Αγιογραφική θεμελίωση του Μεσονυκτικού
Η ακολουθία του Μεσονυκτικού κατέχει τη δεύτερη χρονικά θέση στο καθημερινό τυπικό των ιερών ακολουθιών της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας. Ως προς το περιεχόμενο όμως, καθόλου δεν υστερεί απέναντι των άλλων ιερών ακολουθιών, καθώς και αυτή συντελεί στην ανύψωση της ψυχής κάθε Ορθόδοξου πιστού.
Η ακολουθία του Μεσονυκτικού κατέχει τη δεύτερη χρονικά θέση στο καθημερινό τυπικό των ιερών ακολουθιών της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας. Ως προς το περιεχόμενο όμως, καθόλου δεν υστερεί απέναντι των άλλων ιερών ακολουθιών, καθώς και αυτή συντελεί στην ανύψωση της ψυχής κάθε Ορθόδοξου πιστού.
Στην ακολουθία του Μεσονυκτικού διαλάμπει σαν άλλο πολύεδρο διαμάντι- η Ορθόδοξη πίστη και αλήθεια, εφόσον με το όλο περιεχόμενό του φωτίζονται η ευγνωμοσύνη και η εγρήγορση, αρετές οι οποίες θεμελιώνονται και αγιογραφικά.
Έτσι για άλλη μια φορά φανερώνεται η διπολική και διαχρονική σχέση, η οποία υπάρχει ανάμεσα στην ορθόδοξη πίστη και τη λατρευτική παράδοση, όπου η πίστη οικοδομεί και η λατρεία διατηρεί το Ορθόδοξο οικοδόμημα.
Για την αγιογραφική θεμελίωση του Μεσονυκτικού επιβάλλεται να ανατρέξομε στους Ιουδαίους αρχικά, και στη συνέχεια σ' όλους τους χριστιανούς, ενθυμούμενοι πόσο οι πρώτοι συναισθανόμενοι και βιώνοντας την απελευθέρωσή τους από τα δεσμά των Αιγυπτίων, και την αιώνια λύτρωσή τους με το Θεϊκό αίμα του Κυρίου Ιησού οι δεύτεροι, εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους με την εορτή του Πάσχα.
Ως προς τη χρονική στιγμή της ψυχοσωματικής τους απελευθέρωσης - η οποία αιτιολογεί την ονομασία και το χρόνο τέλεσης του Μεσονυκτικού- υποβοηθεί τις σκέψεις μας και ο κ. Ιω. Φουντούλης: «Στην ιστορία του παλαιού Ισραήλ υπήρχε το συνταρακτικό γεγονός της Αιγύπτου, όπου ο ολοθρευτής άγγελος κατά τη νύκτα της απελευθέρωσης από τον ζυγό των Αιγυπτίων θανάτωσε τά πρωτότοκα των Αιγυπτίων «μεσούσης της νυκτός»(Έξ. IB' 29).
Στην ανάμνηση του γεγονότος αυτού κατά τη νύκτα του Εβραϊκού Πάσχα οι Ιουδαίοι της εποχής του Χριστού περίμεναν και πάλι τον ελευθερωτή που θα συνέτριβε τους εχθρούς του λαού του Θεού.
Ο τύπος ομως έγινε πραγματικότητα στο νέο Ισραήλ, δηλαδή σε μας τους χριστιανούς ο Λυτρωτής μας αναστήθηκε κατά τη νύκτα του Πάσχα «οψέ Σαββάτων» (Ματθ. κη΄1), αργά τη νύκτα του Σαββάτου. Και η χριστιανική παράδοση εντόπιζε χρονικά το γεγονός αυτό στό μεσονύκτιο».
Αναντίρρητα, η ευγνωμοσύνη για την ανεκτίμητη θυσία του Χριστού μένει επιφανειακή και ρηχή εορταστική εκδήλωση, αν δεν συνοδεύεται και από έμπρακτη εγρήγορση, η οποία συντελεί τα μέγιστα στον αγιασμό του πιστού. Γι' αυτό και υπάρχει εσωτερική και ουσιαστική σύνδεση ανάμεσα στίς έννοιες - αρετές της ευγνωμοσύνης και της πνευματικής αγρυπνίας.
Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι η ακολουθία του Μεσονυκτικού στην ουσία και το περιεχόμενό της - εκτός από το χρόνο της λύτρωσης του ανθρώπου από τα ολέθρια δεσμά του σωματικού και πνευματικού θανάτου - υπενθυμίζει στο βραχύβιο άνθρωπο και τη νήψη, ώστε ο αιφνίδιος χρόνος του θανάτου του ή της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου να μη στερήσει αυτόν «της εκ δεξιών μερίδος των σωζομένων τυχείν».
Ο Κύριος Ιησούς, επειδή γνώριζε την ανθρώπινη αδυναμία και την εύκολη παραμέληση της οδού της νήψης από τον άνθρωπο, ακολούθησε τον αφυπνιστικό χειρισμό με την εξιστόρηση της παραβολής των δέκα Παρθένων, όπου προσδιορίζεται ότι η έλευση του Νυμφίου θα γίνει «μέσης νυκτός», οπότε «κραυγή γέγονεν, ιδού ο Νυμφίος έρχεται» (Ματθ. κε' 6).
Στη μνήμη μας έρχονται ακόμη επίμονες επαναλήψεις της αυτής φράσης του Κυρίου λίγο προ του Πάθους Του, όταν συνιστούσε στους Μαθητές Του να γρηγορούν, να αγρυπνούν και να προσεύχονται, διότι δεν γνωρίζουν ποια ώρα θα έλθει και πάλι· «γρηγορείτε ουν ουκ οίδατε γαρ πότε ο Κύριος της οικίας έρχεται, όψε ή μεσονυκτίου ή αλεκτοροφωνίας ή πρωί», «μη ελθών εξαίφνης εύρη υμάς καθεύδοντας» (Μάρκ. ιγ' 35-36).
Το ίδιο πνεύμα τήρησαν και οι Απόστολοι διδάσκοντας ότι ο Κύριος θα έλθει ξαφνικά, σε ώρα απρόσμενη. Ο απ. Παύλος στην Α' προς Θεσσαλονικείς επιστολή του μας συνιστά «γρηγορώμεν και νήφωμεν» (Κεφ.ε' 6), να είμαστε άγρυπνοι και να εγκρατευόμαστε. Και ο απ. Πέτρος μας πληροφορεί: «Ήξει δε η ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί»(Β' Πέτρ. γ΄ 10). Θα έλθει δε η ημέρα του Κυρίου κατά την οποία θα κρίνει τον κόσμο. Και θα έλθει ξαφνικά, σαν τον κλέπτη κατά τη νύκτα.
Και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη μας προτρέπει:«Εάν ουν μη γρηγορήσης, ήξω επί σε ως κλέπτης, και ού γνώση ποίαν ώραν ήξω επί σε» (Κεφ. γ΄ 3). Αν λοιπόν δεν ξυπνήσεις και δεν γίνεις προσεκτικός, θα έλθω με τον θάνατό σου σε σένα ξαφνικά, όπως έρχεται και ο κλέπτης κατά τη νύκτα. Και δεν θα γνωρίσεις ποια ώρα θα έλθω σε σένα, για να ζητήσω λόγο των πράξεών σου.
Κατάθεση μετανοίας
Ανάλογη με τις παραπάνω αλήθειες, της ευγνωμοσύνης και της νήψης, είναι το περιεχόμενο της ακολουθίας του Μεσονυκτικού.
Σε μια κατάσταση πνευματικής αφύπνισης αντιλαμβάνεται ο αμαρτωλός άνθρωπος ότι τα συναισθήματα της ευγνωμοσύνης, τα οποία κατακλύζουν την ευάλωτη καρδιά του, για να μη μείνουν άκαρπα, έχουν ανάγκη της ασφαλούς οδού της έμπρακτης μετάνοιας. Γι' αυτό και ξεκινά τη μεσονυκτική επικοινωνία του με τον «δοτήρα παντός αγαθού» Θεό του, αφού εκζητεί το άπειρο έλεός Του καθώς αναγινώσκει τον 50ο ψαλμό της μετανοίας.
« Ελέησόν με ο Θεός κατά μέγα έλεος Σου». Συνεχίζει εξομολογούμενος την ενοχή του: «ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιον μου έστί διά παντός». Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας είναι κατάσταση μετανοίας, η οποία για να σταθεροποιηθεί έχει ανάγκη τον φωτισμό και τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος· γι'αυτό και ικετεύει: «Πνεύμα ευθές εγκαίνισόν εν τοις εγκάτοις μου...και το Πνεύμα Σου το Άγιον μη αντανέλης απ' εμού»... «και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με». Επιπλέον η ανθρώπινη δοξολογία είναι θεάρεστη, διότι είναι σύμφωνη με το πνεύμα του Θεού κατά το «Κύριε τα χείλη μου ανοίξεις, και το στόμα μου αναγγελεί την αίνεσίν σου» (στιχ. 3, 5,12,13,14,17).
Και όσο το σκοτάδι της νύκτας γίνεται πιο βαθύ, τόσο και τα μάτια της προσευχόμενης ψυχής καταυγάζονται από το ανέσπερο φως της Τρισηλίου Θεότητας. Απαιτείται ψυχική ορατότητα, για να μπορεί κανείς μαζί με τον προφητάνακτα να ομολογεί, στον «Άμωμον» - έτσι ονομάζεται ο 118ος ψαλμός, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος του Ψαλτηρίου - ότι είναι μακάριοι εκείνοι, οι οποίοι έγιναν «άμωμοι», άμεμπτοι, εξαιτίας τού ότι πορεύονται «εν νόμω Κυρίου», σύμφωνα με το νόμο του Θεού.
Παράκουσαν, τότε, οι πρωτόπλαστοι το νόμο του Θεού. Τώρα, η «έν μετανοία» γρήγορση εμπνέει στον άνθρωπο τον σεβασμό και την τήρηση του θεϊκού νόμου. Γι' αυτό και σ' ολόκληρο τον 118ο ψαλμό, ο οποίος διαβάζεται στο Μεσονυκτικό, πλέκεται το εγκώμιο του θείου Νόμου και με ποικίλες εκφράσεις και εικόνες καταδεικνύεται πόσο πολύτιμος είναι ο νόμος του Θεού και με πόση ευλάβεια και πιστότητα, αδιάλειπτα και αναλλοίωτα, πρέπει να τον εφαρμόζουμε, εάν θέλουμε πραγματικά να είμαστε μακάριοι και ευτυχισμένοι.
Ομολογεί, λοιπόν, με τον 118ο Ψαλμό ο χριστιανός ότι τώρα «ηγάπησα τον νόμον Σου Κύριε- όλην την ημέραν μελέτη μου έστιν» (στίχ. 27). Και αυτό, διότι «επήλπισα εις τους λόγους Σου» (στίχ. 81), στήριξα όλη τη ζωή μου στα θεία λόγια Σου, τα οποία είναι «γλυκέα τω λάρυγγί μου...υπέρ μέλι τω στόματί μου» (στίχ. 103). Αλλά και πολυτιμότερα από κάθε γή ινο θησαυρό: «αγαθός μοι ο νόμος του στόματός Σου υπέρ χιλιάδας χρυσίου και αργυρίου» (στίχ. 72).
Και είναι ασύγκριτα ανώτερος ο νόμος Σου, διότι αποτελεί το ανέσπερο πνευματικό φως, το οποίο καθοδηγεί τα διαβήματά μου, ώστε να πολιτεύομαι θεοφιλώς. Σαν άλλος λύχνος φωτίζει τον δρόμο της ζωής μου: «Λύχνος τοις ποσί μου ο νόμος Σου και φως ταις τρίβοις μου», γράφει ο ψαλμωδός στον 115ο στίχο. Για όλα αυτά, όχι απλά τον αποδέχομαι και τον μελετώ εμβαθύνοντας στα δικαιώματά Σου, αλλά και «εν τη καρδία μου έκρυψα το λόγια Σου, όπως αν μη αμάρτω Σοι» (στίχ. 11).
Και όταν κρατώ μέσα στην καρδιά μου το πολύτιμο μαργαριτάρι, που λέγεται Θείος Νόμος, ακόμη και μέσα στην βαθιά νύκτα θα σηκώνομαι από το κρεββάτι μου, για να ευχαριστήσω και δοξολογήσω τον Πανάγαθο Πατέρα για τις σωτήριες εντολές τις οποίες μου έδωσε: «μεσονύκτιον εξεγειρόμην του εξομολογείσθαι σοι επί τα κρίματα της δικαιοσύνης Σου» (στίχ.62).
Και με τον προηγούμενο στίχο αποκαλύπτεται το ασύλληπτο ύψος της μετανοίας, το οποίο μπορεί να προσεγγίσει ο άνθρωπος, ο οποίος αγρυπνεί και προσεύχεται με ευγνώμονη καρδιά. Ο ψαλμός συμμορφούμενος με το όλο περιεχόμενο της ακολουθίας δίνει το πνεύμα της γνήσιας μετάνοιας κατά την οποία ό,τι περιφρόνησες και περιύβρισες κάποτε, τώρα το εγκολπώνεσαι και το περιφρουρείς με τη ζωή σου και δεν παύεις να ευγνωμονείς γι' αυτό τον Θεό, ακόμη και στο διάστημα της νύχτας.
Τροπάρια νήψης και το "Πιστεύω"
Οι έννοιες της αγρυπνίας και της νήψης υποβοηθούνται και με το μέλος διαφόρων τροπαρίων, όπως είναι το «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται έν τω μέσω της νυκτός...», και «την ημέραν την φοβεράν εννοούσα ψυχή μου, γρηγόρησον...», τα οποία και τα δύο είναι εμπνευσμένα από την παραβολή των Δέκα Παρθένων.
Και τα δύο είναι καρποί της αγάπης της μητέρας Εκκλησίας προς τα παιδιά Της, στην προσπάθειά Της να εξάρει την ανάγκη εγρήγορσης στον εαυτό τους και την αναμονή της προϋπαντήσεως του Νυμφίου, ο οποίος ως δίκαιος Κριτής θα κρίνει τον κόσμο.
H Δεύτερη έλευση του Κυρίου στη γη με την ιδιότητα του Κριτή, η οποία σημαίνει την απαρχή της γενικής κρίσης του κόσμου, και η οποία συμπίπτει με την ανάσταση των νεκρών εν Χριστώ, φέρνει στο νου των πιστών τους προκεκοιμημένους πιστούς· έτσι τους δίδεται η ευκαιρία να προσευχηθούν και γι' αυτούς.
Γι' αυτό και στη συνέχεια διαβάζονται δυό τροπάρια, τα οποία αναφέρονται στους κεκοιμημένους, με τα οποία εκζητείται η συγχώρηση και ανάπαυση των ψυχών τους. «Μνήσθητι, Κύριε, ώς αγαθός των δούλων Σου, και όσα εν βίω ήμαρτον συγχώρησον...» και «ο βάθει σοφίας φιλανθρώπως πάντα οικονόμων... ανάπαυσον, Κύριε, τας ψυχάς των δούλων Σου...».
Και πάλι ο χριστιανός στρέφει τα μάτια του σώματος και της ψυχής του προς τον ουρανό. Ευρισκόμενος στον κόσμο, όπου διεξάγει τον αγώνα του, και χωρίς να έχει θάρρος στη δική του βοήθεια για τη δύναμη της πίστης του, απευθύνεται στον ουράνιο Πατέρα του, όταν απαγγέλλει το σύμβολο της πίστης του, το «Πιστεύω εις ένα Θεόν...». Και αυτό είναι παράδοση Πατερική. Οι άγιοι Πατέρες συμβουλεύουν:
«Αφού σηκωθείς να δοξολογήσεις την πίστη σου» δηλαδή να πεις το ιερό Σύμβολο. Άλλος δε από τους όσιους Πατέρες λέει ότι «πρέπει να απαγγέλλεται η πίστη - το Σύμβολο της πίστης- «πρωί και εσπέρας έτσι ώστε όποια ώρα έλθει ο θάνατος να βρει τον πιστό χριστιανό στην ομολογία της πίστεως». Και έτσι τονώνεται ο χριστιανός στην ορθή πίστη και ομολογία.
Η σημασία των "Κύριε Ελέησον"
Ιδιαίτερη αίσθηση στην ακολουθία του Μεσονυκτικού προξενεί η σύντομη προσευχή «Κύριε, ελέησον», η οποία απαγγέλλεται άλλοτε δώδεκα, και άλλοτε σαράντα φορές. Η ψυχή επιζητεί μέσω της επανάληψης αυτής τη σωτηρία της και εκζητεί το έλεος του Θεού. Αλλά έχει και βαθύτατο συμβολισμό η προσευχή αυτή, όπως μας πληροφορεί ο Συμεών Θεσσαλονίκης.
Στα Άπαντά του και στη σελίδα 217 διαβάζομε: «Απαγγέλλεται το «Κύριε, ελέησον» δώδεκα φορές «δια το δωδεκάωρον της ημέρας και το δωδεκάωρον της νύκτας, εις αγιασμόν ημών και κάθαρσιν» κατά τις ωρες αυτές, από τις αμαρτίες, που κάνουμε με το λόγια και τα έργα μας.
Όσο δε για την επανάληψη του «Κύριε, ελέησον» σαράντα φορές ο ίδιος πατήρ σημειώνει:
«Ως θυσίαν αποδεκατώσεως των ημερών ημών και ωρών τω Θεώ προσκομίζομεν. Και τούτο ποιούμεν εν πάσαις ταις προσευχαίς τον έκ Θεού πάντα επικαλούμενοι έλεον. Ότι ούτος ισχύει μόνον σώσαι ημάς.
Και ότι ελέους άξιοι πεπλημμεληκότες. Και ότι ουχ ικανοί άλλοθεν σωθήναι ει μη ελέει μόνω Θεού, ουδέν αφ' εαυτών έχοντες εξίλασμα, ει μη το παροργίζεσθαι μάλλον τον Θεόν δι' ων ενεργούμεν, λαλούμεν και διανοούμεθα».
Με άλλα λόγια: Προσφέρομε το «Κύριε, ελέησον» ως θυσία, η οποία δίδει το δέκατο των ημερών και ωρών της ζωής μας στο Θεό. Και αυτό το κάνομε σ' όλες τις προσευχές με το να επικαλούμαστε για όλα το έλεος του Θεού.
Διότι μόνο Αυτός μπορεί να μας σώσει. Και διότι είμαστε άξιοι του ελέους, επειδή είμαστε αμαρτωλοί. Και διότι είμαστε ανίκανοι να σωθούμε από πουθενά αλλού, παρά μόνο από το έλεος του Θεού, αφού από τον εαυτό μας καμία εξιλαστήρια προσφορά δεν ισχύει, έκτος από το να εξοργίζομε περισσότερο τον Θεό, με όσα πράττομε, λέγομε και σκεπτόμαστε.
Και αλλού ο ίδιος όσιος πατήρ γράφει: «Το Κύριε, ελέησον», τεσσαράκοντα εις αγιασμόν του καιρού παντός της ζωής ημών. Των γαρ τριακοσίων εξήκοντα πέντε ημερών αποδεκάτωσις, ώς φασί τίνες, αι τεσσαράκοντα, εν αις η μεγάλη νηστεία, και έν εκάστω καιρώ προσευχής, το «Κύριε, ελέησον» τεσσαράκοντα εις εξάλειψιν των εν πάση ημέρα και ώρα αμυθήτων ημών αμαρτιών. Διό και μετά το «Κύριε, ελέησον» την αναγκαιοτάτην λέγομεν πάντοτε ευχήν.
Το «έν παντί καιρώ και πάση ώρα» πάντα περιέχουσαν, και υπέρ πάντων ούσαν των ημετέρων και ψυχών και σωμάτων και λογισμών και εννοιών και έργων άπαντα αιτουμένη καθαγιάζεσθαι και παντός λυτρούσθαι πειρασμών. Και υπό των αγίων Αγγέλων τειχίζεσθαι και φυλάττεσθαι». Δηλαδή:
Λέγομε το «Κύριε, ελέησον» σαράντα φορές για τον αγιασμό του χρόνου όλης της ζωής μας. Και η δόση του δέκατου των 365 ημερών (δηλαδή το δέκατο του 365 είναι 36,5 αλλά ορίζεται το 40 για το στρογγυλό και εύκολο του αριθμού), όπως λένε μερικοί είναι οι σαράντα ημέρες, κατά τις οποίες διαρκεί η μεγάλη νηστεία, η οποία ορίσθηκε, διότι ο Κύριος νήστευσε στην έρημο 40 ήμερες και 40 νύχτες(Ματθ. δ' 2)· Και σε κάθε χρόνο προσευχής λέμε «Κύριε, ελέησον» 40 φορές σε εξάλειψη των αμέτρητων αμαρτιών μας, που διαπράττομε κάθε ημέρα και ώρα.
Γι' αυτό, έπειτα από το «Κύριε, ελέησον», λέμε την πολύ αναγκαία πάντοτε προσευχή, το «έν παντί καιρώ και πάση ώρα...», η οποία όλα τα περικλείει και ομιλεί για όλα τα δικά μας, δηλαδή και τίς ψυχές και τα σώματα και τους διαλογισμούς και τις σκέψεις και τα έργα. Και αυτό, γιατί όλα γενικά ζητεί να τα καθαγιάζομε και να λυτρωνόμαστε από κάθε πειρασμό. Και από τους αγγέλους να περιφρουρούμαστε και να προφυλασσόμαστε.
Όλα τα προηγούμενα τα οποία αναπέμπονται κατα την ακολουθία του Μεσονυκτικού, αφήνουν να φανεί - έστω και μέσα από τη συνοπτική και επιλεκτική έκθεση και ερμηνεία τους - η κεκρυμμένη, αλλά άδυτη δόξα της Ορθοδοξίας.
Οι έννοιες - αρετές της εγρήγορσης - νήψης, της γνήσιας μετάνοιας, της βαθιάς ευγνωμοσύνης, της ακλόνητης πίστης, προβάλλονται και υπογραμμίζονται, για να βοηθήσουν κάθε χριστιανική ψυχή να αγρυπνεί και να μην επιτρέπει στον εαυτό της να απορροφάται από τις καθημερινές μέριμνες και φροντίδες· για να θυμάται, προ παντός, τον Νυμφίο Χριστό, ο Οποίος στέκεται έξω από τη θύρα της ψυχής κάθε χριστιανού, την κτυπά διακριτικά και ζητεί να Του ανοίξει.
Έτσι, ώστε με ψυχική ετοιμότητα και αγνότητα καρδίας να μπορεί να υποδέχεται την κάθε στιγμή της ζωής τον Μεγάλο Επισκέπτη, ο Οποίος και θα τον καταστήσει μόνιμα ευτυχισμένο.
Ακολουθία του καθ' ημέραν μεσονυκτικού
Σχόλιο στην ακολουθία του μεσονυκτικού
Ως προς τη χρονική στιγμή της ψυχοσωματικής τους απελευθέρωσης - η οποία αιτιολογεί την ονομασία και το χρόνο τέλεσης του Μεσονυκτικού- υποβοηθεί τις σκέψεις μας και ο κ. Ιω. Φουντούλης: «Στην ιστορία του παλαιού Ισραήλ υπήρχε το συνταρακτικό γεγονός της Αιγύπτου, όπου ο ολοθρευτής άγγελος κατά τη νύκτα της απελευθέρωσης από τον ζυγό των Αιγυπτίων θανάτωσε τά πρωτότοκα των Αιγυπτίων «μεσούσης της νυκτός»(Έξ. IB' 29).
Στην ανάμνηση του γεγονότος αυτού κατά τη νύκτα του Εβραϊκού Πάσχα οι Ιουδαίοι της εποχής του Χριστού περίμεναν και πάλι τον ελευθερωτή που θα συνέτριβε τους εχθρούς του λαού του Θεού.
Ο τύπος ομως έγινε πραγματικότητα στο νέο Ισραήλ, δηλαδή σε μας τους χριστιανούς ο Λυτρωτής μας αναστήθηκε κατά τη νύκτα του Πάσχα «οψέ Σαββάτων» (Ματθ. κη΄1), αργά τη νύκτα του Σαββάτου. Και η χριστιανική παράδοση εντόπιζε χρονικά το γεγονός αυτό στό μεσονύκτιο».
Ευγνωμοσύνη και εγρήγορση
Αναντίρρητα, η ευγνωμοσύνη για την ανεκτίμητη θυσία του Χριστού μένει επιφανειακή και ρηχή εορταστική εκδήλωση, αν δεν συνοδεύεται και από έμπρακτη εγρήγορση, η οποία συντελεί τα μέγιστα στον αγιασμό του πιστού. Γι' αυτό και υπάρχει εσωτερική και ουσιαστική σύνδεση ανάμεσα στίς έννοιες - αρετές της ευγνωμοσύνης και της πνευματικής αγρυπνίας.
Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι η ακολουθία του Μεσονυκτικού στην ουσία και το περιεχόμενό της - εκτός από το χρόνο της λύτρωσης του ανθρώπου από τα ολέθρια δεσμά του σωματικού και πνευματικού θανάτου - υπενθυμίζει στο βραχύβιο άνθρωπο και τη νήψη, ώστε ο αιφνίδιος χρόνος του θανάτου του ή της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου να μη στερήσει αυτόν «της εκ δεξιών μερίδος των σωζομένων τυχείν».
Ο Κύριος Ιησούς, επειδή γνώριζε την ανθρώπινη αδυναμία και την εύκολη παραμέληση της οδού της νήψης από τον άνθρωπο, ακολούθησε τον αφυπνιστικό χειρισμό με την εξιστόρηση της παραβολής των δέκα Παρθένων, όπου προσδιορίζεται ότι η έλευση του Νυμφίου θα γίνει «μέσης νυκτός», οπότε «κραυγή γέγονεν, ιδού ο Νυμφίος έρχεται» (Ματθ. κε' 6).
Στη μνήμη μας έρχονται ακόμη επίμονες επαναλήψεις της αυτής φράσης του Κυρίου λίγο προ του Πάθους Του, όταν συνιστούσε στους Μαθητές Του να γρηγορούν, να αγρυπνούν και να προσεύχονται, διότι δεν γνωρίζουν ποια ώρα θα έλθει και πάλι· «γρηγορείτε ουν ουκ οίδατε γαρ πότε ο Κύριος της οικίας έρχεται, όψε ή μεσονυκτίου ή αλεκτοροφωνίας ή πρωί», «μη ελθών εξαίφνης εύρη υμάς καθεύδοντας» (Μάρκ. ιγ' 35-36).
Το ίδιο πνεύμα τήρησαν και οι Απόστολοι διδάσκοντας ότι ο Κύριος θα έλθει ξαφνικά, σε ώρα απρόσμενη. Ο απ. Παύλος στην Α' προς Θεσσαλονικείς επιστολή του μας συνιστά «γρηγορώμεν και νήφωμεν» (Κεφ.ε' 6), να είμαστε άγρυπνοι και να εγκρατευόμαστε. Και ο απ. Πέτρος μας πληροφορεί: «Ήξει δε η ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί»(Β' Πέτρ. γ΄ 10). Θα έλθει δε η ημέρα του Κυρίου κατά την οποία θα κρίνει τον κόσμο. Και θα έλθει ξαφνικά, σαν τον κλέπτη κατά τη νύκτα.
Και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη μας προτρέπει:«Εάν ουν μη γρηγορήσης, ήξω επί σε ως κλέπτης, και ού γνώση ποίαν ώραν ήξω επί σε» (Κεφ. γ΄ 3). Αν λοιπόν δεν ξυπνήσεις και δεν γίνεις προσεκτικός, θα έλθω με τον θάνατό σου σε σένα ξαφνικά, όπως έρχεται και ο κλέπτης κατά τη νύκτα. Και δεν θα γνωρίσεις ποια ώρα θα έλθω σε σένα, για να ζητήσω λόγο των πράξεών σου.
Κατάθεση μετανοίας
Ανάλογη με τις παραπάνω αλήθειες, της ευγνωμοσύνης και της νήψης, είναι το περιεχόμενο της ακολουθίας του Μεσονυκτικού.
Σε μια κατάσταση πνευματικής αφύπνισης αντιλαμβάνεται ο αμαρτωλός άνθρωπος ότι τα συναισθήματα της ευγνωμοσύνης, τα οποία κατακλύζουν την ευάλωτη καρδιά του, για να μη μείνουν άκαρπα, έχουν ανάγκη της ασφαλούς οδού της έμπρακτης μετάνοιας. Γι' αυτό και ξεκινά τη μεσονυκτική επικοινωνία του με τον «δοτήρα παντός αγαθού» Θεό του, αφού εκζητεί το άπειρο έλεός Του καθώς αναγινώσκει τον 50ο ψαλμό της μετανοίας.
« Ελέησόν με ο Θεός κατά μέγα έλεος Σου». Συνεχίζει εξομολογούμενος την ενοχή του: «ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιον μου έστί διά παντός». Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας είναι κατάσταση μετανοίας, η οποία για να σταθεροποιηθεί έχει ανάγκη τον φωτισμό και τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος· γι'αυτό και ικετεύει: «Πνεύμα ευθές εγκαίνισόν εν τοις εγκάτοις μου...και το Πνεύμα Σου το Άγιον μη αντανέλης απ' εμού»... «και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με». Επιπλέον η ανθρώπινη δοξολογία είναι θεάρεστη, διότι είναι σύμφωνη με το πνεύμα του Θεού κατά το «Κύριε τα χείλη μου ανοίξεις, και το στόμα μου αναγγελεί την αίνεσίν σου» (στιχ. 3, 5,12,13,14,17).
Υπακοή στο Θείο Νόμο
Και όσο το σκοτάδι της νύκτας γίνεται πιο βαθύ, τόσο και τα μάτια της προσευχόμενης ψυχής καταυγάζονται από το ανέσπερο φως της Τρισηλίου Θεότητας. Απαιτείται ψυχική ορατότητα, για να μπορεί κανείς μαζί με τον προφητάνακτα να ομολογεί, στον «Άμωμον» - έτσι ονομάζεται ο 118ος ψαλμός, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος του Ψαλτηρίου - ότι είναι μακάριοι εκείνοι, οι οποίοι έγιναν «άμωμοι», άμεμπτοι, εξαιτίας τού ότι πορεύονται «εν νόμω Κυρίου», σύμφωνα με το νόμο του Θεού.
Παράκουσαν, τότε, οι πρωτόπλαστοι το νόμο του Θεού. Τώρα, η «έν μετανοία» γρήγορση εμπνέει στον άνθρωπο τον σεβασμό και την τήρηση του θεϊκού νόμου. Γι' αυτό και σ' ολόκληρο τον 118ο ψαλμό, ο οποίος διαβάζεται στο Μεσονυκτικό, πλέκεται το εγκώμιο του θείου Νόμου και με ποικίλες εκφράσεις και εικόνες καταδεικνύεται πόσο πολύτιμος είναι ο νόμος του Θεού και με πόση ευλάβεια και πιστότητα, αδιάλειπτα και αναλλοίωτα, πρέπει να τον εφαρμόζουμε, εάν θέλουμε πραγματικά να είμαστε μακάριοι και ευτυχισμένοι.
Ομολογεί, λοιπόν, με τον 118ο Ψαλμό ο χριστιανός ότι τώρα «ηγάπησα τον νόμον Σου Κύριε- όλην την ημέραν μελέτη μου έστιν» (στίχ. 27). Και αυτό, διότι «επήλπισα εις τους λόγους Σου» (στίχ. 81), στήριξα όλη τη ζωή μου στα θεία λόγια Σου, τα οποία είναι «γλυκέα τω λάρυγγί μου...υπέρ μέλι τω στόματί μου» (στίχ. 103). Αλλά και πολυτιμότερα από κάθε γή ινο θησαυρό: «αγαθός μοι ο νόμος του στόματός Σου υπέρ χιλιάδας χρυσίου και αργυρίου» (στίχ. 72).
Και είναι ασύγκριτα ανώτερος ο νόμος Σου, διότι αποτελεί το ανέσπερο πνευματικό φως, το οποίο καθοδηγεί τα διαβήματά μου, ώστε να πολιτεύομαι θεοφιλώς. Σαν άλλος λύχνος φωτίζει τον δρόμο της ζωής μου: «Λύχνος τοις ποσί μου ο νόμος Σου και φως ταις τρίβοις μου», γράφει ο ψαλμωδός στον 115ο στίχο. Για όλα αυτά, όχι απλά τον αποδέχομαι και τον μελετώ εμβαθύνοντας στα δικαιώματά Σου, αλλά και «εν τη καρδία μου έκρυψα το λόγια Σου, όπως αν μη αμάρτω Σοι» (στίχ. 11).
Και όταν κρατώ μέσα στην καρδιά μου το πολύτιμο μαργαριτάρι, που λέγεται Θείος Νόμος, ακόμη και μέσα στην βαθιά νύκτα θα σηκώνομαι από το κρεββάτι μου, για να ευχαριστήσω και δοξολογήσω τον Πανάγαθο Πατέρα για τις σωτήριες εντολές τις οποίες μου έδωσε: «μεσονύκτιον εξεγειρόμην του εξομολογείσθαι σοι επί τα κρίματα της δικαιοσύνης Σου» (στίχ.62).
Και με τον προηγούμενο στίχο αποκαλύπτεται το ασύλληπτο ύψος της μετανοίας, το οποίο μπορεί να προσεγγίσει ο άνθρωπος, ο οποίος αγρυπνεί και προσεύχεται με ευγνώμονη καρδιά. Ο ψαλμός συμμορφούμενος με το όλο περιεχόμενο της ακολουθίας δίνει το πνεύμα της γνήσιας μετάνοιας κατά την οποία ό,τι περιφρόνησες και περιύβρισες κάποτε, τώρα το εγκολπώνεσαι και το περιφρουρείς με τη ζωή σου και δεν παύεις να ευγνωμονείς γι' αυτό τον Θεό, ακόμη και στο διάστημα της νύχτας.
Τροπάρια νήψης και το "Πιστεύω"
Οι έννοιες της αγρυπνίας και της νήψης υποβοηθούνται και με το μέλος διαφόρων τροπαρίων, όπως είναι το «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται έν τω μέσω της νυκτός...», και «την ημέραν την φοβεράν εννοούσα ψυχή μου, γρηγόρησον...», τα οποία και τα δύο είναι εμπνευσμένα από την παραβολή των Δέκα Παρθένων.
Και τα δύο είναι καρποί της αγάπης της μητέρας Εκκλησίας προς τα παιδιά Της, στην προσπάθειά Της να εξάρει την ανάγκη εγρήγορσης στον εαυτό τους και την αναμονή της προϋπαντήσεως του Νυμφίου, ο οποίος ως δίκαιος Κριτής θα κρίνει τον κόσμο.
H Δεύτερη έλευση του Κυρίου στη γη με την ιδιότητα του Κριτή, η οποία σημαίνει την απαρχή της γενικής κρίσης του κόσμου, και η οποία συμπίπτει με την ανάσταση των νεκρών εν Χριστώ, φέρνει στο νου των πιστών τους προκεκοιμημένους πιστούς· έτσι τους δίδεται η ευκαιρία να προσευχηθούν και γι' αυτούς.
Γι' αυτό και στη συνέχεια διαβάζονται δυό τροπάρια, τα οποία αναφέρονται στους κεκοιμημένους, με τα οποία εκζητείται η συγχώρηση και ανάπαυση των ψυχών τους. «Μνήσθητι, Κύριε, ώς αγαθός των δούλων Σου, και όσα εν βίω ήμαρτον συγχώρησον...» και «ο βάθει σοφίας φιλανθρώπως πάντα οικονόμων... ανάπαυσον, Κύριε, τας ψυχάς των δούλων Σου...».
Και πάλι ο χριστιανός στρέφει τα μάτια του σώματος και της ψυχής του προς τον ουρανό. Ευρισκόμενος στον κόσμο, όπου διεξάγει τον αγώνα του, και χωρίς να έχει θάρρος στη δική του βοήθεια για τη δύναμη της πίστης του, απευθύνεται στον ουράνιο Πατέρα του, όταν απαγγέλλει το σύμβολο της πίστης του, το «Πιστεύω εις ένα Θεόν...». Και αυτό είναι παράδοση Πατερική. Οι άγιοι Πατέρες συμβουλεύουν:
«Αφού σηκωθείς να δοξολογήσεις την πίστη σου» δηλαδή να πεις το ιερό Σύμβολο. Άλλος δε από τους όσιους Πατέρες λέει ότι «πρέπει να απαγγέλλεται η πίστη - το Σύμβολο της πίστης- «πρωί και εσπέρας έτσι ώστε όποια ώρα έλθει ο θάνατος να βρει τον πιστό χριστιανό στην ομολογία της πίστεως». Και έτσι τονώνεται ο χριστιανός στην ορθή πίστη και ομολογία.
Η σημασία των "Κύριε Ελέησον"
Ιδιαίτερη αίσθηση στην ακολουθία του Μεσονυκτικού προξενεί η σύντομη προσευχή «Κύριε, ελέησον», η οποία απαγγέλλεται άλλοτε δώδεκα, και άλλοτε σαράντα φορές. Η ψυχή επιζητεί μέσω της επανάληψης αυτής τη σωτηρία της και εκζητεί το έλεος του Θεού. Αλλά έχει και βαθύτατο συμβολισμό η προσευχή αυτή, όπως μας πληροφορεί ο Συμεών Θεσσαλονίκης.
Στα Άπαντά του και στη σελίδα 217 διαβάζομε: «Απαγγέλλεται το «Κύριε, ελέησον» δώδεκα φορές «δια το δωδεκάωρον της ημέρας και το δωδεκάωρον της νύκτας, εις αγιασμόν ημών και κάθαρσιν» κατά τις ωρες αυτές, από τις αμαρτίες, που κάνουμε με το λόγια και τα έργα μας.
Όσο δε για την επανάληψη του «Κύριε, ελέησον» σαράντα φορές ο ίδιος πατήρ σημειώνει:
«Ως θυσίαν αποδεκατώσεως των ημερών ημών και ωρών τω Θεώ προσκομίζομεν. Και τούτο ποιούμεν εν πάσαις ταις προσευχαίς τον έκ Θεού πάντα επικαλούμενοι έλεον. Ότι ούτος ισχύει μόνον σώσαι ημάς.
Και ότι ελέους άξιοι πεπλημμεληκότες. Και ότι ουχ ικανοί άλλοθεν σωθήναι ει μη ελέει μόνω Θεού, ουδέν αφ' εαυτών έχοντες εξίλασμα, ει μη το παροργίζεσθαι μάλλον τον Θεόν δι' ων ενεργούμεν, λαλούμεν και διανοούμεθα».
Με άλλα λόγια: Προσφέρομε το «Κύριε, ελέησον» ως θυσία, η οποία δίδει το δέκατο των ημερών και ωρών της ζωής μας στο Θεό. Και αυτό το κάνομε σ' όλες τις προσευχές με το να επικαλούμαστε για όλα το έλεος του Θεού.
Διότι μόνο Αυτός μπορεί να μας σώσει. Και διότι είμαστε άξιοι του ελέους, επειδή είμαστε αμαρτωλοί. Και διότι είμαστε ανίκανοι να σωθούμε από πουθενά αλλού, παρά μόνο από το έλεος του Θεού, αφού από τον εαυτό μας καμία εξιλαστήρια προσφορά δεν ισχύει, έκτος από το να εξοργίζομε περισσότερο τον Θεό, με όσα πράττομε, λέγομε και σκεπτόμαστε.
Και αλλού ο ίδιος όσιος πατήρ γράφει: «Το Κύριε, ελέησον», τεσσαράκοντα εις αγιασμόν του καιρού παντός της ζωής ημών. Των γαρ τριακοσίων εξήκοντα πέντε ημερών αποδεκάτωσις, ώς φασί τίνες, αι τεσσαράκοντα, εν αις η μεγάλη νηστεία, και έν εκάστω καιρώ προσευχής, το «Κύριε, ελέησον» τεσσαράκοντα εις εξάλειψιν των εν πάση ημέρα και ώρα αμυθήτων ημών αμαρτιών. Διό και μετά το «Κύριε, ελέησον» την αναγκαιοτάτην λέγομεν πάντοτε ευχήν.
Το «έν παντί καιρώ και πάση ώρα» πάντα περιέχουσαν, και υπέρ πάντων ούσαν των ημετέρων και ψυχών και σωμάτων και λογισμών και εννοιών και έργων άπαντα αιτουμένη καθαγιάζεσθαι και παντός λυτρούσθαι πειρασμών. Και υπό των αγίων Αγγέλων τειχίζεσθαι και φυλάττεσθαι». Δηλαδή:
Λέγομε το «Κύριε, ελέησον» σαράντα φορές για τον αγιασμό του χρόνου όλης της ζωής μας. Και η δόση του δέκατου των 365 ημερών (δηλαδή το δέκατο του 365 είναι 36,5 αλλά ορίζεται το 40 για το στρογγυλό και εύκολο του αριθμού), όπως λένε μερικοί είναι οι σαράντα ημέρες, κατά τις οποίες διαρκεί η μεγάλη νηστεία, η οποία ορίσθηκε, διότι ο Κύριος νήστευσε στην έρημο 40 ήμερες και 40 νύχτες(Ματθ. δ' 2)· Και σε κάθε χρόνο προσευχής λέμε «Κύριε, ελέησον» 40 φορές σε εξάλειψη των αμέτρητων αμαρτιών μας, που διαπράττομε κάθε ημέρα και ώρα.
Γι' αυτό, έπειτα από το «Κύριε, ελέησον», λέμε την πολύ αναγκαία πάντοτε προσευχή, το «έν παντί καιρώ και πάση ώρα...», η οποία όλα τα περικλείει και ομιλεί για όλα τα δικά μας, δηλαδή και τίς ψυχές και τα σώματα και τους διαλογισμούς και τις σκέψεις και τα έργα. Και αυτό, γιατί όλα γενικά ζητεί να τα καθαγιάζομε και να λυτρωνόμαστε από κάθε πειρασμό. Και από τους αγγέλους να περιφρουρούμαστε και να προφυλασσόμαστε.
Όλα τα προηγούμενα τα οποία αναπέμπονται κατα την ακολουθία του Μεσονυκτικού, αφήνουν να φανεί - έστω και μέσα από τη συνοπτική και επιλεκτική έκθεση και ερμηνεία τους - η κεκρυμμένη, αλλά άδυτη δόξα της Ορθοδοξίας.
Οι έννοιες - αρετές της εγρήγορσης - νήψης, της γνήσιας μετάνοιας, της βαθιάς ευγνωμοσύνης, της ακλόνητης πίστης, προβάλλονται και υπογραμμίζονται, για να βοηθήσουν κάθε χριστιανική ψυχή να αγρυπνεί και να μην επιτρέπει στον εαυτό της να απορροφάται από τις καθημερινές μέριμνες και φροντίδες· για να θυμάται, προ παντός, τον Νυμφίο Χριστό, ο Οποίος στέκεται έξω από τη θύρα της ψυχής κάθε χριστιανού, την κτυπά διακριτικά και ζητεί να Του ανοίξει.
Έτσι, ώστε με ψυχική ετοιμότητα και αγνότητα καρδίας να μπορεί να υποδέχεται την κάθε στιγμή της ζωής τον Μεγάλο Επισκέπτη, ο Οποίος και θα τον καταστήσει μόνιμα ευτυχισμένο.
Διαβάστε επίσης:
Ακολουθία του καθ' ημέραν μεσονυκτικού
Σχόλιο στην ακολουθία του μεσονυκτικού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.