηση. Όσο ο άνθρωπος ασχολείται «έχω αυτό το βάσανο, έχω εκείνο το εμπόδιο, έχω εκείνη τη δυσκολία», τόσο χειρότερα είναι. Όταν όμως θα βρεις τις ρίζες του κακού που είναι μέσα σου, θα δεις τις δικές σου αμαρτίες, θα μετανοήσεις ενώπιον του Θεού, θα εξομολογηθείς -έτσι προσφέρεις τις αμαρτίες σου ως δώρο στο Θεό- και σε συγχωρήσει ο Θεός, τι άλλο θέλεις; Αυτό θέλει ο Θεός να κάνουμε και επίσης θέλει να κοινωνήσουμε.
Την ώρα που δίνουμε τις αμαρτίες μας, που εξομολογούμαστε τις αμαρτίες, κάνουμε το καλύτερο δώρο στον Θεό. Και την ώρα που πάμε να κοινωνήσουμε επίσης κάνουμε το καλύτερο δώρο στον Θεό. Αναφέραμε και προχθές στην αγρυπνία αυτό που λέει ο ψαλμωδός: «Τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρίῳ περί πάντων, ὦν ἀνταπέδωκέ μοι;». Τι μπορούμε εμείς να δώσουμε στον Θεό για όλ' αυτά που μας έδωσε εκείνος, που μας έδωσε και τον ίδιο τον Υιό του; Και λέει ο ψαλμωδός: «Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι και το όνομα Κυρίου επικαλέσομαι». Στην Παλαιά Διαθήκη βέβαια έχει κάποιο άλλο νόημα, αλλά στην Καινή Διαθήκη «ποτήριον σωτηρίου λήψομαι» σημαίνει να πάω να κοινωνήσω.
Αυτό είναι. Θέλεις να ευχαριστήσεις τον Θεό, θέλεις να τον κάνεις τον Θεό πολύ να ευχαριστηθεί; Δώσ' του τις αμαρτίες σου να τις συγχωρήσει και πήγαινε να κοινωνήσεις. Γι' αυτό λέγεται και Θεία Ευχαριστία. Τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος να ευχαριστήσει τον Θεό; Μπορεί τίποτε; «Τα σά ἐκ τῶν σῶν». Πηγαίνουμε και παίρνουμε το σώμα και το αίμα του Χριστού επικαλούμενοι το όνομά του.
Σταματούμε εδώ. Εύχομαι και όλα αυτά που είπαμε να βοηθήσουν τον καθένα μας να περάσουμε τις άγιες αυτές ημέρες όπως θέλει ο Θεός και να ευλογηθούμε, όσο γίνεται περισσότερο.
Θέλω να πω δηλαδή ότι φθάνει ένα τροπάριο να προσέξει κανείς. Αλλά να το προσέξει, να το εννοήσει, να τον φωτίσει ο Θεός να εμβαθύνει στο νόημα, να ανοίξει ο Θεός την καρδιά του, να μαλακώσει ο Θεός την καρδιά του, για να αγγίξουν τα νοήματα που περιέχονται στο καθένα απ' αυτά την καρδιά του. Και φθάνει αυτό, για να πάθει ο άνθρωπος αλλοίωση εσωτερική, αλλαγή εσωτερική, να γιορτάσει πραγματικά Χριστούγεννα, ν' αρχίσει γι' αυτόν πράγματι μια καινούργια ζωή, να καταλάβει για πρώτη φορά γιατί ήρθε ο Χριστός στη γη, που ακούει και ξανακούει μια ζωή ολόκληρη ότι ήρθε ο Χριστός στη γη.
Τι είναι η άνωθεν ειρήνη;
Το παιδί, με όσα είχε ακούσει από δω κι από κει, ήξερε ότι ειρήνη είναι να έχουν ειρήνη στο σπίτι, να έχουν ειρήνη στο χωριό οι άνθρωποι, να μη μαλώνουν, να έχει ειρήνη ο κόσμος, ας πούμε, η οικουμένη, να μη γίνεται πόλεμος κλπ. Τι είναι αυτή η άνωθεν ειρήνη; Αργότερα, όταν μεγάλωσε, ήρθε εδώ στην Ελλάδα, πήγε να μονάσει στο Άγιον Όρος, όπου έμαθε αυτά που μαθαίνει καθένας που πηγαίνει εκεί, όποιος βέβαια θέλει να μάθει. Δεν έμαθε με το μυαλό του, δεν διάβασε και έμαθε, αλλά μαθαίνει πλέον η καρδιά. Ο άνθρωπος αρχίζει και ζει ορισμένα πράγματα. Έμαθε λοιπόν, προχώρησε και τότε κατάλαβε τι είναι άνωθεν ειρήνη. Τότε θυμήθηκε και πήρε απάντηση στο ερώτημα που είχε πάντοτε τι σημαίνει άνωθεν ειρήνη.
Ένιωθε μια ειρήνη την οποία ποτέ δεν είχε νιώσει ή ποτέ δεν είχε ακούσει γι' αυτή την ειρήνη. Ήταν κάτι άλλο αυτή η ειρήνη κι όχι η ειρήνη για την οποία ομιλούν οι άνθρωποι. Κατάλαβε ότι είναι αυτή η ειρήνη για την οποία ομιλεί ο ίδιος ο Κύριος που δίδει την ειρήνη. «Είρήνην την εμήν δίδωμι υμίν, λέει, ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν». Ναι· ο Χριστός δίνει μια δική του ειρήνη. Είναι η ουράνια ειρήνη, που είναι κάτι θεϊκό, είναι μια θεϊκή δύναμη, είναι μια θεϊκή παρουσία μέσα στον άνθρωπο, είναι μια θεϊκή ενέργεια. Για να πάρετε απλώς μια ιδέα -μερικοί δεν καταλαβαίνουν, όταν λέμε αυτά - θα φέρω ένα παράδειγμα, όμως δεν μπορεί να εκφράσει, δεν μπορεί να πει τίποτε το παράδειγμα που θα πω, αλλά εν πάση περιπτώσει.
Είναι ένας μελαγχολικός, ας πούμε, άνθρωπος. Πάντοτε μελαγχολικός, πάντοτε έχει ένα κενό μέσα του, πάντοτε μέσα του έχει μια λύπη, μια κατάθλιψη... Κάποτε κάτι γίνεται, και αλλάζουν τα πράγματα μέσα του, και αισθάνεται μια χαρά. Δεν ακούει για χαρά, δεν πιστεύει απλώς σε χαρά, αλλά την αισθάνεται, τη ζει, την έχει μέσα του τη χαρά. Η χαρά αυτή έχει διώξει την κάθε λύπη, την κάθε μελαγχολία, την κάθε κατάθλιψη, όλη αυτή τη σκοτεινή κατάσταση που είχε μέσα του. Δεν ακούει, επαναλαμβάνω, για τη χαρά ή πιστεύει ή έχει διαβάσει σε βιβλία ή άκουσε συζητήσεις να γίνονται για τη χαρά, αλλά είναι κάτι που το νιώθει ο ίδιος. Είναι κάτι άλλο, είναι κάτι που το ζει. Και ο ίδιος δεν μπορεί να μας πει. Απλώς ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται, ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται, ο τρόπος με τον οποίο είναι εν μέσω των άλλων, δείχνει ότι, ναι, δεν είναι αυτός που ήταν, ο άνθρωπος με την κατάθλιψη και με τη μελαγχολία, αλλά είναι ο άνθρωπος που είναι πλημμυρισμένος από χαρά.
Αυτό είναι ένα απλό παραδειγματάκι, για να καταλάβουμε ότι, όταν έρθει η ειρήνη -αλλά όχι η ειρήνη σαν μια ανακούφιση, μια πληρότητα εσωτερική, ένα γέμισμα εσωτερικό, για την οποία λένε καμιά φορά οι άνθρωποι και που είναι ανθρώπινα αυτά, είναι ψυχολογικά- όταν λοιπόν έρθει η ειρήνη που δίνει ο Χριστός, ο άνθρωπος δεν μπορεί να πει τίποτε. Τι να πει; Είναι κάτι θεϊκό αυτό. Δεν είναι απλώς ότι σκέπτεται κανείς πως έχει μέσα του τον Θεό, ότι θυμάται ή πιστεύει πώς έχει μέσα του τον Θεό, αλλά είναι όντως μέσα του ο Θεός διά της Χάριτός του, και τότε ο άνθρωπος έχει αυτή την ειρήνη. Δεν μπορεί, επαναλαμβάνω, να την εκφράσει, αλλά όμως την έχει και καταλαβαίνει μετά γιατί ο ιερέας λέει «Υπέρ της άνωθεν ειρήνης».
«...ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός...»
Όλα γίνονται γι' αυτό το πράγμα· εάν δεν συντελεσθεί κάποτε αυτό μέσα μας, δεν αξίζει που ζούμε εδώ, δεν αξίζει ούτε καν να υπάρχει ο άνθρωπος. Δηλαδή να νιώσει ο άνθρωπος ότι ήρθε μέσα του ο Χριστός και ήρθε κατά τρόπο που πέθανε ο δικός του εαυτός. Αυτός ο εαυτός του με τα ελαττώματά του, με τις αδυναμίες του, με τις αμαρτίες του, με τις πτώσεις του, με τις δειλίες του, με τους φόβους του, με τις ανασφάλειές του, με την κατάθλιψή του, με όλα αυτά τα ανθρώπινα.
«Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Όταν λέει ο απόστολος Παύλος ότι ζει μέσα του ο Χριστός και δεν ζει πλέον αυτός, δεν το εννοεί μόνο από την πλευρά ότι «να, δεν αμαρτάνω πια. Πέθανε ο Παύλος που έκαμνε αμαρτίες, και τώρα ζει μέσα μου ο Χριστός. Δεν ζω εγώ». Δεν το λέει μόνο μ' αυτή την έννοια, να, έχασε τον εαυτό του, αλλά το λέει με την έννοια ότι ο άνθρωπος και άγιος να είναι, δηλαδή και αναμάρτητος να είναι -αν μπορούμε να υποθέσουμε ότι μπορεί να είναι ο άνθρωπος αναμάρτητος- άμα μείνει σκέτος άνθρωπος και δεν έχει μέσα του τον Θεό, δεν έχει μέσα του την Χάρη του Θεού, είναι φτωχός, πολύ φτωχός.
«Αὐτός ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»
Το θέμα δεν είναι μόνο να ζει ο άνθρωπος, να υπάρχει ο άνθρωπος. Έτσι κι αλλιώς θα υπάρχει ο άνθρωπος αιώνια. Όποιος έρχεται σ' αυτόν τον κόσμο, θα υπάρχει αιώνια. Ό,τι και να γίνει, κανείς δεν πρόκειται να χαθεί. Ας λένε οι Χιλιαστές, ό,τι λένε. Ο κάθε άνθρωπος θα υπάρχει αιώνια. Αυτό είναι εξασφαλισμένο· έτσι το κανόνισε ο Θεός. Όμως δεν φθάνει αυτό· απλώς να υπάρχει ο άνθρωπος, απλώς να ζει είτε σ' αυτόν τον κόσμο είτε στον άλλο κόσμο.
Εκείνο το οποίο χρειάζεται είναι αυτό το «περισσόν». Και το «περισσόν» είναι ότι ο Χριστός δίνει τον εαυτό του. Ο Χριστός ενώνει τον εαυτό του με τον άνθρωπο. Ο Κύριος δίνει την Χάρι, αυτό το θεϊκό, κι έτσι ο άνθρωπος αισθάνεται ότι έχει σώμα, ψυχή, αλλά έχει και την Χάρι του Θεού, έχει μέσα του και τον Θεό. Δεν είναι σκέτος άνθρωπος, έστω καθαρός, ας πούμε, από αμαρτία ως προς το σώμα και ως προς την ψυχή. Αυτό δεν φθάνει μόνο του, αλλά χρειάζεται να είναι μέσα του ο Θεός.
Τι σημαίνει Χριστούγεννα; Λέει ο άγιος Αθανάσιος: «Ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνει ο άνθρωπος θεός». Δεν μπορούμε να σταθούμε μόνο στο ένα, ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος. για όσους το πιστεύουν αυτό -είναι κάποιοι που δεν το πιστεύουν ας τους αφήσουμε εκείνους- δεν φθάνει αυτό μόνο, ότι έγινε ο Θεός άνθρωπος, αλλά ο σκοπός που έγινε άνθρωπος ο Θεός είναι να κάνει τον άνθρωπο θεό. Και τον κάνει τον άνθρωπο θεό. Δηλαδή ενώνεται με τον άνθρωπο, κοινωνεί με τον ανθρωπο και δίνει στον άνθρωπο αυτή την άλλη, την άνωθεν ειρήνη, ας πούμε, αυτή τη θεϊκή κατάσταση. Αυτό αρχίζει ο άνθρωπος να το αισθάνεται απ' αυτόν τον κόσμο. Στην αρχή λίγο, έπειτα περισσότερο, έπειτα ακόμη περισσότερο, ωσότου ετοιμασθεί και φύγει από εδώ. Φεύγοντας από τον κόσμο αυτό και ιδίως κατά τη Δευτέρα Παρουσία θα του το δώσει όλο ο Θεός. Θα ενωθεί δηλαδή ολοκληρωτικά ο Θεός με τον άνθρωπο.
Ο τελικός σκοπός της θείας Κοινωνίας
Κοινωνούμε, ακριβώς για να ενωθούμε. Επειδή, όσο κι αν προσευχηθεί ο άνθρωπος, όσο κι αν πιστεύσει, όσο κι αν μετανοήσει, ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος, το χάσμα που τον χωρίζει από τον Θεό μετά την πτώση είναι αγεφύρωτο και δεν το γεφυρώνει τίποτε. Το γεφυρώνει μόνο ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Χριστός. Και κοινωνούμε πραγματικά με τον Χριστό. Όπως δηλαδή πράγματι στο πρόσωπο του Χριστού ενώθηκε η ανθρωπότητα με τη Θεότητα, η ανθρώπινη φύση με τη θεία φύση, έτσι λοιπόν πράγματι κοινωνούμε με τον Χριστό. Όχι απλώς το πιστεύουμε, όχι απλώς το υποθέτουμε, όχι απλώς το περιμένουμε, αλλά γίνεται πράγματι αυτή η κοινωνία με τον Χριστό μέσα στο μυστήριο, μέσα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, καθώς επάνω στην αγία Τράπεζα έχουμε το σώμα και το αίμα του Χριστού και κοινωνούμε του σώματός του και του αίματός του.
Αλίμονο όμως εάν αυτό το κάνει κανείς παγανιστικώ τω τρόπω, μαγικώ τω τρόπω, απλώς από συνήθεια· δεν φθάνει. Χρειάζεται οπωσδήποτε να έχει κανείς αυτή τη λαχτάρα μέσα του, αυτόν τον πόθο μέσα του, να έχει αυτή τη μετάνοια. Να ποθεί τον Θεό έτσι που σαν να μην υπάρχει τίποτε άλλο. Έτσι μπορείς να συναντηθείς με τον Θεό και να βρεις τον Θεό. Αν έχεις κι άλλες ελπίδες κι άλλες αγάπες και πιάνεσαι από δω κι από κει, δεν μπορείς. Είναι σαν να σου λέει τότε ο Θεός: «Ε, καλά. Αφού ικανοποιείσαι μ' εκείνα εκεί τα άλλα, αφού τα έχεις ανάγκη κι εκείνα, αφού στηρίζεσαι και σ' αυτά, αφού ακουμπάς εκεί, εμένα δεν με πολυχρειάζεσαι· λίγο με χρειάζεσαι. Εντάξει· λίγο πάρε». Και ο αγαθός Θεός δίνει ένα κάτι.
Ο όλος άνθρωπος ανήκει στον Θεό και πρέπει να ενωθεί με τον Χριστό
Είναι μεγάλο λάθος αυτό το οποίο κάνουμε οι χριστιανοί -Δεν μας το λένε κιόλας; Δεν ξέρω- και δεν το καταλαβαίνουμε. Δηλαδή ξεγελούμε τον εαυτό μας ότι να, λιγάκι μπορούμε να 'μαστε Χριστιανοί. Όχι. Η όλη ύπαρξή μας πρέπει να ενωθεί με τον Χριστό, όλη η ύπαρξή μας να βρει τον Χριστό, όλη η ύπαρξή μας να δοθεί στον Χριστό, όλο το είναι μας, και η καρδιά μας και η ψυχή μας και το σώμα μας. Ο όλος άνθρωπος. Και το σώμα. Γι' αυτό η Εκκλησία του Χριστού, η Ορθόδοξη Εκκλησία, το Ευαγγέλιο, όλη η Παράδοση, η αποκάλυψη, για την οποία μιλήσαμε στην αρχή, αναφέρεται και στο σώμα και απαιτεί ο άνθρωπος να έχει και το σώμα του καθαρό από την αμαρτία. Όχι όπως έκαναν οι Επικούρειοι και άλλοι αρχαίοι φιλόσοφοι που έλεγαν, το σώμα άφησέ το να κάνει ανηθικότητες κλπ., να σαπίσει, ας πούμε, σε τέτοια πράγματα. Είναι άχρηστο το σώμα και την ψυχή τάχα να φροντίζουμε.
Το σώμα είναι ναός του εν ημίν Αγίου Πνεύματος. Όλος ο άνθρωπος ανήκει στον Θεό. «Οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν· ἡγοράσθητε γάρ τιμῆς». Το λέει και το τονίζει ο απόστολος Παύλος ότι δεν ανήκετε στον εαυτό σας, ανήκετε στον Χριστό, διότι μας αγόρασε όλους ο Χριστός και ανήκουμε σ' αυτόν. Και η ψυχή μας και το σώμα μας, όλα να ζουν κατά Θεόν, όπως θέλει ο Θεός. Όχι με την έννοια ότι ο Θεός έχει την ανάγκη μας και μας βάζει σε δουλειές και μας βάζει σε κόπους και μας καταπιέζει, «κάντε αυτό και κάντε εκείνο», έτσι που το παίρνουμε εμείς. Δεν είναι έτσι. Όλα αυτά τα οποία μας λέει ο Θεός να κάνουμε είναι, για να γλιτώσουμε από την αμαρτία στην οποία βρισκόμαστε. Η αμαρτία είναι φθορά, είναι θάνατος στον άνθρωπο. Και θα γλιτώσουμε από την αμαρτία, όταν στραφούμε στον Χριστό, όταν με όλες μας τις δυνάμεις ζητήσουμε τον Χριστό. Θα μας σπλαγχνισθεί εκείνος, θα μας δεχθεί και θα μας σώσει.
Αχ, πώς δεν καταλαβαίνουμε!
Αυτά τα κάνει ο Θεός· εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Τίποτε δεν μπορεί να κάνει ο άνθρωπος. Λάθος μεγάλο, όταν κανείς νομίζει ότι θα κάνω έτσι, θα κάνω αλλιώς κλπ. Ό,τι κάνουμε εμείς είναι, για να δείξουμε στον Θεό ότι θέλουμε Εκείνον. Ό,τι κάνουμε εμείς είναι, για να κάνουμε ακριβώς το ανθρώπινο. Όπως ο άλλος έχει το φαγητό, το καλό φαγητό. Αυτός το 'χει, δεν το 'χεις εσύ. Αλλά περιμένει να πας ν' απλώσεις το χέρι να πάρεις. Περιμένει να πας ν' απλώσεις το πιάτο, για να σου βάλει φαγητό μπόλικο, όσο θέλεις, αλλά πρέπει να πας εκεί, να πας μ' ένα καθαρό πιάτο, μ' ένα πλυμένο πιάτο. Θα πας, θα μείνεις στην ουρά να περιμένεις, όσο χρειάζεται· όχι για τίποτε άλλο, αλλά για να φανεί. Αχ! Πώς δεν τα καταλαβαίνουμε αυτά τα πράγματα, και μερικοί αμέσως αρπάζονται, αμέσως παρεξηγούνται! Πολύ στραβά ο σημερινός άνθρωπος σκέπτεται, πάρα πολύ στραβά. Αυτό το πνεύμα που έχει μπει μέσα στα κεφάλια των ανθρώπων σήμερα - που 'ναι δηλαδή απαιτητικός ο άνθρωπος και δεν ξεχνάει λίγο τον εαυτό του- μεγάλο κακό κάνει. Να τον ξεχάσει τον εαυτό του και να πει: «Για, να περιμένω τι θα πει ο Θεός».
Η Χαναναία και εμείς
Άφησε τον Θεό να σ' οδηγήσει. Μα θα σε καθυστερήσει, θα σ' αφήσει να περιμένεις πολύ, θα κάνει πώς δεν σε βλέπει, θα σε αγνοήσει; Άφησε τον Θεό. Ξέρει εκείνος γιατί το κάνει. Κάτι δεν πάει καλά σε σένα, και γι' αυτό φέρεται έτσι ο Θεός, ενεργεί έτσι, για να σε βοηθήσει να βρεις τον δρόμο σου. Έχουμε τέτοια παραδείγματα μέσα στο Ευαγγέλιο. Πόσες φορές ο Κύριος... Ειδικότερα έχουμε την περίπτωση της Χαναναίας. Ο Κύριος δεν της δίνει καμιά σημασία και επιπλέον της λέει και βαριές λέξεις, που αν ήταν κανένας από τους σημερινούς χριστιανούς, αμέσως θα παρεξηγιόταν, αμέσως θα πικαριζόταν, αμέσως θα θιγόταν και θα έλεγε: «Έτσι είναι αυτός, κι εγώ άκουσα καλά λόγια γι' αυτόν κι ήρθα εδώ να βρω κάτι; Έτσι είναι αυτός;» Και θα έφευγε. Αλλά αυτή είχε μυαλό, αν θέλετε να το πω έτσι.Εμείς που κάνουμε τον έξυπνο και δεν ξέρουμε τι μας γίνεται, κάνουμε τέτοια λάθη και χάνουμε. Δεν θέλουμε τάχα να περιμένουμε, δεν θέλουμε τάχα να ελπίζουμε, δεν θέλουμε να αφήσουμε στον Θεό να μας πει ό,τι έχει να μας πει, να μας φερθεί, όπως θα μας φερθεί, να μας κτυπήσει, αν χρειάζεται κλπ., για να έρθει το καλό μέσα μας. Ναι· δεν θέλουμε να κάνουμε έτσι εμείς οι έξυπνοι. Εμείς θέλουμε να κουμαντάρουμε τον Θεό, να τον συμβουλεύσουμε, του βρίσκουμε και λάθη, τον διορθώνουμε κιόλας. Δεν γίνεται έτσι.
Η Χαναναία ήξερε με ποιόν έχει να κάνει και καθόλου δεν λογάριαζε τον εαυτό της και δεν σκεπτόταν τάχα να περισώσει την προσωπικότητά της και την αξιοπρέπειά της και κέρδισε αυτό που δεν κέρδισε, θα έλεγε κανείς, κανένας άλλος. Ίσως είναι η μοναδική φορά που ο Κύριος είπε «ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις» και πρόσθεσε «γενηθήτω σοι ὡς θέλεις». Μεγάλο πράγμα τελικά να σου πει ο Θεός «να γίνει όπως θέλεις». Τι θέλει όμως κανείς σ' αυτή την περίπτωση; Θέλει αυτό που τελικά θέλει ο Θεός· δεν έχει δικό του θέλημα. Γι' αυτό και «θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει».
«Τι σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ;»
Έλεγα μια μέρα, νομίζω, σε κάποιους μαθητάς ότι ίσως δεν είναι τυχαίο, από κάπου κρατάει φαίνεται που αυτές τις ημέρες κάνουν δώρα οι άνθρωποι. Ίσως ξεκινάει απ' αυτό, ότι ο Θεός μας έκανε ένα δώρο. Είναι δώρο αυτό το ότι ο Θεός αποφάσισε να έλθει στη γη και έγινε άνθρωπος. Ο Θεός Πατήρ μας δίνει δώρο τον Υιό του. «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν». Μας έδωκε δώρο και αμέσως, ας πούμε, από την πλευρά των ανθρώπων έρχεται η διάθεση να ανταποδώσουν το δώρο, να προσφέρουν και οι άνθρωποι το δώρο. Τι δώρο θα δώσουν οι άνθρωποι; Υπάρχει λοιπόν το τροπάριο «Τί σοί προσενέγκωμεν Χριστέ ὅτι ὦφθης ἐπί γῆς ὡς ἄνθρωπος...». Βέβαια δεν έχει ακριβώς αυτή την έννοια ότι μας κάνει δώρο ο Θεός, και του κάνουμε κι εμείς δώρο. Έχει και λίγο διαφορετικότερη έννοια το τροπάριο. Εμείς του προσφέραμε, προκειμένου να γίνει το θαύμα του Θεού, τη μητέρα. Αλλά έγινε το θαύμα και έγινε ο Θεός άνθρωπος. Τι μπορούμε τώρα να προσφέρουμε;
«Δώσ' μου τις αμαρτίες σου να τις συγχωρήσω»
Είπαμε σε κάποια σύναξη ότι δύο είναι εκείνα τα οποία μπορεί να προσφέρει ο άνθρωπος και πρέπει να προσφέρει, κι αυτά είναι που θέλει ο Θεός να του προσφέρουμε. Τίποτε άλλο. Μπορείτε να δίνετε δώρα στα παιδιά σας, και μεταξύ τους οι χριστιανοί μπορούν να ανταλλάσσουν δώρα αυτές τις ημέρες. Αλλά τι θα γίνει με το δώρο που χρωστούμε στον Θεό; Εκείνος μας έδωσε το δώρο και μας το δίνει συνεχώς. Τι θα προσφέρουμε εμείς στον Θεό; Τι μπορεί να προσφέρει ο άνθρωπος; Τι έχει άξιο να προσφέρει ο άνθρωπος; Δεν έχει. Εμείς νομίζουμε ότι κάτι κάνουμε· τίποτε. Το μόνο που κάνει ο άνθρωπος είναι η αμαρτία. Τίποτε άλλο δεν μπορεί να κάνει. Δηλαδή είναι κάτι που το κάνει αφ' εαυτού του. Τα άλλα... Την ώρα, ας πούμε, που σκέπτεσαι κάτι καλό, ποιος σου έδωσε το μυαλό και το σκέπτεσαι αυτό το καλό; Ο Θεός. Συ το κάνεις;
Όλα είναι του Θεού, όμως την αμαρτία δεν σου την έδωσε ο Θεός· την αμαρτία εσύ μόνος σου ο άνθρωπος την κάνεις. Το μόνο λοιπόν που έχουμε είναι οι αμαρτίες. Τι νομίζετε; Κι όμως αυτό ζητάει ο Θεός. Ο Θεός ζητάει να του δώσουμε τις αμαρτίες, για να τις συγχωρήσει. Ας μας φαίνεται παράξενο. Να μετανοήσεις αυτές τις ημέρες και να πεις: «Θεέ μου, πάρ' τα όλα τα βάρη από μέσα μου, από πάνω μου. Πάρε όλα αυτά· και τα διανοήματά μου και τα συναισθήματά μου και τα βιώματά μου και τις πράξεις μου και τα πάντα πάρ' τα, Θεέ μου, όλα αυτά που είναι αμαρτία, να μου τα συγχωρήσεις». Βέβαια, ο Θεός τα θέλει, για να μας τα συγχωρήσει. Πάλι δηλαδή για μας ο Θεός το κάνει.
Και να μου επιτρέψετε, μολονότι το είπα και παλαιότερα, να αναφέρω κάποιο περιστατικό. Δεν ξέρω, αν το έχετε ακούσει, αλλά κι αν το έχετε ακούσει, δεν πειράζει ακόμη μία φορά να το πούμε. Κάποια Χριστούγεννα ο άγιος Ιερώνυμος, ένας άγιος από τη Δύση, βρέθηκε εκεί στη Βηθλεέμ, στο σπήλαιο τη νύχτα των Χριστουγέννων και προσευχόταν.
Εμφανίστηκε μπροστά του ο Χριστός ως βρέφος -οι άγιοι βλέπουν θαύματα-και είπε συνεπαρμένος ο άγιος, αλλά και εν εκπλήξει και συντετριμμένος ενώπιον του βρέφους: «Κύριέ μου, τι δώρο να σου κάνω σήμερα που είναι η γιορτή σου, που γιορτάζουμε τη Γέννησή σου;» Και ο Χριστός του είπε: «Δεν θέλω τίποτε άλλο, παρά αυτό που έχεις πάνω στην ράχη σου». Άγιος ήταν, όμως κι ο άγιος έχει τα ψεγάδια του κι αυτός. Το πιο λευκό ύφασμα αν το συγκρίνεις με το χιόνι, δεν είναι λευκό. Ο Θεός που είναι πέρα κι από χιόνι... Μπροστά στον Θεό λοιπόν ο καθένας έχει ψεγάδια. Και ο Χριστός ως βρέφος του λέει «Ιερώνυμε, αν θέλεις να μ' ευχαριστήσεις, να μου κάνεις ένα καλό δώρο, δώσ' μου τις αμαρτίες σου να τις συγχωρήσω». Κάποια ψεγάδια που ίσως δεν τα είχε δει ακόμη ο άγιος ότι τα έχει. Αυτό είναι το δώρο που θέλει ο Θεός.
Μπορείς να μετανοήσεις αυτές τις ημέρες, να κλάψεις για τις αμαρτίες σου αυτές τις ημέρες, να πας να εξομολογηθείς, να καθαρίσεις για τα καλά την ψυχή σου; Όχι να πας να πεις «έχω έναν άνδρα που δεν με καταλαβαίνει καθόλου· έχω ένα παιδί που με τυραννάει». Τι θα βγει με το να πεις τα βάσανά σου; Πες τα και τα βάσανά σου, αλλά δεν είναι αυτό εξομολόγηση. Όσο ο άνθρωπος ασχολείται «έχω αυτό το βάσανο, έχω εκείνο το εμπόδιο, έχω εκείνη τη δυσκολία», τόσο χειρότερα είναι. Όταν όμως θα βρεις τις ρίζες του κακού που είναι μέσα σου, θα δεις τις δικές σου αμαρτίες, θα μετανοήσεις ενώπιον του Θεού, θα εξομολογηθείς -έτσι προσφέρεις τις αμαρτίες σου ως δώρο στο Θεό- και σε συγχωρήσει ο Θεός, τι άλλο θέλεις; Αυτό θέλει ο Θεός να κάνουμε και επίσης θέλει να κοινωνήσουμε.
«Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι...»
Αυτό είναι. Θέλεις να ευχαριστήσεις τον Θεό, θέλεις να τον κάνεις τον Θεό πολύ να ευχαριστηθεί; Δώσ' του τις αμαρτίες σου να τις συγχωρήσει και πήγαινε να κοινωνήσεις. Γι' αυτό λέγεται και Θεία Ευχαριστία. Τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος να ευχαριστήσει τον Θεό; Μπορεί τίποτε; «Τα σά ἐκ τῶν σῶν». Πηγαίνουμε και παίρνουμε το σώμα και το αίμα του Χριστού επικαλούμενοι το όνομά του.
Σταματούμε εδώ. Εύχομαι και όλα αυτά που είπαμε να βοηθήσουν τον καθένα μας να περάσουμε τις άγιες αυτές ημέρες όπως θέλει ο Θεός και να ευλογηθούμε, όσο γίνεται περισσότερο.
16-12-1984
----------------------------------------------------------------------
πηγή: π. Συμεών Κραγιόπουλος, Συνάξεις Δωδεκημέρου, Πανόραμα Θεσ/νίκης, 1999.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.