Σελίδες

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Ματσούκας Νικόλαος: Η ενότητα του σύμπαντος και της ζωής - Μέρος 1ο.

(αναρτάται πρώτη φορά στο διαδίκτυο)

1. Θεός και κόσμος 

Η πράξη της δημιουργίας δεν αποτελεί μόνο την ανάδυση της κτίστης πραγματικότητας από το μηδέν, αλλά συνάμα συγκροτεί και το συνδετικό κρίκο που ενώνει όλα τα όντα και ολόκληρη την κτίση με το Θεό.

Είναι το πιο υψηλό μυστήριο που για τον άνθρωπο προσφέρεται σαν μια μοναδική αφετηρία για να πορευθεί και να ολοκληρωθεί βρίσκοντας το δημιουργό του. Η παραγωγή της κτίσεως από το μηδέν δε σημαίνει ένα αποτέλεσμα που γίνεται ανεξάρτητο και αυτόνομο. Θεός και κόσμος διακρίνονται βέβαια ριζικά, αλλά ταυτόχρονα δένονται άρρηκτα. 

Και αυτό συμβαίνει, γιατί η δημιουργία, ως προερχόμενη από το μηδέν, δεν μπορεί να σταθεί μόνη της. Για τη δημιουργία «εκ του μη όντος» δεν μπορούμε να πούμε τίποτε άλλο παρά μόνο ότι δεν προέρχεται από τη θεία ουσία και κατά συνέπεια δεν συνυπάρχει ως κατάσταση με τον άκτιστο Θεό. 

Από τη στιγμή που η κτίση πραγματώνεται, αρχίζει και η χρονικότητά της. Με άλλα λόγια η δημιουργία από το μηδέν σημαίνει ένα αποτέλεσμα που προέρχεται από τη θεία βούληση και όχι από τη θεία ουσία. 

Έτσι η δημιουργία δεν είναι αυθύπαρκτη και γι' αυτό δεν μπορεί να υφίσταται και να ζει μόνη της. Φρουρείται, συνέχεται και διασώζεται από το Θεό που είναι αυτούπαρξη, αυτοαγαθότητα και αυτοσοφία. 

Έτσι το είναι, το αεί είναι, η αγαθότητα και η σοφία όλων των όντων αποτελούν χάρισμα, αποκλειστική δωρεά και εξουσία του Θεού. Η Αγία Γραφή την αλήθεια αυτή εκφράζει ως μυστήριο με εικόνες, με παραβολικές διηγήσεις και με την περιγραφή των γεγονότων της ιστορίας της θείας οικονομίας. 

Η θεολογία του Μάξιμου όμως, που αποτελεί οργανική συνέχεια και προέκταση της προηγούμενής του παραδόσεως, χρησιμοποιεί με εύστοχο και εμπνευσμένο τρόπο για τον ίδιο σκοπό φιλοσοφικές έννοιες. Αλλά και στη θεολογία η δημιουργία από το μηδέν, αντίθετα προς τις φιλοσοφικές και μυθικές αντιλήψεις, παρουσιάζεται ως άρρητο μυστήριο. 

Και αυτό συμβαίνει γιατί η δημιουργία δεν είναι μόνο διαμόρφωση μιας πραγματικότητας ή παροχή μιας ποιότητας, αλλά παραγωγή της ίδιας της ουσίας των κτιστών όντων.

Κτίση λοιπόν σημαίνει ανάδυση από το μηδέν, με τη δημιουργική ενέργεια της θείας βουλήσεως, της ουσίας των πραγμάτων, πλάσιμο της μορφής και διαρκή διάσωση και ανάπτυξη του είναι. Το γεγονός αυτό αποτελεί την αφετηρία και την προϋπόθεση για την περαιτέρω πρόοδο των λογικών όντων.

Μια τέτοια άποψη για την ελληνική φιλοσοφία λόγου χάρη, που αρκετές φορές κάνει λόγο για δημιουργία του κόσμου, είναι αδιανόητη πέρα για πέρα. Οι ουσίες όλων των πραγμάτων και των λογικών όντων είναι συναΐδιες με τα πράγματα και τα όντα.

Ωστόσο η «των όντων ουσία», ενώ είναι αποτέλεσμα της θείας δημιουργικής ενέργειας, δεν έχει τίποτα το όμοιο με τη θεία ουσία. Στο σημείο αυτό και μόνο βρίσκεται η θέση κλειδί για να κατανοηθεί η διδασκαλία για τη δημιουργία από το μηδέν.

Η διάκριση θείας ουσίας (που είναι άκτιστη) και «ουσίας των όντων» (που είναι κτιστή), είναι η μοναδική παράσταση που μας δίνει τη δυνατότητα να μιλήσουμε και να καταλάβουμε ως ένα σημείο τη σημασία της δημιουργίας από το Θεό.

Τελικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι δημιουργία από το μηδέν δεν σημαίνει ανάδυση της κτιστής πραγματικότητας από το (ασύλληπτο και ανύπαρκτο κατά τα άλλα) τίποτε, αλλά προέλευση αυτής, ως ουσίας των όντων, από τη θεία δημιουργική ενέργεια και όχι από τη θεία ουσία.

Έτσι τα φαινόμενα και κάθε μορφή ζωής δεν προϋπάρχουν, ώστε να επαναλαμβάνονται κατά μια κυκλική αναγκαιότητα. Με αλλά λόγια ό,τι υπάρχει δεν είναι το ξετύλιγμα ή το τύλιγμα μιας αιώνιας ουσίας, αλλά κάτι που γίνεται από ένα ριζικά ανόμοιο κατά την ουσία ον και που εξελίσσεται δυναμικά σε μιά ολοκλήρωση, πάντοτε σε σχέση με το ον αυτό, που είναι ο δημιουργός.

Εδώ λοιπόν δεν πρόκειται για ενεργοποίηση μιας ουσίας, που ξετυλίγεται και διαβαθμίζεται σε μια κλίμακα ανώτερης και κατώτερης στόφας, αλλά για παραγωγή μιας ριζικά ανόμοιας ουσίας σε σχέση προς τη θεία ουσία του δημιουργού.

Έτσι κόσμος, ζωή και άνθρωπος, από τη μιά μεριά διαφέρουν ριζικά κατά την ουσία από το Θεό και από την άλλη διασφαλίζουν μιά «ετερότητα» που αποκλείει κάθε απορρόφησή τους από τη θεία ουσία.

Ο Μάξιμος διαρκώς κάνει λόγο για την ενότητα Θεού και κόσμου και για την ένωση του ανθρώπου με το Θεό, αλλά πάντοτε προϋποθέτει την ετερότητα και τη σχετική αυτονομία των κτισμάτων. Και αυτό συμβαίνει, γιατί υπάρχει η βασική προϋπόθεση της δημιουργίας από το μηδέν.

Ο Θεός δεν είναι «το κοινόν σώμα πάντων» με την έννοια ότι το θείον και κάθε πραγματικότητα έχουν κοινή ουσία που ιεραρχείται και διαβαθμίζεται σε διάφορες εκφάνσεις. Γι' αυτό και η μυστική ένωση του ανθρώπου με το Θεό εξυψώνει τον πρώτο και τον κάνει πρόσωπο ελεύθερο και καταξιωμένο με όλα τα θεία χαρίσματα.

Τελικά η τρισυπόστατη μονάδα δεν είναι αυτή η ίδια που εκδηλώνεται στην εξελικτική πορεία των όντων. Αυτή είναι ο δημιουργός και η ζωοποιητική και θεωτική δύναμη. Τα όντα έχουν τη δική τους υπόσταση, τη δική τους ουσία και τη δική τους ιστορία.

Με άλλα λόγια ανάμεσα στο Θεό και την κτίση υπάρχει μεγάλη απόσταση και ριζική ετερότητα. Αλλά η ριζική αυτή ετερότητα των όντων σε σχέση με τον άκτιστο Θεό σημαίνει αναπόφευκτα και την τάση της κτιστής πραγματικότητας προς το μηδέν.

Έξω από την ουσιοποιητική και τη ζωοποιητική ενέργεια του Θεού δεν μπορεί να υπάρχει η κτίση. Η ουσία των όντων ούτε αυτογενής ούτε συνύπαρκτη με το Θεό είναι· έχει στα σπλάχνα της το μη ον, γιατί δεν είναι η θεία ουσία ούτε το ξετύλιγμα αυτής.

Η ετερότητα των όντων είναι συνάμα ετερουσιότητα σε σχέση με το Θεό. Αυτή η ετερουσιότητα λοιπόν, έξω από τη θεία επιρροή, μηδενίζεται. Συντελείται η «απογένεσις εις το μη ον». Αυτή την αδυναμία εκμεταλλεύεται ο Διάβολος, θέλοντας να σύρει τα πλάσματα του Θεού έξω από τη θεία ενέργεια.

Και αυτό μπορεί να γίνει, όταν τα λογικά όντα παραβαίνουν τη θεία εντολή, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ανάγκη για συμμόρφωση στην κατά φύση ανάπτυξη των όντων σε σχέση με το δημιουργό του σύμπαντος.

Το «μη ον» εδώ σημαίνει την απώλεια της ετερότητας και της ετερουσιότητας των όντων, μιά και η θεία ενέργεια είναι η μοναδική δύναμη που ουσιώνει τα όντα. Κατά συνέπεια το μη ον δεν σημαίνει, όπως στη φιλοσοφία του Πλάτωνα και του Πλωτίνου, τη στέρηση του είδους ή της μορφοποιητικής ενέργειας πάνω στην ακίνητη, τη σκοτεινή και την απλή ύλη.

Κατά τον Πλωτίνο, λόγου χάρη, η «σωματότης» δεν είναι η καθαρή ύλη (που είναι το μη ον), αλλά η σύνθεση ύλης και είδους. Κατά τη θεολογία όμως του Μάξιμου, στα σπλάχνα της ουσίας των όντων βρίσκεται η αλλοιωτική, διαλυτική και μηδενιστική τάση. Τα όντα κάθε στιγμή μπορούν να πέσουν στο μηδέν, εφ' όσον θα στερηθούν τη θεία δημιουργική ενέργεια. Πάντως μόνο τα λογικά όντα έχουν το σκληρό προνόμιο να βιώνουν με ποικίλους τρόπους τον κίνδυνο ενός εκμηδενιστικού αφανισμού.

Πρόκειται για το προνόμιο του κάθε προσώπου να μπορεί να ζήσει μια τέτοια κατάσταση. Γι' αυτό ακριβώς ο άνθρωπος ποτέ δεν μπορεί να φανταστεί τον εκμηδενισμό των πραγμάτων και του χώρου, όπου κινείται, ενώ φαντάζεται και βιώνει το ενδεχόμενο του δικού του αφανισμού, ως προσώπου. Στο βάθος αυτού του τραγικού βιώματος αναδεύει το μυστήριο της δημιουργίας από το μηδέν. Αλλά μια τέτοια τάση προς τον εκμηδενισμό νοείται στα όρια της κτιστής πραγματικότητας και έξω από την ενότητα Θεού και σύμπαντος.

Έτσι η τάση αυτή μπορεί να εξουδετερωθεί μόνο σ' αυτή την ενότητα. Γιατί, όπως θα δούμε παρακάτω, τα λογικά και κατά συνέπεια ελεύθερα όντα έχουν τη δυνατότητα να διασπούν την ένωση Θεού και κόσμου.

Η διάσπαση αυτή σημαίνει άρση της ζωοποιητικής και σωστικής εξαρτήσεως των όντων από το Θεό. Είναι λοιπόν φανερό ότι η πράξη της δημιουργίας από το μηδέν επιβάλλει ταυτόχρονα την αναγκαιότητα μιας τέτοιας εξαρτήσεως.

Η ενότητα ανάμεσα στο Θεό και το σύμπαν είναι το ίδιο το δημιουργικό έργο που πραγματώνει από τη μιά μεριά τη διάκριση της ουσίας των όντων από το Θεό και από την άλλη την εξάρτηση. Διάκριση και εξάρτηση είναι οι πρωτογενείς παράγοντες της ενότητας· προηγούνται και διασφαλίζουν την ενότητα και δεν ακολουθούν ως πρόσθετα αποτελέσματα μιας προσπάθειας για την ενοποίηση διασπασμένης ολότητας.

Κάθε αλλοίωση, που γίνεται στην πραγματικότητα της διακρίσεως και εξαρτήσεως, διαβρώνει τη ζωή του προσώπου, το οποίο και προξενεί αυτή την αλλοίωση. Είναι δυνατή όμως μιά τέτοια αλλοίωση που σημαίνει διασάλευση της θείας τάξεως; Μπορεί ο άνθρωπος να ανατρέψει ένα τέτοιο δεδομένο που το έχει επιβάλλει η δημιουργική ενέργεια του Θεού; Η απάντηση, που είναι καταφατική, δεν μπορεί να δοθεί τώρα.

Θα αναπτυχθεί βαθμιαία κατά την ανάπτυξη της θεολογίας του Μάξιμου στο σύνολό της. Εδώ όμως είναι απαραίτητο να τονιστεί ότι η αλλοίωση αυτή δεν αναφέρεται ούτε στη θεία πραγματικότητα ούτε στην αντικειμενική τάξη του σύμπαντος και της ζωής, αλλά στην προσωπική διάσταση των λογικών όντων.

Πολύ εύκολα ο άνθρωπος θεοποιεί τον εαυτό του ή τον εξισώνει με το Θεό. Έτσι η διάκριση ανάμεσα στην άκτιστη θεία πραγματικότητα και τη δημιουργία δεν καθορίζει τη σκέψη και τη ζωή του ανθρώπου σε πολλές περιπτώσεις.

Αυτό σημαίνει διαβρωμένη ζωή και παραπλανεμένη συνείδηση. Δεν πρόκειται μόνο για μιά αναιμική θεωρία. Η συνειδητοποίηση της διακρίσεως ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο είναι μιά υψηλή μορφή ζωής που περνάει πολλά στάδια για να προσεγγίσει μιά ολοκληρωμένη βαθμίδα.

Έπειτα πολλές φορές ο άνθρωπος, πέρα από την απόρριψη της διακρίσεως αυτής, δεν μπορεί να νοήσει καμιά εξάρτηση της ζωής του από τη σωστική θεία ενέργεια. Ο πειρασμός της ισοθεΐας τον ωθεί να πιστεύει σε ένα είδος αυτονομίας που κατά βάση σημαίνει νέκρωση του βιώματος εκείνου που φανερώνει το μυστήριο της δημιουργίας από το μηδέν.

Ούτε ζει ούτε συλλαμβάνει σωστά την τάση εκμηδενισμού που τρέφει η ύπαρξη μέσα στα σπλάχνα της. Με άλλα λόγια είναι ξένος προς τη βιβλική και θεολογική διδασκαλία για τη δημιουργία του σύμπαντος από το μηδέν και για τη σχέση ανάμεσα στο Θεό και το σύμπαν. Η σχέση αυτή δεν είναι μια απλή και εξωτερική εξάρτηση.

Ολόκληρη η δομή και η διάρθρωση της δημιουργίας είναι η εικόνα του τριαδικού Θεού. Γι' αυτό η δημιουργία κινείται, ζωοποιείται και καταξιώνεται μόνο σε σχέση προς τον τριαδικό Θεό. Άλλος δρόμος και άλλη φορά δεν υπάρχουν.

Η ανάπτυξη και η πορεία της γίνεται σύμφωνα με τα αρχέγονα συστατικά της δημιουργίας. Έτσι σε τελευταία ανάλυση αυτοί που μπορούν «να ακούσουν νοερά» τον ύμνο της κτίσεως, ζουν κατά τη δυνατότητα της κτιστής φύσεώς τους το μυστήριο του τριαδικού Θεού.

Κατανοούν ότι από την κτίση «υμνείται τριαδικώς» η αιτία της δημιουργίας. Από τα όντα οδηγούνται στην πίστη ότι υπάρχει Θεός, το αίτιο της δημιουργίας· από τη διαφορά μεταξύ των όντων μαθαίνουν για την ενυπόστατη σοφία του Θεού, που είναι ο Λόγος, η συνεκτική δύναμη των όντων· από τη φυσική κίνηση των όντων μαθαίνουν για την ενυπόστατη Ζωή, που είναι το Άγιο Πνεύμα, η ζωοποιητική και «συμπληρωτική» δύναμη των όντων.

Ολόκληρη η Αγία Τριάδα είναι κατά κάποιο τρόπο αποτυπωμένη σε ολόκληρη την κτίση. Πρόκειται για μια θαυμαστή «συγγένεια», στα όρια της διακρίσεως και της εξαρτήσεως. Τα αόρατα του Θεού νοούνται διά μέσου της κτίσεως, γιατί η κτίση είναι η εικόνα του ίδιου του Θεού, οργανικά και άρρηκτα δεμένη με αυτόν. Κατά τη χαρακτηριστική αυτή θεώρηση της σχέσεως ανάμεσα στον τριαδικό Θεό και τον κόσμο διευκρινίζεται και η σχέση φυσικής και υπερφυσικής αποκαλύψεως.

Η σχέση αυτή είναι δυναμική και άρρηκτα συνυφασμένη με το έργο της δημιουργίας. Η φυσική αποκάλυψη ούτε αυτόνομη είναι ούτε αποτελεί απλώς μια προπαιδευτική δύναμη για να φτάσει κανείς στην υπερφυσική. Τα όντα διαρκώς τελειώνονται, αλλά δεν βγαίνουν ποτέ έξω από τα φυσικά τους δεδομένα.

Έτσι φυσική και υπερφυσική αποκάλυψη είναι πάντοτε οργανικά συνδεδεμένες. Οποιαδήποτε διάσπαση αμβλύνει τις φυσικές δυνατότητες του ανθρώπου για θεογνωσία και συνάμα κάνει την ανθρώπινη ύπαρξη αδύναμη για να δεχθεί τη θεωτική ενέργεια της θείας χάριτος.

Η πρόοδος στη βίωση της αποκαλύψεως αναφέρεται τόσο στη φυσική όσο και στη λεγόμενη υπερφυσική περιοχή. Η οποιαδήποτε παλινδρόμηση και εξαχρείωση του ανθρώπου συντελείται εξίσου και στις δυο περιοχές.

Όποιος μπορεί ν' ακούει τον ύμνο της κτίσεως προς τον τριαδικό Θεό δεν βρίσκεται μόνο τοποθετημένος σωστά στα πλαίσια της φυσικής αποκαλύψεως, αλλά έχει πραγματοποιήσει και προόδους στα πνευματικά στάδια της τελειώσεως.

Με αλλά λόγια η φυσική αποκάλυψη είναι η ίδια η δεκτικότητα των λογικών όντων και η υπερφυσική η αλήθεια που απολυτρώνει και θεώνει. Και οι δυο πάνε μαζί, οργανικά δεμένες, αναντικατάστατες.

Δεν είναι λοιπόν δυνατό ούτε επιτρεπτό να χωριστεί η φυσική από την υπερφυσική αποκάλυψη, όπως είναι έξω από την πραγματικότητα ο χωρισμός του τριαδικού Θεού από την πολυποίκιλη λειτουργία της κτίσεως και την τελείωση της ζωής των λογικών όντων.

Στη σχέση Θεού και κόσμου δεν υπάρχουν μεσάζουσες ή υποβοηθητικές καταστάσεις που αχρηστεύονται ή αποβάλλονται σαν «υποπροϊόντα», όταν συντελεστεί κατά κάποιο τρόπο ολοκληρωμένο η ενότητα του σύμπαντος και της ζωής μέσα στους κόλπους της τριαδικής θεότητας.

Η σχέση Θεού και κόσμου είναι άμεση, καθαρή και αυτογενής. Βλέποντας κανείς το δυναμισμό ολόκληρης της κτίσεως, η οποία υμνεί την πρώτη αιτία των πάντων «τριαδικώς», κατανοεί και το δυναμισμό του τριαδικού Θεού.

Άλλωστε ο δυναμισμός αυτός καταφαίνεται στην αποκάλυψη του ίδιου του Θεού κατά το δημιουργικό και το απολυτρωτικό έργο. Ο τριαδικός Θεός είναι ζων και η πηγή της ζωής, όπως παρουσιάζεται παραστατικότατα στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.

Και στη θεολογία του Μάξιμου δεν έχουμε καμιά αφηρημένη παράσταση για το Θεό και καμιά προσπάθεια εξισώσεως του Θεού με ανώτερες φυσικές δυνάμεις ή με λογικές κατηγορίες. Ούτε προβάλλεται η εικόνα ενός Θεού που είναι αυτάρκης ή ακίνητος ή φυσιοκρατική και μηχανική αιτία του σύμπαντος.

Ο τριαδικός Θεός έχει και το δικό του εσωτερικό τρόπο υπάρξεως. Δεν κινείται φυσικά με τον τρόπο που χαρακτηρίζει τα όντα, αλλά έχει άκτιστη και «αυτέκφαντη» κίνηση. Η Τριάδα στα ακατάληπτα εσωτερικά της βάθη έχει μια αΐδια κίνηση που είναι ο τρόπος της υπάρξεώς της.

Πηγή, ρίζα και αιτία είναι ο Πατέρας που γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα. Το πρόσωπο του Πατέρα είναι η μοναδική αιτία της τριαδικής θεότητας. Γι' αυτό η θεότητα καλείται τριαδική ενάδα και τρισυπόστατη μονάδα.

Στην προκειμένη περίπτωση οι ορολογίες αυτές (δανεισμένες οπωσδήποτε από τη φιλοσοφία), που απλώς παριχαρακώνουν το μυστήριο του τριαδικού Θεού με την ανθρώπινη γλώσσα, έχουν ως πρώτη και βαρύνουσα σπουδαιότητα το γεγονός οτι παρουσιάζουν με τα ανθρώπινα γλωσσικά μέτρα το Θεό που είναι άρρητη ζωή και ακατάληπτη κίνηση.

Έτσι στη σκέψη και τη δράση των ανθρώπων, ο Θεός είναι προσιτός στη ζωή, στην κίνηση και στην πάλη για την υπερνίκηση του κακού και την άνοδο στα ανώτερα στάδια της τελειώσεως. Εξάλλου γίνεται ο Θεός της ζωής και της ιστορίας.

Όσοι λοιπόν δεν μπορούν να κατανοήσουν αυτή την εμπειρική προέκταση και τη σπουδαιότητα, που έχουν οι ορολογίες του τριαδικού δόγματος, μοιραία καταλήγουν στον πνευματικό ευνουχισμό ή την υποκρισία, απομακρυνόμενοι από το ζώντα Θεό.

Αλλά η αΐδια αυτή κίνηση των προσώπων της Αγίας Τριάδας νοείται κατά τον τρόπο μιας κοινωνικότητας. Η Αγία Τριάδα είναι αγαπητική κοινωνία. Δεν νοούνται άλλωστε πρόσωπα χωρίς κοινωνία και κοινωνία χωρίς πρόσωπα.

Η ταυτότητα και η κοινότητα της ουσίας εξασφαλίζει τη «συμφυΐα» των προσώπων (κατά την περιχώρησή τους) ή την «οικειότητα» κατά τον Μ. Βασίλειο. Η συμφυΐα αυτή και η οικειότητα κάνει την κοινωνία των προσώπων.

Και η σάρκωση του Λόγου είναι έργο της θείας βουλήσεως με την ευδοκία του Πατέρα, την αυτουργία του Υιού και τη συνεργία του Αγίου Πνεύματος. Ο τριαδικός Θεός είναι λοιπόν κινητικός και κοινωνικός.

Πρόκειται για δυο χαρακτηριστικά γνωρίσματα που αποτελούν το θεμέλιο και τις προϋποθέσεις της ενότητας του σύμπαντος και της ζωής. Η κινητικότητα και η κοινωνικότητα χαρακτηρίζουν και το σύνολο της κτίσεως, κατ' εξοχήν όμως και στην πιο υψηλή έκφραση τα λογικά όντα της δημιουργίας.

Η απρόσωπη κτίση και τα λογικά όντα γνωρίζονται και κατανοούνται σε σχέση με τον τριαδικό Θεό. Στο σημείο αυτό θεμελιώνεται η εξάρτηση της δημιουργίας από το δημιουργό με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη μπορεί η δημιουργία να υπάρχει, να κινείται, να προοδεύει και να τελειώνεται μόνη της.

Από το είδος αυτό της εξαρτήσεως καταλαβαίνουμε ότι η ριζική διάκριση, που υπάρχει ανάμεσα στο Θεό και τη δημιουργία, προέρχεται από το γεγονός ότι η κτίση δεν έχει καμιά ομοιότητα προς τη θεία ουσία.

Ως δημιούργημα όμως του Θεού και ως εικόνα του, φτάνει σε μια ομοίωση σχετική που γίνεται με τη χάρη και κατά τη θεία ενέργεια. Κατά συνέπεια το μυστήριο της δημιουργίας από το μηδέν επιβάλλει αυτόματα και τα δυο αυτά χαρακτηριστικά της κτίσεως: την εξάρτηση και τη διάκριση.

Έτσι η κινητική και κοινωνική διάσταση που χαρακτηρίζει τον τριαδικό Θεό δεν είναι κάτι ξένο και απρόσιτο στη φύση της δημιουργίας. Είναι το βασικό συστατικό της, που, όταν το προδίδει ή το αλλοιώνει, απομακρύνεται από την κατά φύση ενότητα Θεού και σύμπαντος.

Γι' αυτό η βιβλική διδασκαλία και η θεολογική παράδοση, όπως τις εκφράζει ο Μάξιμος, κάνουν λόγο πάντοτε για το Θεό της ζωής και της αγάπης.

Μόνο υπό το πρίσμα αυτό μπορούμε να καταλάβουμε, γιατί οι αφηρημένες (και ενίοτε σχολαστικές ως το σημείο μιας επίμονης λεπτολογίας) εκφράσεις δεν αποτελούν γυμνές θεωρητικές επινοήσεις, αλλά περιχαρακώνουν και απλώς περιγράφουν το μυστήριο της δημιουργίας από το μηδέν και της σχέσεως Θεού και κόσμου.

Τελικά, ό,τι και αν λέγεται αναφορικά με την άκτιστη και άρρητη κίνηση των προσώπων της Αγίας Τριάδας, μέσα στα βάθη μιας ακατάληπτης κοινωνικής ζωής, έχει το αντίκρυσμά του σε μια ανθρώπινη εμπειρία κινήσεως, ζωής και αγάπης.

Η παραπάνω σχέση μεταξύ Θεού και κόσμου δε θα μπορούσε να κατανοηθεί ορθά, αν δεν ερμηνευόταν με τη βασική θεολογική προϋπόθεση της διακρίσεως ουσίας και ενεργειών στο Θεό. Στο σημείο αυτό ο Μάξιμος είναι ευθυγραμμισμένος, κατά φυσική συνέπεια άλλωστε, με την προηγούμενη παράδοση.

Η διάκριση όμως αυτή για να είναι σωστή και ολοκληρωμένη από άποψη θεολογική πρέπει να εξαρτάται κατά βάση από τη διάκριση αΐδιας και οικονομικής Τριάδας και από τις συνέπειες της δημιουργίας από το μηδέν με την αυτόματη αντιπαράθεση ακτίστου και κτιστού.

Η δημιουργία του κόσμου ούτε απόρροια μιας ουσίας από άλλη ουσία είναι ούτε αντίγραφο μιας ουσίας ούτε μορφοποίηση μιας πρώτης υλικής υποδομής.

Εφ' όσον όλα αυτά αποκλείονται, κατά τη βιβλική και τη θεολογική διδασκαλία, η δημιουργία δεν επικοινωνεί με τη θεία ουσία, γιατί ο Θεός δεν έρχεται με αυτήν σε επικοινωνία διαμέσου της ουσίας του, τόσο κατά την πραγμάτωση της δημιουργίας όσο και κατά τη διαρκή ουσίωση και ζωοποίησή της από τον ίδιο.

Αν συνέβαινε το αντίθετο, τότε κατά φυσική συνέπεια θα εξισώνονταν Θεός και κόσμος ή με αλλά λόγια ο κόσμος θα ήταν αΐδιος και ομοούσιος με τον τριαδικό Θεό. Η δημιουργία λοιπόν, ως ετερούσια, προέρχεται και διασώζεται με τη θεία ενέργεια που είναι άκτιστη και αυτή, ως φυσική έκφανση της άκτιστης θεότητας. Έτσι ο τριαδικός Θεός είναι ο απόλυτα κύριος και ζωοποιός ολόκληρης της δημιουργίας χωρίς την παρεμβολή καμιάς άλλης μεσάζουσας πραγματικότητας.

Επικοινωνεί με άμεσο και άκτιστο τρόπο προς τη δημιουργία, η οποία, ως ετερούσια και εξαρτημένη άμεσα από το ζωοδότη Θεό, καταξιώνεται μόνο στη σωστή σχέση Θεού και κόσμου. Γι' αυτό η διάκριση αΐδιας και οικονομικής Τριάδας, ενώ δεν σημαίνει με κανένα τρόπο χωρισμό της Τριάδας, κατοχυρώνει την παραπάνω σχέση.

Η δημιουργική και απολυτρωτική ενέργεια του τριαδικού Θεού, καθώς εκδηλώνεται στις φάσεις του σχεδίου της θείας οικονομίας, είναι η άκτιστη βούληση και όλες οι συναφείς προς το έργο της εκφάνσεις μέσα στο χώρο της κτιστής πραγματικότητας.

Ο ίδιος ο Θεός, που έχει την εσωτερική τριαδική έκφανση στην κίνηση και την κοινωνία των υποστάσεων, ενεργεί και δρα σ' αυτό το χώρο κατά τη δυνατότητα και δεκτικότητα,των κτιστών όντων.

Η διάκριση λοιπόν αΐδιας και οικονομικής Τριάδας γίνεται και κατανοείται μόνο υπό το πρίσμα της διακρίσεως ανάμεσα στον «αυτέκφαντο» τριαδικό Θεό και την ετερούσια δημιουργία. Έτσι καταλαβαίνει κανείς εύκολα ότι οι Αρειανοί και οι Ευνομιανοί διασάλευαν αυτή τη διάκριση ανάμεσα στην Τριάδα και τη δημιουργία.

Η πρώτη αστοχία τους αναφερόταν στο γεγονός ότι η Τριάδα δεν παρουσιαζόταν ως τριάδα ομότιμων και ομοούσιων προσώπων. Κατά συνέπεια δεν μπορούσε να γίνει διάκριση αΐδιας και οικονομικής Τριάδας. Βέβαια τόσο οι Αρειανοί όσο και οι Ευνομιανοί δέχονταν τη διάκριση θείας ουσίας και ενέργειας.

Αλλά η διάκριση αυτή, συγκρινόμενη με την ορθόδοξη άποψη, καταντάει να σημαίνει κάτι το πέρα για πέρα διαφορετικό. Γιατί η ορθόδοξη άποψη κάνει διάκριση ανάμεσα στον τριαδικό Θεό και την κτίση και όχι ανάμεσα στο Θεό Πατέρα και τον κτιστό Λόγο και όλα τα υπόλοιπα κτίσματα.

Και στην περίπτωση που αλλοιώνεται ή καταστρέφεται το τριαδικό δόγμα, δεν μπορεί να γίνει σοβαρός λόγος για αποκάλυψη και σωτηρία κατά τη βιβλική και τη θεολογική διδασκαλία. Δεν υπάρχει η αΐδια κίνηση και κοινωνία ούτε η κτίση και τα λογικά όντα, κατά φυσική συνέπεια, είναι εικόνα της τριαδικής κοινωνίας.

Έπειτα ανάμεσα στον άκτιστο Πατέρα και τη δημιουργία μπαίνει σαν μεσάζουσα πραγματικότητα ο κτιστός Λόγος. Από άλλη άποψη επίσης είναι αυτονόητο το γεγονός ότι οι Αρειανοί και οι Ευνομιανοί κάνουν τη διάκριση θείας ουσίας και ενέργειας.

Πρώτα πρώτα γιατί δέχονται τη βιβλική διδασκαλία για τη δημιουργία από το μηδέν και κατά δεύτερο λόγο γιατί η όλη τους προσπάθεια κατατείνει με επιμονή να αποδείξει ότι ο Λόγος, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, είναι ανόμοιος και ετερούσιος σε σχέση με τον Πατέρα.

Κατά φυσική συνέπεια δηλαδή δεν πρέπει να προέρχεται «εκ της ουσίας του Πατρός» (μια και ο Λόγος δεν είναι ομοούσιος προς τον Πατέρα), αλλά από τη βουλητική του ενέργεια. Ώστε δεν υπάρχει κανένα κοινό σημείο της διδασκαλίας τους με την ορθόδοξη άποψη, παρ' όλη τη διάκριση θείας ουσίας και ενέργειας.

Με απλά λόγια: δεν αρκεί να λένε δυό άνθρωποι το ίδιο πράγμα· σημασία έχει από ποια προϋπόθεση και για ποιο σκοπό το λένε. Οι Αρειανοί κάνουν τη διάκριση θείας ουσίας και ενέργειας για να θεμελιώσουν την άποψή τους σχετικά με τον κτιστό, ετερούσιο και ανόμοιο Λόγο σε σχέση προς το Θεό Πατέρα, ενώ οι ορθόδοξοι για να εντοπίσουν θεολογικά και σωτηριολογικά τη σχέση μεταξύ ακτίστου τριαδικού Θεού και κτιστής πραγματικότητας.

Η ορθόδοξη αυτή άποψη, που ερμηνεύει εύστοχα και φωτισμένα τη βιβλική διδασκαλία, από τη μια μεριά παρουσιάζει ένα ανοιχτό και δυναμικό κοσμοείδωλο και από την άλλη, με τη ριζική διάκριση τριαδικού Θεού και κόσμου στα πλαίσια της διακρίσεως ουσίας και ενέργειας, απαλλάσσει το Θεό από κάθε λογική και φυσιοκρατική παράσταση.

Γιατί το κοσμοείδωλο, όσο και αν είναι ασφυκτικά περιορισμένο και φυλακισμένο σε κλειστά και αμετακίνητα όρια, «αναπαύεται» και διευρύνεται στους κόλπους της άπειρης, απροσπέλαστης και ακατάληπτης τριαδικής θεότητας.

Τελικά εκείνος που επικρατεί και έχει τον τελευταίο λόγο είναι ο τριαδικός Θεός. Η παρουσία του υψώνει και διευρύνει κάθε γωνιά του σύμπαντος. Έπειτα η παρουσία του Θεού, επειδή δεν γίνεται κατά την ουσία αλλά κατά την ενέργεια, δεν μπορεί να δημιουργήσει κανένα κίνδυνο ταυτίσεώς της με διαστάσεις και στοιχεία του κόσμου.

Έτσι ο Θεός μένει καθαρός και ανέγγιχτος από κοσμικά σχήματα, μολονότι η ανθρώπινη γλώσσα μπορεί άνετα να κάνει χρήση κάθε σχήματος. Η χρήση όμως αυτή δεν αντικαθιστά με κανένα τρόπο το μυστήριο της δημιουργίας και της θείας παρουσίας στον κόσμο, το οποίο βιώνεται στην προσωπική διάσταση και στα κοινωνικά πλαίσια της Εκκλησίας.

Έτσι οποιαδήποτε εικόνα και αν έχουμε για το σύμπαν (αιτιοκρατικά και μηχανικά κλειστό ή αιτιοκρατικά και απροσδιόριστα δυναμικό), σε τελευταία ανάλυση τροποποιείται και μετακινείται σε μια δυναμική προοπτική σε σχέση με την παρουσία κατά την ενέργεια του ακατάληπτου τριαδικού Θεού.

Δεν αποκλείει κανείς το γεγονός ότι υπάρχουν και παραστάσεις της επιστήμης που προσφέρονται γονιμότερα από άλλες για την ερμηνεία του περιεχομένου της αποκαλύψεως. Αλλά τούτο δεν έχει τη βασική και πρώτη σπουδαιότητα.

Η θεολογία, που ερμηνεύει κάθε φορά με ευστοχία και με σωστή αποσαφήνιση το περιεχόμενο της αποκαλύψεως, μπορεί άνετα να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε εικόνα για το σύμπαν. Έτσι μια τέτοια θεολογία δεν απομονώνει ποτέ ένα θαύμα σαν μια θεία παρουσία, που είναι αναγκασμένη μάλιστα κατά μια ειδωλολατρική σκέψη να συγκρουστεί με τους φυσικούς νόμους, να τους καταργήσει ή να τους αναστείλει ή να τους διαφυλάξει με χίλιους δυο τρόπους!

Η θαυματουργική παρουσία του Θεού είναι η ίδια η σχέση Θεού και κόσμου, όπως επιβάλλεται από το μυστήριο της δημιουργίας «εκ του μη όντος» στην πραγμάτωση της εξαρτήσεως και της διακρίσεώς της από το Θεό.

Γι' αυτό κάθε θαύμα είναι κατά βάση, ανεξάρτητα από τις Α ή Β λεπτομέρειες, η πραγμάτωση μιας ενότητας των θραυσμάτων του κόσμου και της ζωής. Στη σχέση αυτή ο Θεός δρα με άκτιστο τρόπο και κατά συνέπεια δεν έρχεται ποτέ σε σύγκρουση με τη φυσική δομή της δημιουργίας, μια και η θεϊκή ενέργεια δεν έχει φυσική και κτιστή ιδιότητα.

Πώς θα συγκρουστεί το άκτιστο με το κτιστό; Πώς μπορεί να συγκριθεί ή να υπολογιστεί με φυσικά δεδομένα μια τέτοια θεϊκή ενέργεια;

Ο Θεός ουσίωσε τους φυσικούς νόμους και δεν δημιούργησε τον κόσμο με τη δύναμη φυσικών νόμων. Φυσικοί νόμοι υπάρχουν για την κτίση όχι για το Θεό.

Κάθε φορά που κάνει κανείς προσπάθεια να εξηγήσει τη σύγκρουση της θεϊκής ενέργειας με τους φυσικούς νόμους και κατά κάποιο τρόπο να βρει μια λύση, εξισώνει το Θεό με μια φυσική διάσταση ή με τη δύναμη φυσικών νόμων.

Οδηγείται μοιραία στην ειδωλολατρία. Το ίδιο συμβαίνει και με τη σχέση του Θεού προς την ιστορία. Τα γεγονότα μπορούν να έχουν οποιαδήποτε νομοτέλεια και οποιεσδήποτε αλληλεξαρτήσεις.

Κάθε σχέση του Θεού όμως προς την ιστορία ούτε αναστέλλει ούτε καταργεί αυτή τη νομοτέλεια. Και εδώ η σχέση του Θεού είναι άμεση και συντελείται με άκτιστο τρόπο. Η θεϊκή ενέργεια, που δρα στον ιστορικό χώρο και προωθεί το μυστήριο της θείας οικονομίας, δεν μπορεί να συγκρουστεί με ανθρώπινες δυνάμεις και αδυναμίες σαν μια ανθρώπινη ενέργεια· πρόκειται για μια δημιουργική παρουσία που κάνει την ιστορία να έχει βάθος και να τελεσιουργεί το μυστήριο της δημιουργίας.

Μπορούμε να βλέπουμε την παρουσία του Θεού σε κάθε γεγονός της ιστορίας, αλλά ποτέ δεν μπορούμε να ταυτίσουμε ή να εξισώσουμε τις θείες ενέργειες με τα όρια ενός αντικειμενικού γεγονότος ή μιας οποιασδήποτε πράξεως.

Έτσι η ιστορία, κοιταγμένη από τη σκοπιά της θεολογικής θεωρήσεως και συγκεκριμένα υπό το πρίσμα της σχέσεως Θεού και κόσμου, αποκτά μιαν άλλη διάσταση, καθαρά εσωτερική και μυστική, που ωστόσο με κανένα τρόπο δεν αποχωρίζεται από τα αντικειμενικά γεγονότα.

Στην προκειμένη περίπτωση συμβαίνει το ίδιο ακριβώς με τη σχέση Θεού και συνολικής δημιουργίας. Ο τριαδικός Θεός δεν είναι η δημιουργία ούτε ενεργεί με φυσικούς νόμους, αλλά ουσιώνοντας και ζωοποιώντας τη δημιουργία, της διευρύνει τα όρια και την εντάσσει στις διαστάσεις της βασιλείας του.

Έτσι η δημιουργία είναι μια φυσική και αντικειμενική πραγματικότητα και συνάμα η κονίστρα, όπου τελεσιουργείται ένα μυστήριο του τριαδικού Θεού. Η μια διάσταση ούτε μάχεται ούτε καταργεί την άλλη· συνυπάρχουν και οι δυο οργανικά δεμένες και πορεύονται μαζί, ανεξάρτητα από το κατά πόσο συνειδητοποιούν την αλήθεια αυτή τα λογικά όντα.

πηγή: Νίκου Ματσούκα, Κόσμος Άνθρωπος Κοινωνία κατά τον Μάξιμο Ομολογητή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.