Σελίδες

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Η Αγία Φιλοθέη (1522-1589) - Η εν Αθήναις φαεινώς διαλάμψασα ένδοξος οσιομάρτυς του Χριστού


(Ἀριστείδης Θεοδωρόπουλος - Ἐκπαιδευτικός)

Κατὰ τὴν μακρόχρονη διάρκεια τῶν δύσκολων χρόνων τῆς ζοφερῆς περιόδου τῆς Τουρκοκρατίας ἔλαμψε ὡς φαεινὸς ἀστὴρ τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ὡς μυρίπνοο ἄνθος τοῦ ἑλληνορθοδόξου Γένους μας ἡ ἐν Ἀθήναις μαρτυρικῶς ἀθλήσασα καὶ ὁσιακῶς τελειωθεῖσα στὶς 19 Φεβρουαρίου 1589 ἔνδοξος ὁσιομάρτυς τοῦ Χριστοῦ, Ἁγία Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία, ἡ ὁποία ὑπέμεινε τόσα πολλὰ βασανιστήρια γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ δόξα Του. Μάλιστα μὲ τὴν χάρη τοῦ Σταυρωθέντος καὶ Ἀναστάντος Κυρίου μας ἀναδείχθηκε ἡ «κυρὰ καὶ μαΐστρα τῶν Ἀθηνῶν», ἡ ὁποία βοηθοῦσε ἀδιακρίτως Ἕλληνες καὶ Τούρκους, πιστοὺς καὶ ἀπίστους. Ἡ μεγάλη αὐτὴ διδασκάλισσα καὶ ἀναμορφώτρια τοῦ Γένους μας κατέστη «τῶν μοναζουσῶν ἡ καλλονή», «τῶν χηρῶν καὶ ὀρφανῶν ἡ μήτηρ καὶ προστάτις», «τῶν ἀσθενούντων ἡ ἐπίσκεψις», «τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡ ἰατρὸς καὶ ὁδηγός».



Μὲ τὴν πλήρη ἀφοσίωσή της στὸν Θεὸ καὶ τὴν διακονία Του, τὴν πλούσια ἱεραποστολική, κοινωνικὴ καὶ φιλανθρωπική της δραστηριότητα, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς ἐπίπονους ἀγῶνες της γιὰ τὴν διατήρηση τῆς φλόγας τῆς ἀμωμήτου χριστιανικῆς πίστεως καὶ τὴν προστασία τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τὸν πνευματικὸ ἐκφυλισμὸ καὶ τὴν ἀποβαρβάρωση, κατέστη ἄνθος «χρυσαυγὲς καὶ εὐῶδες», τὸ ὁποῖο λάμπει μέσα στὸ πνευματικὸ στερέωμα τῆς ἁγιοτόκου καὶ περιωνύμου πόλεως τῶν Ἀθηνῶν μὲ τὴν ἔνδοξη καὶ μακρόχρονη ἐκκλησιαστική της ἱστορία. Εἶναι μάλιστα ἐνδεικτικὸ ὅτι ἡ ἱστορικὴ ἀττικὴ γῆ, στὴν ὁποία γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε ἡ Ἁγία Φιλοθέη, εἶναι σφραγισμένη μὲ τὸ ὄνομα, τὴν δράση καὶ τὸ μαρτύριό της, ἀφοῦ μὲ τὴν θυσιαστική της ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἑλλάδα στερέωσε τὸ δένδρο τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐλευθερίας μέσα στὴ σκοτεινὴ περίοδο τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς. Τὸ γεγονὸς μάλιστα αὐτὸ τὴν κατέστησε φωτεινὸ πρότυπο καὶ ὁλόλαμπρο παράδειγμα πρὸς μίμηση μέσα στὸ πνευματικὸ μεγαλεῖο τοῦ ἑλληνορθοδόξου πολιτισμοῦ.

Ἡ Ἁγία Φιλοθέη γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1522 καὶ ἦταν γόνος τῆς ἀρχοντικῆς οἰκογένειας τῶν Μπενιζέλων, ἡ ὁποία διατηροῦσε μεγαλόπρεπο ἀρχοντικὸ στὴν περιοχὴ τῆς Πλάκας, ἐπὶ τῆς σημερινῆς ὁδοῦ Ἀδριανοῦ 96. Ἡ περίφημη αὐτὴ ἀρχοντικὴ οἰκία, ἡ ὁποία ἀποτέλεσε τὸ «πατρικὸν ὀσπήτιον» τῆς Ἁγίας, ἀποτελεῖ σήμερα ἱστορικὸ διατηρητέο μνημεῖο καὶ εἶναι τὸ μοναδικὸ σωζόμενο δεῖγμα ἀρχοντικῆς κατοικίας τῆς περιόδου τῶν μεταβυζαντινῶν χρόνων. Οἱ εὐσεβεῖς καὶ πλούσιοι γονεῖς της ὀνομάζονταν Ἄγγελος καὶ Συρίγα καὶ μάλιστα ἡ ἐνάρετη μητέρα της καταγόταν ἀπὸ τὴν ἐπιφανῆ αὐτοκρατορικὴ οἰκογένεια τῶν Παλαιολόγων. Ἦταν ὅμως στείρα καὶ διαρκῶς παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τῆς δώσει ἕνα παιδί. Μία ἡμέρα μετὰ ἀπὸ ὁλόθερμη προσευχὴ στὸν ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὁπού ἱκέτευε νὰ ἐκπληρώσει ὁ Θεὸς τὸ διακαὲς αἴτημά της γιὰ τὴν ἀπόκτηση ἑνὸς παιδιοῦ, ἀποκοιμήθηκε. Στὸν ὕπνο της εἶδε τότε ἕνα παράδοξο ὅραμα, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ἕνα δυνατὸ φῶς βγῆκε μέσα ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ μπῆκε στὴν κοιλιά της. Μόλις ξύπνησε, κατάλαβε ὅτι τὸ πολυπόθητο αἴτημά της εἶχε εἰσακουσθεῖ καὶ ὅτι σύντομα θὰ ἔφερνε στὸν κόσμο ἕνα παιδί. Ἔτσι μετὰ ἀπὸ ἐννιὰ μῆνες γέννησε ἕνα κοριτσάκι, τὸ ὁποῖο ἔλαβε τὸ ὄνομα Ρεβούλα. Ἡ χαριτωμένη αὐτὴ κόρη τοῦ Ἀγγέλου καὶ τῆς Συρίγας Μπενιζέλου, ἡ ὁποία ἦρθε στὸν κόσμο κατόπιν τῆς ὁλόθερμης προσευχῆς τῶν γονέων της, ἦταν προικισμένη μὲ πλούσια ψυχικὰ χαρίσματα καὶ ἔτσι σύντομα διακρίθηκε γιὰ τὶς πολλαπλὲς ἀρετὲς καὶ τὴν ἁγιασμένη ψυχή της. Παράλληλα οἱ γονεῖς της φρόντισαν νὰ τὴν μορφώσουν καὶ νὰ τὴν διαπαιδαγωγήσουν μὲ τὰ νάματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Γι᾽αὐτὸ καὶ ἡ Ρεβούλα, ἡ θεόσδοτη αὐτὴ κόρη τῶν Μπενιζέλων, ἔλαμπε ἀπὸ καλοσύνη καὶ ἦταν πρὸς ὅλους εὐγενικὴ καὶ προσηνής, ἐνῶ ἐντύπωση εἶχε προκαλέσει τὸ γεγονὸς ὅτι ἐπιδιδόταν μὲ ἰδιαίτερη εὐχαρίστηση σὲ ἀγαθοεργίες, δείχνοντας ἔμπρακτα μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὰ φιλεύσπλαχνα αἰσθήματά της. Συχνὰ διένειμε τρόφιμα καὶ λάδι ἀπὸ τὶς πλούσιες ἀποθῆκες τοῦ πατρικοῦ της σπιτιοῦ, ἐνῶ μία παγωμένη νύχτα τοῦ χειμώνα ἔβγαλε τὸ ζεστὸ καὶ ἀκριβὸ πανωφόρι της καὶ τὸ ἔδωσε νὰ τὸ φορέσει μία ἡλικιωμένη γυναίκα ποὺ ἔτρεμε ἀπὸ τὸ κρύο στὰ σκαλοπάτια τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος.
. Καὶ ἐνῶ ἡ Ρεβούλα μεγάλωνε, δὲν ἔδειχνε κανένα ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν γάμο καὶ δὲν εἶχε τὴν παραμικρὴ διάθεση νὰ παντρευτεῖ. Ὅταν ἔγινε δώδεκα ἐτῶν, ζητήθηκε σὲ γάμο, παρὰ τὴν ἄρνησή της, ἀπὸ τὸν προεστὸ Γεώργιο Πλατυπόδη, ὁ ὁποῖος ἦταν γόνος ἐπιφανοῦς ἀρχοντικῆς οἰκογένειας τῶν Ἀθηνῶν μὲ μεγάλη περιουσία. Ἡ ἐνάρετη καὶ γλυκομίλητη ὅμως θεόσδοτη κόρη τῶν Μπενιζέλων ἔτρεφε μέσα στὴν ψυχή της τὸν διακαῆ πόθο νὰ μείνει ἄγαμος καὶ παρθένος καὶ νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, ἀκολουθώντας τὴν ἀσκητικὴ ζωή. Ὅμως οἱ διαρκεῖς πιέσεις τῶν γονέων της, οἱ ὁποῖοι ἐπέμεναν στὸν γάμο τῆς μονάκριβης κόρης τους, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ κληρονομήσει τὴ μεγάλη περιουσία λόγῳ καὶ τῶν ἰδιαίτερα δύσκολων συνθηκῶν τῆς περιόδου ἐκείνης, τὴν ἀνάγκασαν νὰ παντρευτεῖ τὸν ἐπιφανῆ Ἀθηναῖο ἄρχοντα, παρὰ τὴν ἀντίθεσή της. Ἀλλὰ ὁ σύζυγος τῆς Ρεβούλας ἀποδείχθηκε ἀπὸ τὶς πρῶτες κιόλας ἑβδομάδες τοῦ γάμου της ὅτι πρόκειται γιὰ ἕναν ἄνθρωπο σκληρό, ἀπάνθρωπο, ἀπότομο, τσιγκούνη καὶ ἰσχυρογνώμονα. Καθημερινὰ τὴ βασάνιζε καὶ τὴ στεναχωροῦσε καὶ ἦταν ἀναγκασμένη νὰ συμβιώνει μ’ ἕναν τύραννο, ἐνῶ ἦταν κλεισμένη μέσα στὸ σπίτι καὶ ἀποκομμένη ἀπὸ γονεῖς καὶ φίλους. Ἡ μόνη της παρηγοριὰ μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀπομόνωση ἦταν τὸ διάβασμα, τὸ ἐργόχειρό της καὶ οἱ κρυφὲς ἀγαθοεργίες, στὶς ὁποῖες ἐπιδιδόταν. Παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ φωτίσει τὸν ἀπάνθρωπο σύζυγό της γιὰ νὰ ἀλλάξει συμπεριφορὰ καὶ πορεία ζωῆς, ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν ὑπῆρξε καμία ἀλλαγὴ στὸ φέρσιμο αὐτοῦ τοῦ θηριώδους καὶ φαύλου ἀνθρώπου. Ἐνδεικτικὸ εἶναι ὅτι κάποια ἡμέρα ποὺ ἐπέστρεψε ὁ σκληρόκαρδος σύζυγός της ἀπὸ ταξίδι ποὺ εἶχε πάει στὴν Κωνσταντινούπολη, πῆγε ἀμέσως στὸ κελάρι τοῦ σπιτιοῦ γιὰ νὰ διαπιστώσει, ἐὰν ἔχει λιγοστέψει τὸ λάδι στὰ πιθάρια, φοβούμενος ὅτι ἡ Ρεβούλα τὸ μοιράζει στοὺς φτωχούς, ὅπως εἶχε πράγματι κάνει. Ἀλλὰ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν ἔγινε αὐτὸ ἀντιληπτό, ἀφοῦ ἡ θεόσδοτη κόρη τῶν Μπενιζέλων ἔριξε μέσα στὰ πιθάρια νερό, τὸ ὁποῖο μετατράπηκε θαυματουργικῶς σὲ λάδι! Ἡ τυραννικὴ συμβίωση διήρκησε τρία χρόνια καὶ ἡ Ρεβούλα ὑπέμεινε τὰ βάσανα καὶ τὶς θλίψεις ἀγόγγυστα καὶ μὲ πολλὴ ὑπομονή, μέχρι ποὺ μία ἡμέρα ἔφθασε στὸ σπίτι ἡ θλιβερὴ εἴδηση ὅτι ὁ σύζυγός της πέθανε ξαφνικά, ἐνῶ βρισκόταν στὸ καφενεῖο.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της ἐπέστρεψε στὸ πατρικό της σπίτι μὲ μοναδικὸ σκοπὸ νὰ εὐαρεστήσει τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἀφοσιωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ σ’ Αὐτόν. Γι’ αὐτὸ καὶ Τὸν παρακαλοῦσε καθημερινὰ νὰ τὴν ἐνισχύσει ψυχικά, ὥστε νὰ ἐκπληρώσει αὐτὸ ποὺ ἤθελε ἀπὸ τὴν παιδική της ἡλικία, ποὺ ἦταν νὰ ἐνδεδυθεῖ τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ἔτσι μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια θλίψεων καὶ στερήσεων ἐξ αἰτίας τῆς ἀπάνθρωπης συμπεριφορᾶς τοῦ συζύγου της, ξαναβρῆκε τὴν ψυχική της γαλήνη καὶ ἄρχισε καὶ πάλι νὰ ἐπιδίδεται σὲ ἔργα φιλανθρωπίας καὶ εὐλαβείας. Ἀλλὰ οἱ γονεῖς της ἐπέμεναν νὰ τὴν ξαναπαντρέψουν. Ἐκείνη ὅμως ἀπέρριπτε κάθε τέτοια σκέψη, ἀφοῦ ἡ ἐπιθυμία της ἦταν νὰ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεὸ καὶ νὰ προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες της μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὥστε νὰ ἀνακουφισθοῦν οἱ Ἕλληνες καὶ νὰ διασωθεῖ τὸ Γένος μας ἀπὸ τὴ λαίλαπα τῶν Ἀγαρηνῶν. Εἶχαν περάσει δέκα ὁλόκληρα χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἡ θεόσδοτη κόρη τῶν Μπενιζέλων εἶχε χηρέψει, ὅταν οἱ εὐσεβεῖς, ἐνάρετοι καὶ πλούσιοι γονεῖς της ἐγκατέλειψαν τὴν ἐπίγεια ζωή. Μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων της, ἡ Ρεβούλα ἐπιδόθηκε μὲ μεγαλύτερη ταπεινοφροσύνη καὶ μὲ πιὸ ἔνθερμο ζῆλο σὲ προσευχές, ἀγρυπνίες καὶ νηστεῖες, ἐνῶ ἄρχισε νὰ κατηχεῖ τὶς ὑπηρέτριές της, ὥστε νὰ ἀσκηθοῦν στὴν ἀρετὴ καὶ νὰ καταστοῦν δοχεῖα τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Βλέποντας ὅμως ὅτι ἡ Ἀθήνα βρίσκεται διαρκῶς κάτω ἀπὸ τὸν ἀσφυκτικὸ ζυγὸ τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς καὶ ἐπιθυμώντας διακαῶς τὴν ἀποτίναξη τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ, ἀποφασίζει, κατόπιν τῆς διὰ ὁράματος ἐντολῆς τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου, νὰ οἰκοδομήσει ἕναν «Παρθενώνα», ἕνα δηλαδὴ γυναικεῖο μοναστήρι, ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, τὸ ὁποῖο νὰ διαθέτει κελιά, ἀλλὰ καὶ ἀπαραίτητα οἰκοδομήματα, καθὼς καὶ μετόχια καὶ ἀγροκτήματα γιὰ τὴ συντήρηση τῶν μοναζουσῶν.

Τὸ μοναστήρι βρισκόταν στὸν χῶρο, ὅπου εἶναι σήμερα κτισμένο τὸ Μέγαρο τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, ἐπὶ τῆς σημερινῆς ὁδοῦ Ἁγίας Φιλοθέης. Ὡς καθολικὸ τῆς μονῆς χρησιμοποιήθηκε παλαιὸς ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, ἱδρυθεὶς σύμφωνα μὲ τὸν ἀκαδημαϊκὸ καὶ πολυγραφότατο ἱστοριοδίφη Δημήτριο Καμπούρογλου κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες, τὸν ὁποῖο καὶ ἀνακαίνισε ἡ ἐνάρετη καὶ θεοσεβὴς Ρεβούλα. Ὁ ναὸς αὐτὸς κατεδαφίσθηκε ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Μητροπολίτου Ἀθηνῶν Γερμανοῦ Καλλιγᾶ (1889-1896) καὶ στὴ θέση του ἀνεγέρθηκε νέος ναός, ὁ ὁποῖος μέχρι σήμερα κοσμεῖ τὸν αὔλειο χῶρο τοῦ Μεγάρου τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν. Ὅταν ὁλοκληρώθηκε ἡ οἰκοδόμηση τῆς μονῆς, ἡ ὁποία θὰ λειτουργοῦσε ὡς πνευματικὸ ὀχυρὸ τόσο γιὰ τὴ διατήρηση τῆς φλόγας τῆς χριστιανικῆς πίστεως στὰ δύσκολα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἀποτίναξη τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς, ἐκάρη ἡ Ρεβούλα μοναχή, λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Φιλοθέη. Κατόπιν τὸ μοναχικὸ σχῆμα ἐνδύθηκαν ὅσες ὑπηρέτριες εἶχαν κατηχηθεῖ ἀπὸ αὐτὴ στὸ πατρικό της σπίτι, ἀλλὰ καὶ πολλὲς ἄλλες κοπέλες, προερχόμενες μάλιστα ἀπὸ ἀρχοντικὲς οἰκογένειες τῶν Ἀθηνῶν. Ὅλες αὐτὲς οἱ ψυχὲς ποὺ συνάχθηκαν γύρω ἀπὸ τὴν ἡγουμένη Φιλοθέη, βρῆκαν κοντά της τὴν ψυχικὴ ἀνάπαυση καὶ παρηγοριά, ἀγωνίζονταν δὲ νυχθημερὸν γιὰ τὴν κατὰ Θεὸν πνευματική τους προκοπή, ἀκολουθώντας πιστὰ τὶς πνευματικές της ὁδηγίες, ἀλλὰ καὶ παραδειγματιζόμενες ἀπὸ τὴν πραότητα καὶ τὴν ἐνάρετη πολιτεία της. Πολὺ σύντομα τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου κατέστη κάστρο τοῦ Γένους καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τῆς ἡγουμένης Φιλοθέης, ἡ ὁποία ὡς Ρωμιὰ μαΐστρα εἶχε κατορθώσει νὰ ἀναστήσει μία θεϊκὴ πολιτεία μέσα στὴν τουρκικὴ σκλαβιά, ἀφοῦ ἔσωζε καὶ λύτρωνε ἀπὸ τὸν φόβο καὶ τὴν ἀπόγνωση ἀναρίθμητες ψυχὲς ραγιάδων. Παράλληλα ἔδειχνε ἔμπρακτα τὴ συμπάθεια καὶ τὴ φιλανθρωπία της πρὸς τοὺς φτωχούς, τοὺς πεινασμένους καὶ τοὺς ἀρρώστους, ἐνῶ δίδασκε τοὺς ἀγράμματους καὶ προστάτευε τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά. Τὸ μοναστήρι ἦταν πάντα ἀνοικτὸ γιὰ κάθε ταλαιπωρημένη ψυχή, ἡ ὁποία εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ στέγη, τροφή, περίθαλψη ἢ γηροκόμηση. Ἀκόμη καὶ οἱ φτωχὲς ἄγαμες μητέρες ἔβρισκαν καταφύγιο στὸ μοναστήρι, κοντὰ στὸ ὁποῖο ἔκτισε ἡ Φιλοθέη ὀρφανοτροφεῖο, νοσοκομεῖο, γηροκομεῖο καὶ ξενώνα. Πολλὰ ὀρφανὰ καὶ φτωχὰ κορίτσια ἔμαθαν γράμματα, ἀλλὰ καὶ τέχνες, ὅπως ὑφαντικὴ καὶ πλεκτική, χάρη στὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τῆς φωτισμένης Φιλοθέης. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ μοναστήρι της ἀναδείχθηκε πνευματικὸς φάρος κοινωνικῆς καὶ φιλανθρωπικῆς προσφορᾶς ποὺ ἔλαμπε μέσα στὴν τουρκοκρατούμενη Ἀθήνα τοῦ 16ου αἰώνα μὲ μεγάλη φήμη καὶ ἀπήχηση σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὶς παραδουνάβιες χῶρες. Ὅμως ἡ συνεχὴς προσφορὰ καὶ βοήθεια τῆς Φιλοθέης πρὸς ὅλους ὅσους εἶχαν ὑλικὲς ἀνάγκες ὁδήγησε τὸ μοναστήρι σὲ τόσο μεγάλα ἔξοδα, ὥστε οἱ μοναχὲς ποὺ ὁ ἀριθμός τους εἶχε αὐξηθεῖ σημαντικά, ἄρχισαν νὰ στεροῦνται ἀκόμη καὶ τὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα, γεγονὸς ποὺ τὶς ἔκανε νὰ μικροψυχοῦν καὶ νὰ γογγύζουν ἐναντίον της. Ὅμως ἡ ἐνάρετη καὶ φωτισμένη Φιλοθέη τὶς συμβούλευε νὰ ἔχουν πίστη στὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ τὶς ἐγκαταλείψει. Καὶ πράγματι μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες ἐπισκέφθηκαν τὸ μοναστήρι δύο ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι προσέφεραν πλουσιοπάροχα τὶς δωρεές τους, γεγονὸς ποὺ ἀνακούφισε οἰκονομικὰ τὴν μονή, οἱ δὲ μοναχὲς δόξασαν τὸ ὄνομα τοῦ Παναγάθου καὶ Παντοδυνάμου Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ θαύμασαν τὴν ἀκλόνητη πίστη τῆς ἡγουμένης Φιλοθέης. Ἀλλὰ ἡ φωτισμένη καὶ χαρισματικὴ Φιλοθέη, τὴν ὁποία ὄχι μόνο Γραικοί, ἀλλὰ καὶ Μουσουλμάνοι ὀνόμαζαν «κυρὰ καὶ μαΐστρα» εἶχε ἀνοιχτὴ τὴν πόρτα τῆς μονῆς σὲ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς δυστυχισμένους καὶ κατατρεγμένους ποὺ τῆς ζητοῦσαν προστασία καὶ βοήθεια, ἀφοῦ στήριζε ἀδιακρίτως Ἕλληνες καὶ Τούρκους.

Τὴν ἐποχὴ ὅμως αὐτὴ ζοῦσαν στὴν Ἀθήνα γυναῖκες, τὶς ὁποῖες οἱ Τοῦρκοι εἶχαν αἰχμάλωτες ἀπὸ διάφορους τόπους καὶ τὶς εἶχαν σὰν δοῦλες τους. Τὶς σκλαβωμένες αὐτὲς γυναῖκες ἀνέλαβε ἡ Φιλοθέη, ἀψηφώντας τοὺς κινδύνους καὶ τοὺς πειρασμούς, νὰ τὶς προστατεύσει ἀπὸ τὴν ἀλλαξοπιστία καὶ τὴν ἀτίμωση καὶ νὰ τὶς ἀπελευθερώσει ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῶν Τούρκων. Μάλιστα τέσσερις αἰχμάλωτες γυναῖκες, ἔχοντας πληροφορηθεῖ γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν προστασία ποὺ προσφέρει ἡ ἡγουμένη Φιλοθέη, κατόρθωσαν καὶ δραπέτευσαν κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ἀφέντες τους, οἱ ὁποῖοι τὶς πίεζαν νὰ ἀπαρνηθοῦν τὴ χριστιανική τους πίστη, καὶ κατέφυγαν σ’ αὐτή. Ἡ «κυρὰ μαΐστρα Φιλοθέη» τὶς ὑποδέχθηκε μὲ ἰδιαίτερη καλοσύνη καὶ στοργὴ καὶ τὶς συμβούλεψε νὰ ἔχουν σταθερὴ καὶ ἀκλόνητη πίστη καὶ νὰ μὴν στεναχωριοῦνται γιὰ τὴ σκλαβιὰ τοῦ σώματος, ἐνῶ περίμενε τὴν κατάλληλη χρονικὴ στιγμὴ γιὰ νὰ τὶς στείλει στὸν τόπο τους. Ὅμως ἡ δραστηριότητα τῆς Φιλοθέης νὰ ἀγοράζει ἀπὸ τὰ σκλαβοπάζαρα παρθένες καὶ νὰ τὶς ἀπελευθερώνει, νὰ βοηθᾶ νὰ δραπετεύουν αἰχμάλωτες γυναῖκες, νὰ παίρνει χριστιανὲς καὶ μουσουλμάνες καὶ νὰ τὶς φυγαδεύει στὰ αἰγαιοπελαγίτικα νησιά, νὰ βαπτίζει χριστιανὲς Τουρκάλες καὶ μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς νὰ τὶς κάνει μοναχές, εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐξαγριώνει τοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι ἔβλεπαν πλέον τὴ Φιλοθέη ὡς ἐμπόδιο καὶ κίνδυνο στὴν ἐξουσία τους. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔπρεπε νὰ ἐκδιωχθεῖ ἡ θεόσδοτη κόρη τῆς ἀρχοντικῆς οἰκογένειας τῶν Μπενιζέλων καὶ νὰ σταματήσει μὲ κάθε τρόπο ἡ πολύπτυχη δραστηριότητά της. Ἔτσι πληροφορούμενοι οἱ Τοῦρκοι ὅτι ἡ Φιλοθέη περιέθαλπτε τὶς τέσσερις αἰχμάλωτες γυναῖκες, ὅρμησαν σὰν τὰ ἄγρια θηρία μέσα στὸ κελί της καὶ παρόλο ποὺ ἦταν ἄρρωστη καὶ βρισκόταν πολλὲς ἡμέρες στὸ κρεβάτι, τὴν ἅρπαξαν μὲ τὴ βία καὶ τὴν ὁδήγησαν στὸν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ τὴν κλείσουν στὴ φυλακή. Πρὶν τὴ συλλάβουν στὸ κελί της, εἶχε δώσει τὴν ἐντολὴ νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ μοναστήρι οἱ ὑπόλοιπες μοναχὲς γιὰ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὴν ἐκδικητικὴ μανία τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι δυστυχῶς προκάλεσαν ἀνυπολόγιστες ζημιὲς μέσα σ᾽αὐτό. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα συγκεντρώθηκε πλῆθος Τούρκων ποὺ φώναζε ὅτι ἡ Φιλοθέη εἶναι ἔνοχη θανάτου. Τότε ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ τὴ βγάλουν ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ νὰ τὴ φέρουν ἐνώπιόν του. Ἀμέσως ὁ ἡγεμόνας τὴ ρώτησε τί ἀπὸ τὰ δύο προτιμᾶ: νὰ θανατωθεῖ διὰ ξίφους ἢ νὰ ἀπαρνηθεῖ τὴν πίστη της στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Τότε ἡ πανεύφημος Φιλοθέη τοῦ ἀπάντησε μὲ παρρησία καὶ μὲ ἀνδρεῖο φρόνημα ὅτι εἶναι ἕτοιμη καὶ ἀποφασισμένη νὰ ὑπομείνει ὁποιοδήποτε βασανιστήριο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀκλόνητη πίστη τῆς «κυρᾶς καὶ μαΐστρας τῶν Ἀθηνῶν» θὰ ὁδηγοῦσε στὴ θανατική της καταδίκη, ἀλλὰ ὁ Θεὸς εἶχε ἄλλα σχέδια γι’ αὐτήν. Ἔτσι τὴν ὁδήγησαν καὶ πάλι στὴ φυλακή, ὅπου τὴν περίμενε μία μεγάλη καὶ ἀπρόσμενη ἔκπληξη. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν αἰχμαλωτίσει τρεῖς καλόγριες ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ τὶς εἶχαν φέρει στὸ κελί της. Ἐκεῖ ἡ ἐνάρετη καὶ φωτισμένη, ἀλλὰ ἀδύναμη καὶ ἄρρωστη Φιλοθέη τὶς ἐνίσχυσε ψυχικά, λέγοντας ὅτι παρὰ τὰ ἐμπόδια καὶ τοὺς κινδύνους ὁ Θεὸς δὲν θὰ τοὺς ἐγκαταλείψει καὶ θὰ δώσει τὴ σωτήρια λύση γιὰ νὰ ἀπελευθερωθοῦν καὶ νὰ συνεχίσουν τὸ ἀξιέπαινο ἔργο τους. Καὶ πράγματι δὲν ἄργησε νὰ ἔρθει ἡ λύτρωση, ἀφοῦ κάποιοι χριστιανοὶ προύχοντες φρόντισαν καὶ ἔδωσαν χρήματα στὸν ἡγεμόνα καὶ ἔτσι ἡ Φιλοθέη μὲ τὶς τρεῖς καλόγριες ἀπελευθερώθηκαν καὶ ἐπέστρεψαν στὸ ἀγαπημένο τους μοναστήρι.

Ἐπιστρέφοντας στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου ἡ Φιλοθέη συνέχισε τὸ πολύπτυχο ἔργο της μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι καὶ πάλι «ὁ Παρθενώνας τῆς κυρᾶς τῶν Ἀθηνῶν» ἢ «κυρᾶς τοῦ Ἀγγέλου», ὅπως ὀνομαζόταν ἡ πανεύφημος Ἀθηναία Ἁγία, κατέστη ἡ ἐλπίδα τοῦ Γένους, ἀφοῦ στήριζε τὶς κλονισμένες συνειδήσεις, ἐνίσχυε τὴν πίστη καὶ πολεμοῦσε τὴν ἀμάθεια. Ἐνδεικτικὸ εἶναι ὅτι ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναζουσῶν εἶχε ἤδη αὐξηθεῖ πολύ, γεγονὸς ποὺ παρακίνησε τὴν ἡγουμένη Φιλοθέη νὰ ἱδρύσει στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῶν Ἀθηνῶν δύο μετόχια. Τὸ ἕνα μετόχιο ἱδρύθηκε στὰ Πατήσια μὲ ναὸ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, ὁ ὁποῖος ἀνεγέρθηκε μετὰ τὸ 1550. Μετὰ τὸ 1595 τὸ μετόχιο παρήκμασε καὶ ἐρημώθηκε. Ἀκόμη καὶ ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου ἐρειπώθηκε, ἀλλὰ μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1936-1950 ἀναστηλώθηκε σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ Ἀναστασίου Ὀρλάνδου καὶ ἀπέκτησε καὶ πάλι τὴν ἀρχική του μορφή. Κατὰ τὰ ἔτη 1948-1952 ἱστορήθηκε ὁ ναὸς ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο Φώτη Κόντογλου καὶ σήμερα εἶναι ἐπισκέψιμος μὲ πλούσια λατρευτικὴ ζωή. Ὁ ἱστορικὸς αὐτὸς ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου [ὑπάγεται σήμερα στὸ Ἄσυλο Ἀνιάτων] καὶ βρίσκεται ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Λευκωσίας 40, πλησίον τῆς πλατείας Ἀμερικῆς. Τὸ ἄλλο μετόχιο ἱδρύθηκε στὴν περιοχὴ τῆς Καλογρέζας, ἡ ὁποία ἔλαβε αὐτὸ τὸ ὄνομα ἀπὸ τοὺς ἀλβανόφωνους κατοίκους τῆς περιοχῆς καὶ ἀπὸ τὴ λέξη «Καλογραία», δηλαδὴ καλογριά, ποὺ ἀναφερόταν στὸ πρόσωπο τῆς Ἁγίας Φιλοθέης. Τὸ μετόχιο τῆς Καλογρέζας, τὸ ὁποῖο ὀνομαζόταν καὶ «μετόχι τοῦ Περσοῦ» ἀπὸ τὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ ποὺ περίσσευε καὶ ποὺ ἔδωσε ἀργότερα καὶ τὸ ὄνομα στὸν συνοικισμὸ τοῦ Περισσοῦ τῆς Ν. Ἰωνίας, ἱδρύθηκε σὲ περιοχή, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε πατρικὴ ἰδιοκτησία τῆς Ἁγίας καὶ ὅπου, σύμφωνα μὲ τὸν ἀκαδημαϊκὸ Δημήτριο Καμπούρογλου, ὑπῆρχε πρὶν τὸν 16ο αἰώνα μονὴ μὲ ναὸ ἀφιερωμένο στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου. Ἡ Φιλοθέη ἀγόρασε τεράστιες ἐκτάσεις γύρω ἀπὸ τὸ μετόχιο τῆς Καλογρέζας, οἱ ὁποῖες περιλάμβαναν μία ἐπιφάνεια, ἡ ὁποία σήμερα καλύπτει τὸ σύνολο τῆς ἐκτάσεως τοῦ Ὀλυμπιακοῦ Σταδίου, τὶς συνοικίες Ἀλσούπολη καὶ Καλογρέζα τῆς Ν. Ἰωνίας, τὴν περιοχὴ τοῦ προαστίου τῆς Φιλοθέης καὶ τὴ σημερινὴ συνοικία, ὅπου βρίσκεται ὁ ναὸς τοῦ μετοχίου τῆς Καλογρέζας καὶ ἡ ὁποία μὲ σχετικὴ ἀπόφαση τοῦ Δήμου Ἁμαρουσίου μετονομάσθηκε τὸ 2002 σὲ «Ἁγία Φιλοθέη Ἁμαρουσίου». Σήμερα ἀπὸ τὸ μετόχιο τῆς Καλογρέζας, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ ἱστορικὸ μνημεῖο καὶ τὸ μοναδικὸ σωζόμενο βυζαντινὸ μοναστικὸ κτηριακὸ σύνολο στὴν περιοχὴ τῶν Ἀθηνῶν, σώζεται μόνο τὸ ἐπ’ ὀνόματι τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου καθολικό τοῦ μετοχίου, καθὼς καὶ ἕνα μικρὸ τμῆμα τοῦ περιτοιχίσματος, ἡ αὐλόθυρα καὶ μερικὰ ἐρειπωμένα κελιά. Ἡ Ἁγία Φιλοθέη διέθετε ἐπίσης μετόχιο καὶ στὴν Κέα, τὴν ἐπονομαζόμενη καὶ Τζιά, καὶ συγκεκριμένα δυτικά τῆς Χώρας, τῆς πρωτεύουσας τοῦ νησιοῦ, τὸ ὁποῖο μέχρι σήμερα φέρει τὴν προσωνυμία «Μονὴ Δάφνης». Στὸ μετόχιο αὐτὸ ἐγκαταβίωναν περὶ τὶς εἴκοσι μοναχὲς καὶ χρησίμευε ὡς καταφύγιο γιὰ τὴν προστασία τῶν μοναζουσῶν ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τῶν Τούρκων. Ἐκεῖ διέμεινε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα ἡ Ἁγία Φιλοθέη, ἡ πανεύφημος αὐτὴ νύμφη τοῦ Χριστοῦ, κατηχώντας καὶ καθοδηγώντας πνευματικὰ τὶς ἀσκούμενες μοναχές, ἀφοῦ στὸ μετόχιο τῆς Κέας ἔστελνε ὅσες μοναχὲς φοβοῦνταν νὰ μείνουν στὴν Ἀθήνα καὶ διέτρεχαν ἄμεσα τὸν κίνδυνο τοῦ ἐξισλαμισμοῦ ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἡ μονὴ τῆς Δάφνης λειτούργησε ὡς γυναικεῖο κοινόβιο μέχρι τὸν 19ο αἰώνα, ὅταν λεηλατήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους.

Ὅμως παρόλο ποὺ ἡ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου εἶχε δύο μετόχια στὴν Ἀθήνα, ἕνα στὴν Κέα, ἀλλὰ καὶ τεράστια κτηματικὴ περιουσία στὴν Ἀττική, ἐνῶ κτήματα διέθετε ἀκόμη καὶ στὴν Αἴγινα, ὑπῆρχε μεγάλη ἀνάγκη γιὰ οἰκονομικὴ ἐνίσχυση, προκειμένου νὰ συνεχισθεῖ τὸ θεάρεστο κοινωνικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ ἔργο τῆς «κυρᾶς τῶν Ἀθηνῶν». Γι’ αὐτὸ καὶ ζήτησε τὴ στήριξη καὶ συνδρομὴ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ἀφοῦ οἱ Τοῦρκοι εἶχαν καταλάβει κτήματα τῆς μονῆς λόγῳ τῶν ὀφειλῶν της πρὸς αὐτούς. Τὸ Πατριαρχεῖο ἔστειλε στὴν Ἀθήνα τὸν μέγα λογοθέτη τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, Ἱέρακα, ὁ ὁποῖος ἦταν «ἀνὴρ τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἀκρίβειαν καὶ τὴν περὶ τούτων γνῶσιν πεπειραμένος ὡς ἄριστα», γιὰ νὰ ἐρευνήσει ἀπὸ κοντὰ τὰ γεγονότα καὶ νὰ ἐνημερώσει μὲ ἀκρίβεια τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη. Ἐρχόμενος ὁ Ἱέρακας στὴν Ἀθήνα συναντήθηκε μὲ τὸν Μητροπολίτη τῶν Ἀθηνῶν, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς Ρωμιοὺς προεστοὺς τῆς πόλεως, καὶ ἐνημερώθηκε γιὰ τὴν πολύπτυχη δραστηριότητα τῆς ἡγουμένης Φιλοθέης, ἡ ὁποία στήριζε τοὺς ἐναρέτους στὴν ἀρετή, ὁδηγοῦσε τοὺς ἁμαρτωλοὺς στὴν μετάνοια καὶ προσέφερε πλουσιοπάροχα τὴν ἐλεημοσύνη της πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀρρώστους. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Ἱέρακας ἐπισκέφθηκε τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου θαύμασε τὸ θεάρεστο ἔργο ποὺ ἐπιτελεῖται ἐκεῖ. Παράλληλα ἐνημερώθηκε γιὰ τὶς δυσκολίες καὶ τοὺς κινδύνους ποὺ ὑπάρχουν καὶ παρεμποδίζουν τὴ συνέχιση τῆς κοινωνικῆς καὶ φιλανθρωπικῆς δραστηριότητας τῆς Ἁγίας, ἀλλὰ καὶ δημιουργοῦν προβλήματα στὴν ἐπιβίωση τῆς μονῆς, ἀφοῦ ἡ Ἁγία Φιλοθέη εἶχε ἔρθει σὲ διένεξη γιὰ κτηματικὲς διαφορὲς ἀκόμη καὶ μὲ τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Πεντέλης, Ἅγιο Τιμόθεο Ἀρχιεπίσκοπο Εὐρίπου (1510-1590). Ὁ Ἱέρακας ὑποσχέθηκε νὰ ἐνημερώσει μὲ κάθε λεπτομέρεια τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ὥστε νὰ στηρίξει ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ τὸ ἀξιέπαινο ἔργο τῆς Ἁγίας. Ὅμως ἡ «μαΐστρα καὶ κυρὰ τῶν Ἀθηνῶν» δὲν ἀρκέστηκε μόνο στὴν ἐπίσκεψη τοῦ Ἱέρακα. Ἔστειλε ἐπιστολὴ καὶ πρὸς τὴ Γερουσία τῶν Ἐνετῶν γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐξασφαλίσει οἰκονομικὴ βοήθεια, ὥστε νὰ ἐπιβιώσει τὸ μοναστήρι καὶ νὰ ἀποπληρώσει τὸ τεράστιο χρέος ποὺ ὑπῆρχε , ἀφοῦ γιὰ νὰ τὸ προστατεύσει ἀπὸ τὶς λεηλασίες καὶ τὴν καταστροφικὴ μανία τῶν Τούρκων καὶ νὰ συνεχίσει τὸ ἀναμορφωτικό της ἔργο, ἔβαλε ὡς ἐνέχυρο τὰ σκεύη τοῦ ναοῦ καὶ ὁλόκληρη τὴν περιουσία τοῦ μοναστηριοῦ. Ἡ ἀποσταλεῖσα μέσω τοῦ ἱερέως Σεραφεὶμ Παγκάλου ἐπιστολὴ βρῆκε θετικότατη ἀνταπόκριση καὶ ἔτσι στὶς 10 Μαΐου 1584 δόθηκε ἡ πολυπόθητη οἰκονομικὴ βοήθεια ποὺ εἶχε ζητήσει ἡ Φιλοθέη. Ἔτσι κατόρθωσε ἡ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου νὰ ἐπιζήσει καὶ νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο της πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ πρὸς ὄφελος τοῦ Γένους τῶν Ἑλλήνων.

Ἀλλὰ ἡ Ἁγία ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἐπιτελέσει μὲ τὴν χάρη Του καὶ πάμπολλα θαύματα. Ἀξιομνημόνευτο εἶναι τὸ θαῦμα ποὺ ἐπιτέλεσε σ’ ἕναν νεαρὸ βοσκὸ προβάτων, ὁ ὁποῖος ἐπιδιδόταν σὲ κλεψιὲς καὶ ραδιουργίες. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς νοσηρῆς συμπεριφορᾶς ὁ νεαρὸς βοσκὸς κυριεύθηκε ἀπὸ δαιμόνιο καὶ περιφερόταν στὰ βουνὰ γυμνός, παρουσιάζοντας ἕνα ἀξιολύπητο καὶ ἀποκρουστικὸ θέαμα. Ὅταν ὅμως συνερχόταν, κατέφευγε στὰ μοναστήρια γιὰ νὰ θεραπευθεῖ. Θεραπεία ὅμως στὸ πρόβλημά του δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ, μέχρι ποὺ τὸν ὁδήγησαν στὴν Ἁγία, ἡ ὁποία προσευχήθηκε στὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴ χάρη Του ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὴ δαιμονικὴ μάστιγα. Στὴ συνέχεια μὲ τὴν προτροπή της ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔζησε τὴν ὑπόλοιπη ζωή του μὲ μετάνοια καὶ ἄσκηση. Τὸ ἐπιτελεσθὲν αὐτὸ θαῦμα, ἀλλὰ καὶ ἄλλες ἰάσεις ἀσθενῶν ἀπὸ ψυχικὰ καὶ σωματικὰ νοσήματα ἔκαναν τὴν Ἁγία Φιλοθέη γνωστὴ σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἀθήνα καὶ πολλοὶ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ κατέφευγαν στὸ μοναστήρι της γιὰ νὰ καθοδηγηθοῦν πνευματικὰ καὶ νὰ στερεωθοῦν στὴν πίστη τους. Ὅμως ἡ ὁλοένα καὶ μεγαλύτερη συρροὴ κόσμου στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου παρεμπόδιζε τὴν ἥσυχη ἀσκητικὴ ζωὴ τῆς ἡγουμένης Φιλοθέης. Γι’ αὐτὸ καὶ συχνὰ κατέφευγε στὸ μετόχιο τῆς μονῆς ποὺ εἶχε ἱδρύσει στὰ Πατήσια, ὅπου ὁ ναὸς ἦταν καὶ ἐκεῖ ἀφιερωμένος στὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα τὸν Πρωτόκλητο. Στὸ μετόχιο τῶν Πατησίων ἐπιδιδόταν στὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ ἀσκήτευε μαζὶ μὲ τὶς μοναχές, οἱ ὁποῖες ἐγκαταβίωναν σ’ αὐτό. Στὸ ὄμορφο αὐτὸ μετόχιο, τὸ ὁποῖο εἶχε καταστεῖ ἕνα ἀληθινὸ κόσμημα γιὰ τὴν Ἀθήνα, ἀποφάσισε ἡ Φιλοθέη μαζὶ μὲ τὶς ὑπόλοιπες μοναχὲς νὰ τελέσουν ὁλονύχτια ἀγρυπνία τὴ νύχτα τῆς 2ης πρὸς τὴν 3η Ὀκτωβρίου τοῦ 1588 ἐπὶ τῇ μνήμῃ τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου ἱερομάρτυρος Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου. Ὅμως μέσα στὴν πνευματικὴ πανδαισία τῆς ὁλονύχτιας ἀκολουθίας, ὅπου ὁ οὐρανὸς εἶχε ἀνοίξει τὶς πύλες του καὶ οἱ μοναχὲς βρίσκονταν προσευχόμενες σὲ μία ἄλλη διάσταση, ἀκούσθηκε ξαφνικὰ ἕνας τρομακτικὸς θόρυβος, σὰν νὰ γινόταν σεισμός. Πέντε Τοῦρκοι εἶχαν πηδήξει ἀπὸ τὸν μαντρότοιχο τοῦ μετοχίου καὶ εἶχαν εἰσβάλει μέσα στὸ καθολικό. Ἀφοῦ ἅρπαξαν μὲ λυσσαλέα ὀργὴ τὴν Φιλοθέη, ἄρχισαν νὰ τὴν μαστιγώνουν ἀνελέητα καὶ μάλιστα μὲ τέτοια μανία, ὥστε ἀπὸ τὸν βασανισμὸ καὶ τὶς κακώσεις τὴν ἄφησαν σχεδὸν μισοπεθαμένη. Ἦταν μάλιστα τόσο μεγάλο τὸ μίσος τῶν Τούρκων γιὰ τὴν Ἁγία, ὥστε τὴν ἔβγαλαν μὲ ἄγριες διαθέσεις στὸ προαύλιο τοῦ ναοῦ καὶ τὴν ἔδεσαν σὲ μία κολώνα, ἡ ὁποία σώζεται μέχρι σήμερα. Στὴν κρίσιμη αὐτὴ στιγμὴ γιὰ τὴν ζωή της, ἡ Φιλοθέη εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ ποὺ τὴν ἀξίωσε νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸ πάντιμο ὄνομά Του. Οἱ ὑπόλοιπες μοναχὲς κατόρθωσαν καὶ ἔφυγαν, ἀλλὰ ὅταν ἐπέστρεψαν, βρῆκαν τὴν πολυαγαπημένη τους ἡγουμένη σὲ ἄθλια κατάσταση, ἀφοῦ ἦταν βαρύτατα τραυματισμένη. Τότε οἱ μοναχὲς ἀποφάσισαν γιὰ λόγους ἀσφαλείας νὰ τὴ μεταφέρουν στὸ μετόχιο τῆς Καλογρέζας, γνωστὸ καὶ ὡς «μετόχιο τοῦ Περσοῦ», γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἀναρρώσει, ἀλλὰ καὶ νὰ προστατευθεῖ ἀπὸ τὴ λυσσαλέα ὀργὴ τῶν Τούρκων. Στὸ μετόχιο τῆς Καλογρέζας ἔμεινε νοσηλευόμενη ἐπὶ πέντε μῆνες, ἀπὸ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1588 ἕως τὶς 19 Φεβρουαρίου τοῦ 1589, ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἡ «κυρὰ καὶ μαΐστρα τῶν Ἀθηνῶν» παρέδωσε τὴν πάναγνη ψυχή της στὸν Κύριο, τὸν Ὁποῖο μὲ τόσο ζῆλο διηκόνησε σὲ ὅλη της τὴν ἐπίγεια πορεία. Ἐνταφιάσθηκε στὸ μετόχιο τῆς Καλογρέζας καὶ μόλις μετὰ ἀπὸ εἴκοσι ἡμέρες εὐωδίαζε ὁ τόπος, στὸν ὁποῖο εἶχε ἐναποτεθεῖ τὸ ἱερὸ σῶμα της. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ἀνακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ της λειψάνου, ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα μετὰ ἀπὸ ἕνα ἔτος, ἀποδείχθηκε περίτρανα ἡ θεάρεστη βιοτή της, ἀφοῦ τὸ ἱερό της λείψανο βρέθηκε ἀκέραιο καὶ εὐωδιάζον πρὸς δόξαν τοῦ ὀνόματος τοῦ Παναγάθου καὶ Παντοδυνάμου Θεοῦ. Μετὰ τὴν ἀνακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ σκηνώματός της καὶ τὰ θαυμαστὰ καὶ παράδοξα γεγονότα ποὺ ἔλαβαν χώρα, ἀπαίτησαν οἱ Ἀθηναῖοι νὰ πάρουν τὸ ἄφθαρτο λείψανο καὶ νὰ τὸ μεταφέρουν στὴν Ἀθήνα πρὸς εὐλογία καὶ ἁγιασμὸ τῶν κατοίκων της. Ἡ ἀπαίτηση αὐτὴ τῶν Ἀθηναίων προκάλεσε ἀντιδράσεις, ἀλλὰ καὶ συγκρούσεις μὲ τοὺς κατοίκους τῶν περιοχῶν Ἀμαρουσίου καὶ Χαλανδρίου, ἀλλὰ τελικὰ τὸ λείψανο μεταφέρθηκε στὴν Ἀθήνα καὶ ἐναποτέθηκε στὸ δεξιὸ μέρος τοῦ Ἁγίου Βήματος τοῦ καθολικοῦ της μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, ὅπου βρίσκεται σήμερα τὸ Μέγαρο τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν. Μετὰ τὴν ἐρήμωση τῆς μονῆς τὸ εὐωδιάζον καὶ ἀκέραιο λείψανο τῆς Ἁγίας μεταφέρθηκε μαζὶ καὶ μὲ τὴν παλαιότερη σωζόμενη φορητὴ εἰκόνα της (1703) στὸν ναὸ τῆς Παναγίας Γοργοεπηκόου, ὁ ὁποῖος χρονολογεῖται ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 12ου αἰώνα καὶ τὸ 1862 μετονομάσθηκε σὲ Ἅγιος Ἐλευθέριος. Ἀργότερα τὸ ἱερὸ καὶ ἄφθαρτο σκήνωμα μεταφέρθηκε στὸν Καθεδρικὸ Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ Θεοτόκου Ἀθηνῶν, ὅπου καὶ φυλάσσεται μέχρι σήμερα.

Ἡ ἔνδοξος ὁσιομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἁγία Φιλοθέη τιμήθηκε λίγα μόλις χρόνια μετὰ τὴ μαρτυρικὴ τελείωσή της, τὸ δὲ πολύπτυχο καὶ θεάρεστο ἔργο της ἀναγνωρίσθηκε καὶ καταξιώθηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐπίσημη ἀνακήρυξή της ὡς Ἁγίας ἔγινε ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ματθαίου Β΄ (1595 -1600) ὕστερα ἀπὸ τὴ σχετικὴ ἀναφορὰ τοῦ Μητροπολίτου Ἀθηνῶν Νεοφύτου, τὴν ὁποία συνυπέγραψαν οἱ Μητροπολίτες Κορίνθου καὶ Θηβῶν μαζὶ καὶ μὲ τὸν ἱερὸ κλῆρο καὶ τοὺς προκρίτους τῶν Ἀθηνῶν. Στὴν ἀναφορὰ ζητοῦσαν τὴν ἐπίσημη ἀναγνώρισή της ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἀφοῦ πάμπολλα ἦταν τὰ θαύματα ἀπὸ τὸ εὐωδιάζον ἱερό της λείψανο. Τὸ 1775 ἐκδόθηκε στὴ Βενετία ὑπὸ Λεονάρδου ποτὲ Δημητρίου Καπετανάκη τοῦ ἐξ Ἀθηνῶν ἡ συνταχθεῖσα πρὸς τιμήν της Ἀκολουθία, ἔργο ἀγνώστου ὑμνογράφου, στὴν ὁποία παρατίθεται καὶ ὁ βίος της. Ἡ πανίερη μνήμη της τιμᾶται καὶ γεραίρεται στὶς 19 Φεβρουαρίου καὶ ἐτήσια λαμπρὰ πανήγυρη τελεῖται στὸν Ἱερὸ Καθεδρικὸ Ναὸ Ἀθηνῶν, ὅπου φυλάσσεται μέσα σὲ ἀσημένια λειψανοθήκη τὸ ἱερό της σκήνωμα, τὸ ὁποῖο καὶ λιτανεύεται μὲ τὴν πρέπουσα ἐκκλησιαστικὴ τάξη. Ἀλλὰ ἡ μνήμη της ἑορτάζεται πανηγυρικὰ καὶ στὸ ὄμορφο προάστιο τῆς Φιλοθέης, ὅπου σὲ μαγευτικὸ καταπράσινο λόφο εἶναι κτισμένος ὁ γραφικὸς ὁμώνυμος ἱερὸς ἐνοριακὸς ναὸς καὶ μάλιστα πλησίον τῆς ἐξόδου τῆς Κρύπτης τῆς Ἁγίας Φιλοθέης. Ἡ Κρύπτη αὐτὴ εἶναι μία σήραγγα διαφυγῆς, μία κτιστὴ ὑπόγεια δίοδος, ἡ ὁποία ἀρχίζει ἀπὸ τὸ μετόχιο τῆς Καλογρέζας καὶ καταλήγει στὸν λόφο, ὅπου ἔχει ἀνεγερθεῖ ὁ ἐπ’ ὀνόματι τῆς Ἀθηναίας Ἁγίας ἱερὸς ναὸς τῆς πολιούχου καὶ ἐφόρου τοῦ προαστίου τῆς Φιλοθέης. Σύμφωνα μάλιστα μὲ μία παράδοση ἡ Ἁγία Φιλοθέη ἐνταφιάσθηκε στὴν Κρύπτη τῆς Καλογρέζας. Ἄλλωστε ὁλόκληρη ἡ περιοχὴ τῆς Φιλοθέης ἀνῆκε στὴν Ἁγία καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα ἀπὸ αὐτή. Ἐνδεικτικὸ εἶναι ὅτι μέχρι τὸ 1936 ἡ περιοχὴ τῆς Φιλοθέης ὀνομαζόταν «Νέα Ἀλεξάνδρεια» καὶ ἀποτελοῦσε τὸν συνοικισμὸ τῶν ὑπαλλήλων τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης. Ὅμως τὸ 1934 κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐξόρυξης κοκκινόπετρας ποὺ προοριζόταν γιὰ τὸ χτίσιμο τῶν σπιτιῶν τῆς περιοχῆς, ἀνακαλύφθηκε ἡ Κρύπτη τῆς Ἁγίας Φιλοθέης, ἐντὸς τῆς ὁποίας ὑπῆρχε μικρὸ σπήλαιο μὲ μικρογραφία Ἁγίας Τραπέζης. Ἔτσι τὸ 1936 ἡ κοινότητα τῆς Νέας Ἀλεξάνδρειας μετονομάσθηκε σὲ Φιλοθέη. Ἀλλὰ καὶ ἡ γειτονικὴ περιοχὴ τοῦ Ψυχικοῦ ἔλαβε αὐτὴ τὴν ὀνομασία ἀπὸ ἕνα πηγάδι, τὸ ὁποῖο εἶχε ἀνοίξει ἡ Ἁγία Φιλοθέη λόγῳ τῆς ἔλλειψης νεροῦ. Χάρη σ’ αὐτὸ τὸ πηγάδι λύθηκε τὸ πρόβλημα, ἀφοῦ ἡ Ἁγία μ’ αὐτὴ τὴν πράξη της ἔκανε ἕνα «ψυχικό». Ἀλλὰ καὶ ἡ συνοικία τῆς Καλογρέζας τοῦ Δήμου Ν. Ἰωνίας ἔλαβε αὐτὴ τὴν ὀνομασία ἀπὸ τὴ λέξη «Καλογραία» ποὺ σημαίνει καλογριὰ καὶ ἀναφέρεται στὸ πρόσωπο τῆς Ἁγίας Φιλοθέης, ἡ ὁποία εἶχε ἱδρύσει στὴν περιοχὴ τὸ μετόχιο τῆς Καλογρέζας, στὸ ὁποῖο καὶ μεταφέρθηκε μετὰ τὸν βάναυσο τραυματισμό της, ὅπου καὶ ἐκοιμήθη στὶς 19 Φεβρουαρίου 1589. Ἡ Ἁγία Φιλοθέη τιμᾶται ἐπίσης στὴν Ἀττικὴ μὲ ὁμώνυμο παρεκκλήσιο στὴν περιοχὴ Διώνη Πικερμίου, καθὼς στὴν περιοχὴ τῆς Ἐκάλης μὲ ὁμώνυμη γυναικεία Ἱερὰ Μονή, ἡ ὁποία ἱδρύθηκε τὸ 1960 ἀπὸ τὸ ἀοίδιμο Ἀρχιμανδρίτη π. Κοσμᾶ Καράμπελα (1915 -… +20 Ἰουνίου 2003). Στὸν χῶρο τῆς Μονῆς ἱδρύθηκε τὸ 1963 Οἰκοτροφεῖο Θηλέων ὑπὸ τὴν ἐπωνυμία «Ἁγία Τριάς», ὅπου φιλοξενοῦνται νέες προεφηβικῆς καὶ ἐφηβικῆς ἡλικίας. Ἐνοριακὸς ναὸς ἐπ’ ὀνόματι τῆς Ἁγίας Φιλοθέης ὑπάρχει ἐπίσης στὸν Πύργο Ἠλείας, ὅπου δίπλα λειτουργεῖ καὶ τὸ Οἰκοτροφεῖο – Ὀρφανοτροφεῖο Θηλέων «Ἡ Ἁγία Φιλοθέη», ἐνῶ στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας εἶναι ἀφιερωμένα παρεκκλήσια στοὺς ἱεροὺς ναοὺς Ἁγίας Αἰκατερίνης πόλεως Ἄργους καὶ Ἁγίου Κωνσταντίνου στὸ χωριὸ Χαλκιάδες Ἄρτας.

Ἡ «θεαρέστως βιώσασα καὶ ἐν κακουχίαις τελευτήσασα» στὶς 19 Φεβρουαρίου 1589 ἔνδοξος ὁσιομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἁγία Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία ἀναδείχθηκε στοὺς δύσκολους καὶ σκοτεινοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας «τῶν διωκομένων τὸ ἀσφαλὲς καταφύγιον» καὶ «τῶν αἰχμαλώτων νεανίδων ἡ ἀναρρυσις», ἀφοῦ τὸ περιώνυμο μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου κατέστη τηλαυγέστατος φάρος ἐλπίδος καὶ παραμυθίας καὶ πνευματικὴ ἑστία ποὺ ἀκτινοβολοῦσε φῶς Χριστοῦ καὶ Ρωμιοσύνη. Ἵδρυσε τὸ πρῶτο σχολεῖο θηλέων στὴν νεώτερη ἱστορία τῆς Ἑλλάδος καὶ ἀναδείχθηκε «ἄνθος εὐῶδες καὶ φῶς ἱλαρὸν ἐν τῷ βαρεῖ τῆς δουλείας χειμῶνι ἐν ταῖς κλειναῖς Ἀθήναις», διδάσκοντας καὶ παραδειγματίζοντας μὲ τὴν ἐνάρετη πολιτεία της, ἀφοῦ ἡ ἴδια κατέστη «παράδεισος ἀρετῆς καὶ σεμνότητος». Ἂς ἐπικαλεσθοῦμε λοιπὸν τὶς πρεσβεῖες της καὶ στοὺς σημερινοὺς χαλεποὺς καιρούς μας, ὥστε νὰ ἀντισταθοῦμε στὴν ὁλοένα καὶ αὐξανόμενη πνευματικὴ ἀλλοτρίωση, ἀλλὰ καὶ νὰ κρατήσουμε σταθερὴ τὴν πίστη μας καὶ τὰ ὑψηλὰ ἰδανικὰ τοῦ ἑλληνορθοδόξου Γένους μας.

----------------------------------------------

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.