Σελίδες

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Κάλλιστος και Ιγνάτιος οι Ξανθόπουλοι: Μέθοδος και κανόνας ακριβής - Κεφάλαιο 76

Η πνευματική αυτή ηδονή είναι και πολυώνυμη και ανώνυμη.

76. Αυτή λοιπόν η πνευματική ηδονή έχει ονομαστεί μυστικά υπερφυσική και ζωήρρυτη και ενυπόστατη έλλαμψη, υπέρφωτος γνόφος, ασύλληπτο κάλλος, το ακρότατο από τα επιθυμητά, εποψία και θεοπτία και θέωση· όμως και μετα την οποιαδήποτε έκφρασή της παραμένει ανέκφραστη, και μετά που θα γνωριστεί παραμένει άγνωστη, και μετά που θα νοηθεί, ανεπινόητη. 

Και λέει ο μέγας Διονύσιος: «Σ' αυτόν τον υπέρφωτο γνόφο παρακαλούμε κι εμείς να βρεθούμε, και να δούμε και να γνωρίσομε με αβλεψία και αγνωσία Εκείνον που υπερβαίνει κάθε όραση και κάθε γνώση, ακριβώς με το να μη δούμε και να μη γνωρίσομε. Γιατί τούτο είναι να δει κανείς πράγματι και να γνωρίσει. Και να υμνήσομε υπερούσια τον Υπερούσιο, με την αποκοπή απ΄ όλα τα όντα».

Λέει ακόμη: «Ο θείος γνόφος είναι το απρόσιτο φως, στο οποίο λέγεται ότι κατοικεί ο Θεός(Α΄ Τιμ. 6, 16)· και είναι αόρατο λόγω της υπερβολικής φωτεινότητάς του. Και το ίδιο είναι και απρόσιτο, λόγω της υπερβολής της υπερούσιας φωτοχυσίας. Σ' αυτό το φως έρχεται καθένας που αξιώνεται να δει και να γνωρίσει το Θεό, ακριβώς με το να μη δει και να μη γνωρίσει, φτάνοντας αληθινα σ' Αυτόν που είναι πάνω από όραση και γνώση, γνωρίζοντας τούτο μόνο, ότι είναι μετά απ΄ όλα τα αισθητά και τα νοητά». 

Και ο μέγας Βασίλειος λέει: «Οι αστραπές του θείου κάλλους είναι εντελώς ανέκφραστες και απερίγραπτες. Δεν τις φτάνει ο λόγος, δεν τις χωράει η ακοή. Κι αν αναφέρεις τη λάμψη του αυγερινού, και τη λαμπρότητα της σελήνης, κι αν πεις του ηλίου το φως, όλα είναι πολύ φτωχά για να δώσουν κάποια ιδέα εκείνης της λαμπρότητας, και σε σύγκριση με το αληθινό φως υστερούν περισσότερο απ΄ όσο η βαθιά νύχτα και το πυκνό σκοτάδι από το καθαρότατο μεσημέρι. Αυτό το κάλλος σωματικά μάτια δεν μπορούν να το δουν· μόνο με την ψυχή και τη διάνοια γίνεται αντιληπτό. Και σε όσους Αγίους έλαμψε, τους άφησε το αφόρητο κεντρί του θείου πόθου. 

Δυσφορώντας αυτοί για την εδώ ζωή, έλεγαν· "Αλοίμονο! η ξενητειά μου κράτησε πολύ!"(Ψαλμ. 119, 5), και· "Η ψυχή μου δίψασε το Θεό, τον ισχυρό και ζώντα. Πότε θα έρθω και θα σταθώ μπροστά στο πρόσωπο του Θεού μου;"(Ψαλμ. 41, 3), και· "Είναι πολύ καλύτερο να πεθάνω και να είμαι μαζί με το Χριστό"(Φιλιπ. 1, 23), κα· "Τώρα άφησε το δούλο Σου, Κύριε, να πεθάνει ειρηνικά, όπως του υποσχέθηκες"(Λουκ. 2, 29), γιατί θεωρούσαν φυλακή αυτή τη ζωή. Κι επειδή δε χόρταιναν τη θεωρία του θείου κάλλους, παρακαλούσαν να συμπαρατείνεται η θεωρία της λαμπρότητας του Κυρίου σε όλη την αιώνια ζωή».

Και ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Όπου φόβος, εκεί και τήρηση των εντολών. Όπου τήρηση των εντολών, εκεί και κάθαρση της σάρκας από το νέφος που κάθεται μπροστά στην ψυχή και δεν την αφήνει να δει καθαρά τη θεία λαμπρότητα. Όπου κάθαρση, εκεί και έλλαμψη· και η έλλαμψη είναι εκπλήρωση του πόθου εκείνων που επιθυμούν τα μέγιστα, ή το μέγιστο, ή το πάνω από το μέγα».

Και ο θείος Γρηγόριος Νύσσης: «Αν ξεπλύνεις με την επιμέλεια του βίου σου την ακαθαρσία που επικάθησε στην καρδιά σου, θα λάμψει πάλι όπως και πρώτα το θεοειδές της κάλλος, όπως γίνεται στο σίδερο. Όταν δηλαδή με την ακόνη βγει η σκουριά, τότε το σίδερο που ήταν πρωτύτερα μαύρο, βγάζει λάμψεις και ακτίνες γιαλίζοντας αντίκρυ στον ήλιο. Έτσι και με τον εσωτερικό άνθρωπο, τον οποίο ο Κύριος ονομάζει καρδιά· όταν αποξέσει τη φαρμακερή ακαθαρσία, η οποία φάνηκε πάνω στη μορφή του από τη μούχλα του πονηρού, τότε θα ξαναπάρει την ομοιότητα με το Αρχέτυπο και θα είναι αγαθός. Γιατί στο Αγαθό ακολουθεί οπωσδήποτε όμοιο αγαθό». Και ο άγιος Νείλος: «Μακάριος όποιος έφτασε στην άγνοια, η οποία είναι αχώριστη από την προσευχή».

Και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Το αβυσσαλέο πένθος είδε την παρηγορία, ενώ η καθαρότητα της καρδιάς δέχθηκε έλλαμψη. Η έλλαμψη είναι μία ανέκφραστη ενέργεια, η οποία βλέπεται χωρίς να βλέπεται και νοείται χωρίς να γνωρίζεται».

Γι' αυτό και είναι τρισμακάριοι εκείνοι οι οποίοι, όπως τότε η Μαρία(Λουκ. 10, 42), προτίμησαν την αγαθή αυτή μερίδα και πολιτεία, την πνευματική και αναφαίρετη, και αξιώθηκαν αυτή τη θεοειδή ευτυχία, ώστε μπορούν με μεγάλη και εκστατική χαρά, μαζί με τον θείο Παύλο, να ενθουσιάζονται ολοφάνερα και να αναφωνούν: «Όταν ο σωτήρας μας Θεός φανέρωσε την αγαθότητα και τη φιλανθρωπία Του, μάς έσωσε όχι για τα καλά έργα που κάναμε εμείς, αλλά γιατί μας ευσπλαχνίστηκε.

Μας έσωσε με το βάπτισμα της αναγεννήσεως και της ανανεώσεως που χαρίζει το Άγιο Πνεύμα, που το σκόρπισε πλούσια επάνω μας δια του Ιησού Χριστού του Σωτήρα μας, για να δικαιωθούμε με τη δική Του χάρη και να κληρονομήσομε την αιώνια ζωή όπως ελπίζομε»(Τίτ. 3, 4-7).

Και πάλι: «Ο Θεός που μας έχρισε και μας σφράγισε και έδωσε τον αρραβώνα του Πνεύματος στις καρδιές μας»(Β΄ Κορ. 1, 21-22) και: «Έχομε το θησαυρό τούτο μέσα σε πήλινα δοχεία, τα σώματά μας, για να αποδεικνύεται ότι η υπερβολική δύναμη δεν είναι δική μας αλλά του Θεού»(Β΄ Κορ. 4, 7). Αυτά σχετικά μ' εκείνους. Είθε κι εμείς με τις δεήσεις εκείνων, που γίνονται δεκτές από το Θεό, να γίνομε κατά ένα μέρος όμοιοι μ' αυτούς, με το έλεος και τη χάρη του Θεού.

------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 100-101).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.