Σελίδες

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

"Λόγος Θ΄ - Απολογητικός εις τον εαυτού πατέρα Γρηγόριον, συμπαρόντως αυτώ Βασιλείου, ηνίκα επίσκοπος εχειροτονήθη"


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο απολογητικός εις τον εαυτού πατέρα Γρηγόριον εξεφωνήθη ολίγον προ του Πάσχα του έτους 372, οταν εχειροτονήθη από τον πατέρα του και τον Μέγα Βασίλειον επίσκοπος Σασίμων.

Ο Γρηγόριος αναφέρεται κατ' αρχήν εις την αναξιότητά του, την οποία παραβάλλει με εκείνην του Μανωέ, του Πέτρου και του εκατόνταρχου των ευαγγελίων, οι οποίοι δεν ημπορούσαν να ατενίσουν ή να δεχθούν εις την οικίαν των το μεγαλείον του Θεού.

Παρηγορείται όμως δι' αυτήν με την ανάμνησιν του Σαούλ ο οποίος επροφήτευσεν, έστω και αν δεν ήτο κατά πάντα άξιοςδια την χάριν αυτήν, αλλά και ταυτόχρονα, βλέποντας την υπερηφάνειαν από την οποία κατελήφθη ο Σαούλ δια την χάριν, και η οποία επέφερε την καταστροφήν του, αισθάνεται να πλυμμηρίζει από τρόμον αλλά και από χαράν, από αγάπη αλλά και από φόβο δια το Πνεύμα, όπως συμβαίνει εις τα παιδιά όταν αντικρύζουν τας αστραπάς.




Παρά τους δισταγμούς μου, συνεχίζει, ενίκησε τελικά το Πνεύμα καί είμαι έτοιμος να αναλάβω το υπούργημα. «Ιδού τώρα έχεις μπροστά σου εκείνο το οποίον εποθούσες, λέγει με κάποιαν πικρίαν ο Γρηγόριος απευθυνόμενος προς τον φίλον του Βασίλειον, εμνένα τόν ίδιο νικημένο από σένα καθώς και τον λόγον μου, τον οποίον επαινούσες και κατέκρινες επειδή παρέμενεν αχρησιμοποίητος».

Κλείνει δε τόν λόγον τούτο, τον οποίον χαρακτηρίζει ένα ζωηρόν προσωπικόν χρώμα, με την παράκλησιν προς τον πατέρα και προς τον φίλον του να του διδάξουν πως πρέπει να ποιμαίνει το ποίμνιον και να τον στηρίζουν προς χάριν του ποιμνίου με τας διδασκαλίας και τας προσευχάς των.        


ΚΕΙΜΕΝΟ
1. Πάλιν χρίομαι και πάλιν με επισκέπτεται το Άγιον Πνεύμα, και πάλιν προχωρώ λυπημένος και σκυθρωπός. Ίσως να απορείτε. Και ο Ησαΐας(Ησ. 6,1ε.), προτού μεν να ίδει την δόξα του Κυρίου και τον θρόνον τον υψηλόν και υπερήφανον και τα σεραφείμ γύρω από αυτόν, δεν λέγει τίποτε παρόμοιον, ούτε απομακρύνεται από ανυπομονησία, ούτε φοβάται. αλλά κατακρίνει μεν τον Ισραήλ, δικαιολογεί δε και υπερασπίζεται τον εαυτόν του, επειδή δεν ευθύνεται δια τίποτε.

Αφού δε είδε τα πράγματα αυτά, και ήκουσε την αγίαν και μυστικήν φωνήν, ωσάν να είχε συναισθανθεί κάτι ανώτερον από τον εαυτόν του, λέγει: Ω πόσον ταλαίπωρος είμαι εγώ διότι έχω λυπηθεί πολύ", και όσα λέγει εν συνεχεία (τα οποία παραλείπω), δια να μη φανώ υπερήφανος και ασεβής.

Ευρίσκω δε και τον παλαιόν εκείνον κριτήν Μανωέ και κατόπιν τον Πέτρον, το στήριγμα της Εκκλησίας, τον μεν πρώτον να λέγει: "έχομεν χαθεί γυναίκα. είδαμεν τον Θεόν!"(Κριτ. 13,22ε.), επειδή είδεν όραμα το οποίον ξεπερνούσε την φύσιν και την δύναμίν του. τον δε δεύτερον, ο οποίος δεν υπέφερε την πρόνοιαν και την ενέργειαν του Σωτήρος, την οποίαν είχεν επιδείξει κατά το ψάρεμα εις εκείνους οι οποίοι ήσαν μαζί του, και δια τούτο ένιωθε, βεβαίως, θαυμασμόν, αλλά τον απέπεμπεν από το πλοίον με την δικαιολογίαν ότι δεν ήτο άξιος να του παρουσιασθεί και να του ομιλήσει ο Θεός(Λουκ. 5,8ε).

*** *** *** 

2.  Όταν ακούω δε και τον εκατόνταρχον εις τα ευαγγέλια, να απαιτεί μεν την δύναμιν, αλλά να μη ζητεί την παρουσίαν, επειδή τάχα δεν εχωρούσε η οικία του το μεγαλείον και την τιμήν του(Ματθ. 8,8), δεν ημπορώ να κατηγορήσω τον εαυτόν μου δια την δειλίαν μου αυτήν και δια την μελαγχολίαν μου.

Διότι την μεν αδυναμίαν του οφθαλμού την φανερώνει ο ήλιος, την δε ασθένειαν της ψυχής την φανερώνει ο Θεός, όταν παρουσιασθεί. Και δι' άλλους μεν είναι φως, δι' άλλους δε φωτιά, αναλόγως προς το υλικόν και τας ιδιότητας τας οποίας διαθέτουν ούτοι.

Ποία είναι η γνώμη μας δια τον Σαούλ; Διότι έλαβε το χρίσμα και του μετεδόθη το Άγιον Πνεύμα και έγινε τότε πνευματικός - εγώ τουλάχιστον δεν θα ημπορούσα να το ονομάσω διαφορετικά αυτό το πράγμα - και επροφήτευσεν, και έτσι παρ' ελπίδα, και μολονότι τούτο δεν ήτο φυσικόν, έγινε εκείνο το θαύμα. "Συγκαταλέγεται δε και ο Σαούλ εις τους προφήτας"(Α΄ Βασ. 10,12), πράγμα το οποίον ακούγεται και λέγεται ακόμη και σήμερα; Επειδή δε δεν προσέφερεν ολόκληρον τον εαυτόν του εις το Πνεύμα και επειδή δεν μετεβλήθη πραγματικά εις άλλον άνθρωπον, όπως είχε καθήκον, αλλα παρέμεινεν εις αυτόν ένα μέρος από την παλαιάν σπίθα της κακίας και το πονηρόν πνεύμα, υπήρχε μέσα του μάχη μεταξύ σαρκός και πνεύματος.Αλλά δεν χρειάζεται να διεκτραγωδήσει κανείς όλα όσα έχουν σχέσιν με αυτόν. Γνωρίζετε το αντίθετον εκείνο πνεύμα και τον ψαλμωδόν, ο οποίος τον διεσκέδαζεν(Α΄ Βασ. 16,14ε.).

Όμως εκείνο γίνεται φανερόν και από το ότι, έστω και αν η χάρις δεν πλησιάζει τους αναξίους και το όργανον δεν είναι πονηρόν και εντελώς ακατάλληλον (διότι έχει λεχθεί με σαφήνειαν ότι εις ψυχήν πονηράν δεν θα εισέλθει σοφία[Σοφ. Σολομ.1,4], πράγμα το οποιον εγώ πιστεύω), είναι έργον εξ ίσου σπουδαίον κατ' εμέ, το να διατηρήσει κανείς την αξίαν και την αρμονίαν με το να ταιριάσει καλά από την αρχήν και να γίνει άξιος δι' αυτήν (την χάριν) λόγω του μεταβλητού και της ασταθείας των ανθρωπίνων συνηθειών και της ανθρωπίνης φύσεως.

Επειδή, βεβαίως, πολλάς φοράς η ιδία η χάρις, δια να αναφέρω το χειρότερον και το πλέον παράδοξον από τα κακά μας, αφού δημιουργήσει υπερηφάνειαν και ανεβάσει υψηλά, καταρρίπτει και απομακρύνει από τον Θεόν εκείνους οι οποίοι δεν τον επλησίασαν επαξίως, και έτσι καταπίπτομεν εξ αιτίας της επάρσεώς μας, δια να παρουσιασθεί εις όλην την έκτασίν της η φρίκη της αμαρτίας, η οποία μας θανατώνει χρησιμοποιούσα ως όργανον το αγαθόν(Ρωμ. 7,13).

*** *** *** 

3. Αυτά είναι εκείνα τα οποία μου επροξένησαν φόβον και με εγέμισαν με πικρίαν και λύπην, και με έκαμαν να πάθω κάτι παρόμοιον με εκείνο το οποίο παθαίνουν τα παιδιά από τας αστραπάς. να νιώθουν δηλαδή ταυτόχρονα ευχαρίστησιν και τρόμον από το θέαμα.

Διότι κι εγώ ένιωσα ταυτόχρονα αγάπην και φόβον δια το Πνεύμα. Και εχρειάσθηκα ορισμένον χρονικόν διάστημα δια να στραφώ προς τον εαυτόν μου, να ανανήψω και να γίνω περισσότερον σταθερός και καλύτερος, δια να νικήσει καθαρά το Πνεύμα, αφού είχε πλέον απομακρυνθεί ο προξενών την λύπην διάβολος (όπως τα ζιζάνια όταν είναι ακόμη μικρά), και αφού οι πονηροί λογισμοί είχαν υποχωρήσει προ των υψηλοτέρων , δια να με παραλάβει εις την υπηρεσίαν και τα έργα του, εις την διαπαιδαγώγησιν αυτού του λαού, εις την διακυβέρνησιν ψυχών, εις την διδασκαλίαν με τον λόγον, με τα έργα και με το παράδειγμα, με τα όπλα της δικαιοσύνης τα δεξιά και τα αριστερά(Β΄Κορ. 6,7), εις την σωστήν διαποίμανσιν, η οποία αποσπά από τον κόσμον και προσεγγίζει προς τον Θεόν, καταναλώνει το σώμα και το προσθέτει εις το Πνεύμα, αποφεύγει το σκοτάδι και χαίρεται εις το φως, εκδιώκει τα θηρία, συγκεντρώνει το ποίμνιον, προφυλάσσει από κρημνούς και ερημίας και ανεβάζει εις τα όρη και τα ύψη.

Δι' αυτά νομίζω ότι ομιλεί και ο θαυμάσιος Μιχαίας, όταν προσπαθεί να μας σύρει από κάτω προς τα ύψη της πίστεως με τους λόγους: "Προσεγγίσατε τα αιώνια όρη. Σήκω και βάδιζε, διότι δεν ημπορείς να αναπαυθείς αυτού"(Μιχ. 2,10), έστω και αν νομίζουν ορισμένοι ότι ημπορούν να αναπαυθούν πεσμένοι κάτω εις την γην και βλέποντας προς τα κάτω.

*** *** *** 

4. Αυτόν τον τρόπον διαποιμάνσεως να με διδάξετε λοιπόν, ω φίλοι, ποιμένες και συμποιμένες μου. Αυτής της διαποιμάνσεως τα μυστικά να μου δώσετε, και ιδίως συ(1), ο κοινός Πατήρ όλων, ο οποίος έχεις διαπαιδαγωγήσει και έχεις αλλάξεις εντελώς πάρα πολλούς ποιμένας μέχρι τώρα, συ, ο οποίος υπέβαλλες εις δοκιμασίαν τον ασκητικόν τρόπον ζωής μου και ο οποίος με κρίνεις .

Αλλά - δέξου, παρακαλώ, με κατανόησιντον λόγον μου - μήπως ημπορώ, ενώ περιστρέφομαι μέσα εις την ζάλην και τον θόρυβον, να διαποιμαίνω και να συντηρώ κατά τον αρμόζοντα τρόπον το ποίμνιον; Ήμουν ο πιο φιλάνθρωπος μεταξύ των προβάτων (εάν δεν στενοχωρείσαι να το είπω), όταν ήμουν εν απλό μέλος του ανευθύνου ποιμνίου, ή όταν ήμουν ένας απλός ιερεύς μεταξύ των άλλων, όταν αξιώθηκα να εισέλθω το πρώτον εις την υπεύθυνον πνευματικήν ηγεσίαν.

Τώρα μεν έχεις εκείνο το οποίον εποθούσες, με έχεις κάτω από τα χέρια σου και έχεις νικήσει τον ανίκητον. Και ορίστε τώρα, μαζί μες τα άλλα, και ο λόγος τον οποίον ενσυνειδήτως επεδίωκες και τον οποίον επαινούσες και ταυτοχρόνως κατέκρινες το ότι παρέμενεν αργός και αχρησιμοποίητος με πολλούς και συχνούς μύδρους εις τους λόγους σου.

[1]: Και εις το σημείον τούτο στρέφεται ο Γρηγόριος προς τον πατέρα του και του απευθύνει τους παρακάτω λόγους.

*** *** *** 

5. Αλλά έχω να είπω κάτι εναντίον της αγάπης αυτής. Ποίος από τους κοινούς φίλους θα με κρίνει; Ή ποιος θα γίνει αδέκαστος κριτής, δια να εκδώσει την σωστήν απόφασιν, χωρίς να πάθει εκείνο το οποίο παθαίνουν οι πολλοί, να μεροληπτήσει δηλαδή εις την κρίσιν του; Με προτρέπεις να αναφέρω την κατηγορίαν, χωρίς να μου επιτεθείς μετά με τον λόγον;

Ακούσθηκε και από εσέ, ω θαυμάσιε, κάτι άγνωστον εις εμέ, πραγματικά άγνωστον και αδύνατον να γίνει πιστευτόν, και το οποίον ποτέ πια πρινδεν είχε ακουσθεί δι' εμέ. Ότι τάχα δεν επείσθησα, αλλά εξαναγκάσθηκα. Ω, πράγμα παράδοξον! Πώς έχουν γίνει τα πάντα παράδοξα! Και πόσον με εξεχώρισες!

Τι θέλεις να αναφέρω, τον θρόνον ή το μεγαλείον της χάριτος; Όμως πήγαινε μπροστά και κέρδιζε επιτυχίας και βασίλευε(Ψαλμ. 44, 5) και ποίμαινε εμάς τους ποιμένας. Διότι είμεθα πρόθυμοι να σε ακολουθήσωμεν και να οδηγούμεθα από την διαποίμανσίν σου την υψηλήν και ένθεον.

Διότι θα είναι αληθές ό,τι και αν είπω (δι' αυτήν) έστω και αν ετόλμησα να πράξω κάτι παράνομον παρακινούμενος από αγάπην. Δίδαξέ με την αγάπην σου δια το ποίμνιον, την επιμέλειαν και την σύνεσίν σου, την φροντίδα, τας αγρυπνίας, την υποχώρησιν των απαιτήσεων της σαρκός προ των απαιτήσεων του πνεύματος, τας καλυτέρας δυνάμεις του σώματός σου, το οποίον αποκάμνει δια το ποίμνιον, την προθυμίαν δια την πραότητα, την γαλήνην και την ηρεμίαν εις την πράξιν (πράγμα το οποίον δεν συναντάται σε πολλούς και του οποίου τα παραδείγματα είναι ολίγα), τους αγώνας προς χάριν του ποιμνίου και τας νίκας τας οποίας έχεις κερδίσει δια τον Χριστόν.

*** *** *** 

6. Ειπέ μου, εις ποία λιβάδια πρέπει να οδηγώ τα ποίμνια και εις ποίας πηγάς, και ποία λιβάδια ή ποίας πηγάς πρέπει να αποφεύγω. Ποίους πρέπει να ποιμαίνω με την βακτηρίαν και ποίους με την φλογέραν. Πότε πρέπει να πηγαίνω τα ποίμνια εις την βοσκήν και πότε να τα φέρνω πίσω. Πώς πρέπει να πολεμώ τους λύκους και να μη πολεμώ τους ποιμένας, και μάλιστα κατά την παρούσαν περίστασιν, κατά την οποίαν οι ποιμένες έχουν γίνει άφρονες και έχουν διασκορπίσει τα πρόβατα από την βοσκήν(Ιερ. 10,21), δια να θρηνήσω όπως ακριβώς εθρήνησαν και οι άγιοι προφήται.

Πώς θα ενισχύσω το αδύνατον και θα σηκώσω πάλιν όρθιον εκείνο που έπεσεν, και θα φέρω πίσω εκείνο που έχει πλανηθεί, και θα αναζητήσω αυτό που έχει χαθεί και θα διαφυλάξω το ισχυρόν. Πώς θα τα μάθω αυτά και πώς θα τα διαφυλάξω συμφόωνως προς την ορθήν μέθοδον διαποιμάνσεως και την ιδικήν σου, δια να μη γίνω κακός ποιμήν, τρώγων το γάλα και ενδυόμενος τα μαλλιά, κατασφάζων τα παχύτερα πρόβατα ή πωλών αυτά και εγκαταλείπων τα υπόλοιπα εις τα θηρία και τους κρημνούς, και φροντίζων περισσότερον δια τον εαυτόν μου παρά δια τα πρόβατα, πράγμα δια το οποίον εκατηγορούντο οι παλαιοί ηγέτες του Ισραήλ(Ιεζεκ. 34,2ε.).

Αυτά να με διδάσκετε και με αυτούς τους λόγους να με στηρίζετε, με αυτά τα παραγγέλματα να με ποιμένετε και να ποιμένετε μαζί μου, και να σώζετε, όπως με την διδασκαλίαν έτσι και με τας ευχάς και εμένα και το ιερόν αυτό ποίμνιον, δια να πορεύομαι με ασφάλειαν και δια να ημπορείτε να να υπερηφανεύεσθε δι' αυτό κατά την ημέραν της ελεύσεως και της αποκαλύψεως του μεγάλου Θεού και αρχιποιμένος ημών Ιησού Χριστού, δια του οποίου και μαζί με τον οποίον ανήκει η δόξα εις τον Παντοκράτορα Πατέρα μαζί με το άγιον Πνεύμα και τώρα και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.