Σελίδες

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012

Κατά Ματθαίον - Κεφάλαιο 20


(Νικόλαος Σωτηρόπουλος)

Η παραβολή των εργατών του αμπελώνος
20 «Διότι η βασιλεία των ουρανών μοιάζει με νοικοκύρη, που μόλις ξημέρωσε βγήκε να προσλάβη με μισθό εργάτες για τ' αμπέλι του. 2 Και αφού συμφώνησε με τους εργάτες να τους πληρώνη ένα δηνάριο ημερομίσθιο, τους έστειλε στ' αμπέλι του. 3. Και όταν βγήκε γύρω στις εννιά το πρωί, είδε άλλους να είναι άνεργοι στην αγορά. 4 Και σ' εκείνους είπε: "Πηγαίνετε και σεις στο αμπέλι, και ό,τι θα είναι δίκαιο, θα σας δώσω". 5 Και αυτοί πήγαν. Πάλι βγήκε γύρω στις δώδεκα και στις τρεις το απόγευμα και έκανε το ίδιο. 

6 Γύρω δε στις πέντε το απόγευμα βγήκε και βρήκε άλλους να είναι άνεργοι και τους λέγει: "Γιατί είσθε εδώ όλη την ημέρα άνεργοι;". 7 Του λέγουν: "Διότι κανείς δεν μας προσέλαβε για εργασία". Τους λέγει: "Πηγαίνετε και σεις στο αμπέλι, και ό,τι θα είναι δίκαιο, θα λάβετε". 8 Όταν δε βράδυασε, λέγει ο ιδιοκτήτης του αμπελιού στο διαχειριστή του: "Κάλεσε τους εργάτες και πλήρωσέ τους το μισθό, αρχίζοντας από τους τελευταίους μέχρι τους πρώτους". 9 Όταν δε ήλθαν εκείνοι, που έπιασαν εργασία γύρω στις πέντε το απόγευμα, έλαβαν ο καθένας από ένα δηνάριο. 10 Και όταν ήλθαν οι πρώτοι, νόμισαν, ότι θα πάρουν περισσότερα, αλλά έλαβαν και αυτοί από ένα δηνάριο. 11 Και όταν το έλαβαν, σχολίασαν το νοικοκύρη 12 λέγοντας: "Αυτοί οι τελευταίοι εργάσθηκαν μία ώρα, και όμως τους εξίσωσες με μας, που βαστάξαμε το βάρος της ημέρας και τον καύσωνα". 13 Αυτός δε αποκρίθηκε και είπε σ' ένα απ' αυτούς: "Φίλε, δεν σε αδικώ. Ένα δηνάριο δεν συμφώνησες μαζί μου; 14 Πάρε το δικό σου και φύγε. Θέλω δε σ' αυτόν τον τελευταίο να δώσω όπως και σε σένα. 15 Ή δεν έχω το δικαίωμα να κάνω ό,τι θέλω με τα δικά μου, επειδή ο οφθαλμός σου είναι φθονερός, διότι εγώ είμαι γενναιόδωρος;". 16 Έτσι θα γίνουν οι τελευταίοι πρώτοι, και οι πρώτοι τελευταίοι. Πολλοί δε είναι καλεσμένοι, αλλ' ολίγοι εκλεκτοί».


Τρίτη πρόρρησι του πάθους και της αναστάσεως
17 Ανεβαίνοντας δε στα Ιεροσόλυμα ο Ιησούς παρέλαβε τους δώδεκα μαθητάς ιδιαιτέρως στο δρόμο και τους είπε: 18 «Ιδού ανεβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα, και ο Υιός τού ανθρώπου θα παραδοθή στους αρχιερείς και στους γραμματείς, και θα τον καταδικάσουν σε θάνατο, 19 και θα τον παραδώσουν στους εθνικούς (ειδωλολάτρες), για να τον εμπαίξουν και να τον μαστιγώσουν και να τον σταυρώσουν, και την τρίτη ημέρα θα αναστηθή».


Αίτημα για πρωτοκαθεδρίες
20 Τότε προσήλθε σ' αυτόν η μητέρα των υιών του Ζεβεδαίου μαζί με τους υιούς της, και προσκύνησε και ζήτησε να της κάνη κάποια χάρι. 21 Αυτός δε της είπε: «Τί θέλεις;». Του λέγει: «Δώσε διαταγή, όταν θ' αναλάβης τη βασιλεία σου, να καθήσουν οι δύο αυτοι υιοί μου ενας απ' τα δεξιά σου, και ένας απ' τα αριστερά σου». 22 Αποκρίθηκε δε ο Ιησούς και είπε: «Δεν ξέρετε τί ζητείτε. Δύνασθε να πιήτε το ποτήρι, το οποίο θα πιώ εγώ, ή να βαπτισθήτε με το βάπτισμα, με το οποίο θα βαπτισθώ εγώ;». Του λέγουν: «Δυνάμεθα». 23 Τότε τους λέγει: «Το μεν ποτήρι μου θα πιήτε, και με το βάπτισμα, με το οποίο εγώ θα βαπτισθώ, θα βαπτισθήτε. Τις θέσεις όμως απ' τα δεξιά μου και απ' τα αριστερά μου δεν εξαρτάται από μένα να τις δώσω, αλλά θα δοθούν σ' αυτούς, για τους οποίους έχουν ορισθή από τον Πατέρα μου. 24 Όταν δε άκουσαν οι δέκα (άλλοι μαθηταί) αγανάκτησαν εξ αιτίας των δύο αδελφών. 25 Ο δε Ιησούς τους κάλεσε κοντά του και είπε: «Ξέρετε, ότι οι άρχοντες των εθνών ασκούν απόλυτη κυριαρχία επάνω σ' αυτά, και οι μεγάλοι καταδυναστεύουν αυτά. 26 Δεν πρέπει έτσι να συμβή σε σας. Αλλ' όποιος μεταξύ σας θέλει να γίνη μεγάλος, πρέπει να είναι υπηρέτης σας, 27 και όποιος μεταξύ σας θέλει να είναι πρώτος, πρέπει να είναι δούλος σας, 28 όπως ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε για να υπηρετηθή, αλλά για να υπηρετήση, και να δώση τη ζωή του σαν λύτρο για πολλούς (για όλους δηλαδή)».


Θεραπεία δύο τυφλών στην Ιεριχώ
29 Ενώ δε έβγαιναν απ' την Ιεριχώ, τον ακολούθησε λαός πολύς. 30 Και ιδού δύο τυφλοί, που κάθονταν στο δρόμο, όταν άκουσαν, ότι ο Ιησούς περνάει, φώναξαν δυνατά λέγοντας: «Λυπήσου μας και κάνε έλεος, Κύριε, Υίε Δαβίδ». 31 Το δε πληθος τους επέπληξε για να σιωπήσουν. Αλλ' αυτοί φώναζαν περισσότερο και έλεγαν: «Λυπήσου μας και κάνε έλεος, Κύριε, Υιέ Δαβίδ». 32 Τότε σταμάτησε ο Ιησούς, τους φώναξε και είπε: «Τί θέλετε να σας κάνω;». 33 Του λέγουν: «Κύριε, ν' ανοιχθούν τα μάτια μας». 34 Σπλαγχνίσθηκε δε ο Ιησούς και άγγιξε τα μάτια τους, και αμέσως τα μάτια τους είδαν το φως, και τον ακολούθησαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.