Ενθυμούμαι κάποιον αναχωρητή που πήγε σε έναν περίφημο Γέροντα, τον όσιο Ποιμένα. Έκανε ολόκληρο ταξίδι για να τον δη και να τον ακούση. Και όπως ήταν ο ίδιος καλλιεργημένος, άρχισε να μιλάη για την βασιλεία των ουρανών. Μόλις τον άκουσε ο όσιος Ποιμήν, έστρεψε αλλού το πρόσωπό του και στάθηκε ακίνητος, χωρίς να του πη τίποτε. Και ο επισκέπτης που είχε κάνει ολόκληρο ταξίδι έφυγε απογοητευμένος. Τελικώς όμως, επέστρεψε και λέγει στον όσιο: Πάτερ, θέλω να μου μιλήσης για τα πάθη. Και του απαντά ο όσιος: Εάν θέλεις να μιλήσωμε περί παθών, τότε μάλιστα, άνοιξε την καρδιά σου και θα σου την γεμίσω με αγαθά. Άνοιξε πραγματικά εκείνος την καρδιά του, τον άκουσε και φεύγοντας του είπε: Αλήθεια, αυτός είναι ο δρόμος που οδηγεί στην βασιλεία των ουρανών.
Σπανίως οι άνθρωποι σκέπτονται έτσι, αλλά όντως ο λόγος περί παθών οδηγεί στην βασιλεία του Θεού. Διότι τι είναι τα πάθη; Είναι αυτά που δημιουργήθηκαν, όπως ξέρετε, από την απώλεια της βασιλείας του Θεού. Για να καταλάβωμε λίγο καλύτερα τι είναι, θα κάνωμε μία μικρή αναδρομή, ίσως λίγο κουραστική, αλλά αναγκαία. Το θέμα μας είναι πολύ βαθύ.
Α΄
Τα πάθη υπάρχουν μέσα στον άνθρωπο. Ο Θεός βέβαια, προτού πλάση τον άνθρωπο, είχε φτιάξει τα πάντα «καλά λίαν», ώστε ο άνθρωπος να μπη μέσα σε έναν ωραιότατο κόσμο που να μην του λείπη τίποτε, να μην έχη καμία ανάγκη, για να μπορή να είναι ευτυχισμένος. Μέσα στον παράδεισο, κάθε πρωί και κάθε βράδυ αλλά και άλλες φορές, ο ίδιος ο Θεός περπατούσε μαζί με τον πρωτόπλαστο και έκαναν ωραιότατες συζητήσεις. Ο παράδεισος, ο τόπος των θείων συναντήσεων, ήταν το μέσο και το εργαλείο το οποίο θα υπηρετούσε τον άνθρωπο και θα τον βοηθούσε να γνωρίσει καλύτερα τον Θεόν και να μάθη πώς θα γίνει «κοινωνός θείας φύσεως».
Όλα τα κτίσματα, και τότε και σήμερα, είχαν μόνον έναν σκοπό, την υπηρεσία του ανθρώπου. Καθ’ ευατά, δεν έχουν καμία αξία, καμία ποιότητα, καμία σχέσι με τον θάνατο ή την αθανασία. Όλα, και τα έμψυχα και τα άψυχα, είναι δοχεία γεμάτα από την αγάπη του Θεού. Είναι κάτοπτρα τα οποία συγκεντρώνουν μέσα τους φως από το φως της θεότητος και αντανακλούν την ωραιότητα, το μεγαλείο και την σοφία του Θεού. Ότι και αν κοιτάξει κανένας στην κτίσι, του δείχνει τον Θεόν. Πολύ δε περισσότερο κάτοπτρο του Θεού είναι ο άνθρωπος, ο μεγαλοπρεπέστατος αυτός βασιλεύς της φύσεως, που πλάσθηκε για να σκύβη το κεφάλι του μόνον στον βασιλέα των ουρανών. Ο άνθρωπος είναι η ωραιοτέρα αποκάλυψης του Θεού, της φιλανθρωπίας Του, της αγάπης Του και της δυνάμεώς Του. Την κοινωνία στην οποία ζούσε ο πρωτόπλαστος Αδάμ, την αποτελούσε αυτός και η Εύα – ο άνθρωπος -, ο Θεός και η άλογος φύσις. Επικοινωνούσε δε ο άνθρωπος και με τους αγγέλους, και έτσι ήταν πληρέστερη η κοινωνία του.
Ο θεοχώρητος λοιπόν άνθρωπος, ο οποίος κάθε ημέρα αντήλλασε φως και ζωή με τον Θεόν, ήλθε μια στιγμή που προτίμησε να χάση τον Θεόν, για να γίνη θεός ο ίδιος. Δελεάσθηκε από την ωραιότητα την δική του, και η διάνοιά του συνέλαβε την σκέψι να γίνη ο ίδιος ένα είδωλο. Έγινε επομένως αυτοπλαστουργός, ένα αυτοείδωλο, το οποίο ήθελε να προσκυνήται. Εγκατέλειψε την ζωοποιό δύναμι και σχέσι με τον Θεόν και χωρίσθηκε παντελώς από αυτόν.
Και έμεινε τώρα ο επαναστάτης Αδάμ – που είπε, γιατί να είσαι εσύ Θεός και να μην είμαι εγώ – μονώτατος, καλαμιά μέσα στον κάμπο, που αξίζει κανείς να την λυπάται. Έγινε αξιολύπητος από την στιγμή εκείνη ο πριν ευτυχής Αδάμ, ο συζητητής, ο σύντροφος, ο φίλος του Θεού, μακριά πλέον από τον Θεόν, χωρίς την παραμικρή προστασία.
Έγινε επίσης περίφοβος, ένιωσε γυμνός και ξένος στον χώρο του παραδείσου. Τον παράδεισο, που τον δημιούργησε ο Θεός γι’ αυτόν, τον έχασε πια και έγινε τώρα έγκοπος. Για να πετύχη δηλαδή το κάθε τι, έπρεπε να κοπιάζη πολύ, να χύνη ποτάμια ιδρώτος. Και ενώ χύνει ποτάμια ιδρώτος, οι καρποί του είναι μηδαμινοί. Το πολύ πολύ σπέρνει λίγο χωράφι ή εφευρίσκει κάποιο εργαλείο και έχει κάποια επιτυχία, που δεν οδηγεί όμως πουθενά.
Η σχέσις του με τον Θεόν έπαυσε να υπάρχη, και το κοίταγμα του Θεού ήταν πλέον νεκροποιό γι’ αυτόν, του χορηγούσε περισσότερη νέκρωσι. Μπήκε βέβαια μέσα στην καρδιά του μία μακρινή ελπίδα ότι κάποτε θα λυτρωθή, τώρα όμως έστενε, βογγούσε, πονούσε, και δεν υπήρχε τίποτα που να τον απαλλάξη από αυτή την θλίψι, διότι ζούσε ως θεός πλέον ο ίδιος και δεν υπήρχε κανένας ανώτερός του για να τον βοηθήσει.
Η φύσις λοιπόν επανεστάτησε εναντίον του επαναστάτου ανθρώπου και το παν στρεφόταν εναντίον του. Η φύσις ένοιωθε ότι ο άνθρωπος, ο πρώην βασιλιάς της, έγινε ένας δήμιος. Η ασφάλεια, την οποία ένοιωθε προηγουμένως ο πρωτόπλαστος μέσα στον παράδεισο, και η τρυφή του παραδείσου αντικαταστάθηκαν με δύο άλλα πράγματα. Η μεν ασφάλεια με την αγωνία και την μέριμνα να δημιουργήση καινούργιο τρόπο ασφαλείας, η δε τρυφή με την οδύνη, με τον πόνο, με την θλίψι και το βογγητό.
Κυριευμένος τώρα από την φαντασιόπληκτη ιδεοληψία της αυτοθεότητός του, από ένα ψεύτικο όνειρο, που δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία σκιά, δεν έχει πλέον καμία αίσθηση ζωής μέσα του, και αυτή η πράξις του δεν έχει κανένα νόημα, δεν οδηγεί πουθενά.
Η μέριμνά του αποδεικνύεται εντελώς αδύναμη για να τον υποκινήση σε μία ουσιαστική πράξι, και καταλήγει σε πλήρη ματαιοπονία. Οι σχέσεις του με τα πράγματα και με τα ολισθηρά διανοήματα της καρδιάς του τού δημιουργούν ένα ασήκωτο βίωμα ενός μανιακού ριψίματος επάνω στη γη. Αφού Θεόν δεν είχε πλέον, ουρανό δεν ήλπιζε, η συντροφιά του έλειπε, το μόνον το οποίο είχε ήταν το χώμα της γης, που έπρεπε να το καλλιεργή. Η απώλεια δε αυτής της ισορροπίας, αυτής της χαράς, η απώλεια του Θεού, δεν ήταν μόνο απώλεια του Αδάμ, αλλά ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους. Ο άνθρωπος τώρα δεν έχει Θεόν, τον ξεχνάει, γίνεται δυστυχής και αμαρτωλός. Η αμαρτία του είναι αυτή η μοναξιά του, η μόνιμη στέρησις της συντροφιάς, το ότι είπε στον Θεόν: Κάθισε στην άκρη εσύ, είμαι αυτάρκης.
Επομένως, η σχέσις του ανθρώπου με τα έμψυχα και με τα άψυχα δεν τον οδηγεί πλέον σε κάποια κοοινωνία. Είναι απλώς μία προβολή των αναγκών του, μία νοητική και μία καρδιακή, ας πούμε, κίνησις προς τα έξω, η οποία δεν τον κάνει να αγκαλιάζη κάτι άλλο και μάλιστα τον Θεόν. Καθώς σκύβει τώρα ο άνθρωπος, βλέπει την απουσία παντός ετέρου, βλέπει την δική του ερημιά. Ο κόπος του γίνεται άστοχος και άκοπος, δεν στοχεύει πουθενά και δεν πετυχαίνει κανέναν σκοπό.
Οι πράξεις του αρχίζουν επίσης να του δίνουν μια ταραχή, ένα θάμβος, έναν βραχνά μέσα στην ψυχή του. Όταν όμως κανείς κουράζεται έτσι, όταν βραχνιάζη η ψυχή του, παύει να έχει λογική, οπότε οι κινήσεις του και η λογική του απέκτησαν μία αλογία, μία παραλογία. Τα πάντα έγιναν μία φθίσις, ένα λειώσιμο, μία φθορά, που ωδηγούσε στον τάφο. Άλογος η σχέσις του με τους ανθρώπους, άλογο το μίσος του εναντίον του Θεού, άλογα τα πάντα, παράλογα, χωρίς να τον διευκολύνουν καθόλου.
Αυτό σημαίνει πως ο Αδάμ ήταν τώρα ένας δέσμιος. Δεν μπορούσε να λυτρωθή, δεν μπορούσε να αγαπήση, δεν μπορούσε να μην αποθάνη, δεν μπορούσε να έχη Θεόν, δεν μπορούσε να κάνη αυτό που ήθελε. Έκανε εκείνο που δεν ήθελε. Έπεσε δηλαδή σε δύο λόγους μέσα του, έπαθε μία σχιζοείδεια. Σκορπίσθηκε η καρδιά του, η ζωή του, σαν το νερό που χύνεται και σκορπίζεται από εδώ και από εκεί. Έτσι σκορπιζόταν και έλειωνε καθημερινά η ζωή του, αφού είχε γίνει ένας σκλάβος, ένας ανελεύθερος. Και όσο τον περιέσφιγγαν τα λουριά της δουλείας του, τόσο εκείνος τα τραβούσε για να λυτρωθή, αλλά δενόταν πιο σφιχτά ακόμη. Και όσο έβλεπε την κατάντια του – έτσι γίνεται συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις -, τόσο τον έπιανε και μία μανία εναντίον του Θεού, και ταυτόχρονα αισθανόταν ότι έχανε όλο και περισσότερο την δυνατότητα να κυβερνάη τον εαυτό του.
Η ετεροκρατία του αυτή και η μανία του εναντίον του Θεού ήταν νέα πράγματα, χαρακτηριστικά της καινούργιας του ζωής, και δεν μπορούσε πλέον να λυτρωθή. Ότι και αν έκανε, ότι και αν έλεγε, του φαινόταν ότι ξερρίζωνε τα σωθικά του και τα πετούσε έξω. Οι εξωτερικές κινήσεις του ήταν και αυτές αντανακλαστικές του εσωτερικού του κόσμου, ήταν σύμφυτες με την καρδιά του, είχαν ζυμωθή με την ψυχή του, και ότι γινόταν ήταν ένα βγάλσιμο της ψυχής του. Μόνον έβγαζε και δεν είχε τίποτε να βάλη στη θέσι του. Έτσι διαλυόταν, και δεν είχε τίποτε με το οποίο θα μπορούσε να συνθέση την ζωή του.
Τα δε πάθη του τον έκαναν ακόμη περισσότερο να μεριμνά, και αυτή η μέριμνα τον ανάγκαζε να μεγαλώνη την αντίστασί του εναντίον του Θεού, μη τυχόν και υποκύψη ο Θεός. Έτσι όμως η ζωή του έγινε πολύμοχθος και η αμαρτία του οριστικοποιήθηκε. Δεν υπήρχε πια τρόπος να λυτρωθή, διότι δεν μπορούσε να ζητήση την σωτηρία, αφού είχε αρνηθή τον Θεόν. Ως άνθρωπος δεν καταλάβαινε τον εαυτό του, διότι και η λογική του τώρα άλλαξε, ανετράπη, έμεινε χωρίς λογική.
Η αμαρτία του έγινε κομμάτι της σάρκας του και της ψυχής του, τα δε πάθη του ήταν τα βογγητά, ο λόξυγκας, η βλέννα, ότι έβγαζε το είναι του, για να μπορέση να νοιώση λίγη ανακούφισι. Με τα πάθη προσπαθούσε να νοιώση ότι έχει και αυτός λίγη ζωή μέσα του. Όμως το πάθος δεν είναι ζωή, είναι θάνατος. Έτσι, η πόρτα της επιστροφής προς τον Θεόν είχε κλεισθή από τον ίδιο.
Η μόνωσις τώρα, στην οποία είχε περιπέσει, και το πάθος που τον χαρακτήριζε, έκαναν την ζωή του κατάρα και συμφορά. Αν υπήρχε κάποιο ορόσημο μπροστά του, προς το οποίο έτεινε, αυτό ήταν η ημέρα και ο τόπος του θανάτου του. Μπροστά του δηλαδή έβλεπε μόνον τον χάρο. Οι νύκτες του ήταν πληγώματα και οι ημέρες του δάκρυα ατελείωτα.
Πού είναι τα χαρίσματα που του είχε δώσει ο Θεός; Πού είναι οι χαρές του, πού είναι οι αποκαλύψεις που του έκανε ο Θεός, πού είναι οι ωραιότατες αναμνήσεις, που αντιφέγγιζαν την σοφία του ουρανού; Όλα χάθηκαν μαζί με τον Θεόν που ξεχάσθηκε. Τώρα «δέδεται αλύσεσι σκότους η ψυχή» του, όπως λέγει κάποιος Πατήρ, και είναι αδύνατον πλέον να λυθή. Δέθηκε με αλυσίδες, που έρριξαν την καρδιά του μέσα στα σκοτεινά.
Το σώμα του, και αυτό δουλεύει τώρα στην αμαρτία, διότι το σώμα κάνει ότι το διατάζει η ψυχή. Και όχι μόνον αυτό, αλλά σπρώχνει την ψυχή ακόμη περισσότερο προς τον θάνατο. Ο ίδιος ο άνθρωπος έχει γίνει ένας διαρρήκτης της καρδιάς του, της έχει κλέψει τα μυστικά της, τις ομορφιές της, τις ελπίδες της.
Και τώρα πώς θα σωθή ο άνθρωπος; πώς θα απαλλαγή από τα σκότη των παθών; Το πάθος του, όπως καταλάβατε, είναι το ότι δεν μπορεί να κάνη αυτό που πρέπει, ότι δεν κατανοεί και δεν γνωρίζει τι πρέπει να κάνη, η δε μόνωσις είναι ένας καταπέλτης που τον κτυπάει. Η απομόνωσις από τον Θεόν, η μοναξιά του, η απερίγραπτη αυτή φρίκη, τον εξηνάγκαζε να κτυπιέται. Για να λυτρωθή όμως από τα πάθη, έπρεπε να το θελήση, να λυτρωθή «ιδία βουλήσει». Διότι ο Θεός, όπως ξέρομε, από την αγάπη του γέννησε το πλάσμα του, το γέννησε δε ως άνθρωπο και όχι ως ζώο. Αγάπησε δηλαδή τον άνθρωπο πλούσιο ως προς την ελευθερία του και ουδέποτε έκανε κάτι χωρίς να το θέλη ο ίδιος ο άνθρωπος. Ουδέποτε ο Θεός εξηνάγκασε κανέναν, ουδέποτε μπήκε στην ζωή κάποιου ανθρώπου.
Γνωρίζομε ότι τρία χρόνια ζούσε ο Χριστός μαζί με τον Ιούδα που θα τον πρόδιδε. Το ήξερε ο παντογνώστης Κύριος, και όμως ούτε μία φορά δεν του είπε: Εσύ, που σε διάλεξα ως διάλεξα ως απόστολό μου, καταλαβαίνεις τι ετοιμάζεις να κάνης; Μόνον με αγάπη του μιλούσε. Του είχε δώσει ακόμη και χρήματα για να τα κρατή, αν και ήξερε πως ήταν κλέπτης, μόνο και μόνο για να του δώση την δυνατότητα να νοιώση την συντροφιά Του, να νοιώση την αγάπη Του, τον σεβασμό Του προς αυτόν, και να μπορέση να ανυψωθή στο ύψος του Θεανθρώπου. Μόνος του διάλεξε ο προδότης την κατάρα, Μόνος του την είχε διαλέξει και ο πρώτος άνθρωπος, γι’ αυτό έπρεπε ο ίδιος να ζητήση και την σωτηρία του. Όμως δεν μπορούσε, δεν ήξερε πως να το κάνει.
Και τι σοφίζεται ο Θεός; Ο ίδιος ο Θεός γίνεται τέλειος άνθρωπος. Ο Χριστός, ο τέλειος άνθρωπος – ως άνθρωπος δεν είχε καμία αμαρτία -, εκλέγει και προτιμά την σωτηρία και την ελευθερία του ανθρωπίνου γένους. Αρπάζει την ανθρώπινη φύσι και την ανεβάζει επάνω στον ουρανό. Έχασε τον επίγειο παράδεισο ο άνθρωπος, αλλά ο Χριστός του προσφέρει τώρα ουράνιο παράδεισο. Σαρκώθηκε ο Θεός, για να μπορή ο άνθρωπος να αποκτήση την θεότητα του Ιησού Χριστού.
Έπρεπε να βρεθή ένας άνθρωπος που να ζητήση την σωτηρία του ανθρώπου και την έξοδό του από το χάος της καταστροφής, και βρέθηκε αυτός ο άνθρωπος, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Από τότε, η ελευθερία και η σωτηρία του ανθρώπου είναι πολύ εύκολο να κερδηθή. Λαχείο είναι, που το δίδει στο χέρι του ανθρώπου ο Θεός, και οποιαδήποτε στιγμή θέλει, το παίρνει και κερδίζει, διότι τραπεζίτης είναι ο ίδιος ο Θεός.
Επομένως, πάθος είναι η φρικτή αδυναμία του ανθρώπου να κάνη κάτι εφικτό, δυνατό. Τέτοια πάθη που μας δυναστεύουν, και από τα οποία θέλομε να απαλλαγούμε, έχομε όλοι μας πολλά. Εφ’ όσον όμως με το πάθος του μας ελευθέρωσε ο Κύριος, μας ωδήγησε στην απάθεια, σημαίνει ότι και εμείς μπορούμε να απελευθερωθούμε από τα δικά μας πάθη, και να οδεύσωμε προς την απάθεια. Αλλά πώς; πώς είναι δυνατόν να επιτύχωμε προσωπικά αυτή την κάθαρσι;
Β΄
Πρώτα από όλα, όπως λέγαμε προηγουμένως, πρέπει να θέλη ο άνθρωπος, για να τον βοηθήσης σε κάτι. Συνεπώς, αρχή καθάρσεως από τα πάθη μας είναι η πλήρης και τελεία θέλησις της καρδιάς μας. Εάν δεν θέλω να λυτρωθώ από το πάθος, είναι αδύνατον να μου φύγη. Το «θέλειν είναι η αρχή της σωτηρίας», λέγει ο αββάς Δωρόθεος, είναι η προϋπόθεσις, για να βαδίσωμε προς τον Θεόν.
Γιατί όμως χρειάζεται η δική μας θέλησις, αφού ο Χριστός ξέρει ότι πρέπει να είμαστε ελεύθεροι και ότι κουραζόμαστε από τα πάθη; Γιατί δε μας λυτρώνει εκείνος; Διότι εμείς θα σηκώσωμε τις συνέπειες του πάθους και της αμαρτίας, εμείς θα παλέψωμε, εμείς θα ζήσωμε, εμείς θα χαρούμε ή θα κλάψωμε. Γι’ αυτό πρέπει εμείς να θέλωμε να απαλλαγούμε από τα πάθη.
Ο ίδιος ο άνθρωπος πρέπει να κινητοποιήση όλες του τις δυνατότητες, όλη του την επιθυμία, για να φθάση στο προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Διότι, για να αποβάλω ένα πάθος, το οποίο γεμίζει την καρδιά και που στην πραγματικότητα μου δίνει μία ικανοποίησι, είναι ανάγκη να νοιώσω ξερρίζωμα. Όταν λόγου χάριν είμαι θυμώδης και θελήσω να γίνω ήρεμος, μου φαίνεται ότι τότε θα χάσω και δεν θα μπορώ πλέον να κυβερνάω. Όταν είμαι υπερήφανος και θελήσω να γίνω ταπεινός, έχω την εντύπωση ότι οι άλλοι θα με πατούν με τα πόδια τους. Τώρα, με την υπερηφάνεια μου νομίζω ότι κάτι είμαι. Χρειάζεται από αυτό το κάτι να κενωθώ. Είναι ανάκγη να αδειάσω από τον εαυτό μου, για να φύγη ένα πάθος μου.
Πώς όμως εκφράζεται η θέλησίς μου να λυτρωθώ από ένα πάθος; Επί παραδείγματι, είμαι φιλοχρήματος ή είμαι ακηδιαστής, δηλαδή ράθυμος ή είμαι υπερήφανος. Πώς θα δείξω στον Θεόν ότι θέλω να λυτρωθώ; Χρειάζονται παράλληλα δύο πράγματα. Το ένα είναι η απόρριψις, η επιθυμία της απορρίψεως του πάθους πιστεύοντας ότι το πάθος είναι «έχθρα εις Θεόν», είναι εχθρικό ενώπιον του Θεού. Πράγματι δηλαδή να θελήσω να το απορρίψω και ταυτόχρονα να θέλω να κάνω αυτό που ευχαριστεί τον Θεόν.
Αλλά αυτή η επιθυμία της απορρίψεως μου δημιουργεί μία εσωτερική απαίτησι. Για να το καταλάβετε, θα σας φέρω ένα παράδειγμα από τη μοναχική πολιτεία. Γιατί πηγαίνει κανείς στο μοναστήρι; Διότι είναι ο τόπος που μπορεί να παραμένει καθαρός, ο τόπος από τον οποίο λείπουν τα προβλήματα, τα εμπόδια, οι κίνδυνοι και οι δυσκολίες. πηγαίνω λοιπόν εκεί, για να πάψω να έχω πάθη, και να ευαρεστήσω εις τον Θεόν.
Φθάνοντας τώρα ο μοναχός στο μοναστήρι, το πρώτο που κάνει, όπως θα έχετε ακούσει, είναι να ζητήση από τον Γέροντα έναν κανόνα. Εάν δεν του δώσει κανόνα, ο υποτακτικός νοιώθει ότι ο Γέροντας δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτόν. Το πιστεύει. Και πράγματι, εάν τον αγαπώ, πρέπει να του δώσω κανόνα. Τι είναι όμως ο κανόνας; Είναι κάτι το καθημερινό, το κάνω καθ’ ημέραν και με τον τρόπο αυτό γίνομαι ικανός να ζήσω την ζωή της απαθείας. Είναι, ας πούμε, η αναπνοή των πνευματικών μου πνευμόνων. Όπως, εάν δεν αναπνέω, δεν μπορώ να ζήσω, έτσι και εάν δεν έχω κανόνα, δεν μπορώ να ζήσω. Όπως χρειάζεται η εισπνοή και η εκπνοή – χωρίς αναπνοή άγχεται ο άνθρωπος -, έτσι και χωρίς κανόνα τον πιάνει αγωνία, δίοτι δεν νοιώθει ότι οι σχέσεις του με τον Θεόν είναι αποκαταστημένες. Δίδεται λοιπόν πάντοτε ένας κανόνας και στους μοναχούς.
Έναν κανόνα πρέπει να έχη και ο λαϊκός ο οποίος θέλει να οδηγηθή στον δρόμο της απαθείας. Ο κανόνας στα μοναστήρια εφαρμόζεται περισσότερο την νύκτα και φέρει το όνομα «λειτουργία», δεν είναι όμως η θεία ευχαριστία. Ο κανόνας αποτελείται από κάποιο διάβασμα, από προσευχή και από άλλα παρόμοια.
Οι Πατέρες λέγουν: Μην καταφρονήσης ποτέ τον κανόνα σου, διότι, εάν κάνης κάτι τέτοιο, θα εξουθενωθής μόνος σου και θα γελοιοποιηθής μπροστά στους ανθρώπους. Όταν κάποιου του κλείσης την μύτη και το στόμα, δεν μπορεί να αναπνεύση και αρχίζει να πνίγεται. Το ίδιο παθαίνει και ο άνθρωπος που δεν έχει μόνιμο κανόνα. Η εγκατάλειψις της «λειτουργίας» του που τον ενώνει με τον Θεόν, είναι εγκατάλειψις της ιδίας της ζωής του. Είναι επομένως ο κανόνας σαν το λάδι που βάζομε στην καντήλα και αυτή ανάβει. Η καντήλα είναι η ζωή μας.
Το άναμμά της είναι η σχέσις μας με τον Θεόν. Εάν δεν ρίξω κάποια ημέρα λάδι, εάν δεν κάνω τον κανόνα μου, την ημέρα εκείνη σβήνει η καντήλα, η σχέσις μου δηλαδή με τον Θεόν μαραίνεται και εξαφανίζεται. Και όταν μια καντήλα είναι σβησμένη, μυρίζεται το ποντίκι το λιγοστό λάδι που απομένει, και πηγαίνει και τρώγει και την καντηλήθρα. Και τότε τι γίνεται; Ρίχνει κάτω και την καντήλα και την σπάει. Έτσι θρυμματίζεται και η ζωή μας, εάν δεν αναπνέωμε τον Θεόν. Πρέπει λοιπόν ο καθένα ςμας, εν συνεννοήσει με τον πνευματικό του, να έχη κάποιον κανόνα καθημερινό, που θα είναι η σχέσις του με τον Θεόν. Θα ξέρη ότι τώρα μιλάω στον Θεόν, τώρα αναπνέω Χριστόν. Τώρα περιπατώ και εγώ μαζί του, όπως πάλαι ποτέ ο Αδάμ στον παράδεισο. Αυτός δε ο κανόνας, αυτή μου δηλαδή η διάθεσις της απαθείας, για να πραγματοποιηθή, χρειάζεται να είναι έντονος ο θείος πόθος μου και μεγάλη η χαρά της καρδιάς μου. Χωρίς αυτές τις δύο προϋποθέσεις, δεν υπάρχει Χριστός στην ανθρώπινη ζωή. Εάν δήτε κάποιον που ο πόθος του είναι μαραμένος, και που είναι ωσεί νεκρός, που είναι μελαγχολικός, στενοχωρημένος, κατσούφης, που δεν ξέρει να γελάση, που δεν ξέρη να χαρή, μην πιστεύετε ότι αναπνέει Θεόν. Η ψυχή είναι ανάγκη να δεθή με τον θείο πόθο για να φθάση μέχρι τον κτίστη της, να είναι δε και περιχαρής, εύθυμη και μάλιστα να έχη την χαρά και στις περιπτώσεις που οι άλλοι την χάνουν. Αρρωσταίνει παραδείγματος χάριν κάποιος, και τον βλέπεις ότι αμέσως στενοχωρείται. Εγώ οφείλω να μάθω να χαίρωμαι πάντοτε. Ότι και αν μου συμβή, ο Θεός ζη για μένα και εγώ για τον Θεόν. Άρα, ότι και αν θα γίνη, δεν μπορεί ποτέ να με χωρίση από τον Θεόν.
Επομένως, εάν σταματήση η χαρά ή ο πόθος της απαθείας, σταματάει αμέσως και η δυνατότητα της απαθείας η δυνατότητα να έχωμε τον Θεόν ολοσχερώς δικό μας. Η χαρά είναι ο απαράβατος νόμος του πνευματικού αγώνος και της καρδιακής λειτουργίας. Δεν λειτουργεί δηλαδή η χαρά, αλλά ασφυκτιά και πνίγεται, όταν δεν την βουτάμε μέσα στις καθημερινές μας χαρές. Μόνον αγαλλιώμενοι άνθρωποι μπορούν να φθάνουν στον Θεόν. Γι’ αυτό, ναι μεν θα κάνωμε τον κανόνα μας, θα έχωμε όμως και τον πόθο μας και την απερίγραπτη χαρά την οποία δίνει ο Χριστός.
Αλλά, για να μην είναι αμφίβολη αυτή η αγωνιστικότητά μου, για να είναι βεβαία η επιτυχία μου, εκτός από την χαρά, χρειάζονται τρία ακόμη πράγματα, τα οποία θα σας παρακαλέσω να τα προσέξετε, διότι είναι πολύ κοινά και δυστυχώς τα ξεχνάμε. Ποια είναι αυτά τα τρία τα οποία είναι αναγκαία, για να απαλλαγούμε από τα πάθη μας;
Το πρώτο είναι η μετάνοια. Τι εννοώ με την λέξι μετάνοια; Εννοώ τούτο: να νοιώσω, να πιστέψω ότι εγώ είμαι αμαρτωλός και ότι θέλω να αλλάξω. Εάν δεν πιστεύωμε ότι είμεθα οι χειρότεροι άνθρωποι του κόσμου, δεν είναι δυνατόν να οδηγηθούμε στην απάθεια. Εάν δεν καταλάβω ότι, όσο με αγαπάει ο Θεός τόσο εγώ δουλεύω στο εγώ μου, πώς θα κράξω μέσα από τον πόνο της αμαρτίας μου για να με ακούση ο Θεός; Διότι ο Θεός σκύβει με αγάπη στους αμαρτωλούς. Ο Θεός δεν πήγε στους δικαίους, αλλά στον τελώνη, στην πόρνη, στην χαμένη δραχμή, στο χαμένο πρόβατο. Ο Θεός απάλλαξε από τα πάθη αυτούς που ήταν μολυσμένοι. Πρέπει λοιπόν κι εγώ να ζω με την αίσθηση του μολυσμένου, και να θέλω να πάψω να είμαι τέτοιος, για να με απαλλάξη ο Θεός.
Το πρώτο λοιπόν είναι η μετάνοια, δηλαδή το νοιώσιμο της αμαρτίας μου, διότι τημ μετάνοια την πραγματική θα μου την δώση ο Θεός.
Το δεύτερο είναι η αγάπη. Γιατί η αγάπη; Τι χρειάζεται η αγάπη; Όταν ο άνθρωπος δεν αγαπά πλατειά, ξέρετε τι παθαίνει; Όταν δεν αγαπά μέσα από την ψυχή του, τότε ενοποιούνται οι αντιδραστικές δυνάμεις του και στρέφεται εναντίον των άλλων. Εάν πη ο άλλος «πάμε από εκεί», αυτός θα πη «πάμε από εδώ». Εάν πη ο άλλος «πετάει ο γάιδαρος», αυτός θα πη «δεν πετάει». Ερχόμεθα δηλαδή σε αντίθεσι με τον πρώτο τυχόντα. Γι’ αυτό χρειάζεται η αγάπη. Άρα, αγάπη σημαίνει, το δίκαιο το έχει πάντοτε ο άλλος, το σωστό είναι πάντοτε με τον άλλον. Και πώς θα καταλάβω εγώ τι θέλει ο άλλος; Με το να τον κοιτάζω στα μάτια. Τότε μπορώ να πω ότι έχω αγάπη. Αγάπη δεν εννοούμε τρυφερότητες, δεν εννοούμε λόγια, δεν εννοούνε αισθήματα, αλλά το να προηγήται ο άλλος.
Η έλλειψις λοιπόν αυτού του είδους της αγάπης δημιουργεί μέσα μας αντίδρασι, που μας αποκλείει, μας ξεμοναχιάζει, μας κάνει απομονωμένους ανθρώπους. Και ο απομονωμένος άνθρωπος δεν είναι παρά ένας άρρωστος. Η δε αρρώστια της απομονώσεως θεραπεύεται πρωταρχικά με αυτόν τον τρόπο του προηγήσθαι, του να προηγήται ο άλλος.
Συνεπώς, χρειάζεται το νοιώσιμο της αμαρτίας και η αγάπη, αλλά και τρίτον, μία σχετική ησυχία, ηρεμία. Ταραγμένος άνθρωπος δεν μπορεί να κάνη τίποτε. Εάν δης τον ανδρα σου ταραγμένο και του ζητήσης κάτι, αυτός θα σε υβρίση. Εάν η γυναίκα σου είναι κουρασμένη από το παιδί και συ της πης, γιατί δεν έχεις έτοιμο το φαγητό, εκείνη θα πάει να χύση και αυτό που έχει ετοιμάσει. Έτσι είναι ο άνθρωπος. Δεν έχομε αντοχή πολλή, Έχομε νεύρα, έχομε καρδιές, έχομε σπλάχνα, και αλλάζομε από ώρα σε ώρα. Έρχομαι και εγώ και σου λέγω, έλα, σε παρακαλώ, να με βοηθήσης, αλλά εσύ την ώρα εκείνη έχεις τον δικό σου πόνο, τον δικό σου αγώνα, έχεις την αμαρτία σου. Ή έρχομαι εγώ και σου ζητάω κάτι για τον εαυτό μου, αλλά προηγουμένως εσύ έμαθες ότι πέθανε η μητέρα σου. Τι σκύψιμο έχει τώρα η καρδιά σου μέσα στην θλίψι!
Δεν μπορώ να ξέρω τι κρύβεται στου άλλου την καρδιά. Οι άνθρωποι είμαστε πολύ εύκολοι στο να σπάμε, είμαστε έτοιμοι να πέσωμε, να κατρακυλίσωμε. Δεν βλέπετε πώς αλλάζουν οι ψυχές; Βγαίνεις με κάποιον περίπατο για να χαρής, και στην μέση του δρόμου αυτός θυμάται κάτι και αλλάζει και μουτρώνει. Του λες εσύ μία φράσι, την παρεξηγεί και από την ημέρα εκείνη φεύγει μακριά σου. Βλέπεις τον σύζυγο και την σύζυγο, ημέρα και νύκτα είναι μαζί, και πόσες φορές δεν μπορούν να ανταλλάξουν μια καλή κουβέντα. Τέτοιοι είμαστε όλοι οι άνθρωποι. Τα νεύρα μας δεν αντέχουν, οι καρδιές μας είναι πολύ ευαίσθητες και πρέπει να ενωθούμε με τον Θεόν, για να αποκτήσωμε δύναμι.
Μας χρειάζεται λοιπόν η ησυχία, η αταραξία, το αντίθετο της κοπώσεως, για να μπορούμε να μετανοούμε και να μπορούμε να αγαπάμε. Όταν είσαι κουρασμένος τι μπορείς να κάνης;
Είπε κάποτε ένας πνευματικός στον άνθρωπο που πήγε να εξομολογηθή: Λέγε, παιδί μου. Τι έχεις; Αυτός ήταν σοβαρός, ευσεβέστατος, εξωμολογείτο πολύ συχνά, και τότε δεν είχε τίποτε να εξομολογηθή. Πάτερ, του λέγει, δεν έχω τίποτε να σας πω. Τι έπρεπε να κάνη ο πνευματικός; Να χαρή; Ξέρετε τι του είπε; Πήγαινε σε παρακαλώ να αμαρτήσης και έπειτα έλα να μου εξομολογηθής την αμαρτία σου. Καταλάβατε τι βαθύ νόημα έχει η απάντησις του Γέροντα; Δηλαδή, πολύ περισσότερο μας οδηγεί η αμαρτία μας στον παράδεισο – επειδή μας ωθεί προς την μετάνοια-, παρά η καλωσύνη μας και η δικαιοσύνη μας, διότι οι αρετές μας κάνουν να μη νοιώθωμε ότι είμαστε αμαρτωλοί, ενώ και εμείς είμαστε αμαρτωλοί, όπως όλοι οι άλλοι.
Και τώρα, πριν σας δώσω την απάντησι στο ερώτημα τι να κάνετε, και τι να κάνωμε όλοι μας για να γίνωμε απαθείς, επιτρέψτε μου να τονίσω δύο πράγματα.
Λέμε ότι θέλομε να κόψωμε τα πάθη. Για να μπορέσωμε όμως να τα κόψωμε, πρέπει να έχωμε ακριβέστερη γνώσι περί των παθών. Είπαμε προηγουμένως ότι η ουσία του πάθους είναι η αμαρτία της απομακρύνσεώς μας από τον Θεόν και η ετεροκρατία που μπαίνει μέσα μας. Αλλά δεν αρκεί να γνωρίζωμε μόνον αυτό. Πρέπει να ξέρωμε επί πλέον ότι τα πάθη και οι πειρασμοί, όσο και αν μας εκφοβίζουν, εν τούτοις, πολλάκις μας ταπεινώνουν. Βλέπεις κάποιον μέθυσο που, όταν πάη στον πνευματικό, του λέγει: Γέροντα, εγώ έχω μέσα μου τον διάβολο, είμαι μέθυσος. Εάν δεν έπινε, θα έλεγε: Είμαι πολύ καλός.
Τα πάθη μας και οι πειρασμοί μας επομένως είναι κακά, εν τούτοις είναι και καλά. Είναι δρόμοι που μας οδηγούν προς τον Θεόν. Μας χαρίζουν μία εμπειρία της ζωής. Μας βοηθούν να ανιχνεύσωμε και να καταλάβωμε τα έγκατά μας. Μας βοηθούν να αναγνωρίσωμε τον εαυτό μας, τις αδυναμίες μας. Γι’ αυτό και ο Μέγας Αντώνιος έλεγε: «Έπαρον τους πειρασμούς και ουδείς ο σωζόμενος». Αν πάρωμε όλους τους πειρασμούς από τους ανθρώπους και σκοτώσωμε τον διάβολο, δεν θα σωθή κανένας. Γιατί; Διότι, πώς αλλοιώς θα ταπεινωθή ο άνθρωπος; Είμαστε τόσο υπερήφανοι, ώστε πρέπει να μας κτυπήση η βαριοπούλα της αμαρτίας, για να πούμε: Ωχ! πονώ, Θεέ μου, βοήθησέ με.
Το πάθος είναι τρομερό, ο πειρασμός είναι επικίνδυνος, παρά ταύτα, ολόκληρηη αμαρτία μας μη νομίζετε ότι είναι τόσο δύσκολη και μεγάλη για να την αποφύγωμε. Η αμαρτία μας χωρίζει από τον Θεόν. Αλλά η αμαρτία δεν είναι ένας γίγαντας ακατανίκητος, επομένως ούτε και τα πάθη. Η αμαρτία είναι πραγματικά ψοφοδεής και ψοφώδης σκιά. Δηλαδή, οπώς ο λαγός φοβάται και κάνει θόρυβο για να νοιώθη κάποια ασφάλεια, έτσι και η αμαρτία με φοβάται. Αλλά την φοβάμαι και εγώ, γι’ αυτό δεν μπορώ να την κόψω.
Αμαρτία ουσιαστικά δεν υπάρχει, υπάρχει αρετή, υπάρχει ο Θεός. Αμαρτία είναι αυτή μου η δειλία, η οποία με οδηγεί μακριά από τον Θεόν. Η αμαρτία είναι ανυπόστατη, δεν μπορεί να επικρατήση στην βούλησι του ανθρώπου. Είναι ένα σκοτεινό σύμπτωμα της μερίμνης, της αγωνίας, του άγχους, της παρρησίας του ανθρώπου, του εγωισμού του. Η αμαρτία είναι, ας το πούμε έτσι, η αναπνοή του αυτοειδώλου. Είπαμε προηγουμένως ποια είναι η αναπνοή του ανθρώπου που συνεργάζεται με τον Θεόν. Όταν όμως ανακηρύσσω θεόν τον εαυτό μου, τότε η αμαρτία είναι η αναπνοή μου. Η αμαρτία απομακρύνεται αμέσως από κοντά μου, όταν εγώ θυμηθώ ότι είμαι αμαρτωλός, διότο με την μνήμη αυτή με πλησιάζει ο Θεός.
Ας γνωρίζωμε ότι κακό δεν είναι ότι μας περιτριγυρίζει. Ούτε οι αμαρτωλοί και οι θηριώδεις άνθρωποι, που είναι γύρω μας, μπορούν να μας βλάψουν, ούτε και ο ίδιος ο διάβολος μπορεί, έαν εγώ θέλω να νικήσω με την χάρι του Θεού. Αλλά και οι άλλοι και εγώ πρέπει να καταλάβωμε ότι συζούμε με τα πάθη μας μέσα στην ζωή. Διότι πολλάκις, βλέποντας να παλεύωμε μια, δυο, τρεις, πέντε, δέκα,φορές και να μη νικάμε τα πάθη μας, απογοητευόμεθα. Βλέποντας τους πειρασμούς, μας πιάνει μία τραγική δειλία. Όμως όχι! Χίλια χρόνια να παιδεύεσαι μέσα στην αμαρτία να την νικήσης, θα πας στον παράδεισο, επειδή ο αγώνας σου δείχνει ότι θέλεις τον παράδεισο, και ο Θεός μας δίνει αυτό που θέλομε. Άρα, το πρόβλημα είναι όχι τι κάνω, αλλά τι θέλω ή τι αγωνίζομαι να επιτύχω.
Μη φοβάσαι λοιπόν και μην ανησυχής, εάν βλέπης ότι σήμερα είσαι αμαρτωλός. Σήμερα ναι, είμαι αμαρτωλός, όμως δεν εγκαταλείπω τον Θεόν μου και αυτόν παρακαλώ να με βοηθήση. Όσο και να θέλωμε, μέσα στην εκκλησία μας θα ζούμε πλάι πλάι δίκαιοι και αμαρτωλοί. Θα συζούμε άγιοι και εμπαθείς. Αλλά οι άγιοι μπορεί να πέσουν αύριο, ενώ ο εμπαθής προσελκύει την προσοχή του Θεού και αύριο πιθανόν να γίνη άγιος.
Θυμάστε τι ωραία που λέγει ο προφήτης Ησαΐας: «Συμβοσκηθήσετε λύκος μετά αρνός και πάρδαλις συναναπαύσεται ερίφω».
Να, λέγει, πως είναι η Εκκλησία. Πλάι πλάι ζούμε, εσύ που είσαι λύκος και εγώ που είμαι αρνί. Δεν καταλαβαίνω εγώ τι είσαι εσύ, ούτε εσύ ξέρεις τι είμαι εγώ. Μόνον ο Θεός γνωρίζει ποιος είναι λύκος και ποιος είναι αμνός. Εμείς είθισται να δικαιώνωμε τον εαυτό μας. Αλλά ο Χριστός λέγει: «Αφήστε τα ζιζάνια να μεγαλώσουν μαζί με το σιτάρι μέσα στο χωράφι μου, εώς τον θερισμο». Εάν ο Χριστός λέγη να αφήσωμε τα ζιζάνια, μη τυχόν κάψωμε και το άψυχο σιτάρι, πόσο μάλλον ο Θεός δεν θέλει να κάψη τις ψυχές μας, και μας αφήνει να ζούμε αμαρτωλοί και δίκαιοι μαζί, χωρίς να ξέρωμε ακριβώς τι μας συμβαίνει. Τόση είναι η πατρική αγάπη του Θεού!
Και προχωράει εν συνεχεία ο Προφήτης: «Και μοσχάριον και ταύρος και λέων άμα βοσκηθήσονται». Και ταύρος και μοσχάρι , λέγει, και λιοντάρι – που θα έπρεπε να χυμούσαν το ένα εναντίον του άλλου και να κατασπαράζονταν – μέσα στην Εκκλησία ζουν μαζί. Εννοεί τους ανθρώπους που είναι τόσο άγριοι, τόσο θηριώδεις, σαν αυτά τα ζώα. Και συνεχίζει: «Λέων ως βους φάγεται άχυρα». Ο λέων, λέγει που βρυχάται, και τρέμει τότε ολόκληρο το δάσος και κρύβονται όλα τα θηρία, εξημερώνεται μέσα στην Εκκλησία, χάνει την εμπάθειά του και γίνεται ήμερο ζώο, του δίνει ο άνθρπωπος άχυρο όπως το βόδι, και το λιοντάρι το τρώει. Τόσο κοντά μας έχει τοποθετημένους ο Θεός πλούσιους και πτωχούς ως προς την πνευματική ζωή, για να μην έχωμε πεποίθησι πουθενά αλλού παρά μόνον εις τον Θεόν. Ουδεμία πεποίθησις χωράει στην δικαιοσύνη μας και καμία απογοήτευσις από την αμαρτία μας.
Πηγαίνεις σε κάποιον που τον ήξερες πως είναι αμαρτωλός και τον βρίσκεις τώρα άγιο. Αυτή η σοφία του Θεού είναι πραγματική οικονομία. Ξέρει ο Θεός το παιδάκι του που το έπλασε. Όπως ξέρεις το σπλάχνο σου εσύ, έτσι ξέρει και ο Θεός τον άνθρωπο. Και καταφέρνει με την οικονομία του να μεταβάλλη τις διαθέσεις μας, ώστε να γινώμαστε πρόβατα ειρηνικά της ποίμνης του Κυρίου.
Τα πάθη, αγαπητοί μου, μας περιλούζουν, μας κατακλύζουν, πέφτουν επάνω μας ως όμβρος ατελείωτος. Όμως, δεν έχει αυτό σημασία. Σημασία έχει το αμέτρητο έλεος του Θεού.
Ένας άγιος της Εκκλησίας μας προσπάθησε να μετρήση και να καταγράψη όσα αμαρτήματα μπορούσε. Μέτρησε κσι κατέγραψε τριακόσια πάθη. Τριακόσια πάθη! είναι να σου φεύγη το μυαλό. Αλλ΄, εν πάση περιπτώσει, τα πάθη μετριούνται. Το έλεος του Θεού όμως δεν μετριέται. Πολεμούνται και νικώνται αυτά, διότι ο άνθρωπος από την αφύσικη κατάσταση του πάθους επιστρέφει πολύ εύκολα στην φυσική κατάστασι της απαθείας.
Και επί τέλους, ας μην ξεχνάμε ότι το πάθος δεν θα το νικήσωμε εμείς.
Μπορείς εσύ να βάλεις το χέρι σου μέσα στην καρδιά σου; Δεν μπορείς. Μόνον ο Θεός μπορεί. Μπορείς να βάλεις το χέρι σου στην ψυχή σου και να την κάνεις διαφορετική; Δεν μπορείς. Τα πάθη διώχνονται από τον Θεόν. Καμιά φορά λέμε: Ωχ, Θεέ μου, πώς θα μπορέσω να κόψω αυτό το πάθος; Μα, δεν έχεις να κόψεις τίποτε εσύ, θα σου το κόψη ο Θεός. Όσο και αν θέλης και αν τρέχης, δεν θα κάνης εσύ τίποτε. «Το εκριζώσαι την αμαρτίαν και το συνόν κακόν, λέγει ένας άγιος, τούτο τη θεία δυνάμει μόνο δυνατόν εστι κατορθώσαι». Λοιπόν, ειρήνευε, έχε θάρρος εσύ! Μα, δεν μπορεί ο Θεός να σου κόψη το πάθος; Βεβαίως μπορεί. Και αφού σε κάλεσε για την αρετή, θα το κάνη ο Θεός. Εσύ πάλεψε όσο θέλεις, αγωνίζου μέσα στην ζωή, όχι για να κόψης το πάθος σου, αλλά για να δείξης την αγάπη σου στον Θεόν.
Εμείς είναι εύκολο να κρατούμε μπροστά μας την αίσθησι της παρουσίας του αοράτου Θεού, και εκείνος θα μας κάνη όλα τα θαύματα που χρειζόμαστε. Δικά μας είναι τα αμαρτήματα και δικά του τα θαύματα. Μπορούμε όμως, από τα αποτελέσματα, να παρακολουθούμε την χάρι του Θεού πόσο εξαπλώνεται μέσα στην καρδιά μας. Και εάν ένα πάθος φύγη και ξαναέλθη, τότε φταίμε εμείς. Φεύγει με το θαύμα του Θεού, αλλά επανέχεται πάλι από την δική μας αμέλεια.
Όταν κράξουμε στον Θεόν, αδελφοί μου, δεν μας χαρίζει μόνον την απαλλαγή από το πάθος – αυτό δεν είναι τίποτε -, μας χαρίζει ακόμη σοβαρότερα πράγματα, μας βοηθάει να φθάσωμε σε μεγαλύτερη τελειότητα. Κράζοντας δε εις τον Θεόν, πολλάκις έχομε την εντύπωσι ότι ο Θεός δεν μας ακούει, και λέμε: Πού είσαι, Θεέ, κρυμμένος; Έχομε την εντύπωσι πως δεν μας βλέπει, πως μας έχει ξεχασμένους, διότι εμείς οι άνθρωποι βιαζόμαστε συνήθως. Ο Θεός ξέρει όμως. Όταν δεν σε ακούη, όταν νομίζης πως δεν σε αγαπά, όταν νομίζης πως δεν προστρέχει για να σου γλυκάνη την καρδιά, να ξέρης ότι κοιμάται μπροστά στην πρύμνη, όπως κοιμόταν τότε με τους μαθητάς. Και όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή, είπε στην θάλασσα: «Σιώπα, πεφίμωσο». Όταν έρθη και για σένα η κατάλληλη στιγμή, που θα είναι το συμφέρον σου, θα έρθη ο Θεός και θα πη στο πάθος σου, «σιώπα», και τότε θα σιωπήση το πάθος.
Και δεν θα σταματήση μόνον το πάθος σου, αλλά θα σε βοηθήση και να αποκτήσης συμπαθή και ελεήμονα καρδία και θα σου εξασφαλίση την κάθαρσι, ακόμη και την μετουσία του Θεού. Θα σε βοηθήση να γίνης και συ ότι είναι ο Θεός. Θα σου καταργήση την σκλαβιά της αμαρτίας. Τον τύραννο του πάθους θα σου τον πετάξη μακριά. Και όπως έρχεται η άνοιξις και πίσω της ακολουθεί το καλοκαίρι με τα φρούτα και με τα σιτηρά, έτσι, σαν ωραιότατη άνοιξις, έρχεται και η κάθαρσις, η θέωσις, η απάθεια, η εν Χριστώ ζωή. Τα ελπιζόμενα και τα προσδοκώμενα αγαθά θα γίνουν μία πραγματική συντροφιά της καρδιάς σου.
Γ΄
Και τώρα αγαπητοί μου, αφού σας είπα όλα αυτά σαν εισαγωγικά, θα τελειώσω. Όπως καταλαβαίνετε, δεν σας είπα ακόμη τι να κάνετε για να κόψετε τα πάθη σας, και τι να κάνω και εγώ για να τα κόψω. Είπαμε μερικά, για να γνωρίσωμε πως ξεδιαλύνεται ο χώρος της ψυχής μας, πως είναι δυνατόν να δουλέψη μέσα μας ο Θεός. Όλα αυτά είναι πολύ απλά και πολύ φυσικά. Τι θα κάνωμε λοιπόν εμείς για να κόψωμε τα πάθη μας, δηλαδή για να ελκύσωμε τον Θεόν, και να τα κόψη εκείνος; Θα σας πω μόνον τρία πραγματάκια.
Το πρώτο, που το αναφέραμε και προηγουμένως, είναι η ησυχία. Μα, η ησυχία, θα έλεγε κάποιος, είναι για τον μοναχό. Εγώ που είμαι κοσμικός άνθρωπος, που είμαι επιστήμονας, που είμαι νοικοκυρά, που έχω τόσες ανάγκες και φουρτούνες στην ζωή μου, που θα βρω την ησυχία; που να πάω; Ασφαλώς, όπου και αν είμαι, ακόμη και μέσα στην κόλασι, μπορώ να βρίσκω κάποιον χώρο και χρόνο μιας σχετικής ησυχίας. Όπως αγαπάς την γυναίκα σου ή τον άνδρα σου, έτσι αγάπησε και την ησυχία και την ηρεμία, και τότε θα αγαπάς πολύ περισσότερο και τον Θεόν και όλους. Πολυάσχολος και κουρασμένος άνθρωπος δεν μπορεί να αγαπά Θεόν, δεν μπορεί να κάνη τίποτε.
Άνθρωπος που διαλύει την ζωή του σε χίλιες περιπέτειες, σε δουλειές πολλές, σε ενδιαφέροντα, σε φροντίδες, άνθρωπος που του αρέσουν όλα και σε όλα θέλει να έχη λόγο, δεν θα είναι για τίποτε ο ειδικός και κατάλληλος. Γι’ αυτό, αδελφέ μου, ας βρίσκης κάποιον χρόνο, έστω και στις δέκα ή στις ένδεκα το βράδυ, όταν θα έχης κοιμίσει τα παιδάκια σου, μόνος σου ή με την σύζυγό σου ή και ο καθένας χωριστά, και κάθισε εκεί, «σύνες τη καρδία σου». Βάλε το μυαλό σου μέσα σου, κοίταξε λίγο τον εαυτό σου. Όταν κανείς επισκέπτεται τον εαυτό του – δυστυχώς, όλους τους επισκεπτόμεθα, τον εαυτό μας όμως τον ξεχνάμε -, όταν επισκέπτεται την καρδιά του και μένη λίγο μόνος του και ξεκουράζεται το σώμα και η ψυχή του, τότε αντιμετωπίζει μπροστά του την αυγή του Αγίου Πνεύματος.
Μα, θα μου πήτε, τι να κάνω; Θα αφήσω την δουλειά μου; Βεβαίως όχι. Εάν αποτύχης στην δουλειά σου, αποτυγχάνεις και στην χριστιανική σου ζωή. Δεν μπορείς να αποτυγχάνης, θα κάνης το κάθε τι για να επιτύχης. Αυτή είναι δική σου υποχρέωσις, την οποία οφείλεις να εκπληρώνης. Θα εγκαταλείψω το παιδί μου; Όχι. Του οφείλεις χρόνον. Μήπως την γυναίκα μου; Όχι. Ακόμη και η καρδιά σου της ανήκει.
Δεν θα αφήσης τίποτε, θα βρης όμως τον χρόνο που θα είσαι ήσυχος, μόνος σου με τον Θεόν.Όπως πηγαίνεις στην τηλεόρασι και απορροφιέσαι και τα ξεχνάς όλα, έτσι βρες και κάτι που θα είναι η τηλεόρασις του ουρανού, που θα σε κάνη να σκεφθής τους αγγέλους και να θυμηθής τους αγίους, οι οποίοι ανά πάσαν στιγμή είναι τριγύρω μας.
Στο σημείο αυτό ας αναφέρωμε ένα αληθινό περιστατικό. Ένα σπίτι πολύ αγαπητό μου περνούσε κρίσι και κόντευε να διαλυθή. Είχαν κουρασθή και οι δυο σύζυγοι από τις πολλές φουρτούνες, ώστε δεν είχαν ούτε πέντε λεπτά για να ξεκουρασθούν και να κουβεντιάσουν την αγάπη τους και τα όνειρά τους, που έκαναν όταν είχαν ξεκινήσει την ζωή τους. Το έμαθα και προσπάθησα τηλεφωνικώς να βοηθήσω, διότι ήταν μακριά μου, αλλά μου έλεγαν πως δεν υπάρχει χρόνος. Λέγω και εγώ, θα σας κανονίσω τώρα. Ερωτώ λοιπόν την γυναίκα: Μήπως έχεις δόντια που σου πονάνε και χρειάζονται φτιάξιμο; Ναι, λέγει, έχω. Τότε να πας σε έναν οδοντίατρο. Και της συνέστησα κάποιον γνωστό μου. Συνεννοούμαι εν τω μεταξύ με τον οδοντίατρο και του λέγω: Βάλε την στην καρέκλα και κράτησέ την όσες ώρες μπορείς.
Πήγε η σύζυγος και κάθισε έξι ολόκληρες ώρες. Της έβαλε εκείνος τροχούς, της έκανε σφραγίσματα, ότι είχε και δεν είχε προσπάθησε να της τα φτιάξη. Όταν τελείωσε, επέστρεψε στο σπίτι της και, παρακαλώ, αγκάλιασε και ασπάσθηκε τον σύζυγό της για πρώτη φορά, μετά από έξι μήνες! Γιατί; Διότι επί έξι ώρες κάθισε στην πολυθρόνα και ξεκουράσθηκε. Ο τροχός, ο φόβος, η αγωνία που είχε στην αρχή για τα δόντια, την έκαναν να τα ξεχάση όλα, και ύστερα από μισή, από μία ώρα, συνήθισε και δεν φοβόταν τίποτε. Αφέθηκε λοιπόν στον οδοντίατρο, χαλάρωσαν τα νεύρα της ηγαλλιάσατο η ψυχή της και θυμήθηκε τον σύζυγό της. Θυμήθηκε την μοναξιά της, τα μάτια της έβγαλαν δάκρυα, ενώ τα δόντια της δεν πονούσαν πια και οι σύζυγοι αγαπήθηκαν ακόμη μια φορά.
Άραγε, μας χρειάζεται οδοντιατρείο, για να μένωμε μόνοι μας και να έχωμε λίγη ησυχία; Όχι, αδελφοί μου. Ας μάθωμε να έχωμε τον προσωπικό μας χρόνο, που θα ανήκη στον Θεόν, και θα δήτε ότι αυτό θα είναι ανάστασις της ζωής μας.
Το δεύτερο, για να ελκύσωμε το βλέμμα του Θεού, είναι ο αγώνας. Αλλά μη φοβάσθε, δεν θα κάνωμε εμείς κόπο, για να κόψωμε τα πάθη μας, αυτό είναι του Θεού. Πρέπει όμως να του δείξουμε ότι τον αγαπούμε και ότι είμαστε αμαρτωλοί. Πώς θα δείξωμε στον Θεόν ότι είμαστε αμαρτωλοί και ότι επιθυμούμε την κάθαρσί μας; Με το κατάλληλο μέσο που η Εκκλησία μας ονομάζει άσκησι.
Οι μοναχοί, το γνωρίζετε, κάνουν άσκησι. Πόσοι μοναχοί κοιμούνται μόνον τρεις ή δύο ή μία ώρα την ημέρα! Πόσοι μοναχοί αρκούνται στο να τρώγουν μία φορά στις δύο ή στις τρεις ημέρες! Πόσοι μοναχοί γίνονται ορατοί άγγελοι μέσα στην κοινωνία! Έχουν ευκολία στην άσκησι, θα μου πήτε. Ας βρούμε και εμείς έναν τρόπο ασκήσεως.
Όποιος και αν είμαι, μπορώ να κάνω άσκησι. Αν έχω την διάθεσι, μπορώ να κάνω κάποια νηστεία. Θα δω τότε ότι, όσο θα νηστεύω και θα πεινάω, τόσο θα γίνομαι υγιέστερος και ομορφότερος. Ας κάνω λοιπόν λίγη άσκησι, λίγη προσευχή, λίγη αγρυπνία. Ας αφιερώσω κάποια ημέρα ή κάποια νύκτα τον μήνα ή την εβδομάδα ή έστω και στους τρεις μήνες, για να πάρω την βιογραφία ενός αγίου και να πω: Απόψε θα διαβάσω τον βίο του αγίου Δημητρίου ή της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας ή του Μεγάλου Αντωνίου, για να λουσθώ μέσα στην αγάπη του που είχε για τον Θεόν, να λουσθώ μέσα στο Άγιον Πνεύμα που είχε πέσει ποταμηδόν στην ζωή του, ώστε να έρθη και στην δική μου ζωή. Ας στενώσωμε, αγαπητοί μου, και εμείς λίγο την ζωή μας, όπως κάνουν οι μοναχοί.
Γίνεσαι αμέσως θεός, όταν κάνης άσκησι, διότι η άσκησις δεν αποβλέπει στο να μαράνω το σώμα, αλλά, όπως είπαμε, στο να εκφράσω στον Θεόν τον πόθο της αιωνιότητος, τον πόθο της αγνείας και της καθαρότητος, και να του πω: Θεέ μου, είμαι αμαρτωλός. Η άσκησις είναι η γλώσσα με την οποία μιλάμε στον Θεόν. Έχομε βάρη μέσα στις καρδιές μας, έχομε ο καθένας τα προβλήματά μας, τις δυσκολίες μας, τους λογισμούς μας. Αυτά ας τα αφήσωμε, θα μας τα βγάλη ο Θεός. Εάν καταφέρωμε λίγο να ασκηθούμε και εμείς, τότε θα ιδήτε, «ως εκλείπει καπνός», θα εκλείψουν και τα προβλήματά μας και οι αγωνίες μας και τα πάθη μας και όλα.
Δύο πράγματα μόνο σας είπα, μη μου πήτε πως τα ξεχάσατε. Είναι τόσο εύκολα και τόσο απλά: λίγη ησυχία και λίγη άσκησι που θα πρέπει να κάνωμε, και που θα είναι ο κανόνας μας, όπως είπαμε προηγουμένως.
Και τώρα το τρίτο: Αγαπήστε αυτό που λέμε ευχή του Ιησού. Αγαπήστε αυτή την προσευχή που μας γεμίζει από τον Θεόν. Αγαπήστε το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», διότι είναι η πληρέστερη προσευχή. Τι σημαίνει;
Με το «Κύριε» ομολογούμε ότι ο Χριστός είναι ο Κύριος των κυριευόντων, ο βασιλεύς του ουρανού και της γης και ο βασιλεύς της καρδιάς μας. Είμαι αμαρτωλός, και όμως τον αποκαλώ «Κύριο», που σημαίνει ότι αναγνωρίζω τον Θεόν μου και τον δοξολογώ. Είναι η ωραιότερη δοξολογία.
Το «Ιησού» σημαίνει, Σωτήρα μου, δείχνει δηλαδή την ελπίδα μου, την πίστι μου, την αγάπη μου, την ευγνωμοσύνη μου. Είναι σαν να τον αγκαλιάζω και να του λέγω, τα πάντα τα οφείλω σε σένα, Ιησού μου.
Το «Χριστέ» δείχνει ότι πιστεύω εις την θεότητά του. Πιστεύω ότι ο Χριστός είναι άνθρωπος αλλά και Θεός. Δεν τον βλέπω βέβαια, δεν τον ακούω, πολλές φορές αμφιβάλλω, μου περνάνε ακόμη και λογισμοί. Έρχονται στιγμές που ο πόνος, η σκληρότης της της καρδίας μου, η αμαρτία μου με κάνουν να πω: Αχ! να μην υπήρχες, Θεέ. Όμως λέγοντας το «Κύριε Ιησού Χριστέ», ομολογώ ότι είναι ο Θεός μου και του το εκφράζω.
Το «ελέησόν με» δείχνει όλες τις ανάγκες μου. Του ομιλώ για την απάθεια, του αναφέρω την φτώχεια μου, την υγεία μου, τα πάθη μου, που μαραίνουν την ζωτικότητά μου, του ομιλώ για τον ουρανό που πρέπει να πάω, του λέγω τα πάντα με μία φράσι: «Ελέησόν με τον αμαρτωλόν», ο Θεός από την αγάπη του θα λάβη υπ’ όψιν του αυτό που λέγω με το στόμα μου, και όχι αυτό που έχω στην καρδιά μου, δηλαδή την υπερηφάνεια, και θα δεχθή την μετάνοιά μου. Τόσο καλός είναι. Η ευχή του Ιησού είναι πλήρης, με ενώνει με τον Θεόν.
Την λέγω δε σε δεύτερο πρόσωπο, «Κύριε Ιησού Χριστέ», σαν να τον βλέπω, σαν να τον ακούω, σαν να τον έχω μπροστά μου, σαν να του λέγω, «Κύριε Ιησού Χριστέ», έλα. Δεν τον βλέπω, αλλά η πράξις μου δείχνει ότι ολόκληρο το είναι μου στρέφεται προς αυτόν και πέφτει επάνω του. Λέγοντας την ευχή, είναι σαν να προσκυνώ τον Θεόν, σαν να τον εναγκαλίζωμε, σαν να του εμπιστεύωμαι τον εαυτόν μου. Είναι σαν να ξαναμπαίνω μέσα στη κολυμβήθρα, όπως το παιδάκι που νοιώθει πως πνίγεται και βουλιάζει μέσα στο νερό. Έτσι μπαίνω και εγώ μέσα στον Θεόν και βγαίνω μετά θεός αληθινός, όπως είναι και εκείνος, εκείνος μεν κατά φύσιν, εγώ δε κατά χάριν, κατ’ οικονομίαν. Η ευχή λοιπόν είναι το τρίτο και τελευταίο που μας χρειάζεται.
Τρία μόνο απλά πραγματάκια είπαμε. Εάν τα εφαρμόσετε, τότε θα δήτε πως εξαλείφονται τα πάθη μας. Να θυμάστε μόνον ότι, όταν έχωμε πάθη, αδικούμε τον Θεόν. Διότι είναι σαν να πιστεύω ότι ο Θεός δεν μπορεί να νικήση τα πάθθη μου. Όχι. Μπορεί ο Θεός. Αφήστε τα στα χέρια του με τον τρισσόν αυτόν τρόπο, και τότε θα γίνετε μία δεκάχορδη κιθάρα, που θα κτυπάη χαρούμενα και θα κελαϊδάη την χαρά της ψυχής σας και θα ψάλη την δόξα του ουρανού και θα μεγαλύνη τον τρισήλιον Θεόν, ο οποίος επικάθηται επί των χερουβίμ και επί των σεραφίμ.
Αυτό είναι, αγαπητοί μου, το αγώνισμα για την κάθαρσι των παθών, και είναι τόσο απλό.
Παρά ταύτα, αδελφέ μου, εάν σου φαίνεται δύσκολο, βαρύ, κουραστικό, εάν σου κοστίζη, τότε ξέρεις τι γίνεται; Ένα από τα προφητικά ονόματα που έχει ο Χριστός μέσα στην Αγία Γραφή είναι το «εν αίματι νυμφίος». Νυμφίος δικός μας είναι ο Χριστός, διότι με το βάπτισμα μας υπάνδρευσε με Εκείνον. Έτσι λέγει ο απόστολος Παύλος, έτσι πιστεύουν οι Πατέρες. Έτσι ζουν και οι καρδιές μας, με την βεβαιότητα ότι είμαστε αναπόσπαστα δεμένοι με τον Χριστόν. Είναι ο νυμφίος της ψυχής μας, αλλά τον ονομάζει η Αγία Γραφή «νυμφίον εν αίματι». Ο νυμφίος είναι στολισμένος με το στεφάνι του, και το στεφάνι του Κυρίου είναι το αίμα του. Εάν ο Κύριος είναι «εν αίματι νυμφίος», γιατί να μη γίνωμε και εμείς, οι ψυχές μας δηλαδή, εν αίματι νύμφες του Κυρίου;
--------------------------------------------------------------
πηγή ψηφιακού κειμένου