(του Διονυσίος Ψαριανού (Μητροπολίτη Σερβίων καί Κοζάνης (+))
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία γιορτάζει καὶ τιμᾶ τὴν ἱερὴ μνήμη τοῦ ὁσίου ἀσκητῆ Σισώη. Ὁ ἅγιος Σισώης ἔχει τὸν τίτλο τοῦ μεγάλου, ὅπως ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, γιατί πραγματικὰ ὑπῆρξε μεγάλος ἀσκητής, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ ἄλλους δύο στὴν ἴδια ἐποχή, ποὺ εἶχαν κι ἐκεῖνοι τὸ ἴδιο ὄνομα. Ὁ ἅγιος Σισώης στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας του παράτησε τὰ ἐγκόσμια κι ἔφυγε στὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου, ἐκεῖ ποὺ πρὶν λίγα χρόνια εἶχε ἀσκητέψει ὁ ἅγιος Ἀντώνιος. Δὲν τὸν τράβηξε πρὸς τὰ ἐκεῖ μόνο ὁ τόπος, ἀλλὰ καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ τὸν μιμηθεῖ στὶς ἀρετές του.
Τὸ πρῶτο ποὺ φρόντιζε ὁ ἅγιος Σισώης ἦταν νὰ παραμένει ἄγνωστος, ἀλλὰ οἱ μαθητὲς τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, θαυμάζοντας τὴν ἁγιότητά του, ἔτρεχαν καὶ γίνονταν δικοί του μαθητές. Γιατί ἡ ἀρετή, ὅσο καὶ νὰ θέλει νὰ κρυφτεῖ, δὲν κρύβεται· εἶναι, ὅπως λέγει ὁ Ἰησοῦς Χριστός, «σὰν μία πόλη, ποὺ εἶναι χτισμένη ἐπάνω στὸ βουνὸ καὶ φαίνεται ἀπὸ παντοῦ». Ὁ ἅγιος Σισώης ἦταν τόσο ἀπελευθερωμένος κι ἀνεξάρτητος ἀπὸ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες, ποὺ πολλὲς φορὲς ξεχνοῦσε καὶ νὰ φάει. Τότε ἕνας μαθητής του, ποὺ τὸν ἔλεγαν Ἀβραάμ, τοῦ τὸ ὑπενθύμιζε καὶ τοῦ ἔλεγε, σὰν ποὺ οἱ μαθητὲς ἔλεγαν στὸν Ἰησοῦ Χριστό· «Ραββί, φάγε».
Ὁ ἅγιος Σισώης ἦταν ἄνθρωπος τῆς θερμῆς προσευχῆς. Ὅταν προσευχόταν, ἡ καρδιὰ του ἦταν, σὰν καὶ νὰ τὴν ἔκαιε φωτιά. Γι’ αὐτὸ οἱ μαθητὲς του τὸν ἄκουγαν, ποὺ συχνὰ ἀναστέναζε βαθειά. Ἡ ἀληθινὴ προσευχὴ εἶναι μία αἱματηρὴ ἀγωνία, τέτοια σὰν ἐκείνη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ τὸ μυστικὸ δεῖπνο, τότε ποὺ προσευχόταν στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ· ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς γράφει ὅτι ὁ ἱδρώτας του ἔσταζε σὰν αἷμα στὴ γῆ. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, σὰν ἄνθρωπος, ἀγωνιοῦσε πρὶν ἀπὸ τὸ ἑκούσιο πάθος του· ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι προσευχόμαστε κι ἀγωνιοῦμε μπροστὰ στὸ φόβο τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ ἅγιος Σισώης ἦταν ἐπίσης ἄνθρωπος τῆς ταπεινοφροσύνης. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ πρώτη ἀρετὴ κάθε πιστοῦ. Γι’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Σισώης πρὶν ἀπ’ ὅλα φοβόταν νὰ τὸν ἐπαινοῦν. Τοῦ ἄρεσε νὰ προσεύχεται μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια, κι ὅμως ἀπέφευγε νὰ τὰ σταυρώνει, γιὰ νὰ μὴν τὸν βλέπουν πὼς προσεύχεται. Ἕνας μοναχὸς μία μέρα τοῦ εἶπε· «Αἰσθάνομαι πὼς πάντα εἶμαι κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ». Κι ὁ ἅγιος Σισώης τοῦ ἀπάντησε· «Δὲν φτάνει πρέπει νὰ αἰσθάνεσαι πὼς εἶσαι καὶ παρακάτω ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀδελφούς σου». Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στὴν «ἐπὶ τοῦ ὄρους» ὁμιλία μακάρισε πρῶτα τοὺς ταπεινόφρονες· «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι…».
Παρ’ ὅλη τὴν ἀσκητικότητά του, ὁ ἅγιος Σισώης παραπονιότανε στὸν ἑαυτό του πὼς ἦταν ἀνάξιος μοναχὸς καὶ ἀσκητής. Κάποτε ἕνας συνασκητὴς ἀδελφὸς παραπονιόταν κι αὐτὸς πὼς δὲν εἶχε ἀκόμα τὴ θερμότητα τῆς ψυχῆς τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου. Τότε ὁ ἅγιος Σισώης τοῦ εἶπε• «Ἐγώ, ἂν εἶχα κι ἕνα μόνο ἀπὸ τὰ αἰσθήματα τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, θὰ αἰσθανόμουν τὸν ἑαυτό μου νὰ καίγεται ἀπὸ θεϊκὴ ἀγάπη». Ἤθελε νὰ πεῖ ὁ ἅγιος καὶ μεγάλος ἀσκητὴς ὅτι ἡ ἁγιοσύνη δὲν εἶναι ἀνθρώπινο κατόρθωμα, ἀλλὰ δωρεὰ καὶ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀνάλογη μὲ τὴν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἅγιος Σισώης φοβόταν τὰ πολλὰ λόγια, γι’ αὐτὸ ἀπέφευγε νὰ ὁμιλεῖ, κι ὅταν μιλοῦσε ἦταν πάρα πολὺ σύντομος. Τριάντα χρόνια ἔλεγε πάντα τὴν προσευχή του· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, μὴν ἀφήσεις νὰ ἁμαρτήσω σήμερα μὲ τὴ γλώσσα μου». Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος γράφει στὴν ἐπιστολή του· «Εἰ τὶς ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ». Κι ὁ ἅγιος Σισώης ἤθελε πολὺ νὰ ἀποκτήσει αὐτὴν τὴν τελειότητα. Ἡ τελευτὴ τοῦ βίου τοῦ ἁγίου Σισώη ἦταν εἰρηνικὴ τελείωση ἑνὸς ἁγίου. Ξαπλωμένος στὸ ξυλοκρέββατό του, ἔλεγε· «Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος μαζὶ μὲ τοὺς Προφῆτες καὶ τοὺς Ἀγγέλους ἔρχονται νὰ παραλάβουν τὴ ψυχή μου». Κι ἐκεῖ ποὺ ἔβλεπε κι ἔλεγε αὐτά, ἔκλεισε τὰ μάτια του στὸ φῶς τοῦ αἰσθητοῦ ἥλιου καὶ «μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». Ἀμήν.
--------------------------------------------
πηγή: trelogiannis.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.