Σελίδες

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019

Ο Σταυρός και το βίωμά του εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία


(Αρχιμ. Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης)

Αισθάνομαι ιδιαιτέραν συγκίνησιν, διότι έχω ενώπιόν μου ανθρώπους, οι οποίοι φροντίζουν δια τον ουρανόν και όχι δια την γην, ανθρώπους οι οποίοι καθ’ ημέραν περιμένουν λόγον Θεού, δια να τον εφαρμόζουν και όχι απλώς να τον ακούουν.

Όσοι έχετε έλθει εις το Άγιον Όρος θα έχετε παρατηρήσει ότι παντού δεσπόζει ο σταυρός. Τα καθολικά των μονών είδατε ότι είναι σταυροειδή, οι τρούλλοι στολισμένοι με ποικίλοι μορφών ιερούς σταυρούς, οι πτέρυγες των κελλιών πεποικιλμένες με σταυροειδή κοσμήματα, οι οδοδείκται των σταυροδρομίων σταυρόσχημοι και αυτοί, τα οροθέσια των μονών σημειωμένα δια σταυρού, οι βρυσούλες των σκιερών μονοπατιών και αυτές σταυρωτές. Κάθε μονή είναι αδύνατον να μη δώση εις προσκύνησιν το τιμαλφέστερον κειμήλιον, το τίμιον Ξύλον του Σταυρού του Κυρίου.

Έκαστος μοναχός, όταν φορή ολόκληρον την αμφίεσίν του, την μοναχικήν του πανοπλίαν, φέρει συνολικώς εκατόν τριάκοντα τέσσερις σταυρούς. Εις την χείρα του κρατεί το τριακοσάρι κομβοσχοίνι, το οποίον αποτελείται από δύο χιλιάδες επτακοσίους σταυρούς. Ούτως έκαστος μοναχός ανά πάσαν στιγμήν είναι περικυκλωμένος υπό χιλιάδων σταυρών, συνηρμοσμένος και αυτός εις τον σταυρόν του Κυρίου. Βίωμά του ο σταυρός, παρηγορία του ο σταυρός, όπλον του ο σταυρός, χαρά του, κλήρος του, πλούτος του ο σταυρός, και η ζωή του ένας σταυρός.

Μήπως όμως και ολόκληρος η Εκκλησία μας, οι ιεροί μας ναοί, τα άγια σκεύη και καλύμματα, δέν φέρουν σταυρούς; Οι χριστιανοί εις την καρδίαν και εις το στήθος δεν φέρουν τον σταυρόν και αι χείρες των δεν διαγράφουν επί του σώματος ημέρας και νυκτός τον σταυρόν;

Είναι φυσικόν, διότι ο σταυρός είναι βίωμα και κτήμα και σημαία τής Εκκλησίας. Έξω από την Εκκλησίαν οι άνθρωποι, οι οποίοι δεν αναγνωρίζουν την Εκκλησίαν ως μητέρα, νοιώθουν τον σταυρόν ως μωρίαν, ως θρησκόληπτον σημάδι, ως κατάραν ή αξιοβλασφήμητον πράγμα. Μόνον ένας πιστός κατανοεί την μοναδικήν του σημασίαν και δύναται να βιώση την δυναμικήν του ενέργειαν.

Δι' αυτό, ας ίδωμεν τι είναι ο σταυρός ο οποίος καθ’ ημέραν μας περικυκλώνει και μας αγιάζει και διατί τοσαύτη η χρήσις του ιερού αυτού συμβόλου και τύπου.

Χρειάζεται όμως να σας το είπω; Και ο τελευταίος εξ ημών γνωρίζει το εξαποστειλάριον της Υψώσεως του τιμίου Σταυρού (ιδ΄ Σεπτεμβρίου), το οποίον λέγει ότι ο Σταυρός είναι η ωραιότης της Εκκλησίας, το στήριγμα των πιστών, της οικουμένης ο φύλαξ, των αγγέλων η δόξα και των δαιμόνων το τραύμα.

Ο Χριστός, αφού κατετρόπωσε τον εχθρόν διάβολον και ηχρήστευσε την δύναμίν του και συνέτριψε την στρατιάν του, αφού ετελείωσε το έργον της σωτηρίας μας και μας ήνοιξε τον παράδεισον, μας άφησεν ως ιεράν παρακαταθήκην επί της γης ένα αόρατον στοιχείον, το Άγιον Πνεύμα, και ένα ορατόν, τον τίμιον Σταυρόν. Αυτή η σημαία του ουρανού, αυτό το τίμιον Ξύλον, το οποίον χαράσσομεν και ασπαζόμεθα, είναι απτόν σημάδι του ιδίου του Θεού.

Όπως λέγει ο Μέγας Αθανάσιος, ο σταυρός είναι η δόξα και η τιμή του Χριστού, επειδή μύρια αγαθά δια του σταυρού εγένετο· ο θάνατος κατεπατήθη, η κατάρα εξωστρακίσθη, ο άδης εσκυλεύθη, η αμαρτία ηφανίσθη, η ανάστασις έγινε δικαίωμα όλων, οι άνθρωποι επανέκτησαν την ελευθερίαν από την δουλείαν των παθών, η σωτηρία εφυτεύθη, η αληθινή ζωή εξεπήγασεν από τον σταυρόν. Ο σταυρός έγινε η καθημερινή μας χαρά, πόσις και ευφροσύνη.

Δικαίως λοιπόν ο σταυρός είναι από τα πλέον σεβαστά εις τους πιστούς ιερά αντικείμενα και είναι πολύ δύσκολον να εύρης χριστιανόν, ο οποίος δεν έχει σταυρόν και δεν τον τιμά και αγαπά με όλην του την καρδίαν.

Ένας καθηγητής ηναγκάσθη να αλλάξη κατοικίαν, διορισθείς εις άλλην πόλιν. Μετεκόμισεν, ετακτοποίησε την οικίαν του και επέστρεψεν εις την προηγουμένην, δια να λάβη ό,τι απέμεινε. Επανελθών την παραμονήν της ενάρξεως των μαθημάτων, βλέπει την νέαν οικίαν του ληστευθείσαν. Έπιασε την κεφαλήν του στενοχωρημένος χωρίς να είπη λέξιν. Έχων όμως μίαν βαθείαν ελπίδα, ήρχισε να ψάχνη τα εγκαταλελειμμένα αντικείμενα, τα οποία ως άχρηστα οι λησταί εκλώτσησαν και επέταξαν εις το δάπεδον. Μετ’ ου πολύ εχαμογέλασε· εν μέσω των ερειπίων, θα ελέγομεν, εν μέσω των λειψάνων των πραγμάτων του, οι οφθαλμοί του εγέμισαν φως και το στόμα του επληρώθη δοξολογίας. Εύρεν αυτό το οποίον εζήτει, αυτό το οποίον του ήρκει, δια να αρχίση εκ νεου την ζωήν του, αυτό το οποίον οι εργάται της ματαιότητος, οι κλέπται, το εκλώτσησαν ως περιττόν. Ήτο ο βαπτιστικός του σταυρός, ξύλινος αλλά σταυρός, τον οποίον είχε συνηθίσει από μικράς ηλικίας κάθε βράδυ να φιλή και να ψάλλη το αλληλούια της καρδίας του ενώπιον του Κυρίου του τυπουμένου εν τω σταυρώ. Σήμερον αυτός ο προσκυνητής του ιερού συμβόλου δεν είναι πλέον καθηγητής· είναι καθηγητής της ερήμου ή μάλλον ένας ένσαρκος άγγελος, ο οποίος ζη την βασιλείαν του Θεού, διότι το κλειδί της βασιλείας είναι ο σταυρός. Τόσον βαθέως είναι εις τας καρδίας των ανθρώπων ο σταυρός· δια τον λόγον αυτόν δεν του τον εστέρησεν ο Θεός. Εάν τον έχανε, δεν θα ήτο δυνατόν να αρχίση και πάλιν τόσον απλά την ζωήν του.

Πώς όμως ο σταυρός συνεδέθη τόσον βαθέως μετά της ψυχής των χριστιανών και τοσον αναποσπάστως και αναφαιρέτως μετά της ζωής όλης της Εκκλησίας; Πώς αι ψυχαί καταφέρουν και οικειοποιούνται τον σταυρόν;

Ο άνθρωπος, καθώς γνωρίζετε, επλαστουργήθη εξ αγάπης από τας παναγίας και αχράντους και θεοπρεπείς χείρας τού μόνου και αληθινού Θεού, του κτίσαντος τον ουρανόν και την γην. Δι’ αυτό και ανεγνώρισε τον Κύριον και Θεόν και πλάστην του, ο οποίος μέσα εις τον παράδεισον ήτο δια τον άνθρωπον αναντικατάστατος φίλος και του προσέφερε διαρκώς συντροφιάν μεθυστικήν. Πόσας αποκαλυπτικάς συζητήσεις δεν είχε μετά του Θεού! Εκάστη τούτων ήτο πνευματική ευωχία, θεία εντρύφησις, μυσταγωγία οδηγούσα τον άνθρωπον εις τελειοτέραν γνώσιν του Θεού και ακριβεστέραν μίμησίν του, εις ολοσχερεστέραν κοινωνίαν θείας ζωής και βαθυτέραν απορρόφησιν του ακτίστου και παντέρπνου φωτός του θεαρχικού προσώπου. Πανηγυρική και πανευδαίμων ήτο η συμβίωσίς του μετά της τρισηλίου θεότητος. Πολλάκις ο καθείς μας λαμβάνων την θέσιν του Αδάμ, του περιπατούντος εν τω παραδείσω, αισθάνεται και ζη αυτά προσωπικώς. Εις τον παράδεισον τα πρωινά ο Θεός προελάμβανε τον άνθρωπον, δια να τον εγείρη εις αίνον δοξολογίας και απόλαυσιν αθανάτου βιοτής. Και εκείνος, ανταπαντώντας το δειλινόν, έσπευδε να προσκυνήση τον πλάστην του και να υμνήση την τρισυπόστατον μεγαλειότητά του.

Αλλά φθόνω του αρχεκάκου όφεως, του ανθρωποκτόνου διαβόλου, υπερηφανευθείς ο Αδάμ από την αγλαΐαν της δόξης του, ηθέλησε να γίνη θεός. Ήρε την θεοσκεπή κεφαλήν του κατά του σκέποντος αυτόν Θεού, διανοούμενος μυστικώς και φανταστικώς ότι θα ηδύνατο να γίνη αυτός Θεός. Δέν ήτο δυνατόν όμως να γίνη Θεός. Εις ο Θεός, ημείς δε γένος αυτού.

Έγινε λοιπόν είδωλον και ελάτρευσε το αυτοείδωλόν του. Η πτώσις αυτή του προπάτορος διέκοψεν ευθύς αμέσως την κοινωνίαν του μετά του Θεού, διέσπασε την ομόνοιαν, διότι δεν ήτο δυνατόν να συμβιβασθή ένας Θεός με ένα είδωλον. Εσαλεύθησαν αι φρένες του ανθρώπου. Η κτίσις τον εμίσησεν, επανεστάτησεν εναντίον του και ο άνθρωπος έμεινε μονώτατος κλεισμένος εις την αβάστακτη μοναξιάν του, «στένων και τρέμων» προ του Θεού, καυτηριαζόμενος από την συνείδησίν του, διωκόμενος ακόμη και από τα θηρία της γης, τους κεραυνούς του ουρανού, τα μουγκρητά της αβύσσου, απελπιζόμενος καθημερινώς από τα αδιέξοδα της λογικής του και τους φρικώδεις βραχνάδες της ψυχής του. Δεν εχωρίσθη μόνον από του Θεού· εχωρίσθη και από των κτισμάτων του. Εξεδιώχθη από τού παραδείσου, εξεδιώκετο εν συνεχεία πανταχόθεν φεύγουν από τόπου εις τόπον. Τα δελεάσματα της ψευδοθεώσεώς του τον επέταξαν εις τα σκοτεινά και βασανιστικά μπουντρούμια, τα οποία ήνοιξαν μέσα εις την ιδίαν του ύπαρξιν τα αμαρτωλά νοήματά του. Η προπατορική αυτή αμαρτία κατετραυμάτισεν όχι μόνον αυτόν αλλά την ανθρωπίνην φύσιν, την ανθρωπίνην καρδίαν· μετεδόθη εις άπαν το γένος, και αι προσωπικαί εκάστου ανθρώπου αμαρτίαι αποτελειώνουν ό,τι τυχόν απέμεινεν από την πτώσιν του Αδάμ. Ο θάνατος επελθών κατά του Αδάμ εσάρωσε κυριολεκτικώς εις το χώμα την αξιοπρέπειαν του ανθρώπου και έγινε το αδιάλειπτον φόβητρόν του.

Αλλά «ευλογητός ο Θεός», ο οποίος, «ἰδών ὀλλύμενον, τόν ἄνθρωπον χερσίν, ὅν ἐποίησε, κλίνας οὐρανούς κατέρχεται ... ἀληθείᾳ σαρκωθείς» και σταυρωθείς υπέρ ημών, ταφείς και αναστάς, εδημιούργησε τας προϋποθέσεις της σωτηρίας, της κοινής αναστάσεως και της μετ’ αυτού αιωνίου κοινωνίας και μακαριότητος, της εξικνουμένης από του σταυρού και διερχομένης δια του τάφου και ανερχομένης μέχρι των κόλπων του ουρανίου Πατρός.

Έκτοτε πας άνθρωπος αποκτά δια του βαπτίσματος δικαιώματα εις την ζωήν του Θεού, συμμετέχει εις τον σταυρόν, τον θάνατον και την ανάστασίν του. Ο ίδιος ο Χριστός έπαθεν «ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν», δια να ακολουθώμεν τα ίχνη του, δηλαδή να συμμετέχωμεν εις τον θάνατον αυτού. Έτσι ο σταυρός του Κυρίου έγινε το μέσον και ο τρόπος μιμήσεως αυτού, ο δρόμος ο μοναδικός, δια να φθάσωμεν εις την θείαν δόξαν και κατάπαυσιν.

Την οδόν του σταυρού εβάδισαν όλοι οι άγιοι και δι' αυτής ηγιάσθησαν. Είναι μεγάλη ευλογία του Θεού, την οποίαν εκατομμύρια ανθρώπων εδέχθησαν, εβίωσαν και επέτυχον όλων των επαγγελιών του Θεού, συναγαλλόμενοι μετ’ αυτού εν ουρανοίς. Είναι βίωμα όλων εκείνων, οι οποίοι επλήρωσαν τον παράδεισον και οι οποίοι, καθ’ ημέραν βιούντες μυστικώς μεθ’ ημών, μας μεταδίδουν την αγάπην και την βιωματικήν σχέσιν των με τον σταυρόν.

Ενεφυτεύθη εις την καρδίαν του ανθρώπου ο σταυρός, διότι μετ’ αυτού συνάπτεται κάθε ψυχή. Η Εκκλησία μεταδίδει αυτό το βίωμά της εις έκαστον εξ ημών, ακόμη και εις τον τελευταίον αμαρτωλόν. Ο σταυρός του Κυρίου υπεισέρχεται εις το είναι μας ως βρώσις και γνωρίζομεν την γεύσίν του εις την καρδίαν μας.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, αδελφοί μου, πώς ημπορούμεν ημείς να βιώσωμεν εις την προσωπικήν μας ζωήν τον σταυρόν; Τί σημαίνει δι’ ημάς ο λόγος του Θεού, «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ, καί ἀκολουθείτω μοι»; Βεβαίως, γνωρίζομεν, όπως μας πιστοποιούν όλοι οι Πατέρες, ότι «εἰ φιλεῖς τόν Δεσπότην σου, τόν θάνατον ἀπόθανε τόν ἐκείνου». Αλλά πώς θα αποθάνωμεν και ημείς τον θάνατον του Κυρίου;

Κατ' αρχάς, ποιος δεν αισθάνεται βαθύτατα ότι ζω τον σταυρόν σημαίνει ότι εγκαταλείπω την ζωήν της αμαρτίας και ακολουθώ τον Κύριον κατά την ευδοκίαν και το ακριβές θέλημα αυτού, ότι ο Κύριος είναι ο κυβερνήτης της ζωής μου και ότι ο λόγος του αποτελεί την βασικήν τροφήν της ψυχής μου, τον κανόνα της ζωής μου και τον λόγον της υπάρξεώς μου; Σταυρός είναι το ξύλον επί του οποίου ο Κύριος εσταυρώθη αναπεσών. Σταυρός είναι η εγκατάλειψίς μου επάνω εις το ξύλον, η πλήρης απώλεια του αυτεξουσίου μου, η αδυναμία μου από τώρα και εις το εξής να κατευθύνω τον εαυτόν μου. Σταυρός είναι η ζωή της αρετής και της ευσεβείας, η απελευθέρωσις της ψυχής και της σαρκός από τα πάθη και τας επιθυμίας, η μέχρι θανάτου ετοιμότης του αγώνος υπέρ της Εκκλησίας και της αληθείας των θείων δογμάτων είναι το «ἀνενέργητον τοῦ ἀνθρώπου πρός πᾶν τό ἀπαρέσκον τῷ Θεῷ», συναπτόμενον μετά της προθυμίας της ευαρεστήσεως τω Κυρίω.

Όταν ο πιστός σκέπτεται ούτω θεοφιλώς, τότε το Πνεύμα το Άγιον τον ενισχύει εις την εσταυρωμένην ζωήν και επιτυγχάνει την κατάργησιν πάσης αμαρτίας και ταυτοχρόνως την απόκτησιν πάσης αρετής. Το Πνεύμα το Άγιον έρχεται και τον στηρίζει, όταν ευρίσκεται επί του σταυρού, και αυτό το οποίον είναι αδύνατον να επιτύχη αυτός, το ενεργεί εκείνο.

Το Πνεύμα το Άγιον μας μεταδίδει την «σταυροφόρον δύναμιν», όπως θα έλεγε ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος, η οποία αχρηστεύει όχι μόνον τας μαγγανείας του πονηρού δαίμονος, αλλά και ο,τιδήποτε θα ήτο δυνατόν να χωρίση ημάς από του σταυρού. Τα ορμέμφυτα της βασανισμένης ψυχής μου, της κουρασμένης εκ των αμαρτιών όλης της ανθρώπινης φύσεως, τα αντιστρατευόμενα τω Θεώ και απωθούντα εμέ από του σταυρού, αποκαλύπτονται, εξέρχονται, ερεύγονται, και ημπορώ να αναγνωρίζω την απατηλότητά των. Αι δικαιολογίαι καταισχύνονται. Η βούλησις του ανθρώπου μένει ελευθέρα, δια να δύναται να ακολουθή αβιάστως και μετά ζεούσης καρδίας τον Θεόν. Αναθάλλει ο άνθρωπος ο εγκαταλείπων εαυτόν εις την δύναμιν του σταυρού. Αποκτά μίαν ζωήν εύρωστον. Δεν φοβείται να αντιμετωπίση πάντα ακούσιον πειρασμόν και να υποστή προς τούτο πάντα εκούσιον πειρασμόν, πάσαν άσκησιν και κακουχίαν, ζων ακόμη και ως σαρκοφόρος άγγελος. Αναλαμβάνει ο πιστός τα μεγαλύτερα κατορθώματα, διότι ο σταυρός είναι ο ενεργών. Το σώμα του, το κατοικητήριον αυτό του Θεού, φθάνει εις το σημείον να αναδίδη ωραιοτάτην, άγνωστον φυσικώς, πνευματικήν ευωδίαν, η ψυχή του να κελαηδή, οι οφθαλμοί του να αστράπτουν φωτοειδείς.

Βεβαίως, δεν είναι μόνον τα εκούσια ταύτα κατορθώματα της εσταυρωμένης ζωής· δεν είναι όσα συνειδητά καθ' ημέραν πραγματοποιούμεν· δεν είναι το κατόρθωμα της αλλοιώσεώς μου, της καινούργιας μου ζωής εις την πνευματικήν μου πορείαν. Ο σταυρός είναι κάτι επί πλέον είναι η προετοιμασία δια να προχωρήσω έτι περαιτέρω και υψηλότερον· είναι εκείνο το οποίον μου χαρίζει την αγόγγυστον και φαιδροποιόν υπομονήν των ακουσίων θλίψεων, τας οποίας όλως απροσδοκήτως συναντώμεν εις την καθημερινήν μας πορείαν. Πόσες φορές θα παρέλυον οι πόδες μας, θα ελύγιζον αι καρδίαι μας, αν ο σταυρός δεν προελάμβανε να εμφυτεύση, εις ημάς υπομονήν!

Τόσα τα εμπόδια τα οποία παρεμπίπτουν και καθιστούν σκληράν την ζωήν του ανθρώπου και οδυνηράς τας ημέρας του! Θα ελέγομεν ότι αυτό το οποίον ζη ο άνθρωπος είναι ό,τι οράται, ήτοι το εμπόδιον, το πρόβλημα, η αγωνία, ο πόνος. Τα εμπόδια όμως αυτά σκληραγωγούν το σώμα του ανθρώπου ως αθλητικά επιτεύγματα και δι' αυτό δεν τα αίρει ο Θεός. Ωριμάζουν και παιδαγωγούν το πνεύμα του, το ξεκαρφώνουν από τα χοϊκά και κοσμικά και το συνηθίζουν να ανέρχεται πρός τον «Θεόν τόν ζῶντα». Θα ηδύνατο ο άνθρωπος, τρεφόμενος από τον λόγον του Θεού και εμπνεόμενος από αυτόν, να ωριμάζη, να «ἀνακαινοῦται ἡμέρα τῇ ἡμέρα» και να εγγίζη δια της γνώσεως περισσότερον τον Θεόν. Αλλά είναι σκληραί αι καρδίαι μας και σκληρά πράγματα ημπορούν να μας υποχρεώνουν να αλλάζωμεν τρόπον σκέψεως και ζωής. Και αυτά είναι τα εμπόδια, αι δυσκολίαι, αι θλίψεις, τα οποία, ενώ εμείς μισούμεν, εν τούτοις γίνονται πρωταρχικά βήματα πρός τον Θεόν. Μας ενδυναμώνουν και μας διδάσκουν να ακολουθή η ψυχή μας τον εσταυρωμένον Χριστόν.

Έτσι η δύναμις του σταυρού μετατρέπει τα εμπόδια εις ευεργετήματα, τα αναδεικνύει θείας δωρεάς, εφόδια πνευματικά, αφορμάς δοξολογίας του Θεού. Παρά ταύτα εμείς δεν φοβούμεθα τίποτε περισσότερον όσον τας θλίψεις και τας δυσχερείας. Αυτό όμως το καθημερινόν βίωμα των δυσχερειών και των πόνων, το οποίον μπροστά στα πόδια μας συνεχώς κατρακυλά, ο πάνσοφος Θεός και οικονόμος Πατήρ το κάμνει μεταγωγικόν εις ουρανόν. Μας δίδει την δυνατότητα όχι να υπεραρθώμεν των εμποδίων, αλλά να υπομένωμεν αυτά, δια να μη χάσωμεν την βασιλείαν. Ο σταυρός λοιπόν δια μέσου των εμποδίων μας μεταβιβάζει το φρόνημα και τον νουν από της γης εις τον ουρανόν και ούτως αποκτώμεν θεϊκήν σκέψιν.

Πόσα βάρη δεν μας δημιουργούν καθ’ ημέραν, ακόμη και αυτό το επάγγελμα, το κοινωνικόν περιβάλλον, αι επιδιώξεις μας, αι αποτυχίαι μας, αι ασθένειαί μας αι ψυχικαί και σωματικαί! Πόσες φορές τις νύκτες αι ψυχαί μας δεν ημπορούν να ησυχάσουν και τα μάτια μας να κλείσουν! Ο σαρκικός άνθρωπος ενώπιον των δυσκολιών αυτών κάμπτεται, κουράζεται, αγανακτεί. Ο φοβούμενος, επί παραδείγματι την ασθένειαν και επιθυμών οπωσδήποτε να γίνη καλά, να αποφύγη τον πόνον, να απομακρύνη τον θάνατον, ή ο επιθυμών να ξεπεράση το πρόβλημα του επαγγέλματός του, όταν όλα πηγαίνουν στραβά, ή να αλλοιωθή το κοινωνικόν του περιβάλλον, δια να μη γίνεται εμπόδιον εις την χριστιανικήν του ζωήν, περιπίπτει εις δίνην χείρονα της οδύνης, καθιστά μαύρην την ζωήν του, τρεμοσβήνει διαρκώς το χαμόγελόν του και μόνον ο θάνατος θα τον αναπαύση. Όλα αυτά τα εμπόδια λαμβάνουν μίαν άλλην διάστασιν υπό το πρίσμα του σταυρού και ευθύς αμέσως τα γύρω μας, τα αντίθετα προς τον Θεόν, χρησιμοποιούνται ως σύμμαχα και φίλα, διότι παύω να ζητώ την αλλαγήν των και αλλάζω εγώ.

Μόχθος και ιδρώς και αίμα δυνάμεθα να είπωμεν ότι είναι η ζωή του ανθρώπου, και εις τον οίκον του και εις την καρδίαν του και εις περιβάλλον του, μετά την προπατορικήν αμαρτίαν. Καθημερινόν μας φαγοπότι είναι αυτά τα βιώματα. Τί έπρεπε να κάνη ο Θεός δια να κερδήση ημάς τους ανθρώπους, οι οποίοι δεν προσκολλώμεθα εις αυτόν αλλά φροντίζομεν δι' αυτά; Αυτά ο Θεός τα προσλαμβάνει φιλανθρώπως και οικονομικώς, δια να τα χρησιμοποιήση ως γλώσσαν του προσκλητικήν· τα προσδέχεται ως συνάλλαγμα ιερόν, το οποίον διευκολύνει τον πόθον της τελειώσεως και θεώσεως, το ταξίδι προς τον ουρανόν. Τα καταθέτει και τα αποθησαυρίζει εις τον λογαριασμόν μας «ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός του» λέγων· εγώ θα σε κερδήσω δια μέσου αυτών. Αυτά τα οποία είναι όλα μάταια, αλλά εις αυτά σταματά η καρδία σου, θα γίνουν τα μέσα της σωτηρίας σου.

Όταν μάλιστα ο άνθρωπος πάσχη δι' αυτόν τούτον τον Θεόν, τότε αντιλαμβάνεσθε πόσον περισσότερόν αυτός ο πόνος είναι μία μαρτυρία της αγάπης του Θεού και ένα μαρτύριον της αγαπήσεως του Θεού υπό του ανθρώπου. Είναι ένα χάρισμα απ’ ευθείας του Θεού. Δι' αυτό λέγει ο άγιος Αθανάσιος· «ὁ ἔχων ἀνάπαυσιν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ τήν αἰώνιον ἀνάπαυσιν μή ἐλπιζέτω λαβεῖν ... ἀλλ’ ἐκείνων ἐστί, ἡ αἰώνιος ἀνάπαυσις, τῶν ἐν θλίψει πολλῇ καί στενοχωρίᾳ διαξάντων τόν βίον τοῦτον». Υπάρχουν μάρτυρες, υπάρχουν όσιοι, υπάρχουν καρδίαι αι οποίαι ενηγκαλίσθησαν τα εκούσια κατορθώματα των οδυνών των, δια να ευαρεστήσουν τον Θεόν. Υπάρχουν τόσοι οι οποίοι ηγίασαν δια μέσου του πόνου, τον οποίον προσέφερον εις τον Θεόν. Αλλ’ ημείς οι πολλοί δεν τολμώμεν να αποφασίσωμεν τον πόνον. Συναντώμεν τον πόνον και εντεύθεν συλλαμβάνει ο Θεός.

Διατί, θα μου είπητε, ενεργεί έτσι ο Θεός; Διατί δεν αλλάζει τα πράγματα; Διατί δεν έκανε εύκολον και άνετον την ζωήν μας, οπότε θα ηδυνάμεθα να απερροφούμεθα περισσότερον από αυτόν; Διατί θέλει να πίπτω; Διατί θέλει τα ιερώτερα πράγματα, ακόμη και τα του οίκου μου και της καρδίας μου, να με τραυματίζουν; Διατί ο Θεός εν τη δυνάμει του και εν τη αγαθότητί του δεν καθιστά την ζωήν μας εύκολον, ώστε απερισπάστως από τοιαύτας οδύνας να δυνάμεθα να αγαπώμεν μόνον Εκείνον;

Δεν θέλει ο Θεός να είναι σκληρά η ζωή τού πιστού αλλά, αντιθέτως, να διάγη ούτος εν τη πληρότητι της χαράς Του. Είναι σκληραί όμως αι καρδίαι ημών από την αμαρτίαν, την οποίαν ημείς εφεύρομεν και εδέχθημεν τη υποβολή τού δαίμονος. Είναι σκληραί από τα θελήματα και τας επιτυχίας μας και δεν θραύονται ευχερώς, δια να αναρρεύσουν αγάπησιν Χριστού και να πληρωθούν υπό της παρουσίας τής εκείνου αγάπης· και επομένως χρειάζεται σκληρόν τι να κτυπήση την καρδίαν όπως ο πόνος, ο οποίος την σαλεύει και την τρικυμίζει. Ποσάκις θα προτιμούσε ο άνθρωπος να αποθάνη παρά να πονά! Αφήνει όμως ο Θεός τον πόνον αυτόν ως αληθινόν ευεργέτημά του λέγων· εδώ είμαι εγώ· εσύ νομίζεις ότι συνήντησες πόνον, κοίταξε, συναντάς εμένα.

Ιδιαιτέρως το νόημα του σταυρού δια τον εν τω κόσμω διαβιούντα άνθρωπον εντοπίζεται εις τας θλίψεις και εις το καθημερινόν μαρτύριον, όχι τόσον εις την κοινωνίαν, όσον μέσα εις αυτήν την οικογένειαν. Ο οίκος μας είναι ιερός. Αγιάζεται από τας εικόνας μας, την αγάπην μας, τον πόθον μας δια την βασιλείαν του Θεού, τον οποίον εκκολάπτομεν καθ’ ημέραν. Εν τούτοις, όπως αποδεικνύεται από την πείραν μας, ο οίκος μας είναι η πλέον τραχεία παλαίστρα. Η ευλογημένη αυτή οικογένεια είναι εν ταυτώ αιματοβρεγμένον κολοσσαίον, το πλέον βαρύ άθλημα, το οποίον δεν θα περίμενε κανείς, και όμως υποχρεούται να το αντιμετωπίση.

Ασφαλώς ο μοναχισμός είναι διαφορετικόν τι. Ο μοναχός εισέρχεται εις την μονήν προτιμών «παραρριπτεῖσθαι ἐν τῷ οἴκω τοῦ Κυρίου». Η μονή είναι τόπος, τον οποίον δεν ετοιμάζει ο εκάστοτε μοναχός, αλλά τον οποίον ηυτρέπισεν η ιδία η Εκκλησία με την ιδικήν της πείραν και τον έκανε τοιούτον, ώστε να ημπορή ο άνθρωπος ευχερώς να διαβαίνη τήν ζωήν του. Η Εκκλησία εφρόντισε να απομονώση, κατά το δυνατόν, την μοναχικήν πολιτείαν όλας τας ακουσίους δυσχερείας, αι οποίαι προβληματίζουν τον άνθρωπον και τον κάμνουν να σκοντάφτη και να πίπτη. Εύρε τρίβον πνευματικής ζωής βατήν και ευχερή μέσα εις την νυχθημερόν παρουσίαν του Θεού και την αδιάλειπτον κοινωνίαν Αυτού. Το μοναστήρι είναι τόπος όπου ημπορεί κανείς να ζη απρόσκοπτα. Παραμένει, βεβαίως, και μεταφέρεται και εις αυτό ο σκληροτράχηλος εγωισμός μας, το θηρίον αυτό το οποίον κατασπαράζει τας ψυχάς, αι οποίαι επιμένουν να το ασπάζωνται· αλλ’ όμως αφοπλίζεται και αυτός εντός του ητοιμασμένου υπό της Εκκλησίας και του Κυρίου περιβάλλοντος.

Η μοναχική πολιτεία είναι ευχερής λεωφόρος, όπου δύναται ο μοναχός να τρέχη τάχιον οπίσω του Κυρίου με τα ωκύδρομα μεταγωγικά της ησυχίας, της υπακοής, της καθημερινής λατρείας, της αγρυπνίας, της εν γένει μοναχικής διαίτης.

Η οικογενειακή όμως ζωή ακουμπισμένη εις το μέγα μυστήριον του γάμου είναι, ως εκ της φύσεως αυτού, πλήρης οδυνών. Γνωρίζει η Εκκλησία ότι οι εις γάμου κοινωνίαν προσερχόμενοι «θλῖψιν ἕξουσι τῇ σαρκί», δι' αυτό τούς ευλογεί και προσλαμβάνει τούς πόνους των ως θεοποιητικά στοιχεία. Πηγαίνω στο μοναστήρι, διότι ανά πάσαν στιγμήν είμαι ενώπιον του Θεού. Πηγαίνω εις τον γάμον δια τον Θεόν και συναντώ την θλίψιν. Σκύβει και πάλιν εδώ ο Θεός προσλαμβάνων ως ιδικάς του τας θλίψεις. Τας δέχεται, όπως θα εδέχετο τα κατορθώματα των αγίων.

Εις τον οίκον μας συνωθούνται πολύ περισσότερον από αλλαχού προβλήματα κοινωνικά, οικογενειακά, οικονομικά, συζυγικά, τεκνογονίας και τεκνοτροφίας, θέματα χαρακτήρων. Δεν είναι καθόλου ευχερές επίτευγμα δύο άνθρωποι, ο άνδρας και η γυναίκα, να ζουν ως εις εν αδιαλείπτω αγάπη, στοργή και τρυφερότητι, αμοιβαίω σεβασμώ και υποταγή, με μίαν ενότητα κραταιάν μέχρι θανάτου «εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν». Ο χωρισμός, ακόμη καί η διαφωνία η οποία αντιμετωπίζεται καθ’ ημέραν εις τας οικογενείας, η αψιμαχία έστω των συζύγων, τα κονταροχτυπήματα του εγωισμού και του θελήματος συνιστούν μίαν κόλασιν. Αλλά μήπως και η απόφασις της σταθεράς ομονοίας και αγάπης των συζύγων δεν είναι μαρτυρική; Ούτε το αίμα των δεν δύναται να εξασφαλίση αυτήν την σταθεράν αγάπην εν τη οικογενεία. Εάν θα ηδύνατο, δεν θα έλεγεν ο Απόστολος ότι είναι δύσκολον κανείς να οδηγηθή εις τον γάμον. Πρέπει κάθε ημέραν να χύνωμεν το αίμα μας εις τον ιερόν βωμόν της οικογενείας μας, δια να ημπορούμεν να ζήσωμεν.

Να προσθέσωμεν ακόμη τας απογοητεύσεις από την εξέλιξιν των παιδιών μας; Τους δίδομεν την ζωήν μας, την ψυχήν μας, την αλήθειαν, βγάζομε το ψωμάκι από το στόμα μας και το δίδομεν εις τα σπλάγχνα μας και έρχεται ώρα που μας κρημνίζουν τα όνειρα, τα οποία είχομεν δι' αυτά. Κουρελιάζουν τον εγωισμόν τού πατρός, σχίζουν την καρδίαν της μητρός ή αμαυρώνουν το γόητρον της οικογενείας. Πόσο φαρμάκι πίνουν οι γονείς, όταν βλέπουν τα παιδιά τους να οδεύουν όχι όπως θέλουν εκείνοι! Είναι κάμνωμεν βασιλόπουλο του ουρανού; Ό,τι ημπορούμεν το κάμνομεν, αλλά δεν είναι εκείνο το οποίον επιθυμούμεν. Θα παλαίψωμεν. Μα και εάν παλαίψωμεν;

Αυτό το οποίον περισώζει τελικώς την οικογένειαν και εξαγιάζει τους βασανισμένους εν τω κόσμω ανθρώπους και τους καθιστά περισσότερον συμπαθείς ενώπιον του Θεού είναι ακριβώς αυτά τα μαρτύριά των, ο σταυρός τον οποίον, έστω και ακούσια αλλά ταπεινά, αίρουν ενώπιον του Θεού και λέγουν· αυτά έχω, Θεέ μου, αυτά δέξου ως θυσίαν εύοσμον της καρδίας μου.

Επαληθεύει εδώ κατά γράμμα ο λόγος του αγίου Χρυσοστόμου· «ὁ σταυρός ψυχῆς ἐστι παρατεταγμένης, θανατιώσης, οὐδέν ἄνετον ἐπιζητούσης». Και αυτήν και την επομένην στιγμήν και την μεθεπομένην ζω τον θάνατόν μου μέσα εις αυτό το κυνηγητό του πόνου. Ο σταυρός των θλίψεων, λέγει ο Θεός, είναι δι' εμέ η αναγνώρισίς σου, ο σταυρός ο ιδικός μου. Δια τον λόγον αυτόν ο σταυρός εξαγιάζει και εξαγνίζει τους συζύγους, ωριμάζει την αγάπην των και την παριστά ως θυσίαν ενώπιον του Κυρίου.

Μέσα εις την ζωήν, και μάλιστα εις την οικογένειαν, δεν χωρεί καμμία ανάπαυσις. Και αν θα έχωμεν κάποιαν διασκέδασιν, θα είναι αρχή μεγαλυτέρας υπομονής. Τα πάντα ζητούν την υπομονήν μας. Καθ’ ημέραν πρέπει να ενώνωμεν τους καημούς μας, τα μαρτύριά μας, τους αγώνας μας με το αίμα του Κυρίου το εκχυθέν επί του Σταυρού και έτσι να συνάπτωμεν τους μικρούς σταυρούς μας με τον ιδικόν του.

Κάποτε, την ημέραν της Αναστάσεως του Κυρίου, έβαλε ο αββάς Παχώμιος ολίγον έλαιον εις το φαγητόν, το οποίον δεν απετελείτο παρα μόνον από «άλας τετριμμένον». Επειδή ήτο Πάσχα, ήθελε να δώση κάποιαν μικράν ανακούφισιν εις τον γέροντά του, τον όσιον Παλάμωνα. Όταν ο γέροντας το αντελήφθη, «ἤρξατο κλαίειν λέγων· ὁ Κύριος ἐσταύρωται, κἀγώ ἔλαιον ἐσθίω;». Βαθέως έζη το μυστήριον του σταυρού και δεν ηδύνατο να δεχθή δι' εαυτόν ούτε ολίγον έλαιον, το οποίον θα του έδιδε κάποιον ανάπαυσιν. Πόσα υπάρχουν γύρω μας δια τα οποία θα ηδυνάμεθα να είπωμεν· «ὁ Κύριός μου ἐσταύρωται, κἀγώ ποιῶ τοῦτο;» Δεν ενθυμούμεθα τον Κύριον τον εσταυρωμένον και αναστημένον, ενθυμούμεθα τα ιδικά μας!

Οι γονείς όμως δια τον σταυρόν του Κυρίου ας υπομένουν πάσαν στενοχωρίαν, έως ότου ευρεθώσιν και αυτοί μετά των αγίων εν ουρανοίς, υποδεχόμενοι και προσκυνούντες τω υποποδίω του Θεού ημών. Πάσα θλίψις την οποίαν φέρομεν δια τον Θεόν, όσον μικρά και αν είναι, λέγει ο άγιος Ισαάκ, είναι ανωτέρα παντός μεγάλου έργου, το οποίον γίνεται άνευ θλίψεως. Το λέγει δια τους μοναχούς, αλλά ισχύει και δι’ υμάς, λόγω της μακροθύμου συγκατανεύσεως και συγκαταβάσεως του Κυρίου μας.

Ας ίδωμεν τώρα πώς απαντά ο Θεός εις τας καθημερινάς μας σταυρώσεις.
Εν πρώτοις ο Κύριος μας παρέχει δύναμιν εις την καταφυγήν μας προς αυτόν. Εις τας θλίψεις μας και τας σταυρώσεις μάς βοηθεί και γινόμεθα λέοντες ισχυροί, ικανοί να αίρωμεν συν τω Χριστώ σταυρόν σωτηρίας. Και όχι μόνον αυτό, αλλά η θεία χάρις μάς εξάγει «εἰς ἀναψυχήν» και χαρίζει μακαρίαν παράκλησιν εις τας καρδίας μας. Η παράκλησις δε αύτη είναι τόσον μεγαλυτέρα, όσον το άθλημα είναι ιδικόν μας, το προσφέρομεν ημείς εις τον Θεόν, δεν το συναντώμεν.

Κατανύσσει επίσης ο Κύριος τας ψυχάς μας και την λύπην την μετατρέπει εις χαρμολύπην, η οποία ως οίνος γλυκύς ευφραίνει την ζωήν μας. Η χαρμολύπη, η οποία δι' ένα άγιον είναι κάτι το εκλεκτόν, κάτι το θεοδώρητον, εις ημάς παρέχεται πολύ προσωπικά, εν τω μέτρω της ιδικής μας ανάγκης και καθ’ ον τρόπον δυνάμεθα ημείς να την ζήσωμεν εις την Εκκλησίαν. Ούτω ζώμεν προγευόμενοι εκείνο το οποίον υπεσχέθη ο Κύριος· «Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς». Όντως, δεν υπάρχει άνθρωπος θλιβόμενος και στρέφων το βλέμμα εις τον σταυρόν τού Κυρίου μη αποκτών αυτήν την αγαλλίασιν. Εν τη θλίψει πλατύνει την καρδίαν μας, ώστε να ετοιμάζεται δια θείας επισκέψεις. Υπάρχουν βαθύταται επισκέψεις και μυστικώταται, υπάρχουν και εκείναι τας οποίας κάμνει και εις τον πλέον πτωχόν και αμαρτωλόν και εις τον ευρισκόμενον εις λάκκον λεόντων και κάμινον φλεγομένην υπό της αμαρτίας.

Διέρχεσαι, λέγει η αγία Συγκλητική, πειρασμούς, δυσκολίας; Είσαι ωσάν να δοκιμάζεσαι με πυρετόν; Μη ανησυχής. Αι θλίψεις είναι ο προθάλαμος τού άλλου δωματίου. Ποιο είναι αυτό; «Το αναψυκτήριον». Όπως πηγαίνεις εις το αναψυκτήριον, δια να ξεχάσης την κόπωσίν σου και να ημπορέσης να συνεχίσης, ούτω και ο Κύριος πρώτα ετοιμάζει το αναψυκτήριον, τον προθάλαμον της επουρανίου αναψυχής, και κατόπιν μας επιτρέπει να άρωμεν τον σταυρόν μας.

Τίποτε δεν είναι τυχαίον εις τον κόσμον. Την ζωήν μας και όλα τα της ζωής μας τα διοικεί ο Δεσπότης Χριστός. Εις τον πόνον μας τας πικρίας μας έρχεται εις συνάντησιν το Αγιον Πνεύμα και εξάγει χαράν θεοδώρητον. Δεν αντιλαμβανόμεθα πολλάκις την παρουσίαν του, διότι είμεθα απερροφημένοι από την καθημερινότητα των μεριμνών μας. Όμως αυτό, πνέον όπου θέλει, πνέει και εις την καρδίαν μας και την δροσίζει. Ως βάλσαμον χύνεται επάνω μας η θεία παράκλησις. Το έλεος του Θεού κατέρχεται από τον ουρανόν και πλημμυρίζει την ζωήν μας. Όσον πιο πολλαί είναι αι οδύναι μας, τόσον περισσότεραι αι επισκέψεις του Θεού, λέγει ο λόγος του Θεού, τον οποίον διαβάζομεν συνεχώς εις την Εκκλησίαν. Ας προχωρήσωμεν όμως.

Δι' αυτού του τρόπου ο Θεός μάς χειραγωγεί υψηλότερα. Δεν αρκείται εις το να μας χαρίζει απολαύσεις πνευματικάς και ανακουφίσεις ψυχικάς,αλλά μας καθιστά και κοινωνούς των αγίων. Ο μοναχός στο μοναστήρι καθ' ημέραν ασχολείται με τους αγίους και ζη μαζί των· αλλ' υμείς εν τω κόσμω; Καθώς ο Κύριος δια του σταυρού του μίαν ποίμνην εποίησεν, αγγέλων και ανθρώπων, προς αγαλλίασιν ουρανού και γης, έτσι και ημείς δια του σταυρού μας συγκαταριθμούμεθα εν τη κοινή αυτή ποίμνη, τη λαμπρά κοινωνία των αγίων.

Οι άγιοι οι οποίοι έχουν τόσην αγάπην προς τα μέλη του σώματός των είναι εστραμμένοι και σκυμμένοι προς ημάς. Ημείς προσευχόμεθα και τους μνημονεύομεν και αυτοί μνημονεύουν ημάς. Οι άγιοι σκύβουν περισσότερον εις τον οδυνώμενον. Ο πόνος είναι μέσον ενωτικόν με τους αγίους, μας καθιστά κοινωνούς αυτών.

Ο σταυρούμενος φαίνεται ότι ζη εν τη γη· εις την πραγματικότητα ανέστη και συζή μετά του Κυρίου εν ουρανοίς. Η ζωή μας δεν είναι απλώς ό,τι φαίνεται, αλλά ό,τι κρύπτεται, και κατανοείται με τας μυστικάς αισθήσεις μας ή έστω με την πίστιν εις την αγίαν Εκκλησίαν. Επομένως, ο σταυρούμενος συζή με τον Κύριον, διότι ο Κύριος είναι ο τυπούμενος εις τον σταυρόν και εις την θλίψιν μας. Ο Κύριος είναι εις τον ουρανόν, και ημείς «ἀναγόμεθα εἰς οὐρανούς. Γινόμεθα οὐρανοπολῖται». Αποκτώμεν πολλάς εμπειρίας υποτυπώδεις μεν, τας οποίας όμως είχον και οι άγιοι. Εκείνοι με βαρυτέρας θλίψεις, ημείς με ελαφροτέρας, όσας ημπορούμεν να φέρωμεν επί των ώμων μας.

Ο θλιβόμενος πιστός δέχεται θείον φωτισμόν και ελλάμπεται. Άλλως, πώς θα ημπορούσε να μη κάμπτηται και καταρρίπτηται, αν δεν ενισχύετο μυστικώς από τον Θεόν; Πώς θα ημπορούσε να πιστεύη εις τον Θεόν, τον οποίον ξεχνά καθημερινώς; Πώς θα ημπορούσε να πιστεύη εις την Εκκλησίαν, την οποίαν βλέπει μόνον ως ανθρώπινον οργανισμόν; Πώς θα ημπορούσε να πιστεύη εις τον Θεόν, όταν πηγαίνη να κοινωνήση και δεν νοιώθη ούτε δάκρυα εις τους οφθαλμούς του ούτε σταγόνα αντιλήψεως εις την καρδίαν του; Φαινόμεθα τυφλοί, αλλά μέσα μας έρχεται συνεχώς ο Θεός και μεταδίδει κάτι από τον εαυτόν του. Εάν δεν υπήρχε αυτή η μυστική μετάγγισις των θείων ιδιωμάτων εις τας καρδίας του πιστού λαού, αυτός ο λαός δεν ηξεύρομεν εάν θα ημπορούσε ποτέ να επιζήση. Ο πόνος πάντα προσελκύει το βλέμμα του Θεού.

Και ποιος είναι δυνατόν να αρνηθή ότι με τον πόνον συγχωρούνται ακόμη και αι αμαρτίαι του θλιβομένου πιστού, ο οποίος, κατακαμπτόμενος υπό στεναγμών, τελικώς φθάνει ενώπιον του ιερέως και ομολογεί όχι τόσον τας αμαρτίας του, όσον τα δεινά τα οποία καθημερινώς ζη; Εξομολογείται και αναμένεις να σου είπη δια ποίον πράγμα μετανοεί. Και αυτός σου αναλύει τον πόνον του, ο οποίος είναι κάτι το παροδικόν, το ανθρώπινον, το κοινωνικόν. Θα έπρεπε να μη έδιδε σημασίαν, να τον άφηνε εις τον Θεόν, αλλ’ όμως ο πόνος τον απασχολεί, ο πόνος καίει την καρδίαν του.

Με τον πόνον συλλαμβάνει ο Θεός τον άνθρωπον, διότι αυτός εγγίζει την ύπαρξίν του και ο Θεός τον καθιστά άγκιστρον, με το οποίον ανεβάζει την καρδίαν του εις Αυτόν. Έτσι έχει την δυνατότητα, πορευόμενος από θλίψεως εις θλίψιν, να γεύεται αγαλλιάσεις αγαλλιάσεων. Και η ζωή του αγιαζομένη σιγά σιγά προχωρεί, γινομένη αποδεκτή υπό του Θεού ως μία πνευματική ζωή.

Θλιβόμεθα; Στενοχωρούμεθα; Μας ετοιμάζει ο ουρανός τιμήν, μας ανεβάζει ο Κύριος εις μείζον αξίωμα.

Με την σοφίαν του και με την απεριόριστον αγάπην του ο Κύριος, μη ευρίσκων κάτι το οποίον να είναι κατόρθωμα της ιδικής μας δυνάμεως, ώστε να μας αμείψη με την αιώνιον ζωήν του, ταπεινώνει την μεγαλειότητά του με ένα προσέτι τρόπον, δεχόμενος τα ελάχιστα δείγματα των πόνων και θυσιών μας ως άρσιν του σταυρού του. Ο Θεός δέχεται «τό δίλεπτον» του πόνου αντί εκατομμυρίου. Τι να είπωμεν ημείς; Να είπωμεν όπως ο άγιος Ιγνάτιος ο θεοφόρος· «Ὁ ἐμός ἔρως ἐσταύρωται». Και εγώ ζω μόνον σταυρούμενος. Αγαπώ μόνον σταυρούμενος.

Ας μη παραπονούμεθα και ας μη εγκαλώμεν τον Θεόν δι' όλας τας δυσχερείας, τας οποίας συναντώμεν εις την καθημερινότητά μας. Έχομεν το βίωμα ότι ο Θεός μάς ξεχνά, δεν μας ακούει, δεν απαντά εις τας προσευχάς μας, μας τα φέρνει στραβά και ανάποδα. Δεν είναι όμως έτσι. Ο Θεός είναι ένας καλός τιμονιέρης, ο οποίος μας παρακολουθεί μυστικώς και παράλληλα μας αφήνει να χειριζώμεθα το τιμόνι της ζωής μας μόνοι μας, διότι ουδέποτε δέχεται να αναιρέση την ιδικήν μας βούλησιν και να αντικαταστήση τον ιδικόν μας ρόλον. Και όταν ίδη το τιμόνι να στραβώνη, το αρπάζει εκείνος, δια να πηδαλιουχήση την ιδικήν μας ψυχήν προς εαυτόν. Βεβαίως, δεν έχομεν δυνατότητας πνευματικάς, έχομεν όμως τας αμαρτίας μας, αι οποίαι μας ταπεινώνουν ενώπιον του Θεού, και, όπως είμεθα σκυμμένοι, κεκυφότες, έρχεται ο Κύριος από την πολλήν του μακροθυμίαν, διότι αι χείρες του, αι απλωθείσαι και σταυρωθείσαι, εποίησαν και έπλασαν ημάς. Ηπλώθησαν και ηνοίχθησαν, δια να ημπορούν να εναγκαλισθούν και να περιβάλουν ημάς τους ρακένδυτους πνευματικώς. Η φωνή του ακούεται μέσα εις τους αιώνας· «ἀνέλαβον ὑμᾶς ὡσεί ἐπί πτερύγων ἀετῶν καί προσηγαγόμην ὑμᾶς πρός ἐμαυτόν». Εγγίζει τους οφθαλμούς του εις τους ιδικούς μας, δι’ αυτό δεν δυνάμεθα να τον ίδωμεν, την πνοήν του παρά την πνοήν μας, το τίμιον σώμα του εν τω σώματι τω αχρείω ημών. Όπως ο προφήτης Ελισαίος εξήπλωσεν επί του νεκρού σώματος και έθεσε μέλος επάνω εις μέλος, ομοίως κάμνει και εις ημάς ο Θεός. Η πράξις του προφήτου ήτο συμβολική τής αδιαλείπτως συνεχιζομένης προς ημάς εγγίσεως και αφής του Θεού.

Πονούμεν και αυτό μας κάμνει εντύπωσιν. Ο πόνος όμως είναι σταυρός και ο σταυρός ο ίδιος ο Θεός.

Προσκυνούμεν ιδιαιτέρως την Μ. Τεσσαρακοστήν το τίμιον Ξύλον· ας το προσκυνώμεν και νοερώς εν τη καρδία ημών, όταν οδυνώμεθα. Την οδύνην μας ας την κάμνωμεν ύψωσιν του οφθαλμού μας και της καρδίας μας προς τον ουρανόν, η δε ύψωσίς μας ας είναι μία μικρά ευχή προς τον Κύριον. Ας του ζητήσωμεν το έλεός του. Ξεύρει ότι το χρειαζόμεθα και ήδη είναι πλησίον μας, αλλ’ ημείς ας παίξωμεν τον ιδικόν μας ρόλον. Ας του ομιλήσωμεν την ώραν εκείνην και ας του είπωμεν όχι, όπως λέγουν οι άλλοι, «ποῦ εἶναι ὁ Θεός», αλλά «Κύριέ μου και Θεέ μου· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ημπορείς να αμφισβητήσης ότι ο Κύριος όχι απλώς εγγύς είναι αλλά εν σοι την στιγμήν κατά την οποίαν εξέρχονται αι λέξεις; Αι λέξεις εξέρχονται και εκείνος εισέρχεται εις την καρδίαν.

Εορτάζομεν σήμερον την οσίαν Μαρίαν την Αιγυπτίαν. Όλη της η ζωή υπήρξε μία μεγάλη άσκησις. Και η άσκησίς της ήτο σταυρός. Μετέβη να προσκυνήση το τίμιον Ξύλον όπως γνωρίζομεν, εις τον πανίερον ναόν της Αναστάσεως και προσελκύσθη υπό του σταυρωθέντος Κυρίου. Δεύτε και ημείς εν τω σώματί μας, τω ποτιζομένω τω τιμίω αίματι του Χριστού μας, να εύρωμεν ψηλαφώντες τα στίγματα Αυτού, του προσελκύσαντος εκείνην και αναστάντος δι' ημάς, και να γευθώμεν τους καρπούς της ενδόξου αναστάσεώς του.

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2019

Διά τεσσάρων πραγμάτων πληθύνεται ἡ ὀργή




Κείμενο του αββά Ησαΐα
Διά τεσσάρων πραγμάτων ἡ ὀργή πληθύνεται· διά τῆς δοσοληψίας, καί τοῦ κρατῆσαι τό θέλημά σου, καί τοῦ θέλειν διδάσκειν, καί τοῦ λογίζεσθαι ἑαυτόν φρόνιμον.

Ερμηνεία από τον αρχιμ. Αιμιλιανό Σιμωνοπετρίτη
Ἡ ὀργή, δηλαδή ἡ ἀνημπόρια τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ξεσπᾶ λόγῳ ἐλλείψεως ἐσωτερικῆς ἑνότητος, αὐξάνει «διά τῆς δοσοληψίας», μέ τό δοῦναι καί λαβεῖν. Δοσοληψία εἶναι ἡ ἀνταλλαγή πραγμάτων, χρημάτων, σκέψεων, οἱ κοινωνικές ἐπαφές, φανερώνει δέ ὅτι μέσα μας ὑπάρχουν ἐπιθυμίες καί καλλιεργεῖ τό ἐπιθυμητικό τοῦ ἀνθρώπου. Γι' αυτό, ὅταν δέν σοῦ δώσουν κάτι πού ζητᾶς, ἤ ὅταν σοῦ ζητοῦν συνεχῶς, χάνεις τήν ἠρεμία σου, ὀργίζεσαι.

Καί διά τοῦ κρατῆσαι, τό θέλημά σου. Ἡ ὀργή ἐπίσης αὐξάνει μέ τό νά θέλης νά ἐπικρατῆ τό θέλημά σου. Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη καί βλακωδέστερη ἐνέργεια ἀπό τό νά θέλω νά ἐπικρατῆ τό θέλημά μου. Τό θέλημα εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἀντίπαλος τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπειδή δέ ὁ κάθε ἄνθρωπος πού μέ περιβάλλει ἔχει τό δικό του θέλημα, ἐάν θά θέλω νά ἐπικρατῆ τό θέλημά μου, θά ἔρχωμαι συνεχῶς σέ σύγκρουσι μέ τούς ἄλλους καί δέν θά ἔχω ἀληθινή σχέσι μαζί τους.

Διά τοῦ θέλειν διδάσκειν. Τό νά θέλω νά κάνω διδασκαλία στόν ἄλλον, νά τοῦ δίνω συμβουλές, νά τόν διορθώνω, μέ φέρνει πάντοτε σέ σύγκρουσι μαζί του καί μοῦ ἀναπτύσσει ἕνα ἀλλόκοτο ἐγώ. Ἄλλωστε, αὐτό εἶναι καί συμμερισμός ἰδιότητος τοῦ Θεοῦ, διότι ἡ διδασκαλία δέν εἶναι δικαίωμά μας, καί ὁ ἄλλος δέν μᾶς ἀνήκει γιά νά τόν διδάξωμε.

Καί τοῦ λογίζεσθαι ἑαυτόν φρόνιμον. Καί τό νά νομίζω ὅτι εἶμαι καθ’ ἑαυτόν φρόνιμος, ὅτι ἔχω βαρύτητα στήν σκέψι μου, μοῦ αὐξάνει τήν ὀργή. Αὐτό καί πάλι εἶναι ἀφελές.

----------------------------------------------------------
πηγή: Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, ΛΟΓΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ - Ερμηνεία στον αββά Ησαΐα, εκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ.