Σελίδες

Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

π. Αντώνιος (Bloom): ῾H Ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ


Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμα σου ἐν εἰρήνῃ· ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτή­ριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ» (Λκ. 2. 29­32) 

Tὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Συ­μεών σημειώνουν τὸ τέλος μιᾶς μακρᾶς περιόδου, χι­λιάδων χρόνων κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ὁποίων οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν χωρὶς τὸ Θεό· εἶχαν περάσει χιλιά­δες χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Ἀδὰμ εἶχε χύσει τὸ πρῶτο του δάκρυ, ἀπὸ τότε ποὺ εἶχε θρηνήσει γιὰ πρώτη φορὰ πάνω στὴ γῆ ἐκείνη στὴν ὁποία δὲν εὕρισκες πιὰ τὸ Θεὸ ἀνάμεσα στὰ πλάσματά Του. 

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Ιωάννης ο Σιναΐτης, Άγιος: Κλίμαξ - Λόγος Ζ΄ (Περί του Χαροποιού Πένθους)

1. ΤΟ ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ πένθος είναι η σκυθρωπότητα της ψυχής, η διάθεσις της πονεμένης καρδιάς, η οποία δεν παύει να ζητή με πάθος εκείνο για το οποίο είναι διψασμένη. Και όσο δεν το κατορθώνει, τόσο περισσότερο κοπιάζει και το κυνηγά και τρέχει πίσω του με οδυνηρό κλάμα.

Νικολάου, μητρ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής: Ἡ συνάντηση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν κόσμο


Ἢ ὑπάρχει ὁ Θεὸς καὶ τοῦ ἀξίζουν τὰ πάντα. Ἢ δὲν ὑπάρχει καὶ νὰ τελειώσει τὸ παραμύθι. Καὶ ὑπάρχει... Καὶ μάλιστα ὑπάρχει γιὰ νὰ κοινωνεῖται. Ὁ Θεὸς εἶναι πρῶτον ὑπαρκτός, δεύτερον ἀληθινὸς καὶ τρίτον μεθεκτός, κοινωνίσιμος καὶ κοινωνούμενος.

Ἡ σημερινὴ λοιπὸν δική μας συνάντηση θέλει νὰ παραπέμψει σὲ αὐτὴν τὴν συνάντηση μὲ τὸν Θεό. Μιὰ συνάντηση ποὺ ἐνίοτε προκύπτει μέσα ἀπὸ μιὰ ἀνεξήγητη ἐσωτερικὴ ἀποκάλυψη ἢ ἀπὸ μιὰ ασυνήθη θαυματουργικὴ ἐμπειρία.

Ιωσήφ ο Ησυχαστής: Δεν τα υπομένεις όλα δια την ιδικήν μου αγάπην; (Επιστολή Η΄)


 Ουδέν άλλο δύναται τόσον να βοηθήσει και κατευνάσει τον θυμόν και όλα τα πάθη, όσον η αγάπη προς τον Θεόν και πάντα συνάνθρωπον. Με την αγάπην ευκόλως νικάς παρά με τους άλλους αγώνας.

Αλλά και αγωνιζόμενος δεν αισθάνεσαι πόνον, οπόταν κυριεύει τον νουν η αγάπη. Δι' αυτό η αγάπη δεν πίπτει, εφ' όσον της ψυχής το πηδάλιον κατευθύνεις πάντοτε προς αυτήν. Και ό,τι συμβεί, φωνάζεις το σύνθημα·

- Δια την αγάπην σου, Ιησού μου, γλυκεία αγάπη!, βαστάζω τας ύβρεις, ονείδη, αδικίας, κόπους, και πάσας τας θλίψεις, ό,τι ήθελε μου συμβεί. Και ευθύς, τοιαύτα λογιζόμενος, το φορτίον του πόνου ελαφρούται και η πικρία του δαίμονος καταπαύει.

Και πίστευσον εις αυτό όπου μέλλω να σου ειπώ. Μίαν φοράν, ένεκα των αλλεπαλλήλων μου φρικτών πειρασμών, είχον κυριευθεί από λύπην και αθυμίαν και εδικαζόμην προς τον Θεόν ως αδικούμενος.

Ότι παραδίδει με εις τόσους πολλούς πειρασμούς, χωρίς να τους αναχαιτίζη ολίγον, να παίρνω καν ολίγην ανάσα. Και εις αυτήν την πικρίαν ήκουσα μίαν φωνήν ένδον μου πολύ γλυκείαν και πολύ καθαράν με άκραν συμπάθειαν

- Δεν τα υπομένεις όλα δια την ιδικήν μου αγάπην; Και με την φωνήν εχύθην εις δάκρυα τόσον πολλά, και μετενόουν δια την αθυμίαν όπου είχον κυριευθεί. Δεν αλησμονώ ποτέ μου αυτήν την φωνήν, την τόσο γλυκείαν, όπου αμέσως εξηφανίσθη ο πειρασμός και όλη η αθυμία.

- Δεν τα υπομένεις όλα δια την ιδικήν μου αγάπην;

- Ω γλυκεία όντως Αγάπη! Δια την αγάπην Σου εσταυρώθημεν και όλα βαστάζομεν!

Διηγήσατό μοι πάλιν εκείνος ο αδελφός ότι μίαν φοράν είχε λύπην δια τινα αδελφόν, όπου τον εσυμβούλευε και αυτός παρήκουε, και είχε λύπην πολλήν δι' αυτόν. Και προσευχόμενος ήλθεν εις έκστασιν.

Και βλέπει τον Κύριον επί του Σταυρού καρφωμένον, όλον εν μέσω φωτός. Και εγείρας την κεφαλήν ο Χριστός στρέφει προς αυτόν και τον λέγει:

- Ιδέ εις εμένα πόσα υπέφερα δια την αγάπην σου! Συ τι υπέφερες; Και με τον λόγον διελύθη η λύπη, επληρώθη χαράς και ειρήνης, και χέων δακρύων πηγάς εθαύμαζε και θαυμάζει εις τήν συγκατάβασιν του Κυρίου. Όπου αφήνει τας θλίψεις, αλλά και πάλιν παρηγορεί, οπόταν βλέπει να αθυμούμεν.

Δια τούτο μη αθυμείς· μη στενοχωρησαι εις τας θλίψεις και πειρασμούς, αλλά με την αγάπην του Ιησού μας να ελαφρύνης τον θυμόν και την αθυμίαν.

Και δίδε θάρρος του εαυτού σου λέγων

- Ψυχή μου, μη αθυμείς! Διότι μικρά θλίψις σε καθαρίζει από πολυχρόνιον νόσον. Αλλά και με τ' ολίγον θα φύγει. Όπως και η αλήθεια είναι αυτή.

Οι πειρασμοί· όσον ολίγη είναι η υπομονή, τόσον μεγάλοι φαίνονται οι πειρασμοί. Και όσον συνηθίζει ο άνθρωπος να τους υπομένει, τόσον μικραίνουν και τους περνά χωρίς κόπον. Και γίνεται στερεός ωσάν βράχος.

Λοιπόν υπομονή! Και αυτό όπου τώρα σου φαίνεται δύσκολον να το κατορθώσεις, αφού θα περάσουν έτη πολλά θα έλθει στο χέρι σου να το κατέχεις ως ίδιον κτήμα, χωρίς να καταλάβεις πόθεν σοι έγινε.

Δι' αυτό έργασαι τώρα εις την νεότητα χωρίς να λέγης το "διατί" και να αθυμείς. Και όταν γηράσεις θα δρέπεις δράγματα απαθείας. Και θα απορείς· πόθεν σοι εγενήθησαν τοιούτοι ωραίοι στάχυες, αφού εσύ μηδέν εγεώργησας! Και έγινες πλούσιος ο μηδενός άξιος! Και όλοι οι γογγυσμοί, αι παρακοές και αθυμίες σου, εβλάστησαν τοιούτους καρπούς και άνθη ευώδη!

Δια τούτο βιάζου.

Καν μυριάκις πέσει ο δίκαιος, δεν χάνει την παρρησίαν του, αλλά πάλιν εγείρεται και συνάζει δυνάμεις και του επιγράφει νίκας ο Κύριος. Και τας μεν νίκας δεν του τας δείχνει, δια να μην υπεραίρεται· τα δε πεσίματα τά φέρνει προ οφθαλμών του, να τα βλέπει, να πάσχει, να ταπεινώνεται.

Αφού δε παρέλθει τα καταλύματα των εχθρών και κροτήσει νίκας παντού αφανείς, τότε αρχίζει να του δείχνει ολίγον-ολίγον ότι νικά, ότι βραβεύεται»· ότι ψηλαφώσιν αι χείρες του κάτι όπου προηγουμένως εζήτει και δεν του εδίδετο. Και ούτω γυμνάζεται, δοκιμάζεται, τελειούται, καθόσον χωρεί η φύσις, ο νους, η διάνοια, και της ψυχής μας το σκεύος.

Δια τούτο ανδρίζου και ίσχυε εν Κυρίω και μη σμικρύνεις την προθυμίαν σου. Αλλά ζήτει, φώναζε διαρκώς, καν λαμβάνεις καν ου.


Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Όσιος ΑΛΥΠΙΟΣ ο εικονογράφος


ΜΙΜΗΤΗΣ του ιερού ευαγγελιστή και πρώτου εικονογράφου Λουκά, αναδείχθηκε ο όσιος πατέρας μας Αλύπιος ο σπηλαιώτης.

Αυτός ο μακάριος, θαυμαστά εικονογραφούσε τις μορφές των αγίων, ενώ ταυτόχρονα και την ψυχή του στόλιζε μ' όλες τις αρετές. Έτσι ο Θεός τον αξίωσε να γίνει γιατρός θαυματουργός ψυχών και σωμάτων.

Ο μακάριος Αλύπιος ήταν λαϊκός ακόμη, όταν έγινε μάρτυρας του εξαισίου θαύματος που συνέβη μέσα στην εκκλησία των Σπηλαίων, στη διάρκεια της αγιογραφήσεώς της. Βοηθούσε τότε τους Έλληνες αγιογράφους που ιστορούσαν το ναό της Θεοτόκου. Και είδε με τα ίδια του τα μάτια το περιστέρι που παράδοξα εμφανίστηκε, όπως είδαμε πιο πάνω στη σχετική διήγηση.

π. Γεώργιος Φλορόφσκι: Το πνεύμα του Μονοφυσιτισμού - μέρος 2ο

 (πρώτη φορά στο διαδίκτυο) 

ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΣΜΟΥ

Φυσικά, διαιρέσεις μέσα στην Εκκλησία είναι πολύ πιθανές ακόμα και χωρίς δογματικές διαφωνίες. Πολιτικός ενθουσιασμός και σκοτεινότερα πάθη μπορούν επίσης να διασπάσουν και να συντρίψουν την ενότητα της Εκκλησίας. Από αυτήν την αρχή της Μονοφυσιτικής κινήσεως εθνικά και περιφερειακά κίνητρα συνόδευαν τα θρησκευτικά κίνητρα.


Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

π. Γεώργιος Φλορόφσκι: Το πνεύμα του Μονοφυσιτισμού - μέρος 1ο


Ο ΟΡΟΣ ΤΗΣ ΧΑΛΚΗΔΟΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΣΧΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Ο όρος ή ο ορισμός της πίστεως της Χαλκηδόνας έγινε η αιτία ενός τραγικού σχίσματος στην Εκκλησία. Ο ιστορικός Μονοφυσιτισμός είναι ακριβώς η μη αποδοχή και η απόρριψη της Συνόδου της Χαλκηδόνας, ένα σχίσμα και μια διάσταση με τους πατέρες της συνόδου.


Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Όσιος ΑΓΑΠΗΤΟΣ ο ιαματικός και Ανάργυρος


Ο Θεομακάριστος Αγαπητός ήταν από την πόλη του Κιέβου και ήρθε στα Σπήλαια στα χρόνια του οσίου Αντωνίου.

Με πόθο πολύ ζητούσε από τον όσιο να τον δεχτή και να τον τιμήσει με το πανίερο μοναχικό σχήμα. Κι εκείνος, μετά την κανονική δοκιμασία, τον έκειρε και τον κράτησε κοντά του.

Ματσούκας Νικόλαος: Θεωρία και Πράξη


Ἡ γνώση τῆς θείας ζωῆς καὶ γενικὰ ἡ γνώση τοῦ κόσμου καὶ τοῦ προορισμοῦ, ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος στὴν πορεία του, δὲν εἶναι μόνο ἀποτέλεσμα μιᾶς θεωρητικῆς ἀναζητήσεως τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ ἀγαθοῦ. 

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης: Η ιερωσύνη δεν είναι τέχνασμα


Τα "παπαγαλάκια" της μεταπατερικής θεολογίας και του Οικουμενισμού.. επί το έργον. Αρχισαν τώρα να μας βομβαρδίζουν και με "ανόητα" βιβλία. Ηθελημένη προπαγάνδα ή  ανοησίες "αθεολογήτων";  Το σίγουρο είναι ένα. Ότι είναι πραγματικά, αξιολύπητοι.... 

Διαβάστε την κριτική ενός τέτοιου βιβλίου από τον λόγιο αγιορείτη μοναχό, Μωυσή. Αξίζει τον κόπο, για να δείτε τη "Νέα Εποχή" της "Ορθόδοξης" Θεολογίας....


ΔΥΣΤΥΧΩΣ ὑπάρχει ἕνας ἰσχυρὸς πόλεμος, ἐσωτερικός, καὶ τελευταῖα ἀπροκάλυπτος, μὲ τάσεις οἰκουμενιστικές, μοντέρνες καὶ ἀλλότριες καὶ μάλιστα ἀπὸ κινήσεις Ἀρχιερέων. Μιλοῦν γιὰ μετάφραση τῆς ἀπειρόκαλλης θείας Λειτουργίας, γιὰ δύο Ἐκκλησίες, γιὰ εἴσοδο τῶν γυναικῶν στὸ ἱερὸ βῆμα, γιὰ νεοπατερική, μεταπατερικὴ καὶ συναφειακὴ θεολογία, γιὰ κοσμικὲς συναυλίες ἐντὸς τῶν ἱερῶν ναῶν καὶ λοιπά. 

Τοὺς μιμοῦνται καὶ ἀκολουθοῦν ἱερεῖς, ποὺ παρασύρουν τὸν λαὸ σ᾽ ἕνα δρόμο ἁπλουστεύσεως, εὐκολίας καὶ ἰσοπεδώσεως. Ὅποιος ἀντιδρᾶ ἀμέσως χαρακτηρίζεται φανατικός, ταλιμπάν, ἀπηρχαιωμένος, μονολιθικὸς καὶ ἀρτηριοσκληρωτικός. Γίνεται προσπάθεια νὰ φθαρεῖ, νὰ γελοιοποιηθεῖ, νὰ θεωρηθεῖ φαιδρός. Ἡ ἀκρίβεια, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ παράδοση θὰ ἐλέγχει πάντα τοὺς παραχαράκτες. 
Ἕνα νέο, λίαν σοβαρό, ἐπικίνδυνο, ἐπιπόλαιο, ἄστοχο καὶ ἀσεβὲς ἀτόπημα ἀποτελεῖ ἡ ἔκδοση ἑνὸς βιβλίου μὲ τὸν βαρύγδουπο τίτλο “οἱ προϋποθέσεις τῆς ἱερωσύνης μέσα ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν Πατέρων…. Κανονικὸ Δίκαιο καὶ Οἰκονομία στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας” κάποιου νεαροῦ θεολόγου Ἰωάννου Ἀ. Ἀρσενιάδη, ποὺ πρόσφατα πληροφοροῦμαι χειροτονήθηκε καὶ κληρικός. 

Μοῦ εἶπαν ὁρισμένοι νὰ μὴ ἀσχοληθῶ καθόλου, γιατὶ δὲν ἀξίζει τὸν κόπο, θὰ χάσω ἄδικα χρόνο στὴ μελέτη του, θὰ τοῦ δώσω ἀξία, ὅτι πρόκειται γιὰ συμπίλημα ἀπὸ συνεχεῖς ἀντιγραφές, παρὰ τὶς παραπομπὲς καὶ τὴ φαινομενικὴ γνώση τῶν Πατέρων. Κάποιοι χαρακτηρισμοὶ τοῦ δευτέρου μέρους τοῦ βιβλίου μὲ ἀνάγκασαν νὰ σύρω τὶς γραμμὲς αὐτὲς μὲ πόνο, λύπη, ἔκπληξη καὶ πίκρα. Σκέπτομαι ποιοί τὸν παρότρυναν σὲ κάτι τέτοιο, ποιοί πνευματικοὶ τὸν συμβούλεψαν, ποιοί καθηγητὲς τοῦ ἔδωσαν ὕλη, ποιοί δέχτηκαν νὰ τὸ τυπώσουν καί, τὸ πιὸ σοβαρό, ποιοί νὰ τὸν χειροτονήσουν.

ΟΛΟ ΤΟ πρῶτο μέρος δὲν βοηθᾶ καθόλου τὸν φιλόδοξο νέο νὰ βγάλει τ᾽ ἀνίερα καὶ ἀσεβῆ συμπεράσματα τοῦ δευτέρου μέρους τοῦ ἐπικίνδυνου βιβλίου του. Τὸ πρῶτο μέρος λέει τ᾽ ἀκριβῶς ἀντίθετα ἀπὸ τὰ τοῦ δευτέρου. Ὑπάρχει σύγχυση ἢ κακὴ πρόθεση; Προσπαθεῖ νὰ δικαιολογήσει τ᾽ ἀδικαιολόγητα καὶ νὰ τεκμηριώσει πατερικὰ προβλήματα προσωπικὰ ἢ φίλων του;

ΜΑΣ ΛΕΓΕΙ λοιπὸν ὁ νέος αὐτὸς θεολόγος ὅτι τὰ κείμενα τῶν Πατέρων καὶ οἱ ἱεροὶ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας γράφτηκαν μόνο γιὰ ἐκεῖ καὶ γιὰ τότε καὶ ὄχι γιὰ ἐδῶ καὶ τώρα. Τονίζει ὅτι ἀστοχοῦμε, ἂν δὲν τὰ ἐντάσσουμε μέσα στὸ ἱστορικό τους πλαίσιο. Μᾶς διδάσκει ὅτι πορνεία στὴν Κ. Διαθήκη σημαίνει εἰδωλολατρία, ἀποστασία ἀπὸ τὸν Θεό, ἀνηθικότητα χωρὶς ἀγάπη (λὲς καὶ ὑπάρχει καὶ ἀνηθικότητα μὲ ἀγάπη), ὅταν εἶναι ἡ πράξη μὲ χρήματα καὶ ἐγωϊσμό. Ὅταν εἶναι ταπεινὴ καὶ δίχως χρήματα ἆραγε δὲν εἶναι πορνεία; 

Οἱ Ἱεροὶ Κανόνες μᾶς λέγει ὁ νέος θεολόγος θέλουν “πιὸ ἐλεύθερη ἑρμηνευτικὴ μέθοδο” καὶ “ἡ ἐνδεδειγμένη μέθοδος ἑρμηνείας εἶναι ἱστορική”, δηλαδὴ ὅτι ἐγράφησαν γιὰ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ καὶ ὄχι γιὰ τὴ δική μας. Ἡ παράβαση τῶν Κανόνων σημαίνει γιὰ τὸν φιλόδοξο συγγραφέα παραπλάνηση καὶ ἀστοχία καὶ ὄχι ἁμαρτία. Μᾶς ὑποδεικνύει ὅτι λαθεύουμε νὰ ἰσχυριζόμαστε ὅτι οἱ Ἱεροὶ Κανόνες εἶναι ἀμετάτρεπτοι.

ΕΙΡΩΝΕΥΕΤΑΙ τοὺς ἀκραιφνεῖς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς ὅτι λησμονοῦν τὸν ἀρχαῖο θεσμὸ τῆς οἰκονομίας. Ἡ οἰκονομία ὅμως δὲν ἀντικαθιστᾶ τὴν ἀκρίβεια καὶ ἡ ἀκρίβεια δὲν ἀποτελεῖ ἐξαίρεση. Οἰκονομία δὲν ὑπάρχει σὲ θέματα ὄχι μόνο δογματικὰ ἀλλὰ καὶ σὲ σοβαρὰ ἠθικά. 

Ἡ γνωστὴ ρήση εἶναι ἀληθινή: Ἅγιος γίνεσαι, ἀλλὰ παπὰς δὲν γίνεσαι! Δὲν εἶναι αὐτὸ ζηλωτισμός, ἀλλὰ πίστη τῆς Ἐκκλησίας παλαιότατη καὶ ὄχι τοῦ 19ου αἰῶνος, ὅπως βεβαίως ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ὑποκρισία καὶ ἡ πλεονεξία. Οἱ παραπομπὲς στὸν π. Φιλόθεο Φάρο δείχνουν ὅτι συμφωνεῖ μαζί του, ὁ ὁποῖος φθάνει νὰ λέει: “ὁ ἔρως ὅμως δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ σωματικὴ λειτουργία, οὔτε ἕνα θανάσιμο ἁμάρτημα, ἀλλὰ ἡ θεόσδοτη παρόρμηση τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐπιδιώξει τὴν ἕνωσή του μὲ τὸν ἄλλο, ποὺ εἶναι βασικὴ προϋπόθεση τῆς ζωῆς”. 

Γίνεται ἐσκεμμένα παρερμηνεία τῶν Γραφῶν, γιὰ νὰ ἐξαχθοῦν συμπεράσματα τῆς ἀρεσκείας, τῆς προτιμήσεως κι ἐξυπηρετήσεώς τους. Ὁ π. Φιλόθεος μάλιστα λέγει πὼς πολλοὶ νέοι ὁδηγοῦνται σὲ ψυχοπάθεια λόγω τῆς αὐστηρότητος κάποιων παραδοσιακῶν ἱερέων σὲ θέματα ἠθικῆς. Πιστεύουμε πὼς τὸ ἀντίθετο συμβαίνει ἀπὸ τ᾽ ἀχαλίνωτα πάθη καὶ τὸν πανσεξουαλισμό.

Ὁ μεγάλος νεαρὸς θεολόγος ἀποφθέγγεται μετὰ πάσης βεβαιότητας: “Κανένας μὰ κανένας ἄνθρωπος ὅμως πάνω στὴν γῆ εἴτε εἶναι κληρικός, εἴτε εἶναι μοναχός, εἴτε εἶναι λαϊκὸς εἴτε ἀκόμα, ἀκόμα κι ἂν εἶναι ἅγιος δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι εἶναι ἐρωτικὰ ἀνέπαφος καὶ ἂς ἔχει καὶ τὸ χάρισμα τῆς παρθενίας καὶ αὐτὸ τὸ λέμε μὲ τόση σιγουριά, διότι μελετώντας τὰ κείμενα τῶν Πατέρων βλέπουμε μεγάλους Ἁγίους Ἱεράρχας τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ διατυπώνουν καὶ νὰ λέγουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους ὅτι δὲν εἶναι ἐρωτικὰ ἀνέπαφοι, ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος, ποὺ λέγει ὅτι “ἂν καὶ δὲν παντρεύτηκα δὲν εἶμαι παρθένος”! 

Ἐδῶ ἀποδεικνύεται ἡ ἀγραμματοσύνη τοῦ σπουδαίου θεολόγου. Ἡ ἔκφραση τοῦ οὐρανοφάντορος Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, τοῦ τέλειου μεταξὺ τῶν τελείων, θέλει νὰ δείξει τὸ ὕψος τῆς παρθενίας καὶ τὸ μέγεθος τῆς ταπεινώσεώς του. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ἐξέρχεται τῶν ὁρίων εἶναι ὅταν ἀσεβῶς γράφει –καὶ νὰ μὲ συγχωρεῖτε γιὰ τὴ μεταφορά– “ὁ δὲ Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος δὲν διστάζει νὰ ὁμολογήσει ὅτι ἦταν καὶ σοδομίτης “γνώμῃ καὶ προαιρέσει”. 

Αὐτὸ μᾶς δείχνει ὅτι οἱ Πατέρες δὲν διαχώριζαν τὶς ἁμαρτίες σὲ βαριὲς καὶ ἐλαφριές, ἀλλὰ πάντοτε ἔδιναν βάση στὴν μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν προσφορὰ τῆς ὑπάρξεώς τους στὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ”. Ἡ μετάνοια δὲν σοῦ δίνει δικαίωμα γιὰ τὴν ἱερωσύνη. Τὸ νὰ κατονομάζει ἔτσι τὸν Ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο εἶναι αὐθαιρεσία, παρερμηνεία, πλήρης ἀκατανοησία τοῦ πατερικοῦ λόγου. 

Ὅταν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει “εἶμαι ὁ πρῶτος τῶν ἁμαρτωλῶν”, σημαίνει ὅτι ἦταν φονιάς, ληστὴς καὶ πόρνος; Ὅταν ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει “δέξαι οὖν καμέ, φιλάνθρωπε Χριστέ, ὡς τὴν πόρνην, ὡς τὸν Ληστήν, ὡς τὸν Τελώνην καὶ ὡς τὸν Ἄσωτον καὶ ἆρόν μου τὸ βαρὺ φορτίον τῶν ἁμαρτιῶν”, σημαίνει ὅτι εἶναι ληστὴς καὶ πόρνος; Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος στὶς εὐχὲς τῆς θείας Μεταλήψεως λέγει: “Ὡς τὸν Ἄσωτον ἐδέξω, καὶ τὴν Πόρνην προσελθοῦσαν, οὕτω δέξαι μὲ τὸν πόρνον καὶ τὸν ἄσωτον οἰκτίρμον” σημαίνει ὅτι ἦταν πόρνος καὶ ἄσωτος; 

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς προσερχόμενος στὴ θεία Κοινωνία λέγει: “Φώτισόν μου τὰ τῆς ψυχῆς αἰσθητήρια, καταφλέγων μου τὰ τῆς ἁμαρτίας ἐγκλήματα”, σημαίνει ὅτι εἶναι ἐγκληματίας; Νὰ μὴ χάσουμε στὸ τέλος τὴ σοβαρότητά μας, τὰ λογικὰ μας καὶ τὰ λίγα γράμματα, ποὺ γνωρίζουμε.

Φυσικὰ καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες δὲν ἦταν ἠθικιστές. Ἦταν ὅμως ἠθικοί, εἶχαν ἀκέραιο ἦθος καὶ μὲ τὰ ἔργα τους μάστιζαν τοὺς τελῶνες καὶ τοὺς φαρισαίους, ὅπως καὶ ὁ Χριστός, ποὺ εἶπε καὶ μόνο νὰ δεῖς πονηρὰ μοίχευσες στὴν καρδιά σου. Ἔφαγε ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ δὲν χάϊδεψε τὰ πάθη τους, δὲν τὰ ἐπαίνεσε, δὲν τὰ παρέβλεψε, τοὺς ἀγάπησε, γιὰ νὰ συγκινηθοῦν καὶ νὰ μετανοήσουν. 

Ἡ στάση αὐτὴ δὲν σημαίνει ὅτι κανεὶς μπορεῖ ν᾽ ἁμαρτάνει ἀσύστολα καὶ νὰ θέλει νὰ γίνει ἱερεύς, λέγοντας ὅτι μετανόησε καὶ ὁ Χριστὸς ὅλα τὰ συγχωρεῖ. Αὐτὴ ἡ ἀγαπολογία εἶναι ἐπισφαλὴς καὶ παραπλανητική.


Οἱ Ἐπίσκοποι χειροτονοῦνται γιὰ νὰ τηροῦν τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι γιὰ νὰ τοὺς παραβλέπουν, νὰ τοὺς χρησιμοποιοῦν μόνο πρὸς ὑπεράσπιση τῶν δικαιωμάτων τους καὶ νὰ τοὺς παρερμηνεύουν, νομίζοντας ὅτι ἔτσι βοηθοῦν. 

Ἡ ἀθέτηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἔχει δυσμενεῖς συνέπειες. Σεβάσμιος Ἁγιορείτης Γέροντας ἔλεγε πὼς “ὅλα τὰ προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἀπὸ κωλυματούχους κληρικούς”! Οἱ ὀδυνηρὲς ἀλήθειες δὲν εἶναι ἐνοχλητικὲς κι ἐξοργιστικὲς γιὰ τοὺς ἀνώριμους, ὅπως γράφει ὁ ἔμπειρος καὶ ὥριμος νεανίσκος συγγραφέας, ἐμᾶς, ἀλλὰ γιὰ ὅσους καταπατοῦν τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῆς ἁγίας μητέρας μας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. 

Ὁ Θεὸς νὰ ἐλεήσει τὸν νεοχειροτόνητο Ἀρχιμανδρίτη Ἰωάννη Ἀρσενιάδη. Ἐγκάρδια εὔχομαι ν᾽ ἀνανήψει γιὰ τὶς ἀσεβεῖς, ἀνακριβεῖς, ἐπιπόλαιες καὶ ἐξωπραγματικὲς ρήσεις του. Ἡ ἱερωσύνη δὲν εἶναι τέχνασμα, πείραμα, παιχνίδι καὶ δοκιμή, ἀλλὰ θυσία, προσφορά, τελείωση καὶ μαρτυρία ζῶντος Θεοῦ, ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ σκηνώσει στὸ ἀκάθαρτο.

"Λόγος Ι΄ - Εις εαυτόν και εις τον πατέρα και Βασίλειον τον Μέγαν, μετά την επάνοδον εκ φυγής"


(Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος)

1. Τίποτε δεν είναι πιο ισχυρόν από το γήρας και πιο αξιοσέβαστον από την αγάπην. Από αυτά τα δύο έχω οδηγηθεί και εγώ δέσμιος ενώπιόν σας χάριν του Χριστού, δεμένος όχι με σιδερένιες αλυσίδες αλλά με τους αλύτους δεσμούς του Πνεύματος. 

Προηγουμένως δε ενόμιζα ότι ήμουν ισχυρός και ανίκητος και - ω του παραλογισμού - δεν ομιλούσα ούτε προς τους εραστάς τούτους και αδελφούς μου, δια να είμαι απηλλαγμένος από ο,τιδήποτε, και να ημπορώ να ζω εις την ησυχίαν, εγκαταλείποντας τα πάντα εις εκείνους οι οποίοι τα ήθελαν, και ασχολούμενος μόνον με το να συνομιλώ με το Πνεύμα. 

Ο νους μου εστρέφετο πάντοτε γύρω από το Κάρμηλον του Ηλιού, γύρω από την έρημον του Ιωάννου και γύρω από την υπερκόσμιον κατάστασιν εκείνων οι οποίοι ζουν κατά τρόπον ασκητικόν. Και ενόμιζα ότι η παρούσα ζωή εις τον κόσμον είναι τρικυμία και εζητούσα κάποιον βράχον, κάποιον κρημνόν ή κάποιον κατάλυμα δια να καταφύγω.


Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Νεκταρίου, πατριάρχου Ιεροσολύμων: Κάτω από τον τουρκικό ζυγό -Νεομάρτυρες

Σύντομη Βιογραφία

Ο Νεκτάριος διετέλεσε Πατριάρχης Ιεροσολύμων από το 1660 ως το 1669. Γεννήθηκε στο Βενεράτο Τεμένους Κρήτης το 1602 και πέθανε το 1676 στα Ιεροσόλυμα. Το κοσμικό του όνομα ήταν Νικόλαος Πελοπίδας. 

Σπούδασε στη Σιναίτικη σχολή της Αγίας Αικατερίνης στο Χάνδακα . Σε ηλικία 35 ετών μαθήτευσε στη Αθήνα κοντά στον νεο-αριστοτελικό φιλόσοφο Θεόφιλο Κορυδαλλέα. Εγκαταλείποντας την πατρίδα του πήγε στη Μονή Σινά όπου και εκάρη μοναχός.

Το 1660 , επιστρέφοντας από την Κωνσταντινούπολη στη Μονή Σινά, μετά το θάνατο του Ιωάσαφ χειροτονείται αρχιεπίσκοπος της Μονής και μετά από λίγο στις 25/01/1661 εξελέγη Πατριάρχης Ιεροσολύμων έχοντας βοηθό του τον μετέπειτα πατριάρχη Δοσίθεο.  

Το 1663 πετυχαίνει στην Κωνσταντινούπολη την έκδοση δύο διαταγμάτων 

1) Περί μη ενοχλήσεως των χριστιανών υπό των μουσουλμάνων και 

2) την ανεύρεση χρημάτων για τις ανάγκες του Παναγίου Τάφου. 

Φιλομαθής και φιλόμουσος καθώς ήταν μερίμνησε για την ίδρυση ασχολών στην Κωνσταντινούπολη, στην Άρτα και στη Χίο, επισκεύασε τον ιερό ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα και φρόντισε για την ανοικοδόμηση μοναστηριακών οίκων - ξενώνων για τους επισκέπτες. Ο Νεκτάριος θεωρείται από τους επιφανέστερους θεολόγους και ιεροκήρυκες του 17ου αιώνα και πρόδρομος της μετέπειτα πνευματικής αναγέννησης. 

Ήταν γνώστης της ελληνικής, αραβικής, τούρκικης και λατινικής γλώσσας. 

Ο Εμμανουήλ Γ. Παντελάκης σε εκτενές άρθρο του "Το Σινά και η Κρήτη" που δημοσιεύθηκε στην "Επετηρίδα Εταιρείας Κρητικών Σπουδών" τόμος Α΄, Αθήνα 1938 σελ. 173 γράφει:  
"Τρόφιμος δε της αυτής Σχολής εγένετο και ο εκ Βενεράτου του Χάνδακος Νικόλαος Πελοπίδας (1602-1680), ο μετονομασθείς είτα ως κληρικός Νεκτάριος, Νεκτάριος ο σοφώτατος δια την σοφία αυτού επονομαζόμενος".  

Το 1668 ζήτησε να απαλλαγεί των καθηκόντων του και το 1669 εξελέγη διάδοχός του ο Δοσίθεος ο Β΄. Ο ίδιος παρέμεινε μεχρι το θάνατο του 14 Ιουλίου 1676 στα Ιεροσόλυμα στη μονή του Αρχαγγέλου μελετώντας και συγγράφωντας, συμμετείχε μάλιστα και στη Σύνοδο των Ιεροσολύμων το 1672. Σημαντικότερα έργα του είναι: 
-"Η Επιτομή της Ιεροκοσμικής Ιστορίας " 
-«Περί της ανακηρύξεως των αγίων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία»,


Εισαγωγικά
Περικοπή από το έργο του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Νεκταρίου (17ος αιώνας), που έχει τον τίτλο "Προς τα προσκομισθείσας θέσεις των εν Ιεροσολύμοις φρατόρων δια Πέτρου του αυτών μαΐστορος περί της αρχής του Πάπα αντίρησις" (εν Ιασίω 1682) (σελ. 209-210). 

Σtο έργο τούτο ο Νεκτάριος ανατρέπει τις γνώμες των Λατίνων για τους Ορθόδοξους Έλληνες και προβάλλει την Ορθόδοξη Ελληνική Ανατολή. 


Κείμενο
Και πραγματικά τέτοια είναι τώρα η κατάσταση στην ελληνική Ανατολή. Γιατί δεν υπάρχει πόλη και τόπος, στον οποίο να μην χύνονται θαραλλέα τα αίματα των ορθοδόξων ελλήνων για χάρη της Πίστεως. 

Και νεαρά παλικάρια ακόμη είδαμε πριν λίγα χρόνια να σκύβουν άφοβα το λαιμό τους κάτω από το μαχαίρι. Βέβαια δεν έχουμε το καμάρι των αρχαίων μαρτύρων· αυτό όμως που έχουμε, δεν είναι μικρό.... 

Ποια ιδέα έχετε εσείς γι' αυτούς που υποφέρουν κακουχίες για το Χριστό και που για χάρη της διακηρύξεως της πίστεως ταλαιπωρούνται καθημερινά και πεινούν και διψούν και δεν έχουν τα αναγαία ενδύματα και δέχονται χτυπήματα και μετακινούνται συνέχεια και βρίζονται και καταδιώκονται και δέχονται βλαστήμιες και θεωρούνται σαν σκουπίδια και καθαρσίες μέχρι τη στιγμή αυτή; Και αν αποκτούν κάτι με τον ιδρώτα του προσώπου τους, δεν το αποκτούν, βέβαια για απόλαυση ή δόξα ή για να ικανοποιούν σαρκικές επιθυμίες , αλλά για να πληρώνουν τους βασιλικούς φόρους, που είναι δυσβάσταχτοι. 

Πώς κρίνετε εσείς τους ανθρώπους αυτούς; Αν αυτοί προέρχονταν από τους Λατίνους, θα τους ονομάζατε, χωρίς αμφιβολία μάρτυρες. Εμείς τους δικούς μας δεν μπορούμε να τους ονομάσουμε μάρτυρες, αν και είναι· βεβαίως όμως τους θεωρούμε αθλητέςκαι ομολογητές..... 

Να δεις λοιπόν ποια είναι σήμερα η Ελλάδα και η Ορθόδοξη Ανατολή· μάλιστα μετά το χωρισμό σας. Είναι ταπεινωμένη από ανθρώπινη άποψη, αλλ' όμως δοξασμένη από την άποψη του Θεού...., αφού κάνει γιορτές με ολονυχτίες, πανηγυρίζει με αγρυπνίες και ευφραίνεται με ψαλμωδίες, πράγμα που προκαλεί έκπληξη και θαυμασμό και σε σας (τους Λατίνους), που γνωρίζετε τα πράγματα, και στους ίδιους τους άπιστους....

Η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως συγκρατεί και στηρίζει και τους άλλους πατριαρχικούς θρόνους και γίνεται η δόξα και ταυτόχρονα το καμάρι των Χριστιανών. Αν και έπεσε στα χέρια του εχθρού η Κωνσταντινούπολη και υποδουλώθηκε, το έθνος με κανένα τρόπο δεν ξεριζώθηκε.   

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Ιωάννης ο Σιναΐτης, Άγιος: Κλίμαξ - Λόγος Η΄ (Περί Αοργησίας)

1. ΟΠΩΣ ΤΟ νερό, πού χύνεται λίγο-λίγο στην φωτιά, την σβήνει τελείως, έτσι και το δάκρυ του αληθινού πένθους σβήνει όλη την φλόγα του θυμού και της εξημμένης οργής.

Γι΄αυτό και τα ετοποθετήσαμε, στην σειρά του λόγου, το ένα πρίν και το άλλο μετά.

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

πατρός Θεόδωρου Ζήση: Νεοβαρλααμισμός ή Λειτουργική ανανέωση


1. Η ταυτότητα της «Λειτουργικής Αναγέννησης»

Για όσους δεν έχουν ειδική θεολογική μόρφωση ο τίτλος του θέματος είναι ασφαλώς δυσνόητος. Τί σημαίνει ο όρος «Νεοβαρλααμισμός» και ποιά είναι η ταυτότητα της «Λειτουργικής Αναγέννησης»; Αυτά θα αναλύσουμε στις δύο ενότητες της εισηγήσεως.

Είναι δύσκολο σε μία σύντομη εισήγηση να εξαντλήσουμε την ιστορία αυτής της λειτουργικής κινήσεως, τα ποικίλα θέματα και προβλήματα που θίγει. Απλώς θα παρουσιάσουμε μία αδρομερή εικόνα της. Εχει πάντως συγγραφή αξιοπρόσεκτη βιβλιογραφία, ιδιαίτερα μετά την Β’ Βατικάνειο Σύνοδο (1962-1965), η οποία εφήρμοσε την λειτουργική ανανέωση στον χώρο του Παπισμού) και επηρέασε και πολλούς δικούς μας λειτουργιολόγους, κληρικούς και λαϊκούς, οι oποίοι εισήγαγαν στον χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας ξένη και άγνωστη προβληματική, χωρίς μάλιστα να υπάρχει ανάλογη ποιμαντική αναγκαιότητα.

Το πνεύμα του κόσμου, όπως εφαρμόζεται στην πολιτική, με τα γοητευτικά συνθήματα της αλλαγής, του εκσυχρονισμού, περνάει δυστυχώς και στην Εκκλησία ως εκκοσμίκευση· αντί να αλλάξει η Εκκλησία τον κόσμο, αλλάζει ο κόσμος την Εκκλησία· αφού ο κόσμος θέλει αλλαγή και εκσυγχρονισμούς, γιατί εμείς να μείνουμε «συντηρητικοί» και «οπισθοδρομικοί»; Ας αλλάξουμε, ας ανανεώσουμε, ας εκσυγχρονίσουμε και εμείς τα δικά μας.

Μέχρι τώρα η προβληματική αυτή περιοριζόταν σε μικρό αριθμό προσώπων ήταν περισσότερο μία ακαδημαϊκή θεολογική συζήτηση με ελάχιστη απήχηση στην εκκλησιαστική πράξη. Ελαχιστότατοι επίσκοποι και ιερείς με δική τους πρωτοβουλία προέβαιναν σε αλλαγές και ανανεώσεις μέσα στο χώρο της Θ. Λατρείας.

Τώρα η «Λειτουργική Αναγέννηση» απέκτησε εκκλησιαστική κάλυψη και συνοδική έκφραση. Από το 1999 έχει συσταθή και λειτουργεί «Ειδική Συνοδική Επιτροπή Λειτουργικής Αναγεννήσεως», η οποία μάλιστα σπεύδει, βιάζεται, να «ανανεώσει» και να «αναγεννήσει» πολλά στοιχεία της πολύτιμης και πατροπαράδοτης, της ατίμητης και μοναδικής Ορθόδοξης Λατρείας.

Επί τόσους αιώνες μεγάλοι Αγιοι και Πατέρες, και στους καιρούς μας σύγχρονοι Αγιοι και Γέροντες, δεν κατάλαβαν, δεν συνέλαβαν την ανάγκη της ανανεώσεως· η Εκκλησία φαίνεται ότι βρισκόταν σε ένα είδος απραξίας, παραδοσιαρχίας, συντηρητισμού, νάρκης· το Αγιο Πνεύμα εκοιμάτο, δεν ενεργούσε, ο Χριστός εκάθευδε, για να χρησιμοποιήσουμε άλλη πατερική έκφραση.

Ερχονται λοιπόν τώρα οι ανανεωτές, για να σώσουν την Εκκλησία από την παλαιότητα και τον συντηρητισμό, να την κάνουν σύγχρονη, δυναμική, προοδευτική. Συγκαλούνται κάθε χρόνο υπό την ευθύνη αυτής της ειδικής συνοδικής επιτροπής λειτουργικά συνέδρια και ορίζονται εισηγητές, κυριαρχικά από τους κύκλους των ανανεωτών, ώστε να δίδεται η εντύπωση ότι η θεολογική επιστήμη, οι ειδικοί λειτουργιολόγοι, συμφωνούν και υπερθεματίζουν για τις σχεδιασθείσες και αποφασισθείσες λειτουργικές αλλαγές.

Ηταν πολύ φυσικό και επιβεβλημένο απέναντι αυτής τής μονομερούς καί μεροληπτικής εμφανίσεως τής «Λειτουργικής Ανανέωσης» ώς εκκλησιαστικής κινήσεως με συνοδική ταμπέλα και σφραγίδα, να ακουσθούν άλλες φωνές, παραδοσιακές, οι οποίες εκφράζουν τις ανησυχίες τους για τα σχεδιαζόμενα και επισημαίνουν τον κίνδυνο φθοράς και αλλοιώσεως του μυστικοασκητικού χαρακτήρος της Ορθοδόξου Λατρείας, της μοναδικότητος αλλά και της σωτηριώδους αποστολής και ενεργείας της.

Αυτές οι φωνές ακούσθηκαν δυνατά σε λειτουργικό συνέδριο που οργάνωσε η Εταιρεία Ορθοδόξων Σπουδών την Ανοιξη στην Θεσσαλονίκη (27 Φεβρουαρίου -1 Μαρτίου 2002), στο οποίο κληρικοί και μοναχοί ως και πανεπιστημιακοί θεολόγοι, ανέπτυξαν με είκοσι μία (21) εισηγήσεις τις θέσεις τους για τα πιο σημαντικά θέματα που προβάλλει η «Λειτουργική Ανανέωση», παρουσιάζοντας την δισχιλιετή στάση και εμπειρία των Αγίων. Τα «Πρακτικά» αυτού του συνεδρίου, τις πολύτιμες, όντως, εισηγήσεις, τις έχουμε ήδη αποθησαυρισμένες σε ένα τριπλό τεύχος του περιοδικού «Θεοδρομία», που κυκλοφόρησε αυτές τις ημέρες και αναμενόταν με μεγάλο ενδιαφέρον από κληρικούς και θεολόγους.

Για να γίνουμε όμως πιο πρακτικοί και συγκεκριμένοι· ποιές είναι οι λειτουργικές αλλαγές που προτείνονται από τους ανανεωτές και εκσυγχρονιστές; Θα αναφερθούμε στα σημαντικώτερα και πάλιν ζητήματα, λεπτομερή ανάλυση των οποίων ευρίσκει κανείς στο μνημονευθέν μνημειώδες τεύχος της «Θεοδρομίας» που καταλαμβάνει τετρακόσιες πενήντα σελίδες (450).

Προτείνονται λοιπόν η εγκατάλειψη του χρησιμοποιούμενου σήμερα μοναστικού τυπικού και η υιοθέτηση του εγκαταλειφθέντος ασματικού τυπικού, η συντόμευση του χρόνου των ακολουθιών που θεωρούνται μακρές και κουραστικές, η μεταφορά του χρόνου ενάρξεώς τους αργότερα, ώστε να ξεκουράζονται το πρωί οι πιστοί που θέλουν να τις παρακολουθήσουν, η προτίμηση όχι αργών αλλά σύντομων βυζαντινών μελών, η τέλεση δεύτερης λειτουργίας την ίδια ημέρα από τον ίδιο ιερέα, η μετάφραση των λειτουργικών κειμένων, ώστε να γίνονται κατανοητά από το λαό, η εκφώνηση των ευχών και όχι η μυστική ανάγνωσή τους, η συμψαλμωδία του εκκλησιάσματος, η κατάργηση των υψηλών τέμπλων, η συμμετοχή γυναικών στους χορούς των ιεροψαλτών, η χρήση μουσικών οργάνων μέσα στις εκκλησίες, η τετράφωνη απόδοση των εκκλησιαστικών ύμνων, η σύνταξη νέων ακολουθιών για τον αρραβώνα και το γάμο, ως και νέων ευχών για τις γυναίκες μετά τον τοκετό κατά τη διάρκεια της λοχείας, η μόνιμη στροφή του ιερέως προς τον λαό κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, η κήδευση των αβαπτίστων νηπίων και των αυτοκτονούντων, η κατάργηση του ράσου, η έμμεση υποκατάσταση του μυστηρίου της μετανοίας και εξομολογήσεως από ψυχιάτρους και ψυχολόγους και πολλά άλλα.

Μέχρι τώρα ο άνεμος αυτός της ανανεώσεως, μολονότι έπνεε στα μυαλά πολλών, ήταν κλειστός, σφραγισμένος, όπως στους μυθικούς ασκούς του Αιόλου.

Τώρα η ίδια η Ιερά Σύνοδος άνοιξε τους ασκούς και ούτε η ίδια ημπορεί να τον συμμαζέψει. Οπως λέγει η παροιμία, όταν σπέρνεις ανέμους, θερίζεις θύελλες. Η περίπτωση του μητροπολίτου Κιλκισίου κ. Αποστόλου, οι λειτουργικές καινοτομίες του οποίου ξεσήκωσαν την πόλη του Κιλκίς, επιβεβαιώνουν αυτήν την διαπίστωση.

Μετά από έντονα διαβήματα και ενυπόγραφες καταγγελίες πολιτών, η Ιερά Σύνοδος αναγκάσθηκε να πάρει θέση και να συστήσει στον κατά τα άλλα σεβαστό και πολιό αρχιερέα να είναι προσεκτικός, μολονότι θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι όσα ο μητροπολίτης έσπευσε να εφαρμόσει αποτελούν προτάσεις της «Λειτουργικής Ανανέωσης», αυτά προτείνουν οι ειδικοί λειτουργιολόγοι και προωθεί σιγά-σιγά η «Ειδική Συνοδική Επιτροπή Λειτουργικής Αναγεννήσεως».

Επρεπε να τον επαινέσουν και όχι να τον επιπλήξουν, αφού είναι καρπός όλης αυτής της «ανανεωτικής» νοοτροπίας, εμείς δε να τον ευχαριστήσουμε, διότι δεν μας αποκοίμισε, δεν είναι δίγλωσσος και δίψυχος, αλλά ό,τι πιστεύει το εφαρμόζει, και είχαμε έτσι την δυνατότητα να διαπιστώσουμε την ποιότητα της περίφημης «Λειτουργικής Αναγέννησης». 


2. Ο Νεοβαρλααμισμός της «Λειτουργικής Αναγέννησης».

Μέχρις εδώ προσπάθησα σύντομα να εξηγήσω το μισό μέρος του τίτλου, να ιχνογραφήσω, να ζωγραφίσω με αδρές πινελιές το πρόσωπο της περιώνυμης «Λειτουργικής Ανανέωσης». Τί σημαίνει όμως ο όρος «Νεοβαρλααμισμός», ο οποίος κατά την εκτίμηση πολλών και την ιδική μας χαρακτηρίζει, σφραγίζει την λειτουργική αυτή ανανεωτική τάση.

Ο όρος σημαίνει ότι πρόκειται για επανεμφάνιση, για αναβίωση της διδασκαλίας του δυτικού μοναχού Βαρλαάμ του Καλαβρού, τον οποίο αντιμετώπισε τον 14ο αιώνα ο μέγας θεολόγος και πατήρ της Εκκλησίας, ο Αγιος Γρηγόριος Παλαμάς, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.

Στην περίπτωσή τους δεν έχουμε σύγκρουση δύο προσώπων, διατύπωση απλώς διαφορετικών γνωμών, αλλά σύγκρουση δύο πολιτισμών, δύο κόσμων της αγιοπνευματικής, μυστικοασκητικής Ορθοδόξου Ανατολής και της ορθολογιστικής και εκκοσμικευμένης παπικής Δύσεως, η οποία επεχείρησε τότε δια του Βαρλαάμ να ανανεώσει, να εκσυγχρονίσει την Ορθόδοξη Εκκλησία, απορρίπτοντας την μυστική οδό γνώσεως και προσεγγίσεως του Θεού και καταργώντας την κακοπάθεια του σώματος και όλη την ασκητική παράδοση της Εκκλησίας.

Στενοχωρήθηκα και ελυπήθηκα, όταν διεπίστωσα ότι η σύγχρονη λειτουργική ανανέωση κινείται βασικώς στην ίδια πνευματική και θεολογική γραμμή του Βαρλαάμ, ο οποίος στα πρόσωπα των ιδικών μας, ίσως ανύποπτων και ανεπαρκώς γνωριζόντων την ορθόδοξη παράδοση ανανεωτών, επιχειρεί να πάρει τη ρεβάνς από τον Αγιο Γρηγόριο Παλαμά, λεληθότως και δια των ημετέρων να αναστήσει τον δια συνοδικών αποφάσεων καταδικασθέντα «Διαφωτισμό» και ορθολογιστικό Ουμανισμό της Δύσεως.

Από της πλευράς αυτής η «Λειτουργική Ανανέωση» δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ελαφρά τη καρδία ως μία θεολογική αδολεσχία και αντιπαράθεση γνωμών και επιχειρημάτων επάνω σε ακίνδυνα και θεολογούμενα θέματα, αλλά ως επικίνδυνη αίρεση με σοβαρές πνευματικές και σωτηριολογικές επιπτώσεις.

Ηδη χαρακτηρίσθηκε ως αίρεση από τον πρωτοπρεσβύτερο και τώρα αρχιμανδρίτη, μετά από μακροχρόνια ευλογημένη και αγόγγυστη χηρεία, π. Σαράντη Σαράντο, καθηγητή της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, πνευματικώς προεστώτα πολυμελούς ομίλου παραδοσιακών και αγωνιστών κληρικών του λεκανοπεδίου της Αττικής. Ο χαρακτηρισμός δεν είναι υπερβολικός· συμφωνεί με τα πράγματα.

Αφού ο Βαρλααμισμός καταδικάσθηκε από την Εκκλησία δια σειράς συνόδων τον 14ο αιώνα ως αίρεση, αυτό σημαίνει ότι και ο επί της αυτής γραμμής κινούμενος Νεοβαρλααμισμός της «Λειτουργικής Αναγέννησης» είναι επίσης αίρεση. Σημαίνει ακόμη ότι είχαμε δίκαιο όταν, εξ αφορμής της ελεύσεως του πάπα στην Αθήνα, ισχυριζόμασταν ότι ο πάπας ήλθε, αλλά δεν έφυγε, παραμένει ως νοοτροπία και ενεργεί, όπως παλαιά, με νέους Βαρλαάμ στο χώρο τής Ορθοδοξίας.

Για να μη φαίνονται όμως υπερβολικές αυτές οι εκτιμήσεις και οι συγκρίσεις, θα προσπαθήσουμε σύντομα να τις κατοχυρώσουμε. Δύο δομικές, ουσιαστικές ομοιότητες υπάρχουν ανάμεσα στη διδασκαλία του Βαρλαάμ και στις απόψεις των συγχρόνων Νεοβαρλααμιτών της «Λειτουργικής Ανανέωσης».

Η πρώτη δίνει μεγάλη σημασία στον νου, στη γνώση, στην επιστήμη, στη φιλοσοφία, στην κατανόηση των λεγομένων περί του Θεού και των θείων. Η δεύτερη καταργεί τον κόπο και την άσκηση του σώματος, την κακοπάθεια του σώματος, και προβάλλει την άνεση, την ανάπαυση, την ξεκούραση, ώστε να ημπορεί ο πιστός ξεκούραστος και όχι καταπονημένος να προσεύχεται, να κατανοεί τα πραττόμενα και λεγόμενα.

Πράγματι, όταν ο Βαρλαάμ πληροφορήθηκε από μοναχούς της Θεσσαλονίκης για την μέθοδο της νοεράς προσευχής, ότι είναι δυνατόν καθαιρόμενος ο πιστός από τα πάθη να προσεγγίσει τον Θεό, κατά το μέτρο της καθάρσεως, έστω και αν είναι αγράμματος και δεν κατανοεί όσα λέγονται στην Αγία Γραφή και στα λειτουργικά κείμενα, να αξιωθεί της θεωρίας του ακτίστου φωτός και να φωτισθεί, μεταποιουμένων και μεταμορφουμένων όλων των γνωστικών του οργάνων και μετατιθεμένων στην περιοχή των ακτίστων ενεργειών της Θ. Χάριτος, ειρωνεύθηκε τους μοναχούς, αρνήθηκε ότι υπάρχει άκτιστη ενέργεια του Θεού, η οποία φωτίζει και αγιάζει, και τους συνέστησε ως μόνη οδό θεογνωσίας την ενασχόληση με την επιστήμη και την φιλοσοφία, την κάθαρση όχι από τα πάθη, αλλά από την άγνοια. Δεν ήταν δύσκολο να ανατρέψει αυτόν τον ουμανιστικό Διαφωτισμό ο Αγιος Γρηγόριος, που προσεκλήθη να έλθει στην Θεσσαλονίκη από το Αγιον Ορος.

Να πει, πολύ σχηματικά, πως, αν όντως σώζεται και τελειοποιείται κανείς με την φιλοσοφία και τη γνώση, τότε οι αρχαίοι Ελληνες σοφοί θα ήσαν θεοπτικότεροι των προφητών και του μείζονος εν γεννητοίς γυναικών Προδρόμου και Βαπτιστού, ο οποίος δεν φοίτησε σε σχολεία, αλλά τελειοποιήθηκε στην έρημο, ο Χριστός θα επέλεγε ως κήρυκας του Ευαγγελίου για να το κατανοούν και να το διδάσκουν καλύτερα όχι αγράμματους αλιείς, αλλά φιλοσόφους και επιστήμονες, και στον πλούσιο νεανία που ζήτησε να μάθει πως θα σωθεί και θα τελειοποιηθεί δεν θα έλεγε να πουλήσει τα υπάρχοντά του, να τα διανείμει στους πτωχούς και να τον ακολουθήσει, αλλά θα του υπεδείκνυε σχολεία για να πάει να μορφωθεί, ώστε να κατανοεί το κήρυγμα του Ευαγγελίου.

Είναι καταλυτική η συμπερασματική σκέψη του Αγίου Γρηγορίου, απευθυνόμενη προς τον τότε Βαρλαάμ και στους νέους Βαρλαάμ των καιρών μας. Τους λέγει ότι χωρίς κάθαρση από τα πάθη και τις κακίες, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ενεργήσει η Χάρη του Αγίου Πνεύματος, να αγιάσει και να φωτίσει, εγγραμμάτους και αγράμματους, σοφούς και ασόφους, κατανοούντας και μη κατανοούντας, ακόμη και αν μάθει κανείς όλες τις επιστήμες και όλη τη συσσωρευμένη γνώση, από του Αδάμ μέχρι της συντέλειας, θα εξακολουθήσει ως προς τα θεία να είναι μωρός και τυφλός, κλειστός παντελώς στην φωτιστική και θεοποιό Χάρη του Αγίου Πνεύματος, ξένος προς τα λεγόμενα και τελούμενα.

Στην περίπτωση αυτή ένας αγράμματος, αλλά ταπεινός και κεκαθαρμένος πιστός, όπως και ένα απονήρευτο παιδί, βιώνει και μετέχει στα τελούμενα καλύτερα από ένα φιλόλογο καθηγητή και επιστήμονα: «Καθαρότητος άνευ, καν μάθης την από του Αδάμ μέχρι συντέλειας φυσικήν φιλοσοφίαν, μωρός ουδέν ήττον, ότι μη και μάλλον, εση ή σοφός».

Το ίδιο ισχύει και με την κακοπάθεια και ανάπαυση του σώματος. Ο Βαρλαάμ ισχυριζόταν ότι δεν πρέπει να κουράζουμε το σώμα με την άσκηση, τη νηστεία, τις πολύωρες ακολουθίες, την ορθοστασία, την κακοπάθεια, τις μετάνοιες, γιατί με κουρασμένο και εξαντλημένο το σώμα ο νους δεν μπορεί να αφοσιωθεί στο έργο της προσευχής.

Ο Αγιος Γρηγόριος απαντά ότι στη λατρεία μετέχουμε ως ψυχοσωματικά όντα, μετέχουμε και με το σώμα μας, και ότι η κάθαρση από τα πάθη επιτυγχάνεται με την άσκηση και την κακοπάθεια του σώματος, ενώ αντίθετα με την περιποίηση και την ανάπαυση του σώματος θεριεύουν τα πάθη, δεν θεραπεύονται· γι’ αυτό η χριστιανική ζωή είναι στενή και τεθλιμμένη οδός, εσταυρωμένος βίος· όλοι οι άγιοι ακολούθησαν αυτήν την ασκητική μέθοδο, την οποία ανατρέπει ο Βαρλαάμ, ο καθηγητής της απραξίας, όπως τον αποκαλεί

Η απαλλαγή από την εμπάθεια και την ηδυπάθεια μόνον με την άσκηση του σώματος είναι δυνατή· οι αμαρτωλές τάσεις του σώματος και οι πονηροί λογισμοί εξασθενούν με την νηστεία, την αγρυπνία, τις μετάνοιες, με όλα τα μέσα που προκαλούν οδύνη και πόνο. Ο Κύριος συνέδεσε την προσευχή με την νηστεία, ο δε Αγιος Γρηγόριος Θεολόγος συμπεραίνει ότι «ουδενί των πάντων ούτως ως κακοπαθεία Θεός θεραπεύεται». Μεταφερόμενα αυτά στις προτάσεις και ρυθμίσεις της σύγχρονης λειτουργικής ανανέωσης φανερώνουν ότι επαναλαμβάνονται στο ακέραιο οι δύο βαρλααμικές πλάνες. 

Πολλές από τις λειτουργικές αλλαγές, όπως η συντόμευση των ακολουθιών, η αλλαγή του ωραρίου ενάρξεως των ακολουθιών, η δεύτερη θεία Λειτουργία, η τοποθέτηση καθισμάτων σε όλους τους χώρους του ναού, η κατάργηση των αργών μελών της βυζαντινής μουσικής και όλα τα παρόμοια, τείνουν όπως παρατηρεί ο π. Μωϋσης ο Αγιορείτης «προς το άκοπο, το άμοχθο, το εύκολο, αυτό που φαίνεται πως ικανοποιεί τον σύγχρονο κουρασμένο άνθρωπο. Λησμονείται το ασκητικό, το μαρτυρικό, το θυσιαστικό και πάντοτε ενυπάρχον έμπονο στοιχείο στην Ορθόδοξη Εκκλησία».

Από την άλλη πλευρά άλλες προτεινόμενες αλλαγές, όπως η μετάφραση των λειτουργικών κειμένων, η έκφωνη ανάγνωση των ευχών, η κατάργηση ή το χαμήλωμα των τέμπλων, η χρήση μικρών λειτουργικών εγκολπίων από τους πιστούς και πολλά άλλα υιοθετούν την ορθολογιστική βαρλααμική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία πρέπει να κατανοούμε τα λεγόμενα και τα πραττόμενα, γιατί διαφορετικά δεν ωφελούμαστε. Καταργείται έτσι, μετά από την ασκητική, και η μυστική διάσταση της Ορθοδόξου πνευματικότητος. Ο Θεός όμως δεν κατανοείται, αλλά βιώνεται. Ενεργεί όχι επί των σοφών και εγγραμμάτων, αλλά επί των καθαρών και ταπεινών τη καρδία, τους οποίους φωτίζει και αγιάζει, ακόμη και όταν δεν κατανοούν.

Στην Εκκλησία πηγαίνουμε όχι για να κατανοήσουμε, αλλά για να εμφανισθούμε, να παρουσιασθούμε μπροστά στο Θεό, να δώσουμε το παρών στους αγγέλους που καταγράφουν τους παρόντες, και να δεχθούμε την αγιαστική Χάρη εκ μέρους των ιερέων. Αυτό επιτυγχάνεται και εξαρτάται όχι από το βαθμό κατανοήσεως των τελουμένων, αλλά από τον βαθμό της πνευματικής προκοπής και τελειότητος, από την διάθεση να βιώσει, να ζήσει κανείς κοντά στο Θεό και στα θεία.


Επίλογος

Επιχειρήσαμε να δείξουμε ότι η «Λειτουργική Αναγέννηση» αναβιώνει, επαναφέρει τον Βαρλαάμ του 14ου αιώνος στις δυο βασικές ουμανιστικές του κατευθύνσεις: 

α) Στην μεγάλη σημασία που δίδει στη γνώση, στην επιστήμη, στην κατανόηση ως οδό τελειώσεως και

β) στην κατάργηση της κακοπαθείας, της ασκήσεως του σώματος κατά την διάρκεια της προσευχής και στην επιδίωξη της άνεσης, της ξεκούρασης. Αυτά τα δύο επιδιώκουν και οι σημερινοί ανανεωτές της Θ. Λατρείας, ίσως χωρίς να γνωρίζουν ότι κινούνται σε αιρετικό και επικίνδυνο κλίμα, με σοβαρές σωτηριολογικές συνέπειες, αν κατορθώσουν να επιβάλουν τις αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις.

Οι ανησυχίες πολλών κληρικών, μοναχών και λαϊκών δεν έχουν προσωπικά κίνητρα και σκοπιμότητες· επιθυμούν να παραμείνει ανοικτός ο δρόμος που ακολούθησαν οι Αγιοι, ο δοκιμασμένος δρόμος της μυστικοασκητικής βιοτής, που οδηγεί στον αγιασμό και στη θέωση, «η στενή και τεθλιμμένη οδός, η απάγουσα εις την ζωήν»· ο ορθολογισμός και η ξεκούραση, η άνεση, είναι «η ευρύχωρος οδός η απάγουσα εις την απώλειαν».

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

Ιωσήφ Βατοπαιδινού: Το απαραίτητο της άσκησης


Η αγωνία για τον όλεθρο, που επιβάλλεται δυναμικά σ΄ όλο τον κόσμο και η κραυγή της απόγνωσης, που από παντού ακούεται, μας έδωσαν την αφορμή και το σύνθημα να γράψουμε τα όσα περιλαμβάνονται σ΄ αυτό το βιβλίο.

Ο όλεθρος στον οποίο οδηγούνται αναπόφευκτα οι άνθρωποι, οφείλεται ασφαλώς στη λανθασμένη χρήση των νοημάτων. Αυτήν ακολουθεί η λανθασμένη χρήση των πραγμάτων που αποτελεί το πρακτικό βίωμα των ανθρώπων. Κατά τη Γραφή «ο γαρ εάν σπείρη άνθρωπος, τούτο και θερίσει» (Γαλ. στ΄ 17). Είναι φυσική ανάγκη και συνέπεια, κάθε ενέργειά μας να έχει κάποιο αποτέλεσμα. 

Αλλά κάθε ενέργειά μας μπορεί να υπόκειται, πέρα από την ελεύθερη επιλογή και προτίμηηση, στη δουλεία, για την οποία ο θεόσοφος Πέτρος μας ειδοποιεί «ω γαρ τις ήττηται, τούτω και δεδούλωται» (Β΄ Πέτρ. β΄ 19) Αυτή η αποκάλυψη του Πέτρου μας πληροφορεί για το μυστήριο αυτής της χρεοκοπίας όλων των ανθρώπων, οι οποίοι στενάζουν λόγω της δυναμικής επιβολής του ολέθρου. Ερευνώντας τη ρίζα του «ηττήματος» (Α΄ Κορ. στ΄ 7) και της δουλείας που επακολουθεί, βρίσκουμε ότι είναι φυσική συνέπεια της μεταπτωτικής μας καταδίκης. 

Η ίδια η Γραφή μας ερμηνεύει ότι η αρρωστημένη αυτή συνέπεια έγινε σε μας μόνιμο τραύμα στην παρούσα ζωή. «Και είπε Κύριος ο Θεός διανοηθείς, ου προσθήσω έτι του καταράσασθαι την γην, δια τα έργα των ανθρώπων, ότι έγκειται η διάνοια του ανθρώπου επιμελώς επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτού» (Γεν. η΄ 21). Μετά την πτώση, μας επιβλήθηκε η ηττοπάθεια και η ροπή «επί τα πονηρά» εκεί δηλαδή που βρίσκεται το σύμπλεγμα του παραλόγου.

Αυτήν τη συμφορά μας, θρηνεί ο Παύλος περιγράφοντας με πικρία την καταδίκη: «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! Τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;» (Ρωμ. ζ΄ 24). Και πραγματικά. Αποκτήσαμε σώμα θανάτου μαζί με το σωματικό θάνατο που ακολούθησε την πτώση.

Όσο λοιπόν, αυξάνουν οι οδύνες των ολέθριων συνεπειών, που κληρονομικά μεταφέρουμε, τόσο ταυτόχρονα αναπτύσσεται και η συναίσθηση της ανάγκης για την υπερνίκησή τους. Όσο και αν φαίνεται φθαρμένη και καταστραμμένη η προσωπικότητά μας με την πτώση, δεν χάθηκε το κεντρικό σημείο της δύναμής μας, που είναι η θέληση. Και όντας κύριος της θέλησης του ο άνθρωπος, έχει δικαίωμα επιβολής της κρίσης του. 

Να γιατί ο Παύλος μας υπενθυμίζει ότι αν και «πάντα ημίν έξεστιν, αλλ΄ ου πάντα συμφέρει» (πρβλ. Α΄ Κορ. στ΄ 12). Με την ελεύθερη θέληση επιλέγουμε τις επιταγές της λογικής , που δεν θα είναι άλλες παρά το επιβεβλημένο καθήκον του προορισμού μας. Το «ου πάντα συμφέρει» μας πείθει ότι βαδίζουμε σύμφωνα με κάποιο σκοπό που βιαζόμαστε να επιτύχουμε.

Το σώμα όμως του θανάτου, το οποίο φορέσαμε μετά την πτώση, ο λεγόμενος «παλαιός άνθρωπος» (Ρωμ. στ΄6, Εφ. δ΄ 22, Κολ. γ΄ 9), αντιστέκεται δυνατά και ο ταπεινός και αδύναμος άνθρωπος σύρεται βίαια παντού. Στο έβδομο κεφάλαιο της προς Ρωμαίους επιστολής του ο Παύλος κάνει ακριβέστερη περιγραφή αυτής της δυστυχίας: Ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ΄ ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω... ευρίσκω άρα τον νόμον τω θέλοντι εμοί ποιείν το καλόν, ότι εμοί το κακόν παράκειται» (Ρωμ. ζ΄ 19, 21). Ο χαρακτηρισμός αυτός αναφέρεται στο νόμο της διαστροφής, που ως δεύτερη φύση μας επιβάλλεται αν δεν αντισταθούμε.

Πέραν όμως του νόμου της διαστροφής, που επιμένει αδιάλειπτα είναι και η παρουσία του σατανά, που είναι αδίστακτος και ανύστακτος εχθρός του ανθρώπου. «Ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 8). Και τώρα «τις σοφός και φυλάξει ταύτα και συνήσει τα ελέη του Κυρίου;» (Ψαλμ. ρστ΄ 43). Το ισχυρό αντίδοτο αυτής της διαμάχης, αδελφοί μου, για να ανασυρθεί «το θνητόν υπό της ζωής» (Β΄ Κορ. ε΄ 4) είναι η περιεκτική άσκηση.

Εδώ στην «κοιλάδα του κλαυθμώνος» (Ψαλμ. πγ΄ 7), της μόνιμης εξορίας μας, υπάρχει η βίαιη ώθηση του γενικού ολέθρου. Και ο άνθρωπος πρέπει να βρίσκεται συνεχώς σε επιφυλακή. 

Το «πάση φυλακή τήρει σην καρδίαν» αυτό σημαίνει. Η «καρδία είναι το ταμείο, όπου προβάλλονται τα νοήματα και λαμβάνονται οι αποφάσεις» (πρβλ. Ματθ. ιε΄ 18-19). Χρειάζεται λοιπόν, διαρκής και ανύστακτη άμυνα για να καταπολεμεί ο άνθρωπος τις αντιθέσεις και να σωθεί απ αυτές. 

Η άσκηση μας επιβάλλεται ως απαραίτητο μέσο εξυγίανσης, για να επιτελέσουμε σωστά το καθήκον μας. Εφ΄ όσον λοιπόν, το νόημα της ύπαρξής μας δεν βρίσκεται στα πάθη και στο νόημα του παραλόγου - από τα οποία απειλούμαστε και στο παρόν και στην αιωνιότητα- αναπόφευκτα υπάρχει το πρόβλημα της καταπολέμησής τους για τη σωτηρία μας. Αυτό το πράγμα επιτυγχάνεται στη ζωή των λογικών υπάρξεων με ελεύθερο αγώνα, δηλαδή με την άσκηση.

Η άσκηση άλλωστε είναι από τα αρχαιότατα επιτεύγματα του ανθρώπου. Αρχίζει αμέσως με την έξοδο του ανθρώπου από τον Παράδεισο στον τόπο εξορίας του. Η άσκηση προβαλλόταν από τον άνθρωπο, που αισθανόταν την αδυναμία του να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της ζωής. Ιδιαίτερα όμως επέμενε στην άσκηση για να επιτύχει τις θρησκευτικές του αναζητήσεις.

Ολόκληρη η ανθρώπινη φύση, που υποδουλώθηκε στο νόμο της φθοράς και του θανάτου, δεν μπορεί με κανένα άλλο τρόπο να απαλλαγεί από τη βιαιότητα του παραλόγου παρά μόνο με την άσκηση. Λέγει ο Εκκλησιαστής: « Εάν πνεύμα του εξουσιάζοντος αναβή επί σε, τόπον σου μη αφής» (Εκκλ. ι΄ 4) και πάλιν «Αντίστητε τω διαβόλω και φεύξεται αφ΄ υμών» (Ιακ. δ΄ 7).

Με την είσοδό μας στη ζωή απαιτείται ασφαλώς η επίγνωση και η προσπάθεια για πραγμάτωση του προορισμού μας. Η αρχική μας κατασκευή έγινε «κατ εικόνα και ομοίωσιν» του δημιουργού. Και η ανάπλασή μας απέδειξε αυτήν την αλήθεια. Δίκαι πληροφορούμαστε ότι «ουκέτι εαυτοίς εσμεν αλλά τω υπέρ ημών αποθανόντι και εγερθέντι Χριστώ» (πρβλ. Β΄ Κορ. ε΄ 15). 

Και αυτό ακριβώς δείχνει το κεντρικό σημείο του προορισμού μας. Κανόνας της ανθρώπινης φύσης θεωραίται η ηθικότητα. Η σαφής πληροφορία ότι «ουκέτι εαυτοίς εσμεν» μας ανεβάζει σε ανώτερο καθήκον. Επειδή ανήκουμε ολοκληρωτικά στην κυριότητα και εξουσία του ανακαινιστή μας Ιησού Χριστού, οφείλουμε πλήρη υποταγή στο θείο θέλημα και άρα η ευθύνη της αποστασίας μας είναι βέβαιη και καταστροφική.

Πέραν όμως της ευθύνης της παρακοής και αποστασίας, γεννάται και το θέμα της προσωπικής μας σωτηρίας και εξυγίανσης, που είναι αποτέλεσμα της ακριβούς πρακτικής εφαρμογής των εντολών του ιατρού και σωτήρα μας. Εάν κατά τη Γραφή «ψυχή η αμαρτάνουσα αποθανείται» (Ιεζ. ιη΄ 20) τότε κλείνει κάθε στόμα και καθίσταται υπόδικος όλος ο κόσμος στο Θεό. Αρα δεν τίθεται πλέον θέμα επιλογής ή προτίμησης αλλά απόλυτου καθήκοντος. 

Ο άνθρωπος βρίσκεται μπροστά στο τελικό αποτέλεσμα, που είναι σαφές και εκφράζει ελεύθερα την προτίμησή του: ή γίνεται οπαδός της «στενής και τεθλιμμένης οδού» που οδηγεί στη ζωή, τη Βασιλεία και όλο το πλήρωμα των θείων επαγγελιών ή εκλέγει την «πλατείαν και ευρύχωρον οδόν», που οδηγεί οριστικά στην απώλεια (πρβλ. Ματ. ζ΄ 13-14, Λουκ. ιγ΄ 24). Και εκτός της αλήθειας που περιέχεται στον ανώτερο λόγο της θείας αποκάλυψης, υπάρχει και η μακρόχρονη και σαφέστατη ιστορία που υποδεικνύει την πραγματικότητα. Και «ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω».

Εάν ένα και μόνο πρόσωπο, ένας και μόνο άνθρωπος γινόταν υπήκοος και εφαρμοστής των εντολών του σαρκωθέντος Θεού Λόγου, του σωτήρα και ανακαινιστή μας, ήταν αυτό μόνο αρκετό για να μας αποδείξει την αλήθεια ότι «πιστός Κύριος εν πάσι τοις λόγοις αυτού» (Ψλαμ. ρμδ΄ 13). 

Αλλά από τότε μέχρι σήμερα εκατομμύρια αθλητών επισφραγίζουν καθημερινά, κάθε ώρα και κάθε στιγμή, τη μοναδική αυτήν αλήθεια. Η απέραντη στρατιά των αθλητών και ηρώων του μεγαλοπρεπούς αυτού θριάμβου, με το διαρκές και ακαταπόνητο στοιχείο της άσκησης, πέτυχε το σκοπό της και υποκινεί και μας επίμονα σ΄ αυτό . Τώρα «τις σοφός και φυλάξει ταύτα και συνήσει τα ελέη του Κυρίου;» (Ψλαμ. ρστ΄ 43).

Αναλύσαμε σύντομα το απαραίτητο της άσκησης και το ότι σε όλη την κοινωνική μας ζωή και αγωγή είναι απόλυτα αναγκαίο. Τώρα περισσότερο θα ασχοληθούμε με το κεντρικώτερό μας θέμα. Να δώσουμε με συντομία και σαφήνεια τη γενική εικόνα της ορθόδοξης χριστιανικής άσκησης. Γιατί, όπως ο Κύριος επεσήμανε, «ενός δε εστι χρεία» (Λουκ. ι΄ 42).

Για μας τους ορθοδόξους, χριστιανός είναι μόνο εκείνος, ο οποίος δέχεται το Χριστό, ως την απόλυτη αλήθεια και δικαιοσύνη, ως το μόνο Θεό δημιουργό και σωτήρα. Ο Χριστιανισμός αποτελεί για μας μοναδική αποκλειστικότητα, που δεν δέχεται συμβιβασμό, επιμειξία ή εξέλιξη. Με βάση τους λόγους του ίδιου του λυτρωτή μας πιστεύουμε ότι «ουδείς επιγινώσκει τον υιόν ει μη ο πατήρ, ουδέ τον πατέρα τις επιγινώσκει ει μη ο υιός και ω εάν βούληται ο υιός αποκαλύψαι» (Ματθ. ια΄ 27) και «ουδείς έρχεται προς τον πατέρα ει μη δι εμού» (Ιω. ιδ΄ 6) και «εάν μη πιστεύσητε ότι εγώ ειμι, αποθανείσθε εν ταις αμαρτίαις υμών» (Ιω. η΄ 24).

Τονίσμα τη σημασία της άσκησης ως του πιο κατάλληλου μέσου γι αυτούς που αγωνίζονται και προσπαθούν να επιτύχουν το σκοπό τους. Δεν κρύβουμε όμως, ότι και αυτό το κατόρθωμα δεν είναι ο σκοπός αλλά ένα επωφελέστατο μέσο. Ο παράγοντας της ελευθερίας, της εξυγίανσης και αυτής της ανάστασής μας είναι μόνο η θεία Χάρη. Η σπουδή και η προσπάθειά μας να βρισκόμαστε σε επιφυλακή, φανερώνει αυτό το οποίο ομολογήσαμε στο βάπτισμα ότι «αποτασσόμεθα τω σατανά και πάσι τοις έργοις και τη πομπή αυτού και συντασσόμεθα τω Χριστώ». Με την εκούσια εκλογή και ταυτόχρονα προτίμηση, εκδηλώνεται η ελευθερία μας ως λογικόν υπάρξεων και αποδεικνύεται η θεοειδής καταγωγή μας.

Ερχόμενη με την πίστη στη θεογνωσία, διδασκόμαστε αμέσως τα απαραίτητα καθήκοντα διαμέσου των οποίων θα πάρουμε μέρος στις θείες επαγγελίες. Ο Κύριός μας, μας πείθει ότι δεν αρκεί και δεν μας ωφελεί να γνωρίζουμε αφηρημένα μόνο ότι υπάρχει ο Θεός. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. ζ΄ 21). Θα πάρει μέρος στις επαγγελίες μου μόνο «ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς» (Ιω. ιδ΄ 21). Ο «έχων», δηλαδή όποιος φρόντισε να μάθει τα νοήματα και το σκοπό των εντολών μου και μετά να γίνει «τηρών», δηλαδή να τις εφαρμόσει. Και τονίζει τη σημασία της τήρησης των εντολών, «εκείνος εστιν ο αγαπών με» (Ιω. ιδ΄ 21). 

Και επαναβεβαιώνει: «Ο μη αγαπών με τους λόγους μου ου τηρεί» (Ιω.ιδ΄ 24). Αλλωστε η ανακεφαλαίωση όλου του νόμου δεν είναι σ αυτές τις δύο εντολές; «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου και τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Μαρκ. ιβ΄ 30-31). Με τις δύο εντολές αποδεικνύεται η ακεραιότητα της ανθρωπίνης προσωπικότητας και παρέχεται το δικαίωμα στον άνθρωπο να γίνει κληρονόμος Θεού και συγκληρονόμος του Υιού του.

Τονίσαμε και προηγουμένως ότι η άσκηση δεν είναι σκοπός αλλά μέσο. Μέσο όμως αναγκαίο και απαραίτητο προς εξυγίανση και επιστροφή στην αξία του καθολικού μας προορισμού.

Η θεία αποκάλυψη είναι η βάση της υγιούς μας γνώσης. Από αυτήν γνωρίσαμε τους εαυτούς μας, τον κόσμο που μας περιβάλλει και τις σχέσεις μας με τους άλλους. Η αποκάλυψη, ως απόρροια και ενέργεια της θείας Χάρης, αλάνθαστα μας οδηγεί στην υγιή φύση των πραγμάτων στην οποία ο δημιουργός και προνοητής Θεός τα έταξε προς τον τελικό τους στόχο κατά το θεοπρεπή τους σκοπό.

Είναι γεγονός ότι η πτώση του ανθρώπου αλλοίωσε σε τρόπο και χρόνο τη ροή των πραγμάτων, πράγμα όχι άγνωστο στον πανσθενουργό Θεό Λόγο «δι ου τα πάντα εγένετο». Έτσι γεννήθηκε η αναγκαιότητα της προσπάθειας, από την πλευρά του ανθρώπου που πάσχει για να ισορροπήσει και να ανακτήσει την υγεία της φθαρμένης φύσης. Και ένα μέρος της παναγάπης του σεσαρκωμένου Θεού Λόγου ήταν και αυτό. Να μην ενεργήσει προστακτικά, να μη διατάξει τον τρόπο επιστροφής του καταπεσόντος ανθρώπου, αλλά να υποδείξει με φιλανθρωπία, πρακτικά, την επιστροφή και να τονίσει τη σημασία των θείων εντολών. Ποια πρόφαση μπορεί να δικαιολογήσει την ανθρώπινη αυθάδεια και ραθυμία αφού ο γλυκύς μας Ιησούς «ήρξατο ποιείν τε και διδάσκειν» (Πραξ. α΄ 1).

Να λοιπόν που όχι μόνο η λογική, αλλά και η αποκάλυψη, μας συνιστά αλλά και μας επιβάλλει την ανάγκη της άσκησης ως απόλυτου μέσου για την επιστυχία του σκοπού μας. Εάν «οι του Χριστού την σάρκα εσταύρωσαν συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις» (Γαλ. ε΄ 24), είναι πλέον καταφανές, ότι μόνο με τυην άσκηση θα πετύχουμε την προαγωγή μας. Μας συναρπάζει ο Παύλος, ωο ο πιο ακριβής γίγαντας της άσκησης, διδάσκοντάς μας καθαρά ότι το πήλινό μας σώμα, «η σαρξ, επιθυμεί κατά του πνεύματος, το δε πνεύμα κατά της σαρκός, ταύτα δε αντίκειται αλλήλοις, ίνα μη α αν θέλητε ταύτα ποιήτε» (Γαλ. ε΄ 17). Δεν είναι λοιπον, θέμα πρόθεσης ή εκλογής η άσκηση, αλλά επιταγή και απόλυτα απαραίτητη.

Εάν δανεισθούμε τα λάφυρα της μοναστικής άσκησης, όσο και αν φαίνεται τολμηρό, δεν θα αποτύχουμε στην ουσία. Εξ άλλου τι άλλο είναι ο μοναχισμός παρά μια μορφή της χριστιανικής πραγματικότητας, που εφαρμόστηκε με επιτυχία;

Σκοπός και στόχος, όπως αναφέραμε προηγουμένως, είναι η τήρηση των εντολών του Χριστού . Εμείς, κατά τον Παύλο, «πεπραμένοι υπό την αμαρτίαν» (Ρωμ. ζ΄ 14) πιεζόμαστε να πράξουμε «ο ου θέλομεν κακόν» (Ρωμ. ζ΄ 19). Ποιός άλλος παράγοντας ή σύμμαχός θα μας απαλλάξει «εκ του σώματος του θανάτου τούτου;» (Ρωμ.ζ΄ 24). 

Η προσφυγή μας στην ασκητική εμπειρία της μοναστικής αγωγής είναι αναγκαία και απαραίτητη επειδή η μάχη και η πάλη για την ελευθερία μας είναι πολλαπλή και ποικίλη. Και προς τα πάθη, τις έξεις και τις συνήθειες αλλά και «προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους» (Εφ. στ΄ 12) και όλων των δυνάμεων του. Η λεπτομερέστερη άμυνα στον πνευματικό αυτόν αγώνα βρίσκεται όντωνς στα συστήματα της μοναστικής πολιτείας και δεν υπερβάλλουμε όταν τα συνιστούμε ως παράδειγμα στη ζωή του καθενός μας. 

----------------------------------------------------------

πηγή: Από το βιβλίο του γέροντος Ιωσήφ του Βατοπαιδινού: Άσκηση, η μητέρα του αγιασμού

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Θεοκλήτου Διονυσιάτου, μοναχού: Εις τα ζητήματα της πίστεως δεν χωρούν συναισθηματισμοί

Η απόλυτη απάντηση στους οικουμενιστές. Γιατί έχει παραγίνει το κακό. Νεοπατερική θεολογία, μεταπατερική θεολογία, στοχαστική θεολογία.... Δεν υπάρχει Αντίχριστος, δεν υπάρχει 666, να κάψουμε το "Πηδάλιο", να μειώσουμε την Θεία Λειτουργία και γενικότερα ένα πλήθος κατάπτυστων δηλώσεων από αναξίους θεολόγους και ιερωμένους... Αυτά παθαίνουμε όταν η Θεολογία από βιωματική (δίνεις αίμα παίρνεις πνεύμα), γινεται στοχαστική. Όταν από το "ει προσευξη αληθώς, θεολόγος ει" φτάνουμε στην θεολογία του "εργαστηρίου θεολογίας". 

Μωυσής αγιορείτης: Ο λόγος της Εκκλησίας



Το προς τον λαό πρόσφατο κείμενο της Εκκλησίας της Ελλάδος για τη σύγχρονη οικονομική κρίση μιλά “με τη γλώσσα της αλήθειας και της αγάπης”. Είναι γεγονός πως είναι ένα κείμενο ξεκάθαρο, ειλικρινές, άφοβο και προσεγμένο. Θέτει ερωτήματα σοβαρά, κάνει κρίσεις ακριβείς, τονίζει αμέλειες, πραγματοποιεί πικρές διαπιστώσεις. Εντοπίζει ορθά ότι της οικονομικής κρίσης προηγήθηκε η πνευματική, με τον εύκολο πλουτισμό, την καλοπέραση και την εξαπάτηση. Μια ζωή άσκοπη και παράλογη έγινε τραγική. Δεν φοβάται την αυτοκριτική, την παραδοχή λαθών και σκανδάλων. Η Εκκλησία όμως δίνει υψηλό νόημα ζωής, βέβαιη ελπίδα, σταθερό προσανατολισμό, φιλοστοργία, φιλανθρωπία και φιλοτεκνία.

Η κυβέρνηση ενοχλήθηκε αρκετά από το κείμενο της Εκκλησίας αυτό. Την Εκκλησία τη θέλει να σιωπά και να μιλά μόνο όταν είναι για την επαινεί. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μάλιστα την ειρωνεύτηκε, ότι συμβαδίζει με τις λεγόμενες προοδευτικές δυνάμεις, την ονόμασε εξωπραγματική και σκοταδιστική. Οι αριστεροί φαίνεται ενοχλήθηκαν κι αυτοί, βλέποντας την Εκκλησία να ελέγχει τους κρατούντες, και τώρα δεν θα μπορεί να τη χτυπήσει. Η ελληνική αριστερά πάντως επιμένει ότι η Εκκλησία συμπορεύεται με την πολιτική της συντήρησης. Το κείμενο δεν άρεσε, φαίνεται, και σε κάποιους εκκλησιαστικούς μεγαλοσχήμονες, ότι δεν πρέπει να τα βάζουμε με την Πολιτεία, και σε κάποιους άλλους, μικρόσχημους-μικρόψυχους, που δεν δίστασαν να κατηγορήσουν σκόπιμα και ιδιοτελώς τους συντάκτες του αξιόλογου αυτού κειμένου μέσα από ιστοσελίδες με γλώσσα ανόσια, ανούσια και κακόγουστα κολακευτική για άλλους…

Κύριος συντάκτης του κειμένου είναι ο μητροπολίτης Σινανίου και Σιατίστης Παύλος, ο οποίος είναι από ετών γνωστός για έναν λόγο γνήσιο, ανυπόκριτο, τίμιο, θεοφοβούμενο, απλό, μεστό και σαγηνευτικό. Σε πρόσφατη συνέντευξή του στην εφημερίδα αυτή είπε δυνατά: “Η Εκκλησία έχει δικαίωμα να εκφράζει δημόσια την άποψή της”. Συνεχίζοντας, αναφέρει: “Αν θέλουμε κάποια στιγμή σ’ αυτόν τον τόπο να καταλήξουμε κάπου, πρέπει να μη φοβηθούμε την αλήθεια και να αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας”.

Σε πρόσφατη ομιλία του ο ίδιος μητροπολίτης ανέφερε: “Θέλετε επισκόπους συμβιβασμένους με όλους και με όλα; Αυτή την επιλογή πρέπει να αποφασίσετε, για να μην ακούω ανοησίες. Να μην ακούω αυτά που κάποιοι, επειδή κινδυνεύουν τα δικά τους συμφέροντα σήμερα, λένε να μη μιλάει η Εκκλησία. Και ποιος να μιλάει; Να μιλάτε εσείς; Να μιλάει η δημοσιογραφική αλητεία των Αθηνών; Και ο επίσκοπος δεν θα μιλάει; Είναι γελασμένοι όλοι τους; Γιατί; Γιατί έχουμε πρότυπο και παράδειγμα τους αγίους μας. Και με βάση το δικό τους παράδειγμα, και όχι του κάθε εξωνημένου δημοσιογράφου ή οποιουδήποτε άλλου, ακόμη και πολιτικών, θα υπηρετήσουμε την Εκκλησία. Και αυτό ας το καταλάβουν όλοι. Για να καταλάβουν γιατί είναι πρώτη αυτή η ευθύνη του επισκόπου, να υπερασπίζεται το άδικο, δηλαδή τον αδικούμενο μάλλον άνθρωπο, όπου κι αν βρίσκεται και ό,τι και αν συμβαίνει”.

Μερικές φορές, αγαπητοί μου, η αλήθεια είναι πικρή, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να λέγεται. Η ρωσική κυβέρνηση διά νόμου επιστρέφει όλη την περιουσία στην Εκκλησία, που την είχε πάρει πριν από μερικές δεκαετίες παράνομα. Στην Ελλάδα το κράτος επιχειρεί συστηματικά να δυσκολεύει την Εκκλησία και να την παρουσιάζει ως έχουσα μυθική περιουσία. Η Τουρκία, κατόπιν αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, επέστρεψε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο δημευθείσα περιουσία του. Η πολιτεία από μηνών παρακρατεί χρήματα από ανήκουν στο Άγιον Όρος από τα μετοχικά μισθώματα, την ετήσια οικονομική χορηγία.

Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με ανακοινωθέν της σχετικά με τη νέα κάρτα του πολίτη εκφράζει επιφυλάξεις σοβαρές, σεβόμενη τη θεόσδοτη ελευθερία της μοναδικότητος και ιερότητος του ανθρωπίνου προσώπου και της αξιοπρέπειάς του. Χρειάζεται λοιπόν η Εκκλησία να λύνει τη σιωπή της, όχι για να φλυαρεί και να φωνάζει νευριασμένα, αλλά για να καταθέτει με γνώση και πείρα λόγο αλήθειας και αγάπης.

Η Εκκλησία δεν έχει διακοσμητικό ρόλο σε αυτόν τον τόπο ή ρόλο κομπάρσου. Η Εκκλησία δεν φιλοδοξεί να κάνει τον πρωταγωνιστή. Δεν επαίρεται ότι είναι πρωταγωνιστής, κυρίαρχος και φοβερός. Η Εκκλησία είναι μία ζεστή μητρική αγκαλιά. Ο ρόλος της στηρίζει, ενισχύει, παρηγορεί και διώχνει μακριά της την απελπισία. Χρειάζεται ο ειλικρινά τρυφερός, δίκαιος και ατόφιος λόγος της. Όχι να χαζοχαμογελά προς όλους και όλα, να υποχωρεί, για να κερδίσει κάτι και στο τέλος να τα χάνει όλα. Μιλούν κάποιοι λίγοι, λένε πικρές αλήθειες, και επειδή δεν αρέσουν στους πολλούς, προσπαθούν να τους μειώσουν, να τους ειρωνευθούν και να τους απειλήσουν.

Η Εκκλησία θα κερδίσει με την ταπείνωση, τη σεμνότητα, τον διακριτικό, άφοβο, γνήσιο, ευαγγελικό λόγο, τον αποστολικό και αγιοπατερικό λόγο. Ένας λόγος ασαφής, χλιαρός, κολακευτικός, κουλτουριάρικος δεν αναπαύει ψυχές, δεν χαροποιεί απαιτητικά πνεύματα. Είναι καιρός να κατατεθεί περισσότερη αλήθεια με μεγαλύτερη αγάπη.

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Γεωργίου Φλωρόφσκυ: Ο Άγιος Αντώνιος και η αναχωρητική ζωή


Ο «Βίος τον Αντωνίου» (Vita Antonii) δεν είναι μόνο μια πλούσια πηγή για τη ζωή του Αγ. Αντωνίου, δεν είναι μόνο μια πλούσια πηγή για τις αρχές του μοναχισμού, αλλά είναι και η αρχαιότερη μοναστική βιογραφία που έχουμε. Κατά την παράδοση η συγγραφή της έχει αποδοθεί στον Αγ. Αθανάσιο. Αυτό είναι ένα αμφισβητούμενο θέμα. Εντούτοις, δεν υπάρχει ακόμα σοβαρός λόγος για να αποκλείσουμε το να έχει γράψει ο Άγ. Αθανάσιος ένα αρχικό σχετικό κείμενο, η ένα μέρος ενός αρχικού κειμένου, στο οποίο άλλοι αργότερα έχουν ίσως κάνει προσθήκες. 

Οπωσδήποτε, δεν έχει τόση σπουδαιότητα το ποιος έγραψε αυτό το βιβλίο, όσο το περιεχόμενο του. Ο Αγ, Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός έγραψε ότι ο «Βίος του Αντωνίου» μας δίνει την εικόνα, τη μορφή, το χαρακτήρα της πρώτης μοναστικής ζωής. Ο «Βίος» αποκαλύπτει ένα δυναμισμό στην πνευματική ζωή του μοναχισμού, μια μέθοδο που γεννά όλο και πιο βαθιά πνευματική ανάπτυξη η οποία τελικά καταλήγει στη μορφή μιας πνευματικής «πατρότητας».

Ο συγγραφέας γράφει ότι του ζήτησαν να «περιγράψει τον τρόπο ζωής του μακαρίου Αντωνίου». Αυτοί που του ζήτησαν αυτή την περιγραφή ήθελαν να μάθουν «αν αυτά που ειπώθηκαν γι’ αυτόν είναι αληθινά». Υπήρχε μια επιθυμία «να μιμηθούν» τον τρόπο ζωής του αγ. Αντωνίου και ο συγγραφέας συμφωνεί ότι «η ζωή του Αντωνίου είναι ένα επαρκές υπόδειγμα πειθαρχίας (discipline)» -πραγματικά η ελληνική λέξη που χρησιμοποιείται στο «Βίο» για την «πειθαρχία» είναι η λέξη «άσκησις». 

Ο συγγραφέας τους συμβουλεύει να πιστέψουν αυτά που άκουσαν και τους ενθαρρύνει επιπλέον να ανακαλύψουν περισσότερα για τη ζωή του «αλλά σκεφθείτε μάλλον ότι σας έχουν πει μόνο λίγα πράγματα, γιατί οπωσδήποτε αυτοί δύσκολα μπορούσαν να σας έχουν δώσει λεπτομέρειες για τόσο σπουδαία γεγονότα. 

Και επειδή Εγώ, με δική σας παράκληση, έχω κληθεί να θυμηθώ μερικά γεγονότα σχετικά με αυτόν, και θα στείλω όσα μπορώ να πω σ' ένα γράμμα, μην αμελήσετε να ρωτήσετε εκείνους που αποπλέουν από εδώ: γιατί πιθανόν, όταν όλοι θα έχουν αφηγηθεί ό,τι γνωρίζουν γι’ αυτόν, η περιγραφή να μην είναι ανάλογη προς τα κατορθώματα του». Ο συγγραφέας γράφει ότι «είχε διακαή πόθο να μάθει οποιαδήποτε νεότερη πληροφορία» όταν έλαβε το αίτημα τους, και ήθελε να στείλει ορισμένους μοναχούς που είχαν γνωρίσει καλά τον Αντώνιο να ρωτήσουν για τη ζωή του. 

Αλλά η «εποχή για θαλασσινά ταξίδια έφθανε στο τέλος της» και ο συγγραφέας «βιαζόταν να γράψει … ό,τι ο ίδιος γνωρίζει, αφού τον είχε δει πολλές φορές». Ο συγγραφέας βεβαιώνει ότι ήταν «ακόλουθος για πολύν καιρό» του Αντωνίου. 

Ο συγγραφέας είναι συνετός και συμβουλεύει ότι αυτοί θα έπρεπε να έχουν ως αντικειμενικό τους σκοπό την αλήθεια, «ώστε κανένας τους να μην δυσπιστήσει επειδή θα ακούει περισσότερα, ούτε πάλι να καταφρονήσει του ανδρός επειδή θα ακούει λιγότερα του δέοντος».

Η περιγραφή της πρώτης ζωής του Αντωνίου και ό,τι τον οδήγησε στη «δοκιμασία» του μεταφέρει μια ρεαλιστική εικόνα του ασκητισμού εκείνης της εποχής. «Ο Αντώνιος … ήταν εκ καταγωγής Αιγύπτιος. 

Οι γονείς του ήταν από καλή οικογένεια και είχαν σημαντική περιουσία (στην Κόμα της Μέσης Αιγύπτου, κατά τον Ιστορικό Σωζόμενον). Αφού οι γονείς του ήταν Χριστιανοί, ο Αντώνιος ανατράφηκε στην ίδια πίστη». Ο συγγραφέας γράφει ότι ο Αντώνιος δεν αγαπούσε το σχολείο «δεν ανεχόταν να μάθει γράμματα». Ο λόγος που δίνεται είναι ασαφής «μη ενδιαφερόμενος να συναναστρέφεται με άλλα παιδιά». 

Το κείμενο υπονοεί ότι ο Αντώνιος ήταν, τρόπον τινά, από τον χαρακτήρα του, επιρρεπής στη μοναξιά και την απομόνωση. Ο Αντώνιος παρακολουθούσε τις εκκλησιαστικές ακολουθίες κανονικά «με τους γονείς του πήγαινε στον οίκο του Κυρίου, και ούτε σαν παιδί ήταν οκνηρός ούτε όταν μεγάλωσε τις καταφρονούσε». Ήταν «προσεκτικός» στις εκκλησιαστικές ακολουθίες και «φύλαγε ό,τι διαβαζόταν μέσα στην καρδιά του». Τονίζεται ότι ήταν υπάκουος γιος. 

Ο συγγραφέας έχει άμεσα απεικονίσει τον χαρακτήρα του: είχε τάση προς απομόνωση, ενδιαφερόταν σοβαρά για τη θρησκεία του και ήταν υπάκουος. Η στάση του Αντωνίου έναντι της οικονομικής ανέσεως της οικογενείας του είναι σπουδαία «αν και ως παιδί μεγάλωσε μέσα σε αρκετή οικονομική άνεση, δεν ταλαιπώρησε τους γονείς του ζητώντας τους ποικίλα και πολυτελή φαγητά, ούτε αυτά ήταν γι’ αυτόν πηγή ευχαριστήσεως».

Ύστερα ήρθε ο θάνατος και των δυο γονιών. «Έμεινε μόνος με μια μικρή αδελφή: η ηλικία του ήταν περίπου δεκαοκτώ η είκοσι ετών, και έπεσε πάνω του η φροντίδα του σπιτιού και της αδελφής του. «Έξι μήνες ύστερα από το θάνατο των γονέων του ο Αντώνιος ήταν, ως συνήθως, στον οίκο του Κυρίου «συγκεντρωμένος στον εαυτό του και σκεπτόμενος».

Σκεφτόταν «πως οι Απόστολοι άφησαν τα πάντα και ακολούθησαν το Σωτήρα (Ματθαίος 4:20), και πως οι πρώτοι Χριστιανοί πούλησαν τα υπάρχοντα τους και τα έφεραν και τα έθεσαν στα πόδια των Αποστόλων για να διανεμηθούν στους φτωχούς (Πράξεις 4:35)». 

«Αναλογιζόμενος αυτά τα πράγματα μπήκε στην Εκκλησία και συνέβη να διαβάζεται το ευαγγέλιο και άκουσε τον Κύριο να λέγει στον πλούσιο, αν θέλεις να γίνεις τέλειος, πήγαινε και πούλησε τα υπάρχοντα σου και μοίρασε τα στους φτωχούς, και ακολούθησε με, και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό' (Ματθαίος 19:21). 

Ο Αντώνιος, σαν να τον είχε βάλει ο Θεός να θυμηθεί τους αγίους, και σαν να είχε διαβαστεί η περικοπή γι’ αυτόν, βγήκε αμέσως από την Εκκλησία και έδωσε όλα τα κτήματα των προγόνων του στους χωρικούς -αυτά ήταν τριακόσια στρέμματα («άρουραι») «παραγωγικής και πολύ καλής γης». 

Ο συγγραφέας γράφει ότι το έκανε αυτό «ώστε αυτά να μην είναι πια βάρος σ' αυτόν και την αδελφή του». Μερικοί ερμηνεύουν αυτό με μια έννοια που υπάρχει στο γράμμα η στο πνεύμα του κειμένου ότι το έκανε αυτό για να αποφύγει τους φόρους. Ο Αντώνιος ύστερα μάζεψε τα υπόλοιπα «κινητά υπάρχοντα», τα πούλησε, και τα έδωσε στους φτωχούς, «κρατώντας λίγα για την αδελφή του».

Και πάλι στην Εκκλησία, ο Αντώνιος ακούει την ευαγγελική προτροπή «Μη μεριμνάτε λοιπόν για την αυριανή ημέρα» (Ματθαίος 6:34). «Φαίνεται ότι αυτό ήταν εκείνο που τον παρακίνησε να δώσει, ό,τι είχε απομείνει στους φτωχούς και να ξεκινήσει για τη «δοκιμασία» του. Από το κείμενο γίνεται φανερό ότι υπήρχε ήδη ένας καθιερωμένος θεσμός για την άσκηση, ιδιαίτερα για τις παρθένες. 

«Αφού ανέθεσε την αδελφή του σε γνωστές και πιστές παρθένες, και βάζοντας την σ' ένα σπίτι για παρθένες «εις παρθενώνα» για να την μεγαλώσουν, ο ίδιος αφιερώθηκε εκείνο τον καιρό σε άσκηση έξω από το σπίτι του, αδιαφορώντας για τον εαυτό του και ασκώντας τον με υπομονή». Ο συγγραφέας ύστερα προσθέτει τη σημαντική δήλωση «επειδή δεν υπήρχαν τότε ακόμα τόσο πολλά μοναστήρια στην Αίγυπτο, και κανένας απολύτως μοναχός δεν ήταν γνωστός στην μακρινή έρημο». 

Το κείμενο καθίστα σαφές ότι υπήρχε ήδη μια ασκητική παράδοση για παρθένες και μια μη συστηματικά οργανωμένη μοναστική ζωή. «Όλοι όσοι ήθελαν να προσέξουν τον εαυτό τους ησκούντο μόνοι τους κοντά στο χωριό τους».

Ο Αντώνιος μιμήθηκε τη ζωή «ενός γέροντος» σ' ένα γειτονικό χωριό. Όποτε ο Αντώνιος άκουγε «για έναν καλό άνθρωπο οπουδήποτε, σαν σοφή μέλισσα, πήγαινε και τον αναζητούσε». Αν και η λέξη «όρκος» δεν χρησιμοποιείται (στο κείμενο) φανερά, είναι φανερό ότι ο Αντώνιος είχε ήδη πάρει αποφάσεις που εμπίπτουν μέσα στο πνεύμα του όρκου. 

Μια τέτοια απόφαση η ένας τέτοιος «όρκος» είναι ότι «επιβεβαίωσε την απόφαση του να μην γυρίσει στο πατρικό του σπίτι ούτε να θυμάται τους συγγενείς του, αλλά να διαθέσει όλη την επιθυμία και την ενέργεια του στην τελειοποίηση της ασκήσεώς του». Εκείνο που θα ευχαριστούσε το Λούθηρο και τον Καλβίνο, τουλάχιστον μερικώς, είναι ότι ο Αντώνιος «εργαζόταν με τα χέρια του, γιατί είχε ακούσει, αυτός που είναι οκνηρός, να μην τρώει» (Β΄ Θεσ. 3:10). 

Τα χρήματα που ο Αντώνιος έπαιρνε από την εργασία του τα χρησιμοποιούσε για να αγοράζει ψωμί, και τα υπόλοιπα «τα έδινε στους φτωχούς» (Ματθαίος 5:7). Την ώρα που ο Αντώνιος εργαζόταν, συνέχιζε την πνευματική ζωή της προσευχής: «Προσευχόταν συνεχώς, γιατί ήξερε ότι ο άνθρωπος έπρεπε αδιαλείπτως να προσεύχεται κατ' ιδίαν» (Α' Θεσ. 5:17).

Ύστερα στο κείμενο περιγράφεται το ιδεώδες της εν αγάπη πνευματικής αδελφότητας. Ο Αντώνιος «ηγαπάτο από όλους». Πρόσεχε τις ιδιαίτερες περιοχές «του ζήλου και της ασκήσεως» όπου άλλοι ήταν πιο προχωρημένοι από αυτόν. 

«Έβλεπε τη φιλανθρωπία του ενός· την ακατάπαυστη προσευχή του άλλου- μάθαινε την απαλλαγή κάποιου από την οργή και την αγαθότητα ενός αλλού. Πρόσεχε κάποιον καθώς αγρυπνούσε, και άλλον καθώς μελετούσε· τον έναν τον θαύμαζε για την υπομονή του, τον άλλον για τη νηστεία του και για το ότι κοιμόταν στο έδαφος· την πραότητα του ενός και τη μακροθυμία του άλλου τις παρατηρούσε με προσοχή, ενώ πρόσεχε την προς τον Χριστό ευσέβεια και την αμοιβαία αγάπη που εμψύχωνε όλους».

Το κείμενο του «Βίου του Αντωνίου» τονίζει επίσης ότι ο Αντώνιος θυμόταν τις Αγιογραφικές περικοπές που διαβάζονταν στην Εκκλησία «κανένα από όσα ήταν γραμμένα δεν άφηνε να πέσει στο έδαφος, αλλά τα θυμόταν όλα, κι ύστερα η μνήμη του, του χρησίμευε ως βιβλίο». Το κείμενο μιλά αλλού για το σεβασμό του προς το διάβασμα. Εκείνο που συχνά παραλείπεται από μερικούς σχολιαστές του Αντωνίου είναι η ζωή της προφορικής παραδόσεως. 

Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι πολύ συχνά σκλάβος του γραπτού κειμένου, ξεχνά πολύ συχνά ότι οι κοινωνίες ήκμαζαν κάποτε στηριζόμενες μόνο στον προφορικό λόγο. Οι άνθρωποι της αρχαιότητας μπορούσαν να απομνημονεύσουν τεράστια τμήματα του παραδοσιακού τους πνευματικού πολιτισμού. Είναι απλώς το φαινόμενο του γραπτού λόγου που επέτρεψε στο σύγχρονο άνθρωπο να υποδουλωθεί, τρόπον τινά, σ' αυτόν, να διαβάζει μάλλον ένα κείμενο παρά να το ακούει και να το απομνημονεύει. 

Ένας συγγραφέας γράφει ότι «ένας αριθμός Αγιογραφικών χωρίων ήταν γνωστός (στον Αντώνιο), αλλά για μια συνεχόμενη και βαθειά γνώση της Αγίας Γραφής από αυτόν, η από αυτούς γενικά τους αναχωρητές, δεν έχουμε ίχνη». 

Μια τέτοια εκτίμηση δεν είναι ακριβής και βασίζεται πάνω στη σύγχρονη προσέγγιση της αναλύσεως της Αγίας Γραφής ως γραπτού λόγου. Ο Αντώνιος — και γενικά οι πρώτοι μοναχοί γνώριζε την περισσότερη, αν όχι όλη την Καινή Διαθήκη «από στήθους». 

Επιπλέον, η γνώση τους, για την Αγία Γραφή επεκτεινόταν και στην Παλιά Διαθήκη, μεγάλα τμήματα της οποίας απομνημόνευαν. 

Το ότι αυτός δεν ήταν ικανός να «συνδέει λογικά» τα διάφορα τμήματα της Αγίας Γραφής, είναι μια κρίση που δεν ανταποκρίνεται στα γεγονότα και προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος είναι ανίκανος να δομεί ή να συνδέει λογικά υλικό που απομνημονεύεται «εν τη καρδία».

Το επόμενο βήμα του Αντωνίου για την οδό της «δοκιμασίας» του ήταν να «αγωνιστεί να ενώσει τις ιδιότητες του καθενός». Το ιδεώδες της ασκητικής αναζητήσεως είναι να προοδεύει χωρίς ζηλοτυπία για τους άλλους και χωρίς να προκαλεί τη ζηλοτυπία των άλλων. 

Αυτό το ιδεώδες αποτυπώνεται καθαρά μέσα στο «Βίο τον Αντωνίου». «Και αυτό το έκανε κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μη θίξει τα αισθήματα κανενός, και τους έκανε να χαίρονται γι’ αυτόν. Έτσι όλοι σ' εκείνο το χωριό και οι καλοί άνθρωποι με τους όποιους σχετιζόταν, όταν έβλεπαν ότι ήταν άνθρωπος αυτού του είδους, συνήθιζαν να τον ονομάζουν Αγαπημένο του Θεού ('θεοφιλή'). Και μερικοί τον υποδέχονταν σαν γιο, και άλλοι σαν αδελφό».

Ο «Βίος του Αντωνίου» αποκαλύπτει ότι η αντίθεση προς την ασκητική και μοναστική ζωή αρχίζει από τις εισηγήσεις του διαβόλου, ο οποίος αγωνίζεται πάντα να εμποδίσει αυτήν την οδό, αυτήν τη «δοκιμασία». 

Τα δαιμονικά μέσα με τα οποία επιχειρείται να εμποδιστεί αυτή η οδός μπορεί να είναι άλλοτε λεπτά και άλλοτε χονδροειδή, και πάντοτε υποβάλλουν στον υποψήφιο ασκητή την αμφιβολία για την ορθότητα της οδού, πάντοτε υποβάλλουν τη σκέψη ότι αυτή μπορεί να μην είναι λογική. 

Η προσπάθεια του διαβόλου είναι «να του ψιθυρίσει την ανάμνηση του πλούτου του, την φροντίδα για την αδελφή του, τις απαιτήσεις των συγγενών, την αγάπη του χρήματος, την αγάπη της δόξας, τις διάφορες ευχαριστήσεις του τραπεζίου και τις άλλες ανέσεις της ζωής». 

Και ύστερα έρχονται οι υπομνήσεις «της δυσκολίας της αρετής και των κόπων που αυτή απαιτεί, της αδυναμίας του σώματος, και του μάκρους της ζωής». Αυτό, διακηρύσσει ο «Βίος του Αντωνίου», δεν απέδωσε, ακριβώς εξαιτίας του «καθορισμένου σκοπού» του Αντωνίου.

Ύστερα ακολουθεί η περιγραφή του πνευματικού αγώνα του Αντωνίου κατά της προσπάθειας του διαβόλου να αποτρέψει τον Αντώνιο από την οδό της «δοκιμασίας» του φέρνοντας τον αντιμέτωπο με την αδυναμία της σάρκας, και με τον σεξουαλικό πειρασμό. «Γιατί αυτά είναι η πρώτη παγίδα για τους νέους αυτός επιτίθεται κατά του νέου, (του Αντωνίου), ενοχλώντας τον τη νύχτα και βασανίζοντας τον την ημέρα, έτσι ώστε ακόμα και οι θεατές είδαν τον αγώνα που γινόταν μεταξύ τους. 

Ο διάβολος του υπέβαλε αχρείες σκέψεις και ο Αντώνιος τις αντιμετώπιζε με προσευχές. Ο διάβολος του άναβε τη λαγνεία και ο Αντώνιος, κοκκινίζοντας από ντροπή, οχύρωνε το σώμα του με πίστη, προσευχές και νηστείες. 

Και μια νύχτα ο διάβολος … μεταβλήθηκε ακόμα και σε γυναίκα και μιμείτο όλα τα φερσίματα της μόνο και μόνο για να παγιδεύσει τον Αντώνιο. Αλλά ο Αντώνιος, έχοντας γεμάτο το νου του με τον Χριστό και με την ευγένεια που εμπνέεται από το Χριστό, και σεβόμενος την πνευματικότητα της ψυχής του, έσβησε τον αναμμένο άνθρακα της απάτης του διαβόλου. Και πάλι ο εχθρός του υπέβαλε 'το λείον της ηδονής'. Αλλά ο Αντώνιος, γεμάτος θλίψη και οργή, έστρεψε τις σκέψεις του στο απειλούμενο πυρ και τον κατατρώγοντα σκώληκα … και πέρασε μέσα από τον πειρασμό αβλαβής». 

Το σχόλιο μέσα στο «Βίο του Αντωνίου» γι’ αυτόν τον αγώνα είναι οπωσδήποτε του Αθανασίου. «Γιατί ο Κύριος εργαζόταν μαζί με τον Αντώνιο, ο Κύριος που για μας έγινε σαρξ και έδωσε στο σώμα τη νίκη κατά του διαβόλου, ώστε όλοι όσοι αληθινά πολεμούν να μπορούν να λένε: όχι εγώ, αλλά η χάρη του Θεού που είναι μαζί μου (Α' Κορινθίους 15:10)». Εδώ ο «Βίος του Αντωνίου» όχι μόνο εκφράζει τη συνεργιστική οδό δηλώνοντας ότι «ο Κύριος συνεργούσε με τον Αντώνιο», αλλά το υποστηρίζει καθαρά αυτό από τον Απ. Παύλο, από ένα χωρίο που μίλα για την προτεραιότητα της χάριτος του Θεού. 

Αυτό το χωρίο δεν πρέπει να λησμονείται όταν κανείς συναντά τον πνευματικό αγώνα στην Ανατολική και Βυζαντινή ασκητική και μοναστική πνευματικότητα. Η ουσία του οράματος, η ουσία του αγώνα, πάντα γνωρίζει για την πρωτοβουλία του Θεού και για την προτεραιότητα της χάριτος, ανεξάρτητα από το πόσο τα κείμενα μπορεί συχνά να τονίζουν την πλευρά της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Ο «Βίος του Αντωνίου» ύστερα περιγράφει πως παρουσιάστηκε ο διάβολος στον Αντώνιο ως παιδί -παίρνοντας ένα ορατό σχήμα «σύμφωνα με το νου του» και μιλώντας σ' αυτόν «με ανθρώπινη φωνή». «Είμαι ο φίλος της πορνείας και έχω πάρει μαζί μου για τους νέους διεγερτικά που οδηγούν σ’ αυτήν. Ονομάζομαι πνεύμα πορνείας». 

Οι λέξεις του κειμένου που σχολιάζουν τις προηγούμενες προτάσεις είναι σπουδαίες. Ο Αντώνιος έχει θριαμβεύσει κατά του διαβόλου στην πρώτη συμπλοκή που είχε μαζί του. Εν τούτοις το κείμενο εξηγεί: «Αυτή ήταν η πρώτη πάλη του Αντωνίου κατά του διαβόλου, ή μάλλον αυτή η νίκη ήταν του Σωτήρος εν τω Αντωνίω». Σ’ αυτήν τη δήλωση βρίσκεται η ουσία της βασικής και θεμελιώδους θεολογικής κατανοήσεως της πνευματικής «δοκιμασίας» στην Ανατολική και Βυζαντινή ασκητική και μοναστική σκέψη. 

Το δεύτερο μέρος του σχολίου προστίθεται σχεδόν παρενθετικά. Πράγματι, σε πολλά κείμενα της ασκητικής και μοναστικής γραμματείας αυτό αργότερα θα παραλείπεται. Αλλά εάν παραλείπεται, παραλείπεται γιατί αυτό αποτελεί προφανή προϋπόθεση ολόκληρης της Χριστιανικής ζωής, ολόκληρης της πνευματικής «δοκιμασίας». 

Αυτός είναι ο αυθεντικός συνεργισμός της Ανατολικής και Βυζαντινής παραδόσεως και ο Αντώνιος «εργάζεται» και ο Θεός «εργάζεται», όμως είναι σαφές ότι όλα προέρχονται από τον Θεό, ότι ακόμα και στην πνευματική «δοκιμασία» του ανθρώπου το έργο, η ενέργεια, η δύναμη, και η νίκη προέρχονται από τον Κύριο μας, είναι στ' αλήθεια το έργο του Κυρίου μας. Ο συγγραφέας ύστερα παραθέτει το χωρίο Ρωμαίους 8:3-4.

Αλλά η «δοκιμασία» συνεχίζεται. Η πνευματική ζωή δεν σταματά ποτέ, όπως ολοφάνερα διευκρινίζεται από την Καινή Διαθήκη. «Αλλά ούτε ο Αντώνιος, αν και ο πονηρός δαίμονας είχε νικηθεί, σταμάτησε στο εξής την προσπάθεια του … , ούτε ο εχθρός, αν και ηττήθηκε, σταμάτησε να στήνει παγίδες στον Αντώνιου. 

Και πάλι ο συγγραφέας επικαλείται τη γνώση της Καινής Διαθήκης από τον Αντώνιο. «Αλλά ο Αντώνιος, έχοντας μάθει από τις Γραφές (Εφεσίους 6:11) ότι οι μέθοδοι (αι μεθοδείαι) του διαβόλου είναι πολλές, συνέχιζε με ζήλο την άσκησή του, κατανοώντας ότι, αν και ο διάβολος δεν μπόρεσε να απατήσει την καρδιά του με την ηδονή του σώματος, θα προσπαθούσε να τον δελεάσει με άλλα μέσα». 

Ο Αντώνιος αποφάσισε να αυξήσει την καταστολή «του σώματος» για να το κρατήσει «σε υποταγή» (Α' Κορινθίους 9:27). «γι’ αυτό σχεδίαζε να συνηθίσει τον εαυτό του σ’ έναν αυστηρότερο τρόπο ζωής». Ο σκοπός αυτής της αυστηρότερης μορφής ασκήσεως είναι να εξασθενίσει το σώμα για να έλθει το αποτέλεσμα των λόγων του Αγ. Παύλου: «όταν ασθενώ, τότε είμαι ισχυρός» (Β΄ Κορινθίους 12:10). Ο Αντώνιος έλεγε ότι «ο τόνος της ψυχής τότε υγιαίνει όταν οι ηδονές του σώματος είναι ασθενείς».

Ο συγγραφέας λέγει ότι ο Αντώνιος είχε φθάσει «σ' αυτόν τον αληθινά θαυμάσιο σκοπό του» «ότι η πρόοδος στην αρετή, και η απάρνηση του κόσμου για χάρη της, δεν θα έπρεπε να μετρείται με το χρόνο, αλλά με τον πόθο και τη σταθερότητα του σκοπού». 

Ο Αντώνιος, σαν να ήταν στην «αρχή της ασκήσεως του», απέρριπτε σκέψεις του παρελθόντος και «αναλάμβανε μεγαλύτερους πόνους για την προκοπή του, επαναλαμβάνοντας συχνά τους λόγους του Παύλου: «ξεχνώντας τα περασμένα, και προχωρώντας προς τα εμπρός» (Φιλιπ. 3:14). Αν και η δεύτερη άποψη της σκέψεως του Απ. Παύλου στο στίχο 14 δεν περιέχεται στο «Βίο τον Αντωνίου», όμως προϋποτίθεται από το κείμενο: «Τρέχω προς το τέρμα, προς το βραβείο της επουράνιας κλήσεως του Θεού δια Ιησού Χριστού». 

Ο Απ. Παύλος ύστερα προσθέτει: «Όσοι λοιπόν είμαστε τέλειοι, ας σκεφτόμαστε κατ' αυτόν τον τρόπο» («όσοι ουν τέλειοι, τούτο φρονώμεν»). Είναι σαφές ότι τέτοια κείμενα του Απ. Παύλου εκφράζουν έναν πνευματικό δυναμισμό, μια ανάπτυξη στην πνευματικότητα. Είναι ακόμα φανερό ότι το τέρμα είναι η «άνω κλήσις» — και αυτή η «άνω κλήσις» ή η «κλήσις άνωθεν» συνδέεται με την «τελείωση». Ο Αντώνιος, όπως φαίνεται, εφαρμόζει τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης. 

Ο συγγραφέας ύστερα παραθέτει το στίχο 18:15 από την Α' Βασιλειών «Ζη ο Κύριος, μπροστά στον οποίο σήμερα στέκομαι». Ο συγγραφέας υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα του «σήμερα» για τη δυναμική πορεία της πνευματικής «δοκιμασίας». «Γιατί ο Αντώνιος παρατήρησε ότι, λέγοντας 'σήμερα' ο προφήτης [Ηλίας], δεν μετρούσε τον χρόνο που πέρασε, αλλά την κάθε μέρα την έπαιρνε ως αρχή, σαν να άρχιζε πάντα από την αρχή». 

Και πάλι η προτεραιότητα της θελήσεως του Θεού τοποθετείται στη σωστή της προοπτική: «αυτός πρόθυμα προσπαθούσε να κάνει τον εαυτό του να φαίνεται κατάλληλος προ του Θεού, όντας καθαρός στην καρδιά και πάντα έτοιμος να υποταγεί στη βουλή του Θεού και στον Θεό μόνο». Και ο Αντώνιος βρήκε στον Ηλία ένα πρότυπο του ερημίτη: «Και αυτός συνήθιζε να λέγει ότι στη ζωή του μεγάλου Ηλία ο ερημίτης έπρεπε να βλέπει τη δική του ζωή σαν σε καθρέπτη».

Το επόμενο βήμα στο δρόμο της «δοκιμασίας» του Αντωνίου είναι η είσοδος του στα «μνήματα». Ο «εχθρός φοβήθηκε ότι σε λίγο χρόνο ο Αντώνιος θα γέμιζε την έρημο με την άσκησή» του. Το κείμενο ισχυρίζεται ότι ένα πλήθος δαιμόνων επιτέθηκε κατά του σώματος του Αντωνίου μέσα στα μνήματα και «τόσο πολύ τον καταπλήγωσε ώστε αυτός έπεσε στο έδαφος άφωνος από τον υπερβολικό πόνο». Εκείνο που ακολουθεί στο κείμενο είναι και πάλι η «πρόνοια του Θεού» η οποία προστατεύει εκείνους «που ελπίζουν στον Θεό». 

Να, και πάλι οι δυο θελήσεις, οι δυο δραστηριότητες, του Θεού και του ανθρώπου, που συμμετέχουν στην πορεία. Αυτή τη φορά η γλώσσα είναι η ίδια με εκείνη που θα εύρισκε κανείς στις Γραφές. Αν και καθεαυτήν η γλώσσα θα μπορούσε να υπονοεί ότι η ελπίδα του ανθρώπου προκαλεί τη δραστηριότητα του Θεού, τα συμφραζόμενα όπως τα συμφραζόμενα γενικώς της Γραφής- παραπέμπουν κάποιον στην προϋπόθεση της πρωτοβουλίας του Θεού. Η γλώσσα αντανακλά απλώς τον ανθρώπινο ρεαλισμό.

Ο Αντώνιος μεταφέρεται πίσω στην Εκκλησία σε κατάσταση σχεδόν πτώματος. Αλλά ανέλαβε αρκετά, ώστε να μπορέσει, με βοήθεια, να γυρίσει στα μνήματα για να αντιμετωπίσει πάλι τον εχθρό. Ο Αντώνιος αναφωνεί ότι δεν θα ξαναφύγει από «τα χτυπήματα τους» και παραθέτει από την Προς Ρωμαίους επιστολή 8:35 «τίποτα δεν θα με χωρίσει από την αγάπη του Χριστού». 

Ο Αντώνιος ύστερα ψάλλει από τους Ψαλμούς (26:3) «Εάν παραταχθεί εναντίον μου ένα ολόκληρο στρατόπεδο, δεν θα φοβηθεί η καρδιά μου». Ο Αντώνιος προκαλεί τους δαίμονες, οι οποίοι παρουσιάστηκαν με τη μορφή θηρίων και ερπετών», αναφωνώντας: «Γιατί η πίστη στον Κύριο μας είναι για μας σφραγίδα και τείχος ασφαλείας». 

Το κείμενο παρατηρεί ότι ο «Κύριος ήταν κοντά του». Ο Αντώνιος προκαλεί τον Θεό: «Που ήσουνα; Γιατί δεν εμφανίστηκες στην αρχή να σταματήσεις τους πόνους μου;» Το κείμενο αναφέρει ότι «η φωνή» του Θεού του μίλησε: «Αντώνιε, ήμουνα εδώ, αλλά περίμενα να δω το αγώνισμα σου. Αφού, λοιπόν, έχεις αντέξει… θα είμαι πάντα βοηθός σου, και θα κάνω γνωστό παντού το όνομά σου». Η απάντηση του Αντωνίου ήταν να σηκωθεί και να προσευχηθεί. «Έλαβε τόση δύναμη ώστε να αισθάνεται πως είχε περισσότερη τώρα δύναμη στο σώμα του από όση είχε προηγουμένως».

Το επόμενο βήμα του Αντωνίου στην οδό της «δοκιμασίας» του είναι να φύγει για την έρημο. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Αντώνιος απαντά σχεδόν πάντα στην επίθεση του εχθρού παραθέτοντας χωρία από την Αγία Γραφή. Στην πρώτη του συμπλοκή στην έρημο παραπέμπει στο χωρίο Πράξεις 8:20. 

Ο Αντώνιος «όλο και πιο σταθερός στο σκοπό του», εγκαταστάθηκε σ’ ένα εγκαταλελειμμένο φρούριο, μέσα στο οποίο «αυτός κατέβηκε σαν σε άσυλο, και έμεινε μόνος μέσα, χωρίς ποτέ να βγαίνει έξω ή να βλέπει κάποιον που ερχόταν. Έτσι πέρασε πολύν καιρό ασκούμενος, και παίρνοντας άρτους, που τους έριχναν από πάνω προς τα κάτω δυο φορές το χρόνο». Όταν έρχονταν γνωστοί του, αντί να τον βρουν νεκρό, τον άκουγαν να ψάλλει από τους ψαλμούς. 

«Ας εγερθεί ο Θεός και ας διασκορπιστούν οι εχθροί του! Και ας φύγουν από μπροστά του αυτοί που τον μισούν! όπως χάνεται ο καπνός, ας χαθούν αυτοί! όπως το κερί λιώνει μπροστά στη φωτιά, έτσι και οι κακοί ας χαθούν από το πρόσωπο του Θεού!» (Ψαλμοί 67:2-3). Και από τον Ψαλμό 117:10: «όλα τα έθνη με εκύκλωσαν, και με το όνομα του Θεού αμύνθηκα εναντίον τους».

Το αποτέλεσμα της «δοκιμασίας» του Αντωνίου ήταν γόνιμο. Αυτός έγινε «ο άτεκνος πατέρας πολυάριθμων απογόνων». Όπως ένας συγγραφέας έχει σωστά παρατηρήσει: «μετά τη μετάβαση από τη συνήθη ζωή στην κοινοβιακή ζωή, ύστερα από το πέρασμα από αυτήν σε όλο και πληρέστερο αναχωρητισμό, έως ότου αυτός ο ίδιος ο αναχωρητισμός αναπτυχθεί πλήρως σε πνευματική πατρότητα. Δεν υπάρχει τίποτε το στατικό σ’ αυτήν την ιδέα· αντίθετα το κάθε τι τείνει διαρκώς να υπερβεί ό,τι έχει ήδη επιτευχθεί… . [αυτός είναι] ο καθαρά ευαγγελικός χαρακτήρας της κλήσεως του Αντωνίου». 

Όπως αναφέρει ο «Βίος του Αντωνίου», ο Αντώνιος «συνέχισε την εν απομονώσει άσκησή του επί είκοσι σχεδόν χρόνια». Ήλθε ο καιρός που εκείνοι οι οποίοι ήθελαν να μιμηθούν την άσκησή του και οι γνωστοί του «άρχισαν να γκρεμίζουν και να βγάζουν την πόρτα με τη βία».

Η περιγραφή που ακολουθεί στο «Βίο του Αντωνίου» δείχνει ότι ο Αντώνιος είναι ένα πολύ καλά ισορροπημένο πνευματικό πρόσωπο. «Τότε για πρώτη φορά τον είδαν έξω από το φρούριο εκείνοι που ήλθαν να τον δουν. 

Και αυτοί, όταν τον είδαν, παραξενεύτηκαν για ό,τι είδαν, γιατί αυτός φορούσε το ίδιο ένδυμα όπως και πριν, και δεν ήταν ούτε παχύς, όπως ένας άνθρωπος που δεν ασκείται, ούτε ισχνός από τη νηστεία και τους αγώνες του με τους δαίμονες, αλλά ήταν όπως ακριβώς τον ήξεραν πριν από την απομόνωση του. 

Και πάλι, η ψυχή του ήταν απαλλαγμένη από ελαττώματα, γιατί ούτε συστέλλετο σαν να ήταν θλιμμένη, ούτε αναπαυόταν με ευχαρίστηση, ούτε κατεχόταν από γέλιο η κατήφεια, γιατί δεν ενοχλείτο όταν έβλεπε το πλήθος, ούτε υπερευφραινόταν όταν τον χαιρετούσαν τόσο πολλοί. Αλλά ήταν απόλυτα ήρεμος, γιατί οδηγείτο από τη λογική και βρίσκόταν σε μια φυσιολογική κατάσταση. 

Δια μέσου αυτού ο Κύριος θεράπευε τις σωματικές ασθένειες πολλών παρόντων, και καθάριζε άλλους από τα πονηρά πνεύματα. Και ο Θεός έδινε χάρη στον Αντώνιο όταν μιλούσε, ώστε να παρηγορεί πολλούς που ήταν λυπημένοι, και να συμφιλιώνει αμέσως αυτούς που διαφωνούσαν, προτρέποντας όλους να προτιμούν την αγάπη του Χριστού από ό,τιδήποτε μέσα στον κόσμο. 

Και ενώ τους παρότρυνε και τους συμβούλευε να θυμούνται τα μέλλοντα αγαθά, και την αγάπη και φιλανθρωπία του Θεού προς εμάς, «ο οποίος δεν λυπήθηκε τον δικό του Υιό, αλλά τον παρέδωσε σε θάνατο για χάρη όλων μας» (Ρωμαίους 8:32), έπειθε πολλούς να ακολουθήσουν την ερημική ζωή. Και έτσι συνέβη στο τέλος να εμφανιστούν κελιά ακόμα και στα βουνά, και η έρημος αποικίστηκε από μοναχούς, οι οποίοι απομακρύνθηκαν από τους συγγενείς τους, και κατέγραψαν τους εαυτούς τους στη βασιλεία των ουρανών».

«Όταν ο Αντώνιος μιλούσε κατ' αυτόν τον τρόπο, όλοι χαίρονταν. Σε μερικούς μεγάλωνε η αγάπη της αρετής, σε άλλους απομακρυνόταν η αδιαφορία, και σε άλλους σταματούσε η μεγάλη ιδέα που είχαν για τον εαυτό τους. 

Και όλοι επείθονταν να καταφρονούν τις επιθέσεις του Πονηρού, και θαύμαζαν για τη χάρη που δινόταν στον Αντώνιο από τον Κύριο για τη διάκριση των πνευμάτων. Έτσι τα κελιά τους ήταν στα βουνά, σαν ιερά σκηνώματα, γεμάτα από ιερούς ομίλους ανδρών οι οποίοι έψαλλαν Ψαλμούς, αγαπούσαν τη μελέτη, νήστευαν, προσεύχονταν, χαίρονταν με την ελπίδα των μελλόντων, ασκούνταν στην ελεημοσύνη, και είχαν αγάπη και αρμονία μεταξύ τους. 

Και πραγματικά, ήταν δυνατό, τρόπον τινά, να δει κανείς μια ιδιαίτερη χώρα, γεμάτη με ευσέβεια και δικαιοσύνη. Γιατί τότε δεν υπήρχε ούτε ο άδικων ούτε οι αδικούμενοι, ούτε οι επιπλήξεις του φοροσυλλέκτη. Αλλ' αντί αυτών υπήρχε ίνα πλήθος ασκητών, και ο κοινός σκοπός όλων τους ήταν να επιτύχουν την αρετή».

Ο Αντώνιος μιλά πολύ για την εμπειρία του με τους δαίμονες. Εντούτοις, θέτει ακόμα και την εμπειρία του μέσα σε σωστή ισορροπία όταν μιλά γι’ αυτήν στους άλλους. Τους προειδοποιεί να μην φοβούνται τους δαίμονες, για το πως να διακρίνουν αν ένα δράμα η μια εμφάνιση είναι εκ Θεού η είναι έργο των δαιμονικών δυνάμεων, και να μην υποκύπτουν στον πειρασμό να «εκβάλλουν δαιμόνια». «δεν είναι πρέπον να καυχάται κανείς όταν εκβάλει δαιμόνια, ούτε να το παίρνει επάνω του όταν θεραπεύει ασθένειες. 

Ούτε είναι πρέπον εκείνος μόνο που εκβάλλει δαιμόνια να εκτιμάται πολύ, ενώ αυτός που δεν τα εκβάλλει να μην εκτιμάται καθόλου. Αλλά ο άνθρωπος ας μαθαίνει την άσκησή του καθενός και ή να την μιμείται, ή να την αμιλλάται, ή να την διορθώνει. Γιατί η επιτέλεση «σημείων» δεν είναι δικό μας έργο, αλλά έργο του Σωτήρος. Και αυτός έτσι έλεγε στους μαθητές του: 'Μη χαίρεστε για το ότι σας υποτάσσονται τα πνεύματα, αλλά να χαίρεστε γιατί τα ονόματα σας είναι γραμμένα στους ουρανούς' [Λουκάς 10:20}. Γιατί το γεγονός ότι τα ονόματα μας είναι γραμμένα στον ουρανό είναι μια απόδειξη της ενάρετης ζωής μας, αλλά το να εκβάλλεις δαιμόνια είναι μια χάρη του Σωτήρος που σου δίνεται. 

Γι’ αυτό σ' αυτούς που καυχώνταν για τα 'σημεία' και όχι για την αρετή, και έλεγαν: 'Κύριε, στο όνομά σου δεν εκβάλαμε δαιμόνια, και στο όνομα σου δεν κάναμε πολλά θαύματα;' [Ματθαίος 7:22], Εκείνος απάντησε, αλήθεια, σας λέγω, δεν σας γνωρίζω', γιατί ο Κύριος δεν γνωρίζει τας οδούς των κακών. Αλλά θα πρέπει πάντα να προσευχόμαστε, όπως σας είπα προηγουμένως, ώστε να λάβουμε τη δωρεά της διακρίσεως των πνευμάτων ώστε να μπορούμε, όπως γράφεται στην Α' Ιωάν. 4:1, να μην πιστεύουμε σε κάθε πνεύμα».

Υπάρχουν εμφανίσεις αγγέλων, κατά τον Αντώνιο, και αυτός συμβουλεύει πως να διακρίνουμε αν ένα δράμα η μια εμφάνιση είναι εκ Θεού η είναι έργο δαιμονικών δυνάμεων. «Η οπτασία των αγίων δεν είναι τεταραγμένη». 

Ο Αντώνιος παραθέτει από το Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο (12:19): «γιατί αυτοί δεν θα φιλονεικούν, ούτε θα φωνάζουν ούτε θα ακούει κανένας τη φωνή τους». «Αλλά αυτή έρχεται τόσο ήσυχα και απαλά ώστε αμέσως χαρά, ευχαρίστηση και θάρρος έρχονται στην ψυχή. Γιατί ο Κύριος, που είναι η χαρά μας, είναι μαζί τους, και η δύναμη του Θεού Πατέρα. 

Και οι σκέψεις της ψυχής παραμένουν γαλήνιες και ατάραχες, ώστε αυτή, φωτιζόμενη τρόπον τινά από αυτήν με ακτίνες, να βλέπει αυτούς που εμφανίζονται. Γιατί την διακατέχει η αγάπη για ό,τι είναι θεϊκό και για τα μέλλοντα, και θα ήθελε πολύ να ενωθεί πλήρως με αυτά αν μπορούσε να πάει μαζί τους. 

Αλλά αν, επειδή είναι άνθρωποι, μερικοί φοβούνται την οπτασία των καλών, εκείνοι που εμφανίζονται (στην οπτασία) αφαιρούν αμέσως το φόβο όπως έκανε ο Γαβριήλ στην περίπτωση του Ζαχαρία (Λουκάς 1:13)· και όπως έκανε ο Άγγελος (Ματθαίος 28:5) που εμφανίστηκε στις γυναίκες στο ιερό μνημείο1 και όπως έκανε αυτός που είπε στους ποιμένες στο ευαγγέλιο, «Μη φοβάσθε» (Λουκάς 1:41). Γιατί ο φόβος σ’ αυτούς προξενήθηκε όχι από δειλία, αλλά από την αναγνώριση της παρουσίας ανωτέρων όντων. Τέτοια λοιπόν είναι η φύση των οπτασιών των αγίων».

Ο Αντώνιος έχει πολλά να πει για το φόβο, για το αβλαβές αποτέλεσμα του στον άνθρωπο, για την εκρίζωση του με τη σταθερή πίστη. «Και αυτό ας είναι μια ακόμα απόδειξη για σας: όσες φορές η ψυχή παραμένει φοβισμένη υπάρχει μια παρουσία των εχθρών. 

Γιατί οι δαίμονες δεν απομακρύνουν το φόβο της παρουσίας τους όπως έκανε ο μεγάλος αρχάγγελος Γαβριήλ για τη Μαρία και τον Ζαχαρία, και όπως έκανε αυτός που εμφανίστηκε στις γυναίκες στο μνημείο. Άλλα μάλλον, όποτε βλέπουν φοβισμένους ανθρώπους, αυξάνουν τα απατηλά τους τεχνάσματα ώστε οι άνθρωποι να φοβηθούν περισσότερο. Και τελικά ορμούν εναντίον τους και τους κοροϊδεύουν λέγοντας, 'πέσετε κάτω και προσκυνείστε μας… '. 

Αλλά ο Κύριος δεν το ανέχεται να μας απατά ο διάβολος, γιατί τον επιπλήττει όσες φορές σχεδιάζει τέτοια απατηλά τεχνάσματα εναντίον του, λέγοντας, 'Πήγαινε πίσω μου, Σατανά, γιατί είναι γραμμένο, πρέπει να προσκυνήσεις Κύριο, τον Θεόν σου, και αυτόν μόνον να λατρεύσεις' - Ματθαίος 4:10. Γι’ αυτό, καταφρονείτε όλο και περισσότερο τον πανούργο (διάβολο), γιατί ό,τι ο Κύριος έχει πει, το είπε για μας, ώστε οι δαίμονες, ακούγοντας παρόμοια λόγια από μας, να τρέπονται σε φυγή δια του Κυρίου ο οποίος τους επιτίμησε μ' αυτά τα λόγια».

«Αλλά η επιδρομή και η 'τεταραγμένη φαντασία' των πονηρών πνευμάτων είναι φορτωμένες από σύγχυση, από θορύβους, από ήχους και κραυγές τέτοιες όπως η ταραχή που προξενούν οι αγροίκοι νεκροί ή οι ληστές. Από αυτά δημιουργείται φόβος στην καρδιά, ταραχή και σύγχυση σκέψεως, αθυμία, μίσος εναντίον εκείνων που ζουν μια ζωή ασκήσεως, αδιαφορία, θλίψη, ανάμνηση των συγγενών και φόβος θανάτου, και τέλος επιθυμία κακών πραγμάτων, αμέλεια για την αρετή και ακατάστατα ήθη. 

Γι’ αυτό, όποτε έχετε δει κάτι και είστε φοβισμένοι, αν ο φόβος σας αφαιρείται αμέσως και στη θέση του έρχεται ανείπωτη χαρά, φαιδρότης, θάρρος, ανανεωμένη δύναμη, ηρεμία σκέψεως και όλα εκείνα που πριν ανέφερα, τόλμη και αγάπη προς το Θεό πάρετε θάρρος και προσευχηθείτε. Γιατί η χαρά και η σταθερή κατάσταση της ψυχής δείχνουν την αγιότητα εκείνου που είναι παρών.

Έτσι χάρηκε ο Αβραάμ, όταν είδε τον Κύριο, (Ιωάννης 8:56). Έτσι και ο Ιωάννης εσκίρτησε από χαρά στη φωνή της Μαρίας, της Θεοτόκου (Λουκάς 1:41). Αλλά αν με την εμφάνιση κάποιου υπάρχει σύγχυση, χτυπήματα απέξω, κοσμική επίδειξη, φόβοι θανάτου και άλλα που έχω ήδη μνημονεύσει, γνώριζε τότε ότι αυτό είναι μια επίθεση πονηρών πνευμάτων». Επανειλημμένα ο Αντώνιος τονίζει ότι «ο Κύριος είναι μαζί μας».

Ο «Βίος τον Αντωνίου» περιέχει πολλές διεισδυτικές, γνωστικές και αισθηματικά σταθερές συμβουλές. Αλλά πρέπει να δοθεί προσοχή σε μερικές άλλες πλευρές του «Βίου». Ο συγγραφέας γράφει ότι ο Αντώνιος «ήταν ανεκτικός στη διάθεση και ταπεινός στο πνεύμα» και ότι «τηρούσε τον κανόνα της Εκκλησίας με πολλή αυστηρότητα, και ήθελε όλοι οι κληρικοί να τιμούνται πάνω από αυτόν. 

Γιατί δεν ντρεπόταν να σκύβει το κεφάλι του σε Επισκόπους και ιερείς, και αν ερχόταν κάποτε σ' αυτόν ένας διάκονος για βοήθεια συζητούσε μαζί του για το τι ήταν ωφέλιμο, αλλά του έδινε το προβάδισμα στην προσευχή, γιατί δεν ντρεπόταν να μαθαίνει από αυτόν … και επιπλέον η όψη του είχε μεγάλη και θαυμάσια χάρη. Αυτό το δώρο το είχε επίσης από τον Κύριο».

Ο «Βίος του Αντωνίου» περιγράφει τη στάση του Αντωνίου έναντι των Αρειανών. «Και κάποτε επίσης αυτός, όταν Οι Αρειανοί ισχυρίστηκαν ψευδώς ότι οι γνώμες του Αντωνίου ήταν ίδιες με τις δικές τους, δυσαρεστήθηκε πολύ και έπνεε μένεα εναντίον τους. Ύστερα, όταν κλήθηκε από τους Επισκόπους και όλους τους αδελφούς, κατέβηκε από το όρος, και μπαίνοντας στην Αλεξάνδρεια, κατήγγειλε τους Αρειανούς, λέγοντας ότι η αίρεση τους ήταν η τελευταία από όλες και πρόδρομος του αντίχριστου. 

Και δίδαξε στους ανθρώπους ότι ο Υιός του Θεού δεν ήταν ένα δημιούργημα, ούτε είχε έρθει στην ύπαρξη από την ανυπαρξία, αλλά ότι αυτός ήταν ο Αιώνιος Λόγος και η Σοφία της Ουσίας του Πατρός. Και γι’ αυτό είναι ασέβεια να λέμε, ήταν μια εποχή που αυτός δεν υπήρχε, γιατί ο Λόγος συνυπήρχε πάντοτε με τον Πατέρα. 

Γι’ αυτό να μην έχετε επαφή με τους ασεβέστατους Αρειανούς. Γιατί δεν υπάρχει κοινωνία ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι (Β΄ Κορινθίους 6:14)… Όταν αυτοί λένε ότι ο Υιός του Πατρός, ο Λόγος του Θεού, είναι ένα δημιούργημα, δεν διαφέρουν καθόλου από τους ειδωλολάτρες, αφού αυτοί λατρεύουν αυτό που δημιουργήθηκε μάλλον παρά το Δημιουργό Θεό, τον Κύριο των πάντων».

Ο «Βίος του Αντωνίου» δίνει ενδιαφέρουσες συναντήσεις του Αντωνίου με τους Έλληνες, με τους οποίους συζητούσε με την βοήθεια διερμηνέως. Μια συζήτηση ήταν για την πίστη και τους αποδεικτικούς λόγους. Ο Αντώνιος έρωτα μερικούς «σοφούς» Έλληνες που είχαν έρθει σ' αυτόν ζητώντας «ένα λόγο για την πίστη μας στο Χριστό»: «Επειδή εσείς προτιμάτε να στηρίζεστε στους αποδεικτικούς λόγους, και επειδή εσείς, έχοντας αυτήν την τέχνη, θέλετε και εμείς να μη λατρεύουμε τον Θεό παρά μόνο ύστερα από τέτοια απόδειξη, πέστε μας πρώτα πως ακριβώς γνωρίζονται τα πράγματα γενικά και Ιδιαίτερα η γνώση του Θεού. 

Με αποδεικτικό λόγο ή με την ενέργεια της πίστεως; Και ποιο είναι καλύτερο, η πίστη που έρχεται δια της ενεργείας του Θεού, ή η δια λόγων απόδειξη; … Σ' αυτούς που έχουν την «δια πίστεως ενέργειαν», ο αποδεικτικός λόγος είναι άχρηστος, η ακόμα και περιττό . Γιατί ό,τι γνωρίζουμε με την πίστη αυτό προσπαθείτε να το αποδείξετε με τα λόγια, και συχνά δεν μπορείτε ούτε να εκφράσετε τι νοούμε. Έτσι η δια πίστεως ενέργεια είναι καλύτερη και ισχυρότερη από τους σοφιστικούς σας συλλογισμού,. 

Εμείς λοιπόν οι Χριστιανοί έχουμε το μυστήριο όχι με τη σοφία των Ελληνικών λόγων, αλλά με τη δύναμη της πίστεως που μας δίνεται πλούσια από τον Θεό δια του Ιησού Χριστού… Εμείς πείθουμε με την πίστη η οποία ολοφάνερα προηγείται της δια επιχειρημάτων αποδείξεως». Ο Αντώνιος ύστερα τους ζήτα να εκβάλουν τους δαίμονες «ιδού, υπάρχουν εδώ μερικοί που ενοχλούνται από τους δαίμονες». Μόλις ο Αντώνιος καθάρισε τους ανθρώπους από τους δαίμονες, οι φιλόσοφοι «εθαύμαζον». 

Και η απάντηση του Αντωνίου προς αυτούς είναι ουσιώδης: «Γιατί θαυμάζετε γι’ αυτό; δεν είμαστε εμείς αυτοί που κάνουμε αυτά τα πράγματα, αλλά ο Χριστός που τα κάνει αυτά μέσω εκείνων που πιστεύουν σ' αυτόν … είναι η πίστη δια της αγάπης που ενεργείται μέσα μας προς τον Χριστό». Εδώ για άλλη μια φορά δίνεται η αυθεντική προοπτική, μια προοπτική που είναι πάντα παρούσα, πάντα τόσο σύμφυτα προφανής και γνωστή ώστε να γίνεται απλά μια προϋπόθεση για την ασκητική και μοναστική ζωή.

Ο συγγραφέας θεωρεί το θάνατο του Αντωνίου σπουδαίο. «Αξίζει εγώ να διηγηθώ και σεις να ακούσετε ποιο ήταν το τέλος του. Γιατί αυτό το δικό τον τέλος αξίζει να το μιμηθούμε. Κατά τη συνήθεια του, αυτός επισκέφτηκε τους μοναχούς που βρίσκονταν στο «έξω όρος». Έχοντας μάθει από την πρόνοια ότι το τέλος του πλησιάζει, είπε στους αδελφούς, 'Αυτή είναι η τελευταία μου επίσκεψη σε σας. Και θα εκπλαγώ αν ξαναειδωθούμε σ’ αυτήν τη ζωή'. 

Και όταν αυτοί το άκουσαν αυτό, έκλαιγαν, αγκάλιαζαν και φιλούσαν τον γέροντα. Αλλά αυτός, σαν να απέπλεε από ξένη πόλη για να γυρίσει στην πατρίδα του, μίλησε χαρούμενα, και τους παρότρυνε «να μην ολιγωρούν στους κόπους, να μην λιποψυχούν στην άσκησή τους, αλλά να ζουν σαν να πεθαίνουν κάθε μέρα». Και όπως τους είχε πριν πει, 'να φυλάγουν την ψυχήν από ρυπαρούς λογισμούς, να μιμούνται πρόθυμα τους αγίους, και να μην προσεγγίζουν τους Μελετιανούς σχισματικούς … ούτε να έχουν καμιά σχέση με τους Αρειανούς… 

Να τηρούν, τις παραδόσεις των πατέρων, και κυρίως την αγία πίστη στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, την οποία μάθατε από τις Γραφές, και την οποία Εγώ σας υπενθύμησα πολλές φορές'. Αλλά όταν οι αδελφοί τον παρακάλεσαν θερμά να μείνει μαζί τους και να πεθάνει εκεί, αυτός δεν το δέχτηκε για πολλούς μεν άλλους λόγους… 

Αφού αποχαιρέτησε τους μοναχούς στο έξω Όρος, ήρθε στο «μέσα όρος» όπου συνήθιζε να μένει. Και ύστερα από μερικούς μήνες ασθένησε. Και αφού κάλεσε αυτούς που ήταν εκεί…, τους είπε: Εγώ, όπως έχει γραφεί, πορεύομαι την οδόν των πατέρων, γιατί βλέπω να με καλεί ο Κύριος. Προσέχετε και μη χάσετε τη μακρόχρονη άσκησή σας, αλλά σαν να αρχίζετε τώρα, διατηρήσετε με ζήλο την προθυμία σας. 

Γιατί γνωρίζετε την επιβουλή των δαιμόνων, πόσο άγριοι αυτοί είναι, αλλά πόσο λίγη δύναμη έχουν. Γι’ αυτό μην τους φοβάστε, αλλά μάλλον αναπνέετε πάντοτε τον Χριστό και πιστεύετε σ' αυτόν. Ζήσετε σαν να πεθαίνετε καθημερινά. Προσέχετε τον εαυτό σας και να θυμάστε τις παραινέσεις που ακούσατε από μένα… γι’ αυτό να είστε πάντα όλο και προθυμότεροι να είστε οπαδοί πρώτα του Θεού και ύστερα όλων των αγίων, ώστε, μετά το θάνατο, να σας δεχτούν και αυτοί ως γνωστούς και φίλους 'εις τας αιωνίους σκηνάς' … . Θάψετε, λοιπόν, το σώμα μου και κρύψετε το κάτω από τη γη, και κάνετε αυτό που σας είπα, ώστε να μην γνωρίζει κανείς τον τόπο της ταφής μου παρά μόνον εσείς. 

Γιατί κατά την ανάσταση των νεκρών θα το ξαναπάρω άφθαρτο από τον Σωτήρα. Μοιράσετε τα ενδύματα μου. Στον Αθανάσιο τον επίσκοπο δώσετε μια μηλωτή (δέρμα προβάτου) και το ιμάτιο πάνω στο οποίο κοιμάμαι, το οποίο ο ίδιος μου το έδωσε καινούριο, αλλά το οποίο πάλιωσε μαζί μου. Στον Σεραπίωνα τον Επίσκοπο δώσετε την άλλη μηλωτή, και σεις κρατείστε το τρίχινο ένδυμα. Λοιπόν, σας αποχαιρετώ, παιδιά μου, γιατί ο Αντώνιος φεύγει, και δεν θα είναι πια μαζί σας'. Η όψη φαινόταν χαρούμενη πέθανε και προστέθηκε στους πατέρες … η φήμη του έφθασε παντού … Γιατί ο Αντώνιος φημίστηκε όχι για τα συγγράμματα, ή για την κοσμική σοφία, ή για καμιά τέχνη, αλλά μόνο για την ευσέβεια του προς τον Θεό. Το ότι αυτό ήταν δώρο Θεού κανένας δεν θα το αρνηθεί… 

Διάβαζε λοιπόν αυτούς τους λόγους στους υπόλοιπους αδελφούς ώστε να μπορέσουν κι αυτοί να μάθουν ποια έπρεπε να είναι η ζωή των μοναχών και να μπορέσουν να πιστέψουν ότι ο Κύριος και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός δοξάζει αυτούς που τον δοξάζουν».


Αρνητικές εκτιμήσεις του «Βίου του Αντωνίου»

Ο Harnack φέρνει τον «Βίο του Αντωνίου» ως παράδειγμα κειμένου που στερείται κάθε αξίας. «Αν μου επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσω σκληρή γλώσσα, δεν θα δίσταζα να πω ότι κανένα βιβλίο δεν είχε ασκήσει πιο αποβλακωτική –verdummender- επίδραση στην Αίγυπτο, την Δυτική Ασία, και την Ευρώπη από το «Βίο τον Αντωνίου». Θα ήταν αδύνατο να πιστεύει κανείς πιο ειλικρινά στους δαίμονες από τους Χριστιανούς του δεύτερου αιώνα. 

Αλλά εκείνη η εποχή αγνοούσε ακόμα τα φανταστικά μ' αυτούς τεχνάσματα, που σχεδόν μετέτρεψαν τον Χριστιανικό κόσμο σε μια κοινωνία απατημένων απατεώνων (αυτή η έκφραση χρησιμοποιήθηκε πρώτα για τους Χριστιανούς από τον Πλωτίνο εξηπάτων και αυτοί ηπατημένοι»). Όταν σκεφτόμαστε ότι ο «Βίος του Αντωνίου» γράφτηκε από έναν Αθανάσιο, τίποτε άλλο δεν μπορεί πια να μας εκπλήξει».

Ο Harnack επιβεβαιώνει τη μεγάλη επίδραση του «Βίου τον Αντωνίου», μια επίδραση που αυτός, φυσικά, θεωρεί ότι ήταν άκρως επιζήμια. Το σχόλιο του Nygren για την επίδραση του «Βίου του Αντωνίου» στηρίζεται στα γεγονότα, δεν είναι παράφορο όπως του Harnack. Εντούτοις καταφέρνει να το χρωματίσει αρνητικά. «Ο Αθανάσιος είναι ο μεγάλος συνήγορος της Παρθενίας -βρίσκει μια από τις καλύτερες αποδείξεις της θεότητας του Χριστού στο γεγονός ότι ο Χριστός πέτυχε όσο κανένας άλλος να κερδίσει τους ανθρώπους στην αρετή της Παρθενίας- και της μοναστικής ευσέβειας — ένα γεγονός ιδιαίτερα αποκαλυπτικό της δομής της σκέψεως του. 

Ως συγγραφέας του «Βίου τον Αντωνίου», ο Αθανάσιος βοήθησε περισσότερο ίσως από κάθε άλλον να διαμορφωθεί το ασκητικό ιδεώδες του Χριστιανισμού. Είναι σημαντικό ότι η ιστορία του ερημίτη Αντωνίου ήταν η αιτία της μεταστροφής του Αυγουστίνου». Ο Nygren βρίσκει στη διήγηση του Αυγουστίνου γι’ αυτήν στο έργο του De Confessione 8, 6, 15 την «τάση του Έρωτος». 

Ο Nygren συγκρίνει τη ζωή του ερημίτη με την οικοδομή ενός πύργου, ενδεικτικού του Ερωτικού τρόπου σκέψεως, και παραθέτει από το έργο του Holl «Gesammelte Aufsatze zur Kirchengeschichte» (II, σελ. 396), την εξής μαρτυρία: «στον αγώνα του μοναχού να πλησιάσει τον Θεό δίνεται μια αφελής, εξωτερική εξήγηση όταν ο Στυλίτης ανεβαίνει σ' ένα στύλο για να μειώσει την απόσταση ανάμεσα στον εαυτό του και τον ουρανό».

Ο Nygren προχώρησε από την επίδραση του Βίου του Αντωνίου πάνω στον Αγ. Αυγουστίνο στο Στυλίτη για να δηλώσει ότι κατά την εκτίμηση του «Βίου του Αντωνίου» από τον Άγ. Αυγουστίνο υπήρχε μια Ερωτική τάση, μια τάση που φυσικά δεν ήταν αυθεντικά Χριστιανική. Ένας άλλος Προτεστάντης συγγραφέας γράφει ότι ο Άγ. Αντώνιος «είναι ο πιο περίφημος, ο πιο γνήσιος, ο πιο σεβάσμιος εκπρόσωπος αυτής της αφύσικης και εκκεντρικής αγιότητας … 

Όλη η εποχή της Νικαίας τιμούσε τον Αντώνιο ως πρότυπο αγίου. Αυτό το γεγονός τονίζει πολύ χαρακτηριστικά την τεράστια διαφορά ανάμεσα στην αρχαία και τη σύγχρονη, την παλιά καθολική και την ευαγγελική Προτεσταντική αντίληψη της φύσεως της Χριστιανικής θρησκείας. Το ιδιάζον Χριστιανικό στοιχείο στη ζωή του Αντωνίου, ιδιαίτερα μετρούμενο με τα μέτρα του Παύλου, είναι πολύ μικρό».

Δυστυχώς το μέτρο με το οποίο κρίνουν αυτοί οι συγγραφείς τον Άγ. Αντώνιο και όλον τον αρχαίο Χριστιανισμό είναι ένα μέτρο εντελώς ξένο προς το μέτρο της αρχαίας Εκκλησίας, ένα μέτρο μιας τελείως διαφορετικής κατανοήσεως του Χριστιανισμού, που παρεισέφρυσε για πρώτη φορά μέσα στη ζωή του Χριστιανισμού με το Λούθηρο. 

Οι ορθολογιστές και οι υλιστές βρίσκουν επίσης το μοναχισμό αποκρουστικό. Τα σχόλια του Γίββωνος είναι πολύ γνωστά. «δεν υπάρχει ίσως καμιά φάση στην ηθική ιστορία της ανθρωπότητας που να έχει βαθύτερο και πιο οδυνηρό ενδιαφέρον από αυτήν την ασκητική επιδημία. 

Ένας βδελυρός, διεστραμμένος και κάτισχνος μανιακός, χωρίς γνώση, χωρίς πατριωτισμό, χωρίς φυσική στοργή, που ξοδεύει τη ζωή του μέσα σε μια μακροχρόνια ρουτίνα ενός αχρήστου και στυγερού αυτοβασανισμού, και που δειλιάζει μπροστά στα φρικαλέα φαντάσματα του παραληρούντος μυαλού του, είχε γίνει το ιδεώδες των εθνών που είχαν γνωρίσει τα κείμενα του Πλάτωνος και του Κικέρωνος και τις ζωές του Σωκράτη και του Κάτωνος».


Τα κείμενα του Αγ. Αντωνίου

Ο Αντώνιος είχε επίσης αλληλογραφία με μοναχούς, αυτοκράτορες, και ανθρώπους με υψηλά αξιώματα. Κανένα από τα γράμματα που έστειλε σε πολιτικά πρόσωπα, που τα υπαγόρευε στην Κοπτική γλώσσα, δεν σώζονται. Υπάρχουν επτά επιστολές, που απευθύνονται σε Αιγυπτιακά μοναστήρια. 

Ο Αγ. Ιερώνυμος είναι ο πρώτος που μνημονεύει αυτές τις επιστολές στο έργο του De νiris illustribus (88). Ο Αγ. Ιερώνυμος τις είχε διαβάσει σε Ελληνική μετάφραση. Η συλλογή έχει φθάσει ως εμάς σε μεταγενέστερες Λατινικές μεταφράσεις άλλων μεταφράσεων. Η πρώτη από τις επτά γνήσιες επιστολές επιζεί επίσης στα Συριακά. Στα Κοπτικά επιζεί η έβδομη, καθώς και το πρώτο μέρος της πέμπτης επιστολής και το τέλος της έκτης. Μια μετάφραση στη Γεωργιανή γλώσσα έχει ανακαλυφθεί πρόσφατα.

Αυτό που είναι γνωστό ως ο «Κανόνας του Ay. Αντωνίου» δεν είναι γνήσιο. Ενώ σώζεται σε δυο Λατινικές μεταφράσεις, η ίδια η φύση του φανερώνει ότι συντέθηκε από αρκετά χέρια. Επίσης πολυάριθμα κηρύγματα έχουν αποδοθεί στον Αντώνιο. 

Είναι προφανές ότι έκανε κηρύγματα ή ομιλίες. Μια συλλογή είκοσι ομιλιών υπάρχει σε Λατινική μετάφραση, αλλά καμιά από αυτές δεν είναι γνήσια - Sermones ad filios suos monachos. Ένα άλλο κήρυγμα, που διασώζεται επίσης στα Λατινικά, είναι επίσης νόθο - Sermo de vanitate mundi et resurrectione mortuorum (Κήρυγμα Περί της Ματαιότητος του κόσμου και της Αναστάσεως των Νεκρών)


πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο: "Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες". (Μετάφραση Παναγιώτη Κ. Πάλλη. Εκδόσεις Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 166-189).