Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΔΙΤΤΟΤΗΤΑ ΣΤΗ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
Είναι αναγκαίο να ξαναθυμίσουμε δτι και για την ορθόδοξη θεολογία αυτό ήταν ένα αναπάντητο ερώτημα. Εντούτοις, κα για τους Μονοφυσίτες ήταν αναπάντητο. Με άλλα λόγια, μέσα στα όρια των Μονοφυσιτικών λογικών προϋποθέσεων αυτό μπορούσε να απαντηθεί μόνο με την παραδοχή της παθητικής αφομοιώσεως του ανθρωπίνου από το Θείον.
Όλες αυτές oι συζητήσεις φανερώνουν τη σύγχυση και την ασάφεια ενός θρησκευτικού δράματος που επλήγη από τον άνθρωπολογικό ησυχασμό. Υπάρχει μια εσωτερική διττότητα στη Μονοφυσιτική κίνηση, μια διχοτομία αισθήματος και σκέψεως, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η Μονοφυσιτική θεολογία ήταν πιο ορθόδοξη από τα ιδεώδη τους ή, για να το πούμε διαφορετικά, ότι oι θεολόγοι στο Μονοφυσιτισμό ήταν πιο ορθόδοξοι από τους περισσότερους πιστούς αλλά oι θεολόγοι εμποδίζονταν να επιτύχουν την ύψιστη σαφήνεια από την ακατάλληλη «Μονοφυσιτική» γλώσσα. Γι' αυτό, ο Μονοφυσιτισμός γίνεται «περισσότερο ορθόδοξος» κατά έναν αναπάντεχο τρόπο ακριβώς όταν το θρησκευτικό κύμα υποχώρησε και η θεολογία έδωσε τη θέση της στο σχολαστικισμό.
Είναι σ' αυτήν την εποχή που η Μονοφυσιτική εγγύτητα προς τον Άγ. Κύριλλο φαίνεται τόσο προφανής γιατί αυτή είναι εγγύτητα στους λόγους, όχι στο πνεύμα. Η πηγή του Μονοφυσιτισμού δεν μπορεί να βρεθεί στις δογματικές διατυπώσεις αλλά στο θρησκευτικό πάθος. Όλο το πάθος του Μονοφυσιτισμού βρίσκεται στην αυτο-ταπείνωση του ανθρώπου, σε μια έντονη ανάγκη να υπερνικήσει το ανθρώπινο ως ανθρώπινο, και γι' αυτό στον ενστικτώδη αγώνα να διακρίνει τον Θε-Ανθρωπο από τον άνθρωπο πιο καθαρά ακόμα και μέσα στην ανθρωπότητά του. Αυτός ο αγώνας μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορες μορφές και με διάφορη δύναμη, που εξαρτάται από το πόσο σαφής και πόσο περιορισμένη είναι αυτή η καίουσα δίψα για ανθρώπινη αυτο-ταπείνωση η οποία ξεσπά από τα σκοτεινά βάθη του υποσυνειδήτου.
Δεν είναι τυχαίο που ο Μονοφυσιτισμός συνδέονταν τόσο στενά με τον ασκητικό φανατισμό, με τον ασκητικό αυτο-βασανισμό και με τη βία των αισθημάτων. Ούτε είναι τυχαίο ότι Ωριγενιστικά θέματα μιας καθολικής αποκαταστάσεως αναβίωσαν για μια ακόμα φορά σε Μονοφυσιτικούς κύκλους. Από αυτήν την άποψη η μοναχική μορφή του Σύρου μυστικού Στέφανου Bar-Sudhaile και η διδασκαλία του για καθολική αποκατάσταση και για μια «ομοουσιότητα» όλων των δημιουργημάτων με τον Θεό είναι ιδιαίτερα σημαντική.
Ο Νεοπλατωνικός μυστικισμός διασταυρώνεται παραδόξως με την ανατολική μοιρολατρία. Μια αποθέωση της αυτο-ταπεινώσεως - τέτοιο είναι το παράδοξο του Μονοφυσιτισμού, και μόνο με αυτές τις ψυχολογικές προδιαθέσεις μπορεί κανείς να καταλάβει την τραγική ιστορία του Μονοφυσιτισμού. Ο αργοπορημένος επίλογος στη Μονοφυσιτική κίνηση θα είναι η τραγική Μονοθελητική λογομαχία.
Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΛΟΓΟΜΑΧΙΑ ΚΑΙ Η ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ
Στις δογματικές συζητήσεις του πέμπτου και έκτου αιώνα τέθηκε με πολλή δριμύτητα το ερώτημα της σημασίας των θεολογικών παραδόσεων. Η διδασκαλία της Εκκλησίας ήταν αμετάβλητη. Γι' αυτό ένα επιχείρημα βασισμένο στην αρχαιότητα, μια αναφορά στο παρελθόν, έχει μια ιδιαίτερη αποδεικτική ισχύν. Στις θεολογικές συζητήσεις αυτήν την εποχή η μαρτυρία από τους πατέρες παρατίθεται και μελετάται με ιδιαίτερη προσοχή.
Πράγματι, τώρα συντίθενται κώδικες και συλλογές των κειμένων των Πατέρων. Εντούτοις, την ίδια εποχή ανακαλύπτεται η ανάγκη να εκτιμηθεί το παρελθόν με κριτικόν τρόπο. Όλες οι ιστορικές παραδόσεις δεν μπορούν να γίνουν δεκτές. Το ερώτημα τέθηκε για πρώτη φορά ήδη τον τέταρτο αιώνα σε σχέση με τις διδασκαλίες του Ωριγένη. Αλλά ο Ωριγενισμός στην Τριαδολογική θεολογία υπερνικήθηκε σχεδόν σιωπηλά και το όνομα του Ωριγένη μνημονεύθηκε πολύ σπάνια.
Διαφορετικό ήταν ένα ερώτημα της Αντιοχειανής παραδόσεως. Στις Νεστοριανικές φιλονικίες καχυποψία επέπεσε πάνω σε όλο το θεολογικό παρελθόν της Ανατολής. Και εις απάντηση ετέθη το αντίθετο ερώτημα - για την Αλεξανδρινή παράδοση. Με την πάροδο του χρόνου γίνονταν όλο και περισσότερο προφανής η ανάγκη για μια κριτική σύνθεση και για μια αναθεώρηση των παραδόσεων, και κατά τους χρόνους του Ιουστινιανού έγινε η πρώτη προσπάθεια που κατέληξε σε μια Ιστορική σύνοψη.
Αυτή είναι η σημασία της Πέμπτης Οικουμενικής Συνόδου, το 553. Αυτή συγκλήθηκε για να κρίνει Τα Τρία Κεφάλαια - δηλαδή, να κρίνει κατ' ουσίαν την Αντιοχειανή θεολογία. Δεν είναι παράδοξο, εντούτοις, ότι σ' αυτήν τη σύνοδο τέθηκε επίσης και ένα γενικώτερο ερώτημα - το ερώτημα των «εγκρίτων πατέρων».
Ένας κατάλογος των πατέρων προτάθηκε από τον αυτοκράτορα σε μια του επιστολή που ο ίδιος διάβασε στην εναρκτήρια συνεδρίαση της Πέμπτης Οικουμενικής Συνόδου και ξαναδιαβάστηκε στην τρίτη συνεδρίασή της. Αυτός ο κατάλογος ρίχνει φως πάνω στη γενική και αόριστη αναφορά: «σύμφωνα με τις διδασκαλίες των Πατέρων», «επόμενοι ταις διδασκαλίαις των Αγίων Πατέρων».
Τα ακόλουθα ονόματα δόθηκαν: Αθανάσιος, Ιλάριος, Βασίλειος, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Γρηγόριος Νύσσης, Αμβρόσιος, Αυγουστίνος, Ιωάννης Χρυσόστομος, Θεόφιλος, Κύριλλος, Πρόκλος, καί Λέων. Αισθάνεται κανείς ένα ορισμένο σχήμα στην εκλογή των ονομάτων.
Φυσικά, οι δυτικοί ονομάζονται ακριβώς προς χάριν της Δύσεως - αυτοί δεν είχαν ποτέ καμιά αισθητή επίδραση στην Ανατολή και ήταν πολύ λίγο γνωστοί στην Ανατολή. Αλλά είναι χαρακτηριστικό ότι από τους «Ανατολικούς» μόνο ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος κατονομάστηκε - παραδόξως ακριβώς κοντά με τον Θεόφιλο! Αυτό είναι ό,τι σήμαινε η κρίση για την «Ανατολή». Τα ονόματα των μεγάλων πατέρων του τέταρτου αιώνα δεν χρειάζονται καμιά εξήγηση αλλά υπήρχε νέα δριμύτητα στην απαρίθμηση των Αλεξανδρινών: Θεοφίλου και Κυρίλλο· και το όνομα του Πρόκλου τους συνοδεύει - είχαν κατά νουν, φυσικά, τον Τόμο του προς τους Αρμενίους.
Ο ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Αυτός ο κατάλογος (των ονομάτων) κάνει κάτι περισσότερο από το να αποκαλύπτει απλώς τις προσωπικές εκτιμήσεις και συμπάθειες του Ιουστινιανού - είναι χαρακτηριστικός της όλης εποχής. Ο Ιουστινιανός εξέφρασε απλώς την κυριαρχούσα διάθεση, δεν ήταν κανένας καινοτόμος. Προσπαθούσε να συνοψίσει. Αγωνίζονταν να ολοκληρώσει ένα πλήρες σύστημα Χριστιανικής κουλτούρας και ζωής. Αυτό το σχήμα έχει το δικό του μεγαλείο και περιλαμβάνει τη δική του μεγάλη αναλήθεια.
Οπωσδήποτε, ο Ιουστινιανός είχε στο νου του πάντοτε τη Χριστιανική αυτοκρατορία παρά την Εκκλησία. Η κυριαρχούσα ιδέα του ήταν ότι όλος ο κόσμος έπρεπε να γίνει Χριστιανικός - όλη η «κατοικημένη γη», η «γη οικουμένη». Γι' αυτήν θεωρούσε πως είχε κληθεί - για την άγια θεοκρατική κλήση ενός παγκόσμιου Χριστιανού αυτοκράτορα. Στα μάτια του αυτή η κλήση ήταν μια ιδιαίτερη δωρεά του Θεού, μια δεύτερη δωρεά, ανεξάρτητη από την ιερωσύνη. Είναι ακριβώς ο αυτοκράτορας που καλείται να πραγματοποιήσει το σύστημα του Χριστιανικού πολιτισμού (culture).
Κατά πολλούς τρόπους ο Ιουστινιανός προέτρεξε βίαια των γεγονότων. Βιάστηκε να ολοκληρώσει το οίκοδόμημά του. Αυτό εξηγεί την πολιτική του για την ενότητα και τον αγώνα του για την αποκατάσταση της καθολικής ενότητας της πίστεως που διασπάστηκε μετά τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας. Αυτό συνδέεται επίσης με την ανάμιξή του στις ενγένει θεολογικές συζητήσεις. Ο Ιουστινιανός δεν ανέχονταν διαφωνίες, και στις συζητήσεις, χάριν της ενότητας, περισσότερο από μια φορά μεταβλήθηκε από «έναν Χριστιανικώτατον ηγεμόνα» σ' έναν Διοκλητιανό - σύγκριση του Πάπα Αγάθωνος το 536.
Πολύ συχνά η σύνθεση θα εκφυλίζονταν σε έναν βίαιο και άκαρπο συμβιβασμό. Υπήρξαν πολλοί τραγικοί σπασμοί οδύνης στην ιστορία της Πέμπτης Οικουμενικής Συνόδου, ιδιαίτερα στην προ-ϊστορία της. Είναι ενμέρει σωστό ότι το θέμα των Τριών Κεφαλαίων ετέθη σχεδόν συμπτωματικά και ότι η συζήτηση για τις Αντιοχειανικές παραδόσεις άρχισε και ανανεώθηκε τεχνητά. Ο Ιουστινιανός είχε τους στρατηγικούς του λόγους για τη δημοσίευση του περίφημου Διατάγματος του 544. Οι σύγχρονοι ισχυρίστηκαν ότι αυτό το διάταγμα υποκινήθηκε και ακόμα συντάχθηκε από τους Παλαιστίνιους Ωριγενιστές -τον Θεόδωρο Ασκιδά- oι οποίοι υπολόγιζαν να στρέψουν αλλού την προσοχή, μακριά από τον εαυτό τους. Αυτή η εξήγηση είναι πολύ απλοϊκή.
Υπήρχαν Τρία Κεφάλαια στο Διάταγμα: ένα για τον Θεόδωρο Μοψουεστίας και τα βιβλία του- ένα για τις αντιρρήσεις του Θεοδωρήτου προς τον Άγ. Κύριλλο· και ένα για την «ασεβή» επιστολή του Ίβα Εδέσσης προς τον Μάριν τον Πέρσην. Ο αυτοκράτορας πρότεινε αυτοί να αναθεματιστούν. Το Διάταγμα προκάλεσε μεγάλη έξαψη παντού. Φάνηκε ότι δημοσιεύθηκε για να ωφελήσει τους Μονοφυσίτες. Σ' αυτό φαίνονταν κρυμμένη η καταδίκη της Συνόδου της Χαλκηδόνας, αν και ο αυτοκράτορας άμεσα αναθεμάτιζε εκείνους που θα ερμήνευαν τα Κεφάλαιά του υπό αυτήν την έννοια.
Η αγανάκτηση ήταν ιδιαίτερα βίαιη στην Αφρική και στη Δύση γενικά. Οι αντίπαλοι του Διατάγματος δεν υποστήριζαν τόσο πολύ τους Αντιοχειανούς όσο θεωρούσαν ότι το ίδιο το Διάταγμα ήταν άκαιρο και επικίνδυνο στην πράξη. Είναι σωστό να αναθεωρούμε και να προσαρμόζουμε τις αποφάσεις των παλαιοτέρων συνόδων; Επιπλέον, ένα γενικό ερώτημα εγέρθηκε: είναι, γενικά, δυνατό να καταδικάζουμε μετά θάνατο πεθαμένους αδελφούς που βρίσκονται εν ειρήνη; Έχοντας αυτοί εμφανιστεί ενώπιον του δικαστηρίου του Θεού, δεν απομακρύνθηκαν από κάθε ανθρώπινο δικαστήριο; Οι υποστηρικτές του Διατάγματος φαίνονταν να είναι «διώκτες των νεκρών». Αυτοί αγωνίστηκαν γι' αυτό το θέμα περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο θέμα. Ήταν οι Δυτικοί που δεν υποχωρούσαν. Ο Πάπας Βιγίλιος, ευρισκόμενος σε σύγχυση, αμφιταλαντεύονταν ανάμεσα στη βούληση του αυτοκράτορα και τη γνώμη της δικής του Εκκλησίας.
Η αμφιβολία διήρκεσε για πολλά χρόνια. Ο αυτοκράτορας επέμενε τα πράγματα να γίνουν όπως αυτός ήθελε και κατά καιρούς έγινε πράγματι σχεδόν ένας Διοκλητιανός. Τελικά, συγκλήθηκε μια Οικουμενική Σύνοδος το 553. Δεν ήταν εύκολο να πεισθούν οι Δυτικοί επίσκοποι, οι οποίοι είχαν ήδη συνέλθει στην Κωνσταντινούπολη, να εμφανιστούν στην Οικουμενική Σύνοδο, και οι αποφάσεις της Συνόδου έγιναν δεκτές στη Δύση μόνο ύστερα από έναν μακρόχρονο και επίμονο αγώνα.
Η Σύνοδος αναγνώρισε ως δυνατή την μετά θάνατον καταδίκη, συμφώνησε με τα επιχειρήματα του αυτοκράτορα, και εξέδωσε δεκατέσσερες αναθεματισμούς που επαναλάμβαναν τους περισσότερους αναθεματισμούς του 551. Στην αρχή του διατάγματος προηγείτο μια λεπτομερής ανάλυση των θεολογικών κειμένων που ήταν ύποπτα και η αντιπαραβολή τους με τα αναμφισβήτητα πρότυπα της ορθόδοξης πίστεως. Η επικίνδυνη ανακρίβεια των Αντιοχειανικών βιβλίων αποκαλύπτονταν για να την δουν όλοι.
Σε ορισμένο βαθμό αυτό ήταν μια αναθεώρηση του θέματος της Συνόδου της Εφέσου, όχι του θέματος της Συνόδου της Χαλκηδόνας. Θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει την επικαιρότητα μιας τέτοιας αναθεωρήσεως. Πολλοί αισθάνθηκαν πως δεν υπήρχε ανάγκη γι' αυτήν, ότι ψυχολογικά αυτή μπορούσε να ήταν επωφελής μόνο στους Μονοφυσίτες. Φαίνονταν ότι δεν είχε νόημα να πολεμά κανείς το Νεστοριανικό κίνδυνο όταν υπήρχε κίνδυνος που απειλούσε από την αντίθετη πλευρά.
Όλα αυτά τα επιχειρήματα ήταν πρακτικής φύσεως και εκείνοι που τα διατύπωναν δεν προχωρούσαν πέρα από τυπικές προκλήσεις. Αλλά ασχέτως των κινήτρων που έκαναν τον Ιουστινιανό να θέσει το θέμα των Τριών Κεφαλαίων, αυτός στην ουσία είχε δίκιο. Γι' αυτό η Σύνοδος δέχθηκε τους αναθεματισμούς του. Αυτοί αναιρούν και καταδικάζουν το Νεστοριανισμό λεπτομερώς, καθώς και τις εσφαλμένες διδασκαλίες του Απολιναρίου και του Ευτυχούς. Αυτό ήταν μια επίσημη επιβεβαίωση της Συνόδου της Εφέσου και μια νέα κρίση κατά των «Ανατολικών».
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι και ο Ωριγενισμός καταδικάστηκε στη Σύνοδο. Για μια ακόμα φορά η πρωτοβουλία για την καταδίκη ανήκε στον αυτοκράτορα. Ήδη από το 543 ο αυτοκράτορας είχε εκδόσει δέκα αναθεματισμούς κατά του Ωριγένη και όλων εκείνων που υποστήριζαν τις ακάθαρτες γνώμες του. Αυτό το Διάταγμα έγινε δεκτό στην Κωνσταντινούπολη, στην Παλαιστίνη, και στη Ρώμη. Πριν από τη Σύνοδο ο Ιουστινιανός έστειλε μια νέα επιστολή για τον Ωριγένη στούς επισκόπους. Προφανώς, η καταδίκη του Ωριγένη διακηρύχθηκε από τους πατέρες που είχαν συνέλθει ενωρίτερα από την επίσημη έναρξη της Συνόδου. Γι' αυτό δεν λέγεται τίποτα γι' αυτήν στα «πρακτικά» της Συνόδου.
Οπωσδήποτε, αυτή περιλαμβάνεται στους αναθεματισμούς της Συνόδου (Αναθεματισμός 11), και ο Θεόδωρος Ασκιδάς την μνημονεύει κατά τη διάρκεια της ίδιας της Συνόδου. Λίγο μετά τη Σύνοδο ο Κύριλλος ο Σκυθοπολίτης μιλά για την καταδίκη του Ωριγένη και των Ωριγενιστών στο έργο του: «Βίος Σάβα» (« Vila Sabae») και κατά λέξη την εναποτυπώνει στην Οικουμενική Σύνοδο. Ο Δίδυμος και ο Ευάγριος καταδικάστηκαν μαζί με τον Ωριγένη. Καταδικάστηκαν επίσης και ορισμένες «ασεβείς γνώμες»» που εκφράστηκαν από τον ίδιο τον Ωριγένη και τους οπαδούς του.
Η καταδίκη αναφέρονταν πρωτίστως στους Παλαιστίνιους Ωριγενιστές που είχαν διαταράξει την ηρεμία μέσα στα τοπικά μοναστήρια. Αυτοί είχαν ήδη επικριθεί το 542 από τον Πατριάρχη Εφραίμ σε μια τοπική σύνοδο στην Αντιόχεια. Ακόμα ενωρίτερα ο Αντίπατρος, επίσκοπος Βόστρων στην Αραβία, έγραψε κατά του Ωριγενισμού. Ο Παλαιστινιακός Ωριγενισμός συνδέονταν με τον Σύρο Στέφανο Bar-Sudhaile. Στο Διάταγμά του ο Ιουστινιανός επαναλαμβάνει μόνο τις κατηγορίες που είχαν διατυπωθεί στις επαρχίες.
Όχι πολύ πριν από τη Σύνοδο μια ιδιαίτερη ομάδα έφθασε στην Κωνσταντινούπολη από το μοναστήρι του σεβάσμιου Σάβα με αρχηγό τον Ηγούμενο Κόνωνα. Οι μοναχοί παρουσίασαν στον αυτοκράτορα μια ιδιαίτερη αναφορά που περιλάμβανε μια έκθεση «όλης της ασεβείας». Είναι δύσκολο να πει κανείς με πόση ακρίβεια παρουσιάστηκε ο Ωριγένης από τους κατηγόρους του. Οπωσδήποτε, οι γνώμες που καταδικάστηκαν απορρέουν πράγματι από τις λογικές του προϋποθέσεις.
Το Διάταγμα του 543 καταδίκασε το δόγμα της προϋπάρξεως των ψυχών και της μετεμψυχώσεως· το δόγμα της αιώνιας ψυχής του Χριστού που ενώθηκε με το Θείο Λόγο πριν από την Ενσάρκωση· το δόγμα ότι αυτός δεν ήταν μόνο ένας άνθρωπος προς χάριν των ανθρώπων αλλά και ένα Σεραφίμ για τα Σεραφίμ, και ότι αυτός θα σταυρώνονταν για τους δαίμονες· και το δόγμα της αποκαταστάσεως. Αυτοί προχωρούν σε περισσότερες λεπτομέρειες στην επιστολή του 552.
Εδώ δίνεται μια σκιαγραφία όλου του συστήματος. Βασική του ιδέα είναι ότι τα πάντα δημιουργήθηκαν προαιωνίως με τέλεια πνευματικότητα και ότι ο σημερινός ετερογενής και σωματικός κόσμος εμφανίστηκε διαμέσου της Πτώσεως. Η κοσμική πορεία θα τερματιστεί με μια παγκόσμια αποκατάσταση και απενσωμάτωση παντός ό,τι υπάρχει. Αυτή είναι η σκιαγράφηση του ίδιου του Ωριγένη. Μπορούμε να πούμε με ακρίβεια τι είλκυσε σ' αυτό το σύστημα τους Ωριγενιστές του έκτου αιώνα. Ο Κύριλλος ο Σκυθοπολίτης μιλά για τη διαίρεση των Παλαιστίνιων Ωριγενιστών σε «ισοχρίστους» και «πρωτοκτίστους».
Οι λέξεις (αυτές) είναι εντελώς διαφανείς. Το «ισόχριστοι» βεβαίωνε ότι στην αποκατάσταση των πάντων καθένας θα γίνει «ίσος τω Χριστώ». Αυτό το συμπέρασμα δεν εξάγεται άμεσα από τις ανθρωπολογικές και Χριστολογικές ιδέες του Ωριγένη. Το «πρωτόκτιστοι» προφανώς μιλούσε όχι τόσο πολύ για την αποκατάσταση όσο για την προΰπαρξη, ιδιαίτερα την προΰπαρξή της ψυχής του Ιησού ως του «πρώτου κτίσματος». Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί αυτές οι ιδέες μπόρεσαν να διαδοθούν μεταξύ ακριβώς των μοναχών - οδηγούν κατά φυσικό τρόπο σε συμπεράσματα πρακτικής φύσεως για τις ατραπούς των ασκητικών επιτευγμάτων.
Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ TOΥ ΩΡΙΓΕΝΙΣΜΟΥ ΩΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Αφετέρου θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει την ανάγκη που ανακίνησε το θέμα του Ωριγένη σε μια Οικουμενική Σύνοδο. Αλλά η σφαλερότητα του Ωριγένη δεν ήγειρε καμιά αμφιβολία. Η καταδίκη του Ωριγενισμού στην Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδο ήταν μια καταδίκη των εσωτερικών πειρασμών της αρχαίας Αλεξανδρικής θεολογίας η οποία δεν είχε χάσει ακόμα την επίδρασή της σε διάσημους και μάλλον ευρείς κύκλους. Οι απαγορεύσεις της Πέμπτης Οικουμενικής Συνόδου σήμαιναν μια κρίση για τα λάθη του παρελθόντος. Είναι μαρτυρία μιας «κρίσεως» μέσα στη Θεολογική συνείδηση. Οι παραδόσεις της Αντιόχειας και της Αλεξάνδρειας διασπάζονται. Η Βυζαντινή εποχή έχει αρχίσει.