Σελίδες

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Συμεών ο νέος Θεολόγος: 154 Πρακτικά και θεολογικά κεφάλαια (μέρος Α΄, κεφ. 1-50)

 
(Όσιος Συμεών ο νέος θεολόγος)
 
1. Πίστη εἶναι νὰ πεθάνει κανεὶς γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ γιὰ χάρη τῆς ἐντολῆς Του, πιστεύοντας ὅτι ὁ θάνατος αὐτὸς θὰ τοῦ γίνει πρόξενος ζωῆς· νὰ θεωρεῖ τὴ φτώχεια σὰν πλοῦτο, τὴν εὐτέλεια καὶ τὴν ἀσημότητα σὰν ἀληθινὴ δόξα καὶ κοινωνικὴ λάμψη· καὶ νὰ πιστεύει ὅτι μὲ τὸ νὰ μὴν ἔχει τίποτε, κατέχει τὰ πάντα ἢ μᾶλλον ἀπέκτησε τὸν ἀνεξερεύνητο πλοῦτο τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὅλα τὰ ὁρατὰ νὰ τὰ βλέπει σὰν λάσπη ἢ καπνό.

2. Πίστη στὸ Χριστὸ εἶναι ὄχι μόνο νὰ καταφρονήσουμε ὅλα τὰ εὐχάριστα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ νὰ ἔχουμε ἐγκαρτέρηση καὶ ὑπομονὴ σὲ κάθε πειρασμὸ ποὺ μᾶς ἔρχεται καὶ μᾶς προκαλεῖ λύπες, θλίψεις καὶ συμφορές, ὥσπου νὰ εὐδοκήσει νὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖ ὁ Θεός, ὅπως λέει ὁ ψαλμωδός: «μὲ κάθε ὑπομονὴ περίμενα τὸν Κύριο, καὶ Αὐτὸς μὲ ἐπισκέφθηκε».

3. Ἐκεῖνοι ποὺ προτιμοῦν σὲ κάτι τοὺς γονεῖς τους ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχουν πίστη στὸ Χριστό, καὶ ὁπωσδήποτε καταδικάζονται ἀπὸ τὴ συνείδησή τους, ἂν βέβαια ἔχουν ζωντανὴ συνείδηση τῆς ἀπιστίας τους. Γνώρισμα τῶν πιστῶν εἶναι νὰ μὴν παραβαίνουν σὲ τίποτε ἀπολύτως τὴν ἐντολὴ τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
 
4. Ἡ πίστη στὸ Χριστό, τὸν ἀληθινὸ Θεό, γεννᾶ τὴν ἐπιθυμία τῶν καλῶν καὶ τὸ φόβο τῆς κολάσεως. Ἡ ἐπιθυμία τῶν πράγματι καλῶν καὶ ὁ φόβος τῆς κολάσεως, προξενοῦν τὴν ἀκριβῆ τήρηση τῶν ἐντολῶν. Ἡ ἀκριβὴς τήρηση τῶν ἐντολῶν διδάσκει στοὺς ἀνθρώπους πόσο ἀδύνατοι εἶναι. Ἡ κατανόηση τῆς πραγματικῆς ἀδυναμίας μᾶς γεννᾶ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου. Ὅποιος ἀπέκτησε σύνοικό του τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, θὰ ζητήσει μὲ πόνο νὰ μάθει, τί τὸν περιμένει μετὰ τὴν ἔξοδο καὶ τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή. Καὶ ὅποιος φροντίζει νὰ μάθει γιὰ τὰ μετὰ θάνατον, ὀφείλει πρῶτα ἀπ’ ὅλα νὰ στερήσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὰ παρόντα· γιατί ὅποιος εἶναι δεμένος μὲ ἐμπάθεια σ’ αὐτά, ἔστω καὶ στὸ παραμικρό, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει τὴν τέλεια γνώση τῶν μελλόντων. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη, κατὰ θεία οἰκονομία, γευθεῖ κάπως τὴ γνώση αὐτή, δὲν ἀφήσει ὅμως τὸ ταχύτερο αὐτὰ μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι δεμένος μὲ ἐμπάθεια, γιὰ νὰ παραμείνει ὁλοκληρωτικὰ στὴ γνώση αὐτή, χωρὶς νὰ ἐπιτρέπει στὸν ἑαυτό του νὰ σκέφτεται τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ αὐτή, τότε καὶ ἡ γνώση ποὺ νομίζει ὅτι ἔχει, θὰ τοῦ ἀφαιρεθεῖ.

5. Ἡ ἀπάρνηση τοῦ κόσμου καὶ ἡ τέλεια ἀναχώρηση ἀπὸ αὐτόν, μαζὶ μὲ τὴν ἀποξένωση ἀπ’ ὅλα τὰ ὑλικά, τὶς συνήθειες, τὶς γνῶμες καὶ τὰ πρόσωπα τοῦ κόσμου, καὶ μὲ τὴν ἄρνηση τοῦ σώματος καὶ τοῦ θελήματος, προξενεῖ μέσα σὲ λίγο καιρὸ μεγάλη ψυχικὴ ὠφέλεια σ’ ἐκεῖνον ποὺ μὲ τόση θέρμη ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο.

6. Ἐσύ ποὺ φεύγεις ἀπὸ τὸν κόσμο, πρόσεξε μὴν ἀφήσεις στὴν ἀρχὴ τὴν ψυχή σου νὰ ζητᾶ παρηγοριὰ μένοντας μέσα σ’ αὐτόν, καὶ ἂς σὲ ἀναγκάζουν ὅλοι οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι. Αὐτὰ τοὺς τὰ συμβουλεύουν οἱ δαίμονες, γιὰ νὰ σβήσουν τὴ θέρμη τῆς καρδίας σου. Γιατί καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ἐμποδίσουν ὁλότελα τὴν πρόθεσή σου, πάντως τὴν κάνουν πιὸ χαύνη καὶ ἀσθενική.

7. Ὅταν σὲ ὅλα τὰ εὐχάριστα τοῦ βίου σταθεῖς ἀνδρεῖος καὶ ἀνυποχώρητος, τότε οἱ δαίμονες στρέφουν τοὺς συγγενεῖς σου σὲ συμπάθεια τάχα, καὶ τοὺς κάνουν νὰ κλαῖνε καὶ νὰ θρηνοῦν γιὰ σένα μπροστά σου. Θὰ καταλάβεις ὅμως αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ὅταν, ἐσὺ μὲν μείνεις ἀκλόνητος καὶ σ’ αὐτὴ τὴ δαιμονικὴ ἐπίθεση, ἐνῶ ἐκείνους θὰ τοὺς δεῖς νὰ ἀνάβουν ξαφνικὰ ἐναντίον σου ἀπὸ μανία καὶ μίσος καὶ νὰ σὲ ἀποστρέφονται σὰν ἐχθρὸ καὶ νὰ μὴ θέλουν οὔτε νὰ σὲ δοῦν.

8. Ὅταν βλέπεις τὴ θλίψη ποὺ προκαλεῖται ἐξαιτίας σου στοὺς γονεῖς, τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς φίλους, γέλα σὲ βάρος τοῦ δαίμονα ποὺ ὑποβάλλει ποικιλότροπα νὰ γίνονται ὅλα αὐτὰ ἐναντίον σου. Μὲ φόβο καὶ μεγάλη σπουδὴ ἀποτραβήξου καὶ παρακάλεσε ἐκτενῶς τὸ Θεὸ νὰ φτάσεις τὸ ταχύτερο σὲ λιμάνι καλοῦ πνευματικοῦ πατέρα, ὅπου αὐτὸς θὰ ἀναπαύσει τὴν κουρασμένη καὶ φορτωμένη ψυχή σου. Γιατί τὸ πέλαγος τοῦ βίου κρύβει πολλὰ ποὺ προξενοῦν κινδύνους καὶ τὴν πλήρη ἀπώλεια.
 
9. Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ μισήσει τὸν κόσμο, ὀφείλει νὰ ἔχει ἀγάπη στὸ Θεὸ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του, καὶ ἀέναη τὴ μνήμη Του. Γιατί τίποτε, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, δὲν κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀφήνει τὰ πάντα μὲ χαρὰ καὶ νὰ τὰ ἀποστρέφεται σὰν σκύβαλα.
 
10. Μὴ θελήσεις καθόλου νὰ μείνεις στὸν κόσμο γιὰ εὔλογες ἢ παράλογες αἰτίες, ἀλλ’ ὅταν κληθεῖς, ὑπάκουσε ἀμέσως. Γιατί σὲ κανένα ἄλλο δὲν εὐχαριστεῖται ὁ Θεός, ὅσο στὴν ταχεία ἀνταπόκρισή μας. Καλύτερα σύντομα ὑπακοὴ μὲ φτώχεια, παρὰ ἀργοπορία μὲ πολλὰ ὑπάρχοντα. 

11. Ἀφοῦ ὁ κόσμος καὶ τὰ τοῦ κόσμου εἶναι ὅλα πρόσκαιρα, κι ὁ Θεὸς εἶναι ἄφθαρτος καὶ ἀθάνατος, νὰ χαίρεστε ὅσοι γι’ Αὐτὸν ἀφήσατε τὰ φθαρτά. Φθαρτὰ δὲν εἶναι μόνον ὁ πλοῦτος καὶ τὰ χρήματα, ἀλλὰ καὶ κάθε ἡδονὴ καὶ ἀπόλαυση τῆς ἁμαρτίας εἶναι φθορά. Μόνο οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι φῶς καὶ ζωή. Καὶ ἔτσι τὶς ὀνομάζουν ὅλοι.

12. Ἂν ἔλαβες, ἀδελφέ, μέσα σου θεία φλόγα καὶ γι’ αὐτὸ ἔτρεξες σὲ κοινόβιο ἢ σὲ πνευματικὸ πατέρα, ἂν σὲ παρακινεῖ αὐτὸς ἢ οἱ συνασκούμενοι ἀδελφοί σου νὰ ἀναπαύεσαι μὲ λουτρὰ ἢ φαγητὰ ἢ ἄλλες περιποιήσεις τοῦ σώματος, μὴ δεχτεῖς, ἀλλὰ νὰ εἶσαι πάντοτε ἕτοιμος γιὰ νηστεία, κακοπάθεια καὶ αὐστηρότατη ἐγκράτεια. Ἔτσι, ἂν παρακινηθεῖς ἀπὸ τὸν πνευματικό σου πατέρα νὰ περιποιηθεῖς λίγο τὸ σῶμα σου, νὰ βρεθεῖς ἕτοιμος νὰ ὑπακούσεις, χωρὶς οὔτε καὶ σ’ αὐτὸ νὰ κάνεις τὸ δικό σου θέλημα. Ἂν πάλι δὲ συμβεῖ αὐτό, νὰ ὑπομείνεις μὲ χαρὰ ὅ,τι θεληματικὰ προτίμησες, καὶ ἔτσι νὰ ὠφελεῖσαι ψυχικά. Ἂν τὸ τηρεῖς αὐτό, θὰ εἶσαι πάντοτε σὲ ὅλα νηστευτὴς καὶ ἐγκρατευτὴς καὶ ὁλότελα ἀρνητὴς τοῦ δικοῦ σου θελήματος. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ καὶ τὴ φλόγα τῆς καρδιᾶς σου θὰ τὴν φυλάξεις ἄσβηστη, ποὺ σὲ πείθει νὰ καταφρονεῖς τὰ πάντα.

13. Ὅταν οἱ δαίμονες κάνουν τὰ πάντα καὶ δὲν μπορέσουν νὰ κλονίσουν τὸν κατὰ Θεὸν σκοπό μας ἢ νὰ τὸν ἐμποδίσουν, τότε μπαίνουν κρυφὰ σ’ αὐτοὺς ποὺ ὑποκρίνονται εὐλάβεια καὶ προσπαθοῦν μέσω αὐτῶν νὰ ἐμποδίζουν τοὺς ἀγωνιζόμενους. Καὶ στὴν ἀρχή, σὰν νὰ κινοῦνται τάχα ἀπὸ ἀγάπη καὶ συμπάθεια, τοὺς παρακινοῦν σὲ σωματικὲς ἀναπαύσεις, γιὰ νὰ μὴν ἀδυνατίσει τὸ σῶμα —λένε— καὶ πέσει σὲ ἀκηδία. Τοὺς παρασύρουν ἔπειτα σὲ ἀνώφελες συνομιλίες καὶ τοὺς κάνουν νὰ ξοδεύουν σ’ αὐτὲς τὶς ἡμέρες τους. Καὶ ὅταν κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀγωνιστὲς τοὺς ἀκούσει καὶ γίνει ὅμοιός τους, αὐτοὶ ἀλλάζουν καὶ γελοῦν γιὰ τὴν ἀπώλειά του. Ἂν πάλι δὲν ἀκούσει τὰ λόγια τους, ἀλλὰ κρατᾶ τὸν ἑαυτὸ του ξένο ἀπ’ ὅλα αὐτὰ καὶ σκεφτικὸ καὶ συνεσταλμένο, ἀρχίζουν νὰ τὸν φθονοῦν καὶ κάνουν τὰ πάντα, γιὰ νὰ τὸν διώξουν καὶ ἀπὸ τὴ Μονὴ ἀκόμη. Γιατί ἡ κενοδοξία ὅταν δὲν τιμᾶται, δὲν ὑποφέρει νὰ βλέπει ἀπέναντί της νὰ ἐπαινοῦν τὴν ταπείνωση.

14. Πνίγεται ὁ κενόδοξος βλέποντας τὸν ταπεινόφρονα νὰ χύνει δάκρυα καὶ νὰ ὠφελεῖται διπλά: ἐξιλεώνει μ’ αὐτὰ τὸ Θεό, καὶ χωρὶς νὰ θέλει κάνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ τὸν ἐπαινοῦν.

15. Ἀφότου ἀναθέσεις τὸν ἑαυτό σου ὁλόκληρο στὸν πνευματικό σου πατέρα, νὰ ξέρεις ὅτι εἶσαι ξένος πλέον σὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα φέρνεις μαζί σου ἀπ’ ἔξω: ἀνθρώπους, πράγματα καὶ χρήματα. Χωρὶς τὴ γνώμη του τίποτε μὴ θελήσεις νὰ κάνεις, ἀλλὰ μήτε νὰ ζητήσεις ἀπὸ αὐτὸν κάτι, οὔτε μεγάλο, οὔτε μικρό, ἐκτὸς ἂν ἐκεῖνος μὲ δική του γνώμη σὲ διατάξει νὰ πάρεις, ἤ σοῦ δώσει μὲ τὰ χέρια του.

16. Χωρὶς γνώμη τοῦ πνευματικοῦ σου πατέρα οὔτε ἐλεημοσύνη νὰ δώσεις ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ ἔφερες, μὰ οὔτε καὶ νὰ θελήσεις νὰ λάβεις ἀπὸ αὐτὸν κάτι ἀπὸ αὐτὰ μὲ τὴ μεσολάβηση ἄλλου. Καλύτερα νὰ εἶσαι φτωχὸς καὶ ξένος καὶ νὰ ὑπακοῦς, παρὰ νὰ σκορπᾶς χρήματα καὶ νὰ δίνεις στοὺς φτωχοὺς ὅσο εἶσαι ἀρχάριος. Ἀπόδειξη τῆς καθαρῆς πίστεώς σου εἶναι νὰ ἀναθέσεις τὰ πάντα στὸν πνευματικό σου πατέρα, σὰν νὰ τὰ ἀνέθεσες στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ.

17. Οὔτε νερὸ νὰ ζητήσεις, καὶ ἄς σοῦ συμβαίνει νὰ φλέγεσαι, μέχρις ὅτου μόνος του ὁ πνευματικός σου πατέρας σὲ προτρέψει. Πίεζε τὸν ἑαυτό σου καὶ βίαζέ τον σὲ ὅλα, πείθοντας τὸ λογισμό σου μὲ τὰ λόγια: «Ἂν θέλει ὁ Θεὸς καὶ εἶσαι ἄξιος νὰ πιεῖς, θὰ τὸ φανερώσει στὸν πατέρα σου καὶ θὰ σοῦ πεῖ νὰ πιεῖς. Καὶ τότε θὰ πιεῖς μὲ καθαρὴ συνείδηση, κι ἂς μὴν εἶναι ἀκόμη ἡ ὥρα.»

18. Κάποιος ποὺ δοκίμασε πνευματικὴ ὠφέλεια καὶ ἀπέκτησε ἀνόθευτη πίστη στὸν πνευματικό του πατέρα, βάζοντας μάρτυρα τῆς ἀλήθειας τὸ Θεὸ εἶπε: «Ἔχω πάρει μέσα μου αὐτὴ τὴν ἀπόφαση· νὰ μὴ ζητήσω ἀπὸ τὸν πνευματικό μου πατέρα οὔτε νὰ φάω οὔτε νὰ πιῶ τίποτε, ἢ νὰ γευθῶ κάτι χωρὶς νὰ μοῦ πεῖ ἐκεῖνος, ἕως ὅτου ὁ Θεὸς τὸν πληροφορήσει καὶ μὲ διατάξει ὁ ἴδιος. Καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο δὲν ἀστόχησα ποτέ».

19. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε καθαρὴ πίστη στὸν κατὰ Θεὸν πατέρα του, θεωρεῖ ὅτι βλέποντας αὐτόν, βλέπει τὸν ἴδιο τὸ Χριστό. Καὶ ὅταν βρίσκεται μαζί του ἢ τὸν ἀκολουθεῖ, πιστεύει ἀκλόνητα ὅτι βρίσκεται μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ ὅτι Αὐτὸν ἀκολουθεῖ. Αὐτὸς ὁ ὑποτακτικὸς ποτὲ δὲ θὰ ἐπιθυμήσει νὰ συναναστραφεῖ μὲ κάποιον ἄλλο, οὔτε θὰ προτιμήσει κανένα ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου παραπάνω ἀπὸ τὴν μνήμη ἐκείνου καὶ τὴν ἀγάπη του. Γιατί τί εἶναι μεγαλύτερο καὶ ὠφελιμότερο καὶ στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ στὴ μέλλουσα ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι κανεὶς μαζὶ μὲ τὸ Χριστό; Καὶ τί εἶναι ὡραιότερο καὶ γλυκύτερο ἀπὸ τὴ θέα τοῦ Χριστοῦ; Κι ἂν μάλιστα ἀξιωθεῖ νὰ συνομιλεῖ μαζί Του, ἐξάπαντος ἀπὸ αὐτὸ θ’ ἀντλήσει ζωὴ αἰώνια.

20. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ μὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ ἐκείνους ποὺ τὸν ὑβρίζουν ἢ τὸν ἀδικοῦν καὶ τοῦ στεροῦν τὰ πράγματά του, καὶ προσεύχεται γι’ αὐτούς, ἀνεβαίνει σὲ λίγο καιρὸ σὲ ὑψηλὸ βαθμὸ προκοπῆς. Γιατί ὅταν αὐτὸ γίνεται μὲ αἴσθηση τῆς καρδιᾶς, κατεβάζει τὸν ἄνθρωπο σὲ ἄβυσσο ταπεινώσεως καὶ σὲ πηγὲς δακρύων, ὅπου βυθίζεται τὸ τριμερές τῆς ψυχῆς, καὶ ἀνεβάζει στὸν οὐρανὸ τῆς ἀπάθειας τὸ νοῦ καὶ τὸν κάνει θεωρητικό. Καὶ μὲ τὴ γεύση τῆς οὐράνιας ἀγαθότητας τὸν κάνει νὰ θεωρεῖ σκύβαλα ὅλα τὰ πράγματα αὐτῆς τῆς ζωῆς, καὶ νὰ παίρνει ἀκόμη καὶ αὐτὴν τὴν τροφὴ καὶ τὸ νερὸ πιὸ ἀραιὰ καὶ χωρὶς ἡδονικὴ διάθεση.

21. Ὁ ἀσκητὴς δὲν πρέπει νὰ ἀπέχει μόνον ἀπὸ κακὲς πράξεις, ἀλλὰ καὶ νὰ φροντίζει νὰ εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ λογισμοὺς καὶ ἔννοιες κακές, καὶ νὰ ἀσχολεῖται συνεχῶς μὲ ψυχωφελεῖς καὶ πνευματικὲς ἐνθυμήσεις, γιὰ νὰ μένει ἔτσι ἀμέριμνος ἀπὸ τὰ βιοτικά.

22. Ἂν κανεὶς ξεγυμνώσει ὅλο τὸ σῶμα του, ἔχει ὅμως κάλυμμα στὰ μάτια καὶ δὲν θελήσει νὰ τὸ πετάξει, δὲν μπορεῖ μὲ μόνη τὴ γύμνια τοῦ σώματος νὰ δεῖ τὸ φῶς. Ἔτσι κι ἐκεῖνος ποὺ καταφρόνησε ὅλα τὰ ἄλλα πράγματα καὶ τὰ χρήματα καὶ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὰ πάθη του, ἂν δὲν ἐλευθερώσει καὶ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του ἀπὸ τὶς ἐνθυμήσεις τοῦ κόσμου καὶ τὶς πονηρὲς ἔννοιες, δὲν θὰ δεῖ ποτὲ τὸ νοητὸ φῶς, δηλαδὴ τὸν Κύριο καὶ Θεὸ μας Ἰησοῦ Χριστό.
 
23. Ὅ,τι κάνει τὸ κάλυμμα ποὺ ἐμποδίζει τὰ μάτια, τὸ ἴδιο κάνουν καὶ οἱ κοσμικοὶ λογισμοὶ καὶ οἱ βιοτικὲς ἐνθυμήσεις στὴ διάνοια, ποὺ εἶναι ὁ ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς. Ὅσον καιρὸ λοιπὸν τὶς ἔχουμε, δὲν πρόκειται νὰ δοῦμε· ὅταν ὅμως ἀφαιρεθοῦν μὲ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, τότε θὰ δοῦμε ὁλοκάθαρα τὸ ἀληθινὸ Φῶς, τὸ ὁποῖο φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν ἄνω κόσμο.
 
24. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι τυφλὸς ἐκ γενετῆς δὲ θὰ μάθει, οὔτε θὰ πιστέψει τὴν ἀξία τῶν γραφομένων ἐκεῖνος ὅμως ποὺ κάποτε θ’ ἀξιωθεῖ νὰ δεῖ, θὰ μαρτυρήσει ὅτι εἶναι ἀλήθεια τὰ λεγόμενα.
 
25. Ἐκεῖνος ποὺ βλέπει μὲ τὰ αἰσθητὰ μάτια, ξέρει πότε εἶναι νύχτα καὶ πότε ἡμέρα, ἐνῶ ὁ τυφλὸς ἀγνοεῖ καὶ τὰ δύο. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ θεραπεύτηκε ἀπὸ τὴν πνευματικὴ τύφλωση καὶ βλέπει μὲ τὰ νοερὰ μάτια, ἔχοντας δεῖ τὸ ἀληθινὸ καὶ ἄδυτο Φῶς, ὅταν ἀπὸ ραθυμία γυρίσει στὴν πρωτινή του τύφλωση καὶ στερηθεῖ τὸ φῶς, αἰσθάνεται ἔντονα τὴ στέρησή του, καὶ δὲν ἀγνοεῖ ἀπὸ ποὺ τοῦ προῆλθε αὐτή. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ εἶναι τυφλὸς ἐκ γενετῆς, δὲν γνωρίζει τίποτε ἀπὸ αὐτὰ οὔτε μὲ τὴν πείρα, οὔτε ἀπὸ τὴν ἐνέργειά τους, ἐκτὸς ἂν ἐξ ἀκοῆς ἀκούσει καὶ μάθει κάτι γι’ αὐτὰ ποὺ ποτὲ δὲν εἶδε, καὶ διηγηθεῖ σὲ ἄλλους ἐκεῖνα ποὺ ἄκουσε· ὅμως κι αὐτὸς καὶ ὅσοι τὸν ἀκοῦνε δὲ θὰ γνωρίζουν γιὰ ποιὰ πράγματα μιλοῦνε.
 
26. Εἶναι ἀδύνατο καὶ στὴ σάρκα νὰ προξενεῖ κανεὶς κόρο μὲ ἄφθονα φαγητά, καὶ παράλληλα νὰ ἀπολαμβάνει πνευματικὰ τὴ νοερὴ καὶ θεία χρηστότητα. Ὅσο ὑπηρετήσει κανεὶς τὴν κοιλιά του, τόσο θὰ στερηθεῖ τὴ θεία χρηστότητα. Καὶ στὸ βαθμὸ ποὺ θὰ ταλαιπωρήσει κανεὶς τὸ σῶμα του, ἀνάλογα θὰ χορτάσει πνευματικὴ τροφὴ καὶ παρηγοριά.

27. Ἂς ἀφήσουμε ὅλα τὰ ἐπίγεια· ὄχι μόνο τὸν πλοῦτο καὶ τὸ χρυσάφι καὶ τὰ ἄλλα ὑλικὰ πράγματα τοῦ βίου, ἀλλὰ ἂς διώξουμε τελείως καὶ τὴν ἐπιθυμία τους ἀπὸ τὶς ψυχές μας. Ἂς μισήσουμε ὄχι μόνον τὶς ἡδονὲς τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τὶς ἄλογες κινήσεις του καὶ ἂς φροντίσουμε νὰ τὸ νεκρώσουμε μὲ κόπους. Γιατί μὲ τὸ σῶμα ἐκδηλώνεται ἡ ἐπιθυμία καὶ καταλήγει στὴν πράξη. Καὶ ὅσο αὐτὸ ζεῖ, εἶναι ἑπόμενο ἡ ψυχή μας νὰ εἶναι νεκρὴ καὶ δυσκίνητη γιὰ κάθε θεία ἐντολή, ἢ καὶ τελείως ἀκίνητη.

28. Ὅπως ἡ φλόγα στρέφεται πάντοτε πρὸς τὰ πάνω, καὶ μάλιστα ἂν ἀνακατέψεις τὰ ξύλα, ἔτσι καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ κενόδοξου δὲν μπορεῖ νὰ ταπεινωθεῖ, ἀλλὰ ἔτσι καὶ τοῦ πεῖς ἐκεῖνα ποὺ τὸν ὠφελοῦν, ὑπερηφανεύεται περισσότερο. Ὅταν δηλαδὴ τὸν ἐλέγχουν ἢ τὸν νουθετοῦν, ἀντιλέγει ἔντονα· ἐνῶ ὅταν τὸν ἐπαινοῦν καὶ τὸν κολακεύουν, ἐπαίρεται ἄπρεπα.

29. Ἐκεῖνος ποὺ ἀποφάσισε νὰ ἀντιλέγει, εἶναι γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ δίκοπο μαχαίρι· χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνει φονεύει τὴν ψυχή του καὶ τὴν ἀποξενώνει ἀπὸ τὴν αἰώνια ζωή.

30. Ἐκεῖνος ποὺ ἀντιλέγει εἶναι ὅμοιος μ’ ἐκεῖνον ποὺ παραδίνεται θεληματικὰ στοὺς ἐχθρούς του βασιλιᾶ. Γιατί ἡ ἀντιλογία εἶναι ἀγκίστρι, μὲ δόλωμα τὴ δικαιολογία, ἀπὸ τὴν ὁποία δελεαζόμαστε καὶ καταπίνουμε τὸ ἀγκίστρι τῆς ἁμαρτίας. Μ’ αὐτὸ συνηθίζουν νὰ πιάνουν τὴ δύστυχη ψυχὴ ἀπὸ τὴ γλώσσα καὶ τὸ λαιμὸ τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας, καὶ ἄλλοτε νὰ τὴν τινάζουν ψηλὰ στὴν ὑπερηφάνεια, ἄλλοτε νὰ τὴν καταποντίζουν σὲ ἀβυσσαλέο χάος ἁμαρτίας, καὶ ἔτσι νὰ τὴν καταδικάζουν μαζὶ μὲ τοὺς δαίμονες ποὺ ἔπεσαν ἀπὸ τὸν οὐρανό.

31. Ἐκεῖνος ποὺ ὅταν δέχεται ἀτιμίες καὶ ὕβρεις αἰσθάνεται μεγάλο πόνο στὴν καρδιά, ἂς μάθει ἀπὸ αὐτὸ ὅτι κουβαλάει στὸν κόρφο του τὸ παλιὸ φίδι. Ἂν λοιπὸν ὑπομείνει μὲ σιωπὴ ἢ ἀποκριθεῖ μὲ μεγάλη ταπείνωση, ἐξασθενίζει αὐτὸ τὸ φίδι καὶ τὸ παραλύει. Ἂν ὅμως ἀντιπεῖ πικρόλογα ἢ μιλήσει μὲ αὐθάδεια, δίνει δύναμη στὸ φίδι νὰ χύνει τὸ δηλητήριό του μέσα στὴν καρδιά του καὶ νὰ τοῦ κατατρώει ἀνελέητα τὰ ἐντόσθιά του· ἔτσι αὐτὸ θὰ δυναμώνει κάθε μέρα καὶ θὰ κατατρώει τὴ βελτίωση στὸ ἀγαθὸ καὶ τὴ δύναμη τῆς ἄθλιας ψυχῆς του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ζεῖ στὸ ἑξῆς γιὰ τὴν ἁμαρτία, νὰ εἶναι ὅμως τελείως νεκρὸς γιὰ τὴν ἀρετή.

32. Ἂν θελήσεις νὰ ἀπαρνηθεῖς τὸν κόσμο καὶ νὰ διδαχθεῖς τὸν εὐαγγελικὸ τρόπο ζωῆς, μὴν παραδώσεις τὸν ἑαυτό σου σὲ ἄπειρο ἢ ἐμπαθῆ δάσκαλο, γιὰ νὰ μὴ διδαχθεῖς ἀντὶ εὐαγγελικὴ τὴ διαβολικὴ ζωή. Γιατί τῶν καλῶν δασκάλων εἶναι καλὰ τὰ μαθήματα, ἐνῶ τῶν κακῶν, κακά. Καὶ οἱ κακοὶ σπόροι ὁπωσδήποτε δίνουν κακοὺς καρπούς.

33. Νὰ ἱκετεύεις τὸ Θεὸ μὲ προσευχὲς καὶ δάκρυα νὰ σοὺ στείλει ὁδηγὸ ἀπαθῆ καὶ ἅγιο. Ἀλλὰ καὶ σὺ ὁ ἴδιος νὰ μελετᾶς τὶς θεῖες Γραφές, καὶ μάλιστα τὰ πρακτικὰ συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων, γιὰ νὰ ἀντιπαραβάλλεις σ’ αὐτὰ τὴ διδασκαλία καὶ τὶς πράξεις τοῦ διδασκάλου καὶ γέροντά σου, βλέποντας τὲς ὅπως σὲ καθρέφτη καὶ ἐξετάζοντάς τες. Καὶ ὅσα εἶναι σύμφωνα μὲ τὶς Γραφὲς νὰ τὰ ἐγκολπώνεσαι καὶ νὰ τὰ κρατεῖς στὸ νοῦ σου, τὰ νόθα ὅμως καὶ ξένα νὰ τὰ διακρίνεις καὶ νὰ τὰ ἀπορρίπτεις, γιὰ νὰ μὴν πλανηθεῖς. Γιατί νὰ ξέρεις, πολλοὶ πλάνοι καὶ ψευδοδιδάσκαλοι ὑπάρχουν σήμερα.

34. Ἐκεῖνος ποὺ δὲ βλέπει καὶ ὑπόσχεται νὰ ὁδηγεῖ ἄλλους, εἶναι πλάνος καὶ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια ἐκείνους ποὺ τὸν ἀκολουθοῦν, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου: «Ὅταν ἕνας τυφλὸς ὁδηγεῖ ἄλλον τυφλό, θὰ πέσουν καὶ οἱ δύο σὲ λάκκο».

35. Ὅποιος εἶναι τυφλὸς πρὸς τὸ Ἕνα, εἶναι τελείως τυφλὸς πρὸς ὅλα. Ὅποιος βλέπει στὸ Ἕνα, βρίσκεται στὴ θεωρία τῶν πάντων· ἀπέχει ἀπὸ τὴ θεωρία τῶν πάντων καὶ φτάνει στὴ θεωρία τῶν πάντων, ὄντας ἔξω ἀπὸ τὰ θεωρούμενα. Ὅταν ἔτσι βρίσκεται στὸ Ἕνα, βλέπει τὰ πάντα· καὶ ἐνῶ εἶναι στὰ πάντα, δὲ βλέπει τίποτε ἀπὸ αὐτά. Ὅποιος βλέπει στὸ Ἕνα, μέσω τοῦ Ἑνὸς βλέπει καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ ὅλα καὶ ὅλους· καὶ ὄντας κρυμμένος στὸ Ἕνα, τίποτε ἀπὸ τὰ πάντα δὲν βλέπει.

36. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ντύθηκε τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐπουρανίου ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ, κατὰ τὸ λογικὸ καὶ νοερὸ τοῦ μέρος μὲ συναίσθηση καὶ γνώση, εἶναι μόνο σάρκα καὶ αἷμα, μὴν μπορώντας νὰ λάβει αἴσθηση τῆς πνευματικῆς δόξας μὲ τὰ λόγια, ὅπως καὶ οἱ γεννημένοι τυφλοὶ δὲν μποροῦν νὰ ἐννοήσουν τὸ φῶς τοῦ ἡλίου μόνο μὲ τὰ λόγια.

37. Ὅποιος ἔτσι ἀκούει καὶ βλέπει καὶ αἰσθάνεται, καταλαβαίνει τὴ σημασία τῶν λεγομένων, ἐπειδὴ φόρεσε ἤδη τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου καὶ ἔφτασε στὴν τέλεια πνευματικὴ ὡριμότητα, ποὺ μέτρο της εἶναι ὁ Χριστός. Σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση μπορεῖ νὰ ὁδηγεῖ καλὰ στὸ δρόμο τῶν θείων ἐντολῶν τὸ ποίμνιο τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει αὐτὴ τὴ γνώση, ἀλλὰ εἶναι σὲ ἄλλη κατάσταση, εἶναι φανερὸ ὅτι οὔτε τὰ αἰσθητήρια τῆς ψυχῆς ἔχει καθαρὰ καὶ ὑγιῆ. Αὐτὸς εἶναι καλὸ νὰ ὁδηγεῖται μᾶλλον, παρὰ νὰ ὁδηγεῖ ἄλλους.

38. Ἐκεῖνος ποὺ βλέπει τὸν πνευματικό του δάσκαλο καὶ ὁδηγὸ σὰν Θεό, δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ ἀντιλέγει. Ἂν νομίζει καὶ λέει ὅτι κάνει καὶ τὰ δύο, νὰ ξέρει πὼς ἔχει πλανηθεῖ. Γιατί δὲν ξέρει τί διάθεση πρὸς τὸ Θεὸ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ.

39. Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει ὅτι στὸ χέρι τοῦ ὁδηγοῦ του εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατός του, δὲν ἀντιλέγει ποτέ. Ἡ ἄγνοια αὐτοῦ τοῦ πράγματος γεννᾶ τὴν ἀντιλογία, ποὺ προξενεῖ τὸ νοητὸ καὶ αἰώνιο θάνατο.

40. Πρὶν ἀκούσει τὴν ἀπόφαση ὁ ὑπόδικος, ἔχει τὴν ἄδεια νὰ ἀπολογηθεῖ καὶ νὰ μιλήσει μπροστὰ στὸ δικαστὴ γιὰ ὅ,τι ἔκανε. Ἔπειτα ὅμως, ἀφοῦ φανερωθοῦν ὅσα ἔκανε καὶ βγάλει τὴν ἀπόφασή του ὁ δικαστής, δὲ φέρνει καμία ἀντίρρηση, εἴτε μικρὴ εἴτε μεγάλη, σ’ ἐκείνους ποὺ τὸν τιμωροῦν.

41. Πρὶν νὰ εἰσέλθει ὁ μοναχὸς σ’ αὐτὸ τὸ δικαστήριο καὶ φανερώσει ὅσα κρύβει στὴν καρδιά του, ἴσως νὰ τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἀντιλέγει, εἴτε ἀπὸ ἄγνοια, εἴτε γιατί νομίζει ὅτι κρύβει τὶς ἁμαρτίες του. Μετὰ τὴν φανέρωση ὅμως τῶν λογισμῶν του καὶ τὴν εἰλικρινῆ ἐξομολόγηση, ποτὲ πιὰ δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἀντιλέγει στὸ δεύτερο μετὰ τὸ Θεὸ δικαστή του καὶ ἐξουσιαστή, μέχρι τὸ θάνατό του. Γιατί ὁ μοναχὸς ποὺ μπῆκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ σ’ αὐτὸ τὸ δικαστήριο καὶ ξεγύμνωσε ὅσα κρύβει ἡ καρδιά του, εἶναι ἀπὸ πρὶν πεπεισμένος —ἂν ἔχει κάποια πνευματικὴ γνώση— ὅτι εἶναι ἄξιος μυρίων θανάτων καὶ πιστεύει ὅτι μὲ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ταπείνωσή του θὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ κάθε τιμωρία καὶ κόλαση. Αὐτὰ βέβαια ἂν ἀληθινὰ γνωρίζει τί σημαίνει αὐτὸ τὸ μυστήριο.

42. Ὅποιος φυλάει αὐτὰ ἀνεξάλειπτα στὴ διάνοιά του, δὲ θὰ ἔχει ποτὲ καμία ἐμπαθῆ κίνηση στὴν καρδιὰ τοῦ ὅταν παιδαγωγεῖται ἢ νουθετεῖται ἢ ἐλέγχεται. Γιατί ὅποιος πέφτει στὰ σφάλματα αὐτά, ἐννοῶ τὴν ἀντιλογία καὶ τὴν ἀπιστία στὸν πνευματικό του πατέρα καὶ διδάσκαλο, γκρεμίζεται ἀξιοθρήνητα, ἐνῶ ζεῖ ἀκόμη, στὰ βαθύτερα μέρη τοῦ ἅδη. Καὶ γίνεται κατοικία τοῦ σατανᾶ καὶ ὅλου τοῦ ἀκάθαρτου συρφετοῦ του, ἐπειδὴ εἶναι ἀπειθὴς καὶ βαδίζει στὴν ἀπώλεια.

43. Παρακαλῶ ἐσένα, τὸ τέκνο τῆς ὑπακοῆς, νὰ ἔχεις συνεχῶς αὐτὰ μέσα στὸ νοῦ σου, καὶ νὰ ἀγωνίζεσαι μὲ ὅλη τὴ δύναμή σου νὰ μὴν γκρεμιστεῖς στὰ δεινά του ἅδη ποὺ ἀναφέραμε, ἀλλὰ νὰ παρακαλεῖς θερμὰ κάθε μέρα τὸ Θεὸ λέγοντας: «Θεὲ καὶ Κύριε τῶν ἁπάντων, Ἐσὺ ποὺ ἔχεις ἐξουσία πάνω σὲ κάθε πνοὴ καὶ ψυχή, ποὺ Ἐσὺ μόνος μπορεῖς νὰ μὲ γιατρέψεις, ἄκουσε τὴ δέησή μου τοῦ ταλαίπωρου, καὶ τὸ φίδι ποὺ φωλιάζει μέσα μου, θανάτωσε τὸ μὲ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ παναγίου Σου Πνεύματος καὶ ἀφάνισέ το. Καὶ ἐμένα ποὺ εἶμαι φτωχὸς καὶ γυμνὸς ἀπὸ κάθε ἀρετή, ἀξίωσε μὲ νὰ πέσω στὰ πόδια τοῦ ἁγίου μου πατέρα μὲ δάκρυα· καὶ ἕλκυσε τὴν ἁγία του ψυχὴ σὲ συμπάθεια γιὰ νὰ μὲ ἐλεήσει. Καὶ δῶσε Κύριε ταπείνωση στὴν καρδιά μου καὶ λογισμοὺς ποὺ ἁρμόζουν σὲ ἁμαρτωλό, ὁ ὁποῖος σοῦ ὑποσχέθηκε νὰ μετανοεῖ. Καὶ μὴν ἐγκαταλείψεις τελείως μία ψυχὴ ποὺ ἦρθε μία γιὰ πάντα μαζί Σου καὶ σὲ ὁμολόγησε καὶ σὲ διάλεξε καὶ σὲ προτίμησε ἀντὶ ὅλο τὸν κόσμο. Γνωρίζεις Κύριε ὅτι θέλω νὰ σωθῶ, ἂν καὶ ἡ κακή μου συνήθειά μου γίνεται ἐμπόδιο. Ἀλλὰ σὲ Σένα Κύριε εἶναι δυνατά, ὅλα ὅσα εἶναι ἀδύνατα στοὺς ἀνθρώπους».

44. Ὅποιοι μὲ φόβο καὶ τρόμο ἔβαλαν τὸ καλὸ θεμέλιό τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐλπίδας στὴν αὐλὴ τῆς εὐσέβειας, καὶ στήριξαν τὰ πόδια τους ἀσάλευτα στὸ βράχο τῆς ὑπακοῆς σὲ πνευματικοὺς πατέρες καὶ ἀκοῦνε τὶς ἐντολές τους σὰν νὰ προέρχονται ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ, καὶ πάνω σ’ αὐτὸ τὸ θεμέλιό τῆς ὑπακοῆς τὶς κτίζουν ἀδίστακτα μὲ ταπείνωση, αὐτοὶ παρουσιάζουν ἀμέσως προκοπή. Καὶ κατορθώνουν τὸ μεγάλο καὶ πρῶτο κατόρθωμα, τὴν ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ των. Γιατί τὸ νὰ ἐκπληρώνει κανεὶς τὸ ξένο θέλημα καὶ ὄχι τὸ δικό του, αὐτὸ προξενεῖ ὄχι μόνον ἀπάρνηση τῆς ψυχῆς του, ἀλλὰ καὶ νέκρωση πρὸς τὸν κόσμο ὅλο.

45. Μὲ αὐτὸν ποὺ ἀντιλέγει στὸν πνευματικό του πατέρα, χαίρονται οἱ δαίμονες. Ἐκεῖνον ποὺ ταπεινώνεται μέχρι θανάτου, τὸν θαυμάζουν οἱ Ἄγγελοι. Γιατί αὐτὸς ἐργάζεται θεϊκὸ ἔργο, καθὼς ἐξομοιώνεται μὲ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔκανε ὑπακοὴ στὸν Πατέρα Του μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ.

46. Ἡ ὑπερβολικὴ καὶ ἄκαιρη συντριβὴ τῆς καρδιᾶς σκοτίζει καὶ θολώνει τὴ διάνοια· ἐξαφανίζει τὴν καθαρὴ προσευχὴ καὶ τὴν κατάνυξη ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ προξενεῖ πολὺ μεγάλο πόνο στὴν καρδιά, καὶ ἀπ’ αὐτὸ φέρνει σκληρότητα καὶ ἄπειρη πώρωση. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐπιχειροῦν οἱ δαίμονες νὰ ὁδηγήσουν τοὺς πνευματικοὺς σὲ ἀπόγνωση.

47. Ὅταν, Μοναχέ, σοῦ συμβοῦν αὐτά, ἔχεις ὅμως στὴν ψυχή σου μεγάλο ζῆλο καὶ πόθο γιὰ τὴν τελειότητα, ὥστε νὰ ἐπιθυμήσεις νὰ ἐκπληρώσεις κάθε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ μὴν πέφτεις καὶ ἁμαρτάνεις οὔτε ἀκόμη καὶ σὲ μάταιο λόγο, καὶ νὰ μὴν ὑπολειφθεῖς κανένα ἀπὸ τοὺς παλιοὺς Ἁγίους στὴν πράξη, στὴ γνώση καὶ στὴ θεωρία· καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ βλέπεις τὸν ἑαυτό σου νὰ ἐμποδίζεται ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ σπέρνει τὰ ζιζάνια τῆς ἀθυμίας καὶ δὲ σὲ ἀφήνει νὰ φτάσεις σὲ τέτοιο ὕψος ἁγιοσύνης ὑποβάλλοντάς σου λογισμοὺς ἀθυμίας καὶ λέγοντας: «Ἀδύνατο μέσα στὸν κόσμο νὰ σωθεῖς καὶ νὰ φυλάξεις ἀπαρασάλευτα ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ»· τότε ἐσὺ κάθισε μόνος σὲ μιὰ γωνιά, περιόρισε τὸν ἑαυτό σου, συγκέντρωσε τὸ λογισμό σου, πάρε καλὴ ἀπόφαση στὴν ψυχή σου καὶ πές: «Γιατί, ψυχή μου, εἶσαι περίλυπη; Γιατί μὲ συνταράζεις; Στήριξε τὴν ἐλπίδα σου στὸ Θεό, γιατί σ’ Αὐτὸν θ’ ἀνοίξω τὴν καρδιά μου. Σωτηρία μου δὲν εἶναι τὰ ἔργα μου, ἀλλὰ ὁ Θεός μου. Μὲ τὰ ἔργα τοῦ νόμου ποιὸς μπορεῖ νὰ σωθεῖ; Κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ δικαιώσει τὸν ἑαυτὸ του ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ. Πιστεύοντας ὅμως στὸ Θεό μου, ἐλπίζω νὰ μοῦ χαρίσει Αὐτὸς τὴ σωτηρία ἕνεκα τῆς ἀνέκφραστης εὐσπλαχνίας Του. Φύγε πίσω μου, σατανᾶ. Ἐγὼ προσκυνῶ τὸν Κύριο καὶ Θεό μου καὶ Τὸν λατρεύω ἀπὸ τὴ νεότητά μου. Αὐτὸς μπορεῖ νὰ μὲ σώσει μὲ μόνο τὸ ἔλεός Του. Ἀπομακρύνσου λοιπὸν ἀπὸ μένα. Ὁ Θεὸς ποὺ μὲ ἔκανε κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή Του, θὰ σὲ καταργήσει.»

48. Ὁ Θεὸς μόνον αὐτὸ ζητᾶ ἀπὸ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους, νὰ μὴν ἁμαρτάνομε. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἔργο νόμου, ἀλλὰ φύλαξη ἀπαράβατή τῆς θείας εἰκόνας ποὺ ἔχουμε καὶ τοῦ θείου ἀξιώματος. Μένοντας σ’ αὐτά, ὅπως ἐπιβάλλει ἡ φύση μας, καὶ φορώντας τὸ λαμπρὸ χιτώνα τοῦ Πνεύματος, μένουμε μέσα στὸ Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς μέσα σέ μας καὶ γινόμαστε θεοὶ κατὰ χάρη καὶ υἱοὶ Θεοῦ, φωτιζόμενοι μὲ τὸ φῶς τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ.

49. Ἡ ἀκηδία καὶ ἡ αἴσθηση βάρους τοῦ σώματος ποὺ προκαλοῦνται στὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴν ὀκνηρία καὶ τὴν ἀμέλεια, ὁδηγοῦν σὲ ἐγκατάλειψη τοῦ συνηθισμένου κανόνα καὶ σὲ σκοτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ σὲ ἀθυμία, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐμφανίζονται στὴν καρδιὰ λογισμοὶ δειλίας καὶ βλασφημίας, ὥστε οὔτε στὸ συνηθισμένο τόπο τῆς προσευχῆς νὰ μὴν μπορεῖ νὰ μπεῖ ἐκεῖνος ποὺ πειράζεται ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς ἀκηδίας, ἀλλὰ νὰ γίνεται ὀκνηρός, ἢ ἀκόμη καὶ νὰ κάνει παράλογες σκέψεις σὲ βάρος τοῦ Δημιουργοῦ τῶν ὅλων. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔμαθες ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία αὐτῶν καὶ ἀπὸ πού σοῦ προξενήθηκαν, σπεῦσε στὸ συνηθισμένο τόπο τῆς προσευχῆς σου, πέσε ἐμπρὸς στὸν φιλάνθρωπο Θεὸ καὶ παρακάλεσέ Τον μὲ στεναγμοὺς τῆς καρδίας, μὲ πόνο καὶ δάκρυα, ζητώντας νὰ ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἀκηδίας καὶ ἀπὸ τοὺς πονηροὺς λογισμούς. Θὰ σοῦ δοθεῖ γρήγορα ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ αὐτά, καθὼς θὰ τὸ ζητᾶς μὲ πόνο καὶ ἐπιμονή.

50. Ὅποιος ἀπέκτησε καθαρὴ καρδιά, αὐτὸς νίκησε τὴ δειλία. Ὅποιος βρίσκεται ἀκόμη στὸ στάδιο τῆς καθάρσεως, ἄλλοτε χτυπᾶ τὴ δειλία καὶ ἄλλοτε τὸν χτυπᾶ αὐτή. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγωνίζεται καθόλου, εἶναι τελείως ἀναίσθητος καὶ εἶναι φίλος τῶν δαιμόνων καὶ τῶν παθῶν καὶ μαζὶ μὲ τὴν κενοδοξία ἔχει καὶ ὑπερηφάνεια, νομίζοντας ὅτι εἶναι κάτι ἐνῶ δὲν εἶναι τίποτε· ἢ εἶναι δοῦλος καὶ ὑποχείριος τῆς δειλίας καὶ ἐξαιτίας τοῦ νηπιώδους φρονήματός του τρέμει καὶ φοβᾶται ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει φόβος, οὔτε δειλία γιὰ ἐκείνους ποὺ φοβοῦνται τὸν Κύριο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.