Ι.Ν. Αγίου Τρύφωνος Παλλήνης |
(Ο Άγιος Κάλλιστος Τηλικούδης ταυτίζεται με τον άγιο Κάλλιστο Αγγελικούδη).
Δεν είναι δυνατόν να μετανοήσει κανείς χωρίς ησυχία. Ούτε είναι δυνατόν μήτε ελάχιστα να πλησιάσει την καθαρότητα χωρίς αναχώρηση από τον κόσμο. Ούτε είναι δυνατόν, συναναστρεφόμενος και βλέποντας τους ανθρώπους, ν' αξιωθεί κανείς την επαφή και τη θεωρία του Θεού.
Γι' αυτό όσοι κατόρθωσαν με την επιμέλειά τους να μετανοήσουν για τα αμαρτήματά τους και να καθαρθούν από τα πάθη τους και να επιτύχουν την επαφή και θεωρία του Θεού —που είναι το τέλος και ο σκοπός εκείνων που ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και ο αρραβώνας ας πούμε της αιώνιας κληρονομιάς και του Θεού—, με κάθε μέσο επιδιώκουν την ησυχία και θεωρούν απαραίτητο να αναχωρούν από τον κόσμο και να αποφεύγουν τους ανθρώπους με όλη τη διάθεση της ψυχής τους.
Δεν είναι δυνατόν να μετανοήσει κανείς χωρίς ησυχία. Ούτε είναι δυνατόν μήτε ελάχιστα να πλησιάσει την καθαρότητα χωρίς αναχώρηση από τον κόσμο. Ούτε είναι δυνατόν, συναναστρεφόμενος και βλέποντας τους ανθρώπους, ν' αξιωθεί κανείς την επαφή και τη θεωρία του Θεού.
Γι' αυτό όσοι κατόρθωσαν με την επιμέλειά τους να μετανοήσουν για τα αμαρτήματά τους και να καθαρθούν από τα πάθη τους και να επιτύχουν την επαφή και θεωρία του Θεού —που είναι το τέλος και ο σκοπός εκείνων που ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και ο αρραβώνας ας πούμε της αιώνιας κληρονομιάς και του Θεού—, με κάθε μέσο επιδιώκουν την ησυχία και θεωρούν απαραίτητο να αναχωρούν από τον κόσμο και να αποφεύγουν τους ανθρώπους με όλη τη διάθεση της ψυχής τους.
Και τότε στην ησυχία, αρχή τους είναι το πένθος, η αυτομεμψία, η αυτοκαταδίκη, με τα οποία το πένθος γίνεται καθαρότερο· αγρυπνίες, ορθοστασίες, εγκράτεια και κόπος σωματικός, τα οποία έχουν κοινή κατάληξη τη ροή δακρύων από τα μάτια εκείνων που φρονούν ταπεινά, με κατάνυξη βέβαια της καρδιάς. Έτσι προσέχουν την κάθαρση και την επιτυγχάνουν με την πρακτική αρετή. Τέλος όλων αυτών είναι η ειρήνη των λογισμών, όπως είπαμε ότι των προηγουμένων είναι η ροή των δακρύων. Και τότε ο νους αρχίζει κατά φυσικό τρόπο να εξετάζει προσεκτικά τις φύσεις των όντων και να κατανοεί την τέχνη του Θεού και ν' αποκτά θείες έννοιες.
Και κάνει έργο του τη θεωρία της δυνάμεως, της σοφίας, της δόξας, της αγαθότητας και των άλλων ιδιωμάτων του Θεού και εισχωρεί στα μυστικά της Γραφής και γεύεται τα υπερφυσικά αγαθά και απολαμβάνει τις υπερκόσμιες χάρες και γίνεται δοχείο της αγάπης του Θεού. Έτσι κυριεύεται από θείο έρωτα και χαίρεται και ευθυμεί, γιατί έφτασε στο τέλος των αρετών, δηλαδή στην αγάπη του Δημιουργού των όλων, χωρίς να παθαίνει σ' αυτά καμιά παραπλάνηση έστω και σαν υποψία.
Βέβαια, ως άνθρωπος υποκείμενος σε μεταβολές, υφίσταται ολισθήματα και αμαρτητικές ορμές και απρεπείς κινήσεις από πολλές αιτίες, αλλά πρέπει να διορθώνει πάλι τον εαυτό του, διώχνοντας πέρα την απόγνωση και παίρνοντας φτερά από την ελπίδα της θείας φιλανθρωπίας, απασχολούμενος με τα δάκρυα και την προσευχή και τα άλλα αγαθά που είπα και εντρυφώντας όσο είναι δυνατό στον θείο παράδεισο της αγάπης, χωρίς να βλέπει πλέον τίποτε, ούτε μορφή, ούτε ύλη, ούτε σχήμα και γενικά τίποτε άλλο, εκτός από τα δάκρυα και την ειρήνη των λογισμών και την αγάπη του Θεού. Γιατί με αυτά αποφεύγεται ο κίνδυνος της πλάνης και ως επιβράβευση έρχεται η σωτηρία της ψυχής που έχει μετριοφροσύνη και νήψη και προσεύχεται στο όνομα του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.
Όταν κάθεσαι στο κελί σου, ο νους σου να έχει παρρησία προς το Θεό με ταπείνωση. Την ταπείνωση να την αντλεί από την ευτέλεια και τη μηδαμινότητά του· την παρρησία, από την ανυπέρβλητη αγάπη και ανεξικακία του Θεού προς τον άνθρωπο. Έτσι η ψυχή τιμά το Θεό, όταν, με όλη τη συναίσθηση της αμαρτωλότητάς της, έχει θάρρος στη φιλανθρωπία του Θεού και παραδίδεται σ' αυτή. Γι' αυτό και ο ιερός Παύλος διατάζει να πλησιάζομε με παρρησία στο θρόνο της χάρης(Εβρ. 4, 16).
Γιατί η παρρησία προς το Θεό είναι πραγματικά το μάτι της προσευχής ή το φτερό ή κάποια υπέρλογη συνάφεια. Όχι δηλαδή να έχει κανείς παρρησία επειδή είναι αγαθός —άπαγε! μακριά από σένα τέτοια σκέψη—, αλλά να πάρει φτερά από τις θείες ελπίδες, με το λογισμό της άφατης φιλανθρωπίας και αγάπης και ανεξικακίας του Θεού. Να προσεύχεσαι λοιπόν με παρρησία και ταπεινό φρόνημα και να σε ζωογονούν αγαθές ελπίδες προς το Θεό, σύμφωνα με όσα είπαμε, με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.
Πρέπει πάντοτε να επιδιώκεις με επιμέλεια εκείνα που κατευνάζουν το σώμα και ελευθερώνουν το νου από την ενόχληση. Αυτά είναι· τροφή μετρημένη, πόση λίγη, ύπνος σύντομος, ορθοστασία κατά τη δύναμή σου, γονυκλισίες όσες αντέχεις, ταπεινή εμφάνιση, ντύσιμο φτωχικό, λιγοστά λόγια, τα απαραίτητα, χαμαικοιτία και τα λοιπά όσα δαμάζουν κάπως το σώμα. Μαζί με αυτά να μεταχειρίζεσαι και όσα ξυπνούν το νου και τον βοηθούν να προσκολλάται στο Θεό.
Αυτά είναι· ανάγνωση των ιερών Γραφών και των Αγίων που τις εξηγούν, κι αυτή πάλι μετρημένη, ψαλμωδία με συναίσθηση, μελέτη των λόγων των Γραφών και των θαυμαστών που βλέπομε στην κτίση, και προσευχή με το στόμα μέχρις ότου η χάρη του Πνεύματος την κάνει να βγει από την καρδιά· τότε πρόκειται για άλλη εορτή και είναι καιρός άλλης πανηγύρεως, που δε λέγεται με το στόμα, αλλά ενεργείται μέσα στην καρδιά με τη δύναμη του Πνεύματος. Αυτά να τα εκτελείς όπως γράφω. Να κλίνεις τα γόνατα όσες φορές μπορείς και στη συνέχεια να κάθεσαι και να προσεύχεσαι. Όταν κουραστείς στην προσευχή, πήγαινε στην ανάγνωση, όπως είπαμε, και κατόπιν ξαναγύρισε στην προσευχή. Και αν κουραστείς πάλι στην προσευχή, σήκω και ψάλε λίγο κι έτσι ξαναγύρισε πάλι στην προσευχή. Και αν πάλι νιώσεις ακηδία, ασχολήσου μετρημένα με τη μελέτη που είπαμε, και μετά πάλι συνέχισε την προσευχή.
Κάνε και λίγο εργόχειρο, ως εμπόδιο της ακηδίας, όπως έχεις ακούσει, άγιε, από τους Πατέρες. Πάντοτε σε όλη σου τη θεάρεστη εργασία, από το πρωί ως το πρωί, να προηγείται η προσευχή. Όλα τα άλλα που είπαμε χρησιμεύουν κατά της ακηδίας στην προσευχή. Γιατί όταν επισκεφθεί το έλεος την ψυχή και η χάρη του Πνεύματος κάνει την προσευχή ν' αναβλύσει από την καρδιά όπως από πηγή, στο εξής ο νους ασχολείται μόνο με την προσευχή και τη θεωρία, απομακρύνοντας τον εαυτό του από όλα τα άλλα, και μόνο η προσευχή και η θεωρία είναι η απόλαυσή του στον παράδεισο της θείας αγάπης.
Από όλα τα έργα αρετής ανώτερη είναι η προσευχή· γεννά τα δάκρυα της μετάνοιας, βοηθά πολύ στην ειρήνη των λογισμών, ωθεί τον άνθρωπο να σκέφτεται μόνο το Θεό που είναι η άκρα ειρήνη, γεννά την αγάπη του Θεού. Αυτή μόνο καθαιρεί το λογιστικό μέρος της ψυχής με το να φαντάζεται το Θεό, στον οποίο οφείλεται η κάθαρση και των Αγγέλων· διασώζει το επιθυμητικό μέρος της ψυχής καθαρό έναντι του Θεού, γιατί καθώς συνδέεται και συνομιλεί με το Θεό που είναι άπειρα και υπερφυσικά αγαθός και καλός εκ φύσεως, προσκολλά όλη την επιθυμία του ανθρώπου στο Θεό· επίσης καταπραΰνει τόσο το θυμικό, όσο πέφτει μπροστά στο Θεό και τον ικετεύει και τον παρακαλεί και ταπεινώνει την ψυχή με τον τρόπο αυτό, γιατί βέβαια κανείς που δέεται και παρακαλεί το Θεό δεν έχει φρόνημα αταπείνωτο ή θυμώδες.
Γι' αυτό με μια λέξη, όλες τις δυνάμεις της ψυχής και όλες τις ενέργειες, πρακτικές και νοερές, τις καθαιρεί η καθαρή προσευχή και τις ανορθώνει, και μάλιστα όταν συνοδεύεται με τη θεωρία του Θεού και τον ακόλουθο θείο έρωτα, μέσα στη ζωή και την άσκηση της ησυχίας, όπως είπαμε πιο πριν. Στο μέρος της καρδιάς απ' όπου αναβλύζουν τα δάκρυα, εκεί ας είναι στραμμένος και ας βλέπει ο λογισμός σου, κλίνοντας εντός σου με ατάραχη εισπνοή, όταν προσεύχεσαι, και ας παραμένει εκεί όσο μπορεί περισσότερο.
Γιατί τούτο είναι πάρα πολύ ωφέλιμο και προξενεί συνεχή και πολλά δάκρυα, αναιρεί την αιχμαλωσία του νου, φέρνει τη νοερή ειρήνη, γίνεται αφορμή προσευχής και συνεργεί στην εύρεση της καρδιακής προσευχής με τη βοήθεια του Θεού και τη χάρη του ζωοποιού Πνεύματος, στο όνομα του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.
Πρέπει να γνωρίζεις, εσύ ο θεωρός και των μυστικών θεαμάτων επόπτης και τρυφητής, ότι όπως έχομε τη δυάδα Θεός και άνθρωπος, έτσι είναι και δύο πένθη, είτε στο γένος θέλεις να πεις είτε στη μορφή, και επομένως και δύο είδη δακρύων. Διαφέρουν μεταξύ τους πολύ το ένα είδος από το άλλο, αν και είναι και τα δύο καλά και θεοδώρητα και προξενούν τη θεία ευμένεια και κατά συνέπεια τη θεία κληρονομιά. Τα πρώτα έχουν την αρχή τους στον θεϊκό και πενθικό φόβο· τα δεύτερα, στη θεία αγάπη και το Θεό. Τα πρώτα δεν ευφραίνουν τόσο πολύ, τα δεύτερα όμως ευφραίνουν υπερβολικά. Τα πρώτα είναι των αρχαρίων, τα δεύτερα εκείνων που φτάνουν στην τελειότητα με τη χάρη.
Οι εργασίες της ησυχίας είναι πέντε. Η προσευχή, δηλαδή μνήμη ακατάπαυστη του Ιησού που εισάγεται δια της εισπνοής στην καρδιά χωρίς οποιαδήποτε άλλη σκέψη, η οποία κατορθώνεται με τη γενική εγκράτεια, στο φαγητό δηλαδή και στον ύπνο και στις άλλες αισθήσεις μέσα στο κελί με ταπείνωση· η ψαλμωδία κατά διαλείμματα· ανάγνωση από τα ιερά Ευαγγέλια και από τους θείους Πατέρες και τα κεφάλαια περί προσευχής, και κυρίως του Νέου Θεολόγου, του Ησυχίου και του Νικηφόρου· μελέτη της κρίσεως του Θεού ή της μνήμης του θανάτου και τα όμοια· και λίγο εργόχειρο.
Και πάλι επιστροφή στην προσευχή, κι ας έχει τούτο δυσκολία, ώσπου να συνηθίσει ο νους να σταματά την περιπλάνησή του με τη μνήμη του Κυρίου και με την αδιάκοπη κλίση του στην καρδιά που έχει πόνο. Αυτή είναι η εργασία των αρχαρίων μοναχών που θέλουν να ζήσουν στην ησυχία. Ένας τέτοιος λοιπόν οφείλει να μη βγαίνει συχνά από το κελί του και να αποφεύγει να συνομιλεί και να βλέπει οποιονδήποτε, εκτός αν είναι μεγάλη ανάγκη, αλλά και τότε με προσοχή και προφύλαξη και σπάνια. Γιατί αυτά φέρνουν διασκορπισμό όχι μόνο στους αρχαρίους, αλλά και σ' αυτούς που πρόκοψαν ήδη.
Στην προσευχή που γίνεται με προσοχή, χωρίς δηλαδή καμιά άλλη σκέψη, με το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού» ο νους, ολότελα άυλα και αλάλητα, υψώνεται προς αυτόν τον μνημονευόμενο Κύριο, ενώ με το «ελέησόν με» γυρίζει προς τον εαυτό του, μη ανεχόμενος να μην προσεύχεται και για τον εαυτό του. Όταν όμως με την πείρα προκόψει στην αγάπη, τότε με μόνο το πρώτο υψώνεται προς τον Κύριο, αφού έλαβε πληροφορία για το δεύτερο.
Γι' αυτό οι Πατέρες δε φαίνονται ότι παρέδωσαν πάντοτε ολόκληρη την ευχή. Άλλος την αναφέρει ολόκληρη, όπως ο Χρυσόστομος· άλλος —όπως ο Παύλος—, το «Κύριε Ιησού» με την προσθήκη «με το Άγιο Πνεύμα»(Α΄ Κορ. 12, 3), όταν δηλαδή η καρδιά δεχτεί ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, με τη δύναμη της οποίας και προσεύχεται, πράγμα που χαρακτηρίζει εκείνους που έχουν προκόψει αλλά δεν έφτασαν ακόμη στην τελειότητα, της οποίας χαρακτηριστικό είναι ο φωτισμός.
Ο Ιωάννης της Κλίμακος λέει: «Με του Ιησού το όνομα μαστίγωνε τους εχθρούς», και: «Η μνήμη του Ιησού ας ενωθεί με την αναπνοή σου», και εκτός από το «Ιησού» δεν προσθέτει τίποτε άλλο. Επιτρέπεται όμως και στους αρχαρίους να προσεύχονται νοερά άλλοτε με όλα τα λόγια της προσευχής και άλλοτε με ένα μέρος, όπως είπαμε· να μην κάνουν όμως συνεχή εναλλαγή, για να μη διασπάται ο νους. Με την επιμονή στη μέθοδο της καθαρής προσευχής που είπαμε, αν και συμβαίνει να μη γίνεται εντελώς καθαρή, γιατί εμποδίζουν διάφορες εμπαθείς εντυπώσεις και λογισμοί, ο αγωνιζόμενος αποκτά την έξη της αβίαστης προσευχής με το να παραμένει ο νους μέσα στην καρδιά και να μην εισάγεται εκεί βίαια με την εισπνοή κι ευθύς πάλι να ξεφεύγει έξω, αλλά να παραμένει εκεί από μόνος του και να προσεύχεται. Και αυτό είναι και ονομάζεται καρδιακή προσευχή.
Προηγείται από αυτήν κάποια θέρμη μέσα στην καρδιά, η οποία διώχνει τα εμπόδια που υπήρχαν πρωτύτερα και εμπόδιζαν την προσευχή να εκτελείται τελείως καθαρά, κι έτσι ο νους προσεύχεται παραμένοντας ανεμπόδιστα μέσα στην καρδιά. Μέσα σε αυτή τη θέρμη και την προσευχή γεννιέται στην καρδιά η αγάπη προς τον μνημονευόμενο Κύριο Ιησού, που κάνει ν' αναβλύσουν άφθονα γλυκά δάκρυα από τον πόθο του Ιησού που μνημονεύεται.
Για να αξιωθεί λοιπόν κανείς αυτά και όσα ακολουθούν, που δεν είναι η ώρα να τ' αναφέρομε, πρέπει να φροντίζει όπως είπαμε να μη χάνει ποτέ το φόβο του Θεού, μαζί με τη μνήμη του Ιησού μέσα στην καρδιά και όχι μόνο επιφανειακά, για ν' αποφεύγει έτσι εύκολα όχι μόνο τα πονηρά έργα, αλλά και τους εμπαθείς λογισμούς και να προκόψει και να λάβει πληροφορία από εδώ της αγάπης του Θεού προς αυτόν. Μόνο ας μη ζητά τη φανέρωσή Του, για να μη δεχτεί εκείνον που είναι σκότος και υποκρίνεται ότι είναι φως.
Όταν δηλαδή ο νους βλέπει φως ενώ δεν το ζητά, να μην το παραδέχεται, μήτε όμως να το απορρίπτει· ας ερωτά εκείνον που μπορεί να του εξηγήσει, για να μάθει την αλήθεια. Και αν μεν βρει εκείνον που θα τον διδάξει, όχι όπως μόνο από τη Γραφή έχει μάθει αλλά καθώς και ο ίδιος έπαθε το μακάριο φωτισμό, ας είναι ο Θεός δοξασμένος· αν όμως όχι, είναι καλύτερο να μην παραδεχτεί το όραμα, αλλά ας καταφύγει με ταπείνωση στο Θεό, αποκαλώντας τον εαυτό του ανάξιο αυτής της θεωρίας, όπως το διδαχτήκαμε και τούτο στην πράξη από τους Πατέρες.
Γιατί αν και σε άλλα συγγράμματά τους αναφέρουν τα σημάδια του πλανεμένου και του απλανούς φωτισμού, αλλά όπως άκουσες προφορικά όσα προείπα, έτσι και γι' αυτό θ' ακούσεις όταν είναι καιρός. Αλλά τώρα δεν είναι καιρός. Τώρα πρέπει μαζί με άλλα και πριν από άλλα να μάθεις και τούτο· ότι, όπως εκείνος που θέλει να μάθει να ρίχνει με το τόξο, δεν το τεντώνει χωρίς να σημαδεύει κάπου, έτσι κι εκείνος που θέλει να μάθει να ησυχάσει, ας έχει σαν στόχο του την αδιάκοπη πραότητα της καρδιάς.
Ποτέ και σε τίποτε να μην ταράζει ούτε να ταράζεται, εκτός αν ο λόγος είναι για την ευσέβεια. Αυτό μπορεί να κατορθωθεί εύκολα, αν τ' αποφεύγει όλα και συνήθως σιωπά. Αν όμως συμβεί ποτέ κάποια ταραχή, ευθύς να μετανοεί και να καταμέμφεται τον εαυτό του, και να προσέχει στο εξής, ώστε ήσυχα και με καθαρή συνείδηση, αφού βάλει αρχή να επικαλείται τον Ιησού, όπως προείπαμε, να αποκτήσει προχωρώντας τη θεία χάρη ν' αναπαύεται στην ψυχή του.
Και δεν είναι τούτο μόνο· αλλά και θ' αναπαύει η χάρη την ψυχή τελείως από τους δαίμονες και τα πάθη που την ενοχλούσαν προηγουμένως και θα την ευφραίνει με άρρητη ευφροσύνη. Γιατί αν και αυτά ενοχλούν πάλι, δεν μπορούν όμως να ενεργήσουν, επειδή δεν κλίνει προς αυτά η ψυχή, ούτε ποθεί την ηδονή τους, αφού όλος ο πόθος του ανθρώπου αυτού έχει ανυψωθεί προς τον Κύριο που του έδωσε τη χάρη Του.
Αυτός λοιπόν δέχεται επιθέσεις κατά παραχώρηση Θεού, όχι από εγκατάλειψη. Γιατί; Για να μην υπερηφανευτεί ο νους του για το αγαθό που βρήκε, αλλά με τον πόλεμο που δέχεται να αποκτά ολοένα μεγαλύτερη ταπείνωση, με την οποία όχι μόνο νικά τους υπερήφανους εχθρούς, αλλά και αξιώνεται να λάβει όλο και μεγαλύτερες δωρεές. Είθε ν' αξιωθούμε κι εμείς τις δωρεές αυτές από το Χριστό, ο οποίος ταπείνωσε τον εαυτό Του για χάρη μας(Φιλιπ. 2, 8) και παρέχει πλούσια τη χάρη Του στους ταπεινούς(Ιακ. 4, 6) και τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
---------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 207-212).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.