Ιδού το γιώτα, και ιδού ο ένατος ο λόγος που ομιλεί για του Χριστού τα σεβάσμια πάθη. Απ' του θανάτου δηλαδή και των αμαρτημάτων τη μνήμη, δάκρυα πολλά πηγάζουν στον εργάτη· κι από αυτά μπορεί κανείς στο νου να διατηρήσει τη μνήμη των παθών Χριστού και όλων των Αγίων. και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.
Για να μη νομίζει κανείς ότι κάνει κάτι το σπουδαίο με την άσκηση και τους πολλούς στεναγμούς και τα δάκρυα, του δίνεται η γνώση των παθημάτων του Χριστού και όλων των Αγίων.
Και κατανοώντας τα, γεμίζει έκπληξη και συγχρόνως θαυμάζει και κατακομματιάζει τον εαυτό του στην άσκηση. Γιατί αντιλαμβάνεται τη δική του αδυναμία από τη θεωρία των τόσο πολλών πειρασμών, οι οποίοι είναι αναρίθμητοι. Πώς μπόρεσαν τόσα και τόσα να υποφέρουν oι Άγιοι με χαρά; Και πόσα έπαθε για μας ο Κύριος; Μαζί με αυτά φωτίζεται στη γνώση των έργων και των λόγων του Κυρίου.
Και κατανοώντας τα, γεμίζει έκπληξη και συγχρόνως θαυμάζει και κατακομματιάζει τον εαυτό του στην άσκηση. Γιατί αντιλαμβάνεται τη δική του αδυναμία από τη θεωρία των τόσο πολλών πειρασμών, οι οποίοι είναι αναρίθμητοι. Πώς μπόρεσαν τόσα και τόσα να υποφέρουν oι Άγιοι με χαρά; Και πόσα έπαθε για μας ο Κύριος; Μαζί με αυτά φωτίζεται στη γνώση των έργων και των λόγων του Κυρίου.
Και κατανοώντας όλα όσα λέγονται στο Ευαγγέλιο, αρχίζει, άλλοτε να θρηνεί πικρά από τη λύπη, ενώ άλλοτε από την ευχαριστία χαίρεται πνευματικά· όχι επειδή νομίζει ότι έχει έργα αγαθά —γιατί αυτό είναι οίηση—, αλλά διότι, ενώ είναι πάρα πολύ αμαρτωλός, αξιώθηκε να φτάσει στη θεωρία αυτών. Και ταπεινώνεται περισσότερο με έργο και λόγο με τις επτά σωματικές πράξεις που είπαμε και με την ηθική πράξη, δηλαδή την ψυχική, και με τη φύλαξη των πέντε αισθήσεων και των εντολών του Κυρίου.
Αυτά όμως δεν τα λογαριάζει σαν καλά έργα και αξιόμισθα, αλλά μάλλον σαν χρέος, και ούτε ελπίζει να απαλλαγεί ποτέ από το χρέος του, λόγω του μεγέθους των γνώσεων που του δόθηκαν. Και γίνεται κατά κάποιο τρόπο αιχμάλωτος των νοημάτων των λόγων που διαβάζει ή ψάλλει. Από την ηδονή αυτή πολλές φορές λησμονεί χωρίς να θέλει τις αμαρτίες του και αρχίζει να δακρύζει από μιά γλυκύτητα σαν το μέλι. Και πάλι συστέλλεται, από το φόβο της πλάνης, μήπως δε γίνεται αυτό στον καιρό του.
Και καθώς θυμάται τον προηγούμενο βίο του, δακρύζει πικρά πάλι, και έτσι προχωρεί ανάμεσα στα δύο αυτά είδη δακρύων, αν βέβαια προσέχει και συμβουλεύεται σε όλα κάποιον έμπειρο, και αν πέφτει μπροστά στο Θεό με την καθαρή προσευχή, η οποία αρμόζει στον πρακτικό, συνάγοντας το νου του από όλα όσα είδε ή άκουσε, στη μνήμη του Θεού, και αν ζητεί να γίνει μόνο το θέλημα του Θεού(Ματθ. 6, 10) σε όλα τα έργα και τα νοήματά του.
Αν δεν κάνει έτσι, θα πλανηθεί νομίζοντας ότι μέλλει να δει σε όραμα κάποιον από τους αγίους αγγέλους ή τον Χριστό, μη γνωρίζοντας ότι εκείνος που θέλει να δει το Χριστό, δεν πρέπει να τον ζητά απ' έξω, αλλά μέσα του, με τη μίμηση της ζωής Του στον κόσμο και με το να γίνει αναμάρτητος στο σώμα και στην ψυχή, σαν το Χριστό.
Και να έχει νου που να νοεί πάντοτε για το Χριστό. Το να έχει όμως κάποιο σχήμα ή χρώμα ή λογισμό στον καιρό της προσευχής δεν είναι καλό, αλλά μάλλον υπερβολικά βλαβερό. Τι σημαίνει να βρίσκεται ο νους στον τόπο του Θεού, το εξήγησε ο άγιος Νείλος, παίρνοντας αφορμή από το ρητό του Ψαλτηρίου: «Στον τόπο Του επικρατεί η ειρήνη»(Ψαλμ. 75, 3).
Ειρήνη είναι το να μην έχει κανένα λογισμό, καλό ή κακό· γιατί, λέει, αν ο νους αισθανθεί κάτι τέτοιο, δε βρίσκεται μόνο στο Θεό, αλλά και στον εαυτό του. Και πολύ σωστά. Γιατί ο Θεός είναι απερίγραπτος και απεριόριστος, χωρίς μορφή και χρώμα. Και εκείνος που λέει ότι είναι μόνο με το Θεό, πρέπει ομοίως να είναι άμορφος, αχρωμάτιστος, ασχημάτιστος και απερίσπαστος. Το πέρα απ' αυτό είναι πλάνη δαιμονική.
Γι' αυτό οφείλει κανείς να προσέχει και, χωρίς ερώτηση των εμπείρων, να μη δεχτεί λογισμό καλό ή κακό, γιατί τ' αγνοούμε και τα δύο. Επειδή οι δαίμονες παίρνουν το σχήμα και την όψη αυτών που θέλουν, όπως και ο ανθρώπινος νους σχηματίζεται και βάφεται ανάλογα με την όψη του πράγματος που αναλαμβάνει. Αλλά οι δαίμονες το κάνουν αυτό για παραπλάνησή μας, ενώ ο νους μας γυρίζει άσκοπα εδώ και εκεί πριν να φτάσει στην τελειότητα.
Πλήν όμως, όσο μπορεί ο καθένας, οφείλει να κρατά το νου του σε κάποια μελέτη κατά Θεόν. Γιατί όπως είναι επτά οι σωματικές εργασίες, έτσι οκτώ είναι και οι θεωρίες του νου ή γνώσεις. Τρεις είναι οι προαναφερθείσες για τα άχραντα πάθη του Κυρίου, τις οποίες έχει χρέος ο καθένας από μόνος του να μελετά πάντοτε, για να πενθεί την ψυχή τη δική του και των συνανθρώπων του.
Δηλαδή να εννοεί τα δεινά που προξενήθηκαν στο ανθρώπινο γένος από την παράβαση των Πρωτοπλάστων, και πως η ανθρώπινη φύση ξέπεσε σε τόσα πάθη· επίσης να συλλογίζεται τις αμαρτίες του και τους πειρασμούς που στέλνει ο Θεός για διόρθωση.
Έπειτα να συλλογίζεται το θάνατο και τα δεινά που περιμένουν μετά θάνατον τους αμαρτωλούς, για να συντριβεί η ψυχή του και να σχολάζει στο πένθος για παρηγοριά της και ταπείνωσή της, για να μην απελπίζεται ίσως από τα πολλά και φρικτά εκείνα νοήματα· ούτε πάλι να νομίζει ότι κατόρθωσε πνευματικό έργο, αλλά να μένει στο φόβο και στην ελπίδα, κατάσταση που λέγεται πραότητα των λογισμών και δεν έχει μεταπτώσεις.
Αυτή φέρνει το νου στη γνώση και στη διάκριση, σύμφωνα με τα λόγια του Προφήτη: «Θα οδηγήσει τους πράους στην ορθή κρίση»(Ψαλμ. 24, 9), ή μάλλον στην διάκριση, η οποία λέγεται από άλλον Προφήτη γνώση με ευσέβεια.
Όπως όμως η ευσέβεια έχει ένα όνομα, αλλά πολλές εργασίες, έτσι και η γνώση είναι ένα όνομα, περιέχει όμως πολλές γνώσεις και θεωρίες. Γιατί και η αρχή της σωματικής πράξεως ήταν γνώση, αφού χωρίς γνώση κανείς δεν έρχεται στην εργασία του αγαθού· και μέχρι το τέλος, δηλαδή τη θεία υιοθεσία και την ανάληψη του νου στον ουρανό με τη χάρη του Χριστού, λέγεται γνώση και θεωρία.
Η πρώτη όμως δίνεται πριν από τους κόπους για να κατορθώνεται με αυτήν το έργο, όπως γίνεται το κτίσιμο με εργαλεία, ενώ η δεύτερη δίνεται μετά την πίστη, για να φυλάγεται από το φόβο σαν τείχος. και πάλι η γνώση γίνεται και εργασία των αρετών της ψυχής, για να ετοιμάζονται και να φυτεύονται τα φυτά αυτά του παραδείσου.
Κατόπιν έρχεται η γνώση του νου και η πνευματική εργασία, δηλαδή η επιστασία του νου και η τακτοποίηση των ηθών της ψυχής, για να εργάζεται ο εργάτης των εντολών και να φυλάγει(Γεν. 2, 15) αυτά τα φυτά με επιτηδειότητα. από αυτά γίνεται η επιμέλεια των φυτών και έρχεται η θεία βοήθεια σαν ήλιος, άνεμος και αύξηση, χωρίς τα οποία όλος ο κόπος του εργάτη είναι μάταιος, ακόμη και αν ίσως γίνεται σύμφωνα με τη λογική.
Γιατί ούτε χωρίς τη θεία βοήθεια μπορεί ποτέ να γίνει κάτι καλό, ούτε η θεία βοήθεια και η χάρη έρχεται σ' εκείνον που δεν έχει προαίρεση, λέει ο ιερός Χρυσόστομος. Όλα στη ζωή αυτή είναι διπλά: πράξη και γνώση, προαίρεση και χάρη, φόβος και ελπίδα, αγώνες και βραβεία. Τα δεύτερα όμως δε γίνονται, πριν γίνουν τα πρώτα.
Μπορεί ίσως να φαίνεται, αλλά αυτό είναι πλάνη. Όπως εκείνος που δεν γνωρίζει από γεωργία, όταν δει τα άνθη, νομίζοντάς τα για καρπούς, θα ορμήσει να τα μαζέψει, και δεν γνωρίζει ότι με τον τρόπο αυτό καταστρέφει τον καρπό, έτσι και εδώ· το να νομίζει κανείς ότι είναι κάτι, δεν επιτρέπει να γίνει αυτό που νομίζει, λέει ο άγιος Νείλος. Γι' αυτό πρέπει να μένει κανείς κοντά στο Θεό και να πράττει τα πάντα με διάκριση.
Η διάκριση προξενείται από το να ερωτά κανείς με ταπείνωση και από το να κατηγορεί τον εαυτό του, τις πράξεις του και τα νοήματά του. Γιατί ο διάβολος μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός(Β΄ Κορ. 11, 14), και δεν είναι αυτό παράξενο. Αφού και οι λογισμοί που προέρχονται από αυτόν, φαίνονται σαν ενάρετα νοήματα στους άπειρους.
Η ταπείνωση, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, είναι η θύρα που οδηγεί στην απάθεια, ενώ υλικό της ταπεινώσεως είναι η πραότητα, κατά τον Μέγα Βασίλειο. Γιατί αυτή κάνει τον άνθρωπο να είναι όμοιος και στα δύσκολα και στα εύκολα πράγματα και νοήματα, και ούτε για τιμή ούτε για καταφρόνηση φροντίζει, αλλά δέχεται και τα ευχάριστα και τα κοπιαστικά με χαρά και δεν ταράζεται όπως η μοναχή εκείνη που αναφέρει ο Μέγας Αντώνιος.
Λέει συγκεκριμένα: «Κάποτε, ενώ βρισκόμουν στον τάδε αββά, ήρθε κάποια μοναχή και είπε στον γέροντα: "Αββά, τρώω κάθε έξι ημέρες και αποστηθίζω κάθε μέρα την Παλαιά και Καινή Διαθήκη". Της αποκρίθηκε ο γέροντας: "Σου έγινε η στέρηση σαν αφθονία;" Αυτή απάντησε, όχι. "Ούτε η περιφρόνηση σαν έπαινος;" "Όχι Αββά". "Ούτε οι εχθροί όπως οι φίλοι;" Πάλι αυτή είπε όχι. Είπε τότε ο σοφός εκείνος γέροντας: "Πήγαινε να εργαστείς, γιατί δεν έκανες τίποτε".» Πολύ εύλογα. "Αν νήστευε τόσο πολύ, ώστε να τρώει μιά φορά την εβδομάδα, και αυτό λίγο, δεν έπρεπε να έχει τη στέρηση σαν την αφθονία; Και πάλι, αφού αποστήθιζε κάθε μέρα την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, δεν είχε μάθει την ταπείνωση; Και αφού δεν είχε τίποτε στη ζωή, δεν έπρεπε να τους έχει όλους φίλους; Ούτε τουλάχιστον τους εχθρούς δεν μπόρεσε να έχει σαν φίλους ύστερα από τόσους κόπους; Καλά λοιπόν της είπε ο γέροντας ότι δεν έκανε τίποτε.
Εγώ προσθέτω ότι ένας τέτοιος άνθρωπος επιπλέον καταδικάζεται αυστηρά, όπως λέει ο Χρυσόστομος για τις πέντε μωρές παρθένες. Αυτές δηλαδή κατόρθωσαν να ασκήσουν το βαρύτερο, δηλαδή την παρθενία που υπερβαίνει τη φύση, και δεν μπόρεσαν να ασκήσουν την ελεημοσύνη που είναι το ελαφρότερο, την οποία ως φυσική ασκούν και οι ειδωλολάτρες και οι άπιστοι μέχρι σήμερα.
Επειδή λοιπόν η μοναχή που λέμε δε γνώριζε ποιο είναι το ζητούμενο, γι' αυτό κοπίαζε μάταια. «Έπρεπε, μας λέει ο Κύριος, και τούτο να πράξετε, κι εκείνα να μην παραλείψετε»(Ματθ. 23, 23). Καλή είναι η άσκηση, αλλά όταν έχει ορθό σκοπό. Και αυτή οφείλομε να την έχομε, όχι σαν έργο, αλλά σαν ετοιμασία έργου· ούτε σαν καρπό, αλλά σαν γη, η οποία μπορεί με τον καιρό, με τον κόπο και με τη χάρη του Θεού να βγάλει φυτά, από τα οποία γίνεται ο καρπός· κι αυτός είναι η κάθαρση του νου και η ένωση με το Θεό. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
--------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 204-207).
Αν δεν κάνει έτσι, θα πλανηθεί νομίζοντας ότι μέλλει να δει σε όραμα κάποιον από τους αγίους αγγέλους ή τον Χριστό, μη γνωρίζοντας ότι εκείνος που θέλει να δει το Χριστό, δεν πρέπει να τον ζητά απ' έξω, αλλά μέσα του, με τη μίμηση της ζωής Του στον κόσμο και με το να γίνει αναμάρτητος στο σώμα και στην ψυχή, σαν το Χριστό.
Και να έχει νου που να νοεί πάντοτε για το Χριστό. Το να έχει όμως κάποιο σχήμα ή χρώμα ή λογισμό στον καιρό της προσευχής δεν είναι καλό, αλλά μάλλον υπερβολικά βλαβερό. Τι σημαίνει να βρίσκεται ο νους στον τόπο του Θεού, το εξήγησε ο άγιος Νείλος, παίρνοντας αφορμή από το ρητό του Ψαλτηρίου: «Στον τόπο Του επικρατεί η ειρήνη»(Ψαλμ. 75, 3).
Ειρήνη είναι το να μην έχει κανένα λογισμό, καλό ή κακό· γιατί, λέει, αν ο νους αισθανθεί κάτι τέτοιο, δε βρίσκεται μόνο στο Θεό, αλλά και στον εαυτό του. Και πολύ σωστά. Γιατί ο Θεός είναι απερίγραπτος και απεριόριστος, χωρίς μορφή και χρώμα. Και εκείνος που λέει ότι είναι μόνο με το Θεό, πρέπει ομοίως να είναι άμορφος, αχρωμάτιστος, ασχημάτιστος και απερίσπαστος. Το πέρα απ' αυτό είναι πλάνη δαιμονική.
Γι' αυτό οφείλει κανείς να προσέχει και, χωρίς ερώτηση των εμπείρων, να μη δεχτεί λογισμό καλό ή κακό, γιατί τ' αγνοούμε και τα δύο. Επειδή οι δαίμονες παίρνουν το σχήμα και την όψη αυτών που θέλουν, όπως και ο ανθρώπινος νους σχηματίζεται και βάφεται ανάλογα με την όψη του πράγματος που αναλαμβάνει. Αλλά οι δαίμονες το κάνουν αυτό για παραπλάνησή μας, ενώ ο νους μας γυρίζει άσκοπα εδώ και εκεί πριν να φτάσει στην τελειότητα.
Πλήν όμως, όσο μπορεί ο καθένας, οφείλει να κρατά το νου του σε κάποια μελέτη κατά Θεόν. Γιατί όπως είναι επτά οι σωματικές εργασίες, έτσι οκτώ είναι και οι θεωρίες του νου ή γνώσεις. Τρεις είναι οι προαναφερθείσες για τα άχραντα πάθη του Κυρίου, τις οποίες έχει χρέος ο καθένας από μόνος του να μελετά πάντοτε, για να πενθεί την ψυχή τη δική του και των συνανθρώπων του.
Δηλαδή να εννοεί τα δεινά που προξενήθηκαν στο ανθρώπινο γένος από την παράβαση των Πρωτοπλάστων, και πως η ανθρώπινη φύση ξέπεσε σε τόσα πάθη· επίσης να συλλογίζεται τις αμαρτίες του και τους πειρασμούς που στέλνει ο Θεός για διόρθωση.
Έπειτα να συλλογίζεται το θάνατο και τα δεινά που περιμένουν μετά θάνατον τους αμαρτωλούς, για να συντριβεί η ψυχή του και να σχολάζει στο πένθος για παρηγοριά της και ταπείνωσή της, για να μην απελπίζεται ίσως από τα πολλά και φρικτά εκείνα νοήματα· ούτε πάλι να νομίζει ότι κατόρθωσε πνευματικό έργο, αλλά να μένει στο φόβο και στην ελπίδα, κατάσταση που λέγεται πραότητα των λογισμών και δεν έχει μεταπτώσεις.
Αυτή φέρνει το νου στη γνώση και στη διάκριση, σύμφωνα με τα λόγια του Προφήτη: «Θα οδηγήσει τους πράους στην ορθή κρίση»(Ψαλμ. 24, 9), ή μάλλον στην διάκριση, η οποία λέγεται από άλλον Προφήτη γνώση με ευσέβεια.
Όπως όμως η ευσέβεια έχει ένα όνομα, αλλά πολλές εργασίες, έτσι και η γνώση είναι ένα όνομα, περιέχει όμως πολλές γνώσεις και θεωρίες. Γιατί και η αρχή της σωματικής πράξεως ήταν γνώση, αφού χωρίς γνώση κανείς δεν έρχεται στην εργασία του αγαθού· και μέχρι το τέλος, δηλαδή τη θεία υιοθεσία και την ανάληψη του νου στον ουρανό με τη χάρη του Χριστού, λέγεται γνώση και θεωρία.
Η πρώτη όμως δίνεται πριν από τους κόπους για να κατορθώνεται με αυτήν το έργο, όπως γίνεται το κτίσιμο με εργαλεία, ενώ η δεύτερη δίνεται μετά την πίστη, για να φυλάγεται από το φόβο σαν τείχος. και πάλι η γνώση γίνεται και εργασία των αρετών της ψυχής, για να ετοιμάζονται και να φυτεύονται τα φυτά αυτά του παραδείσου.
Κατόπιν έρχεται η γνώση του νου και η πνευματική εργασία, δηλαδή η επιστασία του νου και η τακτοποίηση των ηθών της ψυχής, για να εργάζεται ο εργάτης των εντολών και να φυλάγει(Γεν. 2, 15) αυτά τα φυτά με επιτηδειότητα. από αυτά γίνεται η επιμέλεια των φυτών και έρχεται η θεία βοήθεια σαν ήλιος, άνεμος και αύξηση, χωρίς τα οποία όλος ο κόπος του εργάτη είναι μάταιος, ακόμη και αν ίσως γίνεται σύμφωνα με τη λογική.
Γιατί ούτε χωρίς τη θεία βοήθεια μπορεί ποτέ να γίνει κάτι καλό, ούτε η θεία βοήθεια και η χάρη έρχεται σ' εκείνον που δεν έχει προαίρεση, λέει ο ιερός Χρυσόστομος. Όλα στη ζωή αυτή είναι διπλά: πράξη και γνώση, προαίρεση και χάρη, φόβος και ελπίδα, αγώνες και βραβεία. Τα δεύτερα όμως δε γίνονται, πριν γίνουν τα πρώτα.
Μπορεί ίσως να φαίνεται, αλλά αυτό είναι πλάνη. Όπως εκείνος που δεν γνωρίζει από γεωργία, όταν δει τα άνθη, νομίζοντάς τα για καρπούς, θα ορμήσει να τα μαζέψει, και δεν γνωρίζει ότι με τον τρόπο αυτό καταστρέφει τον καρπό, έτσι και εδώ· το να νομίζει κανείς ότι είναι κάτι, δεν επιτρέπει να γίνει αυτό που νομίζει, λέει ο άγιος Νείλος. Γι' αυτό πρέπει να μένει κανείς κοντά στο Θεό και να πράττει τα πάντα με διάκριση.
Η διάκριση προξενείται από το να ερωτά κανείς με ταπείνωση και από το να κατηγορεί τον εαυτό του, τις πράξεις του και τα νοήματά του. Γιατί ο διάβολος μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός(Β΄ Κορ. 11, 14), και δεν είναι αυτό παράξενο. Αφού και οι λογισμοί που προέρχονται από αυτόν, φαίνονται σαν ενάρετα νοήματα στους άπειρους.
Η ταπείνωση, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, είναι η θύρα που οδηγεί στην απάθεια, ενώ υλικό της ταπεινώσεως είναι η πραότητα, κατά τον Μέγα Βασίλειο. Γιατί αυτή κάνει τον άνθρωπο να είναι όμοιος και στα δύσκολα και στα εύκολα πράγματα και νοήματα, και ούτε για τιμή ούτε για καταφρόνηση φροντίζει, αλλά δέχεται και τα ευχάριστα και τα κοπιαστικά με χαρά και δεν ταράζεται όπως η μοναχή εκείνη που αναφέρει ο Μέγας Αντώνιος.
Λέει συγκεκριμένα: «Κάποτε, ενώ βρισκόμουν στον τάδε αββά, ήρθε κάποια μοναχή και είπε στον γέροντα: "Αββά, τρώω κάθε έξι ημέρες και αποστηθίζω κάθε μέρα την Παλαιά και Καινή Διαθήκη". Της αποκρίθηκε ο γέροντας: "Σου έγινε η στέρηση σαν αφθονία;" Αυτή απάντησε, όχι. "Ούτε η περιφρόνηση σαν έπαινος;" "Όχι Αββά". "Ούτε οι εχθροί όπως οι φίλοι;" Πάλι αυτή είπε όχι. Είπε τότε ο σοφός εκείνος γέροντας: "Πήγαινε να εργαστείς, γιατί δεν έκανες τίποτε".» Πολύ εύλογα. "Αν νήστευε τόσο πολύ, ώστε να τρώει μιά φορά την εβδομάδα, και αυτό λίγο, δεν έπρεπε να έχει τη στέρηση σαν την αφθονία; Και πάλι, αφού αποστήθιζε κάθε μέρα την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, δεν είχε μάθει την ταπείνωση; Και αφού δεν είχε τίποτε στη ζωή, δεν έπρεπε να τους έχει όλους φίλους; Ούτε τουλάχιστον τους εχθρούς δεν μπόρεσε να έχει σαν φίλους ύστερα από τόσους κόπους; Καλά λοιπόν της είπε ο γέροντας ότι δεν έκανε τίποτε.
Εγώ προσθέτω ότι ένας τέτοιος άνθρωπος επιπλέον καταδικάζεται αυστηρά, όπως λέει ο Χρυσόστομος για τις πέντε μωρές παρθένες. Αυτές δηλαδή κατόρθωσαν να ασκήσουν το βαρύτερο, δηλαδή την παρθενία που υπερβαίνει τη φύση, και δεν μπόρεσαν να ασκήσουν την ελεημοσύνη που είναι το ελαφρότερο, την οποία ως φυσική ασκούν και οι ειδωλολάτρες και οι άπιστοι μέχρι σήμερα.
Επειδή λοιπόν η μοναχή που λέμε δε γνώριζε ποιο είναι το ζητούμενο, γι' αυτό κοπίαζε μάταια. «Έπρεπε, μας λέει ο Κύριος, και τούτο να πράξετε, κι εκείνα να μην παραλείψετε»(Ματθ. 23, 23). Καλή είναι η άσκηση, αλλά όταν έχει ορθό σκοπό. Και αυτή οφείλομε να την έχομε, όχι σαν έργο, αλλά σαν ετοιμασία έργου· ούτε σαν καρπό, αλλά σαν γη, η οποία μπορεί με τον καιρό, με τον κόπο και με τη χάρη του Θεού να βγάλει φυτά, από τα οποία γίνεται ο καρπός· κι αυτός είναι η κάθαρση του νου και η ένωση με το Θεό. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
--------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 204-207).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.