68. Μερικοί αμφιβάλλουν ακόμη, επειδή δέχονται τις φαντασίες και τις πολλές και ποικίλες θεωρίες, και μας εναντιώνονται νομίζοντας ότι τάχα ακολουθούν τους Αγίους. Κι αυτό γιατί ο Θεολόγος Γρηγόριος λέει ότι ο Θεός μόνο με το νου σκιαγραφείται, όχι από την ουσία Του αλλά από τις ιδιότητές Του, με τη συνένωση διαφόρων φαντασιών σε μία εικόνα της αλήθειας· και ο θείος Μάξιμος, ότι δεν μπορεί ο νους να φτάσει στην απάθεια από μόνη την πράξη, αν δεν έχει διαδοχικά πολλές και ποικίλες θεωρίες· και άλλοι Άγιοι διακηρύττουν τα ίδια με αυτούς.
Αυτοί λοιπόν ας γνωρίζουν ότι οι Άγιοι εκείνοι δεν τα είπαν αυτά αναφερόμενοι στην «κατά παραδοχήν» πνευματική εργασία και χάρη, δηλαδή στη γνώση και την εποπτεία του Θεού, η οποία ενώνει με σαφή πείρα τον άνθρωπο με το Θεό, αλλά αναφέρονταν στην «κατ' επιβολήν» θεωρία, δηλαδή στη θεωρία που συλλέγεται από τη σοφία και την αναλογία και την αρμονία των όντων και πλησιάζει αμυδρά την έννοια περί Θεού και που μπορούν πολλοί ή μάλλον όλοι γενικά να τη χρησιμοποιούν και να τη διανοούνται. Αυτό θα το καταλάβει καθαρά όποιος εξετάσει με προσοχή τα παραπάνω αποσπάσματα των Αγίων ή άλλα παρόμοια.
Όπως είναι γραμμένο, από το μέγεθος και την ομορφιά των κτισμάτων κατανοείται ανάλογα ο Δημιουργός(Σ. Σολ. 13, 5)· όχι όμως από την κοσμική και εθνική, φλύαρη και μάταιη τεχνική μάθηση. Γιατί αυτή, σαν άσεμνη δούλη που καμαρώνει με υπερηφάνεια για την επιστημονική και σοφιστική και επιδεικτική ικανότητά της και δε μαθητεύει στην ευαγγελική πίστη και ταπείνωση και στην αληθινή συγκατάθεση στα θεία, έχει εξοστρακιστεί μακριά από τα ιερά πρόθυρα.
Εμείς όμως τώρα μιλάμε για την τέλεια και ενυπόστατη έλλαμψη, όπως ήταν εκείνη την οποία «έπαθαν» με τρόπο άρρητο οι πρόκριτοι των Αποστόλων που ανέβηκαν μαζί με τον Ιησού στο όρος Θαβώρ, δεχόμενοι την καλή και πράγματι μακάρια αλλοίωση από το δεξί χέρι του Υψίστου(Ψαλμ. 76, 11), και αξιώθηκαν να δουν την αόρατη βασιλεία και θεότητα με τα αισθητά μάτια τους, τα οποία μεταποιήθηκαν προς το θειότερο, έγιναν δηλαδή πνευματικά με τη δύναμη του Παναγίου Πνεύματος.
Όσο απέχει η ανατολή από τη δύση και ο ουρανός από τη γη, και όσο ανώτερη είναι η ψυχή από το σώμα, τόσο απέχει η «κατά παραδοχήν» εργασία και χάρη από την «κατ' επιβολήν». Γιατί η «κατ' επιβολήν», όπως είπαμε, προχωρεί εξωτερικά, συλλέγοντας από την κανονική κίνηση, τάξη και συνάθροιση των όντων διάφορες φαντασίες που τις συνενώνει σε μια εικόνα της αλήθειας κι έτσι υψώνεται με πίστη στο Θεό.
Η «κατά παραδοχήν» γίνεται κατά τρόπο άμεσο και υποστατικό από τον ίδιο το Θεό μέσα στην καρδιά, ενίοτε και έξω, και τότε μεταδίδει και στο σώμα φανερά υπέρ έννοιαν τη θεία έλλαμψη και το θειότατο φωτισμό της. Αυτό συμβαίνει επειδή η καρδιά πάσχει υπερφυσικά, κατά το σοφότατο Μάξιμο, αλλά δεν ενεργεί η ίδια την αγέννητη θέωση.
Γιατί λέει ο Άγιος αυτός: «Ονομάζω αγέννητη θέωση την κατ' είδος υποστατική έλλαμψη της θεότητας· αυτή δεν έχει γέννηση, αλλά ακατανόητη φανέρωση στους αξίους».
Στα παραπάνω συμφωνεί και ο μέγας Διονύσιος λέγοντας: «Πρέπει να γνωρίζομε ότι ο νους μας έχει τη δύναμη να νοεί, με την οποία βλέπει τα νοητά. Έχει επίσης τη δυνατότητα της ενώσεως, η οποία υπερβαίνει τη φύση του νου, και μέσω αυτής ενώνεται με τα πάνω και πέρα από αυτόν».
Και ο όσιος Ισαάκ: «Έχομε δύο ψυχικά μάτια, όπως λένε οι Πατέρες, δεν είναι όμως ίδια η χρησιμότητα της θεωρίας από το καθένα. Με το ένα μάτι βλέπομε τα κρυμμένα μέσα στις φύσεις των όντων, δηλαδή τη δύναμη του Θεού, τη σοφία Του και την πρόνοιά Του για μας, την οποία αντιλαμβανόμαστε από την αγιότητα με την οποία μας κυβερνά. Με το άλλο μάτι θεωρούμε τη δόξα της αγίας Του φύσεως, όταν ευδοκήσει ο Θεός να μας εισαγάγει στα πνευματικά μυστήρια».
Και ο θείος Διάδοχος: «Τα θεία χαρίσματα είναι όλα του ενός Αγίου Πνεύματος, και η σοφία και η γνώση, καθώς και όλα τα άλλα. Το καθένα όμως έχει δική του ενέργεια. Γι' αυτό σε άλλον δίνεται σοφία, σε άλλον γνώση από το ίδιο Πνεύμα, όπως μαρτυρεί ο Απόστολος(Α΄ Κορ. 2, 8). Η γνώση ενώνει με την ίδια την πείρα τον άνθρωπο με το Θεό, χωρίς όμως να κινεί την ψυχή σε λόγους περί των όντων· γι' αυτό και μερικοί που ασκούν το μοναχικό βίο, φωτίζονται από τη γνώση με νοερή αίσθηση, αλλά η ψυχή τους δεν κινείται σε θείους λόγους. Η σοφία όμως, όταν δοθεί με φόβο σε κάποιον μαζί με τη γνώση —πράγμα σπάνιο—, φανερώνει τις ίδιες τις ενέργειες της γνώσεως· γιατί η γνώση συνηθίζει να φωτίζει με την ενέργεια, ενώ η σοφία με το λόγο. Τη γνώση την προξενεί η προσευχή και η πολλή ησυχία με τέλεια αμεριμνία, ενώ τη σοφία την προξενεί η μελέτη των λόγων του Θεού που γίνεται χωρίς κενοδοξία, και προπάντων η χάρη του Θεού».
Και ο άγιος Μάξιμος λέει στα Σχόλια: «Το πηγάδι του Ιακώβ(Ιω. 4, 5-14) είναι η Γραφή. Το νερό είναι η γνώση που περιέχεται στη Γραφή. Το βάθος του πηγαδιού είναι η δυσκολοερμήνευτη θεωρία των γραφικών αινιγμάτων. Το δοχείο για την άντληση είναι η μάθηση του θείου λόγου μέσω αναγνώσεως, την οποία δεν είχε ο Κύριος, αφού είναι Αυτολόγος και δεν παρέχει σ' όσους πιστεύουν τη γνώση που προέρχεται από μάθηση και μελέτη, αλλά δωρίζει στους αξίους την αέναη και παντοτινή σοφία που πηγάζει από την αέναη πνευματική χάρη.
Γιατί το δοχείο για την άντληση, δηλαδή η μάθηση, παίρνει ένα ελάχιστο μέρος της γνώσεως και αφήνει το όλον, που δεν το συλλαμβάνει κανένας λόγος· ενώ η κατά χάρη γνώση έχει το σύνολο —και μάλιστα χωρίς μελέτη— της δυνατής στους ανθρώπους σοφίας, η οποία αναβλύζει κατά διαφόρους τρόπους, ανάλογα με τις ανάγκες».
Και πάλι ο άγιος Διάδοχος λέει: «Ο νους μας τις πιό πολλές φορές στην προσευχή δυσανασχετεί, γιατί η αρετή της προσευχής του επιβάλλει να συγκεντρώνεται και να περιορίζεται πολύ· ενώ στη θεολογία δίνει με χαρά τον εαυτό του, γιατί είναι πλατιά και απεριόριστα τα αντικείμενα των θείων θεωριών. Για να μην ανοίγομε λοιπόν στο νου μας το δρόμο να θέλει να λέει πολλά και να πετά υπέρμετρα από χαρά, ας σχολάζομε κυρίως στην προσευχή, την ψαλμωδία και την ανάγνωση των αγίων Γραφών.
Αλλά να μην παραβλέπομε και τις διδασκαλίες των λογίων ανδρών, των οποίων η πίστη φανερώνεται από τους λόγους τους. Με τον τρόπο αυτό θα εμποδίσομε το νου να αναμιγνύει δικά του λόγια μαζί με τα λόγια της χάρης ή να πέσει σε κενοδοξία παρασυρμένος από την πολλή χαρά και την πολυλογία.
Αλλά και στον καιρό της θεωρίας θα τον προφυλάξομε από κάθε φαντασία και όλες σχεδόν τις έννοιές του θα κάνομε να συνοδεύονται από δάκρυα. Γιατί όταν ο νους αναπαύεται κατά τον καιρό της ησυχίας και καταγλυκαίνεται, και μάλιστα από το γλυκασμό της προσευχής, όχι μόνο ξεφεύγει τους κινδύνους που αναφέραμε, αλλά και ανανεώνεται όλο και περισσότερο στο να κινείται με δύναμη και χωρίς κόπο στις θείες θεωρίες· εκτός του ότι προοδεύει στη γνώση της διακρίσεως με μεγάλη ταπείνωση. Πλην όμως πρέπει να γνωρίζομε ότι υπάρχει και προσευχή που ξεπερνά κάθε πλάτος· αυτή όμως είναι μόνο για εκείνους που με κάθε πνευματική αίσθηση και πληροφορία είναι γεμάτοι από την αγία χάρη».
Άκουσες; Υπάρχει λέει προσευχή που ξεπερνάει κάθε πλάτος, η οποία είναι για εκείνους που είναι γεμάτοι από το θειότατο φωτισμό της χάρης με κάθε αίσθηση και πληροφορία, δηλαδή μέσα στην καρδιά με τρόπο υπερφυσικό και ενυπόστατο. Αυτήν ο άγιος Ισαάκ την ονομάζει μνήμη ασφράγιστη, δηλαδή ασχημάτιστη, άμορφη και απλή. Και άλλοι άγιοι Πατέρες της δίνουν άλλα ονόματα.
Εμείς όμως τώρα μιλάμε για την τέλεια και ενυπόστατη έλλαμψη, όπως ήταν εκείνη την οποία «έπαθαν» με τρόπο άρρητο οι πρόκριτοι των Αποστόλων που ανέβηκαν μαζί με τον Ιησού στο όρος Θαβώρ, δεχόμενοι την καλή και πράγματι μακάρια αλλοίωση από το δεξί χέρι του Υψίστου(Ψαλμ. 76, 11), και αξιώθηκαν να δουν την αόρατη βασιλεία και θεότητα με τα αισθητά μάτια τους, τα οποία μεταποιήθηκαν προς το θειότερο, έγιναν δηλαδή πνευματικά με τη δύναμη του Παναγίου Πνεύματος.
Όσο απέχει η ανατολή από τη δύση και ο ουρανός από τη γη, και όσο ανώτερη είναι η ψυχή από το σώμα, τόσο απέχει η «κατά παραδοχήν» εργασία και χάρη από την «κατ' επιβολήν». Γιατί η «κατ' επιβολήν», όπως είπαμε, προχωρεί εξωτερικά, συλλέγοντας από την κανονική κίνηση, τάξη και συνάθροιση των όντων διάφορες φαντασίες που τις συνενώνει σε μια εικόνα της αλήθειας κι έτσι υψώνεται με πίστη στο Θεό.
Η «κατά παραδοχήν» γίνεται κατά τρόπο άμεσο και υποστατικό από τον ίδιο το Θεό μέσα στην καρδιά, ενίοτε και έξω, και τότε μεταδίδει και στο σώμα φανερά υπέρ έννοιαν τη θεία έλλαμψη και το θειότατο φωτισμό της. Αυτό συμβαίνει επειδή η καρδιά πάσχει υπερφυσικά, κατά το σοφότατο Μάξιμο, αλλά δεν ενεργεί η ίδια την αγέννητη θέωση.
Γιατί λέει ο Άγιος αυτός: «Ονομάζω αγέννητη θέωση την κατ' είδος υποστατική έλλαμψη της θεότητας· αυτή δεν έχει γέννηση, αλλά ακατανόητη φανέρωση στους αξίους».
Στα παραπάνω συμφωνεί και ο μέγας Διονύσιος λέγοντας: «Πρέπει να γνωρίζομε ότι ο νους μας έχει τη δύναμη να νοεί, με την οποία βλέπει τα νοητά. Έχει επίσης τη δυνατότητα της ενώσεως, η οποία υπερβαίνει τη φύση του νου, και μέσω αυτής ενώνεται με τα πάνω και πέρα από αυτόν».
Και ο όσιος Ισαάκ: «Έχομε δύο ψυχικά μάτια, όπως λένε οι Πατέρες, δεν είναι όμως ίδια η χρησιμότητα της θεωρίας από το καθένα. Με το ένα μάτι βλέπομε τα κρυμμένα μέσα στις φύσεις των όντων, δηλαδή τη δύναμη του Θεού, τη σοφία Του και την πρόνοιά Του για μας, την οποία αντιλαμβανόμαστε από την αγιότητα με την οποία μας κυβερνά. Με το άλλο μάτι θεωρούμε τη δόξα της αγίας Του φύσεως, όταν ευδοκήσει ο Θεός να μας εισαγάγει στα πνευματικά μυστήρια».
Και ο θείος Διάδοχος: «Τα θεία χαρίσματα είναι όλα του ενός Αγίου Πνεύματος, και η σοφία και η γνώση, καθώς και όλα τα άλλα. Το καθένα όμως έχει δική του ενέργεια. Γι' αυτό σε άλλον δίνεται σοφία, σε άλλον γνώση από το ίδιο Πνεύμα, όπως μαρτυρεί ο Απόστολος(Α΄ Κορ. 2, 8). Η γνώση ενώνει με την ίδια την πείρα τον άνθρωπο με το Θεό, χωρίς όμως να κινεί την ψυχή σε λόγους περί των όντων· γι' αυτό και μερικοί που ασκούν το μοναχικό βίο, φωτίζονται από τη γνώση με νοερή αίσθηση, αλλά η ψυχή τους δεν κινείται σε θείους λόγους. Η σοφία όμως, όταν δοθεί με φόβο σε κάποιον μαζί με τη γνώση —πράγμα σπάνιο—, φανερώνει τις ίδιες τις ενέργειες της γνώσεως· γιατί η γνώση συνηθίζει να φωτίζει με την ενέργεια, ενώ η σοφία με το λόγο. Τη γνώση την προξενεί η προσευχή και η πολλή ησυχία με τέλεια αμεριμνία, ενώ τη σοφία την προξενεί η μελέτη των λόγων του Θεού που γίνεται χωρίς κενοδοξία, και προπάντων η χάρη του Θεού».
Και ο άγιος Μάξιμος λέει στα Σχόλια: «Το πηγάδι του Ιακώβ(Ιω. 4, 5-14) είναι η Γραφή. Το νερό είναι η γνώση που περιέχεται στη Γραφή. Το βάθος του πηγαδιού είναι η δυσκολοερμήνευτη θεωρία των γραφικών αινιγμάτων. Το δοχείο για την άντληση είναι η μάθηση του θείου λόγου μέσω αναγνώσεως, την οποία δεν είχε ο Κύριος, αφού είναι Αυτολόγος και δεν παρέχει σ' όσους πιστεύουν τη γνώση που προέρχεται από μάθηση και μελέτη, αλλά δωρίζει στους αξίους την αέναη και παντοτινή σοφία που πηγάζει από την αέναη πνευματική χάρη.
Γιατί το δοχείο για την άντληση, δηλαδή η μάθηση, παίρνει ένα ελάχιστο μέρος της γνώσεως και αφήνει το όλον, που δεν το συλλαμβάνει κανένας λόγος· ενώ η κατά χάρη γνώση έχει το σύνολο —και μάλιστα χωρίς μελέτη— της δυνατής στους ανθρώπους σοφίας, η οποία αναβλύζει κατά διαφόρους τρόπους, ανάλογα με τις ανάγκες».
Και πάλι ο άγιος Διάδοχος λέει: «Ο νους μας τις πιό πολλές φορές στην προσευχή δυσανασχετεί, γιατί η αρετή της προσευχής του επιβάλλει να συγκεντρώνεται και να περιορίζεται πολύ· ενώ στη θεολογία δίνει με χαρά τον εαυτό του, γιατί είναι πλατιά και απεριόριστα τα αντικείμενα των θείων θεωριών. Για να μην ανοίγομε λοιπόν στο νου μας το δρόμο να θέλει να λέει πολλά και να πετά υπέρμετρα από χαρά, ας σχολάζομε κυρίως στην προσευχή, την ψαλμωδία και την ανάγνωση των αγίων Γραφών.
Αλλά να μην παραβλέπομε και τις διδασκαλίες των λογίων ανδρών, των οποίων η πίστη φανερώνεται από τους λόγους τους. Με τον τρόπο αυτό θα εμποδίσομε το νου να αναμιγνύει δικά του λόγια μαζί με τα λόγια της χάρης ή να πέσει σε κενοδοξία παρασυρμένος από την πολλή χαρά και την πολυλογία.
Αλλά και στον καιρό της θεωρίας θα τον προφυλάξομε από κάθε φαντασία και όλες σχεδόν τις έννοιές του θα κάνομε να συνοδεύονται από δάκρυα. Γιατί όταν ο νους αναπαύεται κατά τον καιρό της ησυχίας και καταγλυκαίνεται, και μάλιστα από το γλυκασμό της προσευχής, όχι μόνο ξεφεύγει τους κινδύνους που αναφέραμε, αλλά και ανανεώνεται όλο και περισσότερο στο να κινείται με δύναμη και χωρίς κόπο στις θείες θεωρίες· εκτός του ότι προοδεύει στη γνώση της διακρίσεως με μεγάλη ταπείνωση. Πλην όμως πρέπει να γνωρίζομε ότι υπάρχει και προσευχή που ξεπερνά κάθε πλάτος· αυτή όμως είναι μόνο για εκείνους που με κάθε πνευματική αίσθηση και πληροφορία είναι γεμάτοι από την αγία χάρη».
Άκουσες; Υπάρχει λέει προσευχή που ξεπερνάει κάθε πλάτος, η οποία είναι για εκείνους που είναι γεμάτοι από το θειότατο φωτισμό της χάρης με κάθε αίσθηση και πληροφορία, δηλαδή μέσα στην καρδιά με τρόπο υπερφυσικό και ενυπόστατο. Αυτήν ο άγιος Ισαάκ την ονομάζει μνήμη ασφράγιστη, δηλαδή ασχημάτιστη, άμορφη και απλή. Και άλλοι άγιοι Πατέρες της δίνουν άλλα ονόματα.
----------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 89-92).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.