ΕΙΣΑΓΩΓΗ 
Αν
 σταθούμε για λίγο ειλικρινά απέναντι στον εαυτό μας, θα διαπιστώσουμε 
ότι ο πόνος, η αρρώστια και η φθορά είναι παρόντα στη ζωή όλων μας. Από 
μικρά παιδιά μαθαίνουμε να ζούμε με την αδυναμία του σώματος, με τις 
δυσκολίες της ψυχής μας, με τα όρια και τα τραύματα που συναντάμε 
καθημερινά στον εαυτό μας και στους άλλους.  
Κι
 αν κάποιος αναρωτηθεί: «Μα γιατί; Γιατί τόση οδύνη στον κόσμο; Γιατί να
 αρρωσταίνουμε, να πονάμε, να πεθαίνουμε;», θα έχει θέσει μία από τις 
πιο βαθιές και ουσιαστικές ερωτήσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. 
Στις
 προηγούμενες συναντήσεις μας είδαμε ότι ο άνθρωπος δεν δημιουργήθηκε 
γι’ αυτή την κατάσταση. Δεν πλάστηκε για να υποφέρει ή να πεθαίνει. 
Αντίθετα, πλάστηκε από τον Θεό «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση» Του — για 
να ζει, να χαίρεται, να πορεύεται ελεύθερα και με αγάπη προς την ένωση 
με τον Θεό. 
Η
 υγεία του ανθρώπου, όπως τη βιώσαμε στην πρώτη μας ομιλία, δεν ήταν 
απλώς σωματική, αλλά βαθιά πνευματική: υγεία της ψυχής, του νου, της 
καρδιάς και του σώματος μαζί. […]
Και στη δεύτερη συνάντησή μας είδαμε ότι αυτή η υγεία δεν χάθηκε για 
πάντα, αλλά αποκαταστάθηκε εν Χριστώ — στον Θεάνθρωπο, που έγινε ο νέος 
Αδάμ, για να θεραπεύσει τη φύση μας. 
Σήμερα,
 όμως, θα σταθούμε πιο προσεκτικά σε μια καθοριστική στιγμή της ιστορίας
 του ανθρώπου: στην πτώση, στην απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό, η 
οποία και αποτελεί την πρώτη αιτία όλων των νοσημάτων. Γιατί αν δεν 
καταλάβουμε τι συνέβη τότε, στην αρχή της ιστορίας μας, δε θα μπορέσουμε
 να καταλάβουμε ούτε τη σημερινή μας κατάσταση ούτε τον δρόμο που οδηγεί
 στη θεραπεία. 
Δε
 θα δούμε την πτώση απλώς ως μια «παράβαση εντολής» ή ως ένα αφηρημένο 
θεολογικό δόγμα. Θα την προσεγγίσουμε όπως μας τη φανερώνουν οι Πατέρες 
της Εκκλησίας: ως μία υπαρξιακή απόφαση του ανθρώπου να ζήσει χωρίς τον 
Θεό, και ως την αρχή όλων των ψυχικών, πνευματικών και σωματικών 
ασθενειών που μας ταλαιπωρούν μέχρι σήμερα. 
Αν
 θέλουμε, λοιπόν, να καταλάβουμε γιατί αρρωσταίνουμε, γιατί η ύπαρξή μας
 πολλές φορές μοιάζει διαλυμένη και σκοτεινή, πρέπει να αναζητήσουμε την
 πρώτη ρίζα του κακού. Και η Εκκλησία μάς δείχνει αυτή τη ρίζα όχι για 
να μας τρομάξει, αλλά για να μας οδηγήσει στη θεραπεία. Για να 
μπορέσουμε, με τη Χάρη του Θεού, να ξαναβρούμε την υγεία και την 
πληρότητα που χάσαμε. 
Αυτό
 θα προσπαθήσουμε να κάνουμε στη σημερινή μας ομιλία: να δούμε πώς 
ξεκίνησε η αρρώστια της ψυχής μας, πώς η πτώση μάς απομάκρυνε από τη 
ζωή, και πώς ο δρόμος της επιστροφής ξεκινάει από τη συνειδητοποίηση 
αυτής της απώλειας. 
1. Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ 
Για
 να καταλάβουμε πώς ξεκίνησε το κακό στη ζωή μας, πρέπει να ξεκινήσουμε 
από την ελευθερία του ανθρώπου. Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο «κατ’ 
εικόνα Του», δίνοντάς του λογική, συνείδηση και κυρίως ελεύθερη βούληση.
 Ο άνθρωπος δεν προορίστηκε να υπακούει μηχανικά, αλλά να αγαπά 
ελεύθερα. Γι’ αυτό και του δόθηκε η εντολή του Παραδείσου – όχι ως 
περιορισμός, αλλά ως πρόσκληση να επιλέξει συνειδητά τη σχέση με τον 
Θεό. 
Η
 ελευθερία, όμως, περιλαμβάνει και τον πειρασμό. Ο άνθρωπος έπρεπε να 
σταθεί υπεύθυνα απέναντι στον Δημιουργό του: να Τον εμπιστευτεί ή να Τον
 αρνηθεί. Ο διάβολος, με μορφή φιδιού, δεν εξανάγκασε τους 
πρωτόπλαστους. Απλώς πρότεινε έναν άλλο δρόμο: να γίνουν θεοί χωρίς Θεό,
 βασισμένοι μόνο στις δικές τους δυνάμεις. Αυτή ήταν η ουσία του πρώτου 
πειρασμού: η ψευδαίσθηση της αυτάρκειας, της αυτονομίας, της ζωής χωρίς 
τον Θεό. 
Η
 Πατερική Παράδοση επισημαίνει ότι η αρετή δεν μπορεί να υπάρξει με τη 
βία. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει: «οὐκ ἀρετή τὸ βίᾳ γινόμενον». Αν
 ο άνθρωπος δεν είχε την επιλογή να απορρίψει τον Θεό, δεν θα μπορούσε 
και να Τον αγαπήσει πραγματικά. Έτσι, ο Θεός άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο
 του λάθους, όχι για να πέσει ο άνθρωπος, αλλά για να φανερωθεί η 
ωριμότητα και η ελευθερία του. 
Ο
 πρώτος πειρασμός, λοιπόν, ήταν η πρόταση μιας ψεύτικης ζωής χωρίς Θεό. Ο
 άνθρωπος έπρεπε να διαλέξει: εμπιστοσύνη ή αυτάρκεια; Κοινωνία ή 
απομάκρυνση; Δυστυχώς, όπως θα δούμε, επέλεξε τον δρόμο της αυτονομίας –
 κι έτσι μπήκαν στη ζωή μας ο θάνατος, η ασθένεια και η εσωτερική 
σύγχυση. 
2. ΤΟ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ: Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ ΧΩΡΙΣ ΘΕΟ
Το
 προπατορικό αμάρτημα δεν ήταν απλώς μια ανυπακοή σε μια εντολή. Ήταν 
μια υπαρξιακή απόφαση: ο άνθρωπος επέλεξε να ζήσει χωρίς τον Θεό. Ο 
διάβολος δεν πρότεινε την αμαρτία, αλλά την αυτάρκεια – να γίνουν οι 
πρωτόπλαστοι «θεοί χωρίς Θεό». Ενώ είχαν πλαστεί για να φτάσουν στη 
θέωση μέσα από τη σχέση και την ένωση με τον Θεό, τους παρουσιάστηκε 
ένας άλλος δρόμος: να πετύχουν τον σκοπό τους μόνοι τους, χωρίς 
εξάρτηση, χωρίς υπακοή, χωρίς αγάπη. 
Η
 φράση του Όφεως, «Ἔσεσθε ὡς θεοί», ήταν η υπόσχεση μιας ελευθερίας 
χωρίς Θεό, δηλαδή μιας απόλυτης αποξένωσης. Ο Αδάμ, στην ουσία, απέρριψε
 τον Θεό ως Πατέρα και πηγή ζωής, επιλέγοντας να γίνει αυτόνομος. Αυτή η
 επιλογή δεν προκάλεσε την οργή του Θεού – γιατί ο Θεός δεν είναι 
τιμωρός, είναι αγάπη. Αλλά όπως δεν μπορεί να υπάρξει ζωή μακριά από τον
 ήλιο, έτσι και ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τον Θεό. 
Η
 Χάρη του Θεού ήταν η πνοή και η δύναμη της ζωής του ανθρώπου. Όταν ο 
άνθρωπος την απέρριψε, η Χάρη αποσύρθηκε — όχι τιμωρητικά, αλλά γιατί 
δεν υπήρχε πια επιθυμία γι’ αυτήν. Το αποτέλεσμα ήταν ο θάνατος. Πρώτα ο
 πνευματικός θάνατος: ο νους σκοτίστηκε, η καρδιά σκληρύνθηκε, η θέληση 
διαστράφηκε. Και στη συνέχεια ο σωματικός θάνατος, αφού το σώμα 
αποκόπηκε από την πηγή της αθανασίας. 
Οι
 άγιοι Πατέρες μιλούν ξεκάθαρα. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει πως 
«ο θάνατος μπήκε στη ζωή μας σαν θηρίο», ενώ ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
 λέει ότι πεθάναμε πριν ακόμα πεθάνει το σώμα μας. 
Το
 αμάρτημα δεν ήταν απλώς πράξη, αλλά αλλαγή προσανατολισμού: από την 
κοινωνία με τον Θεό, ο άνθρωπος στράφηκε προς τον εαυτό του. Και αυτή η 
αποξένωση έγινε η ρίζα κάθε ψυχικής και σωματικής ασθένειας, κάθε 
δυσκολίας στις σχέσεις και στην ίδια τη δημιουργία. 
Όλοι
 κουβαλάμε μέσα μας αυτή την κατάσταση. Δεν ευθυνόμαστε προσωπικά για 
την πτώση, αλλά ζούμε τις συνέπειές της. Γι’ αυτό και η Εκκλησία, η 
Χάρη, η ζωή του Χριστού, είναι μία πρόσκληση επιστροφής: να ξανασμίξουμε
 με τον Θεό και να βρούμε ξανά την αληθινή ζωή. 
3. ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΤΩΣΗΣ ΣΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Η
 αμαρτία δεν είναι απλώς μια πράξη που περνά και ξεχνιέται. Είναι μια 
πληγή που διαπερνά ολόκληρη την ύπαρξη του ανθρώπου. Με την πτώση, ο 
άνθρωπος τραυματίστηκε σε όλα τα επίπεδα: νους, καρδιά, θέληση, 
αισθήσεις, σώμα και σχέσεις βγήκαν από τη φυσική τους θέση. Αυτή η 
εσωτερική απορρύθμιση είναι που γεννά τα πάθη και την ασθένεια. 
Ο
 άγιος Αθανάσιος λέει ότι ο άνθρωπος απομακρυνόμενος από τον Θεό έπεσε 
στο «μη ον» – δεν έπαψε να υπάρχει, αλλά έχασε την κοινωνία με την 
Αλήθεια και το Αγαθό. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός συμπληρώνει: κάθε τι 
που αποκόπτεται από τον Θεό, πέφτει στο κακό. Ο άνθρωπος δεν έχει ζωή 
από μόνος του – η ύπαρξή του στέκεται μόνο όσο παραμένει ενωμένος με τον
 Δημιουργό. 
 Όπως
 ένα λουλούδι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ήλιο και νερό, έτσι και ο 
άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την κοινωνία με τον Θεό. Όταν η ψυχή 
αποστρέφεται την Πηγή της ζωής, όλες οι δυνάμεις της λειτουργούν 
λανθασμένα. Γι’ αυτό και γεννιούνται η σύγχυση, η εσωτερική σύγκρουση, 
τα πάθη και οι ασθένειες. 
Οι
 Πατέρες εξηγούν ότι το κακό δεν έχει ύπαρξη από μόνο του — είναι η 
παραμόρφωση του καλού. Ο άνθρωπος δεν έγινε κάτι άλλο με την πτώση· 
απλώς έπαψε να είναι ο εαυτός του. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέει 
ότι, απορρίπτοντας τον Θεό, ο άνθρωπος έχασε την εσωτερική του 
σταθερότητα, με αποτέλεσμα η ψυχή και το σώμα να βυθιστούν σε ταραχή και
 αστάθεια. 
Η
 πτώση δεν είναι ένα εξωτερικό γεγονός, αλλά η εσωτερική αλλοίωση της 
ύπαρξης. Ο άνθρωπος δεν ξέρει πια ποιος είναι ούτε πού πηγαίνει. Όταν 
έχασε τον Θεό από το κέντρο της ζωής του, έβαλε στη θέση Του τον εαυτό 
του — και αυτή είναι η ρίζα όλων των ασθενειών. Ακόμα κι αν εξωτερικά 
φαίνεται «κανονικός», μπορεί εσωτερικά να είναι βαθιά διαλυμένος. Αυτή 
είναι η ασθένεια της πτώσης: η απώλεια νοήματος, ειρήνης και αληθινής 
ζωής. 
4. Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΩΣ ΣΥΜΠΤΩΜΑ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΛΛΟΙΩΣΗΣ 
Η
 ασθένεια, σύμφωνα με την Εκκλησία, δεν είναι απλώς ένα σωματικό 
πρόβλημα, αλλά σύμπτωμα μιας βαθύτερης πνευματικής αλλοίωσης. Μετά την 
πτώση, ολόκληρη η ύπαρξη του ανθρώπου —ψυχή και σώμα— επηρεάστηκε από 
την απομάκρυνση από τον Θεό. Έτσι, η ασθένεια δεν είναι απλώς αποτέλεσμα
 βιολογικών αιτίων, αλλά έκφραση της εσωτερικής αποδιοργάνωσης που 
φέρνει η αμαρτία. 
Ο
 άνθρωπος είναι ένα ενιαίο ον, και όταν διαταράσσεται η σχέση του με τον
 Θεό, αυτή η διαταραχή επεκτείνεται σε κάθε επίπεδο: στον νου, στην 
καρδιά, στη θέληση, στις σχέσεις, ακόμα και στο σώμα. Η σύγχρονη 
επιστήμη το αναγνωρίζει αυτό, μιλώντας για ψυχοσωματικές ασθένειες που 
πηγάζουν από το άγχος, τη μοναξιά, την απελπισία – καταστάσεις δηλαδή 
πνευματικής απομάκρυνσης. 
Οι
 Πατέρες διδάσκουν ότι όταν ο άνθρωπος ζει ενωμένος με τον Θεό, μέσα του
 κυριαρχεί αρμονία. Όταν όμως αποκοπεί, αρχίζει η σύγχυση και η φθορά. 
Γι’ αυτό και η ασθένεια φανερώνει την αλλοίωση της φύσης μας μετά την 
πτώση. Όμως δεν είναι τιμωρία για προσωπικές αμαρτίες, όπως ξεκαθαρίζει 
και ο Χριστός στον εκ γενετής τυφλό: «Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν». 
Αντίθετα,
 η ασθένεια μπορεί να γίνει αφορμή για μετάνοια, ταπείνωση και επιστροφή
 στον Θεό. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος τονίζει ότι πολλές φορές ο Θεός 
επιτρέπει την ασθένεια για να θεραπευθεί η ψυχή. Ο ίδιος ο Χριστός, 
άλλωστε, δεν ήρθε μόνο να συγχωρεί, αλλά και να θεραπεύει, γιατί 
γνωρίζει ότι η σωτηρία αφορά ολόκληρο τον άνθρωπο. Η αληθινή θεραπεία 
ξεκινά με τη μετάνοια και την αποκατάσταση της σχέσης μας με τον Θεό, 
την πηγή της ζωής και της υγείας. 
5. Η ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ 
Η
 πιο βαθιά συνέπεια της πτώσης δεν είναι η ασθένεια ή ο θάνατος, αλλά η 
αλλοτρίωση του ανθρώπου — η απώλεια της συνείδησης ότι είναι εικόνα του 
Θεού. Ο άνθρωπος ξεχνά ποιος είναι, ποιος τον δημιούργησε και ποιος 
είναι ο σκοπός της ζωής του. Οι Πατέρες ονομάζουν αυτή την αποξένωση 
«αλλοτρίωση»: απομάκρυνση από τον Θεό, από τον εαυτό του και από τον 
συνάνθρωπο. 
Η
 εικόνα του Θεού μέσα στον άνθρωπο δεν καταστράφηκε με την πτώση, αλλά 
θόλωσε. Κι έτσι, ο άνθρωπος χάνει τον εσωτερικό του προσανατολισμό. 
Προσπαθεί να βρει νόημα σε εξουσία, χρήματα, ηδονή, κοινωνική αποδοχή — 
αλλά στο βάθος παραμένει άδειος. Η μεγαλύτερη ασθένεια, όπως λένε οι 
Πατέρες, είναι η άγνοια του Θεού: όχι σαν έλλειψη γνώσεων, αλλά ως 
απουσία σχέσης, εμπιστοσύνης και αγάπης προς Εκείνον. 
 Αυτή
 η αλλοτρίωση φαίνεται και στις σχέσεις. Ο Αδάμ, αντί να μετανοήσει, 
κατηγορεί την Εύα. Ο άνθρωπος γίνεται ανταγωνιστικός, φοβικός, 
εσωστρεφής, χάνει την κοινωνικότητά του. Δεν εμπιστεύεται ούτε τον Θεό, 
ούτε τον άλλον, ούτε τον ίδιο του τον εαυτό. Όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος
 Νύσσης, γίνεται «ξένος προς τον εαυτό του» — χάνει την ταυτότητά του. 
Η
 Εκκλησία όμως δεν αποκαλύπτει αυτή την κατάσταση για να μας 
καταδικάσει, αλλά για να μας θεραπεύσει. Ο Χριστός ήρθε για να μας 
αποκαταστήσει, όχι να μας κρίνει. Η ζωή της Εκκλησίας είναι θεραπευτική:
 δεν στοχεύει απλώς στη «βελτίωση του χαρακτήρα», αλλά στην επιστροφή 
στον Θεό και στην αποκατάσταση της χαμένης εικόνας μας, ώστε να ζήσουμε 
την αληθινή ζωή μέσα στη Χάρη Του. 
ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ 
Η
 πτώση του ανθρώπου δεν είναι μια μακρινή ιστορία. Είναι η δική μας 
ιστορία. Όλοι γεννιόμαστε μέσα σε έναν κόσμο που κουβαλά την πληγή της 
απομάκρυνσης από τον Θεό. Ζούμε σε μια εποχή που προσπαθεί να γιατρέψει 
τον άνθρωπο χωρίς να αγγίξει την ψυχή του. Που προσφέρει λύσεις 
τεχνολογικές, οικονομικές, ψυχολογικές — αλλά δεν δίνει νόημα στην 
ύπαρξη. 
Γι’
 αυτό είναι ανάγκη, ίσως όσο ποτέ άλλοτε, να ξαναθυμηθούμε την αλήθεια 
για τον εαυτό μας. Ότι πλαστήκαμε για να ζούμε με τον Θεό. Ότι η ψυχή 
μας δεν ησυχάζει αν δεν επιστρέψει σε Εκείνον. Και ότι η βαθύτερη αιτία 
της αρρώστιας μας — ψυχικής, σωματικής, κοινωνικής — είναι η πτώση, η 
απομάκρυνση, η λήθη του Θεού. 
Αυτό
 δεν σημαίνει ενοχή, αλλά ευθύνη. Γιατί ο Χριστός άνοιξε τον δρόμο της 
επιστροφής. Δεν μας άφησε στο σκοτάδι. Ήρθε να μας δείξει ότι η ασθένεια
 μπορεί να γίνει πέρασμα προς τη ζωή, ότι η πτώση δεν είναι το τέλος, 
αλλά η αρχή της επιστροφής. Αν Του δώσουμε την καρδιά μας, θα αρχίσει να
 τη θεραπεύει. Αν Τον εμπιστευτούμε, θα αρχίσουμε να βλέπουμε ξανά 
καθαρά. 
Η
 Εκκλησία είναι το νοσοκομείο της ψυχής μας. Όχι χώρος για «καλούς» και 
«άξιους», αλλά για πονεμένους, κουρασμένους, άρρωστους ανθρώπους που 
ζητούν θεραπεία. Εδώ δεν ερχόμαστε για να τηρήσουμε κανόνες, αλλά για να
 συναντήσουμε τον Χριστό, να ακούσουμε τον λόγο Του, να τραφούμε με το 
Σώμα και το Αίμα Του, να φωτιστούμε από τη Χάρη Του. 
 Και
 τότε, σιγά σιγά, θα ξαναβρούμε μέσα μας την εικόνα του Θεού. Θα 
αρχίσουμε να ζούμε με νόημα, με ειρήνη, με αληθινή υγεία. Όχι όπως την 
εννοεί ο κόσμος — αλλά ως ενότητα ψυχής και σώματος, ως φωτισμό του νου,
 ως αγάπη που νικά τον θάνατο. 
Ας
 μην μείνουμε στην επιφάνεια. Ας δούμε κατάματα την αιτία της ασθένειάς 
μας και ας θελήσουμε τη θεραπεία. Γιατί η αλήθεια σώζει. Κι η αλήθεια 
είναι ένας Πρόσωπο: ο Χριστός, ο Γιατρός των ψυχών και των σωμάτων μας.