Σελίδες

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

"Μια μεγάλη άσκηση του π. Ζωσιμά έγινε η αιτία να σπάσει ο όγκος που είχε στους πνεύμονες κάνοντας υπακοή στου γέροντα του Σίμωνα Αρβανίτη"


Μια μεγάλη άσκηση του π. Ζωσιμά έγινε η αιτία να σπάσει ο όγκος που είχε στους πνεύμονες κάνοντας υπακοή στο γέροντά του Σίμωνα Αρβανίτη.


O π. Ζωσιμάς πάντα θαύμαζε την μεγάλη αγιότητα του π. Σίμωνα και την μεγάλη διάκρισή του. Μάλιστα μας διηγόταν μια μεγάλη άσκηση που του επέβαλε με διάκριση κόντρα στα ιατρικά δεδομένα και είχε ως αποτέλεσμα να σπάσει ο όγκος πού είχε στους πνεύμονές του και να ανοίξει συρίγγιο και να φύγει το πύον που βρισκόταν μέσα του:

- Στην αρχή που βρισκόταν ο Γέροντας στον ανιψιό του στο Παλαιό Ηράκλειο Αθηνών και εγώ ήμουν ακόμα στο Μοναστήρι, σταμάτησα τις εργασίες που έκανα στην Μονή, γιατί είχαν αναλάβει άλλοι και περίμενα από τον Γέροντα να μου πει τι να κάνω. Μάλιστα εκείνη την εποχή δεν ήτανε και η υγεία μου καλά και από το άλλο μέρος σκόπευα να πάω κοντά στον Γέροντα για να είμαι μαζί του.

Ο Γέροντας, πριν αρρωστήσει, όταν ήταν ακόμη στο Μοναστήρι, μου έλεγε: «παιδί μου δεν θα πάς ποτέ σε γιατρό ούτε θα βγάλεις ή θα βάλεις δόντια. Όταν θα βγάζεις δόντι, θα το κάνεις μπρος, πίσω κάθε μέρα και θα ξεκολλήσει». Μου είχε πει αρκετές φορές ότι το πρώτο σώμα του ανθρώπου, όταν κάνει άσκηση λειώνει σαν κερί. Όταν όμως θα αρχίσει να τρώει, το νέο σώμα που θα βάλει δεν χάνεται, μόνο στραγγάνε τα υγρά του και μένει το κρέας. Με προετοίμαζε με αυτά τα λόγια, γιατί, όταν θα ερχόταν η ώρα να περάσω από την άσκηση, να θυμάμαι τα λόγια του και να μην φοβάμαι.

Σε μια επίσκεψή μου στον Γέροντα που ήταν στον ανιψιό του κατά την διάρκεια της εξομολόγησής μου του λέω:
- Γέροντα βλέπω την υγεία μου ότι δεν είμαι καθόλου καλά.
- Το ξέρω, μου είπε, γι` αυτό θα κάνεις ότι σου πω. Σε δύο ήμερες θα αρχίσει η νηστεία των Χριστουγέννων. Θα κάνεις μια αυστηρή νηστεία. Σαράντα μέρες θα τρως μόνο ένα παξιμάδι κρίθινο μετά τις τρεις το απόγευμα, θα κάνεις ενάτη. Θα κάνεις τα Μοναχικά σου καθήκοντα, θα μελετάς τα πατερικά βιβλία και θα μένεις συνέχεια στο καλύβι σου.
- Νά 'ναι ευλογημένο του είπα.

Με την βοήθεια του Θεού και του Γέροντος τις προσευχές έκανα αυτή την άσκηση. Την παραμονή των Χριστουγέννων κατέβηκα στον Γέροντα να μου πει τι θα κάνω στο εξής. Και μου είπε:
- Τώρα που τελειώνει η νηστεία, πρόσεξε, θα κοινωνήσεις τα Χριστούγεννα αλλά δεν θα αρτυθείς καθόλου και θα συνεχίσεις την νηστεία που κάνεις μέχρι το Σάββατο της Τυροφάγου, με ένα παξιμάδι την ημέρα, όπως έκανες. Μετά θα έλθεις εδώ και θα σου πω τι θα κάνεις.

Εγώ, όταν το άκουσα αυτό, πάγωσα από τον φόβο μου, γιατί είχα δέκα μέρες που σκεφτόμουνα πότε θα έλθουν τα Χριστούγεννα για να φάω κάτι. Ο σατανάς μου θύμιζε όλο το φαγητό. Μου έλεγε ο λογισμός: «Πέστο στον Γέροντα να φας μόνο τις πρώτες ημέρες και μετά αρχίζεις νηστεία». Με την βοήθεια του Θεού και τις προσευχές του Γέροντα δεν έκανα το θέλημα του σατανά. Είπα: «νά 'ναι ευλογημένο Γέροντά μου θα συνεχίσω την νηστεία».

Πήρα την ευχή του και έφυγα για το Μοναστήρι. Ο μεγάλος πειρασμός ήταν τις ημέρες των Χριστουγέννων. Ερχόταν κόσμος για να με δει στο καλύβι μου και ορισμένοι έρχονταν γεμάτοι φαγητά, κρέας, γλυκά, διάφορα, και τους έλεγα, πάρτε τα από εδώ να τα πάτε στο Μοναστήρι και ότι φέρνεται για μένα να τα πηγαίνετε εκεί. Έτσι τα έδιωχνα με αυτό τον τρόπο για να γλυτώνω από τις μυρωδιές.

Πέρασαν οι γιορτές, οι Απόκριες και ήλθε και η Τυρινή. Πηγαίνω το Σάββατο της Τυρινής κάτω στον Γέροντα, όπως μου είπε, για να εξομολογηθώ και να μου πει τι να κάνω την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, πώς θα νηστέψω. Είχα αδυνατίσει πάρα πολύ.

Εκείνη την ώρα, που πήγα, ο Γέροντας ήταν μόνος του, καθιστός στην πολυθρόνα. Πλησιάζω κοντά, γονατίζω και με χαμηλή την φωνή που είχα, δεν μπορούσα να μιλήσω δυνατά, ασπάστηκα το χέρι του και είπα: «Την ευχή σου Γέροντα, είμαι ο υποτακτικός σου Ζωσιμάς Μοναχός και ήλθα, όπως είχαμε πει, να έλθω αυτή την ημέρα να εξομολογηθώ και να μου πεις τι θα κάνω τώρα που έρχεται η Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Έκανα την νηστεία, όπως μου είπες».

Αφού εξομολογήθηκα και μου διάβασε την ευχή μου είπε:
- Άκουσε παιδί μου από τώρα τί θα κάνεις. Δεν θα φας τίποτα αρτύσιμο σήμερα και αύριο Κυριακή μόνο το παξιμάδι στην ώρα σου και από την Δευτέρα θα κάνεις το τριήμερο ούτε ψωμί ούτε νερό. Θα πάρεις μέσα στο καλύβι σου ένα μπετόνι νερό από την βρύση, σαράντα επτά παξιμάδια και πολλά χαρτιά χαρτοπετσέτες, γιατί θα σου χρειαστούν. Θα πάρεις όλους τούς τόμους του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και θα κλειστείς μέσα σαράντα εννέα ήμερες. Όποιος έρχεται και χτυπάει την πόρτα σου, δεν θα ανοίγεις σε κανένα, θα βάλεις σανίδια κάτω στο τσιμέντο και δύο κουβέρτες επάνω και θα κοιμάσαι κάτω.

Του ζήτησα να σκεπάζομαι με μια φλοκάτη βελέτζα χωριάτικη που είχα.
- Μου είπε, με αυτή θα σκεπάζεσαι. Μέσα στο καλύβι, πού θα είσαι, θα κάνεις τα μοναχικά σου καθήκοντα κάθε νύχτα στις 12 η ώρα. Θα κάνεις εβδομήντα (70) κομποσκοίνια κατοστάρια, εκατόν είκοσι (120) μετάνοιες μεγάλες στρωτές και δώδεκα (12) κομποσκοίνια κατοστάρια μικρές μετάνοιες με τον σταυρό και με το ένα χέρι να το ακουμπάς κάτω και εβδομήντα (70) κομποσκοίνια θα κάνεις όρθιος με τον σταυρό. Θα διαβάζεις κατόπιν Μεσονυκτικό και όλα τα ψαλτήρια, τους τόμους του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Θα τους έχεις τελειώσει όλους μέχρι την παραμονή του Πάσχα. Θα διαβάζεις επίσης τον βίο του Αγίου της ημέρας, την Καινή Διαθήκη θα την τελειώνεις σε εννέα (9) ήμερες. Θα διαβάζεις μόνο κείμενο. Όταν κάθεσαι κάτω και θα θέλεις να σηκωθείς, δεν θα σηκώνεσαι με δύναμη, θα σηκώνεσαι σιγά-σιγά, όχι απότομα, γιατί είναι αδύνατος ο οργανισμός σου και, εάν δεν το προσέξεις αυτό, με μια απότομη κίνηση θα πάθεις. 
- Νά 'ναι ευλογημένο είπα.

Τον παρακάλεσα να προσευχηθεί για μένα να τελειώσω καλά το στάδιο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ζήτησα την ευχή του. Μου ευχήθηκε και έφυγα για το Μοναστήρι. Έκανα όλα αυτά που μου είπε να πάρω στο καλύβι μου το νερό, τα παξιμάδια, χαρτοπετσέτες, κλπ. και από την Κυριακή το απόγευμα είχα κλειστεί μέσα.

Εκείνη την χρονιά είχε μεγάλη βαρυχειμωνιά. Έπεσαν πολλά χιόνια, είχε πολύ κρύο. Το σώμα μου είχε πολύ αδυνατίσει. Θυμάμαι εκείνες τις ημέρες ήταν η γιορτή του Αγίου Κυρίλου του Φιλεώτου. Ο βίος του είναι θαυμαστός και μεγάλος. Μέσα αναφέρει: «Αλλοίμονο σε εκείνον τον άνθρωπο ποιεί και τα δύο μαζί, την νηστεία και το κρύο θα υποφέρει πολύ, διότι το σώμα πού δεν τρώει, θα κρυώνει πολύ». Όπως το διάβαζα, συμφωνούσα μαζί του και είπα από μέσα μου έχεις δίκιο Άγιέ μου εσύ τα έζησες όλα αυτά και τα ξέρεις.

Από την Κυριακή το βράδυ που άρχισε ο αγώνας, άρχισαν και οι πειρασμοί. Την πρώτη εβδομάδα με τάραξαν οι λογισμοί. Περνούσαν από το κεφάλι μου διάφορα για να με ζαλίσουν να μην κάνω καλά τα καθήκοντά μου και για να βγω έξω. Συναντούσα κάποια δυσκολία. Παρακαλούσα τον Γέροντά μου να με βοηθήσει και, μόλις φώναζα το όνομά του, ελευθερωνόμουν. Όταν ξάπλωνα κάτω λίγο να ξεκουραστώ, με πλάκωνε από πάνω ο σατανάς για να με σκάσει. Με πίεζε με δύναμη στο στήθος και μόλις επικαλούμουν το όνομα της Θεοτόκου και του Γέροντά μου, έφευγε σαν αστραπή από την πόρτα και άκουγα να χτυπάει «ντούκ». Από την Παρασκευή το βράδυ της πρώτης εβδομάδας με είχαν τρελάνει οι λογισμοί. Μου έλεγαν συνεχώς:
- Ο Γέροντάς σου πέθανε και συ κάθεσαι ακόμη εδώ μέσα. Μόλις ξημερώσει να βγεις έξω, να κατέβεις κάτω για να προλάβεις την κηδεία του.

Ο σατανάς βρήκε αυτό που ήθελε, γιατί ήξερε, πως τώρα που δοκιμάζονταν σκληρά ο Γέροντας, ανησυχούσα που δεν είμαι κοντά του και θα ήθελα να ήμουν δίπλα του για να τον βοηθάω τώρα που είχε ανάγκη. Ο λογισμός μου έλεγε:
- Ο Γέροντας ήξερε ότι θα φύγει και γι` αυτό σε έβαλε εδώ μέσα στο καλύβι για να μην είσαι την ώρα εκείνη κοντά του και στεναχωρηθείς.

Εγώ το πίστευα και ήμουν σε αγώνα πότε θα ξημερώσει να ανοίξω την πόρτα να κατέβω κάτω και να προλάβω την κηδεία του. Πίστεψα τον λογισμό μου και παράκουσα την εντολή του Γέροντα. Από βραδύς, δεν έκανα τα εβδομήντα (70) κομποσκοίνια, όλα τα άλλα τα είχα κάνει. Μόλις ξημέρωσε, ανοίγω την πόρτα και πήγα κάτω στο σπίτι όπου έμενε.

Ήταν όλα ήσυχα απέξω, δεν φαινόταν κανένας, με «γάζωνε» ο λογισμός μου ακόμη:
- -Βλέπεις δεν σου είπα ψέματα ότι πέθανε. Δεν είναι κανένας εδώ. Έχουν φύγει όλοι, τον πήγαν στο Μοναστήρι επάνω και τον έθαψαν.

Πηγαίνω επάνω στο δωμάτιο που έμενε, ανοίγω την πόρτα και τον βλέπω να είναι σηκωμένος και να κάθεται στην πολυθρόνα. Μόλις είδα ότι ζει, χάρηκα βέβαια, άλλα πληγώθηκα τόσο, πού βγήκα μέσα από το καλύβι μου και έκανα παρακοή στον Γέροντα πού μου είχε πει, να πάω να τον δω την παραμονή του Πάσχα και τότε να βγω έξω.

Έπεσα στα πόδια του, εξομολογήθηκα όλους τους λογισμούς μου. Του είπα την παγίδα που μου έκανε ο σατανάς και του ζήτησα συγγνώμη για την παρακοή πού έκανα.

Ο Γέροντας, αφού άκουσε όλα αυτά και με είδε στεναχωρημένο, μου είπε: «Δεν έπρεπε να ακούσεις τους λογισμούς σου και να βγεις έξω. Τώρα κάθισε να ξεκουραστείς και στις δύο η ώρα φεύγεις».

Γύρισα στο Μοναστήρι στις 3, το μεσημέρι. Δεν είχα βάλει τίποτα στο στόμα μου. Μόλις μπήκα στο καλύβι μου, είπα αποφασιστικά πως ότι και να σκαρώσει ο σατανάς, δεν θα ξαναβγώ έξω και κλειδώθηκα μέσα. Μόλις πήρα το κομποσκοίνι στο χέρι μου να κάνω τα εβδομήντα (70) κομποσκοίνια πού είχα αφήσει από τον κανόνα μου, ό σατανάς εκείνη την στιγμή με χτύπησε στα νεύρα μου και παρέλυσα, δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος και σωριάστηκα κάτω. Μου ερχόταν ύπνος βαθύς. Μου λέει ό λογισμός: «Μην κάνεις τίποτα τώρα, είσαι κουρασμένος και νηστικός και πρέπει να κοιμηθείς λιγάκι, να ξεκουραστείς να αποκτήσεις δυνάμεις και μετά να κάνεις τον κανόνα σου με όρεξη».

Τον πίστεψα, γιατί είδα ότι δεν είχα δυνάμεις και ετοιμάστηκα να ξαπλώσω. Ο καλός Θεός όμως και οι προσευχές του Γέροντά μου δεν άφησαν τον σατανά να γίνει το θέλημά του. Ακούω δυνατά μέσα στο καλύβι μου μπροστά μου το τροπάριο της Μεγάλης Εβδομάδας «Ιδού ό νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός και μακάριος ο δούλος ον ευρήσει γρηγορούντα ανάξιος δε πάλι ον ευρήσει ραθυμούντα· βλέπε ουν ψυχή μου μη τω ύπνω κατενεχθής ίνα μη τω θανάτω παραδοθής και της Βασιλείας έξω κλεισθής αλλά ανάνηψον κράζουσα· Άγιος, Άγιος, Άγιος ει ο Θεός, διά της Θεοτόκου ελέησον ημάς». Πετάχτηκα όρθιος. Εκείνη την στιγμή πέρασε ένα ρεύμα απ' όλο μου το σώμα δροσερό και ίδρωσα λίγο, μετά από αυτό απέκτησα πολύ δύναμη και άρχισα να κάνω τον κανόνα μου με το κομποσκοίνι το «Κύριε, Ιησού, Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με». Αφού τελείωσα τα κομποσκοίνια, στο τελευταίο κομποσκοίνι που θα έλεγα το «Κύριε, Ιησού, Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με» «πιάνει» το μυαλό μου την ευχή μέσα στο κεφάλι μου και την άκουγα δυνατά.

Την δεύτερη εβδομάδα έκανε πολύ κρύο. Έσπασε ο όγκος του καρκίνου πού είχα μέσα μου και άρχισε να τρέχει από το στόμα πολύ πύον βρωμερό, πού μύριζε σαν σκύλο ψόφιο. Στην αρχή έτρεχε πολύ, τόσο πού δεν προλάβαινα να σκουπίζομαι. Όταν έπεφτε στο ράσο επάνω μου, πού φορούσα, το έκαιγε σαν χλωρίνη. Όσα ζωστικά είχα, αχρηστεύτηκαν. Το πύον έτρεχε σαν ποτάμι. Θυμήθηκα τον Γέροντα που μου είπε: «Να πάρεις πολλά χαρτιά, χαρτοπετσέτες στο καλύβι σου, γιατί θα σου χρειαστούν». Ήξερε ό Γέροντας τί θα μου συνέβαινε για να έχω να σκουπίζομαι.

Πριν σπάσει ο όγκος και αρχίσει να τρέχει το συρίγγιο είδα κάτι σαν όνειρο, όραμα, ότι κάποιος μου έδωσε και έφαγα ένα κομμάτι άσπρο βαμβάκι. Αργότερα κατάλαβα πώς το βαμβάκι αυτό, που έφαγα προστάτευσε, όλα τα άλλα ζωτικά μου όργανα και παρότι έβγαζα πάρα πολύ πύον από μέσα μου δεν έπαθα τίποτα.

Αυτή την στιγμή που διηγούμαι αυτά, συγκινούμαι και σκέφτομαι πόσο καλό και Άγιο Γέροντα είχαμε. Αν θα πήγαινα στο γιατρό, θα μου έλεγε, να τρώω από όλα τα φαγητά, γιατί είχα σαπίσει όλος από μέσα μου. Ο Γέροντας όμως έκανε το αντίθετο από αυτό πού θα έλεγε ο γιατρός. Μου επέβαλε να κάνω αυστηρή νηστεία και να κάθομαι μέσα σε ένα καλύβι χωρίς θέρμανση. Το έκανε αυτό για να αδυνατίσει πολύ το σώμα μου και με το κρύο να σπάσει ο όγκος του καρκίνου που είχα μέσα μου, να ανοίξει συρίγγιο και να τρέξει όλο το σάπιο πύον που υπήρχε μέσα, από το στόμα, να καθαρίσει και να γίνω καλά.

Έτσι έγινε γιατρός. Ποιος γιατρός θα το έκανε αυτό; Για να γίνει αυτό το μεγάλο θαύμα πρέπει να ξέρουμε ότι ο Γέροντας το έκανε με την δύναμη του Θεού, γιατί είχε πάντα το Θεό μέσα του και ότι του έλεγε, έκανε.

Την πρώτη ημέρα από την βρώμα την πολύ δεν μπορούσα ούτε το παξιμάδι μου να φάω. Το καλύβι μου είχε τρία παράθυρα μικρά και αερίζονταν από παντού. Εάν δεν αεριζόταν, θα είχα πεθάνει από ασφυξία. Θα πέθαινα από δυσοσμία. Θυμόμουν τα λόγια του Γέροντα που με προετοίμαζε. Μου έλεγε:
- Το πρώτο σώμα του ανθρώπου, που κάνει άσκηση, λειώνει σαν κερί. Όταν φύγει αυτό το σώμα και καθαρίσει καλά, μετά πού θα φας και βάλεις καινούργιο σώμα, όση νηστεία και να κάνεις, δεν θα αδυνατίζεις τόσο πολύ, θα στραγγάνε μόνο τα υγρά και θα μένει το κρέας.

Τα θυμόμουν όλα αυτά τα λόγια του Αγίου Γέροντά μου και δεν φοβόμουν που αδυνάτισα πάρα πολύ. Ήξερα πώς όλα αυτά, πού μου είπε να κάνω, ήταν για το καλό μου.

Από την άλλη ημέρα έτρεχε το πύον ένα φλιτζάνι καφέ. Έγινε συρίγγιο και έτρεχε χρόνια αλλά δε με πείραξε και ούτε με πονούσε. Γι' αυτό μου είχε πει να μην πηγαίνω στον γιατρό ποτέ, γιατί, αν είχα πάει, θα ήμουν πεθαμένος τώρα που σας μιλώ. Ήθελε να με θεραπεύσει αυτός για να βλέπουν και οι γιατροί και όλος ο κόσμος την πίστη των Αγίων Πατέρων, να πιστέψουν στην θρησκεία μας να κάνουν καθαρή ζωή, να εξομολογούνται, να πηγαίνουν στην εκκλησία και να κοινωνούν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού και όσες αρρώστιες και αν έχουν, θα γίνονται καλά.

Η εκκλησία μας θαυματουργεί, έλεγε ό Γέροντάς μας, όταν κάνουμε καθαρή ζωή και έχουμε αληθινή μετάνοια. Επίσης μου έλεγε:
- Παιδί μου, να μην φοβάσαι, όταν είσαι άρρωστος. Εμείς πρέπει να έχουμε δοκιμασία. Όταν θα αρρωστήσεις βαριά για θάνατο, μόλις κάνεις προσευχή στον Θεό, θα σε ακούει αμέσως και θα σε κάνει καλά.

Μια ημέρα είχε ρίξει πολύ χιόνι, ένα μέτρο, και το σώμα μου είχε αδυνατίσει πιο πολύ, κρύωνα πολύ. Άρχισα να κλείνω τις χαραμάδες από τα παράθυρα και την πόρτα για να μην μπαίνει ο αέρας και κρυώνω. Αφού έκλεισα όλες τις χαραμάδες από παντού και δεν έμπαινε ο αέρας, την άλλη μέρα άρχισαν να με πονούν τα πόδια μου και σιγά-σιγά όλο μου το σώμα και δεν μπορούσα να σταθώ πουθενά. Εκεί που ανησυχούσα και δεν ήξερα τι να κάνω, ακούω την φωνή του Γέροντα μέσα στο καλύβι μου δυνατά να μου λέει:
- Βγάλε γρήγορα τα πανιά που έβαλες στις χαραμάδες στα παράθυρα και στην πόρτα για να αεριστεί το καλύβι σου και να φύγει η υγρασία. Θα αρρωστήσεις και δεν θα μπορέσεις να σταθείς μέσα.

Αμέσως εγώ μετά από την φωνή του Γέροντα, σηκώθηκα τα πέταξα όλα και άρχισε το καλύβι μου να αερίζεται και μέχρι το βράδυ μου είχαν φύγει οι πόνοι από το σώμα μου.

Πόσες επιθέσεις δεν είχα από τον σατανά; Με πλάκωνε και πολλές φορές ήμουν σχεδόν όλο το 24ωρο άγρυπνος, δεν με έπιανε καθόλου ο ύπνος. Όταν σηκωνόμουν να κάνω τα καθήκοντά μου, αισθανόμουν πολύ κουρασμένος, γιατί είχα αδυνατίσει πολύ. Στηριζόμουν να κάνω την ακολουθία και άκουγα τους δαίμονες να με κοροϊδεύουν και να γελούν μαζί μου για να έρθω σε απόγνωση.

Μέχρι την Μεγάλη Εβδομάδα είχε μείνει μόνο ο σκελετός, όπως βλέπουμε έναν πεθαμένο πούχει λειώσει το σώμα του. Δεν μπορούσα να σταθώ πουθενά, μια εβδομάδα μαρτύρησα. Ξαπλωμένος με πονούσε η ραχοκοκαλιά μου, ούτε όρθιος δεν μπορούσα να σταθώ. Όλα με πονούσαν. Έτσι πέρασε η Μεγάλη Εβδομάδα με μεγάλο μαρτύριο.

Όταν θυμόμουν τον Κύριο τις ημέρες των Παθών τι πέρασε, ήμουν και εγώ χαρούμενος που έπασχα μαζί Του και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός με δυνάμωνε να τον ακολουθώ. Δεν κατάλαβα πότε ήλθε το Μέγα Σάββατο. Ήμουν όλος χαρά. Είχα από τα χαράματα τελειώσει τα καθήκοντά μου και η σκέψη ότι θα πάω στον Γέροντά μου να πάρω την ευχή του και να γιορτάσω μαζί του την Ανάσταση με γέμιζε χαρά. Όπως σηκώθηκα όρθιος, το ράσο, που φορούσα, ήταν άδειο και το έπαιρνε ο αέρας και αυτό μου έκανε εντύπωση.

Έψαχνα να βρω το σώμα μου. Δεν μπορούσα να περπατήσω γρήγορα, πήγαινα πολύ σιγά. Το πρωί που ήλθε ο κύριος Παντελής με το αυτοκίνητο για να με κατεβάσει στον Γέροντα, υπέφερα πολύ. Είχα βάλει και ένα μαξιλάρι επάνω στο κάθισμα για να είναι μαλακά και πάλι με το κούνημα, που έκανε το αυτοκίνητο, έτριζαν τα κόκκαλα μου.

Θυμάμαι, όταν βγήκα από το καλύβι μου, ήξεραν ο κόσμος ότι θα βγω και είχαν μαζευτεί κάποιες γυναίκες έξω από το κελί του Γέροντα και όταν με είδε η κυρία Μαρίτσα, η μαγείρισσα από τα Μελίσσια, φοβήθηκε και έβγαλε μια κραυγή φόβου πολύ δυνατή.

Πήγα στον Γέροντα, εξομολογήθηκα και αφού κάθισα λίγο να ξεκουραστώ μου είπε: «Πήγαινε τώρα στο Μοναστήρι να ξεκουραστείς και το βράδυ στην Ανάσταση θα κοινωνήσεις. Θα προσέχεις καλά, να φας λίγο στην αρχή και κατά διαστήματα».

Όταν έφυγα από τον Γέροντα μετά την εξομολόγηση, ήμουν πολύ ελαφρύς και χαρούμενος και δεν πονούσα καθόλου. Το βράδυ πήγα στην Ανάσταση, λειτουργήθηκα και κοινώνησα. Μετά την εκκλησία έφεραν στο καλύβι από όλα τα αγαθά για να φάω. Δοκίμασα λίγο αλλά μου φαίνονταν όλα χωρίς γεύση και με το ζόρι έπαιρνα από λίγο για να συνηθίσω το φαγητό. Για να επανέλθει η γεύση μου πέρασε μια εβδομάδα.

Μετά από 3-4 μήνες έφυγα από το Μοναστήρι και πήγα και έμεινα μαζί με τον Γέροντα. Όταν ήλθε η όρεξή μου και άρχισα να τρώω, δεν σταματούσα καθόμουν και έτρωγα όλη την ημέρα. Φοβήθηκα μήπως μου γίνει πάθος και το είπα στον Γέροντα.
- Πρόσεξε τώρα μου είπε, έπρεπε να γίνει αυτό, γιατί ήσουν πολύ αδύνατος και ζεις μέσα στον κόσμο. Τώρα θα αρχίσεις πάλι την νηστεία σου. Θα τρως ένα παξιμάδι την ημέρα στις τρεις η ώρα το απόγευμα. Το Σάββατο και την Κυριακή θα τρως φαγητό με λάδι δύο φορές την ημέρα καλά. Ενδιάμεσα την εβδομάδα, αν είναι καμιά μεγάλη γιορτή, θα καταλύεις το λάδι δύο φορές την ημέρα.

Μετά από ένα μήνα μου άλλαξε το πρόγραμμα και μου είπε:
- Τώρα θα τρως φαγητό αλάδωτο μία φορά την ημέρα και το Σαββατοκύριακο θα καταλύεις από όλα και κρέας ακόμη δύο φορές την ημέρα.

Όταν ήρθε η Μεγάλη Τεσσαρακοστή μου είπε:
- Τώρα θα μένεις μέσα στο δωμάτιό σου. Δεν θα βγαίνεις έξω καθόλου και θα τρως ένα παξιμάδι κρίθινο με νερό μετά τις τρεις η ώρα το απόγευμα κάθε μέρα, αφού κάνεις πρώτα το τριήμερο χωρίς παξιμάδι και νερό.

Την πρώτη εβδομάδα έκανα κάτι δικό μου μια μεγάλη παρακοή. Επί δέκα οχτώ ήμερες ούτε έτρωγα ούτε έπινα νερό. Ήθελε ο σατανάς να με ξεκάνει, όπως και έγινε, αρρώστησα βαριά. Ο Γέροντας το κατάλαβε και έβαλε την γυναίκα του ανιψιού του, την κυρία Βέτα, και μαγείρεψε ένα κατσαρολάκι φαγητό αλάδωτο και της είπε:
- Θα το πας αυτό το φαγητό στον πατέρα Ζωσιμά. Να του πεις να σου ανοίξει κατ' εντολή του Γέροντα και αυτό το φαγητό να το φας όλο. Αφού το φας, να έρθεις επάνω.

Μόλις το έφαγα, απέκτησα δυνάμεις και έγινα καλά. Πηγαίνω στον Γέροντα, γονατίζω μπροστά του και του είπα:
- Συγχώρεσέ με Γέροντά μου για την παρακοή που έκανα.
- Πρόσεξε παιδί μου, άλλη φορά να μην κάνεις κάτι δικό σου, γιατί είναι παρακοή. Τώρα κάθισε λίγο κοντά μου και μετά φεύγεις και να προσέχεις μέχρι το Μεγάλο Σάββατο να μην χαλάς την τάξη. Να παίρνεις ένα παξιμάδι την ημέρα, όπως είχαμε πει και νερό.
Με την βοήθεια του Γέροντος τελείωσε η άσκηση, πήγα στον Γέροντα εξομολογήθηκα και μου είπε να κοινωνήσω την Ανάσταση.

--------------------------------------------------------------------
πηγή: Ζωσιμάς Μοναχός (1937-2010). Υποτακτικός του Ιερομονάχου Σίμωνος Αρβανίτη. Εκδ. "Η Μελέτη".

πηγή ηλεκτρ. κειμένου: apantaortodoxias.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.