Σελίδες

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

Μαντζαρίδης Γεώργιος: Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής


 
Η σταθερή ανάκαμψη του αγιορείτικου μοναχισμού, που παρατηρείται σήμερα, άρχισε να επισημαίνεται στατιστικά από τις αρχές της δεκαετίας του '70. Από στατιστική έρευνα, που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1972, διαπιστώθηκε ότι το σύνολο των μοναχών του Αγίου Όρους ανερχόταν στους 1.146. Ο αριθμός αυτός ήταν υψηλότερος κατά μία μονάδα από τον αριθμό των μοναχών, που παρουσίαζε για το προηγούμενο έτος (1971) το περιοδικό Irenikon όπου δημοσιεύονταν κατά καιρούς στατιστικά στοιχεία των αγιορειτών μοναχών.

Έκτοτε η σταθερή πτώση του αριθμού των μοναχών της Αθωνικής Πολιτείας μεταβλήθηκε σε σταθερή ανάκαμψη, που έγινε πλέον εντυπωσιακή. Στην ανάκαμψη αυτή συνέβαλαν ασφαλώς πολλοί παράγοντες. Σε αυτούς συγκαταλέγονται και οι ομαδικές προσελεύσεις συνοδειών από μονές εκτός Αγίου Όρους. Πέρα όμως και πριν από την προσέλευση των συνοδειών αυτών υπήρξε και η παρουσία ισχυρών προσωπικοτήτων με έντονη πνευματική και ηθική ακτινοβολία, που προετοίμασαν και στήριξαν ανοδική πορεία του Αγίου Όρους. Κορυφαία θέση μεταξύ αυτών κατέχει ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, στον οποίο ανάγουν σήμερα την πνευματική τους πατρότητα έξι από τις είκοσι Ιερές Μονές του Αγίου Όρους.

Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής γεννήθηκε, αναπτύχθηκε και προσήλθε στον μοναχισμό σε περίοδο εκκοσμικεύσεως και παρακμής της μοναχικής και γενικότερα της εκκλησιαστικής ζωής. Δέκα περίπου χρόνια μετά τη γέννησή του, το 1907, ο αρχιμανδρίτης Ευσέβιος Ματθόπουλος ίδρυσε την Αδελφότητα Θεολόγων «Η Ζωή», που απαρτιζόταν από κληρικά λαϊκά μέλη με δεσμεύσεις μοναχικής ζωής, και προσπάθησε να καλύψει σημαντικά κενά του ποιμαντικού έργου της Εκκλησίας. Με την ίδρυση της αδελφότητας αυτής ανασυστάθηκε ένας ενδοκόσμιος μοναχισμός, που επηρέασε αποφασιστικά την πορεία της εκκλησιαστικής και κοινωνικής ζωής στην Ελλαδική και την ευρύτερη περιοχή.

Παράλληλα αρκετοί ιερομόναχοι και μοναχοί επηρεασμένοι από το πνεύμα της εκκοσμικεύσεως εγκατέλειψαν τις μονές τους που βρίσκονταν έξω από τον κόσμο και ανέλαβαν εκκλησιαστικά λειτουργήματα μέσα στον κόσμο. Τέλος αρκετοί ιεράρχες κατά την περίοδο αυτήν επικαλούμενοι τα ζωτικά κενά του ποιμαντικού έργου της Εκκλησίας ήταν αρνητικά τοποθετημένοι απέναντι στον αναχωρητικό μοναχισμό, ενώ η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος στον «Οργανισμόν του μοναχικού βίου», που εξέδωσε το 1932 για την αναβίωση του μοναχισμού, ορίζει ως σκοπό του μοναχισμού την «μόρφωσιν του λαού δια του κηρύγματος του θείου λόγου, των κατηχητικών σχολείων, της Ιεράς Εξομολογήσεως, της διδασκαλίας των διαφόρων τεχνών... και την εξάσκησιν της φιλανθρωπίας».

Βέβαια δεν έπαυσε να υπάρχει και η φιλοκαλική παράδοση. Αυτή άφησε έντονα ίχνη όχι μόνο στο Άγιον Όρος αλλά και στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Άλλωστε και η κίνηση της Ζωής, όπως και οι άλλες χριστιανικές κινήσεις, κληρονόμησαν από αυτήν αρκετα στοιχεία. Ιδιαίτερα όμως ζωντανή ήταν η παράδοση αυτή στην Πάρο, όπου πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια ο νεαρός Φραγκίσκος, όπως ονομαζόταν ως κοσμικός ο Γέροντας Ιωσήφ. Στην απόφασή του να μονάσει οδηγήθηκε από τη μελέτη της ζωής των αγίων και από εντυπωσιακό συμβολικό όνειρο, που τον καλούσε να υπηρετήσει στα βασιλικά ανάκτορα. Έτσι άρχισε να αποσύρεται σε ήσυχα και ερημικά μέρη για άσκηση και προσευχή προσπαθώντας να μιμηθεί κάθε είδος κακοπάθειας που διάβαζε στους βίους των αγίων.

Τότε σκέφτηκε και το Άγ Όρος, όπου πήγε κατά το 1921 σε ηλικία εικοσιτριών ετών. Εκεί περίμενε να βρει πατέρες στα μέτρα των αγίων που διάβαζε, αλλά δεν ικανοποιήθηκε. «Αφού ήλθα εις το Άγιον Όρος», γράφει ο Γέροντας Ιωσήφ, «έκλαιγα ημέραν και νύκτα, διατί δεν ευρήκα, καθώς διαλαμβάνουν οι Άγιοι το Άγιον Όρος». Μολονότι οι πνευματικές του προσδοκίες ήταν υψηλές, η απογοήτευση που δοκίμασε στον Άθωνα δεν φαίνεται πως ήταν και αντικειμενικά αδικαιολόγητη.

Η γενικότερη εικόνα που έχουμε για την πνευματική κατάσταση Αγίου Όρους κατά την περίοδο αυτήν, αν και δεν έχει επαρκώς μελετηθεί, δεν θεωρείται επαρκώς θετική. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι και ο γέροντας Σωφρόνιος, ως μοναχός της Ιεράς Μονής του Αγίου Παντελεήμονος, μία περίπου δεκαετία μετά την προσέλευση του Γέροντα Ιωσήφ στο Άγιο Όρος έγραφε ότι «η νοερά εργασία, που αποτελεί πυρήνα της πραγματικής μοναχικής ζωής, βρίσκετα τώρα σε άκρα κατάπτωση». Κατά την ίδια όμως περίοδο εγκαταβίωνε στην Ιερά Μονή Παντελεήμονος ο άγιος Σιλουανός, όπως και ίδιος ο Γέροντας Σωφρόνιος, που συνέβαλε αποφασιστικά, μαζί με τον άγιο Γέροντά του που βιογράφησε, στην αναβίωση του αγιορείτικου, αλλά και ευρύτερα του ορθόδοξου μοναχισμού.

Γνωστοί νηπτικοί πατέρες της περιόδου αυτής, κοινοβιάτες και ερημίτες, είναι ο Ιερώνυμος ο Σιμωνοπετρίτης, ο Αθανάσιος ο Γρηγοριάτης, ο παπα-Σάββας ο πνευματικός, ο παπα-Τύχων, ο γερο-Κοσμάς ο Παντοκρατορινός, ο γερο-Αυγουστίνος ο Φιλοθεΐτης κ.ά. Αλλά και ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής αναφέρει στα κείμενά του σπουδαίους ασκητές, που συνάντησε κατά τη μετάβασή του στο Άγιον Όρος.

Έτσι στα Κατουνάκια, που ήταν και ο πρώτος σταθμός της εκεί μεταβάσεώς του, γνώρισε τον διακριτικότατο Γέροντα Δανιήλ και την αδελφότητά του. Άλλοι σπουδαίοι ασκητές της περιοχής αυτής ήταν ο Γέροντας Καλλίνικος ο Ησυχαστής, που για άγνωστους λόγους αρνήθηκε να τον μυήσει «στα μυστικά της ησυχίας και της ευχής», οι μετέπειτα πνευματικοί του Γέροντες Δανιήλ και Ευθύμιος, όπως και αρκετοί άλλοι ευλαβέστατοι πατέρες. Τελικά ο Γέροντας Ιωσήφ απέκτησε την αδιάλειπτη ευχή με εξαιρετική βία, που την επισφράγισε η επίσκεψη της θείας χάριτος.

Ο χαρισματικός Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής σηματοδότησε την απαρχή της ανακάμψεως του μοναχισμού του Αγίου Όρους, που διαπιστώθηκε, όπως είπαμε, στατιστικά στις αρχές της δεκαετίας του 70. Από τη συνοδεία του, που από το 1953 ως τα τέλη της ζωής του (1959) εγκαταβίωνε στην Νέα Σκήτη, προήλθαν πνευματικοί Πατέρες, που με τις δικές τους πλέον συνοδείες διασπάρθηκαν σε ολόκληρο το Άγιον Όρος.

Το έναυσμα για την ευεργετική αυτή διασπορά, που συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάκαμψη του Αγίου Όρους, δόθηκε από τον ίδιο τον Γέροντα Ιωσήφ. Εφαρμόζοντας μια ασυνήθιστη τακτική, έδωσε την ευλογία στο καθένα από τα πνευματικά του τέκνα, να μπορεί να δημιουργήσει τη δική του συνοδεία. Η περίεργη αυτή επιλογή του Γέροντα Ιωσήφ δεν μπορεί να είναι άσχετη με την προοπτική που είχε η φωτισμένη συνείδησή του για το μέλλον της συνοδείας του.

Άλλωστε πριν από πολλά χρόνια, όταν κάποιος γνωστός του, ο Ιωάννης Μπίτσιος, τον ρώτησε για τους τρεις μοναχούς που είδε κοντά του, αν είναι της συνοδείας του, εκείνος απήντησε: «Ναι πράγματι», και συνέχισε: «Βλέπεις αυτά τα καλογέρια, Γιάννη; Έ! Αυτά θα 'ρθει καιρός που θα γεμίσουν το Άγιον Όρος με μοναχούς». Έτσι οκτώ ήδη μήνες πριν από την κοίμησή του, τον Δεκέμβριο του 1958, προέκυψαν τέσσερις συνοδείες στις καλύβες της Νέας Σκήτης, που έγιναν πόλοι έλξεως νέων μοναχών.

Παράλληλα η φήμη των ησυχαστών αυτών πατέρων διαδόθηκε στις γύρω μονές, ενώ δύο από αυτές έσπευσαν να προσκαλέσουν ισάριθμους πατέρες ως πνευματικούς. Η ανάκαμψη του μοναχισμού του Αγίου Όρους προετοιμάσθηκε ουσιαστικά στην ησυχία της ερήμου. Άλλωστε η δυσμενής κατάσταση των ιερών μονών κατά την περίοδο αυτή συντελούσε, ώστε και οι νέοι που προσέρχονταν στον μοναχισμό να μην προτιμούν τα μοναστήρια, αλλά μικρές συνοδείες με πνευματικούς Γέροντες σε εξαρτήματα μονών.

Η αύξηση όμως των μελών των συνοδειών αυτών, που σήμαινε ταυτόχρονα και αύξηση των στεγαστικών τους αναγκών, καθιστούσε προβληματική την περαιτέρω παραμονή τους σε μικρά εξαρτήματα. Προέκυπτε λοιπόν η ανάγκη για αναζήτηση καταλληλότερου τόπου εγκαταβιώσεως. Και ο τόπος αυτός προσφερόταν τώρα στις μεγάλες σκήτες και κυρίως στις μονές, που άρχισαν να ερημώνονται με την πάροδο του χρόνου από μοναχούς, ενώ διέθεταν άφθονους χώρους για τις αυξημένες ανάγκες των συνοδειών.

Βέβαια στην ανάκαμψη αυτή συνέβαλε πολύ και η ομαδική εγκατάσταση συνοδειών, που προσήλθαν από μονές εκτός Αγίου Όρους. Οι συνοδείες αυτές έρχονταν προσκαλούμενες από παλαιότερους αγιορείτες, που έβλεπαν με πόνο την ερήμωση των μονών τους. Συνήθως μάλιστα στις περιπτώσεις αυτές χρειάζονταν να παρακαμφθούν και τυπικά εμπόδια, προκειμένου να καταστεί δυνατή η εγκατάστασή τους στις μονές.

Έτσι η μονή που προσκαλούσε κάποια συνοδεία, σε συνεννόηση με την Ιερά Κοινότητα, παρέκαμπτε ακόμα και τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη (άρθρο 112) σχετικά με την ηλικία ή τον τόπο κουράς του πνευματικού πατέρα της συνοδείας και επέτρεπε την έλευση και ανάδειξή του σε ηγούμενο. Τέτοια όμως προβλήματα δεν υπήρχαν για τις αγιορείτικες συνοδείες που μετακινήθηκαν από εξαρτήματα σε μονές, όπως ήταν οι συνοδείες των πνευματικών τέκνων του Γέροντα Ιωσήφ.

Ο πρώτος συνασκητής του Γέροντα Ιωσήφ, ο Γέροντας Αρσένιος, μαζί με τον παπα-Χαράλαμπο και την συνοδεία του μετακινήθηκαν το 1967 στο Μπουραζέρι και τελικά, τον Σεπτέμβριο του 1979, ως συνοδεία εικοσιένα μελών στην Ιερά Μονή Διονυσίου, όπου ο παπα-Χαράλαμπος έγινε ηγούμενος. Ο παπα-Εφραίμ, τώρα προηγούμενος της Ιεράς Μονής Φιλοθέου, πήγε με την συνοδεία του το 1967 στο Κελλί του Αγίου Αρτεμίου της Σκήτης της Προβάτας, και το 1973 πλαισιούμενος από την εικοσιεξαμελή συνοδεία του ανέλαβε την ηγουμενία της Ιεράς Μονής Φιλοθέου, η οποία μετατράπηκε από ιδιόρρυθμη σε κοινοβιακή. Το 1979 δωδεκαμελής ομάδα της διευρυμένης πλέον αδελφότητας της Φιλοθέου εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή Κωνσταμονίτου. Το 1980 ένα από τα πνευματικά τέκνα του παπα-Εφραίμ, ο ήδη μακαριστός Εφραίμ ο νεώτερος, πλαισιούμενος από εικοσαμελή ομάδα της Φιλοθέου, ανέλαβε την ηγουμενία της Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου, που επίσης μετατράπηκε σε κοινοβιακή, ενώ το 1981 μια δωδεκαμελής ομάδα επάνδρωσε την Ιερά Μονή Καρακάλλου.

Εξάλλου ο προηγούμενος της Ιεράς Μονής Φιλοθέου ίδρυσε και καθοδηγεί αρκετά γυναικεία και ανδρικά μοναστήρια στην Ελλάδα, όπως και δεκαοκτώ στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τον Καναδά, με κεντρικό το μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου της Αριζόνας, όπου και εγκαταβιώνει. Ο Γέροντας Ιωσήφ, τώρα Βατοπαιδινός, εγκαταστάθηκε το 1975 στο Κουτλουμούσι, ακολούθως στην Κύπρο, από όπου επέστρεψε το 1981 στο Κελλί του Ευαγγελισμού της Καψάλας, για να αναλάβει και να επανδρώσει τελικά με συνοδεία που απαρτιζόταν από εικοσιτρία μέλη την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, η οποία ήταν επίσης ιδιόρρυθμη και είχε φτάσει σε πλήρη σχεδόν διάλυση. Το 1990 η Μονή μετατράπηκε σε κοινοβιακή και εκλέχθηκε ηγούμενος ο Γέροντας Εφραίμ, και ήδη αριθμεί περί τα εκατό μέλη.

Τέλος το έτος 2001 οκταμελής συνοδεία μοναχών με τον πρώην ηγούμενο της Ιεράς Μονής Φιλοθέου Εφραίμ τον νεώτερο εγκαταστάθηκε στην Βατοπαιδινή Σκήτη του Αγίου Ανδρέου στις Καρυές και έχει ήδη εξελιχθεί σε εικοσαμελή αδελφότητα. Στα πνευματικά τέκνα του Γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή συγκαταλέγεται και άλλη μεγάλη μορφή του νεώτερου αγιορείτικου μοναχισμού, ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης.

Μολονότι κατά την μοναστική τάξη ο παπα-Εφραίμ είχε Γέροντα τον πατέρα Νικηφόρο, τον οποίο υπηρέτησε με υπεράνθρωπη υπομονή, πνευματικός πατέρας και καθοδηγητής του ήταν ο Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Εκτός από την ολιγάριθμη συνοδεία, που συγκρότησε με αρκετή καθυστέρηση στα Κατουνάκια ο παπα-Εφραίμ και καθοδήγησε με το πνεύμα του Ησυχαστή Γέροντά του, μεγάλο πλήθος ανθρώπων στηρίχθηκε και εμπνεύστηκε από την προσωπικότητά του, ενώ πολλοί οδηγήθηκαν στον μοναχισμό.

Ένα άλλο πνευματικό τέκνο του Γέροντα Ιωσήφ ήταν ο ερημίτης Γεώργιος Βίτκοβιτς. Αυτός έμεινε έξι μήνες μαζί του διδασκόμενος την αδιάλειπτη προσευχή και ακολούθως εγκαταστάθηκε στο Παλαιό Ρωσικό, αλλά επισκεπτόταν τον Γέροντα Ιωσήφ κατά περιόδους και βρέθηκε δίπλα του κατά την κοίμησή του. Ο ερημίτης αυτός προώθησε την παράδοση του διδασκάλου του στον σερβικό μοναχισμό. Αρκετά τέλος πνευματικά τέκνα και έκγονα του Γέροντα Ιωσήφ ίδρυσαν και καθοδηγούν γυναικεία και ανδρικά μοναστήρια σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος και του εξωτερικού.

Υπολογίζεται ότι από την ρίζα του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού προέρχονται άμεσα ή έμμεσα περισσότεροι από χίλιους μοναχοί και μοναχές. Μαζί με την αριθμητική αύξηση του μοναχισμού η ησυχαστική παράδοση με την άσκηση της μονολόγιστης ευχής του Ιησού, που αναζωογονήθηκε από τον Γέροντα Ιωσήφ, εισέδυσε όχι μόνο στα κοινόβια που συγκρότησαν οι πνευματικοί απόγονοί του, αλλά και ευρύτερα στον ορθόδοξο μοναχισμό της Ελλάδος και του εξωτερικού.

Σε αυτό, όπως και στην όλη ανάκαμψη του μοναχισμού, συνέβαλαν και άλλοι σπουδαίοι Γέροντες της περιόδου αυτής, όπως οι Γέροντες Παΐσιος και Σωφρόνιος, για να περιοριστούμε σε αυτούς που έφυγαν από την παρούσα ζωή. Ο Γέροντας Παΐσιος στήριξε την πρώτη προσπάθεια για αναβίωση αγιορείτικης μονής, που έγινε το 1968 με την επάνδρωση της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα.

Αλλά και γενικότερα η παρουσία του ενέπνευσε σε πολλούς νέους το ησυχαστικό πνεύμα και βοήθησε στην επανίδρυση κελλιών και τη δημιουργία ησυχαστικών εστιών που υπάρχουν σήμερα στο Άγιον Όρος. Πίστευε μάλιστα ότι «από τον ησυχασμό θα προέλθει η αναγέννηση της Εκκλησίας». Εξάλλου ο Γέροντας Σωφρόνιος, που με το έργο του για τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη παρεκίνησε πολλούς νέους στον μοναχισμό, πρόσφερε με τη θεολογία του τη φυσική συνέχεια της ησυχαστικής παραδόσεως των αγίων Συμεών του Νέου Θεολόγου και Γρηγορίου του Παλαμά στην εποχή μας.

Μέσα στην προοπτική αυτή η ησυχαστική παράδοση αποτέλεσε ουσιώδες στοιχείο της κοινοβιακής ζωής, ενώ από την άλλη πλευρά η κοινοβιακή παράδοση με τις τακτές ακολουθίες της καθιερώθηκε ως ένα βαθμό και στην ησυχαστική ζωή. Τέλος το πνεύμα αυτό επηρέασε και το ευρύτερο πλήρωμα της Εκκλησίας, πράγμα που ανάγεται επίσης στους πρωτεργάτες της ανακάμψεως του μοναχισμού. Η εξέλιξη αυτή του αγιορείτικου μοναχισμού, που κυοφορήθηκε σε περίοδο έντονης εκκοσμικεύσεως της κοινωνικής ζωής αλλά και άμεσης ή έμμεσης αποδοκιμασίας του αναχωρητικού μοναχισμού από την εκκλησιαστική ηγεσία και τις χριστιανικές οργανώσεις, έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα, αλλά και ενέχει σοβαρή κρισιμότητα.

Από την μία δηλαδή πλευρά φανερώνει την διαχρονική ισχύ της ησυχαστικής παραδόσεως στον ορθόδοξο χώρο, και ιδιαίτερα στο Άγιον Όρος, όπου μπορεί να επιβιώνει και με τους πιο αντίξοους όρους, ενώ από την άλλη θέτει επί τάπητος τους κιδύνους, που συνεπάγεται η αναπόφευκτη προσαρμογή της στη νέα περίοδο. Με τα δεδομένα αυτά μπορεί να λεχθεί, ότι η πρόσφατη ανάκαμψη του μοναχισμού του Αγίου Όρους σηματοδοτήθηκε με μια νέα ησυχαστική ανακαίνιση, που πραγματοποιήθηκε από τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή και άλλους σπουδαίους Γέροντες.

Έτσι η ησυχαστική ανακαίνιση, με την οποία συνδέεται η ανάκαμψη του αγιορείτικου μοναχισμού, διαθέτει περισσότερες ρίζες και δημιουργεί ευρύτερες προοπτικές. Από την άλλη όμως πλευρά η εμπέδωση της ανακάμψεως αυτής συντελείται μέσα σε ένα ραγδαίως μεταβαλλόμενο κόσμο. Όλοι οι νέοι μοναχοί ανατράφηκαν μέσα στον κόσμο αυτόν. Κανένας βέβαια δεν γεννήθηκε στο Άγιον Όρος.

Κανένας δεν γνώρισε από παιδί τους ρυθμούς της ζωής του. Και η ησυχαστική ζωή είναι τελείως ξένη και αντίθετη προς τους ρυθμούς της σύγχρονης ζωής, στους οποίους γαλουχήθηκαν οι νέοι μοναχοί. Εξάλλου το πλήθος των προσκυνητών και των επισκεπτών, οι μακροπρόθεσμες οικοδομικές εργασίες, τα πολλά μέσα μεταφοράς, επικοινωνίας, συντηρήσεως και εξυπηρετήσεως των ιδιαίτερα αυξημένων αναγκών των ιερών μονών συνεπάγονται έντονη κοσμική παρουσία, θόρυβο και περισπασμό.

Πώς μπορεί η ησυχαστική ανακαίνιση να μην αλλοτριωθεί; Πώς μπορεί αυτό που κυοφορήθηκε και γεννήθηκε στην ησυχία της ερήμου να διατηρήσει την ταυτότητά του μέσα στη σύγχρονη προβληματική; Το 1963, όταν η μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους γιόρταζε τη συμπλήρωση της πρώτης χιλιετίας της ιστορίας της, είχε λεχθεί ότι ο εορτασμός αυτός αποτελούσε την «επικήδεια τελετή» ή ακόμα και το «μνημόσυνο» του μοναχισμού του Αγίου Όρους.

Ήδη γνωρίζουμε ότι τα πράγματα εκεί δεν εξελίχθηκαν με τους κανόνες της ανθρώπινης λογικής. Και στο ερώτημα που μας απασχολεί η απάντηση με βάση την ανθρώπινη λογική είναι πολύ δύσκολη και μάλλον αρνητική. Το περιβόλι όμως της Παναγίας δεν δεσμεύεται από την ανθρώπινη λογική. Και η πεποίθηση αυτή είναι το ισχυρότερο όπλο για τη διατήρηση της ταυτότητας του Αγίου Όρους.

Ταυτόχρονα οι αστείρευτες πνευματικές πηγές του, η αδιάκοπη διαδοχή των πνευματικών του πατέρων, ο πλούτος και η σοφία των λατρευτικών τυπικών και των ασκητικών κανόνων του προσφέρουν ουσιαστικά αντίβαρα στις ασκούμενες πιέσεις. Γι' αυτό η υπακοή, που αποτελεί τη σπουδαιότερη μοναχική αρετή, η τακτική συμμετοχή στη λατρευτική ζωή, που βρίσκεται στο κέντρο της πνευματικής ζωής, και η πιστή τήρηση των τυπικών και ασκητικών κανόνων, που διαφυλάσσουν τη διαχρονικότητα της μοναστική παραδόσεως, μπορούν να εξασφαλίσουν την αναλλοίωτη διατήρηση της ησυχαστικής ανακαινίσεως και σήμερα.

Αυτονόητο βέβαια είναι ότι η διατήρηση αυτή δεν πρέπει να νοηθεί ως φωτογραφική επανάληψη του παρελθόντος, αλλά ως ζωντανή πρόσληψη και παράδοση μέσα στο συνεχιζόμενο ιστορικό γίγνεσθαι.

----------------------------------------
πηγή: Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Οδοιπορικό Θεολογικής Ανθρωπολογίας, εκδ. Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, 2005. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.