ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

ΜΙΛΟΥΣΕ ΑΠΛΑ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ;

 
(Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου)

Όταν ακούγεται ένα θεολογικό κήρυγμα αμέσως γίνεται σχετική κριτική με την αιτιολογία ότι ο Χριστός μιλούσε πολύ απλά, δεν ανέπτυσσε τέτοια δύσκολα κηρύγματα. Κατηγορείται η Εκκλησία, καθώς επίσης και οι άγιοι Πατέρες, γιατί μίλησαν με φιλοσοφική ορολογία για να απαντήσουν στα προβλήματα της εποχής εκείνης. Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι: Μιλούσε πράγματι ο Χριστός απλά; Μήπως με την κατηγορία αυτή εναντίον του συγχρόνου θεολογικού κηρύγματος ουσιαστικά εκφράζουμε την δική μας άγνοια να εισχωρήσουμε στα πραγματικά προβλήματα του ανθρώπου ή ακόμη εκφράζουμε την αδυναμία κατανοήσεως αυτών των προβλημάτων; Πιστεύω, όπως θα αναπτύξω πιο κάτω, ότι ο Χριστός δεν μιλούσε απλά και ότι η αδυναμία κατανοήσεως του θεολογικού κηρύγματος είναι ουσιαστικά αδυναμία του ίδιου του κήρυκος, αδυναμία κατανοήσεως των αληθινών προβλημάτων που απασχολούν τους σύγχρονους ανθρώπους. Σήμερα, παρά τον πληθωρικό λόγο, ουσιαστικά υπάρχει πείνα θεολογικού ζωντανού λόγου, που μπορεί να δώση λύσεις στα καυτά μας προβλήματα. Η απουσία του θεολογικού λόγου είναι συνάρτηση της παρουσίας του ηθικολογικού, συναισθηματικού και λογικού λόγου. Κάπου εκεί εντοπίζω το αληθινό πρόβλημα.

Ας δούμε όμως αναλυτικότερα το ερώτημα, αν μιλούσε απλά ο Χριστός.

Ο Χριστός δεν ήταν ένας ηθικολόγος, φιλόσοφος, κοινωνικός επαναστάτης, αλλά ο Λόγος του Θεού. Αυτός φανέρωσε την μοναδική αλήθεια που σώζει τον άνθρωπο. Όχι μόνον φανέρωσε την αλήθεια, αλλά Αυτός είναι η Αλήθεια. Ο Χριστός ως Λόγος του Θεού, μας φανέρωσε το θέλημα του ουρανίου Νου, του Πατέρα Του, γι’ αυτό και είναι ο πραγματικός θεολόγος. Αυτό τονίζει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Ο Χριστός «θεός ὤν προαιώνιος δι’ ἡμᾶς καί θεολόγος ἐγεγόνει». Ο μεγαλύτερος θεολόγος είναι ο Ίδιος ο Χριστός, και εκείνος που ενώνεται με τον Χριστό και αποκτά τον νουν του Χριστού, λαμβάνει το χάρισμα της θεολογίας και επομένως καθίσταται θεολόγος, μυσταγωγεί τον λόγο του Θεού στους ανθρώπους. Βέβαια, ο Χριστός δεν ήλθε απλώς για να διδάξη και να μεταδώση αλήθειες, αλλά να προσφέρη τον εαυτό Του, να προσλάβη την ανθρώπινη φύση, ώστε να δώση στους ανθρώπους την δυνατότητα να φθάσουν και αυτοί στην κατά Χάριν θέωση. Όμως με όλη Του την ένσαρκη οικονομία ο Χριστός ανεδείχθη πραγματικός θεολόγος.

Η διδασκαλία του Χριστού είναι προβολή του Παραδείσου πάνω στην γη. Είναι έκφραση της τριαδικής ζωής, της κοινωνίας των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Π.χ. η διδασκαλία περί της αγάπης δεν είναι ηθικολογική και κοινωνική διδασκαλία, αλλά κατ’ εξοχήν θεολογική, αφού η αγάπη είναι ο Θεός ως κοινωνία προσώπων. Επομένως, όταν ο Χριστός μιλούσε για την αγάπη, θεολογούσε. Παρουσίαζε τον τρόπο ζωής των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Το ίδιο συμβαίνει και με όλες τις διδασκαλίες. Ο Κύριος είπε: «Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατήρ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειος ἐστίν» (Ματθ. ε΄, 48). Αυτή λοιπόν η διδασκαλία του Χριστού, ως έκφραση της τριαδικής ζωής, είναι καθαρά θεολογική και εν πολλοίς ακατανόητη για τους ανθρώπους της εποχής εκείνης. Οι Μαθηταί Του δεν μπορούσαν να την αντιληφθούν. Μόνον όταν έλαβαν το Άγιο Πνεύμα και αλλοιώθηκαν, αντελήφθησαν το κήρυγμα και την διδασκαλία του Χριστού. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης παρατηρεί: «Ταῦτα δέ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταί αὐτοῦ τό πρῶτον, ἀλλ’ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ' αὐτῷ γεγραμμένα» (Ιω. ιβ', 16). Δεν συναντούμε στα Ευαγγέλια πολλές περιπτώσεις όπου φαίνεται πως οι Μαθηταί δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν και να καταλάβουν τον λόγο του Χριστού; Αυτό γινόταν γιατί ο λόγος του Χριστού δεν είναι ανακάλυψη, αλλά αποκάλυψη του Ίδιου του Θεού στην καθαρή καρδιά του ανθρώπου. Οι Ιουδαίοι της εποχής του Χριστού, ενώ Τον έβλεπαν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι Αυτός είναι ο Μεσσίας και ενώ Τον άκουγαν δεν μπορούσαν να καταλάβουν τον λόγο Του. Μάλιστα επεδίωξαν και να Τον φονεύσουν. Γι’ αυτό ο Κύριος τους είπε: «ζητεῖτέ με ἀποκτεῖναι, ὅτι ὁ λόγος ὁ ἐμός οὐ χωρεῖ ἐν ὑμῖν» (Ιω. η', 37). Πράγματι ο λόγος του Χριστού δεν μπορούσε να χωρέση στην ακάθαρτη καρδιά και στον αμεταμόρφωτο νου των συγχρόνων Του, όπως και των ανθρώπων όλων των εποχών. Για έναν άλλο λόγο ο Ίδιος ο Χριστός είπε: «οὐ πάντες χωροῦσι τόν λόγον τοῦτον, ἀλλ’ οἷς δέδοται» (Ματθ. ιθ', 11). Χρειάζεται πράγματι αποκάλυψη και κάθαρση της καρδιάς για να μπορέσουν οι άνθρωποι να καταλάβουν τον λόγο του Θεού. Και αυτό δεν μπορούν να το επιτύχουν στην πληρότητά του, γιατί περιορισμένα είναι τα όρια της ανθρωπίνης φύσεως. Με την Χάρη του Θεού κατανοούμε, κατά το δυνατόν στην ανθρώπινη φύση, τις άπειρες διαστάσεις του λόγου του Θεού. Η συνομιλία του Χριστού με τους δυό Μαθητάς που πορεύονταν προς Εμμαούς δείχνει αυτήν την αλήθεια.

Έπειτα υπάρχει διαφορά μεταξύ των Ευαγγελιστών στην έκφραση. Τα τρία πρώτα Ευαγγέλια, τα λεγόμενα συνοπτικά, είναι πιο εύκολα στην κατανόηση, αλλά το Ευαγγέλιο του Ευαγγελιστού Ιωάννου είναι δυσκολώτερο. Έχει υψηλότερες διδασκαλίες και λίγα θαύματα, γιατί προοριζόταν για Χριστιανούς που είχαν περισσότερη πρόοδο και επομένως ήσαν ικανοί να «μυηθούν» στις βαθύτερες θεολογικές έννοιες του λόγου του Θεού. Πάντως και τα τρία πρώτα Ευαγγέλια θέλουν ιδιαίτερη Χάρη για να κατανοηθούν. Όταν ο άνθρωπος προχωρή με τις δυνάμεις της πεπτωκυίας λογικής, όταν δεν έχη μεταμορφωμένες πνευματικές αισθήσεις, δεν μπορεί να καταλάβη απολύτως τίποτε. Η Αγία Γραφή, ιδιαίτερα η Καινή Διαθήκη, δεν είναι ένα μυθιστόρημα και μια βιογραφία του Χριστού, αλλά αποκάλυψη της νέας ζωής που έφερε ο Χριστός στον κόσμο, γι’ αυτό μόνον όσοι ζουν εκκλησιαστικά μπορούν να εισδύσουν στο βαθύτερο νόημα, όσο είναι δυνατόν, του λόγου του Θεού. Επίσης διαβάζοντας τους λόγους τού Ευαγγελιστού Ιωάννου και του Αποστόλου Παύλου, βλέπουμε καθαρά ότι ο λόγος τους είναι βαθύτερος. Μήπως αυτό σημαίνει ότι αυτοί οι Απόστολοι αλλοίωσαν τον λόγο του Χριστού, εξεδίωξαν την απλότητα του λόγου Του;

Υπάρχει το θέμα των παραβολών. Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο Χριστός στο κήρυγμά Του χρησιμοποιούσε παραβολές, ώστε να απλοποιήση τον λόγο Του και να τον καταστήση κατανοητό στους ακροατές. Και όμως υπάρχει μια τρομερή παρεξήγηση πάνω σ’ αυτό το θέμα. Γιατί ο Χριστός χρησιμοποιούσε παραβολές όχι για να απλοποιήση τον λόγο, αλλά για να τον κρύψη, ώστε να μη τον κατανοήσουν οι εχθροί Του. Θα ήθελα να αναφέρω δυό χαρακτηριστικές περιπτώσεις για το σημείο αυτό. Παρουσιάζοντας την παραβολή του σπορέως οι Μαθηταί Τον ρώτησαν: «διατί ἐν παραβολαῖς λαλεῖς αὐτοῖς;». Και Εκείνος απάντησε: «ὑμῖν δέδοται γνῶναι τά μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐκείνοις δέ οὐ δέδοται... διά τοῦτο ἐν παραβολαῖς αὐτοῖς λαλῶ, ἵνα βλέποντες μή βλέπωσι καί ἀκούοντες μή ἀκούωσι μηδέ συνῶσι, μήποτε ἐπιστρέψωσι» (Ματθ. ιγ', 10-14). Φαίνεται εδώ καθαρά ότι οι Μαθηταί ήταν ικανοί να μάθουν τα μυστήρια της Βασιλείας των Ουρανών. Από τους άλλους έπρεπε να κρυφτούν γιατί δεν μπορούσαν να τα αντιληφθούν και έτσι θα τους έφεραν σε αντίθεση με το Πρόσωπο της Αλήθειας. Ο Ευαγγελιστής Μάρκος, εκθέτοντας την παραβολή του σπορέως χρησιμοποιεί την ίδια διδασκαλία. Οι Μαθηταί τον ρωτούν «κατά μόνας» για την επεξήγηση της παραβολής. Και ο Κύριος επεξηγεί: «ὑμῖν δέδοται γνῶναι τά μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ· ἐκείνοις δέ τοῖς ἔξω ἐν παραβολαῖς τά πάντα γίνεται, ἵνα βλέποντες βλέπωσι καί μή ἴδωσι...» (Μαρκ. δ', 9-12). Έτσι ο Κύριος ανέφερε τις παραβολές στον λαό, αλλά την επεξήγηση την πραγματοποιούσε στους Μαθητάς Του. Γι’ αυτό ισχυριζόμαστε ότι οι παραβολές δεν κάνουν απλό τον λόγο του Χριστού. Ο Κύριος χρησιμοποιούσε τις παραβολές όχι για να κάνη κατανοητή και απλή την διδασκαλία Του, αλλά για να την αποκρύψη από αυτούς που δεν ήταν άξιοι να την δεχθούν.

Επομένως ο λόγος του Χριστού δεν είναι απλός. Ο Χριστός δεν μιλούσε απλά. Στον λόγο Του υπάρχει μεγάλο βάθος που δεν μπορεί ο καθένας, αν δεν έχη προσωπική αποκάλυψη, να το διαπιστώση. Δεν μπορούμε με την εξωτερική απλότητα να δικαιολογούμε την δική μας αδυναμία να συλλάβουμε και να εκφράσουμε τον θεολογικό λόγο που είναι λόγος της Εκκλησίας, αφού η Εκκλησία πάντοτε θεολογεί. Δεν είναι άλλο ο Χριστός και άλλο η Εκκλησία. Δυστυχώς είμαστε Ορθόδοξοι Χριστιανοί και όμως χρησιμοποιούμε τέτοιες πλανεμένες διδασκαλίες, ότι δηλαδή ενώ ο Χριστός μιλούσε απλά, η Εκκλησία δυσκολεύει τα πράγματα. Αυτός ο χωρισμός Χριστού και Εκκλησίας είναι στην βάση του προτεσταντικός. Εμείς πιστεύουμε ότι η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού και ο Χριστός είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας. Η ζωή της Κεφαλής είναι και ζωή του Σώματος και των μελών της Εκκλησίας. Γι’ αυτό υπάρχει μια φράση που λέγει: «οἱ τά πάντα καλῶς διαταξάμενοι ἅγιοι Πατέρες». Η Εκκλησία δεν αλλοίωσε τον λόγο του Χριστού, αλλά τον προσαρμόζει στις συνθήκες ζωής. Οι Έλληνες προ Χριστού είχαν θέσει διάφορα οντολογικά προβλήματα στα οποία οι ίδιοι δεν είχαν δώσει απαντήσεις, αλλά ούτε και η Εβραϊκή σκέψη μπορούσε να απαντήση. Ο Χριστιανισμός με την αποκάλυψη απάντησε σ’ αυτά τα οντολογικά προβλήματα. Έτσι κάπως νοιώθουμε την συνάντηση του Χριστιανισμού με τον Ελληνισμό. Αυτό όμως δεν είναι αλλοίωση της διδασκαλίας του Χριστού, αλλά έκφρασή της σε διαφόρους τόπους και χρόνους.

Πάντως εκείνο που θέλω να γίνη συνείδηση είναι ότι η διδαχή του Χριστού δεν διακρίνεται για την απλότητα, όπως εμείς την εννοούμε. Δεν μπορεί να κρύψη την πνευματική μας ένδεια και την απουσία του θεολογικού λόγου, δηλαδή του λόγου εκείνου που μπορεί να σώση και να θεώση τον άνθρωπο. Γι’ αυτούς που έχουν πνευματική ενότητα με τον Χριστό και τους αγίους, ο λόγος του Χριστού, παρά τα εξωτερικά δύσκολα νοήματα, είναι απλός, ενώ γι’ αυτούς που δεν έχουν κοινωνία με τον Χριστό και τους αγίους ο λόγος του Χριστού, παρά την φαινομενική απλότητα, είναι δυσνόητος. Είναι σφραγισμένος με επτά σφραγίδες.










"Οἱ Ἅγιοι Ὁσιομάρτυρες οἱ ὑπό λατινοφρόνων μαρτυρήσαντες"

Άγιοι Είκοσι Έξι Οσιομάρτυρες Ζωγραφίτες

Τό Ἅγιον Ὄρος, ἐκτός ἀπό Ὁσίους καί ἀσκητές Ἁγίους καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀνέδειξε καί πλῆθος Ὁσιομαρτύρων καί Νεομαρτύρων. Ἡ ὑπεράσπιση μέχρι θανάτου τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, χωρίς καμμία ὑποχώρηση καί παραχώρηση, συνόδευε πάντοτε τούς ἀσκητικούς καί νηπτικούς ἀγώνες τους, ἀφοῦ «οὐδέν ὠφελεῖ βίος ὀρθός δογμάτων διεστραμμένων» ( Ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος).

Ἔτσι, ὅταν τό 1274, στή Σύνοδο τῆς Λυών ὁ Αὐτοκράτορας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος (1261-1282) ὑπέγραψε ψευδοένωση μέ τούς Λατίνους, προκειμένου νά ἐξασφαλίσει τήν πολιτική ὑποστήριξη τοῦ Πάπα καί νά μπορέσει νά ἀνασυγκροτήσει τήν ἀποδιοργανωμένη ἀπό τήν λατινική κατοχή Βυζαντινή Αὐτοκρατορία, οἱ Ἁγιορεῖτες ἀντέδρασαν, ὅπως ἄλλωστε καί ἡ πλειοψηφία τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ.

Κατ' ἀρχήν ἔστειλαν γενναία ὁμολογιακή ἐπιστολή πρός τόν Αὐτοκράτορα καί τήν Σύνοδο τῶν Ἱεραρχῶν, ἀφοῦ εἶχε, ἐν τῷ μεταξύ, ἐξοριστεῖ ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἅγιος Ἰωσήφ. Σ' αὐτήν ἐπικρίνουν μέ παρρησία τίς παπικές καινοτομίες, χαρακτηρίζουν τόν πάπα «αἰρετικό» καί «ἀπόστολο τοῦ σατανᾶ», τούς δέ Λατίνους «ἄθεους», ἐνῶ ἐκδηλώνουν τήν ἀπορία τους «πῶς ἄρα καί προσδεκτέοι καί ἑνωτέοι τῷ ἀμωμήτῳ καί ὀρθοδόξῳ σώματι τῆς ἁγίας καθολικῦς καί ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας» (Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, 'Ἅγιον Ὄρος, 2003).

Ταυτόχρονα διέκοψαν κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ ὅσους ἑνώθηκαν καί ἀποδέχτηκαν τούς Λατίνους.

Ὁ Μιχαήλ Η', ἀποφασισμένος νά ἐπιβάλει τήν ἕνωση μέ κάθε τρόπο, σέ συνεργασία μέ τόν Λατινόφρονα Πατριάρχη Ἰωάννη ΙΑ' Βέκκο (1275-1282) στράφηκε μέ μανία ἐναντίον τῶν Ἁγιορειτῶν. Οἱ δύο λατινόφρονες ἡγέτες Ἐκκλησίας καί Πολιτείας μετέβησαν στό Ἅγιον Ὄρος μέ παπική ἐπικουρία γιά νά ἀναγκάσουν τούς Ἁγιορεῖτες νά δεχθοῦν τήν ἕνωση.

Οἱ Μονές Μεγίστης Λαύρας καί Ξηροποτάμου ὑπέκυψαν πρός στιγμήν στήν βία τῶν Λατινοφρόνων καί ἀποδέχτηκαν τήν βδελυρή ψευδοένωση.

Οἱ Μοναχοί, τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων ἀντιστάθηκαν μέ ἄκαμπτο καί ἀδιάλλακτο φρόνημα. Ἤλεγξαν μέ αὐστηρότητα καί παρρησία τόν δυσσεβῆ βασιλέα καί τούς ὁμόφρονές του ὡς αἰρετικούς καί παράνομους. Ὁ Μιχαήλ ἐξοργισμένος ἔδωσε ἐντολή στούς στρατιώτες του νά βάλουν σ' ἕνα πλοῖο τούς μοναχούς πού κατάγονταν ἀπό τήν Ἰβηρία καί ἀφοῦ ξανοιχτοῦν στό πέλαγος νά τό βυθίσουν μαζί μέ τούς ἐπιβάτες του. Ἔτσι οἱ ἅγιοι Ὁσιομάρτυρες ἔλαβαν τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου ἐπισφραγίζοντας μέ τή θυσία τους τήν ὅλη ὁσιακή βιωτή τους. Τούς Ἅγίους Ἰβηρίτες Ὁσιομάρτυρες ἑορτάζουμε στίς 13 Μαΐου.

Οἱ λατινόφρονες συνεχίζοντας τήν καταστροφική ἐπιδρομή τους ἔφθασαν στή Μονή Βατοπαιδίου, ἀλλά καί ἐκεῖ ἀντιμετώπισαν ἰσχυρή ἀντίδραση. Ἀφοῦ κατάλαβαν πώς δέν ὑπῆρχε περίπτωση νά λυγίσουν τούς μοναχούς πού ἀντίκρυσαν ὡς ἀκλόνητους βράχους τῆς Πίστεως, ἄρχισαν νά τούς κακοποιοῦν. Τέλος ἔσυραν ἔξω τόν ἁγιώτατο προηγούμενο Ὅσιο Εὐθύμιο καί δώδεκα ἀπό τούς μοναχούς καί τούς ἀπηγχόνισαν. Ἡ μνήμη αὐτῶν τῶν Βατοπαιδινῶν ὁσιομαρτύρων ἑορτάζεται στίς 4 Ἰανουαρίου.

Ἔπειτα ἀπό ὅλα αὐτά καί ἐνῶ οἱ Λατινόφρονες συνέχιζαν νά λεηλατοῦν τά πάντα στό πέρσμά τους, ἔφθασαν στή Μονή τοῦ Ζωγράφου.

Οἱ μοναχοί τῆς Μονῆς Ζωγράφου, εἶχαν εἰδοποιηθεῖ ἀπό ὅραμα τῆς Παναγίας γιά τόν ἐπερχόμενο κίνδυνο. Ἕνας μοναχός πού ἀσκήτευε σέ κοντινό κελλί, τήν ὥρα πού διάβαζε τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας, ἄκουσε τή φωνή τῆς Θεομήτορος ἐπιτακτική: «Ἀπελθών ταχέως εἰς τήν Μονήν, ἀνάγγειλον εἰς τούς ἀδελφούς καί τόν Καθηγούμενον ὅτι οἱ ἐχθροί ἐμοῦ τε καί τοῦ Υἱοῦ μου ἐπλησίασαν. Ὅστις λοιπόν ὑπάρχει ἀσθενής τῷ πνεύματι, ἐν ὑπομονῇ ἄς κρυφθῇ, ἕως ὅτου παρέλθει ὁ πειρασμός. Οἱ δέ ἐπιθυμοῦντες μαρτυρικούς στεφάνους ἄς παραμείνωσιν ἐν τῇ Μονῇ. Ἄπελθε λοιπόν ταχέως».

Κάποιοι ἀπό τούς μοναχούς φοβισμένοι κατέφυγαν στά γύρω βουνά. Οἱ ὑπόλοιποι κλείσθηκαν μέσα στόν πύργο τῆς Μονῆς. Ἀπό ἐκεῖ ἤλεγξαν μέ παρρησία τούς Λατινόφρονες ὡς αἱρετικούς καί παράνομους. Τότε ὁ βασιλέας ἐξοργισμένος διέταξε καί τούς ἔκαψαν ζωντανούς μαζί μέ τόν πύργο πού χρησίμεψε σάν ὀχυρό τους. Ἔτσι κέρδισαν καί αὐτοί τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Τά ὀνόματά τους εἶναι Θωμᾶς, ἡγούμενος τῆς Μονῆς, Βαρσανούφιος, Κύριλλος, Μιχαήλ, Σίμων, Ἰλαρίων, Ἰώβ, Κυπριανός, Σάββας, Ἰάκωβος, Μαρτινιανός, Κοσμᾶς, Σέργιος, Μηνᾶς, Ἰωάσαφ, Ἰωαννίκιος, Παῦλος, Ἀντώνιος, Εὐθύμιος, Δομετιανός, Παρθένιος. Μαζί τους μαρτύρησαν καί τέσσερεις λαϊκοί, τῶν ὁποίων δέν διεσώθηκαν τά ὀνόματα. Ἡ μνήμη τῶν Ζωγραφιτῶν Ὁσιομαρτύρων ἑορτάζεται στίς 22 Σεπτεμβρίου.

Ἀφοῦ ὁ Μιχαήλ ἀνεχώρησε ἀπό ἐκεῖ, ἔφθασε στήν κελλιώτικη Λαύρα τῶν Καρεῶν, στήν ὁποία εἶναι ἐγκατεστημένη καί ἡ ἔδρα τοῦ Πρῶτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὁ δέ Πρῶτος, ὁ Κοσμᾶς καί οἱ συνασκητές του ἐναντιώθηκαν στόν βασιλέα μέ γενναιότητα, ἐλέγχοντάς τον ὅπως καί οἱ προηγούμενοι Πατέρες. Ὁ βασιλέας ἔκανε ἐπίμονες προσπάθειες νά τούς μεταπείσει. Ὅλες ὅμως ἀπέβησαν ἄκαρπες καθώς καί ἐδῶ οἱ μοναχοί ἀποδείχθηκαν σταθεροί, καί ἀμετάπειστοι. Τά βασανιστήρια πήραν τή θέση τῶν λόγων ἀλλά οἱ εὐλογημένοι μοναχοί μέ ὅλο καί περισσότερη δύναμη ὁμολογοῦσαν τήν Ὀρθόδοξη Πίστη ὡς μόνη ἀληθινή καί σωτήρια.

Ἔτσι διατάχθηκε καί γι' αὐτούς ὁ θάνατος. Ἀγχόνη γιά τόν Πρῶτο Ὅσιο Κοσμᾶ καί σφαγή γιά τούς μοναχούς. Τό αἷμα τῶν Ἁγίων σφράγισε καί ἐδῶ τήν ὁμολογία τους καί μαζί μέ τις ψυχές τους ἀνέβηκε στό θρόνο τοῦ Θεοῦ ὡς ἡ ὕστατη αἱματηρή θυσία τους.

Ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου Κοσμᾶ τοῦ Πρώτου ἔγινε στίς 5 Δεκεμβρίου τοῦ 1981. Τότε ἑορτάστηκε καί γιά πρώτη φορά ἡ μνήμη τῶν Καρεωτῶν Ὁσιομαρτύρων καί ἔκτοτε καθιερώθηκε.

Οἱ Ἅγιοι Ὁσιομάρτυρες πού μαρτύρησαν ὑπό τῶν Λατινοφρόνων ἀποτελοῦν μιά συνέχεια στήν ἁλυσίδα τοῦ μαρτυρικοῦ καί ἀσκητικοῦ φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ὁμολογία καί μαρτυρία ὑπέρ τῆς πίστεως εἶναι ἀδιάρρηκτα συνδεδεμένα μέ τό μοναδικό ἀγγελικό πολίτευμα καί ἀποδεικνύουν τήν εἰλικρίνεια τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων καί τήν πιστότητα στήν Ὀρθοδοξία καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἡ θυσία τῶν Ὁσιομαρτύρων ἀποτελεῖ ὁδοδείκτη γιά τήν πορεία τῶν ἀνά τούς αἰῶνες μοναχῶν καί κυρίως τῶν Ἁγιορειτῶν, πού ὀφείλουν νά μή συμβιβαστοῦν ποτέ μέ ὁποιαδήποτε ἔκπτωση ἀπό τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως, ἐάν θέλουν νά εἶναι πραγματικά συνεχιστές τῆς Παραδόσεώς τους.



Κοντάκιον τῶν Ὁσιομαρτύρων
Ἀνωνύμου μοναχοῦ. Ἦχος πλ.δ'. Τῇ 'Ὑπερμάχῳ.
Λατινοφρόνων καθαιρέτας εὐφημήσωμεν, Κοσμᾶν τόν «Πρῶτον», Ὄρους Ἄθω τό προτείχισμα, πυρικαύστους τε Ζωγράφου Χριστοῦ ὁπλίτας, Βατοπαιδίου συνοδίαν τήν ἀήττητον, καί Ἰβήρων οὐρανόσθενον ὁμήγυριν· τούτοις κράζοντες· χαίρετε στῦλοι τῆς πίστεως.

--------------------------------------------------------------------------
πηγή: Ἀπό τό περιοδικό "Ἅγιον Ὄρος, Διαχρονική μαρτυρία στούς ἀγῶνες ὑπέρ τῆς πίστεως", ἔκδ. Ἁγιορειτῶν Πατέρων - Ἅγιον Ὄρος 2014

Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

" Ἡ τραγικότητα τῶν αἱρετικῶν"


(Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου ∆. Μεταλληνοῦ)

Στὶς αἱρέσεις καὶ τοὺς αἱρετικοὺς στρέφει τὴν προσοχή µας τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσµα τῆς προσεχοῦς Κυριακῆς (Τίτ. 3, 8-15). Πολλὲς ἑρµηνεῖες ἔχει λάβει ὁ Ὅρος «αἱρετικὸς» ἀπὸ τοὺς ἑρµηνευτές, καὶ µάλιστα τοὺς νεωτέρους, στὸ χῶρο τῆς Κ. ∆ιαθήκης.

Ὑπάρχει ὅµως καὶ ἡ συγκεκριµένη σηµασία, ποὺ ἔλαβε ὁ Ὅρος στὴ γλώσσα τῶν Ἁγίων Πατέρων, στὴ γλώσσα τῆς Ὀρθοδοξίας. Γιὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας µας «αἱρετικὸς» σηµαίνει: διαστρεβλωτὴς τῆς πίστεως, τῆς ἀποκεκαλυµµένης Ἀληθείας, τοῦ θεόθεν δεδοµένου τρόπου σωτηρίας. Αἵρεση δέ, εἶναι ἀλλοτριωµένη ἐκδοχὴ τοῦ Προσώπου τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ποὺ δὲν µπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴ σωτηρία, στὴ θέωση, τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ λυτρώσει ἀπὸ τὸ κακὸ τὸν κόσµο. Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς ἐν Χαλκηδόνι ∆´ Οἰκουµενικῆς Συνόδου (451), ποὺ τιµᾶ τὴν προσεχῆ Κυριακὴ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία σ᾽ ὅλο τὸν κόσµο, αὐτὴ τὴ σηµασία τοῦ ὅρου ἐπιβάλλουν νὰ κρατήσουµε καὶ µεῖς στὶς παρακάτω σκέψεις.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες, γνήσιοι θεολόγοι
Γιὰ νὰ κατανοήσουµε τὴν τραγικότητα, µέσα στὴν ὁποία ζοῦν καὶ κινοῦνται οἱ αἱρετικοί, πρέπει νὰ δοῦµε τὸ διαµετρικὰ ἀντίθετό τους µέγεθος, δηλαδὴ τοὺς ἁγίους Πατέρες, στὸ κύριο ἔργο τους, τὴν θεολογία. Βέβαια ὁ ἐγκλωβισµένος στὰ κοινωνιολογικὰ σχήµατα τῶν καιρῶν µας θὰ σπεύσει ἐδῶ νὰ διαµαρτυρηθεῖ, µὴ µπορώντας νὰ ἐννοήσει, ὅτι ὅλο τὸ ἔργο τῶν Πατέρων, σὲ κάθε ἐποχή, εἶναι θεολογία. Γιατί ἑνωµένοι µὲ τὸ Θεὸ ἀντιµετωπίζουν οἱ Πατέρες ὄχι µόνο τὰ προβλήµατα τῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς ζωῆς. Θεὸ – Ἀλήθεια προσφέρουν, ἀντιµετωπίζοντας κρίσεις δογµατικές, ἀλλὰ Θεὸ – Ἀλήθεια προσφέρουν ποιµαίνοντας τὰ πνευµατικά τους τέκνα καὶ ὁδηγώντας τα στὸ πλαίσιο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ποὺ εἶναι ἡ ἁγιοπνευµατικὴ κοινωνία.

Οἱ Ἅγιοι Πατέρες θεολογοῦν πάντα µὲ τὸν φωτισµὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. Γίνονται πρῶτα δοχεῖα καὶ Ναοὶ τοῦ Πνεύµατος, µὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν πνευµατικό τους ἀγώνα, καὶ καταξιώνονται νὰ γίνουν Πνευµατοκίνητοι, Θεοκίνητα στόµατα τοῦ Λόγου καὶ χεῖρες τοῦ Πνεύµατος. Ἡ θεολογία τους εἶναι, ἔτσι, ἔκφραση τῶν µυστικῶν ἐµπειριῶν τους. Ἐκφράζουν αὐτό, ποὺ τὸ Πνεῦµα ἀποκαλύπτει µέσα τους, σκορπίζουν γύρω τὸ φῶς Του.Λέγουν αὐτό, ποὺ βλέπουν, στὴ φωτισµένη καὶ θεοφόρο καρδιά τους. ∆ὲν εἶναι, λοιπόν, οἱ στοχαστὲς καὶ φιλόσοφοι τοῦ κόσµου, οἱ διανοητὲς – ὅπως λέµε. Ὁ στοχασµός µας δὲν µπορεῖ ποτὲ νὰ γίνει Θεολογία. Μένει φιλοσοφία, µεταφυσική, ἀναζήτηση ἀνθρώπινη.

Ἡ Θεολογία τῶν Πατέρων εἶναι τὸ ἀποτέλεσµα τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος µέσα τους. Αὐτὸ ὁµολογεῖ ἕνας ἀπὸ τοὺς λίγους, ποὺ δίκαια πῆραν τὸ ὄνοµα τοῦ Θεολόγου τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «∆ὲν εἶναι τοῦ καθενός, νὰ φιλοσοφεῖ γύρω ἀπὸ τὸ Θεό. ∆ὲν εἶναι τοῦ καθενός. Αὐτὸ τὸ πρᾶγµα δὲν εἶναι τόσο φθηνὸ καὶ ταπεινό… ∆ὲν εἶναι τοῦ καθενός, παρὰ µόνο τῶν δοκιµασµένων καὶ ὅσων ἔχουν προχωρήσει στὴ θεωρία (δηλαδὴ στὴ θέα τοῦ Θεοῦ) καὶ ποὺ προηγουµένως ἔχουν καθαρισθεῖ καὶ στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶµα, ἢ τουλάχιστον καθαρίζονται τώρα». Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔχουν κάθε δικαίωµα νὰ λέγουν: «ἔδοξε τῷ Πνεύµατι τῷ Ἁγίῳ καὶ ἡµῖν» χωρὶς τὸν παραµικρὸ κίνδυνο νὰ κατηγορηθοῦν γιὰ ἔπαρση.

Ὅπως ἐντελῶς φυσικὰ καὶ ἀπροσποίητα διεκήρυξαν οἱ Ἁγιορεῖτες Ἡσυχαστὲς στὸν Τόµο τοῦ 1341: «Ταῦτα ὑπὸ τῶν Γραφῶν ἐδιδάχθηµεν, ταῦτα παρὰ τῶν ἡµετέρων Πατέρων παρελάβοµεν, ταῦτα διὰ τῆς µικρᾶς ἐγνώκαµεν πείρας…». Ἡ ταπεινοφροσύνη τους φαίνεται στὸ «µικρᾶς»· εἶναι ὅµως ἀναγκασµένοι νὰ µιλήσουν καὶ γιὰ τὴν δική τους θεοπτικὴ ἐµπειρία.

Οἱ Αἱρετικοί, οἱ ἀθεράπευτοι «θεραπευτές»
Ἡ αἵρεση δὲν εἶναι ἁπλὰ λογικὸ λάθος, οὔτε οἱ αἱρετικοὶ ἁπλῶς ἀστοχοῦν στὴν εὕρεση τῆς ἀλήθειας. Στὴν περίπτωσή τους συµβαίνει κάτι βαθύτερο καὶ οὐσιαστικότερο. Κατὰ τὸ γράµµα γνωρίζουν τὴν Γραφή, κατὰ τρόπο -πολλὲς φορὲς- ἐκπληκτικό. Τοὺς λείπει ὅµως κάτι οὐσιαστικὸ, καὶ ἡ ἔλλειψή του τοὺς διαφοροποιεῖ ριζικὰ ἀπὸ τοὺς Πατέρες. Τοὺς λείπει ἡ ἁγιοπνευµατικὴ ἐµπειρία τῶν Πατέρων. Ὁ ἐσωτερικὸς φωτισµὸς τοῦ Πνεύµατος. Γιατί δὲν ἔχουν περάσει τὴν θεραπεία τῆς Ἐκκλησίας. Μπορεῖ ἠθικὰ νὰ εἶναι (ἐξωτερικὰ) ἀνεπίληπτοι. ∆ὲν ἔχουν ὅµως µέσα τους τὸ Πνεῦµα. ∆ὲν βλέπουν, λοιπόν, ὅσα βλέπουν ἐν Πνεύµατι οἱ Πατέρες. Μπορεῖ διανοητικὰ νὰ εἶναι ἐκπληκτικὰ ἀνεπτυγµένοι. Εἶναι πράγµατι γεγονός, ὅτι ὅλοι οἱ µεγάλοι αἱρετικοὶ ἐντυπωσιάζουν µὲ τὴν πολυγνωσία καὶ «σοφία» τους! Ἀκόµη καὶ σήµερα… ∆ὲν ἔχουν ὅµως καθαρὴ τὴν καρδιά, οὔτε ἔχουν µεταβληθεῖ σὲ ναοὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. Ἡ αἵρεση προϋποθέτει κακὴ ἢ ἀνύπαρκτη θεραπεία. Γι’ αὐτὸ γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς ἡ Θεολογία εἶναι διανοητικὴ – ἐπιστηµονικὴ ὑπόθεση, λογικὸ καὶ συλλογιστικὸ παιχνίδι. Ἡ ἐµπειρία τῆς θεώσεως, ποὺ καταξιώνει τοὺς Πατέρες, εἶναι αὐτό, ποὺ τοὺς λείπει. Γι’ αὐτὸ ὁ αἱρετικὸς δὲν µπορεῖ νὰ διακρίνει στὸ κρίσιµο σηµεῖο τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴν πλάνη. Γιατί δὲν βλέπει µέσα του τὴν ἀλήθεια, δὲν τὴν γνωρίζει στὴν καρδιά του. ∆ὲν ἔχει τὸ ὄχηµα τῆς «νοερᾶς προσευχῆς» καὶ γι’ αὐτὸ δὲν µπορεῖ νὰ φτάσει στὸν «δοξασµό», ποὺ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῆς «πάσης ἀληθείας» ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦµα.

Ἐδῶ ἀκριβῶς ἀποκαλύπτεται καὶ ἡ τραγικότητα ὅλων τῶν αἱρετικῶν, καὶ πρὸ πάντων τῶν αἱρεσιαρχῶν. Ἀφώτιστοι οἱ ἴδιοι, ζητοῦν νὰ φωτίσουν. Ἀθεράπευτοι οἱ ἴδιοι, ζητοῦν νὰ θεραπεύσουν. Ἄθεοι οἱ ἴδιοι (δηλαδὴ χωρὶς τὸν ἀληθινὸ Θεό), ζητοῦν νὰ θεολογήσουν. Θὰ µπορούσαµε νὰ παροµοιάσουµε τοὺς αἱρετικοὺς µὲ ψευτογιατροὺς καὶ τσαρλατάνους, ποὺ ἀπατοῦν. Ἀλλ’ εἶναι κάτι χειρότερο: εἶναι γιατροί, ποὺ προσφέρουν δολοφονικὴ θεραπεία, ποὺ σκοτώνει τὸν ἄνθρωπο αἰώνια. Εἶναι φαρµακοποιοί, ποὺ κυκλοφοροῦν φάρµακα δηλητηριασµένα – ἀλλοιωµένα, ποὺ εἶναι ἐπικίνδυνα γιὰ τὴν δηµόσια ὑγεία, καὶ ὄχι τὴν σωµατική, ἀλλὰ τὴν πνευµατικὴ καὶ αἰώνια.

Ἡ διαφορὰ στὰ πράγµατα
Ἀκολουθώντας τὴν πατερικὴ θεώρηση τῆς αἱρέσεως, µποροῦµε νὰ συνειδητοποιήσουµε τὴν φθοροποιὸ δύναµή της στὴν ἱερὴ ὑπόθεση τῆς σωτηρίας µας. Μέσα στὴν ἄµβλυνση τῶν πνευµατικῶν µας αἰσθητηρίων, πολὺ συχνὰ τοποθετοῦµε τὴ διαφορὰ Ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεων σὲ ἐπίπεδο λεκτικῶν ἢ τυπικῶν παραλλαγῶν. Αὐτὸ ὁδηγεῖ στὴν ἐλαχιστοποίηση τῆς διαφορᾶς καὶ στὴν ἐντύπωση, ὅτι ἡ διαφωνία εἶναι γιὰ ἀσήµαντα πράγµατα, ποὺ µποροῦν εὔκολα µὲ κάποια καλὴ διάθεση καὶ φραστικὴ βελτίωση νὰ θεραπευθοῦν. Αὐτὸ γίνεται στὸν οἰκουµενι(στι)κὸ διάλογο. Καὶ τοῦτο συµβαίνει, γιατί συνήθως νοοῦµε τοὺς ἑαυτούς µας ὡς Ὀρθοδόξους καὶ παραβάλλουµε τοὺς ἑτεροδόξους πρὸς τοὺς ἑαυτούς µας. ∆ὲν εἶναι περίεργο, λοιπόν, ὅτι διακρίνουµε περισσότερες ὁµοιότητες ἀπὸ διαφορές! Ἂν δοῦµε ὅµως τὶς αἱρέσεις ἀπὸ πλευρᾶς πραγµατικότητος πατερικῆς καὶ ἀντιπαραθέσουµε στὴν ἑτεροδοξία τῆς ἐποχῆς µας τοὺς Ἁγίους µας Πατέρες, τότε θὰ διαπιστώσουµε, ὅτι πρόκειται γιὰ διαφορὰ πραγµάτων καὶ ὄχι λέξεων. Πρόκειται γιὰ διαφορὰ πρωταρχικὰ θεραπευτικῆς µεθόδου. Ἡ πνευµατικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας γεννᾶ Ἁγίους Πατέρες, ἐνῷ ἡ «πνευµατικότητα» τῶν αἱρέσεων σπείρει τὸν ὄλεθρο. Γι’ αὐτὸ οἱ Ἅγιοι Πατέρες θὰ µένουν πάντα τὰ «πάγχρυσα στόµατα τοῦ Λόγου», ποὺ θὰ καλοῦν ὄχι µόνο τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἑτεροδόξους, ἀλλὰ καὶ µᾶς τοὺς κατ’ ὄνοµα µόνο ὀρθοδόξους, στὴν γνήσια ἐν Χριστῷ θεραπεία, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν δοξασµὸ καὶ τὴν ἀληθινὴ Θεολογία.

Ορθόδοξος Τύπος, 17/7/2015

-----------------------------------------------------

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

" Η ταυτότητα των νεορθοδόξων"

 
(Θεόκλητου Διονυσιάτου Μοναχού)

Ας σχολιάσουμε τώρα το φαινόμενο των νεορθοδόξων. Ερωτώμενος ο κ. Γιανναράς, κατά τη συνέντευξη με το περιοδικό ΕΝΑ, που δημοσιεύθηκε στο αριθ. 8 τεύχος, τί είναι νεορθοδοξία, αφού η Ορθοδοξία είναι μία, απάντησε:

—Γιατί ο χώρος κυρίως της Αριστεράς ήξερε ως ορθοδοξία κάτι στατικό, ολίγον παλαιολιθικό, συντηρητικό. Και όταν άκουσαν —με αφορμή κυρίως το διάλογο με τους μαρξιστές που είχε γίνει από την εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»— μια άλλη γλώσσα, μια άλλη θεώρηση αυτού του χώρου, ορισμένοι άνθρωποι της Αριστεράς, όπως ο Ζουράρης και ο Μοσκώφ, είπαν ότι αυτό είναι μια νέα ορθοδοξία». Και μας είπαν «νεορθόδοξους». Μόνο μ' αυτή την έννοια που σας είπα. Ότι για τους απέξω είναι κάτι νέο σε σχέση με ό,τι είχαν συνηθίσει να αποκαλούν ορθοδοξία.

Αυτή η απάντηση, σε συνδυασμό με όσα γράφει ο κ. Γιανναράς στα βιβλία του για έρωτες και διάφορα δογματικά θέματα, που νοθεύει, διαφωτίζει την νοοτροπία των νεορθοδόξων.

Αλλά ποιοι είναι αυτοί οι νεορθόδοξοι, ποιά είναι η «άλλη γλώσσα» καί πού την έμαθαν; Είναι κάποιοι επώνυμοι θεολόγοι, οι γνωστοί είναι ελάχιστοι, οι κρυπτόμενοι περισσότεροι. Η «άλλη γλώσσα» δεν είναι παρά μια αυθαίρετη κατασκευή τρόπου ζωής, τον οποίο μορφώνουν με νοθευόμενα στοιχεία ορθοδοξίας, που εκβιάζουν να υπηρετήσουν τις αμαρτωλές προθέσεις τους. Και πού έμαθαν αυτή τη γλώσσα; Πού αλλού από τον σκοτεινό χώρο τής εμπάθειάς τους;

Πρώτα η Ορθοδοξία ήταν «κάτι στατικό, ολίγον παλαιολιθικό, συντηρητικό». Και ήλθαν οι διανοούμενοι αυτοί θεολόγοι, ύστερα από είκοσι αιώνων δογματική και πνευματική παράδοση, που θεμελίωσε και ενέπνευσε το άγιο Πνεύμα, να δώσουν κίνηση στη στάση, να ειπούν νέα αντί των παλαιών, να απαλλάξουν από τη συντήρηση και να δείξουν «μιά άλλη θεώρηση αυτού του χώρου», δηλαδή της Εκκλησίας. Πράγμα που σημαίνει, ότι τόσους αιώνες η Εκκλησία επλανάτο.

Θα έφθανε μόνη αυτή η διατύπωση για ν' αποκαλύψει ψυχική διαφθορά, έρεβος του νου, δαιμονική βούληση. Πρώτον, πώς μπορεί κάνεις πιστός να επιτρέψει στον εαυτό του να ασκήσει κριτική στην εν αγίω Πνεύματι εμπνευσθείσα διδασκαλία της Εκκλησίας, εάν δεν είναι φρενόληπτος; 

Κι' έπειτα πώς τις αλήθειες, που εφανέρωνεν ο Χριστός και επανέλαβαν και ανέπτυξαν οι θεόπνευστοι Απόστολοι, τις αλήθειες που ερμήνευσαν οι θεοφόροι Πατέρες, κατοχύρωσαν Οικουμενικές Σύνοδοι και παρέδωσαν στην Εκκλησία το «μέγα. μυστήριον της θεολογίας», πώς είναι δυνατόν κάθε Γιανναράς, γυμνός από πνευματικές εμπειρίες, με διεφθαρμένον από την οίηση και τη φιληδονία το νοερόν εργαστήριο, με κατατραυματισμένη την καρδιά από σαρκικούς και ακάθαρτους συναισθηματικούς έρωτες και με εμπαθέστατο το παθητικό της ψυχής, να τις χαρακτηρίζει ως «κάτι στατικό, ολίγον παλαιολιθικό, συντηρητικό» και να υποδεικνύει «μια άλλη θεώρηση του χώρου της Εκκλησίας», χωρίς να καταγγέλλεται ως αιρετικός και παράφρων; 

Αλλά και πώς η διοικούσα, ποιμαίνουσα και διδάσκουσα Εκκλησία, δεν κατενόησε τις νοσηρές και αντορθόδοξες διδαχές του και των νεορθοδόξων, για να τις επισημάνει, να τις καταδικάσει, για να διασώσει την αυθεντική διδασκαλία της; Το φαινόμενον είναι ανησυχητικό και μαρτυρεί συσχηματισμό και έλλειψη ευαισθησίας, με αποτέλεσμα να νοθεύεται η Ορθοδοξία και να κολάζονται άπειρες ψυχές.

--------------------------------------------------------
πηγή: ΘΕΌΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, "Περί θείου και ανθρωπίνου έρωτος - Β. Ο Νικολαϊτικός ερωτισμός των νεορθοδόξων", εκδ. Σπηλιώτη, 

Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

"H νεορθοδοξία ανατρέπει την Oρθοδοξία"



(Θεοκλήτου Διονυσιάτου μοναχού)

Τι είναι κατά βάθος η διδασκαλία των νεορθοδόξων; Είναι ένα θεωρητικό σύστημα, που συγκροτείται από στοιχεία παρέχοντα συνεχή και αδιάπτωτη ευδαιμονία, χαρά, ευφορία, αισιοδοξία, ερωτικές απολαύσεις, υποσχόμενες την τελείωση των βιούντων κατά τα πρότυπα των νεορθοδόξων, μέ κατάληξη τον θείον έρωτα και την θέωση. Δηλαδή πρόκειται για ένα τρόπο ζωής, μέσα στην Εκκλησία, που συνίσταται από, κατ' επιλογήν, δογματικές και πνευματικές θέσεις, υφιστάμενες απαραιτήτως προκρούστιες επεξεργασίες και υποτασσόμενες σε αναπλαστικές μεθοδεύσεις, για να υπηρετήσουν προεσχηματισμένα μοντέλα, στη θεωρία και την πράξη. Προσφέρουν έτσι μια dolce vita, αλλά, προπαντός, ορθόδοξη, αφού δεν στερείται ορθοδόξων στοιχείων! Και ακριβώς γι' αυτό και απατηλή.

Ποιος δεν θέλει την ευτυχία του, τη χαρά του και την αιώνια σωτηρία του; Έτσι λοιπόν η ανθολογημένη αυτή διδαχή από την Ορθοδοξία γίνεται αποδεκτή ευχαρίστως, σαν κάτι αντι-στατικό, αντι-παλαιολιθικό, αντι-συντηρητικό, σαν «μια άλλη γλώσσα, μια άλλη θεώρηση αυτού του χώρου». Ο Σταυρός του Χριστού δεν θα αίρεται πλέον, γιατί δεν χρειάζεται, η νέκρωση της σάρκας και των παθών είναι περιττή, αφού την ετοιμάζουμε για ερωτικές απολαύσεις, τηρουμένου, βέβαια, του όρου ότι «προσφέρεται για την ευτυχία του άλλου»

Λόγος περί εντολών δεν γίνεται, για νηστείες και γενικώς άσκηση, για «στενή και τεθλιμμένη» και για πολέμους με τον σατανά και τα πάθη, τελεία σιωπή. Η Πατερική γραμματεία είναι καλή, αλλά ανθολογουμένη και καταλλήλως ερμηνευομένη, για να προβάλλει την χαρούμενη Ορθοδοξία. 

Τα αριστουργήματα της οσιακής εμπειρίας και των θεολογικών ελλάμψεων, που έχουν ενσωματωθεί στα λειτουργικά βιβλία της Παρακλητικής, του Τριωδίου, στα Μηναία, στο Θεοτοκάριον, στο Πεντηκοστάριον, είναι αποδεκτά, χωρίς όμως τους θρήνους της μετανοίας, χωρίς την αίσθηση της αμαρτωλότητος, της ενοχής, της ευθύνης, των χρεών από τις αμαρτίες, αφού ο Θεός είναι άπειρο πέλαγος αγαθότητος και βλέπει τις ανθρώπινες αθλιότητες με κατανόηση ως αστοχίες, ατευξίες. 

Λόγος περί θείας δικαιοσύνης και ανταποδόσεως, δεν έχει θέση στην νεορθοδοξία. Επίσης ο τόσον εύσπλαγχνος και φιλάνθρωπος Κύριος, αδύνατον να κολάσει, αφού κάτι σχετικό τάχα λέγει και ο Ισαάκ ο Σύρος. 

Ο φόβος έχει εκτοπισθεί από την αγάπη, το «τρέμω την φοβεράν ημέραν της κρίσεως», είναι άγνωστη γλώσσα, αφού θα μας δικαιώσει ο Κύριος, σαν τον Μαρμελάδωφ(1) μόνο και μόνο γιατί θεωρούσε τον εαυτό του ως χοίρο. Τον εκάλεσε ο Κύριος και χωρίς άλλη μετάνοια, χωρίς αποχή της μέθης και ας έστελνε τη Σόνια να πορνεύει για χάρη του πατρικού ποτού, όπως μας το εγγυάται ο κ. Γιανναράς.


1. Ήρωας του μυθιστορήματος του Ντοστογιέφσκι, "Εγκλημα και τιμωρία
  

------------------------------------------------------------
πηγή: ΘΕΌΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, "Περί θείου και ανθρωπίνου έρωτος - Β. Ο Νικολαϊτικός ερωτισμός των νεορθοδόξων", εκδ. Σπηλιώτη, 



Στηρίξτε......

  • Η σαλάτα του Νεοέλληνα - Δεν θέλω να μπω στο γαϊτανάκι του πολέμου που (για ακόμα μια φορά σε αυτή τη χώρα) έχει ξεσπάσει σχετικά με την επικείμενη συμφωνία των Πρεσπών, μα δεν μπο...
    Πριν από 5 χρόνια